.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Εγεννήθη φωνή τοῦ Λόγου καί φωτός Πρόδρομος



Ἡ ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου Προδρόμου συνιστᾶ ἰδιαίτερα χαρμόσυνο γεγονός γιά ὅλη τή Δημιουργία:

Χαίρουν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, ὅλος ὁ πιστός στόν Χριστό κόσμος, ἀλλά ἀκόμη καί ἡ ἴδια ἡ ἄλογη φύση: ῾Γήθεται ἅπασα κτίσις τῷ σῷ τόκῳ θεϊκῶς᾽. Αἰτία γι᾽ αὐτό εἶναι ὄχι μόνον ὅτι γεννήθηκε ἕνας ἀκόμη ἄνθρωπος – καί αὐτό κατά τόν Κύριο εἶναι γεγονός χαρᾶς: ῾διά τήν χαράν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος ἐν τῷ κόσμῳ᾽ εἶπε κάπου - ἀλλά ὅτι γεννήθηκε ἐκεῖνος πού προετοίμασε τό ἔδαφος γιά τόν ἐρχομό τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ, δηλαδή φάνηκε τό λυχνάρι πρίν ἔρθει τό φῶς, ἦρθε ἡ αὐγή πρίν ἀνατείλει ὁ Ἥλιος, ἀκούστηκε ἡ φωνή πού φανέρωσε τόν ἴδιο τόν Λόγο.

Οἱ ὕμνοι τῆς ᾽Εκκλησίας μας δέν φείδονται ἐπαίνων καί ἐγκωμίων γιά νά δηλώσουν τή χαρμόσυνη αὐτή πραγματικότητα, ὅπως π.χ.῾ἐγεννήθη φωνή τοῦ Λόγου καί φωτός Πρόδρομος᾽, ῾ὁ λύχνος τοῦ φωτός προέρχεται, ἡ αὐγή τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης μηνύει τήν ἔλευσιν, εἰς ἀνάπλασιν πάντων καί σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν᾽. 

῎Ετσι ἡ γέννηση τοῦ ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου ἀφενός ἀποτελεῖ χαρά πού ἀντανακλᾶ τήν ὑπέρμετρη καί ἄφατη χαρά γιά τόν ἐρχομό στόν κόσμο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐνσαρκωθέντος Θεοῦ μας, ἀφετέρου προβάλλει τό μέγεθος τῆς προσωπικότητας τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη, ἀφοῦ εἶναι ὁ μόνος μάλιστα πού δέχτηκε ἀργότερα τόσους ἐπαίνους ἀπό τόν Κύριο καί συνεπῶς δηλώθηκε μέ τόν πιό πανηγυρικό τρόπο τό ὕψος τῆς ἁγιότητάς του: ῾Οὐδείς ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων τοῦ ᾽Ιωάννου᾽, ῾ὁ μείζων πάντων τῶν προφητῶν προφήτης, οὗ ἕτερος οὐκ ἔστιν, οὐδέ ἐγήγερται᾽.

Γι᾽ αὐτό καί ἡ ᾽Εκκλησία μας, στοιχώντας στόν ἴδιο τόν ἀρχηγό της, τόν τοποθέτησε δεύτερο μετά τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, μέ ἰδιαίτερη καθημερινή μνημόνευσή του μετά ἀπό Αὐτήν καί μέ τή θέση του στό τέμπλο κάθε ναοῦ στά ἀριστερά τοῦ Κυρίου.


Τό προφητικό καί προδρομικό του στοιχεῖο δηλώθηκε ἀπό τήν ἀρχή τῆς δράσης του στήν ἔρημο τοῦ ᾽Ιορδάνου, πρῶτον μέ τό κήρυγμα τῆς μετανοίας καί τό βάπτισμα τῆς μετανοίας καί δεύτερον μέ τή διαρκή ἀναφορά του στόν ἐρχόμενο Μεσσία. Κι αὐτά τά δύο ἦταν ἄμεσα συνδεδεμένα μεταξύ τους, διότι κανείς δέν μποροῦσε καί δέν μπορεῖ νά πιστέψει στόν Χριστό, ἀποδεχόμενος Αὐτόν ὡς προσωπικό του λυτρωτή, ἄν δέν μετανοήσει γιά τίς ἁμαρτίες του, μέ ἀλλαγή τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς του καί μέ προσανατολισμό του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ἡ γνησιότητα τῆς δράσης του ἀπό τήν ἄλλη, δηλαδή ὅτι βρίσκεται στό ἔργο αὐτό σταλμένος ἀπό τόν Θεό, ἐπιβεβαιώθηκε καί ἀπό τό μαρτυρικό τέλος τῆς ζωῆς του, πού ἐπιστέγασε οὐσιαστικά τήν ὅλη μαρτυρική πορεία του, καί κυρίως ἀπό τά λόγια, ὅπως εἴπαμε, τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, γιά τόν Ὁποῖο πάντοτε τόνιζε ὅτι ῾ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι᾽. Ἡ μεγαλωσύνη του ἀπό τήν ἄποψη αὐτή φάνηκε καί ἀπό τό μέγεθος τῆς ταπείνωσής του. 

Ἡ ὑπέρμετρη ἁγιότητά του καί τό καταλυτικό γιά τήν προετοιμασία τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Χριστοῦ ἔργο του δέν ὀφείλονται μόνο στή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ᾽Ιωάννης ἦταν ὁ ἐνεργούμενος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ προφήτης, ἀλλά πού συνήργησε σ᾽ αὐτό καί ὁ ἴδιος τά μέγιστα, γιά νά ἀναδειχθεῖ στό σημεῖο πού ἔφτασε. Καί ἡ συνέργειά του ἔγκειτο στήν κατάθεση τῆς θέλησής του στήν ὑπακοή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. 

᾽Αδιάκοπα ὁ ᾽Ιωάννης , ἤδη ἐκ βρέφους κοιλίας, ἔθετε τόν ἑαυτό του στήν ὑπηρεσία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, γεγονός πού σημαίνει ὅτι αὐτά πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός – τά χαρίσματα τοῦ κατά φύσιν – τά ἐργάστηκε μέ τέτοιον τρόπο διά τῆς ἁγνότητάς του καί τῆς σωφροσύνης του, ὥστε νά ἀποφύγει ὅ,τι ὁδηγοῦσε στήν ἁμαρτία – τό λεγόμενο παρά φύσιν – καί νά φτάσει μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ στό μεγαλεῖο τῆς ἐν Θεῷ παραμονῆς του – σ᾽ αὐτό πού ὀνομάζεται ὑπέρ φύσιν.

Κατά τά λόγια μάλιστα τοῦ δοξαστικοῦ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ, ποιήματος τῆς ἁγίας Κασσιανῆς, ῾ἁγνείαν γάρ παντελῆ καί σωφροσύνην ἀσπασάμενος, εἶχε μέν τό κατά φύσιν, ἔφυγε δέ τό παρά φύσιν, ὑπέρ φύσιν ἀγωνισάμενος᾽. 

Αὐτόν λοιπόν ὅλοι οἱ πιστοί, μιμούμενοι κατά τίς ἀρετές του, ἄς τόν παρακαλοῦμε νά πρεσβεύει γιά ἐμᾶς, γιά νά σωθοῦν οἱ ψυχές μας. 

Η πνευματική μου εξορία



-Πως πρέπει να προσευχώμεθα και να κλαίμε κάθε φορά που αμαρτάνουμε;

-Το αληθινό πένθος δεν είναι μία στιγμή της ψυχής, μία ψυχολογική κατάστασις, αλλά είναι, όπως λέγει ο π. Σωφρόνιος, στιγμή στην οποία ο νούς και η καρδία ζούν την ίδια κατάσταση. Πιό σαφέστερα, η βίωσις του ονόματος του Θεού στον νού και στην καρδιά.
Μ᾿ αυτή την έννοια, στον ησυχασμό, με την πρακτική εξάσκηση της προσευχής του Ιησού, ο άνθρωπος φθάνει στην ένωση νού και καρδίας. Ο νούς και η καρδία του ανθρώπου γίνονται ένα και ζούν την ίδια στιγμή την ίδια εμπειρία. Αυτή είναι η στιγμή των δακρύων.
Αυτή η στιγμή-ομιλώ κάπως αποκλειστικά-είναι η αγάπη. Δεν προέρχεται ποτέ από την ιδική μας αγάπη, επειδή η αγάπη μας δεν είναι ακόμη καρπός της φύσεώς μας· εμείς εξεπέσαμε απ᾿ αυτήν και γι᾿ αυτό τα δάκρυα εξέρχονται πολλές φορές με πόνο και γι᾿ αυτό δεν καλλιεργείται μέσα μας ο ίδιος ο πόνος, αλλά διά του πόνου, λόγω της συντριβής που νοιώθουμε για τις αμαρτίες μας επανερχόμεθα στην φυσική κατάστασι του εαυτού μας.

Δεν έχω χρόνο να αναφερθώ στο πνευματικό μου προσκύνημα, στην πνευματική μου εξορία, στην περιπλάνηση μου· θέλω να φθάσω κατ᾿ ευθείαν στην στιγμή στην οποίαν επέστρεψα στην Ορθόδοξη Εκκλησία …όταν επέστρεψα στην Εκκλησία, δια της Εξομολογήσεως και της Θείας Κοινωνίας, μου απεκαλύφθηκε στην ψυχή μου ότι η Ορθοδοξία είναι, όπως και παραπάνω σας είπα, χωρίς καμμία αμφιβολία, η φύσις του ανθρώπου, έτσι όπως την συνέλαβε ο νούς του Θεού.
Αλλά γι᾿ αυτή την φύση, που τραυματίσθηκε από την αμαρτία, ήτο ανάγκη όπως ο Ίδιος ο Θεός να κατέλθη επί της γης, να ενσαρκωθή και να γίνη άνθρωπος όμοιος μ᾿ εμάς, πλην της αμαρτίας, να πεθάνη ως άνθρωπος επί του Σταυρού και ν᾿ αναστηθή.
Να πεθάνη επί του Σταυρού για να αποκαλύψη στον άνθρωπο τι είναι ο άνθρωπος. 
Η ανθρωπολογία μας απεικονίζεται από ένα μόνο Άνθρωπο, που καλείται Ιησούς. Και οι Πατέρες μας διετήρησαν τον λόγο και το Πνεύμα αυτού του Λόγου, τον οποίον δέχθηκε η ανθρωπότητα από τον Θεό.

Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι μπροστά από όλες τις ονομασίες, τις οποίες έλαβαν οι διάφορες χριστιανικές αιρέσεις, οι Πατέρες διετήρησαν το όνομα«Ορθοδοξία», το οποίον σημαίνει, όπως γνωρίζετε, αληθινή δόξα, δοξασία, γνώμη, αλήθεια.
Δηλαδή, το σπουδαιότερο (με μια παγκόσμια απήχηση), πέρα από όλες τις ονομασίες που εκράτησαν οι άλλοι, οι άγιοι Πατέρες μας ευρήκαν ότι το πράγμα το οποίον πρέπει να ομολογήσουμε μέχρις αίματος, μέχρι θανάτου μας (όπως έκαναν οι ομολογητές, σαν τον ομολογητή άγιο Μάξιμο, όπως έκαναν οι Μάρτυρές μας, από τους οποίους είναι γεμάτο το Συναξάριο), αυτή την σωστή δόξα του Θεού που είναι η μοναδική μας κληρονομιά.

Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός μας είπε ακόμη, ότι δεν θα είμεθα το μεγαλύτερο τμήμα πιστευόντων στον κόσμο, ούτε το πιο δυνατό· δεν είμεθα ούτε το πιο εντυπωσιακό (άλλοι μας πολέμησαν με μεγάλα κατορθώματά τους στην ιστορία).
Η Ορθοδοξία είναι ένα είδος σταχτοπούτας, και λέγοντας αυτά, μου έρχονται στον νού οι διηγήσεις και τα παραμύθια της πατρίδος μας.

Ενθυμούμαι αμυδρά-δεν κρατώ ακριβώς στην μνήμη μου-μία διήγησι για τρεις αδελφές, οι οποίες, όταν ετελείωσαν, δεν ξέρω τι έγινε με μία γριά, η οποία τις παρεκάλεσε πολύ να πάνε μέχρι την γέφυρα. Εκεί θα έλθουν τρεις νεράιδες και να εκλέξουν όποια θέλουν.
Την πρώτη και την δεύτερη κόρη τις επήραν οι μεγαλύτερες και ωραιότερες νεράιδες, ενώ την τρίτη, την μικρή και ταπεινή την επήρε η πιο άσχημη και κοντόσωμη, αλλά γεμάτη από θησαυρούς. Καί οι άλλες ξεμυαλίσθηκαν, διότι δεν είχαν κάποιο μεγάλο έργο να επιτελέσουν μέσα τους.

Επανερχόμενος ημπορώ να ειπώ ότι η Ορθοδοξία, εξ αιτίας της δυστυχίας εκ της αμαρτίας του ανθρώπου, παρέμεινε η σταχτοπούτα της ιστορίας· η μοναδική ανάμεσα στις άλλες στην ιστορία, φαινομενικά όμως· αλλά ουσιαστικά είναι το μοναδικό αξιοτίμητο πράγμα στην ιστορία του κόσμου.Καί ημπορώ να σας ειπώ ότι δεν θα έλθη φόβος από καμμία άλλη «αλήθεια» από οπουδήποτε κι αν προέρχεται.

Όντας πεταμένος εκεί, στην βαβυλωνία της Δύσεως, όπου αναμείχθηκαν και μπερδεύθηκαν όλες οι θρησκείες και φιλοσοφίες του κόσμου-όπως είναι για παράδειγμα η Νέα Εποχή-ανεκάλυψα ότι, ναί, υπάρχουν παντού θαυμαστές αλήθειες, άξιες θαυμασμού, αλλά δεν είναι παρά έσοπτρα και αινίγματα μπροστά στην Ορθοδοξία, που παραμένει στήριγμα δίπλα στον κάθε άνθρωπο.

Αυτή ήτο για μένα η Ορθοδοξία και δεν έχω λόγους να ευχαριστήσω τον Θεό και την Κυρία Θεοτόκο, διότι και μέσω των περιπλανήσεώς μου, μου απεκάλυψαν την αλήθεια! Καί σε διάστημα 31 ετών (το 1961 επέστρεψα στην Ορθοδοξία) ημέρα με την ημέρα, μήνα με τον μήνα, εμπειρία με την εμπειρία, επιβεβαιώθηκα ότι αυτή ήτο η πίστις που ζητούσε να με φέρη ο Θεός…

Στην Δύση, γενικά, εξωτερικά είναι πολύ πιο εύκολο να ζήσης, αλλά εσωτερικά αισθάνεσαι πολύ άσχημα, από ο,τι στην Ανατολή.
Εκεί δεν είχες τον φόβο του πολυβόλου ή της φυλακής, αλλά ήσουν υποταγμένος σ᾿ ένα εσωτερικό διωγμό, ένεκα του οποίου συ ο ίδιος καταλαβαινες ότι ευρίσκεσαι μακριά από την αλήθεια. Και προσπαθούσες να μάχεσαι μόνος σου εναντίον αυτών των καταστάσεων, προς τις οποίες σε εμποδίζουν οι νοοτροπίες, η ιστορία, οι συνθήκες της δυτικής ζωής. Και αυτός ο εσωτερικός διωγμός, κατά ένα τρόπο, πιστεύω ότι δεν είναι καθόλου εύκολος.

…Ήθελα ν᾿ αναφερθώ στην συνέχεια, στο παράδειγμα του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, ο οποίος προετοίμαζε την οδό του Κυρίου, όταν ωμιλούσε στον εκλεκτό λαό του Θεού, στον Ισραήλ της Παλαιάς Διαθήκης. Καί εμείς, η Ορθοδοξία, είμεθα ο νέος Ισραήλ της Καινής Διαθήκης, διότι και τώρα, μετά από 2000 χρόνια, είμεθα πολύ περισσότερο σε μια πολύ παρόμοια θέση με εκείνη του παλαιού Ισραήλ.
Ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος άρχισε το προφητικό του έργο διά της κλήσεως στην μετάνοια, λέγοντας: «Καί μη δόξητε λέγειν εν εαυτοίς, πατέρα έχομεν τον Αβραάμ· λέγω γαρ υμίν ότι δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ»(Ματ.3,9). Σας λέγω όλα αυτά, επειδή ήμουν και εγώ μία «πέτρα».
Καί ενίοτε ερωτώ τον εαυτό μου, δεν θα ήτο καλλίτερα να ήμουν ακόμη μία πέτρα; Γι᾿ αυτό και ομολογώ την πλάνη μου, ότι ήτο πράγματι πλάνη, διότι δεν ήθελα να πάρω την ευθεία οδό. Καί όμως, μερικές φορές, έχω την εντύπωση ότι όλα ήσαν στην πρόνοια του Θεού διότι, όντας τότε σαν την πέτρα, να καταλάβω αργότερα, καλλίτερα, με τον αντίθετο τρόπο, ποιά είναι η αληθινή ζωή.

Είδα πολλές φορές ότι αυτό το οποίο προσελκύει στην Ορθοδοξία από έξω (όπως περίπου έκανα κι εγώ) είναι ότι από το ένα μέρος ολοκληρώνονται οι δυσκολίες, εκεί όπου εμείς προσπαθούμε να τις κάνουμε ευκολώτερες, διότι έχουμε την Ορθοδοξία στο αίμα μας, από τους προγόνους μας· από το άλλο μέρος, ο προσήλυτος έχει, σαν αντάμειψη, μία ζωντανή αντίληψη το τι σημαίνει Ορθοδοξία, ακριβώς με το γεγονός ότι επέρασε μέσα απ᾿ αυτή την κατάσταση της «πέτρας» και συνεπώς, ουσιαστικά, πολλές φορές καταλαβαίνει αυτό το βάθος, παρά εμείς οι οποίοι, μη γνωρίζοντας τι σημαίνει να μη το έχης, συμπεριφερόμεθα κάπως επιπόλαια.

Καί τι είναι αμαρτία; Θα σας απαντήσω από την θλιβερά μου εμπειρία: Είναι ένα τίποτε, είναι ο θάνατος.
Έχει μία φαινομενική απόλαυση της ζωής, της ηδονής, της κοσμικής σοφίας, τα οποία τελικά είναι ένα ψέμμα! Μπορεί να αποφεύγη κάποιος την οδό της αμαρτίας, αλλά μόνο διά της πολλής προσευχής.

Γέροντος Ραφαήλ Νόικα: Η επιστροφή μου στην Ορθοδοξία και η είσοδός μου στον μοναχισμό,Μετάφρασις – επιμέλεια υπό αδελφών Ιεράς Μονής Όσιου Γρηγορίου Αγίου Όρους 2005

Τον Ιωάννη τον βαπτιστή τιμά η Ορθόδοξος Εκκλησία



Τον γιορτάζει δε πολλές φορές τον χρόνο. Και οι αγιογράφοι ιστορούνε την ζωή του σε εικόνες, τις οποίες τις βάζουνε αριστερά της Ωραίας Πύλης και δίπλα στην εικόνα του Χριστού. Εορτές προς τιμή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και Βαπτιστού:

7 Ιανουαρίου Σύναξη του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου και Βαπτιστού
24 Φεβρουαρίου Α' και Β' Εύρεση Τιμίας κεφαλής του Αγίου Προφήτου, προδρόμου και βαπτιστού Ιωάννη
25 Μαΐου Μνήμη της Γ' ευρέσεως της τιμίας κεφαλής του προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου
24 Ιουνίου Το Γενέθλιο του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου και Βαπτιστού
29 Αυγούστου Αποτομή της Τιμίας Κεφαλής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου και Βαπτιστού
23 Σεπτεμβρίου Η Σύλληψη του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου και Βαπτιστού


Η συλληψη του Προδρόμου (23 Σεπτεμβρίου)
Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος ήταν υιός του ιερέως Ζαχαρίου και της Ελισάβετ. Γεννήθηκε έξη μήνες προτού γεννηθεί ο Χριστός και έγινε Πρόδρομος του Κυρίου και Βαπτιστής Του. Οι γονείς του Προδρόμου ήσαν ευσεβείς και θεοφοβούμενοι, άλλα άτεκνοι. Ποθούσανε ολόψυχα ν’ αποστήσουνε ένα παιδί. Άπειρες και θερμές ήταν οι προσευχές τους στο Θεό, για την εκπλήρωση αυτής της γλυκείας επιθυμίας. Ο χρόνος όμως κύλησε, χωρίς καμιά θεϊκή απάντηση στο ποθητό τους αίτημα. Ο Ζαχαρίας έκανε πάντοτε την Ιερατική του λειτουργία στο Ναό του Σολομώντος. Σύμφωνα δε με την συνήθεια, που επικρατούσε τότε στο Ιερατείο, ο Ιερεύς ο οποίος θα προσέφερε θυμίαμα στο θυσιαστήριο των θυμιαμάτων διαλεγόταν με κλήρο. Μια μέρα, λοιπόν, ο κλήρος έπεσε στον Ιερέα Ζαχαρία. Τότε αυτός προχώρησε μέσα στο Ναό του Κυρίου, για να προσφέρει το θυμίαμα, ενώ πλήθος κόσμου ήταν συγκεντρωμένο και προσευχότανε εκεί έξω από το Θυσιαστήριο. Την ώρα, όμως που το θυμίαμα άρχισε ν’ ανεβαίνει ανάλαφρα και να ευωδιάζει ο Ναός από το άρωμά του ο Ζαχαρίας είδε ένα αστραποβόλο Άγγελο να κάθεται στα δεξιά του Θυσιαστηρίου. Αμέσως τον κατέλαβε ταραχή και τον κυρίεψε ο φόβος. Τότε ο Άγγελος με φωνή γλυκιά και καθησυχαστική του είπε. «Μή φοβοῦ Ζαχαρία, διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, καί ἡ γυνή σου Ἐλισάβετ γεννήσει υἱόν σοί».
-Μη φοβάσαι, δηλ. Ζαχαρία. Δεν είναι για να φοβάσαι τούτη τη στιγμή, αλλά για να χαίρεσαι. Μεγάλη είδηση χαράς σου φέρνω: Η παράκληση σου, που έκανες στο Θεό τόσες φορές, εισακούστηκε. Η Ελισάβετ θα σου γεννήσει παιδί και θα το ονομάσεις Ιωάννη.
Ο Ζαχαρίας, όμως, ενώ ακούει αυτά τα ουρανόσταλτα λόγια, σκέφτεται την προχωρημένη ηλικία της γυναίκας του και την στειρότητά της. Σκέφτεται και τα δικά του γεράματα και ρωτάει τον Άγγελο με κάποια δυσπιστία:
Με ποιο τρόπο, με ποιο σημάδι μπορώ να πιστέψω και να βεβαιωθώ αυτό που μου λες; Πώς να το πιστέψω αυτό, αφού κι εγώ είμαι γέροντας και η γυναίκα μου είναι περασμένη στα χρόνια;
Τότε ο Άγγελος του αποκρίθηκε; Εγώ είμαι ο Γαβριήλ. Είμαι ο Αρχάγγελος, που στέκομαι δίπλα στο Θεό για να τον υπηρετώ. Και είμαι απεσταλμένος του Θεού να σου φέρω αυτές τις χαρούμενες ειδήσεις. Αφού όμως ζητάς σημάδι, για να πιστέψεις, θα το έχεις. «Ἰδού ἔση σιωπῶν καί μή δυνάμενος λαλῆσαι». Από χώρα μέχρις ότου γεννηθεί το παιδί, θα είσαι άλαλος και βουβός.
Έπειτα από λίγες μέρες η Ελισάβετ συνέλαβε υιό και ένοιωσε μέσα της να σκιρτάει η ζωή. Πέντε μήνες κρύβει την εγκυμοσύνη της η Ελισάβετ από ντροπή, για την ηλικία που βρίσκεται. Έπειτα όμως φανερώνεται. Καταλαβαίνει, ότι πρέπει να δείξει την χάρη, που της έκανε ο Θεός. Κι εκεί, που ο κόσμος την συγχαίρει, για το ευχάριστο γεγονός, εκείνη δοξάζει τον Θεό και Τον ευχαριστεί διότι την απάλλαξε από την ντροπή της ατεκνίας. Πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι η ατεκνία ήταν ντροπή μεγάλη και όνειδος σκληρό την εποχή εκείνη.
Το σκίρτημα του βρέφους
Όταν η Ελισάβετ ήταν έγκυος έξι μηνών, την επισκέφθηκε η Παναγία, η οποία τότε είχε πάρει από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ το μέγιστο άγγελμα της θείας σαρκώσεως του Χριστού. Η Παναγία μπήκε στο σπίτι του Ζαχαρία και φίλησε την συγγενή της Ελισάβετ. Τότε στα σπλάγχνα της Ελισάβετ, με τον χαιρετισμό της Παρθένου, σκίρτησε το βρέφος. Αλλά κι εκείνη πλημμύρισε από πνεύμα Άγιο και μακάρισε την Παναγία, για την μεγάλη τιμή, που της έκανε ο Θεός. Λέγει η Ελισάβετ προς την Παναγία, Είσαι η μητέρα του Κυρίου μου. Διότι μόλις άκουσα το χαιρετισμό σου πήδησε στην κοιλιά μου το βρέφος με χαρά ασυγκράτητη. «Ἰδού γάρ ὡς ἐγένετο ἡ φωνή τοῦ ἀοπασμοῦ σου εἷς τά ὦτα μου ἐσκίρτησε τό βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τή κοιλία μου».

Η γέννηση του Προδρόμου (24 Ιουνίου)
Οι εννέα μήνες της εγκυμοσύνης της Ελισάβετ περάσανε. Και, όταν ο χρόνος συμπληρώθηκε, εκείνη γέννησε τον Πρόδρομο. Την ογδόη ημέρα συγκεντρωθήκανε στο σπίτι του Ζαχαρίου οι συγγενείς, οι γείτονες, οι φίλοι και οι γνωστοί για να κάνουν την περιτομή στο παιδί και να του χαρίσουν το όνομα. Λογάριαζαν μάλιστα να του δώσουνε το όνομα του πατέρα του. Να τον πούμε δηλ. Ζαχαρία. Η Ελισάβετ, όμως φωτίστηκε από το Άγιο Πνεύμα και του είπε:
Το παιδί δεν θα ονομαστεί Ζαχαρίας, αλλά Ιωάννης 
Εν τω μεταξύ άρχισαν να ρωτούνε με νεύματα τον Ζαχαρία, για να τους πει ποιο όνομα να δώσουνε στο παιδί. Εκείνος τότε, βουβός κι αμίλητος, ζήτησε ένα μικρό πίνακα για να γράψει τη θέληση του, που ήταν, όπως είδαμε και θέλημα του Θεού.
Τού φέρανε, λοιπόν ένα πινακίδιο κι αυτός τότε σταθερά έγραψε: Ιωάννης έστι το όνομα αυτού.
Την στιγμή όμως αυτή λύθηκε η γλώσσα του Ζαχαρίου. Αρχισε τότε να μιλάει ελεύθερα και να δοξάζει το Όνομα του Μεγαλοδύναμου Θεού. Όλοι μάθανε έπειτα με κάθε λεπτομέρεια για το θαύμα της Συλλήψεως, το θαύμα της αφωνίας του Ζαχαρία και όλα χα σχετικά με τη γέννηση και την ονομασία του Προδρόμου. Με γλώσσα ελεύθερη πλέον, με φωνή δυνατή, γεμάτη από ιερή συγκίνηση, και πλημμυρισμένη από Άγιο Πνεύμα, ο Ζαχαρίας λέει χώρα λόγια προφητικά. Προφητεύει για τον ερχομό του Χριστού, του Μεσσία. Μιλάει για την αποστολή του παιδιού του. Τα λόγια του έχουν μέσα Βάρος ουράνιο και κάλλος θειο.

Τα πρώτα παιδικά του χρόνια
Αν και δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για την παιδική ηλικία του Ιωάννου, εν τούτοις εύκολα συμπεραίνεται, ότι ο Πρόδρομος του Χριστού έζησε κοντά στους ευλαβείς γονείς του. Υπάρχει παράδοση κατά την οποίαν, όταν οι στρατιώτες του Ηρώδη έσφαζαν τα νήπια, η Ελισάβετ πήρε τον Ιωάννη και έφυγε. Έφθασε μπροστά σε κάποιο βουνό και οι στρατιώτες θα τον έπιαναν. Το βουνό άνοιξε. Πέρασε η Ελισάβετ αντίπερα, το βουνό έκλεισε και ο Ιωάννης σώθηκε!

Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος στην έρημο
Αφήνει το σπίτι του, τους γνωστούς και τους συγγενείς και φεύγει για την έρημο της Ιουδαίας... Εκεί ο Πρόδρομος είναι ντυμένος με τα πιο φτωχά και σκληρά ρούχα. Φοράει ένα ρούχο σκληρό από τρίχας καμήλου. Είναι κι αυτό συμβολικό, γιατί η καμήλα είναι το πιο υπομονετικό ζώο της ερήμου... Υπομονή κι επιμονή θέλει και η άσκηση του Προφήτου. Φόρεσε λοιπόν το ρούχο που ήταν από καμηλίσια τρίχα και προχώρησε βαθειά στην έρημο. Ανυπόδητος, ο Άγγελος αυτός της ερήμου, ζει κάτω από τον καυτερό ήλιο της μέρας και από ανυπόφορο κρύο της νύχτας. Νηστεύει, νεκρώνει κάθε σαρκική επιθυμία, προσεύχεται, επικοινωνεί με τον Θεό και ανεβαίνει ένα, ένα τα σκαλοπάτια της σκληρής ασκητικής ζωής. Ο δρόμος του, δρόμος του Θεού, λαμποκοπάει στη ζωή του. Καμιά επικοινωνία δεν τον δένει με τους ανθρώπους της εποχής του. Αλλά, ενώ η εμφάνιση του είναι τόσο απλή και ασκητική, η παρουσία του είναι σοβαρή, επιβλητική, ηγεμονική. Η εξαιρετική του απλότητα του δίνει ένα συγκλονιστικό μεγαλείο. Η ακτινοβολία της αρετής του τραβάει σαν μαγνήτης…

«Φωνή βοῶντος ἐν τή ἐρήμω...»
Ήλθε λοιπόν η ώρα. Ο Θεός τον ειδοποίησε ν’ αρχίσει το έργο του.
Και άρχισε στις όχθες του Ιορδάνη. Ο κόσμος απορεί:
-Ποιος είναι αυτός ο Προφήτης;
-Ποιος είναι ο μεγάλος αυτός Προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης, που παρουσιάστηκε στις ημέρες μας; λέγουν.
-«Φωνή βοῶντος ἐν τή ἐρήμω, ἑτοιμάσατε τήν ὁδόν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τάς τρίβους Αὐτοῦ». 
Δηλαδή είναι η φωνή ανθρώπου που κράζει δυνατά στην έρημο και λέγει: Ετοιμάσατε τον δρόμο του Θεού ή καλύτερα, ετοιμάσατε τον εαυτό σας με την μετάνοια για να δεχτεί η ψυχή σας καθαρή, την διδασκαλία του Χριστού. Κάνατε ίσους τους δρόμους απ’ όπου Εκείνος θα περάσει. Καθαρισθείτε εσωτερικά με την μετάνοια...
Οι Ευαγγελιστές θεωρούν τον Ιωάννη σαν τον Άγγελο, τον οποίον συμφωνά με την προφητεία του Προφήτου Μαλαχίου θα έστελνε ο Θεός να ετοιμάσει τον δρόμο του αναμενόμενου Μεσαίου. Ο Πρόδρομος, λοιπόν, δεν είναι απλώς ένας Άγιος, ένας Ασκητής, ένας Προφήτης, αλλά ένας μεγάλος Προφήτης, την παρουσία του οποίου προαναγγέλλουν οι πιο μεγάλοι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης.
Το 29, λοιπόν, μ.Χ. κατέρχεται στις όχθες του Ιορδάνη και κηρύττει στον κόσμο. «Μετανοεῖτε, λέγει, ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Το κήρυγμα του Προδρόμου είναι ελπιδοφόρο. Μιλάει για σωτηρία και λύτρωση. Η μετάνοια είναι θειο δώρο. Το αμάρτημα στη γη δεν είναι η καταδίκη οριστική, έρχεται σε λίγο λύτρωσης. Η Βασιλεία των ουρανών πλησιάζει.

Μετάνοια και Βάπτιση
Το κήρυγμά του, συγκινεί βαθειά τις ψυχές των ανθρώπων, που είναι κουρασμένες από το χάος, το σκοτάδι, την αβεβαιότητα, την αμαρτία και το άγχος. Όλα τα Ιεροσόλυμα, όλη η Ιουδαία και τα περίχωρα του Ιορδανού τρέχουν σ’ αυτόν τον φωτισμένο Ασκητή της Ερήμου, για ν’ απαλύνουν την πίκρα της καρδιάς τους. Τον ακούνε με λαχτάρα. Τού εξομολογούνται έπειτα τις αμαρτίες τους. Του λένε για αδικίες και πράξεις βρωμερές, που έκαναν στη ζωή τους και που εξαιτίας τους πνίγονται στον πόνο και την θλίψη και μαστίζονται από τους ελέγχους της συνειδήσεως. Εκδηλώνουν την μετάνοιά τους πρώτον κι έπειτα Βαπτίζονται από τον Πρόδρομο στα γάργαρα νερά του Ιορδάνη. Βεβαίως δεν συγχωρούσε τις αμαρτίες το βάπτισμα του Ιωάννου. Απλώς ήταν βάπτισμα μετανοίας, δηλ. συναίσθηση της αμαρτωλότητας τους και πόθος να σωθούν από τον αναμενόμενο Μεσσία. Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος δεν μιλάει μόνο για μετάνοια και βάπτιση, αλλά προχωράει και πιο πέρα μιλάει για έμπρακτη μετάνοια.

Αποκαλύπτει
Κι εκεί όμως που δίδασκε, απαντούσε σε ερωτήσεις και Βάπτιζε, ο Πρόδρομος, πολλοί άρχισαν να σκέπτονται, μήπως αυτός είναι ο Μεσσίας, τον οποίο περίμεναν, μήπως αυτός είναι Χριστός...
Τότε το Προφητικό μυαλό φωτίστηκε και το στόμα του είπε λόγια Βαρυσήμαντα και αποκαλυπτικά: 
—Όχι, τους λέγει. Δεν είναι όπως σκέφτεστε. Εγώ μεν σας βαπτίζω με απλό νερό. Πίσω από μένα όμως έρχεται Εκείνος, που είναι Μεγάλος και Δυνατός.
«Ὁ δέ ὀπίσω μου Ἐρχόμενος Ἰσχυρότερός μου ἔστιν».
Εκείνου, εγώ, ούτε τα σανδάλια δεν είμαι άξιος να Βαστώ στα χέρια μου. Ούτε τα λουριά των παπουτσιών Του να λύσω..
«Αὐτός ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίω καί πυρί». Αυτός θα σας Βαπτίσει με Πνεύμα Άγιο και φωτιά της θείας Χάριτος.

Ο Βαπτιστής
Με τους αμαρτωλούς και ακάθαρτους -σε σκέψεις, λογισμούς και πράξεις ανθρώπους, -πηγαίνει ο καθαρός και αμόλυντος Χριστός στον Ιορδάνη, κοντά στον Προφήτη Ιωάννη, για να βαπτιστεί. Πρώτη φορά βλέπει ο Πρόδρομος τη θεία μορφή Του. Βλέπει τον Κύριο να προχωρεί προς το μέρος του, εκεί δηλαδή που βάπτιζε στον ποταμό. Θείος ίλιγγος τον καταλαμβάνει. Δεν ξέρει πώς να υποδεχτεί τον Δεσπότη Χριστό. Ο Ιησούς όμως με άφραστη ταπείνωση τον πλησιάζει και του λέγει να τον βάπτιση. Ανατριχιάζει ο Ασκητής στο άκουσμα αυτών των λόγων και παρεμποδίζει τον Χριστό, λέγοντας:«Ἐγώ χρείαν ἔχω ὑπό Σου βαπτισθῆναι καί Σύ ἔρχη πρός μέ;».
Εγώ δηλ. έχω ανάγκη να βαπτισθώ από Σένα και συ έρχεσαι σε μένα; Εκείνη τη στιγμή ο Πρόδρομος ένοιωθε πώς είναι «αχρείος δούλος» μπροστά στο Θεϊκό Μεγαλείο του Χριστού.
Ο Λυτρωτής όμως δεν τον αφήνει να πνιγεί σε σκέψεις και συλλογισμούς, αλλά τον διακόπτει λέγοντας Του:
— Άφησε τώρα. Έτσι πρέπει να κάνουμε. Πρέπει να γίνει όλη η διαδικασία, που απαιτεί η δικαιοσύνη της Π. Διαθήκης. δηλαδή κι εγώ ο αναμάρτητος πρέπει να εφαρμόσω τον Μωσαϊκό Νόμο, σαν να είμαι αμαρτωλός. Ο κατάλευκος τότε κι αναμάρτητος Ιησούς, μπήκε στον Ιορδάνη ποταμό και βαπτίσθηκε.
Έτσι ο Ιωάννης ο Πρόδρομος δεν γίνεται μόνο βαπτιστής του Χριστού, αλλά και ο μάρτυρας ενός θαυμάσιου γεγονότος.
Μπροστά του βλέπει την Τρισυπόστατο Θεότητα τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Και με όσα βλέπει κι ακούει και με όσα η θεία Χάρις του επιτρέπει να μιλάει καθαρά, επιγραμματικά και αλάνθαστα, ο Πρόδρομος γίνεται τίμιος και ειλικρινής μάρτυρας. Η μαρτυρία είναι αξιόπιστη και θεόπνευστη.
Λέγει ο Βαπτιστής:
«Καγῶ ἐώρακα καί μεμαρτύρηκα ὅτι Οὗτος ἐστίν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ».
Πράγματι, εγώ δηλαδή είδα το Πνεύμα να κατεβαίνει και να μένει σ’ Αυτόν. Και έχω δώσει μαρτυρία, ότι Αυτός είναι ο Υιός του Θεού. Η Βάπτισις του Κυρίου έγινε το έτος 30 μ.Χ.
Δημόσιος έλεγχος
Ο Πρόδρομος δεν είναι μονάχα ο κήρυκας της μετανοίας, δεν είναι μόνον ο προάγγελος της χαράς του ερχομού του Χριστού, αλλά είναι συγχρόνως και μια φωνή ελέγχου. Ο Πρόδρομος δεν μένει αδιάφορος και απαθής στην διεφθαρμένη ζωή των ισχυρών και δυνατών. Ο μεγαλόστομος αυτός Προφήτης, ο άγγελος της ερήμου, φρίττει από την ανηθικότητα των αρχόντων. Εν τω μεταξύ βλέπει έναν λαό πικραμένο, και δυστυχισμένο, που δεν τολμάει με κανένα τρόπο να σηκώσει κεφάλι, να φωνάξει να διαμαρτυρηθεί για τις αδικίες. Τότε ο Πρόδρομος λύνει τη σιγή του, για τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο της διαφθοράς. Σταματάει για λίγο το Μετανοείτε κι αρχίζει το Κατηγορώ. Αστραφτερό μαχαίρι γίνεται η φωνή του και κόβει το μαύρο πέπλο της σιγής και του τρόμου.
Ο Ηρώδης τον οποίο κατηγορούσε ο Πρόδρομος ήταν Τετράρχης, δηλαδή είχε στην εξουσία του το ένα τέταρτο της βασιλείας του πατέρα του. Είχε δε και άλλα τρία αδέλφια. Αυτός, λοιπόν, αγάπησε την γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου, την διεφθαρμένη Ηρωδιάδα. Κυριευμένος από αισχρή επιθυμία, έδιωξε την νόμιμη γυναίκα του, που ήταν θυγατέρα του βασιλιά της Αραβίας Αρέτα, και άρπαξε με την αμαρτωλή θέληση της, την Ηρωδιάδα. Έτσι, λοιπόν, ενώ ο αδελφός του ζούσε κι ενώ η Ηρωδιάδα είχε αποκτήσει με τον Φίλιππο μια κόρη τη Σαλώμη, ο Ηρώδης καταπατώντας τον Μωσαϊκό νόμο, τον νόμο του Θεού παίρνει γυναίκα του, την γυναίκα του αδελφού του. Η φωνή του Προδρόμου γίνεται σάλπιγγα έλεγχου. Συνταράζει την μαλθακότητα και την χλιδή των αιμομικτών. Και ενώ ο λόγος του Προδρόμου, που πηγαίνει κάτω από τα ανάκτορα και φωνάζει, κτυπάει αμείλικτα όλες τις παρανομίες του Ηρώδη και η γλώσσα του μαστιγώνει την Ηρωδιάδα, ο Ηρώδης αποφασίζει να προσθέσει ένα ακόμη έγκλημα στην αλυσίδα των εγκλημάτων του. Συλλαμβάνει τον γενναίο Ασκητή της ερήμου και τον ρίχνει στις υγρές κι ανήλιαγες φυλακές του φρουρίου της Μαχαιρούντος.

Ο λαός ακολουθεί τον Πρόδρομο
Μέσα από το δεσμωτήριο ο Πρόδρομος, διδάσκει τον λαό, αλλά κι ασίγαστα ελέγχει την παρανομία των ανακτόρων. Ο Ηρώδης με την αισχρή προτροπή της ανήθικης γυναίκας του, αποφασίζει να τον εξοντώσει. Δεν τολμάει όμως, γιατί φοβάται τον λαό. Όπως βλέπομε από την Καινή Διαθήκη, την εποχή εκείνη άρχισε ο Χριστός την δημοσία δράσι και τα θαύματα του. Ο Πρόδρομος άκουγε στη φυλακή για τα θαύματα του Ιησού και έστειλε δύο μαθητές του στο Χριστό να τον ρωτήσουνε:
—Συ είσαι αυτός που περιμένουν οι Εβραίοι να τους λυτρώσει ή περιμένουμε κανέναν άλλον;
Και η ερώτηση εκείνη δεν ήταν δυσπιστία του Προδρόμου, αλλά ήθελε με την απάντηση που θα παίρνανε από τον Κύριο να στερεωθεί η κλονισμένη πίστη τους. Έπρεπε να δούνε το Χριστό, να δούνε τα θαύματά του, να τον πιστέψουν και να τον ακολουθήσουνε εις το εξής. Διότι το έργο του Ιωάννου τελείωσε. Δεν έπρεπε να περιμένουν τίποτε άλλο από αυτόν ο οποίος σε λίγο θα φονευόταν.
Η απάντησης του Κυρίου είναι μεγαλειώδης. Δεν είναι κούφια λόγια, αλλά θαυματουργική δόξα. Βλέπουνε οι μαθητές του Ιωάννου με τα μάτια τους θαυμαστά γεγονότα.
Τούς λέγει, λοιπόν, ο Χριστός:
—Πέστε στον Ιωάννη όσα βλέπετε κι ακούτε. Κι αυτά όλα είναι θαύματα. Τυφλοί βλέπουν, κουτσοί περπατούν, λεπροί καθαρίζονται και νεκροί ανασταίνονται. Επομένως από αυτά που είδαν, κατάλαβαν, ότι ο Χριστός είναι ο προσδοκώμενος Μεσσίας, τον οποίον έπρεπε ν’ ακολουθήσουν.

Το αμαρτωλό τραπέζι του Ηρώδη - Ο Χορός της Σαλώμης
Οι βασιλείς και οι άρχοντες τον καιρό εκείνο συνηθίζανε να γιορτάζουνε σαν μέρες χαράς και ευτυχίας την ημέρα της γεννήσεως τους και την ημέρα που ανεβαίνουνε στο θρόνο και στην εξουσία. Και ο Ηρώδης γιόρταζε πάντοτε με ξεχωριστή λαμπρότητα την γιορτή των γενεθλίων του. Εκείνο, λοιπόν τον χρόνο, που ο Πρόδρομος ήταν φυλακισμένος, ο Ηρώδης κάλεσε όπως πάντα, όλη την αριστοκρατία του καιρού του, για να πανηγυρίσει τα γενέθλιά του. Κι ενώ το μισητό συμπόσιο προχωρούσε και η αμαρτία έκαιγε τις ψυχές, η Σαλώμη, η κόρη της Ηρωδιάδας, βγήκε ντυμένη άσεμνα μπροστά στους καλεσμένους και άρχισε να χορεύει έναν έξαλλο δαιμονικό χορό. Οι διαφθαρμένοι χειροκροτούν με ενθουσιασμό την Σαλώμη. Οι φαύλες κι αμαρτωλές κινήσεις της τους συγκινήσανε. Και τότε ενθουσιάζεται και ο γέρο - Ηρώδης. Την καλεί κοντά του και της λέγει:
— Ζήτησέ μου ότι θέλεις και θα σου το δώσω! Σου ορκίζομαι ότι θα σου δωρίσω ότι κι αν μου ζητήσεις, έστω κι αν μου ζητήσεις το μισό βασίλειο μου...
Η φαύλη νέα τρέχει τότε στη μητέρα της και την ρωτάει τι να ζητήσει από τον Ηρώδη. Η Ηρωδιάδα, ο θηλυκός αυτός σατανάς, χαμογελάει δαιμονικά. Η μανία της για τον Πρόδρομο, που ελέγχει την ανήθικη ζωή της, φουντώνει. Χωρίς, λοιπόν, να χάση καιρό, την δασκαλεύει να ζητήσει - Ώ δωρεά παρανομωτάτη, - την κεφαλή του Προδρόμου.

Ο Ιωάννης αποκεφαλίζεται
Μπαίνει λοιπόν αμέσως η Σαλώμη στην αίθουσα του αισχρού συμποσίου και ζητάει, χωρίς χρονοτριβή, το κεφάλι του Ιωάννου του Προδρόμου. Ζητάει, μετά το σατανικό χορό της, να πλημμυρίσει την τράπεζα του συμποσίου με το αίμα του αθώου Προφήτου. Κομπιάζει για λίγο ο Ηρώδης, γιατί φοβάται να εξοντώσει τον Πρόδρομο. Όλα αυτά όμως δεν ήτανε τίποτε άλλο, παρά δικαιολογίες. Το έγκλημα έχει προαποφασισθεί. Η επιθυμία, λοιπόν, της Ηρωδιάδας που θέλει να κυλιέται ανεμπόδιστα και χωρίς έλεγχο στην αμαρτία, γίνεται πραγματικότητα. Το αίτημα της Σαλώμης δεν αργοπορεί. Κι ενώ οι δαιμονόψυχοι και αιμοβόροι διασκεδάζανε, άγριο και κοφτερό σπαθί του δημίου, του σκεπουλάτορα, έκοβε την αγία κεφαλήν του Τιμίου Προδρόμου στη φυλακή. Όλα γίνονται με ταχύτητα. Φέρουνε τρέχοντας οι στρατιώτες το ματωμένο κεφάλι του Προφήτου στα ανάκτορα, στο τραπέζι των θλιβερών δημίων. Το βάζουνε σε πιάτο γεμάτο αίματα και το τοποθετούν ανάμεσα στα φαγητά. Άγρια δαιμονική ικανοποίηση αισθάνεται η Ηρωδιάδα. Έπειτα πλημμυρισμένη ακόμα από κακία και πάθος εκδικήσεως, παίρνει μια βελόνα και τρυπάει μ’ αυτή τη γλώσσα που την ταλάνιζε, που την συγκλόνιζε με την τρομερή φωνή του ελέγχου του.

Το λείψανο του Αγίου
Μετά το φρικιαστικό αυτό έγκλημα, οι μαθητές του Προδρόμου τρέχουν στη φυλακή. Αψηφούν τους κινδύνους. Δεν λογαριάζουν την οργή της ασύδοτης εξουσίας και παίρνουν το ασκητικό κορμί του Προφήτη. Με συγκίνηση και λύπη το θάβουνε κι έπειτα πηγαίνουνε στο Χριστό και του αναφέρουν τα καθέκαστα.
Τι έγινε το λείψανο του Προδρόμου;
Όπως αναφέρουν οι χρονογράφοι και οι συναξαριστές το σώμα του Αγίου ετάφη στην πόλη Σεβάστεια της Ιουδαίας. Ήταν δε προφυλαγμένο μέσα σε θήκη. Ο χρονογράφος Μοναχός Γεώργιος Αμαρτωλός, μας πληροφορεί ότι το λείψανο του Αγίου κάηκε επί της βασιλείας του αντίχριστου αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτου. Η δεξιά του χειρ, εκείνη που άγγιξε την κεφαλή του Δεσπότου Χριστού, σώζεται σήμερον εις την Ιερά Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους.

Η τιμία κεφαλή – Πρώτη και Δεύτερη εύρεσης (24 Φεβρουαρίου)
Η τιμία όμως κεφαλή του Αγίου δεν κάηκε. Μετά την αποκεφάλιση του Προδρόμου, όπως είδαμε, η τιμία κεφαλή του δόθηκε σαν δώρο στην Σαλώμη, για τον αμαρτωλό χορό της. Και τελικά εκεί κάπου παραπετάχτηκε από την ασεβέστατη Βασιλική οικογένεια. Αλλού πάλι αναφέρεται ότι η Ηρωδιάδα διέταξε να θάψουν κοντά στα ανάκτορα την τιμία κεφαλή του Προδρόμου και πήγαινε εκεί και καταπατούσε το σημείο της ταφής για να ξεδιψάσει λίγο το Βάρβαρο μίσος της κατά του Αγίου.
Η πρώτη εύρεση της έγινε κατά τρόπο θαυματουργικό. 
Ο ίδιος ο Πρόδρομος φανέρωσε το μέρος που ήταν η τιμία κεφαλή του σε δύο καλογέρους που πηγαίνανε να προσκυνήσουνε τον Άγιο Τάφο. Την βρήκανε εκεί κοντά στ’ ανάκτορα του Ηρώδη και την περιμαζέψανε με ευλάβεια.
Ύστερα την πήρε από τους Μονάχους ένας κεραμέας και την μετέφερε στην Έμεσα. Μετά όμως από το θάνατο του κεραμέα και της αδελφής του, ο πολύτιμος αυτός θησαυρός, η τίμια κεφαλή, πέρασε διαδοχικά από πολλούς ευσεβείς και τελικά έπεσε στα χέρια ενός Αρειανού, ονομαζόμενου Ευσταθίου. Ο αιρετικός λοιπόν αυτός κατοικούσε σ’ ένα σπήλαιο και τα θαύματα που γινότανε με την δύναμη της τιμίας κεφαλής, τις θεραπείες που βλέπανε οι ασθενείς και πολλά άλλα, τα παρουσίαζε σαν θαύματα της αιρέσεως του Αρείου. Τότε όμως απομακρυνθεί από τους Ορθοδόξους από το μέρος εκείνο ο Ευστάθιος και η τιμία κεφαλή του Αγίου, κατά θεία οικονομία έμεινε εκεί στο σπήλαιον. Εκεί λοιπόν την βρήκανε το 431 επί της Βασιλείας του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του μικρού.
Και αυτή η εύρεσης έγινε υστέρα από αποκαλύψεις και οράματα του θελήματος του Θεού. Την βρήκανε μάλιστα μέσα σε μια υδρία και ο Αρχιμανδρίτης Μάρκελλος με τον Επίσκοπο της Έμεσης Ουράνιο, την φέρανε στην Εκκλησία, όπου έγιναν θαύματα μεγάλα και παράδοξα. Η εύρεσης αυτή γιορτάζεσαι στην Εκκλησία μας στις 24 Φεβρουαρίου.
Όπως αναφέρει ο Δοσίθεος η κάρα του τιμίου Προδρόμου φυλάχτηκε με προσοχή. Ο βασιλεύς Ουάλης μάλιστα διέταξε να την πάνε στην Κωνσταντινούπολη. Καθώς δε την μεταφέρανε πάνω σε άμαξα, η άμαξα ξαφνικά σταμάτησε. Τα άλογα δεν προχωρούσανε με κανένα τρόπο. Έτσι υποχρεώθηκαν να την αφήσουν σε κάποια κωμόπολη ονομαζόμενη Κολάου.
Εκεί λέγει ο Δοσίθεος, κατέβηκε ο αυτοκράτορας Μέγας Θεοδόσιος και πήρε την τιμία κεφαλή στο Βασιλικό αμάξι και την μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη σε μία θέση, που ονομαζόταν Έβδομον.
Εκεί ο αυτοκράτορας έκτισε μεγαλοπρεπή Ναό προς τιμήν του Αγίου κι τοποθέτησε την κεφαλή του.
Αργότερα ένα μέρος από την τιμία κάρα βρισκότανε στο Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου στο Άγιο Όρος. Το κλέψανε όμως κι είναι άγνωστο που βρίσκεται σήμερα. Ένα μέρος της κάρας βρίσκεται στην Ουγγροβλαχία στο Μοναστήρι Καλούτι. Αυτό όμως αφιερώθηκε στον Πανάγιο Τάφο…

Τρίτη εύρεσης (25 Μαΐου)
Σύμφωνα με τη Παράδοση και τα ιστορούμενα στους εκκλησιαστικούς ύμνους, αναφέρεται και τρίτη εύρεσης της τιμίας κεφαλής του Ιωάννου του Προδρόμου. Η ανεύρεσης αυτή έγινε από κάποιον ιερέα στα Κόμανα της Καπαδοκίας, απ’ όπου μετακόμισαν, με λαμπρή επισημότητα, το λείψανο στην Κωνσταντινούπολη. Τα απολυτίκιον της εορτής αυτής, που είναι στις 25 Μαΐου, λέγει τα εξής:
«Ὡς θεῖον θησαύρισμα ἐγκεκρυμένον τή γῆ, Χριστός ἀπεκάλυψε τήν κεφαλή σου ἠμίν, Προφήτα καί Πρόδρομε, πάντες οὔν συνελθόντες, ἐν τή ταύτης εὐρέσει, ἄσμασι θεηγόροις, τόν Σωτήρα ὑμνοῦμεν τόν σώσοντα ἠμᾶς ἐκ φθορᾶς; ταῖς ἱκεσίες σου».
Στην τρίτη εύρεση της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου εγκώμιο έπλεξε ο Θεόδωρος ο Στουδίτης. Το εγκώμιο αυτό βρίσκεται στη Λαύρα και στην Ιερά Μονή του Διονυσίου. Από το εγκώμιο αυτό βγαίνει το συμπέρασμα όχι στο Μοναστήρι των Στουδιτών θα ευρίσκετε τότε ολόκληρη η κάρα του Τιμίου Προδρόμου ή μέρος αυτής. Στις 7 Ιανουαρίου η Εκκλησία μας εορτάζει μαζί με την Σύναξη του Προφήτου Προδρόμου και την μετακομιδή της τιμίας χειρός του στην Κωνσταντινούπολη.
Σήμερα η δεξιά χειρ του τιμίου Προδρόμου βρίσκεται στο Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου, στο Άγιο Όρος.

Το φρικτό τέλος των σφαγιαστών του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου
Ο Θεός τιμώρησε τους σφαγείς του Προφήτου. Το τέλος των υπευθύνων, για την αποκεφάλιση του Ιωάννου ήτανε σκληρό. 
Ο Ηρώδης έμεινε στην εξουσία μέχρι το 40 μ.Χ. Τι το ήθελε όμως! Η ζωή του ήτανε μαρτυρική Μαστίζεσαι αλύπητα από τους δριμείς ελέγχους της συνειδήσεως. Μάταια αγωνίζεται ο ταλαίπωρος Ηρώδης, η πονηρή αλεπού, όπως τον ονόμασαν, να πνίξει τη φωνή της συνειδήσεως. Έπειτα όμως, αυτός και η γυναίκα του η Ηρωδιάδα, εξοριστήκαν από τον Αυτοκράτορα της Ρώμης Καλιγούλα, στην Γαλλία κι αργότερα στην Ισπανία. Εκεί στην εξορία υποφέρανε πολύ. Άσημοι πλέον κι άδοξοι, χωρίς ίχνος από καλοπέραση και πολυτέλεια, βρήκανε το αμαρτωλό τέλος τους.
Αλλά και η τύχη της Σαλώμης, της μιαράς κόρης κι άσεμνης χορεύτριας, που ζήτησε ψυχρά κι αναίσθητα την κεφαλή του Προδρόμου επί πίνακι δεν ήτανε καλλίτερη. Όπως διηγείται ο Νικηφόρος Κάλλιστος στην Εκκλησιαστική Ιστορία, η Σαλώμη βρήκε τραγικό τέλος, ίδιο σχεδόν με το τέλος του Προδρόμου. Της κόπηκε κι αυτής το κεφάλι. Και να πώς:
Μια μέρα, ενώ περνούσε η Σαλώμη πάνω από ένα παγωμένο ποταμό, για να πάει στην αντίπερα όχθη ο πάγος σχίστηκε κάτω στα πόδια της. Τότε το σώμα της βούλιαξε με ορμή προς τα κάτω, σαν να άνοιξε η γη να την καταπιεί Και στο απότομο αυτό πέσιμο, ενώ το σώμα της βυθίστηκε, το κεφάλι της κρατήθηκε από κοφτερές πλάκες του παγωμένου ποταμού. Ο πάγος σαν κοφτερό μαχαίρι έκοψε το κεφάλι της στο λαιμό!


Εις την Σύναξη του Τιμίου Προδρόμου 
και Βαπτιστού Ιωάννη 7 Ιανουαρίου

Στίχος
Ἐμή σέ γλώσσα, κῆρυξ, πῶς ἄν αἰνέση ὄν γλώσσα Χριστού γηγενῶν μείζων λέγει; Μνήνην ἐβδομάτη Προδρόμου λάχε αἰδοίοιο

Ἀπολυτίκιον Ἦχος β΄.
Μνήμη δικαίου μετ’ ἐγκωμίων σοί δέ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Πρόδρομε, ἀνεδείχθης γάρ ὄντως καί προφητῶν σεβασμιώτερος, ὅτι καί ἐν ρείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης τόν κηρυττόμενον, ὅθεν της ἀληθείας ὑπερραθλήσας, χαίρων εὐηγγελίσω καί τοῖς ἐν Ἅδη, Θεόν φανερωθέντα ἐν σαρκί, τόν αἴροντα τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καί παρέχοντα ἠμίν τό μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον Ἦχος πλ. β΄.
Τήν σωματικήν σου παρουσίαν δεδοικῶς ὁ Ἰορδάνης, φόβω ἀπεστρέφετο, τήν προφητικήν δέ λειτουργίαν ἐκπληρῶν ὁ Ἰωάννης, τρόμω ὑπεστέλλετο, τῶν Ἀγγέλων αἵ τάξεις ἐξεπλήττοντο, ὀρῶσαι σέ ἐν ρείθροις σαρκί βαπτιζόμενον καί πάντες οἱ ἐν τῷ σκότει κατηυγάζοντο, ἀνυμνοῦντες σέ τόν φανέντα καί φωτίσαντα τά πάντα.

Μεγαλυνάρια
Πρόδρομε Κυρίου καί Βαπτιστά, λύχνε τοῦ Ἡλίου, ἑωσφόρε φωταγωγέ, τήν ἐσκοτισμένην, τοῖς πάθεσηιτου βίου, ψυχήν μου τήν ἀθλίαν, φωταγώγησον.
Χειρί σου βαπτίσας, ὤ Βαπτιστά, τόν διά θαλάσσης, ἀγαγόντα τό Ἰσραήλ, Προφητῶν ἁπάντων, ὑπέρτερος ἐδείχθης, διό ἀνευφημοῦμεν τήν θείαν χάριν σου.
Μείζονα κριθέντα τῶν Προφητῶν, σέ τόν τῆς ἐρήμου, μέγαν ὄντως καθηγητήν, Κήρυκα τόν θεῖον, καί Βαπτιστήν Κυρίου, τόν Πρόδρομον τόν Μέγαν, ὕμνοις δοξάζωμεν.

ΟΔΗΓΟΣ ΚΑΙ ΛΥΤΡΩΤΗΣ

Σύναξις Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ

«Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» 
(Ἰω. 1,29)


ΧΘΕΣ, ἀγαπητοί μου, τελείωσε τὸ Δωδεκα­ήμερο, ποὺ διαρκεῖ ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα μέχρι τὰ Φῶτα, ἐξαιρουμένης τῆς παραμονῆς τῶν Φώτων. Μετὰ τὸ Δωδεκαήμερο πρώτη ἑ­ορτὴ ποὺ ἀκολουθεῖ εἶνε ἡ σύναξις τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, σήμερα.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἀν­θρώπινα ἐγκώμια· τὸν ἐγκωμίασε ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στὸς ὅταν εἶπε, ὅτι μέσ᾿ στὰ πλήθη τῶν ἀνθρώ­πων ποὺ γεννήθηκαν ὣς τότε ἀνώτερος ἀπ᾿ ὅλους εἶνε αὐτός (βλ. Ματθ. 11,11). Εἶνε ὑπεράνω τοῦ Νῶε, τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰακώβ, τῶν πατριαρχῶν, ὑπεράνω ὅλων τῶν μεγάλων ἀνδρῶν.

Γεννήθηκε διὰ θαύματος ἀπὸ γέροντες γο­νεῖς, τὸν Ζαχαρία καὶ τὴν Ἐλισάβετ ποὺ ἦταν καὶ στεῖρα. Ὅσο μπορεῖ ἀπὸ μιὰ πέτρα ν᾿ ἀνθί­σῃ λουλούδι, ἄλλο τόσο ἦταν δυνατὸν κι ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς Ἐλισάβετ νὰ γεννηθῇ παιδί.
Ἔμβρυο ἀκόμη, σκίρτησε μέσα στὴν κοιλία τῆς μητέρας του ὅταν ἐκείνη ὑποδεχόταν τὴν ἐπίσης ἔγκυο ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἀπὸ τότε ἦ­ταν ἁγιασμένος. Ὅπως μερικοὶ εἶνε Ἰοῦδες, τέ­κνα κατάρας ἐκ κοιλίας μητρός, ἔτσι κάποιοι ἄλλοι εἶνε εὐλογημένοι ἀπὸ τὰ σπάργανά τους.
Ὅταν μεγάλωσε, δὲν ἔμεινε στὸν κόσμο· βγῆκε ἔξω, πῆγε στὴν ἔρημο, στὸ σχολεῖο τῶν μεγάλων ἀνδρῶν. Ἐκεῖ ἔζησε μιὰ ζωὴ – ἔλεγχο τῆς σημερινῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας ποὺ σύνθημά της ἔχει «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔρι­ον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13. Α΄ Κορ. 15,32). Ὦ σεῖς ποὺ ζῆτε μέσ᾿ στὸν παραλογισμό, ἐλᾶτε νὰ καθρεφτιστῆτε στὸν καθρέφτη αὐτόν.
Πῶς ἔζησε ὁ ἅγιος Ἰωάννης; Τὸ φαγητό του ἦταν «ἀκρίδες» (Ματθ. 3,4), τὰ γνωστὰ ἔντομα τῶν ἀ­γρῶν, ποὺ καὶ μέχρι σήμερα λιτοδίαιτοι Ἄρα­βες τὰ ξηραίνουν καὶ τὰ τρῶνε. Ποτό του ἦ­ταν τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνου. Ροῦχο του εἶχε μιὰ κάππα ἀπὸ τρίχες καμήλας. Κρεβάτι του ἦταν ἡ ἄμμος δίπλα στὸ ποτάμι. Στέγη του τὰ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ. Σύντροφοί του τὰ θηρία τῆς ἐρήμου, ποὺ στέκονταν μπροστά του σὰν ἀρνάκια. Ἡ ἁγιότης, βλέπετε, ὅλα τὰ τιθασεύει. Καὶ ἐνῷ λιοντάρια καὶ τίγρεις τὸν σεβάστηκαν, τὸν κα­τεσπάραξε μιὰ γυναίκα, ἡ Ἡρῳδιάς. Ἐκεῖ λοι­πὸν ἔμεινε, στὸ πανεπιστήμιο τῆς σιωπῆς, ὅ­που ἀνδρώνονται οἱ μεγάλες φυσιογνωμίες.
Σὲ ὥριμη πλέον ἡλικία ἔλαβε ἐντολὴ ἄνωθεν, νὰ πάῃ στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου κ᾿ ἐκεῖ νὰ στήσῃ τὸν ἄμβωνά του. Τὸ κήρυγμά του θερμο­καυτήρας, ἔλεγχος δριμύς. Ἄστραφτε καὶ βρον­τοῦσε. Καλοῦσε ὅλους σὲ ἐπιστροφὴ στὸ Θεό. Καὶ χιλιάδες ἀπ᾿ ὅλα τὰ κοινωνικὰ στρώματα ἔ­τρεχαν. Ἦταν μαγνήτης ποὺ εἵλκυε ὅλους. Συνι­στοῦσε μετάνοια καὶ τοὺς βάπτιζε στὸν Ἰορδάνη.
Μέσα στὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων ἦρθε καὶ ἕνας ποὺ ξεχώριζε. Μήπως φοροῦσε στέμμα, εἶχε σπαθί, τὸν ἔφερε ἅμαξα; Ὄχι. Ἁπλὸς ἄν­θρωπος ἦταν. Ἀλλὰ ὄνομά του ἦταν «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλιπ. 2,9). Ὅλα τὰ ὀνόματα θὰ σβήσουν, τὸ δικό του θὰ μείνῃ· Ἰησοῦς Χριστός! Μποροῦσε νὰ φανταστῇ ὁ Ἰωάννης, ὅτι κάτω ἀπὸ τὸ ταπεινὸ σχῆμα ἑνὸς φτωχοῦ Ναζωραί­ου κρύβεται τὸ μεγαλεῖο τῆς θεότητος; Καὶ ὅμως τὸν ἀνεγνώρισε. Τοῦ λέει ὁ Χριστός· —Βά­πτισέ με. —Αὐτὸ δὲν γίνεται· ἐγὼ εἶμαι ἕνα μη­δὲν μπροστά σου, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ βαπτί­σω. Ὁ Χριστὸς ὅμως ἐπέμενε, καὶ τέλος βαπτί­σθηκε. Ὄχι διότι εἶχε ἁμαρτίες —εἶνε ἀναμάρ­τητος―, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανερωθῇ τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος. Καὶ φανερώθηκε. Κατὰ τοῦ­το ἐμεῖς διαφέρουμε ἀπὸ τ᾿ ἄλλα θρησκεύμα­τα, καὶ τὰ μονοθεϊστικά· αὐτοὶ ἔχουν τὸν Ἀλ­λὰχ ἢ κάποιον ἄλλο, ἐμεῖς λέμε· Ἕνας Θεός, τρία πρόσωπα, Πατὴρ Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα· ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον σου.
Πῶς φανερώθηκε τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τρι­άδος; Ἐνῷ ὁ Χριστὸς ἦταν μέσ᾿ στὰ νερά, σχί­στηκε ὁ οὐρανός —ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε—, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο σὰν περιστέρι ἦρθε καὶ κάθισε ἐπάνω στὴν κεφαλή του. Συγχρόνως ἀκού­στηκε φωνὴ – διάγγελμα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Ὄχι σὰν τὰ διαγγέλματα τῆς πρωτοχρονιᾶς, πού ᾿νε γεμᾶτα ψευτιές. Διάγγελμα οὐράνιο καὶ αἰ­ώνιο πρὸς ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾦ εὐδόκησα» (Ματθ. 3,17). Τὰ ἴδια λόγια ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα ἀ­κούστηκαν καὶ ὅταν ἔκλεινε ἡ ἐπίγειος παρουσία τοῦ Χριστοῦ, συμπληρωμένα ὅμως μὲ τὴ σύστασι «Αὐτοῦ ἀκούετε» (Μᾶρκ. 9,8. Λουκ. 9,35).
Ἀπὸ τότε πλέον, ἀγαπητοί μου, ἡ ἀνθρωπό­της ἔχει ὁδηγό. Ὁδηγός της εἶνε ὁ Χριστός, ποὺ εἶπε «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. 14,6). Ὅποιος τὸν ἀκολουθεῖ σῴζεται, ὅποιος φεύγει ἀπὸ αὐτὸν χάνεται. Αὐτὸς εἶνε ὁ τέλειος ὁδηγός, ὁ τέλειος ἄνθρωπος, ἡ ἐν­σάρκωσι τῆς ἀρετῆς. Οἱ ἄλλοι, ὁποιοιδήποτε κι ἂν εἶνε, εἶνε κλάσματα, δὲν φτάνουν τὴν ἀ­κεραία μονάδα, τὸν Ἕνα. «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύρι­ος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
«Αὐτοῦ ἀκούετε», συνιστᾷ ὁ οὐράνιος Πατήρ. Ἀλλὰ δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι κλείνουν τ᾿ αὐτιά τους καὶ δὲν ἀκοῦνε τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἀνοίγουν τ᾿ αὐτιά τους – σὲ ποιόν; στὸν διάβολο καὶ στὰ ὄργανά του. Δὲν ἐκκλησιάζονται γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὴ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου· κάθονται τὴ νύχτα στὴν τηλεόρασι γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὴ φωνὴ τοῦ δαιμονικοῦ κόσμου. «Ὅποιος δὲν ἀκούει τὸ Χριστό, θ᾿ ἀκούσῃ τὸν διάβολο», λέει ὁ Ῥῶσος Ντοστογιέφσκυ.

Ὅταν ὁ Χριστὸς ἦρθε στὴν ἔρημο, ὁ Ἰωάννης τὸν ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλό του, ὅπως λέει τὸ ὡραῖο δοξαστικὸ τῶν ὡρῶν· «Τὴν χεῖρά σου τὴν ἁψαμένην τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δε­σπότου, μεθ᾿ ἧς καὶ δακτύλῳ αὐτὸν ἡμῖν καθυπέδειξας, ἔπαρον ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς αὐτὸν Βαπτιστά, ὡς παρρησίαν ἔχων πολλήν…» (θ΄ ὥρα Θεοφ.). Ὁ ὕμνος αὐτὸς ἦταν ὁ τελευταῖος ποὺ εἶπε ὁ Παπαδιαμάντης —ποὺ ἦταν καὶ σπουδαῖος ψάλτης—, ὅταν γέρος πλέον στὸ νησά­κι του, φτωχὸς καὶ περιφρονημένος, ἔφευγε ἀπ᾿ τὴ ζωή. Σηκώθηκε ἀπ᾿ τὸ κρεβάτι καὶ τὸ ἔψαλε. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ πέθανε. Μὲ «τραγούδια τοῦ Θεοῦ» ἔκλειναν τὰ μάτια τους τότε· τώρα…
Ὁ Ἰωάννης λοιπὸν ἔδειξε τὸ Χριστὸ στοὺς ἀνθρώπους καὶ εἶπε· «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴ­ρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»· νά, λέει, αὐ­τὸς εἶνε τὸ ἀρνὶ τοῦ Θεοῦ ποὺ σηκώνει τὶς ἁ­μαρτί­ες τοῦ κόσμου (Ἰω. 1,29). Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε αὐ­τό, πρέπει νὰ θυμηθοῦμε, ὅτι οἱ Ἑ­βραῖοι, γιὰ νὰ ἔχουν μιὰ ἀνακούφισι ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους, ἔ­παιρναν ἕνα ἀρνί, τὸ πήγαιναν στὸ ναὸ τοῦ Σο­λομῶντος καὶ τὸ προσέφεραν θυσία. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἱερεὺς θὰ τὸ ἔσφαζε, ἅπλωναν τὰ χέρια ἐπάνω του, γιὰ νὰ φύγουν ἀπὸ πάνω τους οἱ ἁ­μαρτίες καὶ νὰ πᾶνε στὸ ἀρνί. Αὐτὸ ἦταν ἕνας τύπος, μία σκιὰ τῆς μεγάλης θυσίας ποὺ θὰ ἐρ­χόταν νὰ προσφέρῃ ὁ Χριστός. Ἑκατομμύρια ἀρνιὰ σφάχτηκαν, ἀλλὰ τὸ αἷμα τῶν ζῴων δὲν ἔ­χει τὴν δύναμιν «ἀφιέναι ἁμαρτίας» (Ματθ. 9,6). Μόνο τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ «ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ», σβήνει τὶς ἁ­μαρτίες. Νά γιατί ὁ Χριστὸς λέγεται «ἀμνός»· διότι ὅπως τὸ ἀρνὶ δὲν ἔκανε κανένα κακό, ἔτσι κι ὁ Χριστός· ὅπως τὸ ἀρνὶ ὁδηγεῖ­ται στὴ σφαγὴ καὶ δὲν ἀντιδρᾷ, ἔτσι κι ὁ Χριστός· κι ὅπως στὶς θυσίες «φόρτωναν» τὶς ἁμαρτίες στὸ σφάγιο, ἔτσι κι ὁ Χριστὸς σηκώνει τὶς ἁ­μαρτίες ὅλων μας. Τὸ νιώσαμε αὐτό; Ἂν δὲν τὸ νιώσαμε, δὲν εἴμαστε Χριστιανοί. Δὲ μᾶς σῴζουν οὔτε κεριὰ καὶ λαμπάδες, οὔτε εἰκόνες καὶ προσκυνήματα, οὔτε μετάνοιες καὶ ἀ­σκήσεις· ὅλα αὐτὰ δὲν συγχωροῦν οὔτε μία ἁμαρτία. Τὶς ἁμαρτίες συγχωρεῖ μόνο «ὁ ἀ­μνὸς τοῦ Θεοῦ», ὅπως εἶπε ὁ Ἰωάννης. Ἂν δὲν πιστέψῃς ὅτι τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἐ­χύθη στὸ Γολγοθᾶ λυτρώνει, δὲ σῴζεσαι.
Τελειώνω μὲ μιὰ εἰκόνα. Ἕνας Βιεννέζος ζωγράφος ζωγράφισε ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ τὸν ἔπιασαν οἱ ἐχθροί του καὶ τοῦ φόρτωσαν ἕνα βαρὺ φορτίο. Τὸ ἔδεσαν στὴ ῥάχη του τόσο σφιχτά, ὥστε δὲν μποροῦσε ν᾿ ἀπαλλαγῇ ἀπ᾿ αὐτό. Ἦταν σὰν τὸν Προμηθέα στὸν Καύκασο. Παρακαλοῦσε ἄλλους νὰ τὸν λύσουν, μὰ κανείς δὲ μποροῦσε. Τότε κάποιος τοῦ εἶπε· Ἂν θέλῃς νὰ ἐλευθερωθῇς, ἀνέβα σ᾿ ἐκεῖνο τὸ βουνό. Ἐκεῖ θὰ δῇς ἕνα σταυρὸ μὲ τὸν Ἐ­σταυρωμένο· ἂν τὸν παρακαλέσῃς μὲ πίστι, θὰ γίνῃ τὸ θαῦμα. Καὶ πράγματι ἔτσι ἔγινε· ἀ­μέσως τὸ φορτίο του ἔπεσε, κύλισε στὴν ἄ­βυσσο, κι αὐτὸς δόξασε τὸ Χριστό.
Καθένας ἀπὸ μᾶς, ἀδελφοί μου, σηκώνει ἕ­να βάρος μεγαλύτερο ἀπ᾿ τὸν Ὄλυμπο. Μόνο μὲ τὴν πίστι στὸ Χριστὸ θ᾿ ἀπαλλαγοῦμε. Ἂς πιστέψουμε σ᾿ αὐτόν. Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο στὸν κόσμο. Σᾶς τὸ λέω ἐγώ. Πενήντα χρόνια κηρύττω· ἂν δὲν πίστευα, θὰ πήγαινα νὰ κάνω ὁ,τιδήποτε ἄλλο παρὰ νὰ κοροϊδεύω τοὺς ἀνθρώπους. Πιστεύω στὸ Θεό, πιστεύω στὴ θεία χάρι, πιστεύω στὰ μυστήρια, πιστεύω στὶς ἱερὲς παραδόσεις. Μπορεῖ κι ὁ ἥλιος νά ᾿νε ψέ­μα, καὶ τὰ ἄστρα νά ᾿νε ψέμα, κ᾿ ἐμεῖς νά ᾿μεθα ψέμα· ἕνα δὲν εἶνε ψέμα, ὁ Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦ­τε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἰωάννου Πτολεμαΐδος τὴν Παρασκευὴ 7-1-1983

Το μεγαλείο της ταπεινοφροσύνης του Βαπτιστού



Γιὰ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Βαπτιστοῦ δὲν χρειάζεται νὰ ποῦμε πολλά· μιλᾶ τὸ τέμπλο κάθε Ὀρθόδοξου ναοῦ – στὰ δεξιὰ τῆς εἰκόνας τοῦ Δεσπότου βρίσκεται πάντοτε ἡ εἰκόνα του – καὶ ὁ ἔπαινος τοῦ Κυρίου γιὰ ἐκεῖνον, ὁ ἔπαινος τοῦ καρδιογνώστου Θεοῦ (βλ. Ματθ. ια´ [11] 7-15, Λουκ. ζ´ 24-30). 
Ἐμεῖς ἁπλῶς στὶς παρακάτω γραμμὲς θὰ προσπαθήσουμε νὰ ὑποψιασθοῦμε κάτι ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τῆς ταπεινοφροσύνης του.
Ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἀπὸ παιδὶ ἔζησε στὴν ἔρημο ζωὴ ἄκρας ἀσκήσεως καὶ πλούτιζε συνεχῶς σὲ Πνεῦμα Ἅγιον. «Τὸ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι, καὶ ἦν ἐν ταῖς ἐρήμοις ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἰσραήλ», σημειώνει ἡ Ἁγία Γραφή (Λουκ. α´ 80). Ἔζησε μὲ μοναδικὴ ἀκρίβεια τὴ ζωὴ τῆς παρθενίας, τὴ ζωὴ τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως στὸ Θεό, ἡ ὁποία ἦταν σχεδὸν τελείως ἄγνωστη στὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἀργότερα, στὰ τριάντα του περίπου χρόνια, βγῆκε νὰ κηρύξει μετάνοια καὶ νὰ ἑτοιμάσει τὸν Ἰσραὴλ γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Μεσσία, ὄχι ἀπὸ μόνος του ἀλλὰ κατόπιν θείας ἀποκαλύψεως: «ἐγένετο ρῆμα Θεοῦ ἐπὶ Ἰωάννην… καὶ ἦλθεν…κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας» (Λουκ. γ´ 2-3). Ἦταν δηλαδὴ θεόκλητος.
Γνώριζε ἀκόμη ὅτι ἡ δράση του ἦταν προφητευμένη στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, πράγμα ποὺ δὲν ἀνέφερε ποτὲ παρὰ μόνο ὅταν τὸ ἐπέβαλε ἡ ἀνάγκη. Τὸν ρώτησαν οἱ ἀπεσταλμένοι τῆς θρησκευτικῆς ἡγεσίας τοῦ Ἰσραήλ: 
«Ποιὸς εἶσαι ἐσύ; ὁ Χριστός;». 
«Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Χριστός», ἀπάντησε. 
«Τί λοιπόν; Ὁ Ἠλίας εἶσαι ἐσύ;». 
«Δὲν εἶμαι». 
«Ὁ προφήτης ποὺ προανήγγειλε ὁ Μωυσῆς;». 
«Ὄχι». 
«Ποιὸς εἶσαι τέλος πάντων; γιὰ νὰ δώσουμε ἀπάντηση σ᾿ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἔστειλαν». 
«Ἐγὼ “φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν Κυρίου”, καθὼς εἶπεν Ἡσαΐας ὁ προφήτης» (βλ. Ἰω. α´ 19-23).
Τὸ κήρυγμά του καὶ ἡ ὅλη προσωπικότητά του εἶχε ἀπήχηση ὅσο κανενὸς ἄλλου προφήτη: «Ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν Ἱεροσόλυμα καὶ πᾶσα ἡ Ἰουδαία καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ Ἰορδάνου», «καὶ ­ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ὑπ᾿ αὐτοῦ ­ἐξομολογούμενοι τὰς ­ἁμαρτίας αὐτῶν» (Ματθ. γ´ 5, Μάρκ.α´ 5). 
Πήγαιναν σ᾿ αὐτὸν οἱ ­Ἱεροσολυμίτες καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Ἰουδαίας καὶ τῶν περιχώρων τοῦ Ἰορδάνη! Δὲν ἦταν ὅτι ἐντυπωσίαζε καὶ σαγήνευε. 
Τὸ ­κήρυγμά του ἦταν αὐστηρό, καλοῦσε σὲ ­μετάνοια, ὑπενθύμιζε τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ: «ἤδη καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ρίζαν τῶν ­δένδρων κεῖται· πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται»· τώρα μάλιστα καὶ τὸ ­τσεκούρι τῆς θείας κρίσεως βρίσκεται κοντὰ στὴ ρίζα τῶν δένδρων. Κάθε ­δένδρο λοιπὸν ποὺ δὲν κάνει καλὸ καρπὸ κόβεται ἀπὸ τὴ ρίζα καὶ ρίχνεται στὴ ­φωτιά (Ματθ. γ´ 10)
Ἀλλὰ ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὁ λόγος καὶ τὸ παράδει­γμά του ἦταν γεμάτα ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν ­ἀπωθοῦσε οὔτε προκαλοῦσε ­ἀντιδράσεις.
Ἀντίθετα συγκλόνιζε τὶς καρδιὲς καὶ προκαλοῦσε ριζικὴ ἀλλαγὴ ζωῆς· δέχονταν νὰ βαπτισθοῦν – «πάντες», ἀκόμη καὶ «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι», οἱ πιὸδιαβεβλημένοι ἄνθρωποι (βλ. Ματθ. κα´ [21] 32) – ἐξομολογούμενοι δημοσίως τὶς ἁμαρτίες τους!
Τὸν παραδέχονταν ὡς αὐθεντικὸ καθοδηγὸ τῆς ζωῆς τους: «Τί οὖν ποιήσομεν;». Θέλουμε ν᾿ ἀλλάξουμε ζωή. Τί πρέπει νὰ κάνουμε; ρωτοῦσαν οἱ ὄχλοι τὸν Ἰωάννη, παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του· ὄχι μόνο εὐσεβεῖς ἀλλὰ καὶ ἁμαρτωλοί: τελῶνες καὶ στρατιωτικοί (βλ. Λουκ. γ´ 10-14).
Τὸ ἀκόμη θαυμαστότερο εἶναι ὅτι ὁ Τίμιος Πρόδρομος εἶχε τέτοιο κύρος, ἐνῶ δὲν ἔκανε κανένα θαῦμα (βλ. Ἰω. ι´ 41)· τόσο μεγάλο κύρος, ὥστε ὅλοι εἶχαν λογισμό: «Μήπως αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός», ὁ Μεσσίας ποὺ περιμέναμε αἰῶνες; (Λουκ. γ´ 15).
Ἂς ἀναλογισθοῦμε ὅλα τὰ παραπάνω: ζωὴ πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν πολλῶν, σχεδὸν ὅλων· ζωὴ ἀνώτερη, ἰσάγγελη· πνευματικὲς ἐπιδόσεις ἀσυνήθιστα ὑψηλές· προφητικὴ κλήση καὶ ἀποστολὴ σὲ νεαρὴ ἡλικία·καταπληκτικὴ ἐ­­πιτυχία στὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο, μαζικὲς καὶ συγκλονιστικὲς μεταστροφές· κύρος τόσο μεγάλο, ὥστε νὰ ἀναρωτιοῦνται, μήπως εἶναι ὁ Χριστός; Ἡ Παλαιστίνη σείσθηκε ἀπὸ τὸ κήρυ­γμα καὶ τὴν παρουσία του, ἕνας ὁλόκληρος λαὸς κρεμόταν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ νεαροῦ λιπόσαρκου Ἰωάννη· κι ἐκεῖνος; ἀνέγγιχτος ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Δὲν ζήτησε τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλη ἐκείνη τὴ δόξα. Εἶπε: «Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Χριστός. Ἔρχεται μετὰ ἀπὸ ἐμένα, καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος ἐγὼ νὰ λύσω οὔτε τὰ κορδόνια ἀπὸ τὰ ὑποδή­ματά του» (Λουκ. γ´ 16).
Καὶ ὅταν, ἐνῶ μεσουρανοῦσε, ἄρχισε νὰ τὸν ἐπισκιάζει ὁ Μεσσίας μὲ τὴ δράση Του, καὶ παραπονέθηκαν γι᾿ αὐτὸ στὸν Πρόδρομο οἱ μαθητές του, ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: 
«Κανεὶς δὲν ἔχει τίποτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἐσεῖς οἱ ἴδιοι μαρτυρεῖτε πὼς εἶπα ὅτι δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Μεσσίας, ἀλλὰ πρόδρομός Του. Γι᾿ αὐτὸ ἐργάσθηκα, γιὰ νὰ ὁδηγήσω τὶς ψυχὲς στὸ Νυμφίο Χριστό. Καὶ ὄχι ἁπλῶς δὲν ζηλεύω ἢ δὲν ἐνοχλοῦμαι ποὺ ­ἐλαττώνεται ἡ φήμη μου, ἀλλὰ “χαρᾷ χαίρω”, χαίρομαι μὲ πολὺ μεγάλη χαρά· “αὕτη οὖν ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ πεπλήρωται”· αὐτὴ λοιπὸν ἡ χαρά μου εἶναι τέλεια. Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸ ἀποδέχομαι ὁλόψυχα: Ἐκεῖνος νὰ αὐξάνει σὲ ἐπιρροὴ καὶ δόξα, κι ἐγὼ νὰ μικραίνω» (βλ. Ἰω. γ´ 26-30).

Ὁ Τίμιος Πρόδρομος, μέγας καὶ στὴν ταπεινοφροσύνη, προκαλεῖ τὸν εὐλαβὴ θαυμασμό μας. Μπορεῖ ὅμως νὰ γίνει καὶ βοηθός, πρεσβευτής μας, ἂν τὸν ἐπικαλούμαστε, ὥστε νὰ καλλιεργοῦμε τέτοιο φρόνημα στὶς δικές μας ἀσήμαντες – σὲ σύγκριση μὲ τὶς δικές του – ἐπιδόσεις καὶ ἐπιτυχίες.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

Τὰ ἅγια Θεοφάνεια

Εἶχε ἀνάγκη βαπτίσματος ὁ Χριστός;
«Καὶ εὐθέως ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ ὕδατος…» 
(Μᾶρκ. 1,10)


Λαμπρὰ εἶνε ἡ σημερινὴ ἡμέρα. Τελειώνει τὸ Δωδεκαήμερο, κλείνει ὁ κύκλος τῶν ἑ­ορτῶν ποὺ ἔχει κέντρο τὴ Γέννησι τοῦ Χριστοῦ. Εἴδαμε τὸν Κύριο βρέφος, τὸν εἴδαμε νήπιο ὀ­κτὼ ἡμερῶν νὰ περιτέμνεται, καὶ σήμερα τὸν βλέπουμε τέλειον ἄν­δρα νὰ βαπτίζεται στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου. Ἀνοίγουν οἱ οὐρανοὶ κι ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Πατρός· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3,17).

Αὐτὰ πιστεύουμε οἱ Χριστιανοί. Στὸν κόσμο ὅμως ὑπάρχει ἀπιστία. Καὶ μερικοί, ἐκμεταλλευόμενοι ἕνα κενὸ ποὺ νομίζουν πὼς βρῆ­καν στὰ Εὐαγγέλια, τὴν ἀπουσία δηλαδὴ πληροφοριῶν ἀπὸ τὴν παιδικὴ μέχρι τὴν ὥριμη ἡ­λικία τοῦ Χριστοῦ ὅταν βαπτίσθηκε στὸν Ἰ­ορδάνη, λένε· Ποῦ ἦταν ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὰ δώδεκα μέχρι τὰ τριάντα του χρόνια; Καὶ πλά­θον­τας μύθους μὲ τὴ νοσηρὰ φαντασία τους, λένε πὼς ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν στὴν Παλαιστίνη, ἀλλὰ πῆγε στὶς Ἰνδίες, κ᾽ ἐ­κεῖ διδάχθηκε ὅσα ἔκανε κατόπιν. Ἔτσι λένε, γιὰ νὰ μειώσουν τὸ θεανδρικό του πρόσωπο. Τί ἀπαντοῦμε;
Δὲν ὑπάρχει κενό. Τὰ Εὐαγγέλια λένε καθα­­ρά, ὅτι κατὰ τὸ ἐπίμαχο αὐτὸ διάστημα ὁ Χριστὸς ἔζησε ὡς παιδὶ μιᾶς φτωχῆς πολυτέκνου οἰκογενείας, τοῦ ξυλουργοῦ Ἰωσήφ, κι ὅτι ἐρ­γα­ζόταν στὸ ξυλουργεῖο γιὰ τὸν ἐπιούσιο ἄρτο (βλ. Ματθ. 13,55. Μᾶρκ. 6,3). Ἐργάτης ἦταν καὶ γνήσιος φίλος τῶν ἐργαζομένων. Τὰ χέρια του, ποὺ εὐλόγη­σαν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ θεράπευσαν ἀρ­ρώστους καὶ θώπευσαν τὰ κεφάλια ἀθῴων παιδιῶν καὶ τέλος καρφώθηκαν στὸ σταυρό, ἦταν χέρια ἐργάτου. Ἕνας Βιεννέζος ζωγράφος τὸν ζωγράφισε στὸ ξυλουργεῖο κοντὰ στὸν δίκαιο Ἰωσήφ, μὲ τὸ πριόνι στὸ χέρι, καὶ δίπλα ἡ Πανα­γία νὰ γνέθῃ μὲ τὴ ῥόκα. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ θὰ ἔ­πρεπε νὰ κοσμῇ ὅλα τὰ ἐργατικὰ κέντρα.
Ἀπόδειξις ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔλειψε ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ εἶνε καὶ ἡ ὀνομασία «Ναζωραῖος» ποὺ τοῦ ἔδωσαν οἱ ἐχθροί του ὅταν τὸν σταύρωσαν (Ἰω. 18,5,7· 19,19). Ἰσχυρότερη ὅμως ἀπόδειξι εἶνε αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν οἱ συγχω­ριανοί του ὅταν ἐ­κεῖνος ἄρ­χισε νὰ διδά­σκῃ καὶ νὰ θαυματουργῇ· «Πῶς οὗ­τος γράμ­ματα οἶδε μὴ μεμαθηκώς;» (Ἰω. 7,15). Ἀ­ποροῦσαν πῶς ξέρει γράμματα, ἀφοῦ δὲν πῆ­γε σχολεῖο· διότι ἤξεραν τὴ ζωή του. Ὅπως γιὰ μένα, ἂν πᾶτε στὸ χωριό μου καὶ ρωτήσετε, τὰ ξέρουν ὅλα καὶ θὰ σᾶς τὰ ποῦν· ἐξ αἰτίας μου ἔμαθαν καὶ τὴ Φλώρινα. Ποιός ἄλλος λοι­πὸν γνωρίζει τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ὅσο οἱ πατρι­ῶτες του; Ἂν εἶχε λείψει, θὰ τὸ ἤξεραν πρῶ­τοι αὐτοί. Οἱ Ναζαρηνοὶ εἶνε μάρτυρες, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἐκπαιδεύθηκε σὲ καμμιά σχολή. Σ᾽ αὐτόν, ὅπως λέει ἡ Γραφή, «κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. 2,9· βλ. καὶ 1,19).

Ἐνῷ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἐργαζόταν στὴ Ναζα­ρέτ, πέραν τοῦ Ἰορδάνου ἦταν ἕνας ἄλλος ἀετὸς τοῦ πνεύματος, «ἄγγελος» ἐπίγειος ὅ­πως τὸν ὑμνεῖ ἡ Ἐκκλησία μας (δοξαστ. αἶν.), ὁ Ἰωάν­νης ὁ Πρόδρομος. Κατὰ σάρκα ἦταν ἐξάδελφος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ζοῦσε ἀσκητικά. Τὸ ροῦχο του ἦταν ἀπὸ τρίχες καμήλας καὶ στὴ μέση φοροῦσε ζώνη ἀπὸ δέρμα. Τροφή του ἦταν χορτάρια, «ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον» (Ματθ. 3,4. Μᾶρκ. 1,6). Ποτό του ἦταν τὸ νερό· ἔσκυβε καὶ ἔ­πινε μὲ τὶς φοῦχτες ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη. Στρῶ­μα του ἡ ἀμμουδιά, στέγη του τὰ ἄστρα, καὶ συντροφιά του τὰ θηρία – ποὺ συχνὰ ἀποδει­κνύον­ται πιὸ ἥμερα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἔτσι ἔζησε μέσ᾿ στὴ φύσι κ᾽ ἐκεῖ ἐκπαιδεύ­θηκε. Καὶ κάποια μέρα ὁ Ἰωάννης πῆρε ἐντο­λὴ νὰ κηρύξῃ. Ἔστησε τὸ βῆμα του στὴν ὄχθη καὶ ἄρχισε. Τὸ κήρυγμά του δὲν ἦταν σὰν τὰ συνηθισμένα· ἦταν κεραυνὸς – ἀστροπελέκι. Στοὺς πλουσίους ἔλεγε· Ἀπ᾿ ὅ,τι ἔχετε, μοιρά­στε τὰ μισά. Στοὺς τελῶνες ἔλεγε· Μὴν εἰσ­πράττετε τίποτα πέρα ἀπ᾽ τὸ νόμιμο. Στοὺς στρατιωτικοὺς δὲν ἔλεγε, ῾Ρίξτε τὰ ὅπλα, ἀλ­λά, Μὴ χρησιμοποιεῖτε βία. Στοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους ἔλεγε· «Γεννήματα ἐχιδνῶν» – παιδιὰ τῆς ὀχιᾶς, ἄσπλαχνοι καὶ ἄστοργοι, πῶς θὰ ξεφύγετε ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ; «Ποιήσατε οὖν καρπὸν ἄξιον τῆς μετανοίας» (Ματθ. 3,7-8)· μετανοῆστε καὶ κλάψτε.
Καλοῦσε ὅλους σὲ «βάπτισμα με­τανοίας» (Μᾶρκ. 1,4), ποὺ θὰ προετοίμαζε τὶς ψυχὲς γιὰ τὸ χριστιανικὸ ἅγιο βάπτισμα.

Σὰν μαγνήτης ὁ Πρόδρομος εἵλκυε τὰ πλήθη, ἡ ἔρημος ἔγινε πόλις. Μέσα στοὺς χιλιάδες ἀνεπισήμους νά καὶ κάποιος ἄγνωστος, ἕ­­νας μαραγκὸς ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ. Ἦταν ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὁ ἐξάδελφος τοῦ Βαπτιστοῦ. Δὲν τὸν εἶχε δεῖ ποτέ· αὐτὸς ἔμενε στὴν πόλι, ἐνῷ ὁ Ἰωάννης στὴν ἔρημο. Τὸν εἶ­δε ἐκεῖ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο τοῦ λέει· Αὐ­τὸς εἶνε «ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι ἁγίῳ» (Ἰω. 1,33).
–Ἦλθα, λέει, νὰ βαπτιστῶ. –Ἐσύ; ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βαπτιστῶ ἀπὸ σένα. –«Ἄφες ἄρτι» – ἄσε τώρα τὶς ἀντιρρήσεις, τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς· ἔτσι πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ τηρήσω κάθε θεία ἐντολή (Ματθ. 3,14-15). Ἐπέμενε, καὶ βαπτίστηκε.
Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ βάπτισμα ὁ Χριστός; Ἐμεῖς βαπτιζόμαστε διότι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ ἐκεῖνος εἶνε ὁ μό­νος ἀναμάρτητος. Τὸ λέει αὐτὸ σήμερα τὸ εὐ­αγγέλιο· τὸ προσέξατε; Ἔχει μία λέξι μὲ μεγά­λη σημασία. Πῶς γινόταν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάν­νου· ὅσοι πήγαιναν ἀναγνώριζαν τὰ σφάλμα­τά τους, μετανο­οῦσαν, ἔμπαιναν στὸ νερό, καὶ τί ἔκαναν· ἐξωμολο­γοῦντο, καὶ ἔμεναν ἐκεῖ ὅ­σο διαρκοῦσε ἡ ἐξ­ομολόγησι, ἄλλος λίγο – ἄλ­λος πολύ. Μόνο ὁ Χριστός, μόλις μπῆκε ἀμέσως βγῆκε. Βγῆκε «εὐθὺς» –νά ἡ σπουδαία λέ­ξις– ὅπως λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, βγῆκε «εὐθέ­ως» ἀπ᾽ τὸ νερό (Ματθ. 3,16. Μᾶρκ. 1,10). Γιατί βγῆκε ἀμέσως; Διότι ὡς ἀναμάρτητος δὲν εἶχε νὰ πῇ τίπο­τα, δὲν εἶχε καμμιά ἁμαρτία νὰ ἐξομολογηθῇ.
Ἐμεῖς εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ πρέπει νά ᾽χου­­με συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας. Μόνο ἕνας εἶνε ὁ ἀναμάρτητος. «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύρι­ος, Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Τὸ «εὐθὺς» ἐκεῖνο εἶνε καταπέλτης.
Τότε λοιπὸν γιατί βαπτίστηκε; Γιὰ νὰ φανε­ρω­θῇ τὸ μέγα μυστήριο τῆς ἁγίας Τρι­άδος, Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα – ἁγία Τρι­άς, ἐλέησον τὸν κόσμον κ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς.

Ὁ Ἰορδάνης, ἀγαπητοί μου, εἶνε μικρὸς πο­ταμός. Ἀλλ᾽ ἀφ᾽ ὅτου στὰ νερά του βαπτίσθη­κε ὁ Χριστός, ἔγινε παγ­κόσμιος θρῦλος καὶ τρέχουν ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη. Καλὴ συνήθεια, δὲν τὴν κατηγορῶ. Ἀλλὰ τὸ νερὸ ἐκεῖνο δὲν εἶ­νε τόσο σπουδαῖο. Ὑπάρχει ἕνα ἄλλο νερὸ ἀ­πεί­ρως ἀνώτερο. Εἶνε τὸ νερὸ τοῦ βαπτίσματος. Βλέπετε τὴν κολυμβήθρα; Νερὸ ἔχει μέσα, κοινὸ νερό. Ἀλλὰ ἀπ᾿ τὴν ὥρα ποὺ ὁ παπᾶς θὰ βάλῃ πετραχήλι καὶ θὰ τὸ εὐλογήσῃ, τὸ νε­ρὸ ἐκεῖνο παίρνει τὴ «ῥαδιενέργεια» τοῦ οὐ­ρανοῦ, τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύμα­τος, καὶ καθα­ρίζει ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἁμαρτίες. Αὐτὸς ποὺ βαπτίζεται βγαίνει ἄγγελος ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα, γι᾿ αὐτὸ ἐνδύεται λευκὰ κ᾽ ἡ Ἐκκλησία ψάλλει· «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβα­πτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. 3,27). Μπαίνει μὲ ῥυπωμένη ἐνδυμα­σία, καὶ βγαίνει μὲ βασιλικὴ ἁλουργίδα.
Αὐτὸ εἶνε τὸ βάπτισμα. Καὶ θὰ ἦταν εὐτύχη­μα νὰ κρατούσαμε ἀμόλυντη τὴ στολή του. Τί γίνεται ὅμως ὅταν τὴ λερώσουμε; Πάλι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲ μᾶς ἀφήνει· ὥρισε ἕνα ἄλλο βάπτισμα, ἕνα νέο λουτρό. Ποιό; Τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως.
Θὰ τὸ πῶ· εἶμαι πικραμένος. Θὰ φύγω, θὰ πάω στὸ Ἅγιο Ὄρος, θὰ βρῶ ἕνα κελλάκι νὰ πάω νὰ κλειστῶ μέσα νὰ κλάψω τὶς ἁμαρτίες μου. Σᾶς κήρυξα φλογερὰ καὶ σᾶς κάλεσα νὰ μετανοήσετε. Οἱ περισσότεροι ὅμως εἶστε ἀ­κόμη ἀνεξομολόγητοι. Δὲν μπορῶ νὰ ἀσκήσω βία. Ἐὰν ὅμως πᾶτε, θὰ καταλάβετε. Γιατὶ ὁ πνευματικὸς ἀσκεῖ ἔργο ἀνώτερο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Τώρα μοιάζετε σὰν κάποιον ποὺ εἶχε ἔμφραγμα καὶ τὸ ρώτησα· –Ἐξ­ωμολο­γήθηκες; –Ὅταν ἤμουν στὸ κατη­χητικό, δώδε­κα χρονῶν. 
–Ἀπὸ τότε ἔχεις νὰ ἐξομολογηθῇς; Σὰ νὰ μοῦ λές, ὅτι ἀπὸ δώδεκα χρονῶν ἔχεις ν᾿ ἀλλάξῃς ροῦχα. Ὅπως τακτικὰ κάνεις λουτρὸ καὶ ἀλλάζεις, ἔτσι κάνε καὶ γιὰ τὴν ψυχή σου, ποὺ ὄζει – βρωμάει. 
Ἕνα δάκρυ μετανοί­ας γίνεται Ἰορδάνης καὶ πλένει τ᾿ ἁμαρτήματα.
Κάντε ἕνα βῆμα, βρῆτε καλὸ ἐξομολόγο. Αὐ­τὸ ἔκανα κ᾽ ἐγώ, βρῆκα ἕνα σεβάσμιο γέρον­τα καὶ ἐξομολογοῦμαι. Μὴ μείνετε ἔτσι καὶ πε­θάνετε ἀμετανόητοι. Δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς διότι ἁμαρτάνουμε – τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀν­θρώπινο· θὰ μᾶς δικάσῃ διότι δὲ μετανοοῦμε.
Εὔχομαι ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τοῦ τιμίου Προδρόμου νὰ μᾶς δώσῃ μετάνοια. Θὰ χαρῶ ἐὰν δῶ οὐρὰ στὰ ἐξομολογητήρια (τὸ ἔζησα αὐτό· θυμᾶμαι σὲ χωριὰ ποὺ ἐκήρυξα πόσοι ἔτρεχαν ὣς τὴ νύχτα νὰ ἐξομολογηθοῦν). Δι­αφορετικά, «πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρ­πὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 7,19). Τσεκούρι καὶ φωτιὰ τὸ περιμένει. Ὦ Παν­αγία Δέ­­σποινα καὶ ἅγιοι Πάντες, ποιήσατε πρε­σβεί­αν τοῦ ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος πόλεως Φλωρίνης Παρασκευὴ 6-1-1989)

«Εγένετο Ιωάννης βαπτίζων εν τη ερήμω και κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών»

Κυριακή πρό των Φώτων

Ευαγγέλιο: Μάρκ. Α΄,1-8
Απόστολος: Β΄ Τιμ. Δ΄, 5-8

«Εγένετο Ιωάννης βαπτίζων εν τη ερήμω 
και κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών»

Το χαροποιό μήνυμα για την έλευση στον κόσμο του Θεάνθρωπου Ιησού εξαγγέλλει σήμερα ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Και γίνεται έτσι ο άγιος Ιωάννης, η αρχή του Ευαγγελίου, σύμφωνα με εκείνο που έχει προφητευθεί και είναι γραμμένο στους Προφήτες. 
Ιδού, λέει, εγώ αποστέλλω τον απεσταλμένο μου πρωτύτερα και μπροστά από σένα, που θα προετοιμάσει τις ψυχές των ανθρώπων, για να σε υποδεχθούν σαν Σωτήρα και Λυτρωτή κι έτσι θα προπαρασκευάσει μπροστά από εσένα, το δρόμο μέσω του οποίου θα πλησιάσεις, σαν Διδάσκαλος και Σωτήρας τους ανθρώπους. Και ο απεσταλμένος αυτός είναι εκείνος, για τον οποίο προείπε ο Προφήτης Ησαΐας τα εξής: «Φωνή ανθρώπου, που κράζει στην έρημο και λέει. Ετοιμάστε το δρόμο μέσω του οποίου θα έρθει σε σας ο Κύριος.
Κάμετε ίσιους και ομαλούς τους δρόμους, από τους οποίους θα περάσει. Ξεριζώστε, δηλαδή, από τις ψυχές σας, τα αγκάθια των αμαρτωλών παθών και ρίχτε μακριά τους λίθους του εγωϊσμού και της πώρωσης και καθαρίστε με τη μετάνοια τον εσωτερικό σας κόσμο για να δεχθεί τον Κύριο». Και γίνεται ο Ιωάννης, φυσιολογικά, αρχή του Ευαγγελίου, με το να βαπτίζει στην έρημο και με το να κηρύττει βάπτισμα που έπρεπε να συνδέεται με εσωτερική μετάνοια, για την άφεση των αμαρτιών. Αυτή, ακριβώς τη μετάνοια είναι που χρειάζεται αυτή τη στιγμή ο τόπος μας, γι αυτό και σήμερα θ’ ασχοληθούμε με το θέμα αυτό.
Η μετάνοια είναι κάτι το θεμελιώδες. Είναι η αρχή και το τέλος, η βάση και η ουσία και του χριστιανικού κηρύγματος και του χριστιανικού βίου. Είναι το κλειδί με το οποίο ανοίγει ο άνθρωπος τη θύρα της Βασιλείας του Θεού και εισέρχεται σ’ αυτή. Είναι το εισιτήριο που μας επιτρέπει να καταλάβουμε μια θέση και να γίνουμε έντιμα μέλη στην Εκκλησία του Χριστού. Αλλά υπάρχει και μια αλήθεια που δεν πρέπει να λησμονούμε. Ότι δηλαδή δεν αρκεί μια αρχική μετάνοια, για να διατηρήσουμε την τιμητική ιδιότητα του μέλους της Βασιλείας του Θεού, της Εκκλησίας. Η μετάνοια πρέπει να είναι διαρκής κατάσταση της ψυχής μας. Μόνιμο γνώρισμά της.
Γιατί η τραγική πραγματικότητα, λέει, ότι η αμαρτία δεν μας αφήνει ήσυχους. Δεν παύει να μας προσβάλλει και μετά την πρώτη μετάνοιά μας. Η αμαρτία κτυπά, προκαλεί, στήνει παγίδες, δελεάζει. Νύκτα και μέρα μας επιτίθεται. Κι εμείς λόγω αμέλειας, αδυναμίας ή χαλαρότητας, πέφτουμε στα δίκτυά της, πληγωνόμαστε, μολυνόμαστε και λυπούμε το Θεό μας.
Και βγαίνουμε από την περιοχή της χάριτος. Για να κερδίσουμε και πάλι τη θέση που χάσαμε, θα πρέπει να επιστρέψουμε στο Θεό με την μετάνοια. Αυτό που ακολουθεί μετά την ειλικρινή μετάνοια είναι ότι γεμίζει η ψυχή μας από χαρά και ευφροσύνη. Και αυτά ακόμα τα κόκκαλά μας δοκιμάζουν τη χαρά της μετάνοιάς μας. Και αυτό το καταλαβαίνουμε αν λάβουμε υπ’ όψει του τι φέρνει σ’ εμάς η αμαρτία. Φέρνει θλίψη και πικρία, φόβο και αγωνία, ντροπή και όνειδος και καταισχύνη. Σαν επακόλουθο όλων αυτών, ντρεπόμαστε τους ανθρώπους, ντρεπόμαστε και αυτό τούτο τον εαυτό μας και δεν έχουμε το θάρρος ούτε και αυτό τον εαυτό μας να τον κοιτάξουμε. Προ πάντων ντρεπόμαστε και φοβούμαστε και τρέμουμε το Θεό, γιατί τον νοιώθουμε Κριτή και Τιμωρό μας. Από την ώρα όμως που μετανοούμε και αναγνωρίζουμε την ενοχή μας, από την ώρα που τρέχουμε ιδίως στην εξομολόγηση και με συντριβή και ταπείνωση και πόνο και δάκρυα εξομολογούμαστε και λέμε το «ήμαρτον του ασώτου» και το «ημάρτηκα» του Προφητάνακτος Δαβίδ, από την ώρα εκείνη αλλάζουν τα πράγματα και νέος κόσμος, νέα κατάσταση, νέα ατμόσφαιρα ανατέλλει μέσα στη ψυχή μας και σε όλη τη ζωή μας. Φεύγει η αγωνία, ο φόβος και ο πόνος και ειρήνη, χαρά, ευφροσύνη και αγγαλίαση, καταπλημμυρίζουν τον εσωτερικό μας κόσμο.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, μιλώντας για τη μετάνοια, μας λέει: «Ως προς τους πολέμους, όταν κτυπηθεί κάποιος μια φορά και πέσει και πεθάνει, είναι αδύνατο να τον επαναφέρουμε πίσω στη ζωή και να τον κάμουμε πάλι στρατιώτη και πολεμιστή. Στον πνευματικό όμως πόλεμο και αγώνα δεν συμβαίνει το ίδιο. Κι αν ακόμα κάποιος (με την αμαρτία που διέπραξε), δεχθεί σοβαρό τραύμα, είναι δυνατό αν το θελήσουμε και με τη βοήθεια της χάριτος του Θεού, πάλιν να τον οδηγήσουμε στη ζωή. Γιατί αυτός δεν είναι φυσικός θάνατος όπως εκείνος που είπαμε προηγουμένως, αλλά θάνατος διάθεσης και θέλησης. Κι όταν η θέληση πεθάνει, είναι δυνατό να την αναστήσουμε και πάλιν. Κι όταν η ψυχή νεκρωθεί, είναι δυνατό να την πείσουμε να επανέλθει στη ζωή που της αρμόζει και να γνωρίσει καλά και να συνδεθεί με τον Κύριό της». (Ιωάνν. Χρυσοστόμου, κατά Ιουδαίων, Κ΄).
Την ευεργετική επίδραση του Θεοσύστατου μυστηρίου της μετάνοιας και εξομολόγησης στον άνθρωπο αναγνωρίζουν και διάσημοι ψυχολόγοι και ψυχίατροι, εξετάζοντας από της δικής τους σκοπιάς, τα αποτελέσματα αυτού στην ψυχή του ανθρώπου. Έχουν, δηλαδή, διαπιστώσει πιο πολύ οι ψυχίατροι ότι οι παραβάσεις του Θείου θελήματος με τις επακολουθούσες τύψεις και τους ελέγχους της συνείδησης, δημιουργούν αναστάτωση στο εσωτερικό του ανθρώπου και του προκαλούν μελαγχολία, άσχετη βέβαια με εκείνη την οποία ενδέχεται να δοκιμάζουν μερικά άτομα από χαρακτήρος μελαγχολικά. Ένας από τους διαπρεπείς ψυχιάτρους ο Προτεστάντης Μαίντερ, σε βιβλίο του με τον τίτλο «Προς τη θεραπεία της ψυχής», τον άνθρωπο που προσπαθεί να καταπνίξει τους ελέγχους της συνείδησής του, για τις παρεκτροπές του, τον παρομοιάζει με τον κυβερνήτη πλοίου, που βρίσκεται στο πέλαγος κι έχει χάσει την πυξίδα και το πηδάλιο και ως εκ τούτου είναι αδύνατο να οδηγήσει το πλοίο γιατί δεν γνωρίζει που βρίσκεται. Για το μυστήριο της Ιεράς Εξομολόγησης, γράφει ότι για τον άνθρωπο που βασανίζεται από τις τύψεις της συνείδησης και αισθάνεται την ανάγκη να συμφιλιωθεί με τον Θεό, το μυστήριο της εξομολόγησης προσφέρεται σα σωστικό σωσίβιο. Αρκεί η εξομολόγηση να είναι ειλικρινής και χωρίς δικαιολογίες. Έπειτα από μια τέτοια εξομολόγηση ο άνθρωπος αισθάνεται ότι ελευθερώνεται.
Αδελφοί μου! Βρισκόμαστε στην αρχή του νέου έτους. Στις άλλες ευχές των ημερών αυτών ας προσθέσουμε και αυτή την σπουδαία και μεγάλη. Το 2015 να είναι για όλους μας έτος πραγματικής μετάνοιας. Κατά το έτος αυτό ας μετανοούμε συνεχώς και ας λευκαίνουμε την ψυχή μας πιο τακτικά με το μυστήριο της μετάνοιας και εξομολόγησης. Τότε να είμαστε βέβαιοι ότι το νέο έτος θα είναι ουσιαστικά αίσιο και ευτυχισμένο. Θα είναι πράγματι χαρούμενο και ευλογημένο.

Ηγούμενος Χρυσορροϊατίσσης Διονύσιος – Μητροπόλεως Πάφου

Διηγήσεις Θαυμασίων Τιμίου Προδρόμου

«Θα σας διηγηθώ τώρα ένα αληθινό γεγονός που έγινε σ' έναν νεόκουρο μοναχό, ο οποίος, παίρνοντας θάρρος σε μένα, μου το εκμυστηρεύθηκε, πολύ εμπιστευτικά:
–Τον Τίμιο Πρόδρομο, που εικονίζεται με αυστηρή μορφή στο προσκυνητάριο που βρίσκεται εντός του Καθολικού της Μονής Διονυσίου, μπροστά στον δεξιό κίονα, προφανώς και τον γνωρίζεις! Όσες φορές του μιλάω και τον ατενίζω στο πρόσωπο, μου φαίνεται σαν να είναι ζωντανός. Μέσα μου, αισθάνομαι σαν ένα παιδί που μιλάει προς τον πατέρα του. Όταν, για πρώτη φορά, την Δευτέρα το βράδυ, διάβαζα στο Απόδειπνο τους Χαιρετισμούς του Αγίου, καθώς ήμουν νεόκουρος μοναχός και στεκόμουν μπροστά σ' αυτήν την Εικόνα του Τιμίου Προδρόμου, με πολλή ευλάβεια και αγάπη, όταν έφτασα στον λόγο των Χαιρετισμών: «ευφημών γαρ ήδομαι τα σα, απορών δε λόγου δειλιών Πρόδρομε, αυτός δε ενισχύων με...» (=«Γλυκαίνομαι να εγκωμιάζω τις αρετές σου, Πρόδρομε! 
Διστάζω όμως, μια και δεν μου βρίσκεται σε μένα ο λόγος. Εσύ, όμως, δωσ' μου δύναμη γι' αυτό!»), —ω, των θαυμασίων σου, προστάτη μου, Τίμιε Πρόδρομε!–, αισθάνθηκα μία υπερφυσική χάρη μες στην καρδιά μου και μου φάνηκε σαν να σήκωσε, ο Τίμιος Πρόδρομος, ολόκληρο το σώμα μου, ψηλά πάνω από την γη, γεμίζοντάς με ολόκληρον με άρρητη χαρά και αγαλλίαση!...». 


«Στην Εορτή του Αγίου Πνεύματος, του έτους 1961, μετά την Θεία Λειτουργία, ο εφημέριος ιερομόναχος Παύλος, ήρθε και μου διηγήθηκε την θαυματουργία της Αγίας Δεξιάς του Τιμίου Προδρόμου που έγινε σ' αυτόν, ως εξής: 
—Κατάλαβες τί μου συνέβη, σήμερα στην Λειτουργία, πάτερ Λάζαρε; 
—Τί; Για εξήγησέ μου καλύτερα, σε παρακαλώ! 
–Βεβαίως, με άκουγες στον Όρθρο, πόσο δυσκολευόμουνα στις Εκφωνήσεις, πώς είχε φράξει ο λαιμός μου από την φαρυγγίτιδα που με τυραννάει κατά καιρούς. 
—Ναι, το κατάλαβα. Κι έλεγα μέσα μου: «άραγε, πώς θα τα καταφέρει στην Λειτουργία ο παπάς;!». 
—Άκου, λοιπόν: όταν συναχθήκαμε οι ιερείς στην Εκκλησία για να πάρουμε «καιρό», βλέπω τον εαυτό μου να είναι σε κακή κατάσταση. Πριν βάλει «Ευλογητός» ο Ηγούμενος, πήγα και τον παρακάλεσα να βγάλει την Αγία Δεξιά του Τιμίου Προδρόμου να την ασπασθώ και να με σταυρώσει με αυτήν. Δέχθηκε αμέσως ο Ηγούμενος, σταύρωσε το κεφάλι μου με την Αγία Προδρομική Δεξιά, λέγοντας και την συνήθη ειδική ευχή που υπάρχει γι' αυτές τις περιπτώσεις. Την ασπάσθηκα κι εγώ με πολλή ευλάβεια και αγάπη, παρακαλώντας συγχρόνως τον Τίμιο Πρόδρομο να με λυπηθεί και να με γιατρεύσει από αυτήν την ασθένεια που με τυραννούσε. Για να μπορέσω, —εις δόξαν Θεού–, να κάνω τις Εκφωνήσεις με ευχέρεια φωνής. Τέλος, για να μπορέσω να πω και το Ευαγγέλιο με ευκολία και ευρυφωνία, όπως το λέμε συνήθως εμείς, σε τέτοιες Δεσποτικές Εορτές. 
Αυτά, περίπου, είπα προς τον Τίμιο Πρόδρομο, όταν ασπαζόμουν την Αγία του Δεξιά. Και, —ω, της θαυμασίας και ταχείας σου αντιλήψεως, Τίμιε του Χριστού Πρόδρομε!–, αμέσως ένιωσα την ενέργεια της Θείας Χάριτος, μαλάκωσε ο λάρυγγάς μου κι άνοιξε η φωνή μου! Γέμισα από θείο ζήλο κι έκανα τις Εκφωνήσεις με πολλή ευλάβεια και αγάπη. Είπα και το Ευαγγέλιο με όλη μου την άνεση και την ευκολία, μέσ' από το βάθος της ψυχής και της καρδιάς μου. Με όλη μου την ευλάβεια και την ευγνωμοσύνη, ευχαρίστησα τον πανάγαθο προστάτη μας, τον πανένδοξο Βαπτιστή και Πρόδρομο του Κυρίου, με τις πρεσβείες του οποίου, είθε να έχουμε, όλοι μας, αγαθό τέλος και να μπούμε στην Βασιλεία των Ουρανών. Αμήν, γένοιτο!...».
[(1) Λαζάρου Μοναχού Διονυσιάτου (†24/12/1974): «Διονυσιάτικαι Διηγήσεις», σελ. 14—15 και 30—31, έκδ. (1η;) Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος 1988. 
(2) Ο Τίμιος Πρόδρομος: εξαίσια σύγχρονη φορητή εικόνα, που βρίσκεται στον χώρο υποδοχής του Αρχονταρικιού της Ιεράς Γυναικείας Μονής «Κοιμήσεως της Θεοτόκου», Πανοράματος Θεσ/νίκης. Έχω την, σχετικά βέβαιη, πληροφορία, ότι, μάλλον πρόκειται για έργο που ιστόρησε η ίδια η μακαριστή Γερόντισσα Φεβρωνία (†22/5/2008), —πραγματικά, μία οσιακή και, εξαιτίας της απερίγραπτης υπομονής που επέδειξε στην επάρατο ασθένεια, μία μαρτυρική μορφή. Την εκτιμούσε εν Κυρίω πολύ, γι' αυτό και την επισκεπτόταν συχνά, ο μακαριστός Γέροντάς μας, π.Ευσέβιος Βίττης (†4/11/2009).]


«ΟΠΩΣ ΤΟΝ ΒΛΕΠΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ: ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΒΙΑ!... 
ΑΝΔΡΑΣ ΠΑΛΩΡΙΟΣ, ΓΙΓΑΝΤΑΣ, ΜΕ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΞΕΠΛΕΚΑ!...»
Ο μακαριστός μοναχός Λάζαρος Διονυσιάτης, είναι πολύ γνωστός στον κόσμο των διψαλέων αναγνωστών του Ορθόδοξου βιβλίου, για τις κατανυκτικές και πάντερπνες«Διονυσιάτικες Διηγήσεις» που μας άφησε, σαν γραπτές και, τω όντι, πολύτιμες αναμνήσεις οσίων Διονυσιατών Πατέρων και πολλών άλλων θαυμαστών θείων γεγονότων από την ασκητική βιοτή τους. 


Ανάμεσα, λοιπόν, σε αυτές τις «διηγήσεις» του, περιλαμβάνει και δύο τουλάχιστον, –πραγματικά, φοβερές!–, διηγήσεις που απέσπασε από τον συμμοναστή του, τον (προ πολλού, μακαριστό και αυτόν), π. Βησσαρίωνα. 
Ο ευλογημένος αυτός αδελφός της Μονής Διονυσίου, ο π.Βησσαρίων, καταγόταν από την Χαλκίδα της Εύβοιας. Εκοιμήθη εν Κυρίω το 1952, σε ηλικία 76 ετών. Πριν την κοίμησή του, ήταν Οικονόμος σ’ ένα Μετόχιο της Μονής Διονυσίου στην Συκιά Χαλκιδικής, το λεγόμενο «Καλαμίτσι». Προαισθάνθηκε τον θάνατό του, και αφού αποχαιρέτησε τους γνωστούς και τους φίλους του, τους είπε πολύ απλά, ότι, «πηγαίνει στο Μοναστήρι για να πεθάνει»!
Μόλις αποβιβάσθηκε στην αποβάθρα της Μονής Διονυσίου, έκλινε τα γόνατα της ψυχής και της καρδιάς του κι’ ευχαριστούσε ολόψυχα τον Τίμιο Πρόδρομο που τον αξίωσε να έλθει πίσω στην Μονή της «μετανοίας» του, για να αποδώσει το «κοινόφλητο χρέος» της εν Κυρίω αποδημίας του. Αυτή, πραγματοποιήθηκε μετά από δύο μέρες, αφού πρώτα αποχαιρέτησε όλους τους αδελφούς του και συγχωρέθηκε μαζί τους. Αυτός, ο τρισμακάριστος μοναχός, είχε σαν «σύνοικο», θησαυρισμένη μέσα στην καρδιά του, πολλή και ζέουσα, την αγία ταπείνωση και την πίστη…
Κάποτε, βρήκε την ευκαιρία ο π.Λάζαρος και τον ρώτησε:
–«Άκουσα, π.Βησσαρίων, όταν το Μοναστήρι μας σε είχε διορίσει Οικονόμο στο Μετόχι της, στα Μεριανά της Χαλκιδικής, ότι είδες τον Τίμιο Πρόδρομο, με τον Οποίον και συνομίλησες κιόλας. Αν το θυμάσαι κι’ αν θέλεις, πες μου το και σ’ εμένα αυτό το γεγονός, όπως συνέβη, να το σημειώσω για να μαθαίνουν κι’ οι νεώτεροι. Πώς είδες τον Τίμιο Πρόδρομο ζωντανό και μίλησες μαζί Του;...».
Ο Γερο–Βησσαρίων, μειδίασε για λίγο και, με την συνηθισμένη του απλότητα, άρχισε να λέει:
–«Αδελφάκι μου, καθώς ξέρεις, το Μοναστήρι μας με διόρισε Οικονόμο στα 1916 κι’ όσο μπορούσα, φρόντιζα για τις δουλειές του Μετοχίου. Εσύ, μυλωνάς έκανες και ξέρεις ότι πολλές φορές μαζεύονται πολλοί νοματαίοι στον μύλο. Μια μέρα, δύο χωριάτες ήρθαν στα παζάρια και, ο ένας απ’ αυτούς, αγόρασε την φοράδα του άλλου. Εκείνος που την αγόρασε, πήγε μέσα στην Εκκλησία και προσκύνησε. Άφησε μάλιστα μπροστά στην Εικόνα του Τιμίου Προδρόμου και μερικά χρήματα και μου είπε ν’ ανάψω κι’ ένα κερί. Εγώ, άναψα τα καντήλια και βλέπω, μετ’ από λίγο, να λείπουν τα χρήματα. Μα, δεν ξέρεις πόση στεναχώρια μού ’ρθε! Με σκλήρυνε κι’ εμένα ο πειρασμός και, όπως κουβεντιάζουμε τώρα μαζί, πήγα μπροστά στην Εικόνα του Αγίου και του λέω:
–«Άγιε Πρόδρομε, δεν είσαι εδώ;! Γιατί αφήνεις να σου παίρνουν τα χρήματα μπροστά από την Εικόνα σου;! Αα!..., δεν σου ανάβω το καντήλι!...».
Έτσι, λοιπόν, άναψα μόνο της Παναγίας το καντήλι κι’ έφυγα. Ναι, αλλά μέσα μου, η καρδιά μου, χτυπούσε λιγάκι. Πήγα στον μήλο, ανέβηκα πάνω στο σπίτι, έφαγα λίγο ψωμί, αλλά, συγχυσμένος! Θυμόμουνα ότι το καντήλι του Αγίου το είχα αφήσει επίτηδες σβηστό, αλλά ο «κοτσουνούρης» (σημ.: ο διάβολος, ο πονηρός), δεν μ’ άφηνε! Πολύ, με σκλήρυνε! Μάλιστα δε, έλεγα μέσα μου:
–«Άϊ, να δούμε τί θα γίνει!... Το καντήλι, δεν το ανάβω εγώ απόψε!...».
Κοιμήθηκα, λοιπόν, με την σύγχυση που είχα μέσα μου, όπως επέμενα στην γνώμη μου. Έτυχε να είναι πανσέληνος, τότε. Το φεγγάρι, ήταν σαν ήλιος. Κι’ από το παράθυρο του κελλιού μου, έμπαινε μέσα το φως. Καθώς, λοιπόν, κοιμόμουν μόνος μου, –καθότι τότε δεν είχα άλλον αδελφό μαζί μου για συνοδία–, κατά τα μεσάνυχτα, αισθάνομαι μια γερή σκουντιά!…
Ξυπνώ, και βλέπω έναν γίγαντα μπροστά μου, με τα μαλλιά ξέπλεκα. Από τον φόβο μου, άρχισα να τρέμω και μόλις που μπόρεσα να του πω:
–«Πώς ήρθες εδώ;!...».
Για απάντηση, μού λέει με ύφος σοβαρό:
–«Το πώς ήρθα, να μη ρωτάς! Αλλά, για πες μου: Γιατί δεν ανάβεις το καντήλι;!».
Αμέσως, με πολύ φόβο, με φωνή που έτρεμε και με δάκρυα στα μάτια, τού λέω:
–«Να με συγχωρέσεις, Άγιε!... Έσφαλλα!...
Κλαίγοντας, τού έβαλα τότε τρεις μετάνοιες στα πόδια του και τον παρακαλούσα να με συγχωρέσει!... Τότε, ακούω τον Τίμιο Πρόδρομο, με γλυκειά και με ήρεμη φωνή, να μου λέει:
–«Παιδί μου, Βησσαρίων, λες ότι «δεν είμαι ’δω»! Κι’ αν εγώ δεν είμαι ’δω, τότε, ποιός σε φυλάει εσένα εδώ τόσα χρόνια, σ’ αυτήν την ερημιά που είσαι, από τους ληστές και από τ’ άλλα τα κακοποιά στοιχεία;!».
–«Άγιέ μου!», του λέω, «σε παρακαλώ, να με συγχωρέσεις!... Δεν θα το ξανακάνω!...».
–«Πήγαινε ν’ ανάψεις το καντήλι στην Εικόνα μου, και να το κηρύττεις και να το λες και σ’ άλλους, ότι, κάνουν θαύματα οι Εικόνες. Γιατί πολλοί άρχισαν να λένε ότι οι Εικόνες δεν θαυματουργούν!». 
Αυτά, μου είπε ο Άγιος, κι’ έγινε άφαντος. Εγώ, κατευθείαν εκείνη την ώρα πήγα στην Εκκλησία και, –ω, του θαύματος!–, βλέπω όλα τα απολεσθέντα χρήματα στον ίδιο τόπο, όπως ήταν και πριν, μπροστά στην Εικόνα του Αγίου! Ποιός ξέρει τί λαχτάρα να τράβηξε εκείνος ο κλέφτης κι’ έφερε πίσω τα χρήματα στην Εικόνα, αυτήν την ίδια κιόλας νύχτα!
Σαν άκουσα την διήγηση του π.Βησσαρίωνος, τον ρώτησα:
–«Τί ενδύματα φορούσε ο Τίμιος Πρόδρομος;». Και μου απάντησε:
–«Να! Όπως τον βλέπεις στην Εικόνα: με την προβιά! Αλλά, τέτοιον ψηλό άνθρωπο, δεν είδα άλλον στην ζωή μου! Μα, τι να σου πω! Άνδρας, πελώριος! Γίγαντας!».
–«Σε πιστεύω!», του λέω, «Γιατί και ο Χριστός μάς λέει στο Ευαγγέλιο (Ματθ. ια' 11), ότι, «Οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν, μείζων Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ» (δηλαδή: «Δεν έχει φανεί μεταξύ των γεννημένων από γυναίκες άνθρωπος άλλος που να είναι μεγαλύτερος από τον Ιωάννη το Βαπτιστή»), αν και ο λόγος αυτός υπονοεί το πλήθος των αρετών και την μεγάλη αγιότητα του Τιμίου Προδρόμου. Όμως, ισχύει αυτό επίσης και για την σωματική του διάπλαση, γιατί τα λόγια του Κυρίου και τα δύο περιλαμβάνουν». 
Κατά την απόλυτη και παντέλεια ακρίβεια που έχει η αιώνια Αλήθεια του αψευδούς Λόγου του Θεανθρώπου Σωτήρος Χριστού, ο Οποίος είναι η Αυτοαλήθεια και η Αυτοζωή...

[Λαζάρου Μοναχού Διονυσιάτου: «Διονυσιάτικαι Διηγήσεις», 
§44–§46, σελ. 117, 119, 123–125, Έκδοσις (1η;) Ιερά Μονή Διονυσίου, 
Άγιον Όρος 1988.]


Κείμενα: π. Δαμιανός Σαράντης
Επιμέλεια: Σοφία Ντρέκου/Αέναη επανάσταση



Η "ΙΕΡΑ" ΣΥΝΟΔΟΣ… ΔΙΚΑΙΩΝΕΙ ΤΗΝ ΗΡΩΔΙΑΔΑ!

Ὁ «ἀρχι-ρατσιστὴς» Πρόδρομος
 

Ἦρθε ἡ στιγμὴ ἐπιτέλους νὰ δικαιωθεῖ ἡ ἀδικημένη Ἡρωδιάς, ποὺ τόσους αἰῶνες καταγγέλετα ὡς μιαιφόνος καὶ μεγίστη ἐγκληματίας. Τὸ ἀντιρατσιστικὸ νομοσχέδιο, μὲ τὶς εὐλογίες τῆς διαρκῶς ἀπογοητευτικῆς Διαρκοῦς Συνόδου, ἦρθε γιὰ νὰ δικαιώσει τὴν περίφημη Ἡρωδιάδα ἀλλὰ καὶ νὰ ἀδειάσει τὸν Μέγιστόν των Προφητῶν (Ματθ. ια΄ 11) Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο.

Ἂν κατέβαινε ὁ Ἅγιος γιὰ λίγο πρὸ Κολωνάκι μεριά, καὶ πρὸς τὰ γραφεῖα τῆς Συνόδου, σίγουρα θὰ ἄκουγε, πρὶν τὰ ἀκούσει ἀπὸ τὸν Εἰσαγγελέα, τοὺς μύδρους ἀπὸ κάποιους Ἀρχιερεῖς κατηγορώντας τον, εὐθαρσὼς γιὰ ρατσιστικὴ καὶ ἀντισυμβατικὴ συμπεριφορὰ πρὸς τὸν ἄρχοντα τοῦ τόπου Ἡρώδη καὶ τὴν ἐρωμένη καὶ γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Φιλίππου Ἡρωδιάδα.

Κατὰ πὼς λέει τὸ ἀντιρατσιστικὸ νομοσχέδιο:

«Τιμωρεῖται μὲ φυλάκιση τουλάχιστον ἕξι μηνῶν καὶ χρηματικὴ ποινὴ 5 ἕως 20.000 εὐρὼ ὅποιος μὲ κάθε μέσο ἢ τρόπο, προκαλεῖ ἢ διεγείρει σὲ μίσος κατὰ προσώπων ἢ ὁμάδες προσώπων ποὺ προσδιορίζονται μὲ τὸν γενετήσιο προσανατολισμὸ κ.α.

«Ποιὸς εἶσαι ἐσὺ λοιπὸν, καὶ μάλιστα κοτζὰμ Ἅγιος, καὶ νὰ μὴν σέβεσαι τοὺς νόμους τοῦ κράτους καὶ τὴν συλλογικὴ ἀνώμαλη συνείδηση; Τί εἶναι αὐτὲς οἱ κολάσιμες ποινικὰ συμπεριφορὲς ;καὶ θέλεις νὰ ὀνομάζεσαι καὶ ἀπὸ πάνω Ἅγιος;

Ἂν ὁ Ἡρώδης ἀρέσκεται (ἔχει βίτσιο) νὰ κάνει σεξουαλικὲς σχέσεις μὲ παντρεμένες, ἃς εἶναι καὶ συγγενεῖς του, ἐσὺ ποῦ βρίσκεις τὸ κακό; 
Ὁ καθένας εἶναι ἐλεύθερος νὰ ....κάνει ὅ,τι θέλει! Πὼς ἐπεμβαίνεις ἐσὺ στὴν διεστραμμένη σεξουαλικότητα τοῦ ἄλλου, καὶ μάλιστα ἑνὸς Βασιλέα; καὶ πὼς διεγείρεις μίσος πρὸς αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ προσδορίζουν τὴν ἐρωτική τους ζωὴ ὅπως ἀποφασίζουν, ἔστω καὶ ἂν ἀπὸ τὴν θέση τοὺς ἀποτελοῦν πρότυπα γιὰ τὸν βασιλευόμενο λαό;

Μοῦ φαίνεται ἤθελες καὶ ΄φαγες τὸ κεφάλι σου! Λίγη διπλωματία καὶ σιωπὴ δὲν βλάπτει!» Καὶ ὁ πολύπαθος Ἅγιος μας στρέφεται γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ στὸν Χριστὸ καὶ τοῦ λέει παραπονεμένος:

«Ὁρᾶς οἷα πάσχουσιν, ὦ Θεοῦ Λόγε, οἱ πταισμάτων ἔλεγχοι τῶν βδελυκτέων»;

Μὰ καὶ Κυριός μας, εἰς ἐπήκοον ὅλων μας, προφητικά τοῦ ἁπαντᾶ: «Ἤδη δὲ καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ρίζαν τῶν δένδρων κεῖται» (Λουκ. γ΄, 9).

ΚΑΛΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ !





-ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΙΕΡΕΑΣ-

Πηγή: "Τρελογιάνης"