.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πως να υπομένουμε τους πειρασμούς

Όσοι είναι φίλοι του Θεού, όσοι έχουν κλείσει μέσα τους τον Κύριο σαν ένα πολύτιμο θησαυρό, δέχονται με πολλή χαρά τις βρισιές και τις ατιμίες, και αγαπούν με καθαρή καρδιά, σαν ευεργέτες, αυτούς που τους αδικούν.
Ο Χριστός, ο αναμάρτητος, ραπίσθηκε άδικα από ένα δούλο, κι έτσι έγινε το πρότυπο όλων μας στην ανεκτικότητα, τη μεγαλοψυχία και τη μακροθυμία. Αλλά μόνο ραπίσθηκε; Αν πάρουμε από την αρχή τα γεγονότα της ένσαρκης οικονομίας Του, θα δούμε πως αυτή δεν είναι τίποτ' άλλο παρά μια αλυσίδα ταπεινώσεων και εξευτελισμών...
Πρώτα-πρώτα ο Κύριος, όντας Θεός, καταδέχθηκε να έρθει στη γη, «μορφήν δούλου λαβών», και να ζήσει ανάμεσά μας σαν ένας άσημος και φτωχός «τέκτονος υιός». Μέχρι τα τριάντα Του χρόνια βοηθούσε τον άγιο Ιωσήφ στο ταπεινό επάγγελμα του ξυλουργού. Ύστερα, όσο κήρυττε και θαυματουργούσε, υπέμεινε το διασυρμό, τη συκοφαντία και τις επιβουλές των Φαρισαίων και Γραμματέων. Και τέλος, πιάστηκε, χλευάσθηκε, μαστιγώθηκε, ραπίσθηκε και σταυρώθηκε. Ποιος; Ο αθώος από τους φταίχτες. Ο ευεργέτης από τους ευεργετημένους. Ο Θεός από τους ανθρώπους! Και γιατί όλα τούτα; Πρώτα, για να μας σώσει, όπως όλοι ξέρουμε. Κι έπειτα, για να μας δώσει παράδειγμα, όπως γράφει ο απόστολος Πέτρος: «Χριστός έπαθεν υπέρ υμών, υμίν υπολιμπάνων υπογραμμόν ίνα επακολουθήσητε τοις ίχνεσιν αυτού». Όπως υπέμεινε Εκείνος όλους τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες της ζωής, και μάλιστα την αδικία και την αχαριστία εκείνων που είχε ευεργετήσει, έτσι πρέπει να υπομένουμε κι εμείς. «Τούτο γαρ χάρις, ει δια συνείδησιν Θεού υποφέρει τις λύπας, πάσχων αδίκως», γράφει πάλι ο πρωτοκορυφαίος απόστολος. «Ποίον γαρ κλέος, ει αμαρτάνοντες και κολαφιζόμενοι υπομενείτε; Αλλ' εἰ αγαθοποιούντες και πάσχοντες υπομενείτε, τούτο χάρις παρά Θεώ» . 
«Αγαθοποιών και πάσχων» ακριβώς ο Χριστός, είναι σα να λέει στον καθένα από μας: “Αν θέλεις, άνθρωπέ μου, να ζήσεις αιώνια μαζί μου, και να γίνεις «κατά χάριν Θεός», ταπεινώσου για χάρη μου, όπως ταπεινώθηκα κι εγώ για χάρη σου. Πέταξε από πάνω σου τη δαιμονική υπερηφάνεια και μη ντραπείς να υποστείς χλευασμούς και να πάθεις κάθε κακό για τις εντολές μου. Αλλιώς, θα ντραπώ κι εγώ για σένα την ημέρα της Κρίσεως. «Ος γαρ αν επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους, τούτον ο υιός του ανθρώπου επαισχυνθήσεται, όταν έλθη εν τη δόξη αυτού και του πατρός και των αγίων αγγέλων». Και θα προστάξω τότε τους αγγέλους μου: «Αρθήτω ο ασεβής, ίνα μη ίδη την δόξαν Κυρίου»”.
Αν λοιπόν δεν υπομείνουμε τους πειρασμούς, τότε και ο Κύριος θα μας αποδοκιμάσει στη δευτέρα παρουσία Του, γιατί προτιμήσαμε τη δόξα των ανθρώπων και δεν θελήσαμε ν' ακολουθήσουμε το παράδειγμά Του. Πώς θέλουμε να συμβασιλεύσουμε και να συνδοξασθούμε μαζί Του στη βασιλεία των ουρανών, αν δεν καταδεχόμαστε να ταπεινωθούμε από έναν άλλον άνθρωπο, εμείς, που είμαστε «γη και σποδός», τη στιγμή που ο Χριστός, ο άπειρος Θεός και δημιουργός του σύμπαντος, αυτοταπεινώθηκε, άφησε την ουράνια δόξα Του κι έγινε άνθρωπος ευτελής; Εμείς δεν καταδεχόμαστε να ταπεινωθούμε μπροστά στον αδελφό μας, που είναι ίσως ανώτερος από μας, ενώ ο Χριστός έγινε δούλος και δέχθηκε τόσες ταπεινώσεις και σταυρικό θάνατο ακόμα, από τους δούλους Του!
Ας υποθέσουμε, ότι βαδίζουμε στο δρόμο μαζί με τον Χριστό. Και μας συναντάει ένας άνθρωπος, που χτυπάει στο πρόσωπο και Εκείνον και εμάς. Ο Δεσπότης Χριστός δεν αντιδρά και δεν διαμαρτύρεται. Μπορούμε να σκεφτούμε σε τι δεινή θέση θα βρεθούμε εμείς, αν αντιδράσουμε;
Ο Κύριος είναι το υπόδειγμά μας. Και όμως, Εκείνος περιπαίζεται και δεν αγανακτεί· εμείς επαναστατούμε. Εκείνος δέχεται σταυρό και θάνατο ταπεινωτικό· εμείς δεν σηκώνουμε ούτε ένα ταπεινωτικό λόγο. Πώς λοιπόν θα γίνουμε συγκοινωνοί της δόξας Του, αφού δεν καταδεχόμαστε να γίνουμε συγκοινωνοί των παθών και των βασάνων Του; Μάταια αγωνιζόμαστε, μάταια ελπίζουμε στην αιώνια ζωή, αν δεν είμαστε αποφασισμένοι να σηκώσουμε σταυρό, όπως Εκείνος.
Δεν απομένει πάρα να Τον μιμηθούμε, με τη βεβαιότητα ότι «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς».

(Από το βιβλίο: “ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ” Βασισμένο σε κείμενο του Οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ).

Δέηση πρός τόν Θεό "Μή μοῦ δώσης, Δέσποτα..."



Μή μοῦ δώσης, Δέσποτα, τή μάταιη δόξα πάνω στή γῆ, μήτε τόν πλοῦτο πού χάνεται, μήτε νομίσματα χρυσά, μήτε θρόνο ὑψηλό, μήτε ἀρχήν (ἐξουσίαν) ἐπί τούτων ἐδῶ τῶν φθειρομένων! Ἀλλά μέ τούς ταπεινούς σύζευξέ με καί τούς πράους καί φτωχούς, γιά νά γίνω κι ἐγώ ταπεινός καί πρᾶος. Καί τήν διακονία μου, ἄν δέν τήν ἐκτελῶ πρός τό συμφέρον καί σύμφωνα πρός τήν ἀρέσκειά σου καί πρός τήν ὑπηρεσία στου (ὥστε νά ἐξυπηρετῶ τό θέλημά σου), εὐδόκησε, Δέσποτα, ν' ἀπαλλαγῶ ἀπ' αὐτήν, καί μόνο νά θρηνῶ τίς ἁμαρτίες μου καί νά μεριμνῶ γιά τή δίκαιη Κρίση σου μόνο, καί γιά τό πῶς θ' ἀπολογηθῶ, πού σ' ἐξόργισα πολύ!

Ναί, ὁ συμπαθής ποιμένας, ὁ ἀγαθός καί πρᾶος, ὁ θέλων νά σωθοῦνε ὅλοι ὅσοι πιστεύουνε σέ σένα, ἐλέησέ με καί εἰσάκουσε αὐτήν τήν δέησή μου. Μήν ὀργισθῆς, μήν ἀποστρέψης τό πρόσωπό σου ἀπό μένα, διότι δέν ζητῶ νά γίνη τό δικό μου θέλημα, ἀλλά τό δικό σου, καί γιά νά σέ ὑπηρετήσω, Οἰκτίρμον!

Σ ἐξορκίζω (θερμοπαρακαλῶ), ἐλέησέ με, σύ ὁ φύσει Ἐλεήμων, καί ποίησε τό συμφέρον στήν ἄθλια ψυχή μου, διότι σύ ὁ ἴδιος εἶσαι ὁ μόνος φιλάνθρωπος Θεός, ἄκτιστος, ἀτελεύτητος, παντοδύναμος ὅντως, ζωή τῶν πάντων καί φῶς ὅλων ὅσων σέ ἀγάπησαν καί ἀπό σένα, Φιλάνθρωπε, ἀγαπωμένων πάρα πολύ! 

Μαζί μέ τούς ὁποίους εἴθε νά συντάξης καί μένα, Δέσποτα, καί νά μέ κάνης κοινωνόν τῆς θείας σου δόξης καί συγκληρονόμο· διότι σέ σένα πρέπει δόξα στόν Πατέρα μαζί μέ τόν συνάναρχο Υἱό καί τό Θεῖον Πνεῦμα, στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων, ἀμήν.


Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος Σελ. 291-292
Συγγραφή, ἐπιμέλεια, copy right, διάθεση:
Ἱερομόναχος πατήρ Μάξιμος Αγιορείτης, 
Γέροντας τοῦ Παντοκρατορινοῦ Κελλίου Ἅγιος Νικόλαος
Ταχ. Θυρίδα 49, Καρυές 630 86 Ἅγιον Ὄρος

Η σημασία της θυσίας του Χριστού για τη ζωή του ανθρώπου

«Ο Κύριος Ιησούς και Θεός μας χωρίς να φταίει σε τίποτε ραπίσθηκε, ώστε οι αμαρτωλοί που θα τον μιμηθούν, όχι μόνον να λάβουν άφεση των αμαρτιών τους, αλλά και να γίνουν συγκοινωνοί στη θεότητά του με την υπακοή τους.
Εκείνος ήταν Θεός κι έγινε για μας άνθρωπος. Ραπίσθηκε, φτύστηκε και σταυρώθηκε, και με όσα έπαθε ο απαθής κατά τη θεότητα είναι σαν να μας διδάσκει και να λέει στον καθένα μας:
«Αν θέλεις, άνθρωπε, να γίνεις Θεός, να κερδίσεις την αιώνια ζωή και να ζήσεις μαζί μου, πράγμα που ο προπάτοράς σου, επειδή το επεδίωξε με κακό τρόπο, δεν το πέτυχε, ταπεινώσου, καθώς ταπεινώθηκα κι εγώ για σένα– απόφυγε την αλαζονεία και την υπερηφάνεια του δαιμονικού φρονήματος, δέξου ραπίσματα, φτυσίματα, κολαφίσματα, υπόμεινέ τα μέχρι θανάτου και μην ντραπείς.
Αν όμως εσύ ντραπείς να πάθεις κάτι χάρη των εντολών μου, καθώς εγώ ο Θεός έπαθα για σένα, θα θεωρήσω κι εγώ ντροπή μου το να είσαι μαζί μου κατά την ένδοξη έλευσή μου και θα πω στους αγγέλους μου:
Αυτός κατά την ταπείνωσή μου ντράπηκε να με ομολογήσει και δεν καταδέχθηκε να εγκαταλείψει τον κόσμο και να γίνει όμοιός μου. Τώρα λοιπόν που απογυμνώθηκε από τη φθαρτή δόξα του Πατέρα μου, θεωρώ ντροπή μου ακόμη και να τον βλέπω. Πετάξτε τον λοιπόν έξω: «αρθήτω ο ασεβής, ίνα μή ίδη τήν δόξαν Κυρίου» (Ησ. 26:10) (διώξτε τον ασεβή για να μη δει τη δόξα του Κυρίου).
Φρίξετε, άνθρωποι, και τρομάξετε, και υπομείνετε με χαρά τις ύβρεις που ο Θεός υπέμεινε για τη σωτηρία μας... Ο Θεός ραπίζεται από έναν τιποτένιο δούλο... και εσύ δεν καταδέχεσαι να το πάθεις αυτό από τον ομοιοπαθή σου άνθρωπο; Ντρέπεσαι να γίνεις μιμητής του Θεού, και πώς θα συμβασιλεύσεις μ’ αυτόν και θα συνδοξασθείς στη βασιλεία των ουρανών, αν δεν υπομείνεις τον αδελφό σου; Αν και ’κείνος δεν καταδεχόταν να γίνει άνθρωπος για σένα και σ’ άφηνε να κείτεσαι μέχρι τώρα στην πτώση της παραβάσεως, δεν θα βρισκόσουν τώρα στον πυθμένα του Άδη, άθλιε, με τους άπιστους και τους ασεβείς;
Αλλά τί θα πούμε προς αυτούς πού δήθεν εγκατέλειψαν τα πάντα κι έγιναν φτωχοί για την βασιλεία των ουρανών;
— Αδελφέ, φτώχυνες και μιμήθηκες το Δεσπότη Χριστό και Θεό σου. Βλέπεις λοιπόν ότι τώρα ζει και συναναστρέφεται μαζί σου, αυτός που βρίσκεται υπεράνω όλων των ουρανών. Να, βαδίζετε τώρα οι δυο μαζί– κάποιος σας συναντάει στο δρόμο της ζωής, δίνει ράπισμα στον Δεσπότη σου, δίνει και σε σένα. Ο Δεσπότης δεν αντιλέγει και συ αντεπιτίθεσαι; «Ναι», λέει, γιατί είπε σε εκείνον που τον ράπισε: «ει κακώς ελάλησα, μαρτύρησον περί του κακού– ει δε καλώς, τί με δέρεις;» (Ιω. 18,23). (Αν είπα κάτι κακό, πες ποιο ήταν– αν όμως μίλησα σωστά, γιατί με χτυπάς;)».
Αυτό όμως δεν το είπε αντιμιλώντας, όπως φαντάστηκες, αλλά επειδή εκείνος «αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού» (δεν έκανε αμαρτία, ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα του).
Και για να μη νομισθεί, ότι, επειδή τάχα αμάρτησε, δίκαια τον χτύπησε ο δούλος λέγοντάς του: «ούτως αποκρίνει τω αρχιερεί;» (Ιω. 18,22)– (έτσι αποκρίνεσαι στον αρχιερέα;), για να αποδείξει λοιπόν ανεύθυνο τον εαυτό του, είπε τον παραπάνω λόγο. Δεν είμαστε όμως όμοιοί του εμείς οι υπεύθυνοι για πολλές αμαρτίες.
Έπειτα, μολονότι υπέμεινε πολύ χειρότερα απ’ αυτό, δεν μίλησε καθόλου, αλλά μάλλον προσευχήθηκε για τους σταυρωτές Του.
Εκείνος, αν και τον περιέπαιζαν, δεν αγανακτούσε, και σε γογγύζεις;
Εκείνος ανέχεται φτυσίματα, κολαφίσματα και φραγγελώσεις, και σε δεν ανέχεσαι ούτε ένα σκληρό λόγο;
Εκείνος δέχεται σταυρό και την οδύνη των καρφιών κι ατιμωτικό θάνατο, και συ δεν καταδέχεσαι να εκτελέσεις τα ταπεινά διακονήματα;
Πώς λοιπόν θα γίνεις συγκοινωνός στη δόξα, αφού δεν καταδέχεσαι να γίνεις συγκοινωνός στον ατιμωτικό του θάνατο; Μάταια στ’ αλήθεια εγκατέλειψες τον πλούτο, αφού δεν δέχθηκες να σηκώσεις τον σταυρό, δηλ. να υπομείνεις πρόθυμα την επίθεση όλων των πειρασμών – έτσι απόμεινες μόνος στον δρόμο της ζωής και χωρίσθηκες δυστυχώς από τον γλυκύτατο Δεσπότη και Θεό σου!»

Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου

Ταπεινός υπεράνω σκανδαλισμού

Κάποτε ο άρχοντας του τόπου επισκέφθηκε τον αββά Παλλάδιο, γιατί ήθελε να τον δει.
Είχε ακούσει βέβαια τα σχετικά μ' αυτόν. και είχε πάρει μαζί του και έναν στενογράφο, στον οποίο έδωσε την εξής εντολή: «Εγώ τώρα μπαίνω να δω τον αββά, εσύ λοιπόν όσα θα μου πει, να τα γράψεις με ακρίβεια».
Μπαίνει μέσα ο άρχοντας και λέει στον Γέροντα: «Προσευχήσου για μένα, αββά, γιατί έχω πολλές αμαρτίες». «Μόνο ο Ιησούς Χριστός είναι αναμάρτητος» αποκρίνεται ο Γέροντας. Τον ρωτά ο άρχοντας: «Άραγε, αββά, θα τιμωρηθούμε για κάθε αμαρτία;» Κι απαντά ο Γέροντας: «Γράφει στην αγία Γραφή: Εσύ θα ανταποδώσεις στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του».
«Εξήγησέ μου τον λόγο αυτόν» παρακαλεί ο άρχοντας. «Το νόημά του είναι ολοφάνερο» αποκρίνεται ο Γέροντας, «αλλ' όμως άκουσε και λεπτομερώς. Στενοχώρησες τον πλησίον; Περίμενε από κάποιον να πάθεις το ίδιο.
Άρπαξες από τους κατωτέρους σου, γρονθοκόπησες φτωχό, ήσουν προσωπολήπτης σε δικαστήριο, ντρόπιασες, κακολόγησες, συκοφάντησες, είπες ψέματα εναντίον κάποιου, επιβουλεύθηκες την οικογενειακή τιμή των άλλων, ορκίστηκες ψευδόμενος, μετέθεσες όρια πατρικών χωραφιών, πρόσβαλες κτήματα ορφανών, καταστενοχώρησες χήρες, προτίμησες την εδώ πρόσκαιρη ηδονή από τα μελλοντικά αγαθά; Περίμενε την ανταπόδοση αυτών. Γιατί ό,τι λογής έργα σπείρει ο άνθρωπος, τέτοια και θα θερίσει. Και βέβαια εάν έχεις κάνει και κάποια καλά έργα, να περιμένεις να σου ανταποδοθούν κι αυτά πολλαπλάσια, γιατί "Εσύ (ο Θεός) θα ανταποδώσεις στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του". Έχοντας στον νου σου, σ' όλη τη διάρκεια της ζωής σου, αυτή την τελική απόφαση, θα μπορέσεις να αποφύγεις τα περισσότερα αμαρτήματα».
«Και τί πρέπει να κάνω, αββά;» ρωτάει ο άρχοντας. «Να συλλογιέσαι -του απαντά ο Γέροντας- τα αιώνια, τα ατελεύτητα, τα συνεχόμενα.... Εκεί είναι χώρα ζώντων που δεν κινδυνεύουν να πεθάνουν εξαιτίας της αμαρτίας, αλλά ζουν την αληθινή ζωή ενωμένοι με τον Χριστό».
Στέναξε τότε ο άρχοντας και είπε: «Πράγματι, αββά, έτσι είναι όπως τα είπες». και ξεκίνησε να επιστρέψει στο σπίτι του ευχαριστώντας τον Θεό για τη μεγάλη ωφέλεια που πήρε.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος θα μας πει: «Με τη μετάνοια γίνεται το πλύσιμο του μολυσμού των αισχρών πράξεων. Μετά δε από αυτήν, ακολουθεί η μετοχή του Αγίου Πνεύματος, όχι απλά, αλλά ανάλογα με την πίστη και την διάθεση και την ταπείνωση εκείνων που μετανοούν από όλη τους την ψυχή...».

«Γι' αυτό ο Θεός, επειδή είναι φιλάνθρωπος και οικτίρμων και επειδή θέλει τη σωτηρία μας, τοποθέτησε ανάμεσα σε μας και σ' Εκείνον την εξομολόγηση και τη μετάνοια και έδωσε την εξουσία σε καθένα που θέλει, να ανακαλέσει τον εαυτόν του από την πτώση του και με αυτήν να ξαναμπεί στην προ της πτώσεως κατάσταση και να αποκτήσει οικειότητα με τον Θεό και να βρεθεί μέσα στη δόξα του και στην παρρησία προς αυτόν. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και να γίνει πάλι κληρονόμος όλων των αγαθών που μας υποσχέθηκε ή και μεγαλυτέρων ακόμα, εάν θελήσει να επιδείξει θερμή μετάνοια. Γιατί, ανάλογα με τη μετάνοια, θα βρει και την ανάλογη παρρησία και οικειότητα προς τον Θεό κάθε άνθρωπος...».

"Για την ΜΕΤΑΝΟΙΑ,
την μοναδική λύση στα αδιέξοδά μας"
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Ο Λόγος σαρξ εγένετο: Η πληρότητα της ύπαρξης


Λοιπόν δεν σας φανέρωσα αυτά τα μυστήρια για να αποδείξω ότι ο άνθρωπος μπορεί να γεννήσει τον Χριστό κατά τον ίδιο τρόπο που τον γέννησε η Παναγία, αλλά για να φανερωθεί η υπεράπειρη και γνήσια αγάπη του σ’ εμάς και ότι αν το θέλουμε όλοι μπορούμε να γίνουμε μητέρα και αδελφοί του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, καθώς και ο ίδιος το διακηρύττει: «Μητέρα μου και αδελφοί μου είναι αυτοί που ακούνε τον λόγο του Θεού και τον εκτελούν» (Λουκ. 8:21). Έτσι θα γίνουμε ίσοι με τους μαθητές και αποστόλους του, όχι κατά την αξία, ούτε κατά τις περιοδείες και τους κόπους που υπέφεραν, αλλά κατά τη χάρη του Θεού και τη δωρεά την οποία εξέχεε σ’ όλους που τον πίστευαν και τον ακολουθούσαν, χωρίς να στραφούν ποτέ πίσω.
Είδες πως όλους εκείνους που ακούνε και πράττουν το λόγο του τούς ανύψωσε στην αξία της μητέρας του και τους αποκαλεί αδελφούς και συγγενείς του; Όμως μόνο εκείνη υπήρξε η κυρίως μητέρα του, επειδή όπως ανέφερα τον γέννησε ανερμηνεύτως και χωρίς άνδρα, ενώ όλοι οι άγιοι τον συλλαμβάνουν και τον κατέχουν κατά χάριν και δωρεάν. Και από μεν την άμωμη μητέρα του δανείστηκε την παναμώμητη σάρκα του και σε αντάλλαγμα της δώρισε την θεότητα – ω τι παράξενη και ασυνήθιστη συναλλαγή – ενώ από τους αγίους δεν παίρνει σάρκα, αλλά αντίθετα αυτός τους μεταδίδει τη θεωμένη σάρκα του. Ας εξετάσουμε λοιπόν το βάθος αυτού του μυστηρίου.
Η χάρη του Πνεύματος στον Χριστό, δηλαδή το πυρ της θεότητος, προέρχεται από τη θεία του φύση και ουσία. Όμως το σώμα του δεν έχει την ίδια προέλευση, αλλά προέρχεται από την πάναγνη και αγία σάρκα της Θεοτόκου, την οποία προσέλαβε κατά το ιερό λόγιο: «ο Λόγος έγινε σάρκα» (Ιω. 1:14). Έκτοτε ο Υιός του Θεού και της αχράντου Παρθένου μεταδίδει στους αγίους, από μεν τη φύση και την ουσία του συναϊδιου Πατρός του τη χάρη του Πνεύματος, δηλαδή τη θεότητα, καθώς και μέσω του προφήτη λέγει: «Θα συμβεί τούτο κατά τις έσχατες ημέρες, θα εκχύσω από το Πνεύμα μου σε κάθε άνθρωπο» (Ιωήλ 3:1), εννοώντας κάθε πιστό, από δε τη φύση και ουσία εκείνης που κυρίως και αληθώς τον γέννησε με τη σάρκα, την οποία έλαβε από αυτή.
Και όπως από την πληρότητά του λάβαμε όλοι εμείς, έτσι ακριβώς μεταλαμβάνουμε από την άμωμη σάρκα της Παναγίας μητέρας του, την οποία και εκείνος προσέλαβε και όπως έγινε υιός και Θεός της ο Χριστός και Θεός μας γενόμενος και αδελφός μας, έτσι ακριβώς και εμείς, ω τι ανέκφραστη φιλανθρωπία, γινόμαστε υιοί της Θεοτόκου μητέρας του και αδελφοί του Χριστού, επειδή χάρη στον υπεράμωμο και υπεράγνωστο γάμο που τελέστηκε μ’ αυτήν και σ’ αυτήν γεννήθηκε ο Υιός του Θεού και απ’ αυτόν πάλι όλοι οι άγιοι. Πράγματι, όπως από τη συνουσία και τη σπορά του Αδάμ πρώτη η Εύα γέννησε και από εκείνη και μέσω εκείνης γεννήθηκαν όλοι οι άνθρωποι, έτσι και η Θεοτόκος, αφού δέχτηκε αντί σποράς τον Λόγο του Θεού συνέλαβε και γέννησε μόνο τον προ αιώνων μονογενή του Πατρός και μετέπειτα σαρκωθέντα δικό της μονογενή. Και μολονότι η ίδια έπαψε να συλλαμβάνει και να γεννά, ο Υιός της γέννησε και γεννά καθημερινά όσους πιστεύουν σ’ αυτόν και τηρούν τις άγιες εντολές του. Ασφαλώς έπρεπε η πνευματική μας αναγέννηση και ανάπλαση να γίνει δια του ανδρός, δηλαδή του δευτέρου Αδάμ και Θεού, επειδή η γέννησή μας στη φθορά έγινε δια της γυναικός Εύας.
Και πρόσεχε την ακρίβεια του λόγου: ανδρός θνητού και φθαρτού η σπορά φθαρτούς υιούς και θνητούς δια γυναικός γέννησε και γεννά, αθανάτου και άφθαρτου Θεού ο αθάνατος και άφθαρτος Λόγος αθάνατα και άφθαρτα τέκνα γέννησε και διαρκώς γεννά, αφού πρώτα αυτός γεννήθηκε από την Παρθένο εν αγίω Πνεύματι βεβαίως.
Γι’ αυτό λοιπόν είναι δέσποινα και βασίλισσα και κυρία και μητέρα όλων των αγίων η μητέρα του Θεού, ενώ όλοι οι άγιοι είναι και δούλοι της αφού είναι μητέρα του Θεού και παιδιά της αφού μεταλαμβάνουν από την πανάχραντη σάρκα του Υιού της. Πιστός ο λόγος: η σάρκα του Υιού της είναι σάρκα της Θεοτόκου. Μεταλαμβάνοντας και εμείς απ’ αυτήν τη θεωμένη σάρκα του Κυρίου, ομολογούμε και πιστεύουμε ότι μεταλαμβάνουμε ζωή αιώνια, εκτός αν αναξίως και εις κατάκριμα μεταλαμβάνουμε.
Πράγματι όλοι οι άγιοι είναι συγγενείς προς την Παναγία μητέρα του Θεού κατά τρεις τρόπους: Πρώτον επειδή προέρχονται από τον ίδιο πηλό μ’ αυτήν και την ίδια πνοή, δηλαδή τη ψυχή. Δεύτερον επειδή έχουν κοινωνία και μετουσία με αυτήν διά της προσλήψεως της σαρκός της από τον Χριστό. Και τρίτον επειδή, λόγω της εν Πνεύματι αγιωσύνης που ενυπάρχει σε αυτούς, καθένας συλλαμβάνει εντός του και κατέχει τον Θεό των όλων, όπως ακριβώς και εκείνη τον είχε εντός της. Διότι αν και τον γέννησε σωματικώς, όμως πάντοτε τον είχε όλον και πνευματικώς μέσα της και εξακολουθεί να τον έχει και τώρα και πάντοτε αχώριστον από αυτήν. Σ’ αυτόν πρέπει η δόξα και το κράτος στους αιώνες. 
Αμήν.

(Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου: Βίβλος των Ηθικών Λόγος Α΄. Κεφάλαιο γ΄: Περί της του Λόγου Σαρκώσεως και κατά τίνα τρόπον δι’ υμάς εσαρκώθη. Έκδοση Ι. Μονής Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κάλαμος Αττικής)

Στὸν κάθε πλησίον ὑπάρχει ὁ Χριστός

Ὅλοι οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ ὀφείλουμε νὰ σκεπτόμαστε ὅτι στὸν κάθε ἄλλο πιστὸ ὑπάρχει ὁ Χριστὸς καὶ πρέπει νὰ ἔχουμε τόσην ἀγάπη πρὸς αὐτόν, ὥστε νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ θυσιάσουμε πρὸς χάρη του τὴν ψυχή μας. Δὲν ἔχουμε δὲ δικαίωμα νὰ ὀνομάζουμε ἢ νὰ θεωροῦμε κάποιον κακό, ἀλλὰ πρέπει νὰ τοὺς βλέπουμε ὅλους σὰν καλούς. Ἂν δεῖς κάποιον νὰ ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὰ πάθη, μὴ μισήσεις τὸν ἀδελφό, μὰ τὰ πάθη ποὺ τὸν πολεμοῦν, κι ἂν τὸν δεῖς νὰ τυραννιέται ἀπὸ κακὲς ἐπιθυμίες, πιὸ πολὺ νὰ τὸν σπαχνισθεῖς, μὴ τυχὸν καὶ σὺ πειρασθεῖς, ἀφοῦ εἶσαι τρεπτὸς καὶ εὐάλωτος στὴν εὐπερίστατη ἁμαρτία.

Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος
Προέλευση κειμένου: Ἱερὰ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὄρους


Μη αποκρύψης το Φώς του προσώπου Σου



Ελέησέ με, μόνε Κύριε, ελέησέ με, συ που με εσκέπασες από της νεαράς μου ηλικίας, συ που από την αγαθότητά σου μού εσυμπάθησες τα πάμπολλά μου πταίσματα που γνωρίζω πως σου έπταισα. Συ που με ελευθέρωσες από τον πλάνον και μάταιον κόσμον και από συγγενείς και φίλους και ατόπους ηδονάς και με αξίωσες να κάθωμαι εδώ ωσάν εις όρος [1] και μου έδειξες την θαυμαστήν σου, Θεέ μου, δόξαν και με εχαρίτωσες γεμίζοντας με όλον από θείον σου Πνεύμα και από Πνευματικόν φωτισμόν.
Συ πάλιν Θεέ μου, δος μου του δούλου σου τελείαν και ολόκληρον την Χάριν σου, χωρίς να μετανοήσης εις τούτο. Μην την αφαίρεσης, Δέσποτα, μηδέ αποστραφής με παραβλέποντάς με, συ που εξ αρχής με έστησες έμπροσθεν εις το πρόσωπόν σου και με εσυναρίθμησες εις τους δούλους σου και, σφραγίζοντάς με με την σφραγίδα [2] της Χάριτός σου, με επωνόμασες εδικόν σου.
Μη με πάλιν απορρίψης, μηδέ αποκρύψης το φως του προσώπου σου και με καλύψη σκότος· και με καταπίη η άβυσσος και συγκλείση ο ουρανός εμένα, τον οποίον με ανεβίβασες ανώτερα από αυτόν, καταξιώνοντάς με να συνευρίσκωμαι με τους αγγέλους σου, ή, να ειπώ καλύτερα, με εσένα τον των όλων ποιητήν και να συνευφραίνωμαι μαζί με εσένα και να θεωρώ την απαραμοίαστον δόξαν του προσώπου σου, απολαμβάνοντας χορταστικά και από το απλησίαστον φως· και να χαίρω ευφραινόμενος χαράν ανεκλάλητον, με την παρουσίαν της ανερμήνευ­του σου ελλάμψεως.
Οπόταν και κατατρυφώντας εγώ από εκείνο το ανερμήνευτον φως, εσκιρτούσα και έχαιρον ομού με εσένα τον ποιήτην και πλάστην μου, θεωρώντας το απαρομοίαστον κάλλος του προσώπου σου. Τόσον που και καταβιβάζοντας πά­λιν τον νουν μου εις την γην τότε, δεν έβλεπα μήτε τον κόσμον, με το να ήμουν πεφωτισμένος από εσένα, μήτε τα του κόσμου πράγματα, αλλά ήμουν ανώτερος και από τα πάθη και από τας φροντίδας.
Και συστρεφόμενος εις πράγματα και τα κακά ελέγχοντας, δεν συμμετείχα κατ' αρχάς εις τας κακίας των ανθρώπων. Αφ' ου δε, εγχρονίζοντας μέσα εις αυτά, επροτίμησα τα των άλλων και συνεσύρθηκα εις φιλονείκους ανθρώπους [3] με την ελπίδα της διορθώσεως των, εμέθεξα από την κακίαν. Και τώρα κυριευ­θείς από άγρια θηρία, κινδυνεύω. Διότι θέλοντας να αποσπάσω άλλους από την βλάβην εκείνων των θηρίων, εγώ πρώτος έγινα ξέσχισμα θηρίων.
Αλλά συ, φιλάνθρωπε, πρόφθασε σπλαγχνισθείς, τάχυνε και ελευθέρωσε εμέ, που διά εσένα έπεσα μέσα εις αυτά. Διότι καθώς ορίζει η εντολή σου[4], ελεήμον, έθεσα την αθλίαν μου ψυχήν διά την σωτηρίαν των αδελφών μου.
Αλλά αν και επληγώθηκα, συ όμως δύνασαι να με ιατρεύσης. Αν και εκρατήθηκα από τους εχθρούς αιχμάλωτος ο ταλαίπωρος, αλλά συ, ωσάν που είσαι δυ­νατός και ισχυρός κατά πάντα, δύνασαι να με λύτρωσης με το θέλημα σου μόνον. Αν και επιάσθηκα εις τα στόματα και τας χείρας των θηρίων, αλλά συ να φανής μόνον και ευθύς αυτά μεν θέλουσιν αποθάνη, να ζήσω δε εγώ.
Ναι, πανοικτίρμον και πολυέλεε, ελέησε και σπλαγχνίσου εμένα τον περιπεσόντα. Διότι κατέβηκα εις το πηγάδι, διά να ανασπάσω τον πλησίον μου και συγκατέπεσα και εγώ με αυτόν. Μη με αφήσης να κάθωμαι έως τέλους εις τον λάκκον, μη παρακαλώ.
Ηξεύρω που επρόσταξες, φιλάνθρωπε Θεέ μου, ότι χωρίς άλλο χρεωστούμεν να ελευθερώνωμεν τον αδελφόν από τον θάνατον και το δάγκαμα της αμαρτίας, μα όχι διά την αμαρτίαν να συναπολεσθώμεν με αυτόν (το οποίον το έπαθα ο ταλαίπωρος και αμελήσας έπεσα, θαρρώντας εις τον εαυτόν μου [5]), αλλά να ελευ­θερώνωμεν και εκείνον και ομοίως και τον εαυτόν μας· είδε μη, τουλάχιστον να μένωμεν επάνωθεν και να θρηνώμεν τον πεσόντα [6] και να φεύγωμεν όσον δυνάμε­θα το να μη πέσωμεν ωσάν εκείνον.
Αλλά και τώρα ανάστησέ με, ανάσυρέ με από το χάσμα και στήσε με επάνω εις την στερεάν πέτραν των εντολών σου [7]. Και δείξε μου πάλιν το φως, το οποίον δεν το χωρεί ο κόσμος, άλλα κάμνει εκείνον που το θεωρεί έξω από τον κόσμον και από το αισθητόν φως και από τον αισθητόν αέρα και από τον ουρανόν και από όλα τα αισθητά, και δεν ηξεύρει κατ' εκείνην την ώραν είτε χωρίς του σώματος είναι είτε τελείως με το σώμα[8].
Μου φαίνεται δε τότε να είναι ένας φωστήρας άυλος, ο οποίος λαμπόμενος από το κάλλος του νοητού ηλίου δεν δύναται να θεώρηση με αίσθησιν το εδικόν του φως, μόνον δε εκείνον θεωρεί τον άδυτον φωστήρα, κατανοώντας το υπερβολικόν και ασύγκριτον κάλλος της δόξης του. Και από την πολλήν του έκπληξιν δεν δύναται να κατανόηση μηδέ να καταλάβη τον τρόπον της θεωρίας, που δη­λαδή ευρίσκεται εκείνος ανερμηνεύτως ή πώς θέλει και οράται και περικλείεται μέσα εις τους άγιους [9].
Τούτο δε και μόνον ηξεύρομεν όλοι οι μαθηταί και δοκιμασταί των τοιούτων, ότι τότε γινόμεθα και μένομεν κατά αλήθειαν έξω από τον κόσμον, εν όσω βλέπομεν αυτό- και πάλιν έπειτα ευρισκόμεθα μέσα εις το σώμα και τον κόσμον. Ενθυμούμενοι δε την χαράν και το φως εκείνο και την γλυκυτάτην ηδονήν, θρηνούμεν και πενθούμεν καθώς το νήπιον παιδίον όταν βλέπη την μητέρα του και ενθυμούμενον τον γλυκασμόν του γάλακτος κλαυθηρίζει, έως οπού να το δράξη και να θηλάση χορταστικά.
Τούτο, Σωτήρ, ζητούμεν και τώρα, τούτο σε παρακαλούμεν προσπίπτοντες να το λάβωμεν αναπόσπαστον, διά να τρεφώμεθα, εύσπλαγχνε, και τώρα από αυτό· από τον άρτο λέγω τον νοητόν που καταβαίνει εξ ουρανού και μεταδίδει ζωήν εις όλους όσοι μετέχουσιν από αυτόν[10].
Και όταν αναχωρούντες των εντεύθεν, ερχώμεθα εις εσένα, Δέσποτα, να το έχωμεν συνοδοιπόρον, βοηθόν και φύ­λακα, και ομού με αυτό και διά μέσου αυτού να σου προσφερθώμεν. Και εις την φοβεράν κρίσιν αυτό να σκεπάση τας αμαρτίας μας διά να μην αποκαλυφθώσι μηδέ να φανώσι εις όλους, αγγέλους τε και ανθρώπους, αλλά και λαμπρόν να μας γίνη ένδυμα[11] και δόξα ως στέφανος εις αιώνας αιώνων. 
Αμήν.

[1] Εδώ ο Ιερός συγγραφεύς παρομοιάζει τη μονή του και το κελλί του με το όρος της Μετα­μορφώσεως, διότι εκεί βλέπει το φως της δόξης του Χριστού και ακούει την φωνή του Θεού.
[2] Ας προσέξουμε εδώ ότι ο Άγιος θεωρεί την είσοδό του στον χώρο της μυστικής ζωής των θείων εμφανειών ως δεύτερο Βάπτισμα (βάπτισμα φωτός) και γι' αυτό ομιλεί περί σφραγίδος.
[3] Προφανώς ο υπαινιγμός εδώ αναφέρεται σε ορισμένους ανυπότακτους μοναχούς της μονής
του (του αγ. Μάμαντος).
[4] βλ. Α' Ιωάν. γ' 16: «και ημείς οφείλομεν υπέρ των αδελφών τας ψυχάς τιθέναι».
[5] Ας προσέξουμε ότι ο Άγιος δεν τα βάζει με τον Θεό, παραπονούμενος ότι έπεσε ψυχικώς χάριν τηρήσεως των εντολών Του, αλλά μέμφεται τον εαυτό του, λέγοντας ότι φταίει το ότι "εθάρρησε εις τον εαυτόν του", δηλ. περιέπεσε σε έπαρσι, ενώ αλλιώς δεν επρόκειτο να του συνέ­βαινε κανένα κακό. Βλέπουμε λοιπόν έμπρακτη εφαρμογή της βασικής μοναχικής αρετής της αυτομεμψίας και μπορούμε να θαυμάσουμε πόσο βαθειά ποτισμένος με το γνήσιο μοναχικό πνεύμα ήταν ο Άγιος.
[6] Με αυτή την φράσι υπαινίσσεται ο Άγιος την μετά δακρύων προσευχή για τον "πεσόντα αδελφόν", η οποία συχνά αποτελεί ουσιωδέστερη εφαρμογή του πνεύματος της διδασκαλίας του Κυρίου, παρά η απροϋπόθετη κηρυκτική ("ιεραποστολική") δράσις.
[7] πρβλ. Ματθ. ζ' 24.
[8] πρβλ. τις ανάλογες εμπειρίες του Αποστόλου Παύλου (Β' Κορ. ιβ' 3).
[9] Τούτο συμβαίνει, καθ' ότι ο Θεός καταξιώνει να έλθη και να κατοίκηση μυστικώς μέσα
στους Αγίους («και μονήν παρ' αυτώ ποιήσσομεν» Ιωάν. ιδ' 23).
[10] Με όσα λέγει εδώ ο Άγιος υπονοεί ασφαλώς την θείαν Ευχαριστίαν. Σε όλο το έργο του αγίου Πατρός δεσπόζει αυτή η πολλαπλή συνάφεια ανάμεσα στην (νοερά και μυστική) "μέθεξιν Θεού" και την επαξία «μετάληψιν του Σώματος και Αίματος του Κυρίου» και πολλές φορές ε­σκεμμένα ποιητικώ τω τρόπω δεν διαχωρίζει σαφώς τα όριά τους, δεικνύοντας πόσο στην πράξι συχνά συμπλέκονται μεταξύ τους.
[11] Σύμφωνα με όσα είπαμε στην προηγούμενη σημείωσι, εδώ ο Άγιος συμπλέκει, κατά την ενέργειαν και τα αποτελέσματα, τον ουράνιο Άρτο και το θείον Φως· αυτό το τελευταίο είναι που θα σκεπάσει ως ιμάτιο τους Αγίους κατά την μέλλουσα κρίσι.

Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου
ΜΗ ΑΠΟΚΡΥΨΗΣ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΣΟΥ
Παράφρασις Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Τριμηνιαία έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου
Τεύχος 6


Βλέπω τον Θεό και μιλάω μαζί Του



Βλέποντας πρόσωπο με πρόσωπο τον Προσωπικό Θεό κάθομαι στην κλίνη μου, όλη την ώρα βρισκόμενος πέραν του κόσμου τούτου. Μέσα στο κελί μου, Τον βλέπω να είναι παρών, Εκείνον που είναι πέραν του κόσμου. Τον βλέπω και μιλάω μαζί Του. Τολμώ να πω ότι Τον αγαπώ και Εκείνος, με τη σειρά του, με αγαπά. Τρέφομαι μόνο και μόνο από αυτήν την ενατένιση. Νιώθοντας ένα μαζί Του, βρίσκομαι στα ουράνια. Αυτό είναι αλήθεια, το ξέρω. Όμως το που βρίσκεται το σώμα μου δεν το γνωρίζω. Ξέρω ότι ο Ένας που παραμένει αμετακίνητος, κατεβαίνει. Ξέρω ότι ο Ένας που είναι ξεχωριστός από όλα τα άλλα πλάσματα με κρατάει μέσα Του και με κρύβει στην αγκαλιά Του και τότε είναι που βρίσκω τον εαυτό μου έξω από ολόκληρο τον κόσμο. Ωστόσο με τη σειρά μου, παρόλο που δεν μπορώ να προσδιορίσω τον εαυτό μου μέσα στον κόσμο, βλέπω μέσα μου τόσο απόλυτα τον Δημιουργό του κόσμου. Ξέρω ότι δεν θα πεθάνω όσο βρίσκομαι μέσα στην ζωή: ολόκληρη η ζωή ξεχειλίζει από μέσα μου. Εκείνος υπάρχει μέσα στην καρδιά μου, όμως Εκείνος παραμένει ταυτόχρονα στα ουράνια. Εδώ και εκεί, εξίσου εκτυφλωτικά, Εκείνος αποκαλύπτει τον Εαυτό Του σε έμενα, Πώς μπορεί να γίνονται όλα αυτά; Πώς είναι δυνατόν ακριβώς να το καταλάβω; Πώς θα ήταν δυνατόν να εκφράσω όλα αυτά που αντιλαμβάνομαι και βλέπω; Στ’ αλήθεια, αυτά είναι εμπειρίες που δεν περιγράφονται, εμπειρίες που με τίποτα δεν μπορείς να εκφράσεις.

Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου

xristianos.gr

Τι σημαίνει η Ανάσταση του Χριστού για μας;



Πως είναι ή πως γίνεται μέσα μας η Ανάσταση του Χριστού και με αυτήν η ανάσταση της ψυχής. Επίσης, ποιο είναι το Μυστήριο αυτής της Αναστάσεως.

Ακολουθεί απόσπασμα από τον 13ο κατηχητικό λόγο, ενός από τους μεγάλους νηπτικούς Πατέρες της Εκκλησίας, του αγίου Συμεών, που ονομάστηκε«Νέος Θεολόγος». Στον λόγο του, προσπαθεί να δώσει να καταλάβουμε τι σημαίνει η Ανάσταση του Χριστού για μας τους πιστούς, στο «σήμερα». Δεν ασχολείται στον λόγο αυτό και τόσο με την Ανάσταση του Χριστού ως ιστορικό γεγονός, ούτε με την κοινή Ανάσταση όλου του ανθρώπινου γένους στα έσχατα. Αυτά είναι δεδομένα. Προσαρμόζει το λόγο στις πνευματικές ανάγκες του πιστού ανθρώπου κάθε εποχής. Ασχολείται «[..]με το μυστήριο της Αναστάσεως του Χριστού του Θεού μας, το οποίο γίνεται μυστικώς πάντοτε σε μας που θέλουμε [..]». Πως δηλαδή θάπτεται ο Χριστός μέσα μας σαν σε μνήμα, και πως ανασταίνεται μέσα μας, συνανασταίνοντας και μας.
Ας απολαύσουμε το λόγο του, και ας πάρουμε αυτό που έχουμε και εμείς ανάγκη για τον πνευματικό μας αγώνα.

«Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού, όμως πολύ λίγοι είναι εκείνοι που την βλέπουν καθαρά, και αυτοί βέβαια που δεν την είδαν ούτε να προσκυνήσουν μπορούν τον Ιησού Χριστό ως άγιο και Κύριο. Διότι λέγει,«κανένας δεν μπορεί να πει Κύριο τον Ιησού, παρά μόνο με το Πνεύμα το Άγιο» (Α’ Κορινθίους, 12:3)· και αλλού· «Πνεύμα είναι ο Θεός και αυτοί που τον προσκυνούν πρέπει να τον προσκυνούν πνευματικά και αληθινά» (Κατά Ιωάννη, 4:24). Και ακόμη το ιερότατο λόγιο, που το προφέρομε κάθε ημέρα, δεν λέγει, «Ανάσταση Χριστού πιστεύσαντες», αλλά τι λέγει; «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν άγιον Κύριον Ιησούν, τον μόνον αναμάρτητον». Πως λοιπόν μας προτρέπει τώρα το Πνεύμα το Άγιο να λέμε σαν να είδαμε αυτήν που δεν είδαμε, «Ανάσταση Χριστού θεασάμενοι», ενώ αναστήθηκε ο Χριστός μία φορά πριν από χίλια έτη και ούτε τότε τον είδε κανένας να ανασταίνεται; Άραγε μήπως η θεία Γραφή θέλει να ψευδόμαστε; Μακριά μια τέτοια σκέψη· αντίθετα συνιστά μάλλον να λέμε την αλήθεια, ότι δηλαδή μέσα στον καθένα από εμάς τους πιστούς γίνεται η ανάσταση του Χριστού και αυτό όχι μία φορά, αλλά κάθε ώρα, όπως θα έλεγε κανείς, ο ίδιος ο Δεσπότης Χριστός ανασταίνεται μέσα μας, λαμπροφορώντας και απαστράπτοντας τις αστραπές της αφθαρσίας και της θεότητας. Διότι η φωτοφόρα παρουσία του Πνεύματος μας υποδεικνύει την ανάσταση του Δεσπότη, που έγινε το πρωί, ή καλύτερα μας επιτρέπει να βλέπομε τον ίδιο εκείνον τον αναστάντα. Γι’ αυτό και λέμε· «Θεός είναι ο Κύριος και εφανερώθηκε σε μας», και υποδηλώνοντας την Β’ Παρουσία του λέμε συμπληρωματικά· «ευλογημένος είναι αυτός που έρχεται στο όνομα του Κυρίου». Σε όποιους λοιπόν φανερωθεί ο αναστημένος Χριστός, οπωσδήποτε φανερώνεται πνευματικώς στα πνευματικά τους μάτια. Διότι, όταν έλθει μέσα μας δια του Πνεύματος, μας ανασταίνει από τους νεκρούς και μας ζωοποιεί και μας επιτρέπει να τον βλέπομε μέσα μας αυτόν τον ίδιο όλο ζωντανό, αυτόν τον αθάνατο και άφθαρτο, και όχι μόνον αυτό, αλλά και μας δίνει τη χάρη να γνωρίζομε ευκρινώς ότι συνανασταίνει και συνδοξάζει και εμάς μαζί του, όπως μαρτυρεί όλη η θεία Γραφή.
Αυτά λοιπόν είναι τα θεία μυστήρια των Χριστιανών, αυτή είναι η κρυμμένη μέσα τους δύναμη της πίστεώς μας, την οποία οι άπιστοι ή δύσπιστοι, ή καλύτερα να πω ημίπιστοι, δεν βλέπουν, ούτε βέβαια μπορούν καθόλου να τη δουν.Και άπιστοι, δύσπιστοι και ημίπιστοι είναι αυτοί που δεν φανερώνουν την πίστη με τα έργα. Διότι χωρίς έργα πιστεύουν και οι δαίμονες και ομολογούν ότι είναι Θεός ο Δεσπότης Χριστός. «Σε γνωρίζομε» (Μάρκος 1:24. Λουκάς 4:34), λένε,«εσένα τον Υιό του Θεού» (Ματθαίος 8:29), και αλλού· «αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου» (Πράξεις 16:17). Αλλά όμως ούτε τους δαίμονες ούτε τους ανθρώπους αυτούς θα ωφελήσει η τέτοια πίστη. Διότι δεν υπάρχει κανένα όφελος από τέτοια πίστη, επειδή είναι νεκρή κατά το θείο Απόστολο. Διότι λέγει· «η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή» (Ιακώβου, 2:26), όπως και τα έργα χωρίς την πίστη. Πως είναι νεκρή; Επειδή δεν έχει μέσα της τον Θεό που τη ζωογονεί, επειδή δεν απέκτησε μέσα της εκείνον που είπε· «αυτός που με αγαπά θα τηρήσει τις εντολές μου» (Ιωάννης, 14:21.23), «και εγώ και ο Πατέρας μου θα έλθουμε και θα κατοικήσομε μέσα του» (Ιωάννης, 14:23), για να εξαναστήσει με την παρουσία του από τους νεκρούς αυτόν που την κατέχει και να τον ζωοποιήσει και να του επιτρέψει να δει μέσα του και αυτόν που αναστήθηκε και αυτόν που ανέστησε.
Εξ αιτίας αυτού λοιπόν είναι νεκρή η τέτοια πίστη, η καλύτερα νεκροί είναι αυτοί που την κατέχουν χωρίς έργα. Διότι η πίστη στον Θεό πάντα ζει και επειδή είναι ζώσα ζωοποιεί αυτούς που προσέρχονται από αγαθή πρόθεση και την αποδέχονται, η οποία και έφερε πολλούς από το θάνατο στη ζωή και πριν από την εργασία των εντολών και τους υπέδειξε τον Χριστό και Θεό. Και θα ήταν δυνατό, εάν έμεναν πιστοί στις εντολές του και τις φύλαγαν μέχρι θανάτου, να διαφυλαχθούν και αυτοί απ’ αυτές, όπως δηλαδή έγιναν από μόνη την πίστη. Επειδή όμως μεταστράφηκαν, όπως το στραβό τόξο, και ακολούθησαν τις προηγούμενες πράξεις τους, εύλογα αμέσως βρέθηκαν να έχουν ναυαγήσει ως προς την πίστη και δυστυχώς στέρησαν τους εαυτούς τους από τον αληθινό πλούτο, που είναι ο Χριστός ο Θεός.
Για να μη πάθομε λοιπόν και εμείς αυτό το πράγμα,ζητώ να τηρήσομε με όση δύναμη έχομε τις εντολές του Θεού, για να απολαύσομε και τα παρόντα και τα μέλλοντα αγαθά, εννοώ δηλαδή αυτήν την ίδια τη θέα του Χριστού, την οποία είθε να επιτύχομε όλοι μας με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν».

Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος
(Φ. ΕΠΕ 19Δ, σελ. 113- 117). 

http://exprotestant.blogspot.gr

Πώς εξαγοράζει κανείς με σύνεση τον καιρό της παρούσας ζωής

Τίποτε από όλα τ’ άλλα δεν είναι τόσο ωφέλιμο για την ψυχή, η οποία επιλέγει νύκτα και ημέρα να μελετά το νόμο του Θεού, όσο η έρευνα των θείων Γραφών. Διότι μέσα σ’ αυ­τές βρίσκεται κρυμμένο το νόημα της χάριτος του Πνεύματος, η οποία γεμίζει τη νοερή αίσθηση της ψυχής με κάθε ηδονή, την υψώνει ολόκληρη από τα γήινα και την ταπείνωση των ορατών, και την καθιστά αγγελική και ομοδίαιτη με τους ίδιους τους αγγέλους. Αλλ’ όμως ας δούμε τι μας λέει καθημερινά ο θείος Απόστολος και ας εξετάσουμε με σύνεση μερικά από τα θεόπνευστά του λόγια, ώστε και με τον πλούτο που βρίσκεται μέσα σ’ αυτά να εφοδιαστούμε και τη χάρη του Πνεύματος να εντρυφήσουμε από εκεί προς ανεξάντλητη ευφροσύνη και απόλαυση της ψυχής.


Ποιο είναι λοιπόν αυτό που ερευνούμε; Αυτό που ο Παύλος συμβουλεύει λέγοντας,«εξαγοράζοντας τον και­ρό, διότι οι ημέρες είναι πονηρές». Πώς δηλαδή εξαγοράζει κανείς τον καιρό και ποιος είναι αυτός και ποιές οι πονηρές ημέρες εξαιτίας των οποίων οφείλουμε να εξαγοράζουμε τον καιρό;
Καιρός πραγμα­τείας κάθε ανθρώπου είναι αυτός της παρούσας ζωής· αυτής της ζωής εμφανώς πονηρές είναι οι ημέρες για εκείνους που δεν τις χρησιμοποιούν καλά. Κάθε άνθρωπος λοιπόν που ζει με σωφροσύνη και δικαιοσύνη και με υγιές φρόνημα και υπομένει με ψυχική ανδρεία και υπομονή τα επερχόμενα σ’ αυτόν επίπονα και λυπηρά αποτελέσματα των πειρασμών και θλίψεων, εξαγοράζει φρονίμως τον καιρό και πραγματεύεται τις πο­νηρές ημέρες της παρούσας ζωής. Και για να γίνει αυτό σαφέ­στερο θα αναφερθώ σ’ αυτά που συμβαίνουν καθημερινά στη ζωή.
Εκείνος που γνωρίζει να πραγματεύεται καλώς τον παρό­ντα καιρό, όταν έλθουν θλίψεις, ονείδη, ατιμίες και σκώμματα, επειδή γνωρίζει τα πράγματα και προβλέπει σαφώς το κέρδος από αυτά, τα αρπάζει, τα σηκώνει στους ώμους του και βαδίζει χαρούμενος, καταβάλλοντας αντί χρυσού μόνο υπομονή, κι έτσι μέσα σε μια στιγμή εξαγοράζει τον καιρό, τον οποίο άλλοι, παρ’ όλο που νηστεύουν πολλά χρόνια, αγρυπνούν, κοιμούνται κάτω και κοπιάζουν πολύ εδώ, δεν μπορούν να τον βρουν ή να τον λάβουν ή να τον κερδίσουν.
Εκείνος που δεν γνωρίζει να πραγματεύεται έτσι χάνει τον καιρό της σωτηρίας του. Εάν νομίζετε όμως, θα αναφέρουμε και άλλο παράδειγμα. Εάν δύο άνθρωποι εξαναγκαστούν από κάποιον να παραβούν εντολή του Θεού, κι ο ένας από δει­λία και φόβο των κολάσεων και τιμωριών που πρόκειται να επιβληθούν σ’ αυτόν δραπετεύσει και κρυφτεί, ενώ ο άλλος δείξει θάρρος και υπομείνει πολλά βάσανα για την εντολή του Θεού, ή υποστεί και τον ίδιο το θάνατο, ποιός από τους δύο εξαγόρασε τον καιρό; Εκείνος που κρύφτηκε και απέφυγε τις θλίψεις, ή εκείνος που έπαθε και υπέφερε πολλά ή και]ίσως πέθανε; Είναι ολοφάνερο οπωσδήποτε ότι αυτός είναι που εξαγόρασε τον καιρό, ενώ ο άλλος μαζί με τον καιρό ζημιώθηκε και τη σωτηρία της ψυχής του.

( άγιος Συμεών Νέος Θεολόγος )

www.pemptousia.gr

Πώς να διώχνω τους κακούς λογισμούς;



Κανένας αρχάριος στην πνευματική ζωή δεν μπορεί να διώξη τον κακό λο­γισμό, αν ίσως δεν τον διώξη ο Θεός. Δυνατές ψυχές μπορούν να πολεμήσουν και να διώξουν τούς κακούς λογισμούς, πλην κι αυτές όχι από λόγου τους, αλλά μαζί με τον Θεό, τους πολεμούν και τούς διώχνουν.

Όταν σου έρχονται κακοί λογισμοί να επικαλήσαι ακατάπαυστα τον Κύριον Ιησούν, ήγουν να λες την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Γιέ του θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», κι αυτοί θα φυγαδευθούν γιατί δεν υποφέρουν τη θέρμη πού ανά­βει στην καρδιά η προσευχή.

Η θέρμη αυτή είναι φωτιά που τους καίει, καθώς λέγει και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος.

Με το όνομα του Ιησού χτύπα και λάβωνε τους εχθρούς. Επειδή και ο Θεός ημών είναι φωτιά που αφανίζει την κακία.

ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

http://pragmatikoixristianoi.blogspot.gr/

«Ο,ΤΙ ΛΟΓΗΣ ΕΡΓΑ ΣΠΕΙΡΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΤΕΤΟΙΑ ΚΑΙ ΘΑ ΘΕΡΙΣΕΙ»



Κάποτε ο άρχοντας του τόπου επισκέφθηκε τον αββά Παλλάδιο, γιατί ήθελε να τον δει. Είχε ακούσει βέβαια τα σχετικά μ' αυτόν. και είχε πάρει μαζί του και έναν στενογράφο, στον οποίο έδωσε την εξής εντολή: «Εγώ τώρα μπαίνω να δω τον αββά, εσύ λοιπόν όσα θα μου πει, να τα γράψεις με ακρίβεια».

Μπαίνει μέσα ο άρχοντας και λέει στον Γέροντα: «Προσευχήσου για μένα, αββά, γιατί έχω πολλές αμαρτίες». «Μόνο ο Ιησούς Χριστός είναι αναμάρτητος» αποκρίνεται ο Γέροντας. Τον ρωτά ο άρχοντας: «Άραγε, αββά, θα τιμωρηθούμε για κάθε αμαρτία;» Κι απαντά ο Γέροντας: «Γράφει στην αγία Γραφή: Εσύ θα ανταποδώσεις στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του».

«Εξήγησέ μου τον λόγο αυτόν» παρακαλεί ο άρχοντας. «Το νόημά του είναι ολοφάνερο» αποκρίνεται ο Γέροντας, «αλλ' όμως άκουσε και λεπτομερώς. Στενοχώρησες τον πλησίον; Περίμενε από κάποιον να πάθεις το ίδιο.

Άρπαξες από τους κατωτέρους σου, γρονθοκόπησες φτωχό, ήσουν προσωπολήπτης σε δικαστήριο, ντρόπιασες, κακολόγησες, συκοφάντησες, είπες ψέματα εναντίον κάποιου, επιβουλεύθηκες την οικογενειακή τιμή των άλλων, ορκίστηκες ψευδόμενος, μετέθεσες όρια πατρικών χωραφιών, πρόσβαλες κτήματα ορφανών, καταστενοχώρησες χήρες, προτίμησες την εδώ πρόσκαιρη ηδονή από τα μελλοντικά αγαθά;Περίμενε την ανταπόδοση αυτών. Γιατί ό,τι λογής έργα σπείρει ο άνθρωπος, τέτοια και θα θερίσει.

Και βέβαια εάν έχεις κάνει και κάποια καλά έργα, να περιμένεις να σου ανταποδοθούν κι αυτά πολλαπλάσια, γιατί "Εσύ (ο Θεός) θα ανταποδώσεις στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του". Έχοντας στον νου σου, σ' όλη τη διάρκεια της ζωής σου, αυτή την τελική απόφαση, θα μπορέσεις να αποφύγεις τα περισσότερα αμαρτήματα».

«Και τί πρέπει να κάνω, αββά;» ρωτάει ο άρχοντας.
«Να συλλογιέσαι -του απαντά ο Γέροντας- τα αιώνια, τα ατελεύτητα, τα συνεχόμενα.... Εκεί είναι χώρα ζώντων που δεν κινδυνεύουν να πεθάνουν εξαιτίας της αμαρτίας, αλλά ζουν την αληθινή ζωή ενωμένοι με τον Χριστό».

Στέναξε τότε ο άρχοντας και είπε: «Πράγματι, αββά, έτσι είναι όπως τα είπες». και ξεκίνησε να επιστρέψει στο σπίτι του ευχαριστώντας τον Θεό για τη μεγάλη ωφέλεια που πήρε.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος θα μας πει: «Με τη μετάνοια γίνεται το πλύσιμο του μολυσμού των αισχρών πράξεων. Μετά δε από αυτήν, ακολουθεί η μετοχή του Αγίου Πνεύματος, όχι απλά, αλλά ανάλογα με την πίστη και την διάθεση και την ταπείνωση εκείνων που μετανοούν από όλη τους την ψυχή...»

«Γι' αυτό ο Θεός, επειδή είναι φιλάνθρωπος και οικτίρμων και επειδή θέλει τη σωτηρία μας, τοποθέτησε ανάμεσα σε μας και σ' Εκείνον την εξομολόγηση και τη μετάνοια και έδωσε την εξουσία σε καθένα που θέλει, να ανακαλέσει τον εαυτόν του από την πτώση του και με αυτήν να ξαναμπεί στην προ της πτώσεως κατάσταση και να αποκτήσει οικειότητα με τον Θεό και να βρεθεί μέσα στη δόξα του και στην παρρησία προς αυτόν. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και να γίνει πάλι κληρονόμος όλων των αγαθών που μας υποσχέθηκε ή και μεγαλυτέρων ακόμα, εάν θελήσει να επιδείξει θερμή μετάνοια. Γιατί, ανάλογα με τη μετάνοια, θα βρει και την ανάλογη παρρησία και οικειότητα προς τον Θεό κάθε άνθρωπος...».

"Για την ΜΕΤΑΝΟΙΑ,
την μοναδική λύση στα αδιέξοδά μας"
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» 

πηγή: www.agioritikovima.gr

Προσευχή χωρίς εὐλάβεια



Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἁμαρτία, ἀπό τό νά προσεύχεται κανείς χωρίς φόβο Θεοῦ, χωρίς προσοχή καί εὐλάβεια.
Ἐκεῖνος πού προσεύχεται ἤ ψάλλει ἀπρόσεκτα καί ἀσυναίσθητα, εἶναι φανερό πώς δέν ξέρει ποιός εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Θεός πάλι, σάν εὔσπλαχνος, θέλει νά ἐλεήσει αὐτό τόν ἄνθρωπο καί δέν μπορεῖ. Εἶναι καλύτερα, τολμῶ νά πῶ, νά μήν προσεύχεται κανείς καθόλου, παρά νά προσεύχεται χωρίς προσοχή.
Ἡ σωστή προσευχή εἶν᾿ ἐκείνη πού δέν γίνεται ἁπλά μέ τό στόμα, ἀλλά καί μέ τό νοῦ καί μέ τήν καρδιά. Ὅποιος λοιπόν δέν προσεύχεται ὁλοκληρωμένα, οὐσιαστικά δέν κάνει προσευχή, καί εἶναι ὑπόλογος γι᾿ αὐτό ἀπέναντι στό Θεό. Ἐκεῖνος πού προσεύχεται χωρίς συμμετοχή τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς του, κατά βάθος περιφρονεῖ τό Θεό. Καί πῶς θά ἐλεηθοῦμε ἀπό Ἐκεῖνον, ὅταν προσευχόμαστε μέ κενά λόγια, κι ὅταν ὁ νοῦς μας συντυχαίνει μέ τούς δαίμονες;
Πῶς νά μήν παροργίζουμε τόν Κύριο, ὅταν ἀπό τή μιά ἀπευθυνόμαστε σ᾿ Ἐκεῖνον κι ἀπό τήν ἄλλη ὁ νοῦς μας συλλογίζεται πράγματα ἄσχετα, ἄτοπα ἤ καί αἰσχρά; 
Ἕνας τέτοιος νοῦς δέν ἀνήκει στό Χριστό καί δέν θά παραδοθεῖ ποτέ σ᾿ Αὐτόν. 
Πῶς ὅμως θά μπορέσουμε νά προσευχόμαστε μέ προσοχή, θεῖο φόβο, εὐλάβεια καί κατάνυξη; 
Πῶς θά μπορέσουμε νά προσευχόμαστε μέ τή σταθερή καί ἐνεργητική συμμετοχή τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς μας;
Δέν θά τό κατορθώσουμε μόνοι μας. Στήν τέλεια προσευχή θά φτάσουμε, μόνο ἄν ζητήσουμε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο νά μᾶς φωτίσει μέ τό Πνεῦμα Του τό Ἅγιο, γιά ν᾿ ἀποκτήσουμε ἐπίγνωση τῆς ἄπειρης μεγαλοσύνης Του, νά νιώσουμε σέ ποιό φοβερό Θεό μπροστά στεκόμαστε. Καί ἀκόμα, ἄν Τόν παρακαλοῦμε θερμά ὄχι γιά μάταια καί πρόσκαιρα πράγματα, ἀλλά γιά τήν κάθαρσή μας ἀπό τά πάθη καί, προπαντός, τήν ἀπόκτηση ταπεινοῦ φρονήματος. Ὅποιος, ἀλήθεια, γνωρίσει τήν ἀπέραντη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖ παρά νά ταπεινωθεῖ  βαθιά μπροστά στή μακροθυμία Του.
Εἶναι λοιπόν ἀδύνατο νά προσεύχεται τέλεια ὁ νοῦς – καί ἑπομένως ἀδύνατο νά κατανυχθεῖ καί ἡ καρδιά – ἄν δέν δεχθεῖ πρῶτα τό φωτισμό καί τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό μυστικό φῶς τῆς θείας γνώσεως, πού δίνεται κατεξοχήν μ᾿ ἕναν τρόπο: μέ τήν ἐπίμονη καί ἔμπονη ἐπίκληση τοῦ Κυρίου καί τοῦ ἐλέους Του.
Ἐκεῖνος πού ἔμαθε γράμματα καί μορφώθηκε πολύ, πῶς μπορεῖ νά διαβάσει τά βιβλία του χωρίς φῶς; Ἔχει τά βιβλία. Ἄν ὅμως δέν ἔχει καί τό φῶς, πῶς θά τά μελετήσει; 
Τό ἰδιο συμβαίνει καί μέ τήν προσευχή. Πῶς θά «μελετήσουμε» καί θά γνωρίσουμε τό Θεό, χωρίς τό μυστικό φῶς τῆς θείας γνώσεως; 
Αὐτό τό φῶς δέν εἶναι παρά μιά νοητή, θεόσταλτη δύναμη, πού περικυκλώνει καί μαζεύει τό νοῦ, τόν ἐμποδίζει νά φεύγει καί νά διασκορπίζεται στά γήινα καί τόν καθηλώνει στήν πανευφρόσυνη θέα καί κοινωνία τοῦ Θεοῦ.
Ὅσο τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν φωτίζει τό νοῦ μας, ἡ προσευχή μας εἶναι ἄστατη καί ἄκαρπη. Καί ὁ νοῦς, λογιάζοντας πράγματα ἄτοπα – ἀκόμα κι αὐτά πού οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν ἀναγκαῖα – πλανιέται, χωρίς νά συνειδητοποιεῖ πώς γίνεται σκλάβος στό νοητό τύραννο, πού τόν τραβάει ἐδῶ κι ἐκεῖ, σέ μέριμνες, φροντίδες, ὑποθέσεις, προβλήματα «τοῦ κόσμου τούτου».

Ἄς ἀγωνιστοῦμε λοιπόν μ᾿ ὅλες μας τίς δυνάμεις γιά νά νικήσουμε τό «σπερμολόγο» διάβολο, πού μέ πονηρές ἐνθυμήσεις καί ἄκαιρες σκέψεις μᾶς κλέβει τόν ἀνεκτίμητο πνευματικό καρπό τῆς προσευχῆς καί κρατάει τήν ψυχή μας στό σκοτάδι. Ἄς παρακαλέσουμε θερμά τόν Κύριο, «τό φῶς τοῦ κόσμου», νά στείλει τό Ἅγιό Του Πνεῦμα καί νά διαλύσει μέ τό ἄκτιστο φῶς Του τό σκοτάδι αὐτό τῆς ψυχῆς μας, πού μόνο ἔτσι θά μπορέσει νά ἑνωθεῖ μέ τό Θεό, «τόν πανταχοῦ παρόντα καί τά πάντα πληροῦντα».

Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

Ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου

Ἀπό το βιβλίο: “ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ”
Βασισμένο σε κείμενο τοῦὉσίουΣυμεών τοῦ Νέου Θεολόγου

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ.

Μακαρισμός των Χριστιανών



α. Καλότυχοι εκείνοι, οπού δέχτηκαν το Χριστό, που σαν το φως έλαμψε μέσα στο σκοτάδι τους, γιατί αυτοί έγιναν τέκνα του, φωτός, πραγματικά, και της ημέρας.

β. Καλότυχοι εκείνοι οπού ντύθηκαν το φως του στη ζωή ετούτη, γιατί φορέσανε το ένδυμα του γάμου από τώρα κιόλας. Αυτοί δε θα δουν ποτέ τα χέρια ή τα πόδια τους δεμένα, κι ούτε θα γνωρίσουνε το πυρ το αιώνιο.

γ. Μακάριοι εκείνοι που αξιωθήκαν, φορώντας τούτο το κορμί ακόμη, να ιδούνε το Χριστό, μα τρισμακάριστοι εκείνοι που τον είδαν νοερά και τον προσκύνησαν πνευματικά, γιατί δε θα ιδούνε θάνατο εις τον αιώνα. Και μην αμφιβάλλεις καθόλου γι’ αυτό, βλέποντας πως και στα επίγεια πράγματα συμβαίνει το ίδιο: Όποιοι κατάδικοι αξιωθούν να ιδούν προσωπικά το βασιλιά λευτερώνονται απ’ τη θανατική ποινή αμέσως και τους χαρίζεται ή ζωή…

δ. Καλότυχοι εκείνοι, που εσθίουν το Χριστό την κάθε μέρα, με τέτοια θεωρία και γνώση, όπως ο προφήτης Ησαΐας τον άνθρακα γιατί, αυτοί θα καθαριστούν από κάθε μολυσμό σαρκός και πνεύματος.

ε. Καλότυχοι εκείνοι, οπού με το στόμα του νοός τους γεύονται την κάθε ώρα και στιγμή το άρρητο φως γιατί αυτοί θα περπατήσουν όλη τη ζωή τους «ως εν ήμερα ευσχημόνως» και όλο τον καιρό του βίου τους θα ζήσουν με χαρά και ευφροσύνη.
στ. Καλότυχοι εκείνοι, που γνώρισαν το φως του Κυρίου σαν τον ίδιο το Χριστό, από ετούτη τη ζωή ακόμη, γιατί αυτοί με παρρησία και χωρίς ντροπή θα παρουσιαστούν μπροστά του στη Δευτέρα Παρουσία.

ζ. Καλότυχοι εκείνοι, που πορεύονται όλο το βίο τους κάτω από το θείο φως του Χριστού, γιατί αυτοί θα είναι πάντοτε, και τώρα και στον μέλλοντα αιώνα, αδέλφια και συγκληρονόμοι του.

η. Καλότυχοι εκείνοι, όπου άναψαν από ετούτη τη ζωή το φως μέσ’ στην καρδιά τους και το κράτησαν άσβηστο, γιατί αυτοί βγαίνοντας από τούτη τη ζωή θα συναπαντήσουν το Νυμφίο ευχαριστημένοι και μ’ αναμμένες τις λαμπάδες τους θα μπουν μαζί του στο Νυμφώνα.

θ. Καλότυχοι εκείνοι, που δεν άφησαν να κυριέψει το μυαλό τους η ιδέα πως οι άνθρωποι δεν «πληροφορούνται» για τη σωτηρία τους όντας εν τη ζωή, αλλά στο θάνατο ή και μετά το θάνατο τους, γιατί αυτοί θ’ αγωνιστούνε από τώρα, πριν ειν’ αργά, να «πληροφορηθούν» τη σωτηρία τους.

ι. Καλότυχοι εκείνοι, που δεν αμφιβάλλουν για κανέν’ από τα όσα είπαμε πιο πάνω, κι ούτε σκεφτήκανε πως είναι κάτι ψεύτικο, γιατί αυτοί, κι αν ακόμη δεν απόχτησαν τίποτε από κείνα -πράγμα που δεν εύχομαι,- πάντως, θα βάλουν πολύ ζήλο και σπουδή να τ’ αποχτήσουν.

ια. Καλότυχοι εκείνοι, που ζητούν επίμονα να ‘ρθούνε προς το φως, καταφρονώντας όλα τ’ άλλα, γιατί αυτοί, ακόμα κι αν -όντας εν τη ζωή της γης- δε φτάσουνε να μπούνε μες στο φως, ίσως μπορέσουν με καλές ελπίδες να ταξιδέψουν για την άλλη ζωή, κ’ εκεί, να μπουν -έστω και σε θέσεις των μετρίων- στη χώρα του φωτός.

ιβ. Καλότυχοι εκείνοι, όπου χύνουν πικρά δάκρυα για τις αμαρτίες τους, γιατί αυτούς θα τους αγκαλιάσει το φως και θα αλλάξει σε γλυκό το πικρό δάκρυ τους.

ιγ. Καλότυχοι εκείνοι, όπου δέχονται από το θείο φως το φωτισμό και βλέπουν την αδυναμία τους ως και τη φοβερή ασχήμια, με την οποία είναι ντυμένη η ψυχή τους, γιατί αυτοί θα χύνουν δάκρυ μετανοίας ακατάπαυστα και με τ’ αυλάκι ετούτο των δακρύων τους θα καθαρίζονται και θα λευκαίνονται μονάχοι τους.

ιδ. Καλότυχοι εκείνοι, όπου ζύγωσαν το θείο φως και μπήκαν μέσα σ’ αυτό γινόμενοι ολάκεροι όπως το φως, κ’ έγιναν μ’ εκείνο μια ουσία, ένα σώμα, γιατί αυτοί έβγαλαν σίγουρα την ακάθαρτη στολή τους, που φορούσαν μέχρι τώρα, από πάνω τους και δε θα χύσουνε πια δάκρυα πικρά.

ιε. Καλότυχοι εκείνοι, όπου βλέπουνε το ένδυμα τους ωσάν το Χριστό να λάμπει, γιατί αυτοί θα γεμίζουνε την κάθε ώρα και στιγμή από ανέκφραστη χαρά και μέσα σε κάποιαν απορία και έκπληξη, θα δακρύζουν γλυκύτατα, γνωρίζοντας τον εαυτό τους από τώρα κιόλας γιό και συμμέτοχο της αναστάσεως.

ιστ. Καλότυχοι εκείνοι, όπου έχουν άγρυπνο το νοερό τους οφθαλμό και πάντα ολάνοιχτο, και βλέπουνε το θείο φως σε κάθε προσευχή τους, συνομιλώντας μ’ αυτό στόμα με στόμα. Γιατί αυτοί έγιναν πια ισότιμοι με τους αγγέλους- κι αν και μου φαίνεται λιγάκι τολμηρό, για να το πω- και, μάλιστα, έγιναν ή θα γίνουνε ανώτεροι ακόμη κι από τους αγγέλους, γιατί, ενώ οι άγγελοι τον υμνούν, ετούτοι συνομιλούν με το Θεό. Κι αν έφτασαν σε τούτο το σημείο τελειότητας και προχωρούν ολοένα, όντας ακόμα στον επίγειο βίο τους και με τα δεσμά της φθαρτής σάρκας τους σφιχτά δεμένοι, τι λογής δόξα θα γνωρίσουν υστερ’ από την ανάσταση, όταν ντυθούν το πνευματικό και άφθαρτο εκείνο σώμα; Κι οπωσδήποτε θα γίνουν όχι μονάχα ισότιμοι με τους αγγέλους, αλλά θα γίνουν όμοιοι και με τον Κύριο και Δεσπότη των αγγέλων, το Χριστό, καθώς είναι γραμμένο: «οίδαμεν, λέγει, ότι όταν αποκαλυφθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα» (Α’ Ιωάν. γ’ 2).

ιζ. Καλότυχος ο χριστιανός εκείνος, όπου με την προσευχή του στέκεται μπροστά στον ίδιο το Θεό, βλέποντάς τον και βλεπόμενος απ’ το Θεό, κ’ αισθανόμενος τον εαυτό του έξω απ’ τον κόσμο ετούτο και μέσα στο Θεό μονάχο, μην έχοντας τη δύναμη να ξεχωρίσει αν βρίσκεται «εν σώματι, είτε εκτός του σώματος», γιατί αυτός θ’ ακούσει «άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β’ Κορ. ιβ’ 2- 4) και θα ιδεί «α οφθαλμός ουκ είδε, ουδέ ους ήκουσεν, ουδέ επί καρδίαν άνθρωπου σαρκίνην ανέβη» (Α’ Κορ. β’ 9).

ιη. Καλότυχος εκείνος, όπου αντικρύσει μέσα του το φως του Κόσμου, την ίδια τη μορφή του Χριστού γιατί αυτός μπορεί να λογαριαστεί σαν την Παναγία, τη Μητέρα του Χριστού, έχοντας μέσα του τον ίδιο το Χριστό σαν βρέφος, όπως Εκείνος με τ’ αληθινόλαλό του στόμα το βεβαίωσε, λέγοντας : «Μήτηρ μου και αδελφοί και φίλοι ούτοι είσι». Ποιοί, δηλαδή; «Οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και ποιούντες αυτόν» (Λουκ. η’ 21 ). Έτσι, εκείνοι που δεν τηρούν τις εντολές του Θεού αποξενώνουν θεληματικά τον εαυτό τους απ’ τη χάρη εκείνη, που αναφέραμε πριν λίγο, γιατί τούτο το πράγμα, ήταν, είναι και θα είναι πάντα δυνατό να κατορθωθεί. Και ξέρουμε, πως έχει γίνει, στις μέρες μας και θα γίνεται και στο μέλλον, με όλους τους Χριστιανούς, που τηρούν τις εντολές και τα προστάγματα του Θεού.

Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου

http://www.pentapostagma.gr

Δάκρυα κατανύξεως



Μέσα στά θεόπνευστα κείμενα τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Στουδίτη, ἀνάμεσα στίς ἄλλες θαυμάσιες διδαχές του, βρέθηκε γραμμένο καί τοῦτο: «Ἀδελφέ, νά μήν κοινωνήσεις ποτέ σου τά Ἄχραντα Μυστήρια χωρίς δάκρυα». Αὐτό τό φύλαξε ὁ ἴδιος σ᾿ ὅλη του τή ζωή, γι᾿ αὐτό τό δίδαξε καί σέ μᾶς. Ἀλλά μόλις τ᾿ ἄκουσαν μερικοί, ὄχι μόνο λαϊκοί ἀλλά καί μοναχοί ὀνομαστοί στήν ἀρετή, παραξενεύτηκαν καί εἶπαν: “Ἐμεῖς λοιπόν πρέπει νά μένουμε σχεδόν πάντα ἀκοινώνητοι, γιατί εἶν᾿ ἀδύνατο νά κοινωνοῦμε κάθε φορά μέ δάκρυα”.
Ἀκούγοντας τους ἐγώ ὁ ἄθλιος, ἀποτραβήχθηκα κι ἔκλαψα πικρά.Ἀλλοίμονο στή τύφλωση καί τήν ἀναισθησία τους! Ἄν φρόντιζαν νά ἔχουν ἀδιάλειπτη μετάνοια, δέν θά τό ἔλεγαν ἀδύνατο. Ἄν εἶχαν καρπούς πνευματικούς, δέν θά ἦταν ἀμέτοχοι σ᾿ αὐτό τό θεῖο χάρισμα. Ἄν ἀποκτοῦσαν γνήσιο φόβο Θεοῦ, θά παραδέχονταν πώς μπορεῖ κανείς νά κλαίει ὄχι μόνο ὅταν κοινωνεῖ, ἀλλά πάντα. 

“Καί ὅμως”, λένε ἐκεῖνοι, “δέν εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εὐκολοκατάνυκτοι. Ὑπάρχουν πολλοί, πού ἔχουν μιά φυσική σκληρότητα. Αὐτοί δέν κλαῖνε οὔτε ὅταν τούς δέρνουν. Πῶς λοιπόν μποροῦν νά μεταλαβαίνουν πάντα μέ δάκρυα;”.

Ἀλλά, ρωτάω κι ἐγώ, πῶς συμβαίνει νά εἶναι ἄλλος δυσκολοκατάνυκτος καί ἄλλος εὐκολοκατάνυκτος; Πῶς ἔγινε ἔτσι ὁ πρῶτος καί ἀλλιῶς ὁ δεύτερος; Ἀκοῦστε: Ὁ δυσκολοκατάνυκτος ἔγινε τέτοιος ἀπό προαίρεση κακή, ἀπό λογισμούς πονηρούς καί ἀπό ἔργα ἁμαρτωλά. Ὁ Εὐκολοκατάνυκτος, ἀντίθετα, ἀπό προαίρεση καλή,
ἀπό λογισμούς ἀγαθούς καί ἀπό ἔργα ἀρετῆς. Σκέψου καί θά δεῖς, ὅτι πολλοί ἄνθρωποι πού ἦταν καλοί, ἔγιναν κακοί διαμέσου αὐτῶν τῶν τριῶν: τῆς προαιρέσεως, τῶν λογισμῶν καί τῶν ἔργων. Καί ἄλλοι, πού ἦταν κακοί, ἔγιναν καλοί πάλι μ᾿ αὐτά. Ὁ Ἑωσφόρος ἀπό ποῦ ἔπεσε; Δέν ἔπεσε ἀπό προαίρεση καί λογισμό πονηρό; Ὁ Καίν ἀπό ποῦ ἔγινε ἀδελφοκτόνος, ἄν ὄχι ἀπό κακή προαίρεση καί πονηρούς λογισμούς φθόνου κατά τοῦ Ἄβελ; Καί ὁ Σαούλ ἀπό ποῦ παρακινήθηκε νά σκοτώσει τό Δαβίδ, πού τιμοῦσε καί ἀγαποῦσε πρωτύτερα; Ἀπό τή φύση του ἤ ἀπό τήν κακή του προαίρεση; Ἀσφαλῶς ἀπό τή δεύτερη, γιατί κανένας δέν ἔγινε ἀπό τό Θεό πονηρός. Ἀλλά τί θά ποῦμε καί γιά τούς ληστές, πού σταυρώθηκαν μαζί μέ τό Χριστό; Ὁ ἕνας, πού εἶχε ἀγαθή προαίρεση, πίστεψε καί παρακαλοῦσε μετανοημένος τόν Κύριο νά τόν πάρει μαζί Του στή βασιλεία Του. Καί ὁ ἄλλος, πού εἶχε πονηρή προαίρεση, ἀπιστοῦσε καί Τόν ὀνείδιζε.
Ἑπομένως ὁ καθένας γίνεται εἴτε εὐκολοκατάνυκτος καί ταπεινός εἴτε δυσκολοκατάνυκτος καί ὑπερήφανος ἀπό τήν αὐτεξουσιότητα τῆς προαιρέσεώς του. Γιά νά τό καταλάβετε ὅμως καλύτερα, ἀκοῦστε καί τό παρακάτω παράδειγμα.

Δύο ἄνθρωποι, ἴσως καί σαρκικοί ἀδελφοί, εἶναι συνομήλικοι, ὁμότεχνοι, ὁμόγνωμοι, ὅμοιοι σέ ὅλα. Συμβαίνει μάλιστα νά εἶναι καί οἱ δύο κακοί, ἄσπλαχνοι, φιλάργυροι, ἀκόλαστοι – μέ δυό λόγια, βουτηγμένοι μέσα στό βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας. Αὐτοί λοιπόν οἱ δύο ἀδελφοί πᾶνε σέ μοναστήρι καί γίνονται μοναχοί. Ὁ ἕνας ἀπέχει ἀπ᾿ ὅλα τά κακά, καί μέ πολύ κόπο κατορθώνει νά γίνει ἐνάρετος. Ὁ ἄλλος, ἀντίθετα, δέν κάνει τίποτα γιά νά βελτιωθεῖ. Γίνεται μάλιστα χειρότερος ἀπό πρίν. Γιατί λοιπόν δέν κατόρθωσαν καί οἱ δύο τήν ἀρετή ἤ δέν κυλίστηκαν καί οἱ δύο ὅμοια στήν κακία; Ἐπειδή ὁ πρῶτος, μόλις μπῆκε στό μοναστήρι, ἄρχισε νά μιμεῖται τούς ἐναρέτους Πατέρες, νά προσέχει τήν ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καί νά συναγωνίζεται τούς ἄλλους στή νηστεία, στίς προσευχές, στή σιωπή, στήν κατάνυξη, στήν πραότητα. Ὑπέμεινε ἀκόμα μέ προθυμία καί καρτερία τίς ταπεινώσεις, τίς θλίψεις καί τούς κόπους τῆς ἀσκήσεως χωρίς γογγυσμό, ἔκανε ὅ,τι τόν πρόσταζαν χωρίς ἀντιλογία κι ἔτρεχε πρῶτος στίς πιό εὐτελεῖς ἐργασίες. Κοντολογῆς, ἔκανε μ᾿ ἐπίγνωση ὅλα ὅσα μᾶς διδάσκουν οἱ ἱερές Γραφές, γιά νά βρεῖ ἔλεος ἀπό τό Θεό καί νά συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες του. Ὁ ἄλλος ὅμως δέν ἔκανε τίποτε ἀπ᾿ αὐτά, καί ἔμεινε ἀδιόρθωτος, ὅπως ἦταν καί πρίν γίνει μοναχός, γιά νά μήν πῶ πώς ἔγινε καί χειρότερος. Πῶς λοιπόν αὐτοί οἱ δυό τόσο ὅμοιοι ἄνθρωποι ἀκολούθησαν τόσο διαφορετικό δρόμο; Ἀσφαλῶς ἀπό τήν καλή του προαίρεση ὁ ἕνας καί ἀπό τήν κακή ὁ ἄλλος.

Ἔτσι καί κάθε ἄνθρωπος δέν γίνεται εὐκολοκατάνυκτος ἤ σκληρόκαρδος παρά ἀπό τήν προαίρεσή του, καθώς καί ἀπό τήν ἐσωτερική τοποθέτηση καί τήν πολιτεία του. Γιατί πῶς εἶναι δυνατό νά ἔχει δάκρυα κατανύξεως, ἐκεῖνος πού συνεχῶς διασπᾶται σέ χίλιες δυό μάταιες μέριμνες, καί δέν ἔχει νοῦ γιά προσευχή, γιά σιωπή, γιά ἡσυχία, γιά ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν βιβλίων; Πῶς μπορεῖ ν᾿ ἀποκτήσει κατάνυξη, ἐκεῖνος πού περιεργάζεται «τούς πάντας καί τά πάντα», καί θέλει νά μαθαίνει τό καθετί καί ν᾿ ἀνακατεύεται στίς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων; Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος πότε θά βρεῖ χρόνο ν᾿ ἀναλογισθεῖ τίς ἁμαρτίες του, νά συντριβεῖ καί νά κλαψεῖ γιά τίς πτώσεις του, νά σκεφτεῖ καί νά μελετήσει τά σφάλματά του;

Ὅποιος δέν κλείνει τό στόμα του γιά νά μήν πεῖ ἄπρεπες ἤ περιττές κουβέντες, ὅποιος δέν κλείνει τ᾿ αὐτιά του γιά νά μήν ἀκούει μάταια κι ἀνώφελα λόγια, αὐτός δέν θυμᾶται τή φοβερή ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Δέν σκέφτεται ὅτι θά σταθεῖ μπροστά στό φοβερό κριτήριο τοῦ Χριστοῦ γυμνός κι ἀνυπεράσπιστος, καί θά δώσει ἀπολογία γιά κεῖνα πού ἔκανε στή ζωή του. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι δυνατό ν᾿ ἀποκτήσει δάκρυα καί νά κλάψει ἀπό μετάνοια καί κατάνυξη, ἔστω κι ἄν ζήσει ἑκατό χρόνια. Καί μπορεῖ νά πηγαίνει στήν ἐκκλησία καί νά συμμετέχει στίς ἱερές ἀκολουθίες μαζί μέ τούς εὐσεβεῖς πιστούς, ἀλλά τό κάνει ἀπό συνήθεια, σάν μιά ρουτίνα, μέ ἀμέλεια καί ὀκνηρία. Γι᾿ αὐτό βγαίνει ἀπό τό ναό τοῦ Θεοῦ χωρίς ὠφέλεια, καί δέν αἰσθάνεται καμιά ἀλλοίωση πρός τό καλύτερο στήν ψυχή του.

Ἄν λοιπόν θέλουμε δάκρυα, πρέπει νά βιάσουμε τόν ἑαυτό μας καί νά ὑπομένουμε τίς θλίψεις, τίς ταπεινώσεις καί τούς πειρασμούς, θεωρώντας τόν ἑαυτό μας χειρότερο ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἄν θέλουμε κατάνυξη, πρέπει νά δουλέψουμε πρῶτα σ᾿ ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Ἡ κατάνυξη εἶναι μιά θεία φωτιά, πού διαλύει τά πάθη. Τά δάκρυά της πλένουν καί καθαρίζουν τή λερωμένη ἀπό τήν ἁμαρτία ψυχή μας. Κανένας ἄνθρωπος δέν ἁγιάσθηκε, δέν ἔλαβε Πνεῦμα Ἅγιο καί δέν ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά καθαριστεῖ πρῶτα μέσα στά δάκρυα τῆς κατανύξεως, τῆς μετάνοιας καί τῆς συντριβῆς.
Ἐκεῖνοι μάλιστα πού ἰσχυρίζονται ὅτι δέν μπορεῖ νά κλαίει κανείς κάθε μέρα, φανερώνουν ἔτσι πώς εἶναι γυμνοί ἀπό ἀρετή. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς τό λένε καθαρά: Ἐκεῖνος πού θέλει νά κόψει τά πάθη του, μόνο μέ τά δάκρυα θά τά κόψει. Κι ἐκεῖνος πού θέλει ν᾿ ἀποκτήσει ἀρετές, μόνο μέ πένθος θά τό κατορθώσει. Ἀλήθεια, σέ τί χρησιμεύουν τά ἐργαλεῖα μιᾶς τέχνης, ὅταν λείπει ὁ τεχνίτης, πού γνωρίζει νά τά μεταχειριστεῖ καί νά φτιάξει ὅ,τι θέλει; Δέν χρησιμεύουν σέ τίποτα. Σέ τί ὠφελεῖ τόν κηπουρό νά σκάψει ὅλο του τόν κῆπο καί νά φυτέψει κάθε λογῆς λαχανικά, ἄν δέν κατεβεῖ βροχή νά τά ποτίσει; Δέν τόν ὠφελεῖ σέ τίποτα. Ἔτσι κι ἐκεῖνος πού μεταχειρίζεται τίς ἄλλες ἀρετές καί κοπιάζει νά τίς ἀποκτήσει, δέν ὠφελεῖται καθόλου χωρίς τήν ἁγία κατάνυξη, τήν ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὅλων τῶν ἀρετῶν.
Λοιπόν, ἀδελφοί μου, πρίν καί πάνω ἀπ᾿ ὅλες τίς ἀρετές εἶναι ἡ μετάνοια, τό πένθος καί τά δάκρυα, πού ἀκολουθοῦν τό πένθος. Οὔτε πένθος γίνεται χωρίς μετάνοια, οὔτε δάκρυα χωρίς πένθος. Καί τά τρία εἶναι ἀλληλένδετα, καί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει τό ἕνα χωρίς τά ἄλλα. Ἄς μή λέμε λοιπόν ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά κλαῖμε κάθε μέρα, γιατί ἐρχόμαστε σέ ἀντίθεση μέ τόν Κύριο, πού μακάρισε ὅσους κλαῖνε, καί ὑποσχέθηκε ὅτι θά γελάσουν ἀπό χαρά καί ἀγαλλίαση στήν οὐράνια βασιλεία Του: «Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε».

Γιά νά ἔρθει ὅμως καί σέ μᾶς ἡ χάρη τῶν δακρύων, πρέπει, ὅπως εἴπαμε, νά διαβάζουμε ἀδιάκοπα τά ἱερά βιβλία, νά ὑπομένουμε καρτερικά τίς θλίψεις, τούς ἐμπαιγμούς, τίς κατηγορίες καί τίς διαβολές, νά προσευχόμαστε στό Θεό γι᾿ αὐτούς πού μᾶς κάνουν κακό, νά ταπεινώνουμε τόν ἑαυτό μας σέ κάθε εὐκαιρία, ν᾿ ἀποφεύγουμε τή φλυαρία καί νά μήν ἀσχολούμαστε μέ τούς ἄλλους, ἀλλά νά σκεφτόμαστε μόνο τίς δικές μας ἁμαρτίες καί νά μετανοοῦμε βαθιά γι᾿ αὐτές. Κι ἄν δέν ἔχουμε δάκρυα, τουλάχιστο νά τά ζητᾶμε ἀπό τό Θεό. Ἡ αὐτομεμψία καί τό πένθος, πάντως, βοηθοῦν τήν ψυχή νά βρεῖ τήν κατάνυξη. Πρῶτος καρπός τοῦ πένθους γιά τίς ἁμαρτίες μας εἶναι τά δάκρυα, πού προσφέρονται στό Θεό σάν θυσία εὐπρόσδεκτη καί καθαρίζουν τό ρύπο τῆς ψυχῆς. Κι ὅταν ἡ ψυχή ἔρθει σέ κατάσταση μετάνοιας κι ἀληθινοῦ πένθους, δέν περνάει οὔτε μιά μέρα δίχως δάκρυα, ὅπως ὁ προφήτης Δαβίδ, πού ἔλεγε: «Λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τήν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τήν στρωμνήν μου βρέξω».

Ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου

Ἄς ἀγωνιστοῦμε λοιπόν κι ἐμεῖς νά μετανοήσουμε ἀληθινά, ν᾿ ἀποκτήσουμε ἐπίγνωση τῶν πολλῶν καί μεγάλων ἁμαρτημάτων μας καί νά καθαριστοῦμε ἀπ᾿ αὐτά, ἀκούγοντας τήν προτροπή τοῦ ἁγίου ἀδελφοθέου Ἰακώβου: «Καθαρίσατε χεῖρας ἁμαρτωλοί καί ἁγνίσατε καί κλαύσατε· ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μεταστραφήτω καί ἡ χαρά εἰς κατήφειαν. Ταπεινώθητε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καί ὑψώσει ὑμᾶς».


Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

Ἀπό τό βιβλίο: “ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ”

Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττική.

Έχεις όσα λένε οι μακαρισμοί του Χριστού;



Ο Χριστός και Θεός μας φωνάζει καθημερινά ολοκάθαρα διά του ευαγγελίου του, «μακάριοι είναι οι πτωχοί στο φρόνημα, διότι δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών».
Ακούγοντας λοιπόν εμείς αυτό οφείλουμε να προσέχουμε και να εξετάζουμε με ακρίβεια τους εαυτούς μας, αν είμαστε πραγματικά τέτοιοι πτωχοί, ώστε να είναι και δική μας η βασιλεία των ουρανών τόσο, ώστε να έχουμε με συναίσθηση της ψυχής σίγουρη την κτήση αυτής και τόσο να κατέχουμε τον πλούτο της, ώστε να αι­σθανόμαστε αδίστακτα ότι υπάρχουμε μέσα σ’ αυτήν και να ευφραινόμαστε εντρυφώντας με τα εκεί καλά. Διότι ο Κύριος είπε ότι αυτή βρίσκεται μέσα μας.

Σημεία και απόδειξη ότι αυτή βρίσκεται μέσα σε κάποιον, είναι ότι αυτός δεν επιθυμεί κανένα από τα ορώμενα και φθειρόμενα, εννοώ δηλαδή τα πράγματα και τα τερπνά του κόσμου αυτού, ούτε πλούτο, ούτε δόξα, ούτε τρυφή, ούτε άλλη βιωτική ή σωματική απόλαυση, αλλά τόσο απέχει από όλα αυτά και με τόση αηδία διάκειται προς αυτά κατά τη ψυχή και προαίρεση, με όση διάκεινται εκείνοι που διαπρέπουν στην εξουσία και τη βασιλική τιμή προς εκείνους που ζουν επάνω σε πορνική σκηνή, και όσο αποστρέφονται τη δυσωδία και το βόρβορο όσοι φορούν καθαρά ρούχα και είναι αλειμμένοι με ευωδιαστό μύρο. Διότι εκείνος που περιστρέφεται γύρω από ένα πράγμα αυτών των ορωμένων ούτε είδε τη βασιλεία εκείνη των ουρανών ούτε οσφράνθηκε ούτε γεύθηκε την ευφροσύνη και γλυκύτητά της.

Και πάλι λέγει· «μακάριοι είναι εκείνοι που πενθούν, διότι αυτοί θα παρηγορηθούν». Ας δούμε λοιπόν πάλι και ας εξετάσουμε τους εαυτούς μας, αν έχουμε μέσα μας το πένθος, και τι εννοεί με την παρηγορία που ακολουθεί το πένθος. Πρώτα είπε ότι οι πτωχοί στο πνεύμα είναι μακάριοι, διότι δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών. 
Οι πτωχοί όμως στο πνεύμα, όπως είπα­με, δεν έχουν καμμιά συμπάθεια προς τα παρόντα ούτε προσκολλούν προς αυτά με εμπάθεια τον λογισμό, έστω και γι’ απλή ευχαρίστηση. Πώς λοιπόν θα πενθήσει και γιατί αυτός που σιχάθηκε όλον τον κόσμο κι’ απομακρύνθηκε από αυτόν ως προς τη διάθεση του λογισμού περισσότερο, από όσο τον προσεγγίζει κατά το σώμα;
Αυτός που δεν έχει την επιθυμία σε κάτι από τα ορώμενα για ποιό πράγμα άραγε θα λυπηθεί ή θα χαρεί, και πώς θα πενθήσει εκείνος που έχει την βασιλεία των ουρανών και ευφραίνεται μέσα σ’ αυτήν καθημερινά; Διότι είπε ότι εκείνοι που πενθούν δέχονται την παράκληση. Αλλά προσέχετε, παρακαλώ, τα λεγόμενα και θα αντιληφθείτε το νόημα και τον σκοπό του λε­γομένου.

Ο πιστός άνθρωπος, που προσέχει πάντοτε με ακρίβεια τις εντολές του Θεού, όταν εκτελέσει όλα τα οριζόμενα από τις θείες εντολές και ανεβάσει τη διάνοιά του προς το ύψος αυτών, δηλαδή προς την άψογη διαγωγή και καθαρότητα, τότε εξετάζοντας τα μέτρα του, θα βρει ότι είναι ασθενής και ανίκανος να φθάσει στο ύψος εκείνο των εντολών, θα βρει ότι είναι πολύ πτωχός, δηλαδή ανάξιος να υποδεχθεί τον Θεό, να του αποδώσει ευχαριστία και να τον δοξολογήσει, διότι δεν απέκτησε ακόμη κανένα δικό του αγαθό.
Αυτός που με συναίσθηση ψυχής σκέ­πτεται αυτά για τον εαυτό του θα πενθήσει οπωσδήποτε με το μακαριότατο πραγματικά πένθος, το οποίο και την παρηγορία δέχεται και πραεία καθιστά τη ψυχή.

Η προκαλούμενη δηλαδή από το πένθος παρηγοριά είναι αρραβώνας της βασιλείας των ουρανών. Διότι η πίστη, κατά τον απόστολο, είναι υπόσταση ελπιζομένων πραγμάτων, παρηγο­ρία είναι η γινομένη από την έλλαμψη του Πνεύματος επιδημία του Θεού στις ψυχές που πενθούν, που τις βραβεύει για την ταπεινοφροσύνη τους, η οποία ονομάζεται και σπόρος και τά­λαντο. 
Αυτή, αυξανόμενη και πολλαπλασιαζόμενη στις ψυχές των αγωνιστών καρποφορεί για τον Θεό κατά τριάντα και εξήντα και εκατό, καρπό άγιο των χαρισμάτων του Πνεύματος. Διό­τι, όπου υπάρχει αληθινή ταπείνωση, εκεί υπάρχει και βυθός ταπεινοφροσύνης· και όπου υπάρχει ταπεινοφροσύνη, εκεί υπάρχουν και ελλάμψεις του Πνεύματος. 
Και όπου υπάρχουν οι ελλάμψεις του Πνεύματος, εκεί υπάρχει φωτοχυσία Θεού και Θεός με σοφία και γνώση των μυστηρίων του. Όπου πάλι υπάρχουν αυτά, εκεί υπάρχει βασιλεία ουρανών και επίγνωση βασιλείας και οι κρυμμένοι θησαυροί της γνώσεως του Θεού, μεταξύ των οποίων είναι η φανέρωση της πνευματικής πτωχείας.
Όπου τέ­λος υπάρχει αίσθηση πνευματικής πτωχείας, εκεί υπάρχει και το χαρμόσυνο πένθος, εκεί και τα αδιάκοπα χυνόμενα δάκρυα, που καθαρίζουν τη ψυχή που τ’ αγαπά και την καθιστούν τελείως φωτεινότατη.

Μ’ αυτά λοιπόν ανυψούμενη η ψυχή και αναγνωρίζοντας τον Δεσπότη της, αρχίζει να καρποφορεί με ζήλο τις άλλες αρετές για τον εαυτό της και τον Χριστό. Και εύλογα. Διότι, ποτιζόμενη πάντοτε και λιπαινόμενη με τα δάκρυα και σβήνοντας τε­λείως το θυμοειδές της γίνεται ολόκληρη πραεία και ακίνητη εντελώς προς την οργή, και επιθυμεί και ορέγεται, καθώς πεινά και διψά συγχρόνως, να μάθει τα δικαιώματα του Θεού.
Έτσι γίνεται και ελεήμων και συμπαθής, ώστε με όλα αυτά να καθί­σταται καθαρή η καρδιά της, και αυτή να φθάνει σε οπτασία του Θεού και να βλέπει καθαρά τη δόξα του σύμφωνα με την υπό­σχεση. 
Αυτοί λοιπόν που έχουν τέτοιες τις ψυχές τους είναι πραγματικά ειρηνοποιοί και ονομάζονται υιοί του Υψίστου, οι οποίοι και γνωρίζουν καθαρά τον Πατέρα και Δεσπότη τους, και τον αγαπούν με όλη τη ψυχή τους, υπομένοντας γι’ αυτόν κάθε πόνο και κάθε θλίψη, υβριζόμενοι, περιπαιζόμενοι, στενοχωρούμενοι για χάρη της δικαίας εντολής του, την οποία μας πα­ρήγγειλε να φυλάσσουμε, και ονειδιζόμενοι και διωκόμενοι, υπομένουν με χαρά κάθε πονηρό λόγο εκφερόμενο εναντίον τους ψευδώς χάριν του ονόματός του, νοιώθοντας αγαλλίαση διότι γενικά αξιώθηκαν ν’ ατιμασθούν από ανθρώπους για την αγάπη του.

Μάθετε καλά, αδελφοί, το αληθινό εκτύπωμα της σφραγίδας του Χριστού. Αναγνωρίστε, οι πιστοί, τις ιδιότητες του χαρα­κτήρα της. Μια πραγματική σφραγίδα υπάρχει, η έλλαμψη του Πνεύματος, αν και πολλές είναι οι όψεις των ενεργειών της και πολλά τα γνωρίσματα των αρετών της, των οποίων πρώτο και αναγκαιότερο είναι η ταπείνωση ως αρχή και θεμέλιο, διότι, λέ­γει, «προς ποίον θα ρίψω τα μάτια μου, παρά προς εκείνον που είναι πράος και ήσυχος και τρέμει τους λόγους μου;»· δεύτερο είναι το πένθος και η πηγή των δακρύων, για τα οποία θέλω να πω πολλά, αλλά στερούμαι τα λόγια με τα οποία επιθυμώ να εκφράσω τα σχετικά με αυτά. 
Πράγματι είναι θαύμα ανεκλάλητο, διότι τα δάκρυα που τρέχουν διά μέσου των αισθητών οφθαλμών εκπλύνουν νοερά την ψυχή από το βόρβορο των αμαρτημάτων και πέφτοντας στη γη φλέγουν και συντρίβουν τους δαίμο­νες και ελευθερώνουν τη ψυχή από τα αόρατα δεσμά της αμαρτίας.

Ω δάκρυα, τα οποία αναβλύζετε από την θεία έλλαμψη και διανοίγετε τον ίδιο τον ουρανό και μου προξενείτε θεία παρηγοριά. Διότι πάλι και πάλι, κυριευμένος από ηδονή και πόθο, λέγω τα ίδια. Όπου υπάρχει πλήθος δακρύων, αδελφοί, συνοδευόμενο από γνώση αληθινή, εκεί υπάρχει και απαύγασμα θείου φωτός. 
Και όπου υπάρχει απαύγασμα φωτός, εκεί υπάρχει χορη­γία όλων των καλών και η σφραγίδα του αγίου Πνεύματος φυτευμένη στην καρδιά, από το οποίο προέρχονται όλοι οι καρποί της ζωής· από εδώ καρποφορείτε για τον Χριστό πραότητα, ει­ρήνη, ελεημοσύνη, συμπάθεια, χρηστότητα, αγαθωσύνη, πίστη, εγκράτεια, από εδώ προέρχεται το ν’ αγαπά κανείς τους εχθρούς, και να εύχεται γι’ αυτούς, να χαίρεται κατά τους πειρασμούς και να υπερηφανεύεται στις θλίψεις, να θεωρεί δικά του τα ξένα πταίσματα και να κλαίει γι’ αυτά, το να προσφέρει τη ζωή του πρόθυμα σε θάνατο για τους αδελφούς του.
Ας προσέξουμε λοιπόν, αδελφοί, και ας εξετάσουμε με ακρίβεια τους εαυτούς μας και ας γνωρίσουμε τις ψυχές μας, αν υπάρ­χει μέσα μας αυτή η σφραγίδα. Ας γνωρίσουμε από τα αναφερθέντα σημεία, αν είναι μέσα μας ο Χριστός.
Ακούσατε, παρακαλώ, Χριστιανοί αδελφοί, και ανανήψατε και εξετάσατε αν έλαμψε στις καρδιές σας το φως, αν θεωρήσατε το μεγάλο φως της επιγνώσεως, αν σας επισκέφθηκε η ανατολή από ψηλά φωτίζο­ντας εκείνους που κάθονται στο σκότος και στη σκιά θανάτου και ας απευθύνουμε διαρκώς δοξολογία και ευχαριστία στον αγαθό Δεσπότη που μας τη δώρισε και ας αγωνισθούμε να θρέψου­με αφθονότερα το διά της εργασίας των εντολών μέσα μας θείο πυρ, διά του οποίου συνήθως το θείο φως φέγγει περισσότερο και λαμπρότερα.

Αν όμως δεν λάβαμε ακόμη τον Χριστό ή τη σφραγίδα του και δεν διακρίνουμε τα προαναφερθέντα σημεία μέσα μας, αλλά αντίθετα μάλλον ζει μέσα μας ο δόλιος κόσμος και εμείς ζούμε δυστυχώς σ’ αυτόν, νομίζοντας ότι τα πρόσκαιρα είναι κάτι σπουδαίο, και υποκύπτουμε στις θλίψεις και στενοχωρούμαστε για τις ζημίες και ευφραινόμαστε, αλλοίμονο πόση ζημία, αλλοίμονο ποιά άγνοια και σκότιση, αλλοίμονο πόση τα­λαιπωρία και αναισθησία, από τα οποία κυριαρχούμαστε και από τα οποία αποσπόμαστε προς τα γήινα. 
Είμαστε πραγματικά ελεεινοί και πανάθλιοι και ξένοι προς την αιώνια ζωή και τη βασιλεία των ουρανών, μη έχοντας αποκτήσει μέσα μας τον Χρι­στό, αλλ’ έχοντας μέσα μας τον κόσμο ζωντανό, αφού μέσα σ’ αυτόν ζούμε και τα γήινα σκεπτόμαστε. 
Αυτός όμως που βρίσκεται σ’ αυτήν την κατάσταση είναι πραγματικός εχθρός του Θεού· διότι το πάθος για τον κόσμο αποτελεί έχθρα για τον Θεό, όπως λέγει ο θείος απόστολος· «μην αγαπάτε τον κόσμο ούτε τα του κόσμου», διότι κανείς δεν μπορεί να δουλεύει στον Θεό και να ζει κατά τον κοσμικό άνθρωπο, επειδή όλα τα εγκόσμια είναι εμπόδια της αγάπης και ευαρεστήσεως προς τον Θεό.

Πραγματικά ποιος, που αγαπά τη δόξα και την τιμή από ανθρώπους, θα θεωρήσει ποτέ τον εαυτό του τελευταίο και ευτελέστερο όλων, και θα γίνει ταπεινός πνευματικά ή συντριμμένος στην καρδιά ή θα μπορέσει γενικά ποτέ να πενθήσει; Ποιος, που αγαπά τον πλούτο και είναι κυριαρχημένος από φιλαργυρία και φιλοκτημοσυνη, θα γίνει ελεήμων και συμπαθής, και δεν θα είναι αγριότερος και σκληρότερος από κάθε θηρίο; 
Ποιος που κυ­ριαρχείται από κενοδοξία και κατέχεται από αλαζονεία, θ’ απαλλαγεί ποτέ από φθόνο και ζήλεια; Αυτός πάλι που κάμπτεται και από τα πάθη της σάρκας και κυλιέται στο βόρβορο των ηδονών, πότε θα γίνει καθαρός στην καρδιά ή πότε και πώς θα δει τον Θεό που τον δημιούργησε;

Πώς επίσης θα είναι ειρηνοποιός όποιος αποξένωσε τον εαυτό του από τον Θεό και δεν ακούει εκείνον που λέει, «πρεσβεύουμε υπέρ του Χριστού, αφού ο Θεός συμβουλεύει μέσω ημών συμφιλιωθείτε με τον Θεό»;
Διότι ο καθένας που με την παράβαση των εντολών ανθίσταται και πολεμά τον Θεό, αυτός, ακόμη και αν κάνει όλους να ειρηνεύουν μεταξύ τους, είναι εχθρός του Θεού, επειδή και αυτό που κάνει, συμφιλιώνοντας αυτούς μεταξύ τους, δεν το κάνει όπως αρέσει στον Θεό.
Διότι, αφού είναι αυτός πρώτος εχθρός του εαυτού του και του Θεού, γίνονται εχθροί του Θεού και όσοι ειρηνεύουν μέσω τέτοιων ανθρώπων.

Οπωσδήποτε δηλαδή ο εχθρικά διακείμενος προς κάποιον δεν γνωρίζει να συμβουλεύει σωστά άλ­λους τα πιστευτά και αρεστά στον εχθρό και να τους διδάσκει να εκτελούν τα θελήματα εκείνου, επειδή το γεγονός και μόνο ότι ζει αποχωρισμένος από αυτόν του γίνεται αιτία άγνοιας των επιθυμιών εκείνου, και όχι μόνο αυτό, αλλά επειδή διάκειται προς αυτόν με εμπάθεια και απέχθεια και έχει διαρκώς το μέλημα να βαδίζει ενάντια προς τα θελήματα εκείνου, δημιουργεί κάποια συνήθεια, ώστε, και αν κάποτε θελήσει αυτός να διδάξει άλλους τα τελούμενα προς λατρεία εκείνου, να μη μπορεί εύκολα.

(Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κατηχητικός Λόγος Β΄, Ε.Π.Ε 
Φιλοκαλία των νηπτικών και Ασκητικών 19Γ΄, σ. 323-333)