.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ἔτσι γίνεται, ὅταν ἐμεῖς τά ἀφήνουμε ὅλα στόν Θεό.



Άκουσε ένα θαυμαστό γεγονός που έγινε εδώ στο Άγιον Όρος και ίσως έως τώρα δεν το έχεις ακούσει.
Έτυχε κάποιος στις ημέρες μας εδώ στα Κατουνάκια, που εγώ δεν τον πρόφθασα, γιατί πριν από λίγο καιρό είχε πεθάνει. Αυτός ήταν υποτακτικός σε ένα Γέροντα τυφλό. Λοιπόν μία ημέρα ήλθε ένας πτωχός κοσμικός, περαστικός από το Κελλί του. Και τον ρωτά ο νέος μοναχός­ :
Από πού είσαι;
Και αυτός ήταν χωριανός του.
Λοιπόν δεν του έδωκε γνωριμία, μόνον του είπε τί κάμνει ο τάδε – για τον πατέρα του. Του λέει ο ξένος, ότι αυτός πέθανε και άφησε τη γυναίκα του και τρία κορίτσια στους δρόμους ορφανά και πτωχά. Είχαν και έναν υιό, λέει, που έφυγε από χρόνια και δεν γνωρίζουν τι έγινε.
Λοιπόν σαν να τον κτύπησε κεραυνός τον μοναχό. Και αμέσως τον προσέβαλε η πάλη των λογισμών.

- Θα φύγω, λέει στο Γέροντά του. Θα φύγω να πάω να τους προστατεύσω!
Ζητά ευλογία. Δεν του δίνει ο Γέροντας. Αυτός συνεχώς επιμένει. Και συμβουλεύοντάς τον ο Γέροντας κλαίει για τον εαυτό του, κλαίει και για εκείνον. Αλλά στάθηκε αδύνατον να τον μεταπείσει. Τέλος τον άφησε στο θέλημά του, και έφυγε ο υποτακτικός,

Αφού βγήκε έξω από το Όρος κάθισε να συνέλ­θει κάτω από τη σκιά ενός δένδρου.

Εν τω μεταξύ έφθασε εκεί ιδρωμένος και ένας άλλος μοναχός· κάθισε και αυτός κάτω από την ιδία σκιά. Και άρχισε να του λέει:

- Σε βλέπω, αδελφέ, ταραγμένο. Δεν μου λες τί έχεις;

-Άφησε, Πάτερ, του λέει· έπαθα μεγάλο δυστύχημα. Και του διηγείται με λεπτομέρεια όλη την ιστορία του, Ο δε αγαθός οδοιπόρος του λέει:

-Αν θέλεις, αγαπητέ αδελφέ, άκουσέ με· γύρισε πίσω στο Γέροντά σου και ο Θεός θα προστατεύσει το σπίτι σου. Συ να υπηρετείς το Γέροντά σου, αφού μάλιστα είναι και τυφλός.

Αλλ’ αυτός δεν τον άκουε. Κυριευμένος από τους λογισμούς του φαίνονταν σαν παραλήρημα τα λόγια του άλλου. Και, αφού του έφερε πολλά παραδείγματα, σηκώθηκε ο ανυπάκουος μοναχός να συνεχίσει το δρόμο του προς τον κόσμο. Ο μοναχός εν τέλει του λέει­·

- Λοιπόν δεν με ακούς να γυρίσεις πίσω;

-Όχι! αντιλέγει εκείνος.

-Ε τότε λέει ο μοναχός· Εγώ είμαι Άγγελος Κυρίου και εμένα πρόσταξε ο Θεός, αμέσως όταν πέθανε ο πατέρας σου να πάω κοντά τους να τους φυλάω και να γίνω προστάτης τους. Αφού λοιπόν τώρα εσύ πηγαίνεις αντί για μένα, εγώ τους αφήνω και φεύγω, εφ’ όσον δεν με ακούς. Και έγινε άφαντος. Τότε λοιπόν συνήλθε ο μοναχός και γύρισε αμέσως στο Γέροντα· και τον βρήκε γονατιστό, να προσεύχεται γι’ αυτόν.

Κατάλαβες, τέκνο μου; Έτσι γίνεται, όταν εμείς τα αφήνουμε όλα στο Θεό. Αφού πολύ καλά τα οικονομεί Εκείνος ως αγαθός κυβερνήτης και κανένα σφάλμα δεν υπάρχει στο θέλημά του. Αλλά χρειάζεται να έχει υπομονή εκείνος που ζητά να σωθεί. Αν δε ζητούμε εμείς να τα κάνει ο Θεός, όπως αρέσουν στη δική μας διάκριση, τότε αλλοίμονο στο χάλι μας.

(Γέροντος Ιωσήφ, «Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας», 
εκδ. Ι.Μ.Φιλοθέου, Άγ. Όρος, 
σ. 109-111- απόσπασμα σε νεοελληνική απόδοση.)
 
http://agios-dimitrios.blogspot.gr

Ἡ εὐχή καί τό ὅπλο…



 

«Η πράξη της νοεράς προσευχής είναι να βιάσεις τον εαυτόν σου να λέγεις συνεχώς την ευχή με το στόμα αδιαλείπτως.
Στην αρχή γρήγορα, να μην προφθάνει ο νους να σχηματίζει λογισμό μετεωρισμού.
Να προσέχεις μόνο στα λόγια: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Όταν αυτό πολυχρονίσει, το συνηθίζει ο νους και το λέγει και γλυκαίνεσαι ωσάν να έχεις μέλι στο στόμα σου και θέλεις να το λέγεις.
Αν το αφήσεις στενοχωρείσαι πολύ.
Όταν το συνηθίσει ο νους και χορτάσει -το μάθει καλά- τότε το στέλνει στην καρδιά.
Επειδή ο νους είναι ο τροφοδότης της ψυχής και μεταφέρει στην καρδιά οτιδήποτε φαντασθεί.
Όταν ο ευχόμενος κρατεί τον νου του να μη φαντάζεται τίποτε, αλλά να προσέχει μόνο τα λόγια της ευχής, τότε αναπνέοντας ελαφρά με κάποια βία και θέληση δική του τον κατεβάζει στην καρδιά, και τον κρατεί μέσα και λέγει με ρυθμό την ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» …;
Αν θέλεις να βρεις τον Θεό δια της «ευχής» δεν θα σταματάς ποτέ αυτήν την εργασία. Όρθιος, καθήμενος, βαδίζοντας δεν θα μένεις χωρίς την ευχή.
Να μη βγαίνει πνοή χωρίς την ευχή για να εφαρμόζεται ο λόγος του Παύλου «αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε».
Εάν μπορέσεις να λέγεις την «ευχή» εκφώνως και συνέχεια, σε δύο-τρεις μήνες πιστεύω την συνηθίζεις και μετά πλησιάζει η Θεία Χάρις και σε ξεκουράζει.
Αρκεί να μη σταματήσεις να την λέγεις με το στόμα, χωρίς διακοπή.
Όταν την παραλάβει ο νους τότε θα ξεκουρασθείς με την γλώσσα να την λέγεις.
Όλη η βία είναι στην αρχή, έως ότου γίνει συνήθεια.
Κατόπιν θα την έχεις σ’ όλα τα χρόνια της ζωής σου.
Μόνο κτύπα ευθέως την θύρα του θείου ελέους και πάντως ο Χριστός μας θα σου ανοίξει, εάν επιμένεις».

Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής

http://www.diakonima.gr

Η ευχή και το Άγιον Πνεύμα



Η διδασκαλία του παππού μας Ιωσήφ και του Γέ­ροντος μας Έφραίμ, αποτελεί συνέχεια της διδασκα­λίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Η πείρα του Γέροντος μας Εφραίμ εις την νοεράν προσευχήν, όπως μας την παρέδωσεν, αποτελεί συνέχεια όλης της νηπτικής ασκητικής παραδόσεως.
Λέγει ο Γέροντας Εφραίμ: «Η καρδία του άνθρωπου είναι το κέντρον των υπέρ φύσιν, των κατά φύσιν και των παρά φύσιν κινήσεων. Τα πάντα ξεκινούν από την καρδίαν. Εάν η καρδία του ανθρώπου καθαρισθή, τότε βλέπομεν τον Θεόν. Ο Θεός είναι αθεώρητος· ο Θεός είναι Πνεύμα. Δύναται όμως να βασιλεύση εις την καρδίαν του ανθρώπου, όταν γίνη αυτή καθαρόν δοχείον.
Διά να γίνη δεκτικόν δοχείον η καρδία του ανθρώπου, πρέπει να γίνη καθαρή. Δηλαδή, να γίνη καθαρή από ακάθαρτους λογισμούς. Διά να καθαρισθή όμως η καρδιά, πρέπει να μπη εις αυτήν κάποιο φάρμακον. Το φάρμακον αυτό είναι η νοερά προσευχή. Όπου πηγαίνει ο βασιλεύς, διώκονται οι εχθροί· και όταν μπη εις την καρδιά ο Χριστός, το όνομα Του το Άγιον, φυγαδεύονται των δαιμόνων οι φάλαγγες. Όταν ενθρονισθή μέσα καλά-καλά ο Χριστός, τότε υπάκουουν τα πάντα.
Έτσι και το κράτος της καρδιάς μας. Έχει μέσα εχθρούς· έχει επαναστάσεις· έχει λογισμούς· έχει πάθη και αδυναμίες· έχει τρικυμίες και ταραχές. Όλα εις την καρδίαν του άνθρωπου.
Διά να μπόρεση αυτό το κράτος της καρδιάς να καθησύχαση και να υποταχθή, πρέπει να έρθη ο Χριστός, ο Βασιλεύς, με τις στρατιές του να κυρίευση το κράτος· να διώξη τον εχθρόν, τον διάβολον· να καθυποτάξη κάθε ανησυχία από πάθη και αδυναμίες· να βασιλεύση σαν αυτοκράτωρ, σαν παντοδύναμος. Τότε αυτό, κατά τους πατέρας, λέγεται καρδιακή ησυχία. Να βασιλεύη η προσευχή χωρίς να διακόπτεται. Η προσευχή να έχη δημιουργήσει την καθαρότητα και την ήσυχον καρδίαν».
Ο μεγάλος αγώνας του ανθρώπου είναι να επαναφέρη τον νουν, που μετεωρίζεται με τις αισθήσεις έξω εις τα κτίσματα, μέσα εις την καρδίαν μας, εις το ταμείον των λογισμών. Ο μεγαλύτερος διδάσκαλος εις τον άνθρωπον, διά το Ιερόν αυτό έργον, είναι η νοερά προσευχή. Η χάρις του Αγίου Πνεύματος, η οποία προσελκύεται διά της ευχής, μας διδάσκει όλα όσα χρειαζόμεθα.
Ο καλύτερος βοηθός, κατά την ώραν της εξόδου της ψυχής από τον κόσμον αυτόν, είναι η νοερά προσευχή. Διότι την ευχήν αυτήν θα χρησιμοποιή η ψυχή, εφ' όσον βέβαια την γνωρίζει. Η ψυχή θα είναι οπλισμένη με την δύναμη της προσευχής, με το ακαταμάχητον Όνομα του Χριστού, το όποιον τρέμουν οι δαίμονες και δεν μπορούν να πλησιάσουν την ψυχήν.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με.
Προσπάθησε πάντα η ευχή του Ιησού Χρίστου να επενδύη όλα τα έργα σου· κάθε πνοή και κάθε νόημα. Ω τότε πόσο θα ευφραίνεται η καρδία σου! Πόσο θα χαίρεσαι, διότι θα ανεβαίνη ο νους εις τα ουράνια.
Διά τούτο μην αμελής να λέγης:
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με.
Όταν ψάλης θα κατανοής τα ψαλλόμενα· θα έχης όρεξιν και φωνήν ικανήν και ταπείνωσιν διά να αποδίδης καθώς αρμόζει τα λόγια του Θεού. Διά τούτο μην άδικης άλλο την ψυχήν σου, άλλα και ψάλλων λέγε ενδόμυχα την ευχήν·
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Όταν εργάζεσαι ας μην απορροφάται όλη σου η δύναμις εις την εργασίαν, αλλά να λέγης -ψιθυριστά και την ευχήν. Τότε και τα έργα σου θα είναι ορθά, χωρίς λάθη, καθαρά από λογισμούς και η απόδοσις της εργασίας σου θα είναι μεγαλύτερα.
Λέγε λοιπόν την ευχήν του Ιησού Χρίστου, διά να ευλογούνται τα έργα σου·
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Το Πνεύμα το Άγιον σκεπάζει την ψυχήν που εύχεται. Εισέρχεται μέχρι τα βάθη της ψυχής, ελέγχει όλον τον εσωτερικόν κόσμον της ψυχής και τον κατευθύνει προς το θέλημα του Θεού το Άγιον . Τότε μόνον η ψυχή έχει την δύναμιν να ειπή μαζύ με τον Προφήτην. «Ευλογεί η ψυχή μου τον Κύριον και πάντα τα εντός μου, το όνομα το Άγιον αυτού» (Ψαλ. 102, 1). Λέγε λοιπόν την ευχήν διά να έχης την σκέπην του Άγιου Πνεύματος.
Όταν το Πνεύμα το Άγιον καλύπτει την ψυχήν σου αισθάνεσαι μιά πληρότητα και μιά ταπείνωσιν. Δεν επηρεάζεσαι από την αδικία, την ειρωνεία ή τον επαίνον.
Ζης σε μιά ατμόσφαιρα πνευματική που δεν εισέρχεται εύκολα ο ιός της αμαρτίας. Ο πνευματικός ανακρίνει τα πάντα, αυτός δε υπ' ουδενός ανακρίνεται.
Το Πνεύμα το Άγιον σου δίδει άλλα μάτια και άλλην κρίσιν.
Λέγε συνεχώς την ευχήν, διά να ζης άνετα μέσα σε κάθε περιβάλλον·
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Ως άνθος αμάραντον και δένδρον ευσκιόφυλλον πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων του Άγιου Πνεύματος γίνεται η ψυχή σου όταν λέγης·
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Λέγε την ευχήν και άφησε την χάριν του Άγιου Πνεύματος να εισέλθη εις τα βάθη της ψυχής σου. Γίνε τότε άγρυπνος θυρωρός του οίκου της ψυχής σου και θεατής των ενεργειών του Άγιου Πνεύματος και λέγε μετ' ευφροσύνης·
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Το Πνεύμα το Άγιον είναι η ευλογία όλου του κόσμου.
Το Πνεύμα το Άγιον είναι το φως και η ζωή της ψυχής, η όποια ανυμνεί και δοξολογεί από τα βάθη αυτής το Όνομα της Αγίας Τριάδος. Αμήν.

Απόσπασμα από το βιβλίο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής
Ιερά Μονή Καρακάλλου Άγιον Όρος
Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη

Η ποικιλία των πειρασμών κατά τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή



Λέγονται πειρασμοί, επειδή γεννούν πείρα και κατά τον αόρατο πόλεμο γίνονται φορείς πνευματικής γνώσεως στους προσεκτικούς. Πειρασμός είναι και λέγεται κάθε αντίθεση στον αγώνα μας για την πίστη και την ευσέβεια, ενώ φροντίζουμε για την υποταγή μας στον Θεό. Κατά την γνώμη των Πατέρων υπάρχουν ποικίλες υποδιαιρέσεις πειρασμών. Άλλοι είναι οι πειρασμοί των αγωνιστών, για να προσθέσουν κέρδος και πρόοδο στον αγώνα τους· άλλοι είναι οι πειρασμοί των ράθυμων και απρόθυμων, για να προφυλάσσονται από τα βλαβερά και επικίνδυνα· άλλοι είναι οι πειρασμοί αυτών που νυστάζουν και κοιμούνται, για να τους ξυπνήσουν. Διαφορετικοί είναι οι πειρασμοί αυτών που απομακρύνονται και πλανώνται, για να πλησιάσουν κοντά στο Θεό· διαφορετικοί τέλος είναι οι πειρασμοί των δικαίων και φίλων του Θεού, για να κληρονομήσουν την επαγγελία. Υπάρχουν και πειρασμοί των τελείων, που επιτρέπει ο Θεός, για να τους προβάλλει στην Εκκλησία ως στήριγμα των πιστών και ως παράδειγμα προς μίμηση. Υπάρχει και άλλο είδος πειρασμών των τελείων, όπως του Κυρίου και των Αποστόλων, που πλήρωσαν τον νόμο της (επι)κοινωνίας με τον κόσμο σηκώνοντας τους δικούς μας πειρασμούς.
Στον νόμο αυτό της "κοινωνίας" μετέχουν και οι πνευματικοί Πατέρες σηκώνοντας τα βάρη και τις αδυναμίες των πνευματικών παιδιών τους με προσευχές και διάφορους αγώνες που συμπληρώνουν τις ελλείψεις των άλλων. Κατά τους Πατέρες υπάρχει και ένας άλλος τρόπος "κοινωνίας" σε ξένους πειρασμούς: Όποιος κατηγορεί "κοινωνεί" με τους πειρασμούς του κατηγορουμένου, όποιος συκοφαντεί με τους πειρασμούς του συκοφαντουμένου, όποιος άδικεί με τούς πειρασμούς του αδικούμενου, ιδίως μάλιστα όταν ο αδικούμενος υπομένει αγόγγυστα τη ζημιά.
Εδώ αναφέρουμε τους πειρασμούς αυτών που προκόπτουν εξαιτίας της προσοχής και αγωνιστικότητάς τους, που κατά την κρίση πάντοτε των Πατέρων είναι: οκνηρία, βάρος του σώματος, χαύνωση των μελών, ακηδία, σύγχυση της διανοίας, υποψία για σωματική ασθένεια, δηλαδή μικροψυχία, σκοτισμός των λογισμών, εγκατάλειψη της ανθρώπινης βοήθειας, περιορισμός στις εξωτερικές ανάγκες και τα παρόμοια. Όλα αυτά, όταν συμβούν στους αγωνιστές με παραχώρηση του Θεού, δημιουργούν αίσθηση εγκαταλείψεως. 
Τότε αρχίζει να κλονίζεται η πίστη τους, και να κόβεται η ελπίδα που τούς ενθάρρυνε μέχρι τότε. Μυστικά όμως η Χάρις τους παρηγορεί, για να μην αλλάξουν πρόγραμμα. Τους πείθει ότι ο πειρασμός δεν προήλθε από τους ίδιους, αφού όλα μαρτυρούν ότι δεν εγκατέλειψαν την καλή τους πορεία. Μετά τον προβληματισμό αυτόν και την μυστική παρηγοριά της Χάριτος στρέφονται με πίστη και πόθο προς τον Θεό, που έχει την δύναμη να τους σώσει, και προσπίπτουν με ταπείνωση ζητώντας την σωτηρία, που είναι και ο σκοπός για τον οποίο δοκι­μάστηκαν. "Ως εδώ, όπως λένε οι Πατέρες, είναι οι πειρασμοί γι' αυτούς που προοδεύουν και προκόβουν στα πνευματικά.
Σε όσους συμβεί να αμελήσουν τα καθήκοντα τους ή, και το θλιβερότερο, να περιπέσουν σε οίηση και υπερηφάνεια, οι πειρασμοί είναι διαφορετικοί και σκληρότεροι, όπως όταν χρειάζονται εγχειρήσεις και εκτομές στις βαρείες αρρώστιες. Οι δαίμονες τους πολεμούν πρώτα φανερά με πολλή αναίδεια και επιμονή περισσότερο από την δύναμη τους. Σκοτίζεται ο νους και χάνουν τελείως την δύναμη της διακρίσεως η άνοια και οι βλακώδεις λογισμοί πληθαίνουν αρχίζει ισχυρός πόλεμος της σάρκας που εκβιάζει την προαίρεση παρουσιάζεται αναίτιος θυμός και σκληρότητα σε ό,τι άφορα το ίδιο θέλημα· εμφανίζεται αναίτια φιλονικία και επίπληξη στον οποιοδήποτε- ακολουθούν βλάσφημοι λογισμοί εναντίον του Θεού, απώλεια του θάρρους από την καρδιά, αφανής και φανερός εμπαιγμός από τους δαίμονες, ακράτεια στην ματαιολογία και, γενικά επιθυμία του κόσμου και της ματαιότητος. Έπειτα έρχονται πειρασμοί σκληροί που δύσκολα καταπολεμιούνται, παράξενα και ασυνήθιστα συμπτώματα ασθενείας, οδυνηρά τραύματα, φτώχεια και εγκατάλειψη ασυνήθιστη και απαρηγόρητη, κάθε αδύνατο και άλυτο συμβάν ή πράγμα, που προκαλεί απόγνωση και φόβο γιατί η καρδία στειρεύει από ελπίδα. Όλα αυτά είναι μάλλον συνέπειες της υπερηφάνειας και συμβαίνουν στον άνθρωπο που πλανήθηκε, και πίστεψε στον εαυτό του. Αυτά είναι τα φάρμακα για την θεραπεία του, ώστε να ξυπνήσει, να ταπεινωθεί και να εξεμέσει την χολή αυτής της ολέθριας διαστροφής.
Όπως στα θέματα της Χάριτος υπάρχουν τα βοηθητικά μέσα που κάνουν να περισσεύει η προκοπή σε χρόνο και ποσότητα έτσι και στην πλευρά της πλάνης υπάρχουν αυτά που συντελούν στην αυξομείωση της. Στην πλευρά της Χάριτος, όταν με την βοήθεια του Χριστού βαδίζει κάποιος την στενή και τεθλιμμένη οδό των εντολών και προσθέτει στην πορεία του αυτή ταπείνωση και συμπάθεια στην διακονία της αγάπης, αυξάνει την αντίληψη της Χάρι­τος και τον φωτισμό. Το αντίστοιχο συμβαίνει και στην πλευρά της πλάνης· αν προστεθεί ανυπομονησία και γογγυσμός, βαραίνει ο σταυρός στο διπλάσιο και ακόμη περισσότερο. Η μικροψυχία και η έλλειψη ελπίδας είναι τα βασανιστικότερα δεινά του αοράτου πολέμου. Αυτά παραχωρούνται στους σκληρούς και αταπείνωτους χαρακτήρες ως η σκληρότερη παιδεία, που είναι γεύση της ίδιας της γέεννας και της κολάσεως, αισθητό δείγμα της αποστασίας και εγκαταλείψεως. 
Εδώ χρειάζονται ευχές άγιων και θαυματουργική επέμβαση, για να μαλακώσει η καρδιά. Χρειάζονται πολλές προσευχές και δάκρυα, για να επανασυνδεθεί η αρρωστημένη ψυχή με την Χάρη και να θεραπευθεί -αλλιώς είναι αναπόφευκτη η κατάκτηση της πλάνης, όπου η έκσταση των φρενών και ο όλεθρος!
Όντως μακάρια είσαι ταπείνωση! Ποιός είναι σοφός για να φυλάξει τα θελήματά σου και να μάθει καλά τα δικαιώματά σου, ώστε να σε κατακτήσει ολόκληρη. Να σε έχει σύντροφο και συγκάτοικο και εσύ να προπορεύεσαι αλλά και να ακολουθείς πίσω από αυτόν σε όλο τον δρόμο της ζωής του, ώσπου να τον παρουσιάσεις στον Δεσπότη και Βασιλέα σου, που σε ενδύθηκε ως αξιαγάπητη και σύνεδρό Του και σε αποκάλυψε και σε μας! «Μάθετε γάρ, λέει. ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία», και όχι κατά το σχήμα, «και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών»!
Δεν ήταν βέβαια ο σκοπός μας να επαναλάβουμε προβλήματα και ερμηνείες που είναι τόσο γνωστά από τους Πατέρες μας, αλλά μας παρέσυρε η ροή των πραγμάτων, αφού σχεδόν άθελά μας βρεθήκαμε στους στροβίλους των πειρασμών, των οποίων συχνότατα γινόμαστε θύματα για τις τόσες ελλείψεις και αμέλειες μας.
Ο αείμνηστος Γέροντας δεν έπαυε, με τον δικό του επαγωγικό τρόπο, να ερμηνεύει σε όλες τις φάσεις της ζωής μας τον στόχο και σκοπό των «συμβα­τικών αυτών επιφορών». 
Βλέπαμε τις κινήσεις και τη λειτουργία των πειρασμών αυτών συνεχώς στα πλαίσια του πνευματικού νόμου, που ρύθμιζε τα πάντα στη ζωή μας με λεπτομέρεια. Πραγματικά, πόση σοφία κρύβεται εδώ για τους συνετούς και για όσους γνωρίζουν καλά την πνευματική ζωή, όταν χαράζουν την πορεία της πλεύσεως τους σε αυτόν τον ωκεανό της ζωής έχοντας ως βάση και πόλο έλξε­ως τον πνευματικό νόμο, «τον νόμον του πνεύματος της ζωής».

Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού,
«Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής»,
εκδ. Ι.Μ.Βατοπαιδίου- Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 

Ήμαρτον, Κύριε, δεν τα κατάφερα. Βοήθησέ με.

«Ήμαρτον, Κύριε, δεν τα κατάφερα. 
Βοήθησέ με. 
Παράμεινε μαζί μου. 
Συ είπες: χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». 
Ακριβώς αυτό το έχω καταλάβει. 
Το έκαμα συνείδησι. 
Γι' αυτό επιμένω. 
Κρούω, ζητώ, αιτώ, δεν θα παύσω να ενοχλώ. 
Δεν μπορώ χωρίς Εσένα. 
Δεν πρόκειται να φύγω. 
Εάν δεν βαρύνονται τα ώτα Σου να με ακούουν, δεν θα βαρεθή και το στόμα μου να φωνάζη. 
Επιμένω, ειναι αλάνθαστος η κρίσι Σου στο να με ανακαλέσης σε μετάνοια. 
Τούτο το έκανες Συ, θεία Παναγαθότης, δεν το έκανα εγώ. Ούτε ήξερα τον Θεό, ούτε ήταν δυνατό να τον ανακαλύψω. Συ, Κύριε, Πανάγαθε, ήρθες και με ευρήκες και με εφώναξες να σε ακολουθήσω. 
Αυτό το επήρα, το θέλω, το επιθυμώ. 
Δεν τα καταφέρνω όμως. 
Γι' αυτό επιμένω, θέλω να με βοηθήσης. 
Πρέπει αυτό που εχάρησες να μην το απολέσω».

Γέρων Ιωσήφ ο ησυχαστής

"Aνάκληση εις Mετάνοια"



Μεταπτωτικά ο άνθρωπος ευρίσκεται υπό την επιρροή όχι μόνο του νόμου της αμαρτίας του «εν τοις μέλεσι διεσπαρμένου», αλλά ακόμα και υπό την επίδρασι των αλλοιώσεων και των ποικίλων τροπών, πού υπάρχουν και αυτές σαν κακοί γείτονες. Όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι εκείνοι πού συνεχώς μας ωθούν, μας αποπλανούν, μας παρασύρουν στο να μην ημπορούμε να φυλάξωμε αυτό πού θέλομε.
Και εξ αιτίας αυτών λοιπόν, ευρισκόμεθα εις συνεχή μετάνοια.
Όπως ερμηνεύουν οι Πατέρες, έστω και ων είναι μια μόνο ημέρα η ζωή του ανθρώπου, δεν τίθεται θέμα αναμαρτησίας. Αυτό το νόημα της μετανοίας, είναι εκείνο πού βασικά μας απασχολεί. Κατά τους Πατέρες, ο Θεός δεν λυπάται τόσο αν ο άνθρωπος, τρόπον τινά, δεν τα κατάφερε και αμάρτησε. Δεν τον κρίνει γι' αυτό. Εκείνο πού λυπεί την Χάρι, είναι όταν ο άνθρωπος δεν θέλει να μετανοήση. Αυτό είναι ένα είδος απογνώσεως, ένα είδος βλασφημίας προς αυτό το Πανάγιο Πνεύμα.
Γι' αυτό πρέπει να εντείνωμε την προσπάθεια μας.
Καί έφ' όσον θέμα αναμαρτησίας δεν τίθεται, να τίθεται θέμα συνεχούς μετανοίας. Να πείθωμε την ενδημούσα σε μας θεία Χάρι, ότι τα σφάλματα τα οποία συμβαίνουν δεν είναι εκούσια. Ποτέ μας δεν θέλομε να αρνηθούμε και να προδώσωμε την αγάπη του Θεού, αλλά μέσα στην αδυναμία, απειρία και αγνωσία, περικλείονται όλα μας τα λάθη. Και συνεχώς πίπτοντες, φωνάζαμε το «ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», να επικαλούμεθα νέα μορφή συνεργείας της Χάριτος, ούτως ώστε να ολοκληρώση την γνώσι μας και τις δυνάμεις μας, για να ιδούμε καλά και να ενεργήσωμε σωστά και έτσι να ημπορέσωμε εις αυτές τις δύσκολες ημέρες να ορθοποδήσωμε. Γιατί κατά τον Παύλο «εγγύτερον ημών η σωτηρία» τώρα, «ή ότε επιστεύσαμεν».
Βλέποντες όλοι μας και έχοντες πείρα των γεγονότων, αντιλαμβανόμεθα «εγγίζουσαν την ημέραν». Παρατηρούμε να δυναμώνη περισσότερο του εχθρού μας η δύναμι, αλλά και η ιδική μας έκτασι να περιορίζεται, λόγω του ότι οι άνθρωποι περισσότερο αποφεύγουν, περισσότερο απομακρύνονται και έτσι το κοινωνικό σύνολο γίνεται και αυτό εμπόδιο· διότι οι άνθρωποι οι πνευματικοί εμειώθησαν, έμεινε το «λείμμα», ελάχιστοι.
Πόσο πρέπει να είμεθα προσεκτικοί και ενωμένοι για να τα βγάλωμε πέρα! Το θέμα της επιτυχίας μας δεν είναι θέμα τεχνικό, ώστε να αποδώσωμε το βάρος στην συμμαχία των συνανθρώπων μας. Χρήσιμο είναι εάν είμεθα σύμφωνοι και ομοϊδεάται. Το κέντρο όμως της επιτυχίας, είναι η συμμαχία της Χάριτος. «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν».
Όλη μας η προσοχή είναι στο πώς να κρατήσωμε μαζί μας την ενέργεια της Χάριτος Του, το «μεθ' υμών ειμί πάσας τάς ημέρας, έως της συντέλειας του αιώνος» (Ματθ. 28, 20). Αυτό το «μεθ' υμών ειμί» πρέπει να το προσέξωμε πάρα πολύ, εάν πράγματι είναι «μεθ' ημών». Διότι «δυνάμει» ο Θεός Λόγος είναι «μεθ' ημών». «Δυνάμει» δεν απουσιάζει από πουθενά. Αλλοίμονο αν συμβή τούτο! Εάν απουσιάση κλάσμα δευτερολέπτου από την κτίσι, αυτή θα εξαφανισθή. Αυτός είναι το Πάν του παντός. «Δυνάμει» είναι μαζί μας. Είναι όμως «ενεργεία» μαζί μας;
Λέγει ένα σοφό λόγο ο Ωριγένης: «Τι μοί όφελος, ει ο Λόγος σεσάρκωται καί εγώ Αυτόν ου κατέχω;» Και λέω και εγώ τώρα. Τι θα μας ωφελήση εάν «δυνάμει» είναι μαζί μας ο Θεός Λόγος, αφού «ενεργεία» δεν τον αισθανόμεθα; 
Και φυσικά δεν πταίει Αυτός. Πταίομε εμείς, μη κάνοντας καλό χειρισμό. Γι' αυτό η προσοχή μας να είναι εις αυτό τον τομέα. Στο πώς ανά πάσαν ώρα να μην χάνωμε τις ευκαιρίες και τα μέσα. πού θέτουν εις ενέργεια την παρουσία της θείας Χάριτος. Μαζί με αυτή, πού «τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί» να αξιωθούμε να ολοκληρώσουμε τον σκοπό μας προς επιτυχία, διότι «αι ημέραι πονηροί είσιν». «Εν σοφία προς τους έξω περιπατείτε».
Κοιτάξετε από που συνιστάμεθα. Από τα έξω, από τα πέριξ, από τα έσω. Πώς επιβουλεύει τον άνθρωπο η αμαρτία; Κεντά από τα έξω, κατ' ευθείαν. Ρίπτει στην οθόνη της διανοίας την εικόνα, οποιανδήποτε εικόνα εφάμαρτη και προκαλεί τον νου. Τον προκαλεί να περιεργαστή την εικόνα. Ο νους πρέπει να προσέξη. Τι είναι αυτή η εικόνα; Χρειάζεται ή όχι; Αν ο νους είναι υγιής, την απορρίπτει αμέσως. «Υπάγε οπίσω μου, σατανά, Κύριον τον Θεόν μου προσκυνήσω και Αυτώ Μόνω λατρεύσω».
Παρά ταύτα η αμαρτία δεν υποχωρεί και δεν φεύγει μολονότι ηττήθη με τον τρόπο πού εκτύπησε. Αφήνει την κατ' ευθεία κίνησι και παίρνει την πλαγία και κτυπά εν ονόματι της προφάσεως, εν ονόματι των φυσικών νόμων, εν ονόματι της χρείας. Και όμως είναι δόλος.
Παραμερίζει την κατ' ευθεία κρούσι και παίρνει την δολία. Εάν και εις αυτή ο νους προσέξη, το εξετάση καλά - διότι η απόφασι του είναι ο αληθής νόμος της χρείας και όχι της επιθυμίας - τότε αφήνει αυτό τον τρόπο και παίρνει την βία. 
Ορμά εν ονόματι του πάθους, με σατανική ενέργεια και πιάνει τον άνθρωπο από τον λαιμό, να τον στραγγαλίση. Εκβιάζει πλέον, όπως έκανε ο Ναβουχοδονόσορ- «ή θα προσκυνήσετε την εικόνα μου, διότι το θέλω εγώ, ή θα σας ρίξω στην κάμινο». 
Και εις αυτές τις φράσεις ευρίσκεται ολόκληρος ο δαίδαλος του σατανικού πάθους, και με αυτό τον τρόπο κτυπά τον άνθρωπο. Γι' αυτό πρέπει ο άνθρωπος να είναι συνεχώς ξύπνιος, να μην παρασυρθή, διότι η αμαρτία δεν υποκύπτει, δεν υποχωρεί, θα μεταχειρισθή όλους τους δόλους και τους τρόπους για να απατήση τον άνθρωπο. Εδώ ακριβώς πρέπει να προσέξωμε, διότι μετά την αμαρτία ακολουθεί απογοήτευσι, όπως μετά το τραύμα ακολουθεί πόνος· δεν είναι φυσικό φαινόμενο, αλλά σύμπτωμα. Έτσι και αυτά πού ακολουθούν την ψυχή, απόγνωσι και αποθάρρυνσι, δεν είναι φυσικά φαινόμενα, αλλά διαβολικότατα, παρόλο πού παρουσιάζονται με μορφή φυσική! Εδώ λοιπόν χρειάζεται πολλή προσοχή, για να μην χάση ο άνθρωπος το θάρρος του, όταν κάνη λάθος, εφ' όσον αλάνθαστη ζωή, ως γνωστό, δεν υπάρχει.
Ακούμε πολλές φορές ανθρώπους να λέγουν: «Μα είμαι αμαρτωλός και ο Θεός δεν μου ακούει», «μα είμαι αμαρτωλός και δεν έχω θάρρος και δεν τα καταφέρνω· είμαι ανάξιος». Όλα αυτά είναι προφάσεις από τα δεξιά, ενώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ο Θεός ήρθε για τους αμαρτωλούς. Δεν τίθεται θέμα αναξιότητος. Όσο πιο ανάξιος είναι ο άνθρωπος, τόσο πιο πολύ ανάγκη έχει να καταφεύγη στον Θεό. Και αυτούς πιο πολύ ο Θεός «προσίεται», γιατί όπως είπε, ήρθε για τους ασθενείς όχι για τους υγιείς.
Επομένως αυτό στην πρακτική μορφή είναι πολύ χρήσιμο, να μένη ο άνθρωπος μετά το λάθος και να μην χάνη το θάρρος του. Και αυτό θέλει ανδρεία και προαίρεσι να το κατορθώση και όμως είναι τόσο απαραίτητο. Όταν όλα αυτά τα προσέχει ο άνθρωπος, τότε ευρίσκεται ο νους του σε μια κατάστασι μαχητικότητος, σε μια κατάστασι εγρηγόρσεως, ούτως ώστε πάντοτε προσέχει και ποτέ δεν απατάται.
Και προσέχοντας έτσι, κατ' ανάγκην ευρίσκεται σε συνεχή μετάνοια, και συνεχής μετάνοια είναι, ανά πάσαν ώρα να ομολογή στον Θεό:

«Ήμαρτον, Κύριε, δεν τα κατάφερα. Βοήθησέ με. Παράμεινε μαζί μου. 
Συ είπες: χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». 
Ακριβώς αυτό το έχω καταλάβει. Το έκαμα συνείδησι. Γι' αυτό επιμένω. Κρούω, ζητώ, αιτώ, δεν θα παύσω να ενοχλώ. Δεν μπορώ χωρίς Εσένα. Δεν πρόκειται να φύγω. Εάν δεν βαρύνονται τα ώτα Σου να με ακούουν, δεν θα βαρεθή και το στόμα μου να φωνάζη. Επιμένω, ειναι αλάνθαστος η κρίσι Σου στο να με ανακαλέσης σε μετάνοια. Τούτο το έκανες Συ, θεία Παναγαθότης, δεν το έκανα εγώ. Ούτε ήξερα τον Θεό, ούτε ήταν δυνατό να τον ανακαλύψω. Συ, Κύριε, Πανάγαθε, ήρθες και με ευρήκες και με εφώναξες να σε ακολουθήσω. Αυτό το επήρα, το θέλω, το επιθυμώ. Δεν τα καταφέρνω όμως. Γι' αυτό επιμένω, θέλω να με βοηθήσης. Πρέπει αυτό που εχάρησες να μην το απολέσω».

Βλέπετε! Σας έκαμα μια εικόνα, πώς είναι ο τρόπος της πραγματικής μετανοίας. Αυτές οι διαθέσεις πρέπει να ευρίσκονται στην ψυχή του ανθρώπου του ευρισκομένου υπό μετάνοια. Εάν αυτό το συνεχίζει ο άνθρωπος πραγματικά, γεννάται μέσα του ένα άλλο είδος θάρρους, το όποιο δεν εγνώριζε πριν. Είναι μια μορφή παρρησίας. Αυτή την παρρησία πού έχουν τα παιδιά προς τον πατέρα τους, την οποία δεν ημπορούν να αποκτήσουν οι υπηρέται και οι υπάλληλοι. Και τούτο γίνεται από το θάρρος αυτό, μέσω του οποίου πολεμά την αμαρτωλότητα και κρατά τον όρο της μετανοίας.
Αυτό στην πρακτική είναι πάρα πολύ απαραίτητο, για όλους μας ανεξαιρέτως, περισσότερο όμως στους αδελφούς μας πού ζουν στην κοινωνία, πού ευρίσκονται πιο εκτεθειμένοι μέσα στα αίτια.
Μετά την πτώσι ο άνθρωπος έχασε την προσωπικότητά του και έγινε επιρρεπής προς τα αίτια πλέον και μάλλον εξαρτάται από αυτά. Εάν, όταν ήταν ολοκληρωμένη προσωπικότης, κατόρθωσαν και τον επλάνησαν, σκεφθήτε τώρα πού δεν έχει προσωπικότητα και ευρίσκεται υπό την επίδρασί των, πόσο ισχυρά είναι αυτά· και επειδή ο άνθρωπος δεν έχει δύναμι, διότι είναι τραυματισμένος από την αμαρτία και με τάς αισθήσεις του καθόλου υγιείς, τότε γίνεται λεία δυστυχώς και θύμα αυτών των παραγόντων. Επομένως έχει ανάγκη να ευρίσκεται υπό συνεχή μετάνοια, η οποία είναι το ταπεινό φρόνημα, διότι η πραγματική μετάνοια είναι η πρακτική ταπεινοφροσύνη.
Η πρακτική ταπεινοφροσύνη και ταπείνωσι, είναι η μόνη θέσι των λογικών όντων, η οποία προκαλεί το θείο έλεος. «Ταπεινοίς δίδωσι χάριν καί υπερηφάνοις αντιτάσεται» ο Θεός.
Εφ' όσον έτσι είναι τα πράγματα, είμεθα υποχρεωμένοι αυτό τον τρόπο να εκμεταλλευθούμε. Το νόημα είναι πλέον σαφές. Χωρίς την συνεργασία της Χάριτος, είναι αδύνατο να τα βγάλωμε πέρα. Πρέπει λοιπόν, να επινοήσωμε τρόπους, να προκαλέσωμε περισσότερο την συμπαράστασι της Χάριτος, ώστε μαζί με αυτή να ημπορέσωμε να επιτύχωμε. Τι λέγει ο Παύλος; «Πάντα Ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ». Και ο Ιησούς μας λέει: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Ο Παύλος έχοντας πείρα της παρουσίας της θείας Χάριτος, ομολογεί και λέει: «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ». Εάν λοιπόν, «πάντα ισχύωμεν» εν τη ενδυναμούση Χάριτι, αρά όλη μας η προσπάθεια είναι πώς να την τραβήξωμε μαζί μας.
Όλες οι αρετές είναι αφετηρία στο να προκαλέσουν και να συγκρατήσουν την Χάρι.
Η κεντρικωτέρα από όλες, κατά τους Πατέρες μας, είναι η ταπεινοφροσύνη. Αυτήν πάρα πολύ αγαπά η Χάρις, και δεν είναι παράδοξο. Εφ' όσο μας απεκάλυψε ο Ιησούς μας, ότι Αυτός ο ίδιος είναι «πράος και ταπεινός τη καρδία» άρα το θέμα της ταπεινοφροσύνης δεν είναι μια απλή προτίμησι της θείας φύσεως, της θείας απαιτήσεως προς τα λογικά όντα, αλλά είναι κάτι το οποίο προσίεται η θεία φύσι, για λόγους πού ξέρει ο Πανάγαθος Θεός· και εφ' όσον είναι στην ιδιότητα Του, στην οντότητά Του ταπεινός, άρα γεννάται διπλή η υποχρέωσι να είμεθα και εμείς πλέον ταπεινοί.
Εφ' όσον η ταπεινοφροσύνη τόσο πολύ βοηθά, ο πρακτικός τρόπος με τον οποίο συντελείται, είναι η ειλικρινής μετάνοια. Ο ειλικρινώς μετανοών, συνεχώς ευρίσκεται προσπίπτων στον Θεό. Επιρρίπτει τον εαυτό του στον Θεό, και συνεχώς φωνάζει· «ιλάσθητί μοι, τω αμαρτωλώ», «ελέησόν με, Πανάγαθε, κατά το μέγα Σου έλεος», «συγχώρα με, Κύριε, δεν τα καταφέρνω». «Έλα, Κύριε, παρέμεινε μαζί μου». Και εφ' όσον όπως λέει ο Δαυίδ, «εταπεινώθην και έσωσέ με ο Κύριος», ιδού ένας απλός τρόπος να έχουμε μαζί μας την συμμαχία της Χάριτος και να επιτύχωμε αρτιώτερα και τελειότερα την σωτηρία μας.
Γι' αυτό κανείς από μας τους πιστούς να μην φεύγη από τα περιθώρια της ταπεινοφροσύνης.
Η σωτηρία μας είναι και λέγεται «δωρεάν σωτηρία». Γιατί είναι γεγονός ότι όλες οι αρετές είναι χρήσιμες, αλλά πάρα πολλές από αυτές έχουν μια αγωνιστικότητα, την οποία δεν διαθέταμε όλοι μας. Διότι η πρακτική αγωνιστικότητα χρειάζεται αυθορμητισμό, πολλή αποφασιστικότητα, πολλή φιλοπονία, συνεχή επαγρύπνησι, πράγματα τα όποια δεν έχομε πάντοτε.
Το να κρατήσωμε την ταπεινοφροσύνη - και αυτό είναι κουραστικό - δεν είναι όμως υπέρ την φύσι μας, πράγμα δηλαδή ακατόρθωτο. Διότι το να σκέπτεται κανείς ταπεινά, είναι το πιο απλό πράγμα. Αλλά μήπως δεν είμεθα και ταπεινοί; 
Δηλαδή, είμεθα κατά κυριολεξία ταπεινοί, εφ' όσον η αμαρτία μας συνέτριψε. Αν φρονούμε ταπεινά, είμεθα αληθεύοντες, διότι ανακαλύψαμε την πραγματική μας προσωπικότητα, πού την συνέτριψε η αμαρτία. Διότι ούτε το «κατ' εικόνα και ομοίωσι» το όποιο μας εχάρισε ο Θεός στην δημιουργία αξιοποιήσαμε, ούτε το θέμα της Χάριτος και της υιοθεσίας, το οποίο μας έδωσε ο Θεός με την παρουσία του, έχομε. Το να σκέπτεται λοιπόν κανείς ταπεινά τι είναι; 
Η ανακάλυψι της αλήθειας, της πραγματικότητος.
Αυτές οι θεωρίες είναι φυσικές και πάρα πολύ βοηθούν. Είναι εύκολο ο καθένας με αυτές να ασχολήται, έως ότου εύρη πράγματι, συν τη Χάριτι, την πνευματική ταπείνωσι, οπότε ολοκληρώνεται εκεί η προσωπικότητα του. Η ειλικρινής μετάνοια απεκάλυψε την ταπεινοφροσύνη, η δε ειλικρινής ταπεινοφροσύνη έδωσε την ολοκληρωμένη μετάνοια. Το ένα γεννά το άλλο.
Όπως είπαμε και πριν, εφ' όσον αναμαρτησία δεν υπάρχει, τίθεται μόνο θέμα ειλικρινούς μετανοίας.
Συνεργούσης της Χάριτος, αρχίζει στον άνθρωπο (εκεί οπού η αμαρτία είχε άλλοτε επίδρασι δυναστική και τον εξεβίαζε είτε κατά διάνοια, είτε από μέρους των αισθήσεων, σαν αιχμάλωτο) μετά από ειλικρινή μετάνοια, να εξασθενή μέσα του η δύναμί της και εκεί πού άλλοτε τον εστραγγάλιζε και τον απασχολούσε, σιγά-σιγά παραμένει μόνο μια ψιλή μνήμη. Και αν αγωνισθή ο άνθρωπος , αυτή η ψιλή μνήμη χάνεται και του έρχεται αηδία προς την αμαρτωλότητα, διότι στην πραγματικότητα η αμαρτωλότης είναι παραφροσύνη, γιατί η αμαρτία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα άλογο πράγμα, παράλογο, «παρά φύσι». Ούτε φυσικό, ούτε χρειώδες είναι. Είναι παράνοια, ένας παραλογισμός, μια παρερμηνεία. Δεν έχει φύσι, ούτε θέσι. Δημιουργείται ελλείψει του καλού. Όταν κανείς εξυγιανθή, βλέπει αυτό το τέρας και το απεχθάνεται. Τον καιρό όμως της αμετανοησίας του, του επιβάλλεται και τον στραγγαλίζει.
Έχομε την ανάγκη της συμπαραστάσεως της Χάριτος, για να ημπορέσωμε σιγά-σιγά με την βοήθεια της να αποφύγωμε την αμαρτωλή διάθεσι. Να αποφύγωμε πρώτα την «κατ' ενέργεια αμαρτία», μετά την «κατ' ενέργεια επιθυμία και σκέψι», ούτως ώστε να εξαλειφθή τελείως από την διάνοια μας. Τότε καθαρίζει ο νους και γίνεται πλέον ελεύθερος στο να σκέπτεται και να λογίζεται πάντα αυτά τα όποια θέλει ο Θεός.
Συνεχίζοντας - συν τη Χάριτι - γίνεται και «τη καρδία καθαρός», οπότε ολοκληρώνεται πλέον μέσα στα περιθώρια του αγιασμού και επιτυγχάνει τις θειες επαγγελίες, όπως μας παραδίδουν οι Πατέρες μας. Γι' αυτό χρειάζεται προσοχή, ούτως ώστε να αξιολογούνται ο χώρος, ο χρόνος, ο τόπος, τα μέσα, οι δυνάμεις, τα πάντα. Να μην χάνεται τίποτε.
Για να γίνονται όλα αυτά, πρέπει να ευρίσκεται ο νους στην βάσι του. Και ο νους κρατείται στην βάσι του μόνο με την μνήμη του Θεού. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι η «ευχή». Γι' αυτό ο Παύλος επιμένει στο «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι». Εάν ο νους ευρίσκεται υπό την επίδρασι της μνήμης του Θεού, όλα τελειώνουν, δεν ημπορεί να παρασυρθή.
Η αμαρτία μη έχοντας πρόσωπο, ούτε φύσι, ούτε θέσι, μόνο δια της απάτης, του δόλου και του εκβιασμού εισέρχεται. Όταν ο νους όμως ευρίσκεται στην θέσι του, είναι αδύνατο να πλανεθή. Δεν μπορεί η αμαρτία τίποτε να κάνη, στέκεται μόνο σε μια ψιλή υπόμνησι και τίποτε άλλο.
Παράδειγμα ο Ιησούς μας. Μετά το βάπτισμα απεσύρθη στην έρημο και ενήστευε. Εκεί εδέχθη την επίθεσι του σατανά, με τους τρεις κορυφαίους πειρασμούς. Υπό απλή υπόμνησι μόνο, τίποτε παραπάνω.
Τον προκαλεί πρώτα στην φιλαυτία. «Αφού επείνασες, δεν τρως;» «Ναι - λέει - θα φάω όποτε θέλω εγώ. Τότε μόνο». Τι νόημα έχει αυτό; Δεν θα υποκύψω στη φιλαυτία της ορέξεως, θα υποκύψω στους όρους της χρείας μόνο. «Θα φάω οπότε θέλω εγώ, όχι όποτε μου πεις εσύ». Είναι η ελευθερία της χρήσεως, όχι της παραχρήσεως. Αποδεικνύει δηλαδή, ότι ο άνθρωπος τρώει για να ζή και δεν ζή για να τρώη.
Έρχεται ο δεύτερος πειρασμός, του εγωισμού. Του λέει: «Αφού είσαι Υιός του Θεού, βάλε σε πειρασμό, εις ενέργεια την Χάρι, να απόδειξης ότι αφού είναι θέλημα του Θεού θα σε σώση». «Ναι - άπαντα - έτσι είναι. Αλλά δεν θα πειράξω τον Θεό. Ξέρω ότι ο Θεός είναι Πατέρας και προνοεί, θα προνοήση Εκείνος, γιατί ξέρει πότε έχω χρεία, δεν θά τον βάλω εγώ σε πειρασμό».
Αυτή ήταν η δύναμι του σατανά. Και έφυγε, «και άγγελοι προσήλθαν και διηκόνουν Αυτώ» (Ματθ. 4,11). Εδώ εννοείται η Χάρις του αγιασμού. Υπό μορφή, λοιπόν, μόνο προσβολής έρχεται η αμαρτία. Όταν όμως ηττηθή ο άνθρωπος κατ' επανάληψι, τότε πηγαίνει δυναστικά και τον δένει και τον σέρνει. Αυτή είναι αιχμαλωσία πλέον.
Είπαμε όμως προηγουμένως πώς γίνονται όλα αυτά.
Για να ημπορέση ο νους μας, με ανοικτά τα μάτια να παρακολουθή πόθεν του έρχονται οι προσβολές και να έχη την δυνατότητα να αμύνεται, πρέπει να τον κρατήσωμε στη μνήμη του Θεού. Ευκολώτερος τρόπος της μνήμης του Θεού από την προσευχή, δεν υπάρχει· γι' αυτό και ενομοθετήθη υπό του Παύλου το «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι». Και δεν είναι παράξενο ότι το ευρίσκαμε αυτό και στους αγίους Αγγέλους, όπου εις όλους τους αιώνας της υπάρξεως τους, ένα έχουν να κάνουν συνεχώς να υμνούν τον Θεό. Αλλά και όλα τα λογικά όντα στην αιωνιότητα, στην παλιγγενεσία, μεταφερόμενα στην βασιλεία του Θεού, αυτό θα κάνουν. Και εδώ για να χαρακτηρισθή ένας άνθρωπος ότι είναι αληθινά πνευματικός, πρέπει να έχη μέσα του συνεχή ευχή. Αυτό είναι το τρανό δείγμα ότι πρόκοψε πνευματικά.
Άρα η ζωή του μέλλοντος είναι η συνεχής ευχή, συνεχής ανακύκλησι του θείου Ονόματος μέσα μας. Και αυτό είναι η δόξα μας και η ανάπαυσί μας.
Όλα αυτά τα είπα, για να μην μας φανή παράξενο για την εντολή πού έχομε να είμεθα συνεχώς «ευκτικά όντα», να προσευχώμεθα πάντοτε. «Τις σοφός και συνήσει ταύτα και φυλάξει τα ελέη του Κυρίου;» Ο καθένας από μας, έχομε επιτακτικό καθήκο να εξασκήσωμε την προσευχή μέσα μας, όσο εξαρτάται από μας.
Κρατώντας ο νους την προσευχή, είναι ξύπνιος και βλέπει πόθεν έρχονται οι λογισμοί και τι σκοπό έχουν τα ποικίλα τεχνάσματα της αμαρτίας, πού προσπαθούν να τον απατήσουν.
Η μετάνοια ανακαλεί τον άνθρωπο από την εμπαθή κατάστασι και τον φέρνει στην φυσική. Όταν έλθη ο άνθρωπος στην φυσική κατάστασι, μακράν των παθών και των επιθυμιών, τότε τον τραβά η θεία Χάρις στο «υπέρ φύσιν», πού είναι ο αγιασμός.
Είναι αδύνατο όμως να επιδράση πάνω του η Χάρις και να παραμείνη μαζί του εάν αμαρτάνη, διότι η αμαρτωλότης είναι «παρά φύσιν» και ο Θεός «εν σώματι καταχρέω αμαρτίας ουκ εισελεύσεται». Επομένως πάση δυνάμει, κάθε άνθρωπος, κάθε πιστός, πρέπει να συγκρουστή με την αμαρτία και ό,τι έχει γίνει μέχρι τώρα κατά λάθος, να μην επαναληφθή να φθάση στην κατάστασι να μην αμαρτάνη πρακτικά και να κλαίη για τις περασμένες αμαρτίες.
Μη αμαρτάνοντας πρακτικά, παύει να δανείζεται.
Κλαίοντας για τις περασμένες αμαρτίες, πληρώνει τα παλαιά και τότε ισορροπούν οι σχέσεις του με τον Θεό. Αυτός είναι ο πρακτικός τρόπος της μετανοίας. Αφού ισορροπήσουν οι σχέσεις μας με τον Θεό, τότε επιδρά επάνω μας η θεία Χάρις, διότι «τους δοξάζοντας με δοξάσω και οι εξουθενούντες με ατιμασθήσονται».
Είναι αδύνατο η θεία Χάρις, η όποια είναι μέσα μας, όταν της δοθούν οι προϋποθέσεις, να μην ενεργήση. Γι' αυτό εξ άλλου υπάρχει και η Εκκλησία, η προέκτασι του Ιησού μαζί μας, πού λέει ότι «μεθ' υμών ειμί πάσας τάς ημέρας». Δια της Εκκλησίας και των μυστηρίων προεκτείνεται μαζί μας και συνεχίζει να ευρίσκεται πάντοτε μαζί μας, οποιανδήποτε ώρα επικαλεσθούμε την συμπαράστασί Του.
Είναι τόσο απλό. Αρκεί ο άνθρωπος να αξιολόγηση τις ενέργειες του στην ζωή αυτή και να μην χάνη ούτε χρόνο, ούτε χώρο, ούτε πρόφασι, ούτε δύναμι από όσας διαθέτει η ψυχοσωματική του οντότης και με την βοήθεια της Χάριτος θα επιτυχή την σωτηρία του.
Η σωτήρια δεν είναι φυσικά αποτέλεσμα των έργων μας, αυτή είναι «Ρωμαιοκαθολική» θέσι. Η σωτηρία πηγάζει μόνο από τον Σταυρό, δωρεάν και τα έργα πού κάνομε δεν είναι για να την αγοράσωμε. Αλλοίμονο. Είναι βλάσφημο και να το σκεφθή κανείς.
«Το αίμα του Υιού του Θεού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας» (Α' Ιωάν. 1,7), όχι τα ιδικά μας έργα. Η αντίστασι προς την αμαρτία και αμαρτωλότητα, δεν είναι προς εξαγορά της σωτηρίας, αλλά είναι στο να δείξωμε χαρακτηριστικά την προσωπικότητα μας, ότι είμεθα λογικά όντα και δεν υποκύπταμε στην παρά φύσι ζωή.
Η αρετή είναι φυσικό φαινόμενο, δεν είναι επιβεβλημένο. Και αν απαίτησε ο Θεός να γίνουμε ενάρετοι από αμαρτωλοί, αυτό είναι υποβιβασμός για μας, διότι αυτό το περιέχει η φύσι μας. Η αρετή είναι κατά φύσι μέσα στην προσωπικότητα του ανθρώπου σαν «κατ' εικόνα και ομοίωσιν Θεού». Έξω από την αρετή, δεν είναι κανείς άνθρωπος, είναι υπάνθρωπος. Οι αρετές πού κάναμε, είναι για να ελευθερωθούμε από την παρά φύσι ζωή, πού μας παρέσυρε η αμαρτία και μας έρριξε εκεί μέσα. Τώρα πρέπει να ανασυρθούμε από τον βόθρο της κτηνώδους καταστάσεως και γι' αυτό ακριβώς αγωνιζόμενα και όχι για να αγοράσωμε την σωτηρία.
Αυτή πηγάζει από τα μυστήρια και τον Σταυρό του Χριστού. Αυτή είναι η ορθή θέσι της θεολογίας πού μας παρέδωσαν οι Πατέρες μας, οι όποιοι ερμηνεύουν πολύ καλά και το θέμα, τον τρόπο πού ο σατανάς προβάλλει την αμαρτωλότητα. Δεν είναι για να μετρήση την έκτασι της αμαρτίας, όση και αν είναι. Ξέρει αυτός, ότι αν γυρίση ο πιστός και πη στον Θεό «ήμαρτον», τότε αμέσως τον συγχωρεί. Η δύναμι του σατανά και η επιμονή του στο να ρίξη τον άνθρωπο στην αμαρτία, είναι οτι μετά από αυτή θα έλθη η απόγνωσι, και η απόγνωσι κρατά την κεφαλή, πού είναι η προθυμία και παραδίδεται πλέον ο άνθρωπος άνευ όρων.
Και τώρα καταλήγαμε να πούμε, ότι η απογοήτευσι, μετά την αμαρτία, είναι μεν επακόλουθο φαινόμενο, αλλά «παρά φύσι»! Είναι αναγκαίο κακό. Είναι όπως συμβαίνει στο παράδειγμα του τραύματος και του πόνου. Μετά το τραύμα ακολουθεί πόνος. Πρέπει, πάση σπουδή, ο άνθρωπος να θεραπεύση και το τραύμα και τον πόνο. Αλλοιώς θά φθαρή.
Η μετά την αμαρτία απογοήτευσι, όσο μεγάλη και αν είναι η αμαρτία, είναι διαβολικό φαινόμενο. Διότι θέμα αναμαρτησίας δεν υπάρχει, αφού ήλθε ο Θεός ξέροντας, ότι ο άνθρωπος είναι παναμαρτωλός, απωλεσμένος και υποβιβασμένος στον θάνατο και την καταστροφή. Ήλθε εκουσίως εξ αγάπης, μόνος Του και τον αγκάλιασε και τον εσήκωσε. Τώρα πώς ημπορούμε να πούμε «είμεθα αμαρτωλοί και δεν είμεθα Άγιοι, γι' αυτό και απελπιζόμαστε». Αφού Αυτός για τους αμαρτωλούς ήλθε και όχι για τους δικαίους. Μόνος του το ομολογεί. Απόδειξι ότι έδωσε τα κλειδιά της βασιλείας στον Πέτρο, πού τον αρνήθηκε τρεις φορές και δεν τα έδωσε στον Ιωάννη, τον επιστήθιο και ηγαπημένο.
Όχι γιατί υποβιβάζει ο Θεός την αρετή, αλλά περισσεύει, ξεχειλίζει η πατρική του στοργή στον αδύνατο και τον συντετριμμένο και στο απολωλός. Και υπό το νόημα αυτό πρέπει κανείς να μην φοβάται και να μην παραδέχεται την απογοήτευσι και αποθάρρυνσι σαν επακόλουθο της αμαρτίας, αλλά όπως το ελατήριο να πετάγεται επάνω πάλι και να λέγη; «Ήμαρτον, Θεέ μου, μη μου το γράφης, μετανοώ». Και έτσι με θάρρος να συνεχίζη τον καλό αγώνα του, με ακλόνητη την πίστι στην Παναγάπη και αγαθότητα του Ιησού μας.
Αμήν.

του γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή

«Πάντα ισχύομεν εν τω ενδυναμούντι ημάς Χριστώ»


Το πρώτο, πού κάνει κάθε άνθρωπος, όταν τον καλέση ο Θεός στην επίγνωσί Του, είναι να ερευνήση με ακρίβεια τον εαυτό του για να ιδή, ότι πράγματι στην ζωή του πολλές ενέργειες του ήσαν έξω από το θέλημα του Θεού. Και από αυτή την στιγμή αρχίζει το έργο της μετανοίας. Η μετάνοια αρχίζει από την κατάπαυσι της αμαρτωλής ζωής και φθάνει μέχρι αυτής της θεώσεως, η οποία δεν έχει τέλος.
Ο Θεός δεν έχει περιγραφή και τέρμα· ούτε και οι ιδιότητές Του είναι δυνατό να έχουν. Μπαίνοντας ο άνθρωπος, δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, μέσα στους κόλπους της θεώσεως, πάσχει όλες αυτές τις ιδιότητες τις ατέρμονες, τις αψηλάφητες, τις ανεξιχνίαστες, τις απέραντες. Γι’ αυτό είπα ότι η μετάνοια δεν έχει τέρμα.
Πολλές φορές συμβαίνει στον αγωνιζόμενο, να μην ημπορή να νικήση τον παλαιό άνθρωπο, διότι είναι τόσο πολύ αιχμαλωτισμένος από τα πάθη του, παρ’ όλο πού αυτός τα μισεί, τα αποστρέφεται, δεν τα θέλει· και αυτή η κατάστασι θεωρείται κατά την παράδοσι της Εκκλησίας, ζωή μετανοίας.
Τότε μόνο δεν θεωρείται μετάνοια, όταν παύση ο άνθρωπος να αγωνίζεται και λέγει: «Δεν ημπορώ πλέον. Δεν υπάρχει για μένα τίποτε». Αυτό λέγεται απόγνωσι και το καταδικάζει η Εκκλησία ως βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος· περικόπτει και απορρίπτει αυτό το μέλος ως σάπιο, ως βλάσφημο, στρεφόμενο κατά της αγαθότητας του Θεού.
Δεν πρέπει λοιπόν, σε καμμιά περίπτωσι να συστέλλωμε την πίστι μας. Ουδέποτε να σκεφθή κανείς, ότι είναι αδύνατο να φθάσουμε στην ολοκληρωτική μετάνοια στην οποία μας εκάλεσε ο Χριστός μας. Θα φθάσωμε χάριτι Χριστού. Ουδέποτε είναι ικανή μόνη η ανθρώπινη ενέργεια και προσπάθεια να φθάση εκεί. Αυτό είναι εγωιστικότατο και οι Πατέρες το κατεδίκασαν. Ο Μέγας Μακάριος λέγει ότι τόση είναι η δύναμι της προθέσεως του ανθρώπου, τόσο μόνο ημπορεί ο άνθρωπος, μέχρι πού να αντιδράση προς τον διάβολο. Προκαλούμενος υπό του σατανά, υπό μορφή προσβολής «κάνε αυτό», τόσο μόνο ημπορεί να πή ο άνθρωπος· «όχι δεν το κάνω». Μέχρι εκεί ημπορεί να πάη ο άνθρωπος. Από εκεί και πέρα είναι έργο της Χάριτος. Γι’ αυτό ο Ιησούς μας, ετόνιζε με έμφασι ότι, «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν».
Άρα ποτέ να μην συσταλήτε, ποτέ να μην κατεβαίνετε στην μικροψυχία, εφ’ όσο «δια πίστεως βαδίζομεν». Ποτέ να μην λέγετε: «Δεν θα φθάσωμε εμείς στην απάθεια, δεν θα φθάσωμε στον αγιασμό, δεν θα μιμηθούμε τους Πατέρες μας». Αυτό είναι βλάσφημο. Θα τους φθάσωμε επειδή το θέλομε και εφ’ όσο το θέλομε θα μας το δώση ο Χριστός μας.
Μένοντας πιστοί και μη υποχωρούντες κατά πρόθεσι, οπωσδήποτε θα το επιτύχωμε. Αυτή είναι η πραγματικότης. Έξω από αυτή την γραμμή οι Πατέρες δεν παραδέχονται άλλη. Έξω από αυτή, θεωρείται πλέον απόγνωσι. Δεν υπάρχει το «δεν μπορώ πλέον». Πώς δεν μπορείς; Δια του Χριστού ισχύομε. «Πάντα ισχύομεν εν τω ενδυναμούντι ημάς Χριστώ». «Πάντα»,είπε ο Παύλος, για να μην αφήση κανένα περιθώριο, μήπως πή κάποιος «εγώ δεν ημπορώ». Αφού είναι «μεθ’ ημών ο Θεός, τις καθ’ ημών; Ει Θεός ο δικαιών, τις ο κατακρίνων;»

Γέρων Ιωσήφ ο ησυχαστής

Οἱ τρεῖς τάξεις τῆς χάριτος.




Σε τρεις τάξεις διαιρείται η χάρις: Καθαρτική, φωτιστική, τελειωτική. 

Σε τρεις και η ζωή μας: Κατά φύσιν, υπέρ φύσιν, παρά φύσιν. 

Σε αυτές τις τρεις τάξεις ανέρχεται και κατέρχεται. 

Τρία είναι και τα μεγάλα χαρίσματα, που λαμβάνει:Θεωρία, αγάπη, απάθεια. 
Λοιπόν στην “πράξιν” συνεργεί χάρις καθαρτική, η οποία βοηθά στην κάθαρση. Και κάθε ένας, που μετανόησε, η χάρις είναι που τον προτρέπει στη μετάνοια. Και όσα κάνει της χάριτος είναι, αν και δεν το γνωρίζει αυτός που την έχει, όμως αυτή τον τροφοδοτεί και τον οδηγεί. Και ανάλογα με την προκοπή του, ανέρχεται ή κατέρχεται ή μένει στην ιδία κατάσταση.
Εάν έχει ζήλο και αυταπάρνηση ανεβαίνει σε θεωρία, την οποία διαδέχεται φωτισμός θείας γνώσεως και λίγη απάθεια. Εάν ψυχρανθεί ο ζήλος, η προθυμία, τότε συστέλλεται και η ενέργεια της χάριτος.
Γι’ αυτόν που λες ότι γνωρίζει να προσεύχεται, είναι εκείνος που γνωρίζει τι εύχεται και τι ζητά από τον Θεό.Αυτός που γνωρίζει να προσεύχεται δεν βαττολογεί, δεν ζητά περιττά· αλλά γνωρίζει τον τόπο, τον τρόπο και τον καιρό και ζητά τα αρμόδια και ωφέλιμα της ψυχής του. Επικοινωνεί νοερά με το Χριστόν. Τον πιάνει και τον κατέχει και “δεν θα σε αφήσω, λέγει, εις τον αιώνα”. 

Εκείνος που προσεύχεται ζητά την άφεση των αμαρτιών, ζητά το έλεος του Κυρίου. Εάν ζητά και μεγάλα, όχι στον κατάλληλο καιρό, δεν του τα δίδει ο Κύριος. Διότι ο Θεός τα δίνει με τάξη. Και, αν εσύ τον κουράζεις ζητώντας, αφήνει το πνεύμα της πλάνης και προσποιείται τη χάρη και σε πλανά, δείχνοντάς σου άλλα αντί άλλων. Γι’ αυτό δεν είναι ωφέλιμο να ζητά κανείς τα υπέρμετρα. Αλλά, και αν εισακουσθεί προ του καθαρισμού, όταν δεν είναι στην τάξη, γίνονται φίδια και βλάπτουν. Συ έχε μετάνοια καθαρή, κάνε σε όλους υπακοή, και μόνη της η χάρη θα έλθει χωρίς εσύ να το ζητάς.
Ο άνθρωπος σαν βρέφος που ψελλίζει ζητά από τον Θεό το θέλημά του το άγιο. Ο Θεός, σαν Πατέρας υπεράγαθος, του δίδει τη χάρη, αλλά του δίδει και πειρασμούς, Εάν υπομένει αγόγγυστα τους πειρασμούς λαμβάνει προσθήκη της χάριτος. Όση περισσότερη χάρη λαμβάνει, τόσο αυξάνονται και οι πειρασμοί.
Οι δαίμονες, όταν πλησιάζουν, για να σε πολεμήσουν, δεν πηγαίνουν εκεί που εσύ εύκολα θα τους νικήσεις, αλλά δοκιμάζουν, πού έχεις αδυναμία.
Εκεί που εσύ δεν τους περιμένεις, εκεί πολιορκούν το κάστρο. Και, όταν βρουν ψυχή ασθενική και μέρος αδύνατο, πάντα εκεί νικούν και τον κάνουν υπεύθυνο για την ήττα του.
Ζητάς χάρη από τον Θεό; Αντί χάριτος σου αφήνει πειρασμό. Δεν αντέχεις τον πόλεμο, πέφτεις; Δεν σου δίνεται προσθήκη της χάριτος. Πάλι ζητάς; Πάλι ο πειρασμός. Πάλι ήττα; Πάλι στέρηση εφ’ όρου ζωής. Πρέπει λοιπόν να βγεις νικητής. Άντεξε τον πειρασμό μέχρι θανάτου. Πέσε πτώμα στη μάχη, φωνάζοντας κάτω παράλυτος:
“Δεν θα σε αφήσω, γλυκύτατε Ιησού! Ούτε θα σε εγκαταλείψω! Αχώριστος θα μείνω στον αιώνα, και για την αγάπην Σου ξεψυχώ στη μάχη”. 
Και ξαφνικά εμφανίζεται στη μάχη και φωνάζει δυνατά: “Εδώ είμαι! Μάζεψε όλες τις δυνάμεις σου και ακολούθησέ με !
Συ δε γεμίζεις όλος φως και χαρά: Αλλοίμονο σε μένα τον δυστυχή! Αλλοίμονο σε μένα τον πονηρό και αχρείο! Προηγουμένως άκουα για σένα, τώρα δε σε είδαν οι οφθαλμοί μου· γι’ αυτό και κατηγόρησα τον εαυτόν μου, τον θεώρησα δε χώμα και στάχτη”.

Τότε γεμίζεις από θεία αγάπη. Και φλέγεται η ψυχή σου σαν του Κλεόπα. Και σε καιρό πειρασμού δεν καταλείπεις πλέον τη μάχη, αλλά υπομένεις τις θλίψεις σκεπτόμενος- ότι όπως πέρασε ο ένας πειρασμός και ο άλλος, έτσι θα περάσει και αυτός.
Όταν όμως δειλιάζεις και γογγύζεις και δεν υπομένεις τους πειρασμούς, τότε, αντί να νικάς πρέπει διαρκώς να μετανοείς· για τα σφάλματα της ημέρας, για την αμέλεια της νύκτας. Και, αντί να αυξάνεται η χάρις, μεγαλώνεις τις θλίψεις σου.

Γι’ αυτό μη δειλιάζεις μη φοβάσαι τους πειρασμούς. Και αν πέσεις πολλές φορές, σήκω. Μη χάνεις τη ψυχραιμία σου. Μην απογοητεύεσαι. Σύννεφα είναι και θα περάσουν. 
Και όταν, με τη βοήθεια της χάριτος που σε καθαρίζει από όλα τα πάθη, περάσεις όλα αυτά που λέγονται “πράξις”, τότε γεύεται ο νους φωτισμό και κινείται σε θεωρία.
Και πρώτη θεωρία είναι των όντων: 
Πως όλα τα δημιούργησε για τον άνθρωπον ο Θεός, και αυτούς ακόμη τους Αγγέλους για να τον υπηρετούν. Πόσην αξία, πόσο μεγαλείο, τί μεγάλο προορισμό έχει ο άνθρωπος – αυτή η πνοή του Θεού! Όχι για να ζήσει εδώ τις λίγες ημέρες της εξορίας του, αλλά να ζήσει αιώνια με τον Πλάστη του. Να βλέπει τους θείους Αγγέλους. Να ακούει την άρρητη μελωδία τους. Τί χαρά! Τί μεγαλείο! Μόλις τελειώνει αυτή η ζωή μας και κλείνουν τα μάτια, αμέσως ανοίγουν τα άλλα και αρχίζει η νέα ζωή. Η αληθινή χαρά, που πλέον τέλος δεν έχει.
Αυτά σκεπτόμενος βυθίζεται ο νους σε μία ειρήνη και γαλήνη, που απλώνεται σε όλο το σώμα, και ξεχνά τελείως ότι υπάρχει σ’ αυτή τη ζωή.
Τέτοιες θεωρίες διαδέχονται η μία την άλλη. Όχι να πλάθει φαντασίες με το νου του, αλλά η κατάσταση είναι τέτοια – ενέργεια χάριτος, που φέρνει νοήματα και ασχολείται ο νους στη θεωρία. Δεν τα πλάθει ο άνθρωπος· μόνα τους έρχονται και αρπάζουν το νου στη θεωρία. Και τότε απλώνεται ο νους και γίνεται διαφορετικός. Φωτίζεται. Είναι όλα ανοικτά σ’ αυτόν. Γεμίζει σοφία, και σαν υιός κατέχει τα του Πατρός του. Ξέρει ότι είναι μηδέν, πηλός, αλλά και υιός Βασιλέως. Δεν έχει τίποτε, άλλα όλα τα έχει. Γεμίζει θεολογία.

Φωνάζει αχόρταστα, με πλήρη επίγνωση, ομολογώντας ότι η ύπαρξή του είναι μηδέν. Η καταγωγή του είναι ο πηλός· η δε ζωτική δύναμή του, η πνοή του Θεού – η ψυχή του. Αμέσως πετά η ψυχή στον ουρανό! – Είμαι το εμφύσημα, η πνοή του Θεού! Όλα διεσώθησαν, έμειναν στη γη, απ’ όπου και ελήφθησαν! Είμαι Βασιλέως αιωνίου υιός! Είμαι θεός κατά χάρη! Είμαι αθάνατος και αιώνιος! Είμαι, μετά μία στιγμή, κοντά στον ουράνιο Πατέρα μου!

Αυτός είναι ο αληθινός προορισμός του ανθρώπου· γι’ αυτό πλάσθηκε, και οφείλει να έλθει απ’ όπου ήλθε. Τέτοιου είδους είναι οι θεωρίες, με τις οποίες ασχολείται ο πνευματικός άνθρωπος. Και περιμένει την ώρα που θα αφήσει το χώμα και θα πετάξει η ψυχή στα ουράνια.

Έχε θάρρος λοιπόν, παιδί μου, και με αυτή την ελπίδα υπόμενε κάθε πόνο και θλίψη. Αφού μετά από λίγο θα αξιωθούμε να απολαύσουμε αυτά. Για όλους μας είναι τα ίδια. Όλοι είμαστε παιδιά του Θεού. Αυτόν φωνάζουμε ημέρα και νύκτα και την γλυκειά μας Μανούλα, τη Δέσποινα του Παντός, την οποίαν όποιος παρακαλεί, δεν τον αφήνει ποτέ.

(Γέροντος Ιωσήφ, «Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας», επιστ. Ι΄, εκδ. Ι.Μ.Φιλοθέου, σ. 84-88. – απόσπασμα σε νεοελληνική απόδοση.)

Επιστολή του Γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή σε φοιτητή (Ιούνιος 1959)





Πρός Ἰωάννη,
φοιτητή Θεολογικῆς Σχολῆς
Τιμίου Σταυροῦ, Μπρούκλιν Βοστώνης.
Ἅγιον Ὄρος, τῇ 5/6/1959.

Εἰς τόν ἀγαπητόν Ἰωάννην μου
εὔχομαι ὑγείαν μακράν καί Θεοῦ φώτισιν.
Νά σοῦ ἀνοίξῃ τόν νοῦν τῷ Πνεύματι Αὐτοῦ τo ἀγαθῶ,ὅπως ἐξαπέστειλε εἰς τούς ἁγίους Αὐτοῦ μαθητάς.
Λοιπόν, υἱέ ἀγαθέ, φοβοῦ τόν Θεόν καί πράττε τάςἐντολάς Του καί εὖ σοι γένηται.
Σήμερον ἔλαβον τήν ἐπιστολήν σου καί εἶδον τά ἐν αὐτῇ, καί πολύ ἐχάρην ὅπου ζητεῖς τροφήν διά τήν ψυχήν σου. Βιάζου λοιπόν, ἀγαθό μου παιδί, καί πρῶτον νά λές τήν εὐχήν. Μνημόνευε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, διά νά σοῦ μνημονεύσῃ καί ὁ Θεός ἐν καιρῶ πειρασμοῦ.
Ὅ,τι κάμνεις νοῶν καί φρονῶν, λέγε σέ κάθε στιγμήν: «Ἰωάννη, πρόσεχε σέ βλέπει ὁ Θεός· εἶναι παρών, εἶναι δίπλα σου. Ὅλα τά βλέπει καί παραβλέπει· δέν δύνασαι νά τόν λανθάνῃς σέ τίποτα. Εἶσαι ἕνα σκουλήκι κοντά Του, ἕνα μυρμήγκι».
Μά ὁ Θεός εἶναι Θεός πολυόμματος, ὅπου βλέπει παντοῦ. Ὁ νοῦς σου πρίν κινηθεῖ νά σχηματίσῃτόν λογισμόν, ὁ Θεός τό ἠξεύρει. Διατί λοιπόν ἐσύ δέν τό βλέπεις; Ἡ ὅρασις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡγνῶσις περί Θεοῦ.
Λοιπόν, ὅταν ἐσύ δέν ἁμαρτάνῃς, δέν ψεύδεσαι, δέν κατακρίνῃς, δέν πονηρεύεσαι κατά τοῦπλησίον σου, τότε ἔχεις φόβον Θεοῦ. Τότε εἶσαι σοφός καί κατανοεῖς τόν Θεόν, καί διά νά μήν Τόν λυπήσῃς δέν ἁμαρτάνεις. Καί αὐτή εἶναι ἡ ὅρασις τοῦ Θεοῦ, καί ὁ Θεός ὁ βλέπων τά πάντα σέ σκεπάζει ἀπό τάς παγίδας τοῦ σατανᾶ.
Ἰδού ὁ τρόπος πῶς νά φυλάγεσαι, υἱέ μου ἀγαπητέ, ἀπό τάς παγίδας τοῦ σατανᾶ. Ἀρκοῦσι πρός τό παρόν. Σᾶς εὔχομαι.
Ταπεινός π. Ἰωσήφ.

Πηγή: Θείας Χάριτος Εμπειρίες


Θλίψεις + Προσευχή = Θεία Χάρη



Λοιπόν βιάσου. Λέγε διαρκώς την ευχή. Να μη σταματά καθόλου το στόμα. Έτσι θα την συνηθίσεις μέσα σου και κατόπιν θα την παραλάβει ο νους. Μη ξεθαρρεύεις στους λογισμούς, διότι γίνεσαι μαλθακός και μολύνεσαι.
«Ευχή, βία φύσεως διηνεκής», και θα δεις πόση Χάρη θα λάβεις…
Η ζωή του ανθρώπου, παιδί μου, είναι θλίψη, διότι είναι στην εξορία. Μη ζητείς τελεία ανάπαυση. Ο Χριστός μας σήκωσε το σταυρό, και μείς θα σηκώσουμε. Όλες τις θλίψεις εάν τις απομένουμε, βρίσκομε Χάρη παρά Κυρίου. Γι’ αυτό μας αφήνει ο Κύριος να πειραζόμαστε, για να δοκιμάζει το ζήλο και την αγάπη που έχουμε προς αυτόν. Γι’ αυτό χρειάζεται υπομονή. Χωρίς υπομονή δεν γίνεται ο άνθρωπος πρακτικός, δεν μαθαίνει τα πνευματικά, δεν φθάνει σε μέτρα αρετής και τελειώσεως.
Αγάπα τον Ιησού και λέγε αδιάλειπτα την ευχή και αυτή θα σε φωτίζει στο δρόμο του.

Πρόσεχε να μην κατακρίνεις. Διότι από αυτό παραχωρεί ο Θεός και φεύγει η Χάρη και σε αφήνει ο Κύριος να πέφτεις, να ταπεινώνεσαι, να βλέπεις τα δικά σου σφάλματα. Αλλ’ όταν υποχωρεί η Χάρη για να δοκιμαστεί ο άνθρωπος, τότε γίνονται όλα σαρκικά και πέφτει η ψυχή. Συ όμως τότε μη χάνεις την προθυμία σου, άλλα φώναζε διαρκώς την ευχή με βία, με το ζόρι, με πόνο πολύ. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Και πάλι και πολλές φορές, το ίδιο συνεχώς. Και σαν να ατενίζεις νοερά τον Χριστό να του λέγεις• «…Δόξα σοι, δόξα σοι, ο Θεός μου». Και υπομένοντας, πάλι θα έλθει η Χάρη, πάλι η χαρά. Όμως και πάλι ο πειρασμός και η λύπη, η ταραχή και τα νεύρα. Αλλά και πάλιν αγώνας, νίκη, ευχαριστία. Και αυτό γίνεται μέχρις ότου σιγά-σιγά καθαρίζεσαι από τα πάθη και γίνεσαι πνευματικός…
Η άσκηση, παιδί μου, θέλει στερήσεις. Θέλει αγώνα και κόπο πολύ. Θέλει να φωνάζεις μέρα και νύκτα στον Χριστό. Θέλει υπομονή σε όλους τους πειρασμούς και τις θλίψεις. Θέλει να πνίξεις θυμό και επιθυμία.
Θα κουρασθείς πολύ, μέχρι να καταλάβεις ότι προσευχή χωρίς προσοχή και νήψη είναι χάσιμο χρόνου· κόπος χωρίς πληρωμή. Πρέπει σε όλες τις αισθήσεις μέσα έξω να βάλεις άγρυπνο φύλακα την προσοχή διότι χωρίς αυτήν ο νους και οι δυνάμεις της ψυχής διαχέονται στα μάταια και συνήθη, σαν το άχρηστο νερό που τρέχει στους δρόμους. Ποτέ κανένας δεν βρήκε προσευχή χωρίς προσοχή και νήψη. Κανένας ποτέ δεν αξιώθηκε να ανεβεί προς τα άνω χωρίς πρώτα να καταφρονήσει τα κάτω.

Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής

Πηγή: «Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας», εκδ, Ι.Μ.Φιλοθέου, Άγ. Όρος


Ευχαριστούμε το φίλο του ιστολογίου μας Χ.Α για την αποστολή του κειμένου.

Βάζε μετάνοια συνεχῶς ὅταν σφάλεις καὶ μὴ χάνεις καιρὸ.

ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ


Ἔλαβα, παιδί μου, τὴν ἐπιστολή σου, καὶ εἶδα σ’ αὐτὴ τὴν ἀνησυχία σου.

Ὅμως μὴ λυπᾶσαι, παιδί μου. Μὴν ἀνησυχεῖς τόσο. Καὶ ἂν πάλι ἔπεσες, πάλι σήκω. Ὀνομάσθηκες οὐρανοδρόμος. Δὲν εἶναι, παράξενο νὰ σκοντάφτει ἐκεῖνος ποὺ τρέχει. Μόνον χρειάζεται νὰ ἔχει ὑπομονὴ καὶ μετάνοια κάθε στιγμή.
Βάζε λοιπὸν μετάνοια συνεχῶς, ὅταν σφάλεις, καὶ μὴ χάνεις καιρό. 
Γιατί, ὅσον ἀργεῖς νὰ ζητήσεις συγχώρηση, τόσον δίνεις ἄδεια στὸν πονηρὸ νὰ ἁπλώνει μέσα σου ρίζες. Μὴν τὸν ἀφήνεις νὰ ἀποκτᾶ δικαιώματα εἰς βάρος σου.
Λοιπὸν μὴν ἀπελπίζεσαι ὅταν πέφτεις, ἀλλὰ ἀφοῦ σηκωθεῖς πρόθυμα βάζε μετάνοια λέγοντας· – Συγχώρησε μέ, Χριστέ μου, ἄνθρωπος εἶμαι καὶ ἀσθενής.
Δὲν εἶναι ἐγκατάλειψη αὐτό. Ἀλλά, ἐπειδὴ ἔχεις ἀκόμα μεγάλη ὑπερηφάνεια κοσμική, κενοδοξία πολλή, σὲ ἀφήνει ὁ Χριστός μας νὰ σφάλλεις, νὰ πέφτεις. Νὰ μαθαίνεις κάθε μέρα αἰσθητὰ τὴν ἀδυναμία σου καὶ νὰ ὑπομένεις τοὺς φταῖχτες. Νὰ μὴν κατακρίνεις τοὺς ἀδελφούς, ἐὰν σφάλλουν, ἀλλὰ νὰ τοὺς ὑπομένεις.
Ὥστε, ὅσες φορὲς πέφτεις, πάλι νὰ σηκώνεσαι, καὶ ἀμέσως νὰ ζητᾶς τὴ συγχώρηση.
Μὴν ἀφήνεις... λύπη στὴν καρδιά σου. Διότι ἡ χαρὰ τοῦ πονηροῦ εἶναι ἡ λύπη, ἡ ἀθυμία, ἀπὸ τὴν ὁποία γεννιοῦνται πολλὰ καὶ μὲ τὰ ὁποία γεμίζει πικρία ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ποὺ τὰ ἔχει. 
Ἐνῶ ἡ διάθεση τοῦ μετανοοῦντος λέει: «Ἥμαρτον, συγχώρησον, Πάτερ»! Καὶ διώχνει τὴ λύπη. «Μήπως, λέει, δὲν εἶμαι ἄνθρωπος ἀσθενής; Λοιπόν, τί πρέπει νὰ κάνω»; Πράγματι, παιδί μου, ἔτσι εἶναι. Ἔχε θάρρος.
Μόνον ὅταν ἔλθει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, τότε στέκει στὰ πόδια τοῦ ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλιῶς, χωρὶς χάρη, πάντοτε παρασύρεται καὶ πάντοτε πέφτει. Νὰ ἔχεις ἀνδρεία λοιπὸν καὶ μὴ φοβᾶσαι καθόλου.
Εἶδες πῶς ὑπέμεινε τὸν πειρασμὸν ὁ ἀδελφὸς ποῦ γράφεις; 
Τὸ ἴδιο κᾶνε καὶ σύ. Ἀπόκτησε γενναῖο φρόνημα στοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἔρχονται ἐναντίον σου. Πάντως θὰ ἔλθουν. Ἔχεις ἀνάγκη ἀπ’ αὐτούς. 
Γιατί ἀλλιῶς δὲν καθαρίζεσαι. Ἄφησε τί λέει ἡ ἀκηδία καὶ ἡ ραθυμία σου. Μὴν τοὺς φοβᾶσαι. Καθὼς μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ πέρασαν οἱ προηγούμενοι, ἔτσι θὰ περάσουν καὶ αὐτοί, ἀφοὶ κάνουν τὸ ἔργο τους.
Φάρμακα εἶναι οἱ πειρασμοὶ καὶ βότανα ἰατρικά, ποὺ θεραπεύουν τὰ πάθη τὰ φανερὰ καὶ τὶς ἀόρατες πληγές μας.
Ἔχε λοιπὸν ὑπομονὴ γιὰ νὰ κερδίζεις καθημερινά, νὰ ἀποταμιεύεις μισθό, ἀνάπαυση καὶ χαρὰ στὴν οὐράνια Βασιλεία. Γιατί ἔρχεται νύχτα, δήλ. ὁ θάνατος, ποὺ τότε κανεὶς πλέον δὲν μπορεῖ νὰ ἐργασθεῖ. Γι’ αὐτὸ τρέξε. Εἶναι λίγος ὁ καιρός.
Γνώριζε δὲ καὶ αὐτό· ὅτι καλλίτερα εἶναι μία ἡμέρα ζωῆς γεμάτη νίκες μὲ βραβεῖα καὶ στεφάνια, παρὰ χρόνια πολλὰ καὶ νὰ ζεῖς μὲ ἀμέλεια. 
Γιατί μίας ἡμέρας ἀγώνας μὲ γνώση καὶ αἴσθηση ψυχῆς, ἰσχύει γιὰ πενήντα χρόνια κάποιου ἄλλου, χωρὶς γνώση ἀλλὰ ποὺ ἀγωνίζεται μὲ ἀμέλεια.
Χωρὶς ἀγώνα καὶ χωρὶς νὰ χύσεις αἷμα μὴ περιμένεις νὰ ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὰ πάθη. Ἀγκάθια καὶ τριβόλια φυτρώνει ἡ γῆ μας μετὰ τὴν παράβαση. Πήραμε ἐντολὴ γιὰ κάθαρση· ἀλλὰ μὲ πόνο πολύ, μὲ ματωμένα χέρια, καὶ μὲ πολλοὺς ἀναστεναγμοὺς ξεριζώνονται. Κλάψε λοιπόν, χύσε δάκρυα ποταμούς, καὶ μαλακώνει ἡ γῆ τῆς καρδιᾶς σου. Καί, ἀφοῦ τὸ χῶμα βραχεῖ, εὔκολα ξεριζώνεις τὰ ἀγκάθια.



(«Ἔκφρασις Μοναχικῆς ἐμπειρίας», ἔκδ, Ι.Μ.Φιλοθέου, Ἄγ. Ὅρος, σ. 127-129. -σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση.)
Πεμπτουσία

Καὶ χωρὶς νὰ σφάλλεις νὰ μετανοεῖς ὅτι ἔσφαλες.

ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ


«Ὁ θυμὸς καθ' ἑαυτὸν εἶναι φυσικός. Ὅπως τὰ νεῦρα στὸ σῶμα. Εἶναι καὶ αὐτὸς νεῦρον ψυχῆς καὶ ὀφείλει νὰ τὸν μεταχειρίζεται ὁ καθεὶς ἐναντίον τῶν δαιμόνων, ἀνθρώπων αἱρετικῶν, καὶ παντὸς κωλύοντος ἀπὸ τὴν ὅδόν τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν δὲ θυμώνεις κατὰ τῶν ὁμοψύχων ἀδελφῶν ἤ, ἐκτὸς ἑαυτοῦ γενόμενος, χαλᾶς τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σου, γίνωσκε ὅτι κενοδοξίαν νοσεῖς καὶ κάμνεις παράχρησιν τοῦ νεύρου τῆς ψυχῆς. Ἁπαλλάττεσαι δὲ διὰ τῆς ἀγάπης πρὸς πάντας καὶ ἀληθοῦς ταπεινώσεως.
Διὰ τοῦτο ὅταν σοὶ ἔλθει θυμὸς κλεῖσε τὸ στόμα σου δυνατὰ καὶ μὴ ὁμιλήσεις εἰς τὸν ὑβρίζοντα ἢ ἀτιμάζοντα ἢ ἐλέγχοντα ἢ πολυειδῶς σὲ πειράζοντα ἄνευ λόγου.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος ἥμερος καὶ λογικὸς καὶ ἑπομένως ὁ θυμὸς δὲν ἁρμόζει οὐδέποτε εἰς τὴν φύσιν του, ἐνῶ μὲ τὴν ἀγάπην πάντοτε εὐδοκιμεῖ καὶ ὑποτάσσεται. Μὲ τὸ καλὸ καὶ μὲ τὴν ἀγάπην μπορεῖς νὰ κάμεις πολλοὺς νὰ ἡμερέψουν καὶ ἂν κανεὶς εἶναι καλοπροαίρετος, τὸν κάμνεις ὀγλήγορα νὰ συμμορφωθεῖ, νὰ γένη Ἄγγελος Θεοῦ».
«Μὴ ζητήσεις ποτέ σου νὰ εὐρεῖς τὸ δίκαιον, διότι τότε ἔχεις τὸ ἄδικον. Ἀλλὰ μάθε νὰ ὑπομένεις ἀνδρείως τοὺς πειρασμούς, οἰουσδήποτε καὶ ἂν ἐπιτρέψει ὁ Κύριος. Χωρὶς πολλὲς δικαιολογίες νὰ λέγεις «Εὐλόγησον»! Καὶ χωρὶς νὰ σφάλλεις νὰ μετανοεῖς ὅτι ἔσφαλες. Ἐν ἐπιγνώσει ψυχῆς καὶ ὄχι ἀπ' ἔξω, δὶ΄ ἔπαινον, νὰ λέγεις πὼς ἔσφαλες καὶ μέσα νὰ... κατακρίνεις. Μὴ ζητᾶς εἰς τὶς θλίψεις σου παράκληση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, διὰ νὰ παρακληθεῖς ἀπὸ τὸν Θεόν. Μὴ νομίζεις ἀνάπαυσιν ὁπόταν ὁμιλήσεις, ἐὰν ζητήσεις νὰ εὐρεῖς τὸ δίκαιον. Τὸ δίκαιον εἶναι νὰ ὑπομείνεις ἀνδρείως τὸν ἐπερχόμενον πειρασμὸν διὰ νὰ βγὴς νικητὴς καν ἑπταισες ἢ δὲν ἑπταισες. Εἰ δὲ καὶ λέγεις «μὰ διατί;» μάχεσαι τὸν Θεόν, τὸν ἀποστείλαντα λυπηρὰ διὰ τὴν ἐμπαθῆ σου κατάσταση».

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ Ἠσυχαστοῦ-διδασκαλίες,
«Ἔκφρασις Μοναχικῆς ἐμπειρίας», ἐκδόσεις Ι. Μ. Φιλοθέου -Ἄγ. Ὅρος