.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πώς εξαγοράζει κανείς με σύνεση τον καιρό της παρούσας ζωής

Τίποτε από όλα τ’ άλλα δεν είναι τόσο ωφέλιμο για την ψυχή, η οποία επιλέγει νύκτα και ημέρα να μελετά το νόμο του Θεού, όσο η έρευνα των θείων Γραφών. Διότι μέσα σ’ αυ­τές βρίσκεται κρυμμένο το νόημα της χάριτος του Πνεύματος, η οποία γεμίζει τη νοερή αίσθηση της ψυχής με κάθε ηδονή, την υψώνει ολόκληρη από τα γήινα και την ταπείνωση των ορατών, και την καθιστά αγγελική και ομοδίαιτη με τους ίδιους τους αγγέλους. Αλλ’ όμως ας δούμε τι μας λέει καθημερινά ο θείος Απόστολος και ας εξετάσουμε με σύνεση μερικά από τα θεόπνευστά του λόγια, ώστε και με τον πλούτο που βρίσκεται μέσα σ’ αυτά να εφοδιαστούμε και τη χάρη του Πνεύματος να εντρυφήσουμε από εκεί προς ανεξάντλητη ευφροσύνη και απόλαυση της ψυχής.


Ποιο είναι λοιπόν αυτό που ερευνούμε; Αυτό που ο Παύλος συμβουλεύει λέγοντας,«εξαγοράζοντας τον και­ρό, διότι οι ημέρες είναι πονηρές». Πώς δηλαδή εξαγοράζει κανείς τον καιρό και ποιος είναι αυτός και ποιές οι πονηρές ημέρες εξαιτίας των οποίων οφείλουμε να εξαγοράζουμε τον καιρό;
Καιρός πραγμα­τείας κάθε ανθρώπου είναι αυτός της παρούσας ζωής· αυτής της ζωής εμφανώς πονηρές είναι οι ημέρες για εκείνους που δεν τις χρησιμοποιούν καλά. Κάθε άνθρωπος λοιπόν που ζει με σωφροσύνη και δικαιοσύνη και με υγιές φρόνημα και υπομένει με ψυχική ανδρεία και υπομονή τα επερχόμενα σ’ αυτόν επίπονα και λυπηρά αποτελέσματα των πειρασμών και θλίψεων, εξαγοράζει φρονίμως τον καιρό και πραγματεύεται τις πο­νηρές ημέρες της παρούσας ζωής. Και για να γίνει αυτό σαφέ­στερο θα αναφερθώ σ’ αυτά που συμβαίνουν καθημερινά στη ζωή.
Εκείνος που γνωρίζει να πραγματεύεται καλώς τον παρό­ντα καιρό, όταν έλθουν θλίψεις, ονείδη, ατιμίες και σκώμματα, επειδή γνωρίζει τα πράγματα και προβλέπει σαφώς το κέρδος από αυτά, τα αρπάζει, τα σηκώνει στους ώμους του και βαδίζει χαρούμενος, καταβάλλοντας αντί χρυσού μόνο υπομονή, κι έτσι μέσα σε μια στιγμή εξαγοράζει τον καιρό, τον οποίο άλλοι, παρ’ όλο που νηστεύουν πολλά χρόνια, αγρυπνούν, κοιμούνται κάτω και κοπιάζουν πολύ εδώ, δεν μπορούν να τον βρουν ή να τον λάβουν ή να τον κερδίσουν.
Εκείνος που δεν γνωρίζει να πραγματεύεται έτσι χάνει τον καιρό της σωτηρίας του. Εάν νομίζετε όμως, θα αναφέρουμε και άλλο παράδειγμα. Εάν δύο άνθρωποι εξαναγκαστούν από κάποιον να παραβούν εντολή του Θεού, κι ο ένας από δει­λία και φόβο των κολάσεων και τιμωριών που πρόκειται να επιβληθούν σ’ αυτόν δραπετεύσει και κρυφτεί, ενώ ο άλλος δείξει θάρρος και υπομείνει πολλά βάσανα για την εντολή του Θεού, ή υποστεί και τον ίδιο το θάνατο, ποιός από τους δύο εξαγόρασε τον καιρό; Εκείνος που κρύφτηκε και απέφυγε τις θλίψεις, ή εκείνος που έπαθε και υπέφερε πολλά ή και]ίσως πέθανε; Είναι ολοφάνερο οπωσδήποτε ότι αυτός είναι που εξαγόρασε τον καιρό, ενώ ο άλλος μαζί με τον καιρό ζημιώθηκε και τη σωτηρία της ψυχής του.

( άγιος Συμεών Νέος Θεολόγος )

www.pemptousia.gr

Πώς να διώχνω τους κακούς λογισμούς;



Κανένας αρχάριος στην πνευματική ζωή δεν μπορεί να διώξη τον κακό λο­γισμό, αν ίσως δεν τον διώξη ο Θεός. Δυνατές ψυχές μπορούν να πολεμήσουν και να διώξουν τούς κακούς λογισμούς, πλην κι αυτές όχι από λόγου τους, αλλά μαζί με τον Θεό, τους πολεμούν και τούς διώχνουν.

Όταν σου έρχονται κακοί λογισμοί να επικαλήσαι ακατάπαυστα τον Κύριον Ιησούν, ήγουν να λες την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Γιέ του θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», κι αυτοί θα φυγαδευθούν γιατί δεν υποφέρουν τη θέρμη πού ανά­βει στην καρδιά η προσευχή.

Η θέρμη αυτή είναι φωτιά που τους καίει, καθώς λέγει και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος.

Με το όνομα του Ιησού χτύπα και λάβωνε τους εχθρούς. Επειδή και ο Θεός ημών είναι φωτιά που αφανίζει την κακία.

ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

http://pragmatikoixristianoi.blogspot.gr/

«Ο,ΤΙ ΛΟΓΗΣ ΕΡΓΑ ΣΠΕΙΡΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΤΕΤΟΙΑ ΚΑΙ ΘΑ ΘΕΡΙΣΕΙ»



Κάποτε ο άρχοντας του τόπου επισκέφθηκε τον αββά Παλλάδιο, γιατί ήθελε να τον δει. Είχε ακούσει βέβαια τα σχετικά μ' αυτόν. και είχε πάρει μαζί του και έναν στενογράφο, στον οποίο έδωσε την εξής εντολή: «Εγώ τώρα μπαίνω να δω τον αββά, εσύ λοιπόν όσα θα μου πει, να τα γράψεις με ακρίβεια».

Μπαίνει μέσα ο άρχοντας και λέει στον Γέροντα: «Προσευχήσου για μένα, αββά, γιατί έχω πολλές αμαρτίες». «Μόνο ο Ιησούς Χριστός είναι αναμάρτητος» αποκρίνεται ο Γέροντας. Τον ρωτά ο άρχοντας: «Άραγε, αββά, θα τιμωρηθούμε για κάθε αμαρτία;» Κι απαντά ο Γέροντας: «Γράφει στην αγία Γραφή: Εσύ θα ανταποδώσεις στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του».

«Εξήγησέ μου τον λόγο αυτόν» παρακαλεί ο άρχοντας. «Το νόημά του είναι ολοφάνερο» αποκρίνεται ο Γέροντας, «αλλ' όμως άκουσε και λεπτομερώς. Στενοχώρησες τον πλησίον; Περίμενε από κάποιον να πάθεις το ίδιο.

Άρπαξες από τους κατωτέρους σου, γρονθοκόπησες φτωχό, ήσουν προσωπολήπτης σε δικαστήριο, ντρόπιασες, κακολόγησες, συκοφάντησες, είπες ψέματα εναντίον κάποιου, επιβουλεύθηκες την οικογενειακή τιμή των άλλων, ορκίστηκες ψευδόμενος, μετέθεσες όρια πατρικών χωραφιών, πρόσβαλες κτήματα ορφανών, καταστενοχώρησες χήρες, προτίμησες την εδώ πρόσκαιρη ηδονή από τα μελλοντικά αγαθά;Περίμενε την ανταπόδοση αυτών. Γιατί ό,τι λογής έργα σπείρει ο άνθρωπος, τέτοια και θα θερίσει.

Και βέβαια εάν έχεις κάνει και κάποια καλά έργα, να περιμένεις να σου ανταποδοθούν κι αυτά πολλαπλάσια, γιατί "Εσύ (ο Θεός) θα ανταποδώσεις στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του". Έχοντας στον νου σου, σ' όλη τη διάρκεια της ζωής σου, αυτή την τελική απόφαση, θα μπορέσεις να αποφύγεις τα περισσότερα αμαρτήματα».

«Και τί πρέπει να κάνω, αββά;» ρωτάει ο άρχοντας.
«Να συλλογιέσαι -του απαντά ο Γέροντας- τα αιώνια, τα ατελεύτητα, τα συνεχόμενα.... Εκεί είναι χώρα ζώντων που δεν κινδυνεύουν να πεθάνουν εξαιτίας της αμαρτίας, αλλά ζουν την αληθινή ζωή ενωμένοι με τον Χριστό».

Στέναξε τότε ο άρχοντας και είπε: «Πράγματι, αββά, έτσι είναι όπως τα είπες». και ξεκίνησε να επιστρέψει στο σπίτι του ευχαριστώντας τον Θεό για τη μεγάλη ωφέλεια που πήρε.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος θα μας πει: «Με τη μετάνοια γίνεται το πλύσιμο του μολυσμού των αισχρών πράξεων. Μετά δε από αυτήν, ακολουθεί η μετοχή του Αγίου Πνεύματος, όχι απλά, αλλά ανάλογα με την πίστη και την διάθεση και την ταπείνωση εκείνων που μετανοούν από όλη τους την ψυχή...»

«Γι' αυτό ο Θεός, επειδή είναι φιλάνθρωπος και οικτίρμων και επειδή θέλει τη σωτηρία μας, τοποθέτησε ανάμεσα σε μας και σ' Εκείνον την εξομολόγηση και τη μετάνοια και έδωσε την εξουσία σε καθένα που θέλει, να ανακαλέσει τον εαυτόν του από την πτώση του και με αυτήν να ξαναμπεί στην προ της πτώσεως κατάσταση και να αποκτήσει οικειότητα με τον Θεό και να βρεθεί μέσα στη δόξα του και στην παρρησία προς αυτόν. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και να γίνει πάλι κληρονόμος όλων των αγαθών που μας υποσχέθηκε ή και μεγαλυτέρων ακόμα, εάν θελήσει να επιδείξει θερμή μετάνοια. Γιατί, ανάλογα με τη μετάνοια, θα βρει και την ανάλογη παρρησία και οικειότητα προς τον Θεό κάθε άνθρωπος...».

"Για την ΜΕΤΑΝΟΙΑ,
την μοναδική λύση στα αδιέξοδά μας"
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» 

πηγή: www.agioritikovima.gr

Προσευχή χωρίς εὐλάβεια



Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἁμαρτία, ἀπό τό νά προσεύχεται κανείς χωρίς φόβο Θεοῦ, χωρίς προσοχή καί εὐλάβεια.
Ἐκεῖνος πού προσεύχεται ἤ ψάλλει ἀπρόσεκτα καί ἀσυναίσθητα, εἶναι φανερό πώς δέν ξέρει ποιός εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Θεός πάλι, σάν εὔσπλαχνος, θέλει νά ἐλεήσει αὐτό τόν ἄνθρωπο καί δέν μπορεῖ. Εἶναι καλύτερα, τολμῶ νά πῶ, νά μήν προσεύχεται κανείς καθόλου, παρά νά προσεύχεται χωρίς προσοχή.
Ἡ σωστή προσευχή εἶν᾿ ἐκείνη πού δέν γίνεται ἁπλά μέ τό στόμα, ἀλλά καί μέ τό νοῦ καί μέ τήν καρδιά. Ὅποιος λοιπόν δέν προσεύχεται ὁλοκληρωμένα, οὐσιαστικά δέν κάνει προσευχή, καί εἶναι ὑπόλογος γι᾿ αὐτό ἀπέναντι στό Θεό. Ἐκεῖνος πού προσεύχεται χωρίς συμμετοχή τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς του, κατά βάθος περιφρονεῖ τό Θεό. Καί πῶς θά ἐλεηθοῦμε ἀπό Ἐκεῖνον, ὅταν προσευχόμαστε μέ κενά λόγια, κι ὅταν ὁ νοῦς μας συντυχαίνει μέ τούς δαίμονες;
Πῶς νά μήν παροργίζουμε τόν Κύριο, ὅταν ἀπό τή μιά ἀπευθυνόμαστε σ᾿ Ἐκεῖνον κι ἀπό τήν ἄλλη ὁ νοῦς μας συλλογίζεται πράγματα ἄσχετα, ἄτοπα ἤ καί αἰσχρά; 
Ἕνας τέτοιος νοῦς δέν ἀνήκει στό Χριστό καί δέν θά παραδοθεῖ ποτέ σ᾿ Αὐτόν. 
Πῶς ὅμως θά μπορέσουμε νά προσευχόμαστε μέ προσοχή, θεῖο φόβο, εὐλάβεια καί κατάνυξη; 
Πῶς θά μπορέσουμε νά προσευχόμαστε μέ τή σταθερή καί ἐνεργητική συμμετοχή τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς μας;
Δέν θά τό κατορθώσουμε μόνοι μας. Στήν τέλεια προσευχή θά φτάσουμε, μόνο ἄν ζητήσουμε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο νά μᾶς φωτίσει μέ τό Πνεῦμα Του τό Ἅγιο, γιά ν᾿ ἀποκτήσουμε ἐπίγνωση τῆς ἄπειρης μεγαλοσύνης Του, νά νιώσουμε σέ ποιό φοβερό Θεό μπροστά στεκόμαστε. Καί ἀκόμα, ἄν Τόν παρακαλοῦμε θερμά ὄχι γιά μάταια καί πρόσκαιρα πράγματα, ἀλλά γιά τήν κάθαρσή μας ἀπό τά πάθη καί, προπαντός, τήν ἀπόκτηση ταπεινοῦ φρονήματος. Ὅποιος, ἀλήθεια, γνωρίσει τήν ἀπέραντη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖ παρά νά ταπεινωθεῖ  βαθιά μπροστά στή μακροθυμία Του.
Εἶναι λοιπόν ἀδύνατο νά προσεύχεται τέλεια ὁ νοῦς – καί ἑπομένως ἀδύνατο νά κατανυχθεῖ καί ἡ καρδιά – ἄν δέν δεχθεῖ πρῶτα τό φωτισμό καί τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό μυστικό φῶς τῆς θείας γνώσεως, πού δίνεται κατεξοχήν μ᾿ ἕναν τρόπο: μέ τήν ἐπίμονη καί ἔμπονη ἐπίκληση τοῦ Κυρίου καί τοῦ ἐλέους Του.
Ἐκεῖνος πού ἔμαθε γράμματα καί μορφώθηκε πολύ, πῶς μπορεῖ νά διαβάσει τά βιβλία του χωρίς φῶς; Ἔχει τά βιβλία. Ἄν ὅμως δέν ἔχει καί τό φῶς, πῶς θά τά μελετήσει; 
Τό ἰδιο συμβαίνει καί μέ τήν προσευχή. Πῶς θά «μελετήσουμε» καί θά γνωρίσουμε τό Θεό, χωρίς τό μυστικό φῶς τῆς θείας γνώσεως; 
Αὐτό τό φῶς δέν εἶναι παρά μιά νοητή, θεόσταλτη δύναμη, πού περικυκλώνει καί μαζεύει τό νοῦ, τόν ἐμποδίζει νά φεύγει καί νά διασκορπίζεται στά γήινα καί τόν καθηλώνει στήν πανευφρόσυνη θέα καί κοινωνία τοῦ Θεοῦ.
Ὅσο τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν φωτίζει τό νοῦ μας, ἡ προσευχή μας εἶναι ἄστατη καί ἄκαρπη. Καί ὁ νοῦς, λογιάζοντας πράγματα ἄτοπα – ἀκόμα κι αὐτά πού οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν ἀναγκαῖα – πλανιέται, χωρίς νά συνειδητοποιεῖ πώς γίνεται σκλάβος στό νοητό τύραννο, πού τόν τραβάει ἐδῶ κι ἐκεῖ, σέ μέριμνες, φροντίδες, ὑποθέσεις, προβλήματα «τοῦ κόσμου τούτου».

Ἄς ἀγωνιστοῦμε λοιπόν μ᾿ ὅλες μας τίς δυνάμεις γιά νά νικήσουμε τό «σπερμολόγο» διάβολο, πού μέ πονηρές ἐνθυμήσεις καί ἄκαιρες σκέψεις μᾶς κλέβει τόν ἀνεκτίμητο πνευματικό καρπό τῆς προσευχῆς καί κρατάει τήν ψυχή μας στό σκοτάδι. Ἄς παρακαλέσουμε θερμά τόν Κύριο, «τό φῶς τοῦ κόσμου», νά στείλει τό Ἅγιό Του Πνεῦμα καί νά διαλύσει μέ τό ἄκτιστο φῶς Του τό σκοτάδι αὐτό τῆς ψυχῆς μας, πού μόνο ἔτσι θά μπορέσει νά ἑνωθεῖ μέ τό Θεό, «τόν πανταχοῦ παρόντα καί τά πάντα πληροῦντα».

Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

Ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου

Ἀπό το βιβλίο: “ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ”
Βασισμένο σε κείμενο τοῦὉσίουΣυμεών τοῦ Νέου Θεολόγου

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ.

Μακαρισμός των Χριστιανών



α. Καλότυχοι εκείνοι, οπού δέχτηκαν το Χριστό, που σαν το φως έλαμψε μέσα στο σκοτάδι τους, γιατί αυτοί έγιναν τέκνα του, φωτός, πραγματικά, και της ημέρας.

β. Καλότυχοι εκείνοι οπού ντύθηκαν το φως του στη ζωή ετούτη, γιατί φορέσανε το ένδυμα του γάμου από τώρα κιόλας. Αυτοί δε θα δουν ποτέ τα χέρια ή τα πόδια τους δεμένα, κι ούτε θα γνωρίσουνε το πυρ το αιώνιο.

γ. Μακάριοι εκείνοι που αξιωθήκαν, φορώντας τούτο το κορμί ακόμη, να ιδούνε το Χριστό, μα τρισμακάριστοι εκείνοι που τον είδαν νοερά και τον προσκύνησαν πνευματικά, γιατί δε θα ιδούνε θάνατο εις τον αιώνα. Και μην αμφιβάλλεις καθόλου γι’ αυτό, βλέποντας πως και στα επίγεια πράγματα συμβαίνει το ίδιο: Όποιοι κατάδικοι αξιωθούν να ιδούν προσωπικά το βασιλιά λευτερώνονται απ’ τη θανατική ποινή αμέσως και τους χαρίζεται ή ζωή…

δ. Καλότυχοι εκείνοι, που εσθίουν το Χριστό την κάθε μέρα, με τέτοια θεωρία και γνώση, όπως ο προφήτης Ησαΐας τον άνθρακα γιατί, αυτοί θα καθαριστούν από κάθε μολυσμό σαρκός και πνεύματος.

ε. Καλότυχοι εκείνοι, οπού με το στόμα του νοός τους γεύονται την κάθε ώρα και στιγμή το άρρητο φως γιατί αυτοί θα περπατήσουν όλη τη ζωή τους «ως εν ήμερα ευσχημόνως» και όλο τον καιρό του βίου τους θα ζήσουν με χαρά και ευφροσύνη.
στ. Καλότυχοι εκείνοι, που γνώρισαν το φως του Κυρίου σαν τον ίδιο το Χριστό, από ετούτη τη ζωή ακόμη, γιατί αυτοί με παρρησία και χωρίς ντροπή θα παρουσιαστούν μπροστά του στη Δευτέρα Παρουσία.

ζ. Καλότυχοι εκείνοι, που πορεύονται όλο το βίο τους κάτω από το θείο φως του Χριστού, γιατί αυτοί θα είναι πάντοτε, και τώρα και στον μέλλοντα αιώνα, αδέλφια και συγκληρονόμοι του.

η. Καλότυχοι εκείνοι, όπου άναψαν από ετούτη τη ζωή το φως μέσ’ στην καρδιά τους και το κράτησαν άσβηστο, γιατί αυτοί βγαίνοντας από τούτη τη ζωή θα συναπαντήσουν το Νυμφίο ευχαριστημένοι και μ’ αναμμένες τις λαμπάδες τους θα μπουν μαζί του στο Νυμφώνα.

θ. Καλότυχοι εκείνοι, που δεν άφησαν να κυριέψει το μυαλό τους η ιδέα πως οι άνθρωποι δεν «πληροφορούνται» για τη σωτηρία τους όντας εν τη ζωή, αλλά στο θάνατο ή και μετά το θάνατο τους, γιατί αυτοί θ’ αγωνιστούνε από τώρα, πριν ειν’ αργά, να «πληροφορηθούν» τη σωτηρία τους.

ι. Καλότυχοι εκείνοι, που δεν αμφιβάλλουν για κανέν’ από τα όσα είπαμε πιο πάνω, κι ούτε σκεφτήκανε πως είναι κάτι ψεύτικο, γιατί αυτοί, κι αν ακόμη δεν απόχτησαν τίποτε από κείνα -πράγμα που δεν εύχομαι,- πάντως, θα βάλουν πολύ ζήλο και σπουδή να τ’ αποχτήσουν.

ια. Καλότυχοι εκείνοι, που ζητούν επίμονα να ‘ρθούνε προς το φως, καταφρονώντας όλα τ’ άλλα, γιατί αυτοί, ακόμα κι αν -όντας εν τη ζωή της γης- δε φτάσουνε να μπούνε μες στο φως, ίσως μπορέσουν με καλές ελπίδες να ταξιδέψουν για την άλλη ζωή, κ’ εκεί, να μπουν -έστω και σε θέσεις των μετρίων- στη χώρα του φωτός.

ιβ. Καλότυχοι εκείνοι, όπου χύνουν πικρά δάκρυα για τις αμαρτίες τους, γιατί αυτούς θα τους αγκαλιάσει το φως και θα αλλάξει σε γλυκό το πικρό δάκρυ τους.

ιγ. Καλότυχοι εκείνοι, όπου δέχονται από το θείο φως το φωτισμό και βλέπουν την αδυναμία τους ως και τη φοβερή ασχήμια, με την οποία είναι ντυμένη η ψυχή τους, γιατί αυτοί θα χύνουν δάκρυ μετανοίας ακατάπαυστα και με τ’ αυλάκι ετούτο των δακρύων τους θα καθαρίζονται και θα λευκαίνονται μονάχοι τους.

ιδ. Καλότυχοι εκείνοι, όπου ζύγωσαν το θείο φως και μπήκαν μέσα σ’ αυτό γινόμενοι ολάκεροι όπως το φως, κ’ έγιναν μ’ εκείνο μια ουσία, ένα σώμα, γιατί αυτοί έβγαλαν σίγουρα την ακάθαρτη στολή τους, που φορούσαν μέχρι τώρα, από πάνω τους και δε θα χύσουνε πια δάκρυα πικρά.

ιε. Καλότυχοι εκείνοι, όπου βλέπουνε το ένδυμα τους ωσάν το Χριστό να λάμπει, γιατί αυτοί θα γεμίζουνε την κάθε ώρα και στιγμή από ανέκφραστη χαρά και μέσα σε κάποιαν απορία και έκπληξη, θα δακρύζουν γλυκύτατα, γνωρίζοντας τον εαυτό τους από τώρα κιόλας γιό και συμμέτοχο της αναστάσεως.

ιστ. Καλότυχοι εκείνοι, όπου έχουν άγρυπνο το νοερό τους οφθαλμό και πάντα ολάνοιχτο, και βλέπουνε το θείο φως σε κάθε προσευχή τους, συνομιλώντας μ’ αυτό στόμα με στόμα. Γιατί αυτοί έγιναν πια ισότιμοι με τους αγγέλους- κι αν και μου φαίνεται λιγάκι τολμηρό, για να το πω- και, μάλιστα, έγιναν ή θα γίνουνε ανώτεροι ακόμη κι από τους αγγέλους, γιατί, ενώ οι άγγελοι τον υμνούν, ετούτοι συνομιλούν με το Θεό. Κι αν έφτασαν σε τούτο το σημείο τελειότητας και προχωρούν ολοένα, όντας ακόμα στον επίγειο βίο τους και με τα δεσμά της φθαρτής σάρκας τους σφιχτά δεμένοι, τι λογής δόξα θα γνωρίσουν υστερ’ από την ανάσταση, όταν ντυθούν το πνευματικό και άφθαρτο εκείνο σώμα; Κι οπωσδήποτε θα γίνουν όχι μονάχα ισότιμοι με τους αγγέλους, αλλά θα γίνουν όμοιοι και με τον Κύριο και Δεσπότη των αγγέλων, το Χριστό, καθώς είναι γραμμένο: «οίδαμεν, λέγει, ότι όταν αποκαλυφθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα» (Α’ Ιωάν. γ’ 2).

ιζ. Καλότυχος ο χριστιανός εκείνος, όπου με την προσευχή του στέκεται μπροστά στον ίδιο το Θεό, βλέποντάς τον και βλεπόμενος απ’ το Θεό, κ’ αισθανόμενος τον εαυτό του έξω απ’ τον κόσμο ετούτο και μέσα στο Θεό μονάχο, μην έχοντας τη δύναμη να ξεχωρίσει αν βρίσκεται «εν σώματι, είτε εκτός του σώματος», γιατί αυτός θ’ ακούσει «άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β’ Κορ. ιβ’ 2- 4) και θα ιδεί «α οφθαλμός ουκ είδε, ουδέ ους ήκουσεν, ουδέ επί καρδίαν άνθρωπου σαρκίνην ανέβη» (Α’ Κορ. β’ 9).

ιη. Καλότυχος εκείνος, όπου αντικρύσει μέσα του το φως του Κόσμου, την ίδια τη μορφή του Χριστού γιατί αυτός μπορεί να λογαριαστεί σαν την Παναγία, τη Μητέρα του Χριστού, έχοντας μέσα του τον ίδιο το Χριστό σαν βρέφος, όπως Εκείνος με τ’ αληθινόλαλό του στόμα το βεβαίωσε, λέγοντας : «Μήτηρ μου και αδελφοί και φίλοι ούτοι είσι». Ποιοί, δηλαδή; «Οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και ποιούντες αυτόν» (Λουκ. η’ 21 ). Έτσι, εκείνοι που δεν τηρούν τις εντολές του Θεού αποξενώνουν θεληματικά τον εαυτό τους απ’ τη χάρη εκείνη, που αναφέραμε πριν λίγο, γιατί τούτο το πράγμα, ήταν, είναι και θα είναι πάντα δυνατό να κατορθωθεί. Και ξέρουμε, πως έχει γίνει, στις μέρες μας και θα γίνεται και στο μέλλον, με όλους τους Χριστιανούς, που τηρούν τις εντολές και τα προστάγματα του Θεού.

Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου

http://www.pentapostagma.gr

Δάκρυα κατανύξεως



Μέσα στά θεόπνευστα κείμενα τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Στουδίτη, ἀνάμεσα στίς ἄλλες θαυμάσιες διδαχές του, βρέθηκε γραμμένο καί τοῦτο: «Ἀδελφέ, νά μήν κοινωνήσεις ποτέ σου τά Ἄχραντα Μυστήρια χωρίς δάκρυα». Αὐτό τό φύλαξε ὁ ἴδιος σ᾿ ὅλη του τή ζωή, γι᾿ αὐτό τό δίδαξε καί σέ μᾶς. Ἀλλά μόλις τ᾿ ἄκουσαν μερικοί, ὄχι μόνο λαϊκοί ἀλλά καί μοναχοί ὀνομαστοί στήν ἀρετή, παραξενεύτηκαν καί εἶπαν: “Ἐμεῖς λοιπόν πρέπει νά μένουμε σχεδόν πάντα ἀκοινώνητοι, γιατί εἶν᾿ ἀδύνατο νά κοινωνοῦμε κάθε φορά μέ δάκρυα”.
Ἀκούγοντας τους ἐγώ ὁ ἄθλιος, ἀποτραβήχθηκα κι ἔκλαψα πικρά.Ἀλλοίμονο στή τύφλωση καί τήν ἀναισθησία τους! Ἄν φρόντιζαν νά ἔχουν ἀδιάλειπτη μετάνοια, δέν θά τό ἔλεγαν ἀδύνατο. Ἄν εἶχαν καρπούς πνευματικούς, δέν θά ἦταν ἀμέτοχοι σ᾿ αὐτό τό θεῖο χάρισμα. Ἄν ἀποκτοῦσαν γνήσιο φόβο Θεοῦ, θά παραδέχονταν πώς μπορεῖ κανείς νά κλαίει ὄχι μόνο ὅταν κοινωνεῖ, ἀλλά πάντα. 

“Καί ὅμως”, λένε ἐκεῖνοι, “δέν εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εὐκολοκατάνυκτοι. Ὑπάρχουν πολλοί, πού ἔχουν μιά φυσική σκληρότητα. Αὐτοί δέν κλαῖνε οὔτε ὅταν τούς δέρνουν. Πῶς λοιπόν μποροῦν νά μεταλαβαίνουν πάντα μέ δάκρυα;”.

Ἀλλά, ρωτάω κι ἐγώ, πῶς συμβαίνει νά εἶναι ἄλλος δυσκολοκατάνυκτος καί ἄλλος εὐκολοκατάνυκτος; Πῶς ἔγινε ἔτσι ὁ πρῶτος καί ἀλλιῶς ὁ δεύτερος; Ἀκοῦστε: Ὁ δυσκολοκατάνυκτος ἔγινε τέτοιος ἀπό προαίρεση κακή, ἀπό λογισμούς πονηρούς καί ἀπό ἔργα ἁμαρτωλά. Ὁ Εὐκολοκατάνυκτος, ἀντίθετα, ἀπό προαίρεση καλή,
ἀπό λογισμούς ἀγαθούς καί ἀπό ἔργα ἀρετῆς. Σκέψου καί θά δεῖς, ὅτι πολλοί ἄνθρωποι πού ἦταν καλοί, ἔγιναν κακοί διαμέσου αὐτῶν τῶν τριῶν: τῆς προαιρέσεως, τῶν λογισμῶν καί τῶν ἔργων. Καί ἄλλοι, πού ἦταν κακοί, ἔγιναν καλοί πάλι μ᾿ αὐτά. Ὁ Ἑωσφόρος ἀπό ποῦ ἔπεσε; Δέν ἔπεσε ἀπό προαίρεση καί λογισμό πονηρό; Ὁ Καίν ἀπό ποῦ ἔγινε ἀδελφοκτόνος, ἄν ὄχι ἀπό κακή προαίρεση καί πονηρούς λογισμούς φθόνου κατά τοῦ Ἄβελ; Καί ὁ Σαούλ ἀπό ποῦ παρακινήθηκε νά σκοτώσει τό Δαβίδ, πού τιμοῦσε καί ἀγαποῦσε πρωτύτερα; Ἀπό τή φύση του ἤ ἀπό τήν κακή του προαίρεση; Ἀσφαλῶς ἀπό τή δεύτερη, γιατί κανένας δέν ἔγινε ἀπό τό Θεό πονηρός. Ἀλλά τί θά ποῦμε καί γιά τούς ληστές, πού σταυρώθηκαν μαζί μέ τό Χριστό; Ὁ ἕνας, πού εἶχε ἀγαθή προαίρεση, πίστεψε καί παρακαλοῦσε μετανοημένος τόν Κύριο νά τόν πάρει μαζί Του στή βασιλεία Του. Καί ὁ ἄλλος, πού εἶχε πονηρή προαίρεση, ἀπιστοῦσε καί Τόν ὀνείδιζε.
Ἑπομένως ὁ καθένας γίνεται εἴτε εὐκολοκατάνυκτος καί ταπεινός εἴτε δυσκολοκατάνυκτος καί ὑπερήφανος ἀπό τήν αὐτεξουσιότητα τῆς προαιρέσεώς του. Γιά νά τό καταλάβετε ὅμως καλύτερα, ἀκοῦστε καί τό παρακάτω παράδειγμα.

Δύο ἄνθρωποι, ἴσως καί σαρκικοί ἀδελφοί, εἶναι συνομήλικοι, ὁμότεχνοι, ὁμόγνωμοι, ὅμοιοι σέ ὅλα. Συμβαίνει μάλιστα νά εἶναι καί οἱ δύο κακοί, ἄσπλαχνοι, φιλάργυροι, ἀκόλαστοι – μέ δυό λόγια, βουτηγμένοι μέσα στό βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας. Αὐτοί λοιπόν οἱ δύο ἀδελφοί πᾶνε σέ μοναστήρι καί γίνονται μοναχοί. Ὁ ἕνας ἀπέχει ἀπ᾿ ὅλα τά κακά, καί μέ πολύ κόπο κατορθώνει νά γίνει ἐνάρετος. Ὁ ἄλλος, ἀντίθετα, δέν κάνει τίποτα γιά νά βελτιωθεῖ. Γίνεται μάλιστα χειρότερος ἀπό πρίν. Γιατί λοιπόν δέν κατόρθωσαν καί οἱ δύο τήν ἀρετή ἤ δέν κυλίστηκαν καί οἱ δύο ὅμοια στήν κακία; Ἐπειδή ὁ πρῶτος, μόλις μπῆκε στό μοναστήρι, ἄρχισε νά μιμεῖται τούς ἐναρέτους Πατέρες, νά προσέχει τήν ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καί νά συναγωνίζεται τούς ἄλλους στή νηστεία, στίς προσευχές, στή σιωπή, στήν κατάνυξη, στήν πραότητα. Ὑπέμεινε ἀκόμα μέ προθυμία καί καρτερία τίς ταπεινώσεις, τίς θλίψεις καί τούς κόπους τῆς ἀσκήσεως χωρίς γογγυσμό, ἔκανε ὅ,τι τόν πρόσταζαν χωρίς ἀντιλογία κι ἔτρεχε πρῶτος στίς πιό εὐτελεῖς ἐργασίες. Κοντολογῆς, ἔκανε μ᾿ ἐπίγνωση ὅλα ὅσα μᾶς διδάσκουν οἱ ἱερές Γραφές, γιά νά βρεῖ ἔλεος ἀπό τό Θεό καί νά συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες του. Ὁ ἄλλος ὅμως δέν ἔκανε τίποτε ἀπ᾿ αὐτά, καί ἔμεινε ἀδιόρθωτος, ὅπως ἦταν καί πρίν γίνει μοναχός, γιά νά μήν πῶ πώς ἔγινε καί χειρότερος. Πῶς λοιπόν αὐτοί οἱ δυό τόσο ὅμοιοι ἄνθρωποι ἀκολούθησαν τόσο διαφορετικό δρόμο; Ἀσφαλῶς ἀπό τήν καλή του προαίρεση ὁ ἕνας καί ἀπό τήν κακή ὁ ἄλλος.

Ἔτσι καί κάθε ἄνθρωπος δέν γίνεται εὐκολοκατάνυκτος ἤ σκληρόκαρδος παρά ἀπό τήν προαίρεσή του, καθώς καί ἀπό τήν ἐσωτερική τοποθέτηση καί τήν πολιτεία του. Γιατί πῶς εἶναι δυνατό νά ἔχει δάκρυα κατανύξεως, ἐκεῖνος πού συνεχῶς διασπᾶται σέ χίλιες δυό μάταιες μέριμνες, καί δέν ἔχει νοῦ γιά προσευχή, γιά σιωπή, γιά ἡσυχία, γιά ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν βιβλίων; Πῶς μπορεῖ ν᾿ ἀποκτήσει κατάνυξη, ἐκεῖνος πού περιεργάζεται «τούς πάντας καί τά πάντα», καί θέλει νά μαθαίνει τό καθετί καί ν᾿ ἀνακατεύεται στίς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων; Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος πότε θά βρεῖ χρόνο ν᾿ ἀναλογισθεῖ τίς ἁμαρτίες του, νά συντριβεῖ καί νά κλαψεῖ γιά τίς πτώσεις του, νά σκεφτεῖ καί νά μελετήσει τά σφάλματά του;

Ὅποιος δέν κλείνει τό στόμα του γιά νά μήν πεῖ ἄπρεπες ἤ περιττές κουβέντες, ὅποιος δέν κλείνει τ᾿ αὐτιά του γιά νά μήν ἀκούει μάταια κι ἀνώφελα λόγια, αὐτός δέν θυμᾶται τή φοβερή ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Δέν σκέφτεται ὅτι θά σταθεῖ μπροστά στό φοβερό κριτήριο τοῦ Χριστοῦ γυμνός κι ἀνυπεράσπιστος, καί θά δώσει ἀπολογία γιά κεῖνα πού ἔκανε στή ζωή του. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι δυνατό ν᾿ ἀποκτήσει δάκρυα καί νά κλάψει ἀπό μετάνοια καί κατάνυξη, ἔστω κι ἄν ζήσει ἑκατό χρόνια. Καί μπορεῖ νά πηγαίνει στήν ἐκκλησία καί νά συμμετέχει στίς ἱερές ἀκολουθίες μαζί μέ τούς εὐσεβεῖς πιστούς, ἀλλά τό κάνει ἀπό συνήθεια, σάν μιά ρουτίνα, μέ ἀμέλεια καί ὀκνηρία. Γι᾿ αὐτό βγαίνει ἀπό τό ναό τοῦ Θεοῦ χωρίς ὠφέλεια, καί δέν αἰσθάνεται καμιά ἀλλοίωση πρός τό καλύτερο στήν ψυχή του.

Ἄν λοιπόν θέλουμε δάκρυα, πρέπει νά βιάσουμε τόν ἑαυτό μας καί νά ὑπομένουμε τίς θλίψεις, τίς ταπεινώσεις καί τούς πειρασμούς, θεωρώντας τόν ἑαυτό μας χειρότερο ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἄν θέλουμε κατάνυξη, πρέπει νά δουλέψουμε πρῶτα σ᾿ ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Ἡ κατάνυξη εἶναι μιά θεία φωτιά, πού διαλύει τά πάθη. Τά δάκρυά της πλένουν καί καθαρίζουν τή λερωμένη ἀπό τήν ἁμαρτία ψυχή μας. Κανένας ἄνθρωπος δέν ἁγιάσθηκε, δέν ἔλαβε Πνεῦμα Ἅγιο καί δέν ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά καθαριστεῖ πρῶτα μέσα στά δάκρυα τῆς κατανύξεως, τῆς μετάνοιας καί τῆς συντριβῆς.
Ἐκεῖνοι μάλιστα πού ἰσχυρίζονται ὅτι δέν μπορεῖ νά κλαίει κανείς κάθε μέρα, φανερώνουν ἔτσι πώς εἶναι γυμνοί ἀπό ἀρετή. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς τό λένε καθαρά: Ἐκεῖνος πού θέλει νά κόψει τά πάθη του, μόνο μέ τά δάκρυα θά τά κόψει. Κι ἐκεῖνος πού θέλει ν᾿ ἀποκτήσει ἀρετές, μόνο μέ πένθος θά τό κατορθώσει. Ἀλήθεια, σέ τί χρησιμεύουν τά ἐργαλεῖα μιᾶς τέχνης, ὅταν λείπει ὁ τεχνίτης, πού γνωρίζει νά τά μεταχειριστεῖ καί νά φτιάξει ὅ,τι θέλει; Δέν χρησιμεύουν σέ τίποτα. Σέ τί ὠφελεῖ τόν κηπουρό νά σκάψει ὅλο του τόν κῆπο καί νά φυτέψει κάθε λογῆς λαχανικά, ἄν δέν κατεβεῖ βροχή νά τά ποτίσει; Δέν τόν ὠφελεῖ σέ τίποτα. Ἔτσι κι ἐκεῖνος πού μεταχειρίζεται τίς ἄλλες ἀρετές καί κοπιάζει νά τίς ἀποκτήσει, δέν ὠφελεῖται καθόλου χωρίς τήν ἁγία κατάνυξη, τήν ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὅλων τῶν ἀρετῶν.
Λοιπόν, ἀδελφοί μου, πρίν καί πάνω ἀπ᾿ ὅλες τίς ἀρετές εἶναι ἡ μετάνοια, τό πένθος καί τά δάκρυα, πού ἀκολουθοῦν τό πένθος. Οὔτε πένθος γίνεται χωρίς μετάνοια, οὔτε δάκρυα χωρίς πένθος. Καί τά τρία εἶναι ἀλληλένδετα, καί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει τό ἕνα χωρίς τά ἄλλα. Ἄς μή λέμε λοιπόν ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά κλαῖμε κάθε μέρα, γιατί ἐρχόμαστε σέ ἀντίθεση μέ τόν Κύριο, πού μακάρισε ὅσους κλαῖνε, καί ὑποσχέθηκε ὅτι θά γελάσουν ἀπό χαρά καί ἀγαλλίαση στήν οὐράνια βασιλεία Του: «Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε».

Γιά νά ἔρθει ὅμως καί σέ μᾶς ἡ χάρη τῶν δακρύων, πρέπει, ὅπως εἴπαμε, νά διαβάζουμε ἀδιάκοπα τά ἱερά βιβλία, νά ὑπομένουμε καρτερικά τίς θλίψεις, τούς ἐμπαιγμούς, τίς κατηγορίες καί τίς διαβολές, νά προσευχόμαστε στό Θεό γι᾿ αὐτούς πού μᾶς κάνουν κακό, νά ταπεινώνουμε τόν ἑαυτό μας σέ κάθε εὐκαιρία, ν᾿ ἀποφεύγουμε τή φλυαρία καί νά μήν ἀσχολούμαστε μέ τούς ἄλλους, ἀλλά νά σκεφτόμαστε μόνο τίς δικές μας ἁμαρτίες καί νά μετανοοῦμε βαθιά γι᾿ αὐτές. Κι ἄν δέν ἔχουμε δάκρυα, τουλάχιστο νά τά ζητᾶμε ἀπό τό Θεό. Ἡ αὐτομεμψία καί τό πένθος, πάντως, βοηθοῦν τήν ψυχή νά βρεῖ τήν κατάνυξη. Πρῶτος καρπός τοῦ πένθους γιά τίς ἁμαρτίες μας εἶναι τά δάκρυα, πού προσφέρονται στό Θεό σάν θυσία εὐπρόσδεκτη καί καθαρίζουν τό ρύπο τῆς ψυχῆς. Κι ὅταν ἡ ψυχή ἔρθει σέ κατάσταση μετάνοιας κι ἀληθινοῦ πένθους, δέν περνάει οὔτε μιά μέρα δίχως δάκρυα, ὅπως ὁ προφήτης Δαβίδ, πού ἔλεγε: «Λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τήν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τήν στρωμνήν μου βρέξω».

Ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου

Ἄς ἀγωνιστοῦμε λοιπόν κι ἐμεῖς νά μετανοήσουμε ἀληθινά, ν᾿ ἀποκτήσουμε ἐπίγνωση τῶν πολλῶν καί μεγάλων ἁμαρτημάτων μας καί νά καθαριστοῦμε ἀπ᾿ αὐτά, ἀκούγοντας τήν προτροπή τοῦ ἁγίου ἀδελφοθέου Ἰακώβου: «Καθαρίσατε χεῖρας ἁμαρτωλοί καί ἁγνίσατε καί κλαύσατε· ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μεταστραφήτω καί ἡ χαρά εἰς κατήφειαν. Ταπεινώθητε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καί ὑψώσει ὑμᾶς».


Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

Ἀπό τό βιβλίο: “ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ”

Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττική.

Έχεις όσα λένε οι μακαρισμοί του Χριστού;



Ο Χριστός και Θεός μας φωνάζει καθημερινά ολοκάθαρα διά του ευαγγελίου του, «μακάριοι είναι οι πτωχοί στο φρόνημα, διότι δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών».
Ακούγοντας λοιπόν εμείς αυτό οφείλουμε να προσέχουμε και να εξετάζουμε με ακρίβεια τους εαυτούς μας, αν είμαστε πραγματικά τέτοιοι πτωχοί, ώστε να είναι και δική μας η βασιλεία των ουρανών τόσο, ώστε να έχουμε με συναίσθηση της ψυχής σίγουρη την κτήση αυτής και τόσο να κατέχουμε τον πλούτο της, ώστε να αι­σθανόμαστε αδίστακτα ότι υπάρχουμε μέσα σ’ αυτήν και να ευφραινόμαστε εντρυφώντας με τα εκεί καλά. Διότι ο Κύριος είπε ότι αυτή βρίσκεται μέσα μας.

Σημεία και απόδειξη ότι αυτή βρίσκεται μέσα σε κάποιον, είναι ότι αυτός δεν επιθυμεί κανένα από τα ορώμενα και φθειρόμενα, εννοώ δηλαδή τα πράγματα και τα τερπνά του κόσμου αυτού, ούτε πλούτο, ούτε δόξα, ούτε τρυφή, ούτε άλλη βιωτική ή σωματική απόλαυση, αλλά τόσο απέχει από όλα αυτά και με τόση αηδία διάκειται προς αυτά κατά τη ψυχή και προαίρεση, με όση διάκεινται εκείνοι που διαπρέπουν στην εξουσία και τη βασιλική τιμή προς εκείνους που ζουν επάνω σε πορνική σκηνή, και όσο αποστρέφονται τη δυσωδία και το βόρβορο όσοι φορούν καθαρά ρούχα και είναι αλειμμένοι με ευωδιαστό μύρο. Διότι εκείνος που περιστρέφεται γύρω από ένα πράγμα αυτών των ορωμένων ούτε είδε τη βασιλεία εκείνη των ουρανών ούτε οσφράνθηκε ούτε γεύθηκε την ευφροσύνη και γλυκύτητά της.

Και πάλι λέγει· «μακάριοι είναι εκείνοι που πενθούν, διότι αυτοί θα παρηγορηθούν». Ας δούμε λοιπόν πάλι και ας εξετάσουμε τους εαυτούς μας, αν έχουμε μέσα μας το πένθος, και τι εννοεί με την παρηγορία που ακολουθεί το πένθος. Πρώτα είπε ότι οι πτωχοί στο πνεύμα είναι μακάριοι, διότι δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών. 
Οι πτωχοί όμως στο πνεύμα, όπως είπα­με, δεν έχουν καμμιά συμπάθεια προς τα παρόντα ούτε προσκολλούν προς αυτά με εμπάθεια τον λογισμό, έστω και γι’ απλή ευχαρίστηση. Πώς λοιπόν θα πενθήσει και γιατί αυτός που σιχάθηκε όλον τον κόσμο κι’ απομακρύνθηκε από αυτόν ως προς τη διάθεση του λογισμού περισσότερο, από όσο τον προσεγγίζει κατά το σώμα;
Αυτός που δεν έχει την επιθυμία σε κάτι από τα ορώμενα για ποιό πράγμα άραγε θα λυπηθεί ή θα χαρεί, και πώς θα πενθήσει εκείνος που έχει την βασιλεία των ουρανών και ευφραίνεται μέσα σ’ αυτήν καθημερινά; Διότι είπε ότι εκείνοι που πενθούν δέχονται την παράκληση. Αλλά προσέχετε, παρακαλώ, τα λεγόμενα και θα αντιληφθείτε το νόημα και τον σκοπό του λε­γομένου.

Ο πιστός άνθρωπος, που προσέχει πάντοτε με ακρίβεια τις εντολές του Θεού, όταν εκτελέσει όλα τα οριζόμενα από τις θείες εντολές και ανεβάσει τη διάνοιά του προς το ύψος αυτών, δηλαδή προς την άψογη διαγωγή και καθαρότητα, τότε εξετάζοντας τα μέτρα του, θα βρει ότι είναι ασθενής και ανίκανος να φθάσει στο ύψος εκείνο των εντολών, θα βρει ότι είναι πολύ πτωχός, δηλαδή ανάξιος να υποδεχθεί τον Θεό, να του αποδώσει ευχαριστία και να τον δοξολογήσει, διότι δεν απέκτησε ακόμη κανένα δικό του αγαθό.
Αυτός που με συναίσθηση ψυχής σκέ­πτεται αυτά για τον εαυτό του θα πενθήσει οπωσδήποτε με το μακαριότατο πραγματικά πένθος, το οποίο και την παρηγορία δέχεται και πραεία καθιστά τη ψυχή.

Η προκαλούμενη δηλαδή από το πένθος παρηγοριά είναι αρραβώνας της βασιλείας των ουρανών. Διότι η πίστη, κατά τον απόστολο, είναι υπόσταση ελπιζομένων πραγμάτων, παρηγο­ρία είναι η γινομένη από την έλλαμψη του Πνεύματος επιδημία του Θεού στις ψυχές που πενθούν, που τις βραβεύει για την ταπεινοφροσύνη τους, η οποία ονομάζεται και σπόρος και τά­λαντο. 
Αυτή, αυξανόμενη και πολλαπλασιαζόμενη στις ψυχές των αγωνιστών καρποφορεί για τον Θεό κατά τριάντα και εξήντα και εκατό, καρπό άγιο των χαρισμάτων του Πνεύματος. Διό­τι, όπου υπάρχει αληθινή ταπείνωση, εκεί υπάρχει και βυθός ταπεινοφροσύνης· και όπου υπάρχει ταπεινοφροσύνη, εκεί υπάρχουν και ελλάμψεις του Πνεύματος. 
Και όπου υπάρχουν οι ελλάμψεις του Πνεύματος, εκεί υπάρχει φωτοχυσία Θεού και Θεός με σοφία και γνώση των μυστηρίων του. Όπου πάλι υπάρχουν αυτά, εκεί υπάρχει βασιλεία ουρανών και επίγνωση βασιλείας και οι κρυμμένοι θησαυροί της γνώσεως του Θεού, μεταξύ των οποίων είναι η φανέρωση της πνευματικής πτωχείας.
Όπου τέ­λος υπάρχει αίσθηση πνευματικής πτωχείας, εκεί υπάρχει και το χαρμόσυνο πένθος, εκεί και τα αδιάκοπα χυνόμενα δάκρυα, που καθαρίζουν τη ψυχή που τ’ αγαπά και την καθιστούν τελείως φωτεινότατη.

Μ’ αυτά λοιπόν ανυψούμενη η ψυχή και αναγνωρίζοντας τον Δεσπότη της, αρχίζει να καρποφορεί με ζήλο τις άλλες αρετές για τον εαυτό της και τον Χριστό. Και εύλογα. Διότι, ποτιζόμενη πάντοτε και λιπαινόμενη με τα δάκρυα και σβήνοντας τε­λείως το θυμοειδές της γίνεται ολόκληρη πραεία και ακίνητη εντελώς προς την οργή, και επιθυμεί και ορέγεται, καθώς πεινά και διψά συγχρόνως, να μάθει τα δικαιώματα του Θεού.
Έτσι γίνεται και ελεήμων και συμπαθής, ώστε με όλα αυτά να καθί­σταται καθαρή η καρδιά της, και αυτή να φθάνει σε οπτασία του Θεού και να βλέπει καθαρά τη δόξα του σύμφωνα με την υπό­σχεση. 
Αυτοί λοιπόν που έχουν τέτοιες τις ψυχές τους είναι πραγματικά ειρηνοποιοί και ονομάζονται υιοί του Υψίστου, οι οποίοι και γνωρίζουν καθαρά τον Πατέρα και Δεσπότη τους, και τον αγαπούν με όλη τη ψυχή τους, υπομένοντας γι’ αυτόν κάθε πόνο και κάθε θλίψη, υβριζόμενοι, περιπαιζόμενοι, στενοχωρούμενοι για χάρη της δικαίας εντολής του, την οποία μας πα­ρήγγειλε να φυλάσσουμε, και ονειδιζόμενοι και διωκόμενοι, υπομένουν με χαρά κάθε πονηρό λόγο εκφερόμενο εναντίον τους ψευδώς χάριν του ονόματός του, νοιώθοντας αγαλλίαση διότι γενικά αξιώθηκαν ν’ ατιμασθούν από ανθρώπους για την αγάπη του.

Μάθετε καλά, αδελφοί, το αληθινό εκτύπωμα της σφραγίδας του Χριστού. Αναγνωρίστε, οι πιστοί, τις ιδιότητες του χαρα­κτήρα της. Μια πραγματική σφραγίδα υπάρχει, η έλλαμψη του Πνεύματος, αν και πολλές είναι οι όψεις των ενεργειών της και πολλά τα γνωρίσματα των αρετών της, των οποίων πρώτο και αναγκαιότερο είναι η ταπείνωση ως αρχή και θεμέλιο, διότι, λέ­γει, «προς ποίον θα ρίψω τα μάτια μου, παρά προς εκείνον που είναι πράος και ήσυχος και τρέμει τους λόγους μου;»· δεύτερο είναι το πένθος και η πηγή των δακρύων, για τα οποία θέλω να πω πολλά, αλλά στερούμαι τα λόγια με τα οποία επιθυμώ να εκφράσω τα σχετικά με αυτά. 
Πράγματι είναι θαύμα ανεκλάλητο, διότι τα δάκρυα που τρέχουν διά μέσου των αισθητών οφθαλμών εκπλύνουν νοερά την ψυχή από το βόρβορο των αμαρτημάτων και πέφτοντας στη γη φλέγουν και συντρίβουν τους δαίμο­νες και ελευθερώνουν τη ψυχή από τα αόρατα δεσμά της αμαρτίας.

Ω δάκρυα, τα οποία αναβλύζετε από την θεία έλλαμψη και διανοίγετε τον ίδιο τον ουρανό και μου προξενείτε θεία παρηγοριά. Διότι πάλι και πάλι, κυριευμένος από ηδονή και πόθο, λέγω τα ίδια. Όπου υπάρχει πλήθος δακρύων, αδελφοί, συνοδευόμενο από γνώση αληθινή, εκεί υπάρχει και απαύγασμα θείου φωτός. 
Και όπου υπάρχει απαύγασμα φωτός, εκεί υπάρχει χορη­γία όλων των καλών και η σφραγίδα του αγίου Πνεύματος φυτευμένη στην καρδιά, από το οποίο προέρχονται όλοι οι καρποί της ζωής· από εδώ καρποφορείτε για τον Χριστό πραότητα, ει­ρήνη, ελεημοσύνη, συμπάθεια, χρηστότητα, αγαθωσύνη, πίστη, εγκράτεια, από εδώ προέρχεται το ν’ αγαπά κανείς τους εχθρούς, και να εύχεται γι’ αυτούς, να χαίρεται κατά τους πειρασμούς και να υπερηφανεύεται στις θλίψεις, να θεωρεί δικά του τα ξένα πταίσματα και να κλαίει γι’ αυτά, το να προσφέρει τη ζωή του πρόθυμα σε θάνατο για τους αδελφούς του.
Ας προσέξουμε λοιπόν, αδελφοί, και ας εξετάσουμε με ακρίβεια τους εαυτούς μας και ας γνωρίσουμε τις ψυχές μας, αν υπάρ­χει μέσα μας αυτή η σφραγίδα. Ας γνωρίσουμε από τα αναφερθέντα σημεία, αν είναι μέσα μας ο Χριστός.
Ακούσατε, παρακαλώ, Χριστιανοί αδελφοί, και ανανήψατε και εξετάσατε αν έλαμψε στις καρδιές σας το φως, αν θεωρήσατε το μεγάλο φως της επιγνώσεως, αν σας επισκέφθηκε η ανατολή από ψηλά φωτίζο­ντας εκείνους που κάθονται στο σκότος και στη σκιά θανάτου και ας απευθύνουμε διαρκώς δοξολογία και ευχαριστία στον αγαθό Δεσπότη που μας τη δώρισε και ας αγωνισθούμε να θρέψου­με αφθονότερα το διά της εργασίας των εντολών μέσα μας θείο πυρ, διά του οποίου συνήθως το θείο φως φέγγει περισσότερο και λαμπρότερα.

Αν όμως δεν λάβαμε ακόμη τον Χριστό ή τη σφραγίδα του και δεν διακρίνουμε τα προαναφερθέντα σημεία μέσα μας, αλλά αντίθετα μάλλον ζει μέσα μας ο δόλιος κόσμος και εμείς ζούμε δυστυχώς σ’ αυτόν, νομίζοντας ότι τα πρόσκαιρα είναι κάτι σπουδαίο, και υποκύπτουμε στις θλίψεις και στενοχωρούμαστε για τις ζημίες και ευφραινόμαστε, αλλοίμονο πόση ζημία, αλλοίμονο ποιά άγνοια και σκότιση, αλλοίμονο πόση τα­λαιπωρία και αναισθησία, από τα οποία κυριαρχούμαστε και από τα οποία αποσπόμαστε προς τα γήινα. 
Είμαστε πραγματικά ελεεινοί και πανάθλιοι και ξένοι προς την αιώνια ζωή και τη βασιλεία των ουρανών, μη έχοντας αποκτήσει μέσα μας τον Χρι­στό, αλλ’ έχοντας μέσα μας τον κόσμο ζωντανό, αφού μέσα σ’ αυτόν ζούμε και τα γήινα σκεπτόμαστε. 
Αυτός όμως που βρίσκεται σ’ αυτήν την κατάσταση είναι πραγματικός εχθρός του Θεού· διότι το πάθος για τον κόσμο αποτελεί έχθρα για τον Θεό, όπως λέγει ο θείος απόστολος· «μην αγαπάτε τον κόσμο ούτε τα του κόσμου», διότι κανείς δεν μπορεί να δουλεύει στον Θεό και να ζει κατά τον κοσμικό άνθρωπο, επειδή όλα τα εγκόσμια είναι εμπόδια της αγάπης και ευαρεστήσεως προς τον Θεό.

Πραγματικά ποιος, που αγαπά τη δόξα και την τιμή από ανθρώπους, θα θεωρήσει ποτέ τον εαυτό του τελευταίο και ευτελέστερο όλων, και θα γίνει ταπεινός πνευματικά ή συντριμμένος στην καρδιά ή θα μπορέσει γενικά ποτέ να πενθήσει; Ποιος, που αγαπά τον πλούτο και είναι κυριαρχημένος από φιλαργυρία και φιλοκτημοσυνη, θα γίνει ελεήμων και συμπαθής, και δεν θα είναι αγριότερος και σκληρότερος από κάθε θηρίο; 
Ποιος που κυ­ριαρχείται από κενοδοξία και κατέχεται από αλαζονεία, θ’ απαλλαγεί ποτέ από φθόνο και ζήλεια; Αυτός πάλι που κάμπτεται και από τα πάθη της σάρκας και κυλιέται στο βόρβορο των ηδονών, πότε θα γίνει καθαρός στην καρδιά ή πότε και πώς θα δει τον Θεό που τον δημιούργησε;

Πώς επίσης θα είναι ειρηνοποιός όποιος αποξένωσε τον εαυτό του από τον Θεό και δεν ακούει εκείνον που λέει, «πρεσβεύουμε υπέρ του Χριστού, αφού ο Θεός συμβουλεύει μέσω ημών συμφιλιωθείτε με τον Θεό»;
Διότι ο καθένας που με την παράβαση των εντολών ανθίσταται και πολεμά τον Θεό, αυτός, ακόμη και αν κάνει όλους να ειρηνεύουν μεταξύ τους, είναι εχθρός του Θεού, επειδή και αυτό που κάνει, συμφιλιώνοντας αυτούς μεταξύ τους, δεν το κάνει όπως αρέσει στον Θεό.
Διότι, αφού είναι αυτός πρώτος εχθρός του εαυτού του και του Θεού, γίνονται εχθροί του Θεού και όσοι ειρηνεύουν μέσω τέτοιων ανθρώπων.

Οπωσδήποτε δηλαδή ο εχθρικά διακείμενος προς κάποιον δεν γνωρίζει να συμβουλεύει σωστά άλ­λους τα πιστευτά και αρεστά στον εχθρό και να τους διδάσκει να εκτελούν τα θελήματα εκείνου, επειδή το γεγονός και μόνο ότι ζει αποχωρισμένος από αυτόν του γίνεται αιτία άγνοιας των επιθυμιών εκείνου, και όχι μόνο αυτό, αλλά επειδή διάκειται προς αυτόν με εμπάθεια και απέχθεια και έχει διαρκώς το μέλημα να βαδίζει ενάντια προς τα θελήματα εκείνου, δημιουργεί κάποια συνήθεια, ώστε, και αν κάποτε θελήσει αυτός να διδάξει άλλους τα τελούμενα προς λατρεία εκείνου, να μη μπορεί εύκολα.

(Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κατηχητικός Λόγος Β΄, Ε.Π.Ε 
Φιλοκαλία των νηπτικών και Ασκητικών 19Γ΄, σ. 323-333)

Τι είναι αμαρτία και τι μας πρόσφερε ο Χριστός.



Ότι ο Θεός δεν δημιούργησε τον άνθρωπο ασθενή ώστε να αμαρτάνει εξαιτίας της ασθένειας, όπως συμβαίνει τώρα. Και ότι άλλη είναι η αμαρτία του Αδάμ και άλλες οι αμαρτίες τις οποίες διαπράττουμε εμείς. Τι είναι αμαρτία και τι μας πρόσφερε ο Χριστός. Και ότι γι’ αυτό το σκοπό έγινε ο Θεός άνθρωπος, για να καταλύσει τα έργα του διαβόλου,
Κεφάλαιο Θ’.
Δες την αμαρτία που διέπραξε ο Αδάμ ενώ καθόταν στη δόξα και στην απόλαυση του παραδείσου, και δεν θα βρεις καμιά ανάγκη ή ασθένεια ή πρόφαση καθόλου εύλογη, παρά μόνο καταφρόνηση της εντολής και την αγνωμοσύνη και αχαριστία και αποστασία προς αυτόν τον ίδιο που τον δημιούργησε από το χώμα. Υπήρξε όμως αφορμή μεγάλης συγγνώμης γι’ αυτόν, το ότι όχι εθελουσίως και από μόνος του αλλά δέχθηκε τη συμβουλή από αυτόν που τον εξαπάτησε· υπήρξε επίσης αφορμή το ότι περιβαλλόταν σάρκα. Και η συγγνώμη δόθηκε, πρώτον μεν, διότι απατήθηκε, δεύτερον δε, διότι ασθένησε. Διότι επειδή έγινε κατά τη φύση ασθενής, και ευμετάβολος εξαιτίας της ταλαιπωρίας, δεν μπόρεσε να επαρθεί και να αποστατήσει όπως ο άσωτος διάβολος και οι άγγελοί του.
Και τώρα άγοντας την ασθένεια φυσική ο άνθρωπος και εξαιτίας της αμαρτάνοντας, γίνεται ευγνώμων και χωρίς να θέλει· και ατενίζοντας προς τον Θεό, ζητεί αυτά τα δύο, συγχώρηση και δύναμη. Τη μεν για όσα αμάρτησε – διότι αν και λόγω ασθενείας συμβαίνουν τα παραπτώματα, αλλ’ έπρεπε να αντισταθεί μέχρι αίματος εναντίον της αμαρτίας -, τη δε δύναμη, ώστε αφού δυναμωθεί εκ Θεού, με τη χάρη του Χριστού και δωρεάν, ούτε να θέλει ή να μπορεί να αμαρτάνει, και να ενισχυθεί ώστε να γίνεται ευάρεστος στον Θεό.
Κανείς από μας δεν αμάρτησε όμοια με την παράβαση του Αδάμ, αλλ’ ούτε μπορεί να διαπράξει, την ίδια αμαρτία, επειδή ούτε άλλος άνθρωπος δημιουργήθηκε όπως ήταν εκείνος, χωρίς καμιά έλλειψη, χωρίς λύπη, απαλλαγμένος από κάθε φυσική ανάγκη. Ποιά λοιπόν ήταν η τιμωρία της αμαρτίας εκείνου; Κάθε στέρηση και η ολική φυσική ανάγκη της φύσεως, πείνα, δίψα, ανάγκη τροφής και ποτού, αίσθηση κρύου στο ψύχος και θερμότητας στον καύσωνα, ανάγκη ενδυμάτων και σκεπασμάτων, κόπος και πόνος και ιδρώτας εξαιτίας της ανάγκης. Έπειτα τί ακολούθησε; Ενώ τα χρειαζόταν όλα αυτά, δεν έδειξε υπομονή κι ευγνωμοσύνη. Κάθε άνθρωπος που έρχεται στη ζωή, έχοντας άγνοια της αμαρτίας του προπάτορα, εξαιτίας τις οποίας συμβαίνουν σε όλη την ανθρώπινη φύση αυτές οι πρόσκαιρες τιμωρίες, γίνεται θρασύς και θέλει να βρει άνεση με την πλεονεξία και την αρπαγή των ξένων πραγμάτων και την αδικία.
Αυτές λοιπόν είναι οι αμαρτίες μας: Δεν ανεχόμαστε τις τιμωρίες, δεν ευγνωμονούμε, δεν καρτερούμε, αλλά αντιστεκόμαστε κατά κάποιο τρόπο ως εχθροί του Θεού στην απόφαση του Κυρίου που παγιώθηκε στη φύση μας και λέει: «Με τον ιδρώτα του προσώπου θα τρως το ψωμί». Αγωνιζόμαστε μεν, δεν τα καταφέρνουμε όμως, διότι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε ούτε τους ιδρώτες γι’ αυτά. Γι’ αυτό είναι μακάριος εκείνος που υπομένει αυτές τις πρόσκαιρες τιμωρίες, στις οποίες καταδικάστηκε να ζει εξαιτίας της αμαρτίας του προπάτορα. Και ακριβώς λόγω αυτών των τιμωριών χαρίστηκε ο θάνατος από τον αγαθό Θεό στους πάσχοντες, ώστε όσοι υπομένουν ευχαρίστως τις πρόσκαιρες αυτές ακούσιες τιμωρίες να αναπαυθούν, και να αναστηθούν και να δοξαστούν χάρη στον δεύτερο Αδάμ τον αναμάρτητο Ιησού Χριστό ως Θεό, ο οποίος παραδόθηκε στο θάνατο για τα παραπτώματα μας και αναστήθηκε για να δικαιωθούμε. Διότι ο Θεός με το να γίνει άνθρωπος έφερε στους ανθρώπους αυτές τις δύο μεγάλες ευεργεσίες: το ότι ένωσε τη θεία φύση με την ανθρώπινη φύση ώστε ο άνθρωπος να μπορεί να γίνει θεός, και το, μετά που θα γίνει θεός ο άνθρωπος, να του εμπιστευθεί το μυστήριο της Τριάδος. Και αυτός που αξιώθηκε τόσο μεγάλες ευεργεσίες, πώς είναι δυνατόν να αμαρτάνει; Καθώς λέει και ο επιστήθιος φίλος του Χριστού Ιωάννης, ότι «δεν μπορεί να αμαρτάνει, διότι έχει γεννηθεί απ’ τον Θεό.»
Αμαρτία είναι τα πονηρά κινήματα και διανοήματα του νου, και όσα έργα εκτελούνται ή με τα χείλη ή με τις πράξεις. Αυτός λοιπόν που σκέπτεται άλλοτε μεν πονηρά άλλοτε δε αγαθά, και αυτός που λαλεί άλλοτε μεν πονηρά άλλοτε δε αγαθά, και αυτός που εργάζεται άλλοτε μεν πονηρά άλλοτε δε αγαθά, είναι όμοιος με αυτόν που άλλοτε εισέρχεται στο ναό του Θεού, ενώ άλλοτε στο ναό των ειδώλων. Πρέπει όμως πάντοτε και να σκέπτεται και να λαλεί και να πράττει αγαθά, διότι «οικία που χωρίζεται σε αντιμαχόμενα μέρη, δεν είναι δυνατόν να σταθεί». Είναι δε αδύνατον να κάνουμε πάντοτε αγαθές σκέψεις, από τις οποίες προέρχονται όσα λέμε και πράττουμε, αν προηγουμένως ο Χριστός δεν ενοικήσει στο νου. Αδύνατον! Γι’ αυτό πρέπει να μεριμνήσουμε να διορθωθούμε. Ο ίδιος ο Ιωάννης ο Θεολόγος λέει: «Για τον σκοπό αυτό φανερώθηκε ο Υιός του Θεού, για να καταλύσει τα έργα του διαβόλου.» Και έργα του διαβόλου είναι κάθε αμαρτία, φθόνος, ψεύδος, δόλος, μίσος, έχθρα, διαμάχη, μανία, συκοφαντία, θυμός, οργή, αλαζονεία, κενοδοξία, ασπλαχνία, πλεονεξία, αρπαγή, αδικία, επιθυμία ανόητη, θυμός παράλογος, ψιθυρισμός, καταλαλιά, υπερβολικός ζήλος, φιλονικία, λοιδορίες, ειρωνείες, δοξομανίες, επιορκίες, καταφρόνηση Θεού, αναίδεια, και οτιδήποτε κακό.
Όσοι λοιπόν ονομαζόμενοι χριστιανοί πράττουν τα έργα του διαβόλου, επειδή γι’ αυτούς η φανέρωση του Υιού του Θεού δεν έλυσε τα έργα αυτά, ποιό το όφελος τους από το ότι ονομάζονται χριστιανοί; Και εάν λέει κάποιος ότι μερικοί τέτοιοι ερμηνεύουν τις θείες Γραφές και θεολογούν και ομιλούν για τα ορθόδοξα δόγματα, αυτό είναι μάλλον ένα είδος ασέβειας. Διότι δεν λέει η Γραφή ότι γι’ αυτό φανερώθηκε ο Υιός του Θεού, για να θεολογούν και να ορθοδοξούν, αλλά για να καταλύσει τα έργα του διαβόλου. Πρέπει πρώτα να καθαριστεί η βρομιά και έπειτα να χυθεί το μύρο, ώστε να μη μιανθούν τα άγια μύρα και, αντί ευχάριστης οσμής, αποπνέουν δυσωδία. Ο Υιός του Θεού δεν φανερώθηκε για να γίνει πιστευτή ή να δοξαστεί ή να θεολογηθεί η Αγία Τριάδα και θεότητα, αλλά για να καταλύσει τα έργα του διαβόλου. Και αφού καταλυθούν αυτά για καθέναν που πιστεύει σ’ αυτόν, να εμπιστευτεί σε κάθε πιστό τα μυστήρια της θεολογίας και των Ορθοδόξων δογμάτων. Διότι όσοι δεν ελευθερώθηκαν από τα έργα του διαβόλου με τη φανέρωση του Υιού του Θεού αλλά είναι ακόμη επιρρεπείς προς ατιμία και βλασφημία του Θεού, αποκλείονται και να εισέλθουν στο ναό του Κυρίου και να ψάλλουν στον Θεό, ωσαύτως και να ερμηνεύουν, αλλά και να αναγινώσκουν τις θείες Γραφές, καθώς έχει γραφεί: «Ο Θεός είπε στον αμαρτωλό, γιατί απαγγέλλεις τις εντολές μου κι έχεις στο στόμα σου τη διαθήκη μου; συ μίσησες την παιδαγωγία και απέρριψες τους λόγους μου.»
Αυτός που δεν υπακούει στους νόμους του Θεού, μισεί την παιδεία που προέρχεται από τους λόγους του Κυρίου και φράζει τα αυτιά του, να μην ακούσει λόγο για την έσχατη ανταπόδοση των αμαρτωλών ή για το αιώνιο εκείνο πυρ ή για τις κολάσεις στον άδη κι εκείνη την αιώνια καταδίκη, από την οποία δεν είναι δυνατόν να ξεφύγει αυτός που καταδικάστηκε άπαξ διά παντός. Και αυτός που δεν έχει πάντοτε, με όλη την ισχύ και δύναμη της ψυχής του, προ των οφθαλμών του τις εντολές του Θεού και δεν τις τηρεί αλλά τις καταφρονεί και προτιμά και πράττει τα αντίθετα, αυτός είναι που απορρίπτει τους λόγους Του. Και θα κάνω σαφές αυτό που λέω με ένα παράδειγμα. Όταν ο μεν Θεός προ¬στάζει και ρητώς φωνάζει «Μετανοείτε, διότι πλησιάζει η βασιλεία των ουρανών», και πάλι: «Φροντίστε να μπείτε απ’ τη στενή πύλη», αυτός δε που τα ακούει αυτά, όχι μόνο δεν έχει την πρόθεση να μετανοήσει και να βιάσει τον εαυτό του να εισέλθει διά της στενής πύλης, αλλά και περνά όλες τις μέρες του μετεωριζόμενος και διασκορπίζοντας την ψυχή ή και προσθέτοντας κάθε ώρα κακά στα κακά του και επιζητώντας άνεση του σώματος και φροντίδα παραπάνω από όσο χρειάζεται – το οποίο είναι μάλλον σημάδι της πλατιάς και ευρύχωρης οδού, και όχι της στενής και τεθλιμμένης που οδηγεί στην αιώνια ζωή -, αυτός λοιπόν και ο τέτοιας λογής απορρίπτει τους λόγους του Θεού και κάνει τα δικά του θελήματα μάλλον δε εκείνα του διαβόλου. Διότι λέει: «Εάν έβλεπες κλέφτη, έτρεχες μαζί του και με μοιχούς είχες δοσοληψίες· ενώ καθόσουν κατελάλεις εναντίον του αδελφού σου και κατά του γιου της μάνας σου έβαζες εμπόδια· νόμισες ανόητα ότι είμαι όμοιός σου· θα σε επιπλήξω και θα βάλω μπροστά στα μάτια σου τις αμαρτίες σου· κατανοήστε αυτά όσοι λησμονήσατε τον Θεό.»
Βλέπεις ότι ένας τέτοιας λογής άνθρωπος λησμόνησε τον Θεό; Εκείνος είναι που θυμάται τον Θεό, όποιος ελευθερώθηκε από τα έργα του διαβόλου, όχι όποιος ενώ είναι ακόμη δέσμιος στα έργα του διαβόλου περιγράφει τα θεία. Γιατί αυτός είναι άξιος για κόλαση βαρύτερη και από αυτή των αθέων, επειδή ενώ γνώρισε τον Θεό όπως διηγείται, δεν τον δοξάζει ως Θεό αλλά τον υβρίζει με το να πράττει τα έργα του διαβόλου. Αυτός είναι εχθρός τού Θεού, κι αν ακόμη νομίζει ότι είναι ακριβής δάσκαλος των δογμάτων και της ορθόδοξης θεολογίας, αν και αυτό είναι αδύνατον. Γιατί πώς είναι δυνατόν να βλέπει ορθά νους που είναι θολωμένος από μολυσμένη συνείδηση;

(Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Αλφαβητικά κεφάλαια, έκδ. Ι. Μ. Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος, σ. 133-141) 



Ἡ παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων δεικνύει ὅτι δὲν ὠφελούμεθα ἀπὸ τὴν καθαρότητα τοῦ σώματος, ἐὰν δὲν συνυπάρχουν καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἀρετὲς!


Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες. Εἶναι καλὸν πράγμα ἡ μετάνοια καὶ ἡ ὠφέλεια ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτήν. Αὐτὸ γνωρίζοντας καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεός μας, ὁ ὁποῖος ὅλα τὰ γνωρίζει ἐκ τῶν προτέρων, εἶπε: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Θέλετε δὲ νὰ μάθετε ὅτι χωρὶς μετάνοια, καὶ μάλιστα μετάνοιαν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς καὶ τοιαύτην ὅπως ὁ Λόγος τὴν ζητεῖ ἀπὸ ἐμᾶς, εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθοῦμε; 
Ἀκοῦστε τὸν ἴδιον τὸν Ἀπόστολο ποὺ λέγει «…πάσα ἁμαρτία ἐκτός του σώματος ἐστίν. Ὁ δὲ πορνεύων εἰς το ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει…». Καὶ πάλιν. «Παραστῆναι δεῖ ἠμᾶς ἔμπροσθέν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἴνα ἀπολήψεται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος πρὸς εἰ ἔπραξε, εἴτε ἀγαθὰ εἴτε φαῦλα». Ἠμπορεῖ λοιπὸν πολλὲς φορὲς λαμβάνοντας κάποιος ἀφορμὴν ἀπὸ αὐτὰ νὰ εἰπῆ: «εὐχαριστῶ τὸν Θεόν, διότι δὲν ἐμόλυνα κανένα μέλος τοῦ σώματός μου μὲ κάποιαν πονηρὰ πράξη», καὶ ἔχει δῆθεν παρηγορία ἀπὸ αὐτό, ἐπειδὴ εἶναι ξένος ἀπὸ σωματικὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ ἀποκρίνεται ὁ Δεσπότης λέγοντας Δεσποτης λέγοντας τὴν παραβολὴν περὶ τῶν δέκα παρθένων, καὶ δεικνύει σὲ ὅλους μας καὶ μᾶς βεβαιώνει ὅτι καθόλου δὲν ὠφελούμεθα ἀπὸ τὴν καθαρότητα τοῦ σώματος, ἐὰν δὲν συνυπάρχουν σ’ ἐμᾶς καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἀρετές.
Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ ὁ ἴδιος πάλιν ὁ Παῦλος μαζὶ μὲ τὸν Δεσπότην φωνάζει: «Εἰρήνην διώκετε μετὰ πάντων καὶ τoν ἁγιασμόν, οὐ χωρὶς οὐδεὶς ὄψεται τoν Κύριον». Γιατί ὅμως εἶπε «διώκετε»; Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν... σὲ μίαν ὥρα νὰ γίνωμε καὶ νὰ εἴμεθα ἅγιοι, ἀλλὰ πρέπει ἀρχίζοντας ἀπὸ τὰ μικρά, νὰ φθάσωμε προοδευτικῶς στὸν ἁγιασμὸν καὶ τὴν καθαρότητα, καὶ διότι ἀκόμη καὶ χίλια χρόνια ἐὰν ζήσωμε στὴν ζωὴν αὐτήν, οὐδέποτε θὰ ἠμπορέσωμε νὰ τὰ ἀποκτήσωμε αὐτὰ σὲ τέλειον βαθμό, ἀλλὰ βάζοντας ἀρχὴν καθημερινῶς, ὀφείλουμε νὰ ἀγωνιζώμεθα συνεχῶς. Αὐτὸ ἐφανέρωσε πάλιν ὁ ἴδιος λέγοντας, «Διώκω δὲ εἰ καὶ καταλάβω (μήπως κατορθώσω δηλαδὴ) ἐφ’ ὢ καὶ κατελήφθην (ἐκεῖνο δηλαδὴ γιὰ τὸ ὁποῖον καὶ ὁ Χριστὸς μὲ ἔφερε κοντά του)». Διότι κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἁμαρτήσει, ὅπως ἐγὼ ὁ κατακεκριμένος, καὶ ἔκλεισε μὲ τoν βόρβορο τῶν ἡδονῶν τὶς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς του, ἀκόμη καὶ ἂν ὅλην τὴν περιουσία τοῦ τὴν διεμοίρασε στοὺς πτωχούς, καὶ ἐγκατέλειψε ὅλην τὴν δόξα καὶ λαμπρότητα τῶν ἀξιωμάτων καὶ πολυτέλειαν οἴκου καὶ ἵππων, ποιμνίων καὶ δούλων, καὶ αὐτοὺς τοὺς ἴδιούς του φίλους καὶ τοὺς συγγενεῖς του ὅλους, καὶ ἦλθε πτωχὸς καὶ ἀκτήμων καὶ ἔγινε μοναχός, παρ’ ὅλα αὐτὰ χρειάζεται τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, ὡς ἀναγκαία γιὰ τὴν ζωήν του. 
Καὶ αὐτὸ γιὰ νὰ ἀποπλύνη τὸν βόρβορο τῶν ἁμαρτημάτων του, καὶ ἀκόμη περισσότερον ἐὰν εἶναι καλυμμένος, ὅπως ἐγώ, μὲ τὴν αἰθάλη καὶ τὸν βόρβορο τῶν πολλῶν του κακῶν, ὄχι μόνον στὸ πρόσωπο καὶ στὰ χέρια, ἀλλὰ σὲ ὅλον γενικῶς τὸ σῶμα του. 
Πράγματι, δὲν ἀρκεῖ γιὰ τὴν κάθαρσιν τῆς ψυχῆς μας ἡ διανομὴ τῶν ὑπαρχόντων, ἀδελφοί, ἐὰν παραλλήλως δὲν κλαύσωμε καὶ δὲν θρηνήσωμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας. 
Διότι νομίζω ὅτι ἐὰν δὲν καθαρίσω ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτόν μου μὲ κάθε δυνατὴν προσπάθεια καὶ μὲ τὰ δάκρυα ἀπὸ τὸν μολυσμὸν τῶν ἁμαρτημάτων μου, ἀλλὰ ἐξέλθω ἀπὸ τoν βίον μολυσμένος, δικαίως θὰ γελάση καὶ ὁ Θεὸς εἰς βάρος μου καὶ οἱ ἄγγελοί του, καὶ θὰ ἐκβληθῶ στὸ πῦρ τὸ αἰώνιον μὲ τοὺς δαίμονες. Ναί, πράγματι, ἔτσι εἶναι ἀδελφοί. Διότι τίποτε δὲν ἐφέραμε μαζί μας στὸν κόσμο, γιὰ νὰ τὸ δώσωμε στoν Θεὸν ὡς ἀντιλυτρον γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας.
Εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ἀδελφοί, σὲ ὅλους, ὄχι μόνον στοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ καὶ στοὺς λαϊκούς, τὸ νὰ μετανοοῦν πάντοτε καὶ διαρκῶς, καὶ νὰ κλαίουν καὶ νὰ παρακαλοῦν τον Θεόν, καὶ δὶ’ αὐτῶν τῶν πράξεων νὰ ἀποκτήσουν καὶ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες ἀρετές.

Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου

Προσευχή Στο Άγιον Πνεύμα.


Σ' ευχαριστώ, που έγινες ένα πνεύμα μαζί μου ασυγχύτως, ατρέπτως κι αναλλοιώτως,Θεέ του παντός,  κι' έγινες για χάρη μου τα πάντα σε όλα: 
Τροφή ανεκλάλητη που ποτέ δεν τελειώνει, που ξεχύνεται ακατάπαυστα από της ψυχής μου τα χείλη και πλούσια αναβλύζει απ' την πηγή της καρδιάς μου. Ένδυμα, που αστράφτει και καταφλέγει τους δαίμονες. Κάθαρση, που με πλένεις με τ' άφθαρτα κι' άγια δάκρυα που η παρουσία σου χαρίζει σ' όσους επισκεφθείς. Σ' ευχαριστώ, γιατί για χάρη μου έγινες ανέσπερο φως και ήλιος αβασίλευτος, που δεν έχεις πού να κρυφτείς, αφού γεμίζεις με τη δόξα σου τα σύμπαντα. 
Ποτέ δεν κρύφτηκες από κανένα αλλ' εμείς κρυβόμαστε πάντοτε από σένα, μη θέλοντας να'ρθούμε κοντά σου. Μα πού να κρυφτείς αφού πουθενά δεν υπάρχει τόπος για την κατάπαυσή σου; Και γιατί να κρυφτείς εσύ που δεν αποστρέφεσαι κανένα ούτε κανένα ντρέπεσαι; Και τώρα, σε ικετεύω, Δέσποτά μου, έλα να στήσεις τη σκηνή σου στην καρδιά μου, να κατοικήσεις και να μείνεις εντός μου αχώριστος κι ενωμένος μέχρι τέλους με μένα τον δούλο σου, αγαθέ, για να βρεθώ κι' εγώ στην έξοδό μου κι έπειτα απ' αυτήν στους αιώνες κοντά σου Αγαπημένε, και να βασιλέψω μαζί σου Θεέ του παντός! 

Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου

Σαν τον άσωτο το γιό...




Έφυγα μακριά Φίλε του ανθρώπου, είχα τη σκηνή μου στην έρημο, 

από Σένα, τόν γλυκό μου Κύριο έφυγα και κρύφτηκα, 

κάτω απ τη νύχτα χώθηκα της αγωνίας να επιβιώσω. 

από κει γέμισα πολλές δαγκωματιές και τραύματα. 

Γύρισα, ήρθα σε Σένα, και στην ψυχή μου όμως πολλές οι πληγές. …; 

Το έλεος της χάρης Σου στάλαξε, Θεέ μου, 

τις πληγές μου άλειψε, εξάλειψε τα έλκη, 

τα μέλη μου συνάρμοσε και σύσφιξε… παράλυσαν… 

αφάνισε τις ουλές, μη μείνει ούτε μία, Σωτήρα, 

τέλεια γιάτρεψέ με ολόκληρο, κάνε με όπως πρίν, 

όταν δεν είχα μολυσμό ούτε μώλωπα 

ούτε πληγή να αιμορραγεί, ούτε κηλίδα, Θεέ μου, 

είχα γαλήνη, χαρά, ειρήνη και πραότητα, 

την άγια ταπείνωση και μακροθυμία, 

τον φωτισμό της υπομονής και πράξεις όμορφες, 

σε όλα υπομονή και δύναμη ανίκητη. … 

Χάζεψα, Κύριε, αποβλακώθηκα, σε μένα ελπίζοντας, 

με πλάκωσε και μ έσυρε η αγωνία για τα υλικά 

η μέριμνα για τα βιωτικά, 

ο ταλαίπωρος, καταξέπεσα, 

ψυχράθηκα σαν το σίδερο κι έγινα μαύρος 

πολύ καιρό, ώσπου έπιασα σκουριά. 

Κι έτσι φωνάζω πάλι εσένα, 

Φιλάνθρωπε, θέλω να καθαρίσω 

να υψωθώ στην πρώτη μου Ομορφιά 

το Φώς Σου τέλεια ν απολαύσω 

Τώρα κι αδιάκοπα σέ όλους τους αιώνες. 


”Ύμνοι Θείων Ερώτων” του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου 
[Ύμνος ΜΪΆ, στ. 1-5, 11-21, 41-49]
Μετάφραση: Γ. Βαλσάμης