.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΜΟΛΙΣ ΠΕΤΑΧΘΟΥΜΕ ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΕΞΩ



Η κολυμβήθρα του Σιλωάμ σήμαινε «απεσταλμένος από τον Θεό». Εκεί πήγε να νιφτεί ο τυφλός ο εκ γενετής. Τον βρήκε όμως ο Απεσταλμένος από τον Θεό, το Απεσταλμένο Φως, ο Απεσταλμένος Φωτοδότης, ο Απεσταλμένος φωτισμός του προσώπου και της καρδιάς, ο Χριστός.

«Έφτυσε κάτω, έφτιαξε πυλό από το φτύσμα και άλειψε με τον πυλό τα μάτια του» (Ιωάν. 9, 6). Τούτο το άψυχο και άφωνο χώμα που δεν το υπολογίζει κανείς, που πατάμε και κλωτσάμε όλοι, συμβολίζει την ταπείνωση που η είναι ο αποκλειστικός αγωγός κάθε θαύματος στη ζωή μας. Αυτή η χωμάτινη ύλη γίνεται θαυμαστό μέσο για την πρωτόγνωρη ευεργεσία και ανέλπιστη δωρεά. Το θείο και πανάχραντο φτύσμα, είναι το αδαπάνητο υγρό από τα ζωογόνα σπλάχνα Αυτού που έχει παντοτινά σπλάχνα οικτιρμών για τον άνθρωπο και αποτέλεσε έναν μυστικό όμβρο ευεργεσίας και ιάσεως. Ο πηλός πλάθεται από τον Ουράνιο Κεραμέα και καταδεικνύει όλη αυτή η «χρονοβόρα» ενέργεια την απεριόριστη φροντίδα και μέριμνα που έχει Αυτός για τον πόνο και τα παθήματά μας, για όλη τη ζωή και το είναι μας.


Το φως και ο φωτισμός έρχονται μετά τη νίψη. Κανείς όμως δε συμμερίζεται τη χαρά της ιάσεως, τη συγκίνηση της αποκαταστάσεως. Οι γείτονες απλά απορούν: «Αυτός είναι;»· όχι, «είναι κάποιος που του μοιάζει» (Ιωάν. 9, 9). Οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή, θεριεύει η περιέργεια, ανίκανη να πάει πιο πέρα και να σκύψει πιο βαθιά προς το μυστήριο του θαύματος, του προσώπου, της τρισμέγιστης ευφροσύνης του.

Μοναχική και μετέωρη η χαρά, αντικρίζει τα κύματα της χαιρεκακίας και του δόλου. «Πού είναι ο άνθρωπος εκείνος;» – «Δε ξέρω» (Ιωάν. 9, 12). Αλληλοδιάδοχες οι σκληρές ανακρίσεις. Να μειώσουν το θαύμα, να σπιλώσουν τον Ευεργέτη. Όλο το θρησκευτικό σύστημα, σκαιό και βλοσυρό, τολμά να βεβηλώνει τις δωρεές του Θεού στις άκακες καρδιές των ανθρώπων. «Η αργία του Σαββάτου» (Ιωάν. 9, 16) είναι ο ποταπός νομικός μοχλός για να χαλάσουν τα καρδιακά αισθήματα της ευγνωμοσύνης που νιώθει κάποιος από τα τρίσβαθά του, όταν λαμβάνει απρόσμενα τη θεραπεία που δεν θα του έδιναν όλοι οι κόσμοι. Πάντα η τεχνική της σπίλωσης και της κατηγορίας είναι η ειδικότητα των πνευματικά ανάπηρων: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από τον Θεό».

Κατόπιν, καλούνται να λογοδοτήσουν και οι γονείς του πρώην τυφλού εκ γενετής. Αυτοί φοβούνται την απειλητική εξουσία των θρησκευτικών ηγητόρων και κάνουν πίσω. Αφήνουν τον γιο τους και το υπέρτατο καλό που αυτός ο ίδιος μαρτυρεί στο σώμα του, μόνο και ανυπεράσπιστο. Όλες οι ανακρίσεις η μία πίσω από την άλλη, φτιάχνουν το στυγερό απόσπασμα: «Πες μας την αλήθεια μπροστά στον Θεό: εμείς ξέρουμε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός» – «Αν είναι αμαρτωλός, δεν ξέρω. Ένα ξέρω: πως ενώ εγώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω» (Ιωάν. 24–25).

Ναι, βλέπει. Βλέπει πραγματικά. Κι επειδή βλέπει πραγματικά, επειδή δεν βλέπει τις αμαρτίες των άλλων, το ποιος είναι αμαρτωλός ή όχι, επειδή δεν «βλέπει» όπως αυτοί, επειδή δεν εγκαταλείπει την ευγνωμοσύνη για το φθόνο, επειδή δεν παύει τη μαρτυρία της καρδιάς του για την αλήθεια και την αγάπη που δέχθηκε, τελικά, «τον πέταξαν έξω».

Κι όταν «ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω, αφού τον βρήκε, του είπε: “Πιστεύεις στον Υιό του Θεού;”. Εκείνος αποκρίθηκε: “Και ποιος είναι Αυτός, Κύριε, για να πιστέψω σ’ Αυτόν;”. “Μα, Τον έχεις κιόλας δει”, του είπε ο Ιησούς, “Είναι Αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου”. Κι εκείνος είπε: “Πιστεύω, Κύριε!”, και Τον προσκύνησε» (Ιωάν. 9, 35–37).

Μόλις κι εμείς «πεταχθούμε έξω» εκεί στο πιο απευκταίο περιθώριο κάθε ατομικού, εγωικού, κοσμικού, ψευδαδελφικού, ψευδοσυγγενικού, ειδωλικού, ιδεοληπτικού και θρησκευτικού συστήματος, μόλις φύγουν από τα χέρια μας όλα τα σάπια δεκανίκια του κόσμου και του νου μας, αυτά που μέχρι πρότινος μας χάριζαν ψεύτικες πεποιθήσεις, επίπλαστες δυνάμεις και απατηλές ιδέες, θα έρθει μετά Αυτός. Αυτή είναι η σειρά, αυτή είναι η τάξη που δεν παρασαλεύεται ποτέ από κανέναν. Θα έρθει για να μας στηρίξει και να μας ενδυναμώσει. Θα έρθει για να αναπλάσει την εσχατιά μας, αυτή που απέβαλαν όλες οι εξουσίες του ψεύτη και αφώτιστου ντουνιά. Το Φως Του θα είναι για μας η ζωή μας. Και αυτή η πρώην τυφλή και «πεπυρωμένη» ζωή μας, θα μας συντρίψει, θα μας λυγίσει με ακράτητη ευγνωμοσύνη, για να μας κάνει αβίαστα και ελεύθερα τους πιο εγκαρδιωμένους προσκυνητές Του. Προσκυνητές που, μέσα στο γλυκό και ευεργετικό Φως του Προσώπου Του, θα λέμε και θα ξαναλέμε ακούραστα και αιώνια, σαν τον εκ γενετής τυφλό του Ευαγγελίου: «Ναι, Κύριε, πιστεύω!».

π. Δαμιανός