.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημήτριος Παναγόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημήτριος Παναγόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Το τελευταίο παλτό !



Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος:
Ὁ ἄνθρωπος μέ τίς ἀδυναμίες καί τά πάθη πού ἔχει, εἶναι σάν νά φοράει πολλά παλτά.
Ἀγωνιζόμενος, ὅμως, ἀρχίζει νά βγάζει ἕνα - ἕνα τά παλτά. Βγάζει τό παλτό τῆς Πορνείας, τοῦ Ψέματος, τῆς Κατάκρισης κ.τ.λ. 

Τό τελευταῖο παλτό πού βγάζει, εἶναι τό παλτό τοῦ Εγωισμοῦ. Τό παλτό αὐτό βγαίνει μαζί μέ τό δέρμα τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι κάτι ἐπίπονο, γι΄ αὐτό καί πολλοί ἄνθρωποι δέν τό ἔχουν βγάλει ἀκόμα..

ιεροκήρυκας
Δημήτριος Παναγόπουλος

...Εμείς, πάμε μπροστά από τό Θεό!



Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, κάθε μέρα πού ξυπνοῦσε, ἔκανε μία σύντομη προσευχή πού ἔλεγε: Πήγαινε Χριστέ καί σήμερα μπροστά μας! Ὁ Χριστός εἶπε, ὅποιος θέλει ἄς μέ ἀκολουθήσει.
Ἀλλά ἐμεῖς, πᾶμε μπροστά ἀπό τό Θεό, νομίζοντας ὅτι τά ξέρουμε καλύτερα ἀπό Αὐτόν ἤ πᾶμε δίπλα Του, γιά νά Τοῦ ὑποδείξουμε, λές καί ὁ Θεός ἔχει ἀνάγκη ἀπό τίς δικές μας ὑποδείξεις. Δέν ἀκολουθοῦμε τό Χριστό, δέν Τόν βάζουμε μπροστά μας καί δέν Τόν ἐμπιστευόμαστε, γι΄ αὐτό καί ἡ ζωή μας γέμισε βάσανα καί τραγωδίες.
Καί ἄν δέν ἔχουμε ὁδηγό τό Χριστό, τότε ὁπωσδήποτε, θά ἔχουμε ὁδηγό τόν διάβολο. Δέν ὑπάρχει μέση κατάσταση.
Αὐτοί πού ζοῦν τή ζωή τους, ὅπως αὐτοί θέλουν, θά χάσουν τήν ψυχή τους, γιατί δέν εἶναι δυνατόν νά ἀπολαύσουμε τή ζωή αὐτή καί ταυτόχρονα νά σώσουμε καί τήν ψυχή μας. Δέν συνδυάζονται αὐτά τά πράγματα....

Δημήτριος Παναγόπουλος †

Ο Θεός θά σοῦ βάλει λόγια στό στόμα σου καί θά μιλήσεις καταλλήλως!!!



Κάποιος Χριστιανός βρέθηκε κάποτε σέ ἕνα κύκλο προτεσταντῶν, οἱ ὁποῖοι κατηγοροῦσαν τήν Παναγία καί ἔλεγαν, ὅτι δέν εἶναι Ἁγία. 
Ὁ Ὀρθόδοξος αἰσθάνθηκε πολύ ἄσχημα, ἀλλά δέν ἦταν πνευματικά τόσο καταρτισμένος, ὥστε νά τούς ἀπαντήσει καταλλήλως. 
Προσευχήθηκε λοιπόν στό Θεό νά τόν βοηθήσει, ἔστω κάτι νά πεῖ, γιατί ὁ ἴδιος δέν ἤξερε τί ἔπρεπε νά κάνει. 
Τότε,σάν νά ἄρχισε κάποιος νά τοῦ μιλάει ἀπό μέσα του, ρώτησε τούς προτεστάντες:
-Σέ ποιό Ὄρος ἔγινε ἡ μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ;
- Στό Ὄρος Θαβώρ ἀπάντησαν ἐκεῖνοι. 
-Καί γιατί ὀνομάστηκε Ἅγιο, τό Ὄρος αὐτό, ξαναρώτησε ὁ Ὀρθόδοξος.
- Γιατί πάτησε ἐκεῖ ὁ Χριστός, ἀπάντησαν ἐκεῖνοι.
-Καί δέν εἶναι Ἁγία ἡ Παναγία, πού εἶχε 9 μῆνες τό Χριστό στήν κοιλιά της, ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ Ὀρθοδόξου.
Αὐτό εἶναι! Μοῦ ἔχει συμβεῖ καί ἐμένα. Ὅταν δέν γνωρίζουμε τί πρέπει νά ποῦμε σέ μιά περίσταση, προσευχόμενοι στό Θεό μέ πίστη καί ταπείνωση (κάνοντας μιά μικρή προσευχή μέσα μας), ὁ Θεός θά σοῦ βάλει λόγια στό στόμα σου καί θά μιλήσεις καταλλήλως, ἀκόμα καί ἄν δέν εἶσαι γνώστης τοῦ ἀντικειμένου!!!. 

Δημήτριος Παναγόπουλος, Ιεροκήρυκας

Ο Καθρέφτης και η Παναγία



-Μαμά, μαζί με τα άλλα που θα με στείλεις, να με στείλεις και ένα καθρεφτάκι.

Το ήθελε η κόρη για να φτάχνει το μαλλί της και να περιποιείται το πρόσωπο της. 

Πράγματι η μητέρα της έστειλε έναν διπλωμένο καθρέφτη. 

Και όταν η κόρη ξεδίπλωσε το καθρέφτη, είδε την Παναγία , και της έγραφε η μάνα της:

-Με βάση αυτόν τον καθρέφτη να φτιάχνεσαι , παιδί μου! 

Να καθρεφτίζεσαι πάντα με βάση και πρότυπο την Παναγία μας.


Από τον Αείμνηστο Δημήτριο Παναγόπουλο

Eάν οι ανθρωποι γνώριζαν περί του διαβόλου...



“Eάν οι άνθρωποι γνώριζαν περί του διαβόλου, θά εκτιμούσαν τήν Εκκλησία καί τά Μυστήριά Της, πού τόν προστατεύουν από αυτόν. ΄Ετσι οι άνθρωποι, μή έχοντας γνώση περί του θέματος του διαβόλου, πολιτεύονται αμέριμνοι, χωρίς νά ξέρουν ποιοί είναι οι εχθροί του, προχωρούν στή ζωή τους απροστάτευτοι καί τά αποτελέσματα είναι καταστροφικά...”

Δημητρίου Παναγοπούλου †

Για την κακογλωσσιά



Φιλοσοφημένες ἐμπειρικές ἀλήθειες, τοῦ ἀειμνήστου Δημητρίου Παναγοπούλου.

Αναφορικώς με την κακογλωσσιά, που τόσο είμεθα ένοχοι οι πάντες, αναφέρω το εξής διήγημα: Μακρυά από κάθε θόρυβο ανθρώπινο, επάνω σε μια πλαγιά απόμερη, ένα απλοϊκό σπιτάκι, δέχεται καθημερινά κόσμο και κόσμο, κουρασμένο από την ζωή. Σαν το λιμάνι είναι το σπίτι ενός Πνευματικού.

Μέσα ένας Εσταυρωμένος στον τοίχο ανατολικά και μπρος του ένα κανδηλάκι ακοίμητο, και από το λιβανιστήρι ανεβαίνουν ακατάπαυστα τα μυρωμένα του μοσχολιβάνου κύματα.

Μπρος εκεί γίνεται η ευχαριστία, καρδιές βαρημένες από την αμαρτία ξεκουράζονται. Άνθρωποι τρέχουν καθημερινά, άλλοι με συναίσθησι βαθειά και άλλοι έτσι για τον τύπο, από συνήθεια, όπως κάνουμε εμείς δυστυχώς στις μεγάλες εορτές που εξομολογούμεθα για να κοινωνήσουμε χωρίς μετάνοια όμως, για να ξανακάνουμε τα ίδια μετά την εορτή.

Τι δράματα ξετυλίγονται μέσα εκεί στο φτωχικό κελλάκι; Ο Γέρο Πνευματικός στερεωμένος καλά στην πίστη και φωτισμένος δυνατά με την Χάρι του Θεού, έχει μια ξέχωρη δύναμη να ξεκλειδώνη τις ανθρώπινες καρδιές, να μπαίνη μέσα σαν κυρίαρχος, να γιατρεύει όσες γιατρεύονται πληγές και να γλυκαίνη όσες δεν γιατρεύονται.

Ο αμαρτωλός ανακουφισμένος χύνει δάκρυα και ο πνευματικός σφογγίζοντάς τα με στοργή, κλειδώνει πάλι την καρδιά του. Μεγάλη ανακούφιση αυτό το αποτέλεσμα για τον Πνευματικό.

Μα μερικές φορές, έρχονται και μερικοί από απλή συνήθεια, με χωρίς συναίσθησι. Πόσο τότε κοπιάζει εκείνος; Ιδρώνει, υποφέρει, ικετεύει τον Θεόν να φθάση η χάρις του, είναι μαρτύριο σωστό για τον Πνευματικό κάτι τέτοιες ψυχές.

Μια τέτοια γυναίκα παρουσιάσθηκε μια μέρα στον Πνευματικό να εξομολογηθή και με λόγια πολλά και ζωηρά άρχισε να του λέη πως νηστεύει, πως κάνει ψυχικά πολλά, πως έχει αρετές πολλές, και μόνο για την αμαρτία δεν έκανε κουβέντα, δηλ. ήλθε να πάρη συγχαρητήριον ευχήν και ουχί συγχωρητήριον.

Ο Γέρων με την δυνατή ματιά του ερεύνησε τα βάθη της και είδε πως κάποιο πάθος δυνατό την έχει δαγκωμένη, το πάθος της κακογλωσσιάς, το να ομιλή καθημερινώς για τους άλλους, να κατηγορή τους πάντας και τα πάντα, γνωρίζοντας ή μη γνωρίζοντας και άρχισε να της μιλάη γι’ αυτό και να της δείχνη πως η κακογλωσσιά σπίτια ολόκληρα σαλεύει από τα θεμέλια, οικογένειες ρημάζει και άτομα ρίχνει στην δυστυχία, ακόμη και στον θάνατο και την καταστροφή.

Εκείνη τον κύτταξε με περιέργεια και του είπε τι λες Γέροντα; Με λίγα λόγια που θα πούμε δεν χάθηκε ο κόσμος, δηλ. ζήτησε να πείση και εκείνον πως δεν είναι τίποτα.

Ο Γέρων στάθηκε αμίλητος ολίγον και έσκυψε το κεφάλι, έπειτα έριξε ένα βλέμμα επάνω της και της είπε: καλά, πήγαινε παιδί μου έξω στην αυλή, πιάσε ένα περιστέρι και φέρε μου το εδώ.

Η γυναίκα βγήκε στην αυλή αμέσως, λίγες όρνιθες σκάλιζαν ήσυχες στο χώμα ζητώντας την τροφή τους και καμιά δεκαριά περιστεράκια παίζανε χαρούμενα κάτω από το δένδρο. Ήτανε όλα αγαπημένα το ένα κοντά στο άλλο.

Έτρεξε εκείνη και άπλωσε απότομα τα χέρια της στα περιστέρια και έπιασε ένα, ενώ τα άλλα εφτερούγισαν τρομαγμένα πάνω στο δένδρο. Το αιχμάλωτο περιστεράκι στα χέρια της γυναίκας, ένα ολόλευκο χαριτωμένο, προσπαθούσε με άσκοπα φτερουγίσματα και απελπιστικές κινήσεις να ξεφύγη απ’ τα χέρια της, μα εκείνη το κρατούσε δυνατά και μόνον μερικά φτερά ξετινάχθηκαν και χάθηκαν μακριά από τον αέρα που φυσούσε εκείνη τη στιγμή.

Σε λίγο το έφερε στον πνευματικό και εκείνος το πήρε στα χέρια του το χάιδεψε με στοργή, και το έδωσε πάλι στη γυναίκα και της είπε:

– Ανέβα στην ταράτσα του κελιού και μάδησέ το ζωντανό, εκείνη τον κοίταξε με απορία. Να το μαδήσω ζωντανό; Ναι! μάδησέ το ζωντανό της ξαναείπε επιτακτικά ο Γέρων και εκείνη ανέβηκε στο δώμα και άρχισε να το μαδά.

Το άμοιρο πουλί, ως ήτο φυσικόν, πονούσε και έτρεμε σε κάθε ξερίζωμα των φτερών του, που τα άρπαζε ο άνεμος και τα σκόρπιζε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντος.

Σε λίγο το όμορφο περιστέρι μαδημένο και γυμνό μέσα στα χέρια της γυναίκας, είναι να το λυπάται κανείς όσο το βλέπει.

Ω! ταλαίπωρο πουλί είπε ο Γέρων όταν το έφερε η γυναίκα και το χάιδεψε με στοργή και πόνο.

Πήγαινέ το παιδί μου της είπε, πήγαινέ το μέσα στην αυλή και ρίξε το να ζήση μαζί με τα άλλα περιστέρια.

Εκείνη το έφερε και το έριξε, και εκείνο το άμοιρο έτρεξε να φθάση τα άλλα περιστέρια και δοκίμασε να πετάξει μα ανώφελα, δεν είχε φτερά, σαν ντροπιασμένο τώρα, ζάρωσε σε μια γωνιά και στεκόταν σαν κομένο, ενώ τα άλλα περιστέρια, που προ ολίγου παίζανε όλα μαζί χαρούμενα με αγάπη, αγρίεψαν μόλις το είδαν έτσι γυμνό, χύμηξαν επάνω του και άρχισαν να το τσιμπούν με απονιά.

Εκείνο το άμοιρο φώναζε σπαρακτικά σε κάθε τσίμπημα, προσπαθώντας να σωθή, αλλά εξακολουθούν να το τσιμπούν τα άλλα και να τώρα το γέμισαν πληγές και άρχισαν τα αίματα να τρέχουν.

Ω! δυστυχία, είπε με οίκτο η γυναίκα στο καημένο το περιστέρι, Γέροντα το ξέσχισαν, το περιστέρι θα ψοφήση δεν είναι κρίμα;

Πήγαινε και πάρτο γρήγορα, είπε ο Γέρων, να δούμε τι θα κάνουμε. Έτρεξε εκείνη τότε και πήρε το μαδημένο περιστέρι, ενώ τα χέρια της γέμισαν από αίματα.

Το καημένο τι θα απογίνη τώρα Γέροντα, μάτωσε η καρδιά μου που το είδα έτσι, τι θα γίνη, είπε με αληθινή συμπόνοια εκείνη και ο Γέρων, παίρνοντάς το στα χέρια του, της είπε αυστηρά: Βλέπεις τι έκαμες; τι θα απογίνη τώρα το περιστέρι; πώς θα ζήση;

Μα εγώ φταίω; Γέροντα, εσύ δεν μου είπες να το μαδήσω ζωντανό; Ναι εγώ σου είπα είναι αλήθεια, μα τέλος πάντων ανέβα και πάλι στο δώμα και μάζεψε τα φτερά που έβγαλες από πάνω του και εγώ θα τα κολλήσω πάλι και θα ξαναζήση το πουλί.

Τα φτερά; είπε εκείνη με απορία, τα φτερά; Τα πήρε όλα ο άνεμος, στο πέρασμά του σείονταν σύγκορμα τα δένδρα και θα έμεναν κάτω τα φτερά πάτερ; όχι θα τα βρης τα φτερά της είπε, γι’ αυτό πήγαινε στο δώμα να τα μαζέψης, θα τα βρης.

Εκείνη ανέβηκε στο δώμα βιαστικά, μα ούτε ένα φτερό δεν βρήκε και αμέσως κατέβηκε μονολογώντας, θάμεναν φτερά με τέτοιον άνεμο δεν σου το είπα Γέροντα, ούτε ένα δεν βρήκα, τα σκόρπισε όλα ο άνεμος.

Τώρα λοιπόν παιδί μου, είπε με πόνο ο Γέρων, πες μου τι θα απογίνη, έκανες ένα κακούργημα· αφήρεσες όλα τα φτερά από ένα άμοιρο περιστέρι και το έκανες ανίκανο για να ζήση, τώρα και συ πονάς γι’ αυτή την κατάντια του και θέλεις να το σώσης, μα τα φτερά τα πήρε ο άνεμος και δεν μπορείς να κάμης τίποτα, έκαμες το κακό, και τώρα θέλεις να βοηθήσης, μα δεν έχεις τη δύναμη να το επανορθώσης.

Εγώ φταίω πάτερ; είπε με ταραχή η γυναίκα, εσύ δεν μου είπες να το μαδήσω, και ο Γέρων με συγκίνησι βαθειά και με πόνο απήντησε:

Ναι εγώ σου είπα, είναι αλήθεια, μα σου είπα για να σου αποδείξω πόσο κακό μεγάλο, πόσο κακούργημα μεγάλο είναι να μιλάς για τον απόντα αδελφόν σου.

Με την κακογλωσσιά, έτσι σαν το περιστέρι αφαιρείς από τον αδελφό σου την τιμή, την υπόληψι και κάθε άλλο εφόδιο απαραίτητο για τη ζωή και τότε πώς θα ζήση; πονείς σαν τον δης σ’ αυτό το χάλι και προσπαθείς να επανορθώσης το κακό που έκανες, μα τα λόγια σαν τα φτερά τα πήρε ο άνεμος, που να τα βρης, που να τα μαζέψης, που ενθυμείσαι τι είπες για τον απόντα αδελφόν σου;

Το κατάλαβες παιδί μου; ποτέ σου λοιπόν μην ανοίξεις το στόμα σου να πης κακό.

Η γυναίκα έσκυψε το κεφάλι μετανοημένη, ταπεινωμένη και δάκρυα αληθινής μετάνοιας κύλησαν από τα μάτια της. Είχε συνέλθει και είπε, ναι πάτερ μου έχω καταξεσχίσει σάρκες, έχω μιλήσει εναντίον απόντων αδελφών μου, έχω ρυτιδώσει υπολήψεις, έχω μολύνει ονόματα, τώρα το καταλαβαίνω, ότι εξεγύμνωσα πολλές ψυχές απούσες.

Γι’ αυτό αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, ποτέ, μα ποτέ στη ζωή σας μην ανοίξετε το στόμα σας να πείτε κακό για τον απόντα αδελφό σας, ούτε για αστείο. Κάμνετε κακόν ανεπανόρθωτο.

Αν μια ημέρα τον λυπηθείτε για το κατάντημά του, δεν θα έχετε την δύναμη να επανορθώσετε και θα μείνη μέσα στην καρδιά σας ο πόνος ο αγιάτρευτος, μην το κάμνετε, μην πείτε κακό για τον αδελφό σας.

(ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΙΚΟ ΤΕΥΧΟΣ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΝΗΜΗ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ 100ΧΡΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΙ 35 ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΥΨΕΛΗ)

Η μετάνοια του αμαρτωλού



Όταν ένας αμαρτωλός δεν ακούει τώρα συμβουλές, και δεν δέχεται τώρα νουθεσίες, άραγε θα δεχθεί τις προτροπές των ιερέων και λοιπών πνευματικών ανθρώπων στην ώρα του θανάτου του, αν βέβαια πεθάνει με φυσικό, ομαλό θάνατο και όχι απρόοπτα;

Ασφαλώς όχι. Διότι τότε θα βρίσκεται στην κορυφή της σκληροκαρδίας του, ώστε όχι μόνο δεν θα δέχεται τις διδασκαλίες των ιερέων που θα τον παρακινούν να μετανοήσει, αλλά και αν θελήσει να μετανοήσει, δεν θα το κατορθώσει.

Στα ζώα λέγεται ότι βρίσκεται ένα ζωύφιο το οποίο ονομάζεται χιλιόποδο· αλλά, αν και έχει χίλια πόδια, μόλις και μετά βίας κινείται από τόπο σε τόπο· και η αφορμή της ακινησίας του είναι ότι βρίσκεται στερημένο από την έμφυτή του θερμότητα, και αυτό επειδή είναι στερημένο από αίμα.

Έτσι λοιπόν και ο αμαρτωλός βρίσκεται πολλές φορές περικυκλωμένος από πολλούς θεοσεβείς χριστιανούς, λαϊκούς και κληρικούς, στα λοίσθια του θανάτου, και όλοι τον παρακινούν στη μετάνοια, αλλ’ επειδή αυτός δεν έχει καν σπινθήρα αγάπης στην καρδιά του και ευσέβεια στα σπλάγχνα του, δεν τον ωφελούν τίποτε όλες εκείνες οι βοήθειες. Είναι τόσο ψυχρός, ώστε δεν αισθάνεται καμία ενέργεια θερμότητας από εκείνα τα θερμά της πίστεως και σωτηρίας όργανα, τα οποία τον βοηθούν να ετοιμαστεί έστω και την τελευταία αυτή στιγμή του θανάτου του, ώστε να έχει καλό θάνατο. Συμβαίνει δυστυχώς σ’ αυτόν αυτό που συνέβη στον Δαβίδ στα γηρατειά του, που παρά τα πολλά και θερμά και βαριά ενδύματα δεν μπορούσε να θερμανθεί το σώμα του. «Και περιέβαλον αυτόν ιματίοις και ουκ εθερμαίνετο» (Γ’ Βασ. 1:1).

Προσπαθούν λοιπόν ιερείς και φίλοι, οικείοι και γνωστοί, να απομακρύνουν τον αμαρτωλό από τον χειμώνα της τελευταίας ώρας, να τον θερμάνουν στη μετάνοια, να τον κινήσουν σε εξομολόγηση, αλλ’ αυτό μοιάζει σαν να τον φορτώνουν απ’ έξω με πολλά ρούχα, τα οποία του προξενούν βάρος μάλλον και ενόχληση παρά θερμότητα. Γι’ αυτό, το καλό είναι να βρίσκεται μέσα η θερμότητα, φυσική, και μάλιστα από τη νεότητά του.

Μιλάμε για μετάνοια, εξομολόγηση και θεία Κοινωνία μπροστά στη θύρα του θανάτου, και γεννάται το ερώτημα: θα είναι ειλικρινής, πηγαία, αληθινή;Διότι η μετάνοια αυτή γίνεται περισσότερο από βία παρά από θέληση. Η ασθένεια μάλλον και ο θάνατος είναι η αιτία, και όχι η μετάνοια και η αγάπη προς τον Θεό.

Ας πούμε ένα παράδειγμα. Ένα άλογο ζευγμένο στην άμαξα αρπάζει τα χαλινάρια στο στόμα του και τρέχει χωρίς τον αμαξηλάτη. Τρέχοντας, φτάνει σε ένα μεγάλο χαντάκι ή έναν μεγάλο ποταμό και εκεί σταματά. Και ερωτάται: σε ποιον πρέπει να αποδώσουμε την αιτία του σταματήματός του, στον ποταμό που βρέθηκε μπροστά του, ή στον αμαξηλάτη που ξαναέπιασε το χαλινάρι στο χέρι; Είναι φανερό ότι ο ποταμός τού έκοψε την ορμή και όχι ο αμαξηλάτης.

Το ίδιο λοιπόν πρέπει να πούμε και για τον αμαρτωλό που εξακολουθεί να τρέχει αχαλίνωτα στον κάμπο των ορέξεών του και που την τελευταία ώρα της ζωής του αρπάζει τους χαλινούς το χέρι του θείου φόβου, καθώς βρίσκεται μπροστά του ένας ποταμός που λέγεται θάνατος ή ένα χαντάκι που λέγεται ασθένεια, και σταματά το τρέξιμο και δεν αμαρτάνει πλέον.

Αλλ’ αυτό δεν συμβαίνει, καθώς αντιλαμβάνεσθε και σεις, από την θέλησή του, όχι, αλλά από την ασθένειά του.

Δεν είναι ο φόβος του Θεού, ο σεβασμός προς Αυτόν, που σταματά τον καλπασμό προς την αμαρτία, αλλά το ότι δεν έχει δρόμο άλλον να τρέξει. Ώστε δεν είναι αυτός που αφήνει την αμαρτία στο τέλος της ζωής του, αλλ’ η αμαρτία αφήνει αυτόν. Γι’ αυτό πολύ φοβόμαστε τέτοια μετάνοια, ότι ίσως να μη τη δεχθεί ο Κύριος. Και το λέμε αυτό, διότι αν κανείς από αυτούς, που μετανοούν και εξομολογούνται μπροστά στη θύρα του θανάτου, πάλι γυρίσει στη ζωή και δεν πεθάνει, γυρίζει αμέσως και στην πρώτη του κακία, δεν επιστρέφει τις αδικίες, δεν αφήνει το μίσος που έχει στον εχθρό του, δεν αποσύρεται από το σπίτι της μοιχαλίδας γυναίκας, δεν κάνει ελεημοσύνες που υποσχέθηκε· τέλος δεν κάνει τίποτε απ’ όσα υποσχέθηκε να κάνει κατά τη δύσκολη ώρα της ασθένειάς του. Η ευσέβειά τους αυτή μοιάζει σαν των ναυτικών που βαστάει ενίοτε όσο διαρκεί η θαλασσοταραχή.

Δεν μισούν λοιπόν αυτοί την αμαρτία από την καρδιά τους, αλλά από φόβο, ο οποίος φόβος δεν είναι αρκετός για να επιστρέψει την καρδιά προς τον Θεό της.

Αυτό είναι που μας κάνει διστακτικούς στο να πιστέψουμε ότι τέτοιου είδους μετάνοια θα γίνει δεκτή από τον Κύριο. Και ακόμη το ότι φυλάγουν τη μετάνοιά τους για έναν καιρό τόσο ανάρμοστο, δείχνει φανερά, ότι αυτοί δεν φροντίζουν για τη χάρη του Θεού. Ώστε αν μετανοήσουν, μετανοούν από φόβο προς τον θάνατο και όχι από αγάπη προς τον Θεό. Ο φόβος τους είναι δουλικός και όχι υιϊκός. Μοιάζει με εκείνον του βασιλιά Αντιόχου, ο οποίος, όταν έλαβε την πληγή από τον Θεό για την κακία του, τότε μετανόησε, λέγοντας ότι είναι δίκαιο να υποτάσσεται ο άνθρωπος στον Θεό και να μη μετρά τον εαυτό του σαν Θεό με υπερηφάνεια: «Δίκαιον υποτάσσεσθαι τω Θεώ, και μη θνητόν όντα, ισόθεα φρονείν υπερηφάνως» (Β’ Μακ. 9:12).

Γι’ αυτό όσο υπάρχουν νιάτα, υγεία και ανοχή του Κυρίου, ας κάνουμε καλή χρήση τους. Μην περιμένουμε να νυχτώσει για να βρούμε τη χαμένη χάρη· τώρα που είναι ακόμη ημέρα, το αύριο δεν είναι δικό μας.

Γιατί, αν χάσουμε το πορτοφόλι μας, δεν γυρίζουμε αμέσως και το αναζητούμε; Δεν αφήνουμε να νυχτώσει. Δεν αφήνουμε να περάσουν ημέρες, εβδομάδες, έτη, αλλά την ίδια ώρα γυρίζουμε και το αναζητούμε από το μέρος που σταθήκαμε, που διαβήκαμε. Γιατί λοιπόν δεν κάνουμε το ίδιο και για τη χαμένη χάρη της ψυχής μας; Γιατί περιμένουμε να νυχτώσει, να βρεθούμε στο κατώφλι του θανάτου και του Άδη;

Τέλος, ίσως ρωτήσει κάποιος: Δεν πρέπει έστω και την τελευταία στιγμή να ενδιαφερθούμε για την ψυχή μας ή ενός από τους πλησίον μας;

Απαντούμε: ΝΑΙ, να ενδιαφερθούμε, αλλά να μην ξεχνούμε ότι ο Θεός δεν εμπαίζεται, και η ζωή μας πρέπει να είναι κατά Χριστόν για το ίδιο το συμφέρον μας.

Δημήτριος Παναγόπουλος
(Από το περιοδικό «Όσιος Φιλόθεος της Πάρου» τ. 16, Εκδ. Ορθ. Κυψέλης, σελ. 51)

Μεγάλο κακό η υποκρισία



«Υπόκρισίς εστιν έτερον έχειν και έτερον ποιείν» 
(Χρυσόστομος)

Της υποκρισίας το αμάρτημα, που πολλοί δυστυχώς από εμάς το θεωρούν ως πλεονέκτημα και το χειροκροτούν ως προσόν ωφέλιμο και ως αναγκαία δήθεν οικονομία, είναι μέγα αμάρτημα και πολλών και ποικίλων αμαρτιών πρόξενος.

Η υποκρισία ρίζα έχει την πονηρία, καρπούς δε το ψεύδος, την απάτη, τη δολιότητα, την αισχροκέρδεια, την αδικία, τη βλάβη, και γενικά την εξόντωση του πλησίον. Για μερικούς όλα αυτά ίσως φαίνονται αστεία και παράδοξα, αλλά αν θελήσουμε να πλησιάσουμε και να ρωτήσουμε τον Θεό, θα πληροφορηθούμε ότι θέλει τα ήθη των ανθρώπων τίμια, τον νου καθαρό και την ψυχή αγία, γι’ αυτό προστάζει λέγοντας: «Έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου· το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστιν» (Ματθ. 5:37). Ώστε, αν άλλα έχουμε στην καρδιά και άλλα με τα χείλη μας λέμε, αυτά είναι γεννήματα της πονηρίας και εφευρέματα του διαβόλου. Όταν άλλο σκεπτόμαστε και άλλο λέμε, ή όταν άλλο λέμε και άλλο πράττουμε, πέφτουμε στο αμάρτημα της υποκρισίας, δηλαδή είμαστε ψεύτες, απατεώνες, επιβλαβείς, δόλιοι κ.τ.τ.

Αν προσέξουμε τους υποκριτές, θα τους βρούμε να κάνουν ελεημοσύνες, προσευχές, νηστείες, να ελέγχουν τα «κάρφη», δηλαδή και τα μικρότατα σφάλματα των άλλων, να είναι ζηλωτές υπέρ της θρησκείας, να διδάσκουν αρετή, να μιλούν, να ντύνονται, να βαδίζουν κατά πάντα θεοσεβώς, να είναι ενδεδυμένοι εν γένει την αρετή και τη θεοσέβεια. Αλλά αν εξετάσουμε ακριβέστερα τα περιστασιακά που συνοδεύουν τις πράξεις τους, δηλαδή γιατί λένε και πράττουν το καθετί, θα δούμε καθαρά ότι αυτοί κανέναν άλλο σκοπό δεν έχουν, παρά να φανούν άγιοι ενώπιον των ανθρώπων και να δοξασθούν από αυτούς, όπως άλλωστε και ο Κύριος για αυτούς είπε ότι «Πάντα τα έργα αυτών ποιούσι προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις» (Ματθ. 23:5)· γι’ αυτό και οι κατ’ εξοχήν υποκριτές Φαρισαίοι άκουσαν από το στόμα Του τα οκτώ εκείνα «Ουαί» που διαβάζουμε στο 23ο κεφάλαιο του Ματθαίου, που σε καμία άλλη τάξη αμαρτωλών δεν είπε, παρά σε αυτούς: «Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί» κ.λ.π.

Δυστυχώς όμως σήμερα η υποκρισία υπό διάφορα πέπλα έχει εισέλθει παντού και έχει μολύνει τα πάντα. Η ζύμη αυτή των Φαρισαίων, η υποκρισία, έχει υποσκάψει όλα τα θεμέλια και χρειάζεται μεγάλη προσοχή στον κόσμο αυτό, όπως και ο Κύριος μάς δίδαξε λέγοντας: «Προσέχετε εαυτοίς από της ζύμης των Φαρισαίων, ήτις εστίν υπόκρισις» (Λουκ. 12:1).

Την υποκρισία η πονηρία μας, με την υπόδειξη του διαβόλου, την μετέβαλε σε περισπούδαστο πράγμα και ακούμε παντού να λέγεται ότι η σκοπιμότητα είναι αναγκαία στα πάντα και το θεομίσητο αυτό προϊόν του Σατανά να θεοποιείται από τους ανθρώπους, να αλλάζει ονομασία και από υποκρισία να λέγεται πολιτική, και έτσι καταχειροκροτουμένη να εισέρχεται στα ανάκτορα, στην αγορά, στα βουλευτήρια, στην Επιστήμη, αλλοίμονον και στην ίδια την Εκκλησία. Και να νομίζεται ως μεγάλη αρετή, η πολιτική η λεγομένη, που στην πραγματικότητα είναι υποκρισία, την οποία ο Κύριος κατακεραύνωσε με οκτώ «Ουαί».

Μάλιστα, ο άνθρωπος που μπορεί να πολιτεύεται σήμερα ανάλογα με τις περιστάσεις, τα πρόσωπα και τα συμφέροντά του, χειροκροτείται και θεωρείται μέγας, παρότι στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας υποκριτής, που άλλοτε γίνεται φίδι, άλλοτε αλεπού, άλλοτε λέων κ.ο.κ. ανάλογα με τα συμφέροντά του, που γίνεται δηλαδή τα πάντα τοις πάσι, όχι, όπως ο Παύλος, για να σώσει κάποιους (Α’ Κορ. 9:22), αλλά για να ωφεληθεί αυτός κάτι και κάποιους άλλους να καταποντίσει. Η μέθοδος αυτή η διαβολική, η οποία λέγεται πολιτική ή σκοπιμότητα, στην ουσία είναι η υποκρισία με φράκο, την οποία ντύθηκε ο διάβολος και έχει δυστυχώς υποσκάψει τα θεμέλια της Κοινωνίας, της Εκκλησίας, της Οικογένειας.

Αρχιτέκτων, όπως είπαμε, της αμαρτίας αυτής είναι ο ίδιος ο διάβολος, ο οποίος πρώτος ντύθηκε το σχήμα του φρόνιμου όφη, του αγαθού αυτού ζώου, κατά τη μαρτυρία της Αγίας Γραφής, η οποία λέει: «Ο δε όφις ην φρονιμώτατος πάντων των θηρίων των επί της γης ων εποίησε Κύριος ο Θεός» (Γεν. 3:1), καθώς και οι υποκριτές ντύνονται το σχήμα του προστάτη, του φίλου, του ενδιαφερομένου, του κόλακα, του θρήσκου. Αυτός ο υποκριτής ο διάβολος είπε πρώτος το Ναι του Θεού, Ου. Εκεί δηλαδή που ο Θεός είπε «θανάτω αποθανείσθε», αυτός ο ψεύτης, ο δόλιος, ο φθονερός, ο υποκριτής είπε «ου θανάτω αποθανείσθε» και απάτησε και έβλαψε το ανθρώπινο γένος. Όπως και σήμερα πάσης φύσεως υποκριτές πολιτικοί βλάπτουν πόλεις, χωριά, χώρες, λαούς.

Και πράγματι, η διαβολική αυτή υποκρισία έσβυσε την εμπιστοσύνη την τόσο αναγκαία και γι’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή. Έσβυσε την εμπιστοσύνη και άναψε την υποψία και την αμφιβολία, από τις οποίες βλάστησαν στον κόσμο όλα τα κακά. Δεν γνωρίζεις πότε σου λέει αλήθεια ο άλλος ή πότε υποκρίνεται. Αμφιβάλλει ο κύριος για την εμπιστοσύνη του υπηρέτη, όπως και ο υπηρέτης για το ενδιαφέρον του κυρίου του. Αμφιβάλλουν οι φίλοι για την φιλία των φίλων. Ο αδελφός δεν εμπιστεύεται τον αδελφό, ο πατέρας υποπτεύεται το παιδί, όπως και το παιδί τον πατέρα του. Ο άνδρας φοβάται για την τιμή της γυναίκας του και η γυναίκα αμφιβάλλει για τη σωφροσύνη του άντρα της. Φοβούνται όλοι αυτοί την υποκρισία, η οποία δυστυχώς υπάρχει παντού, παρότι είναι το αμάρτημα για το οποίο ο Κύριος οκτάκις επανέλαβε τα «ουαί» Του, και το μόνο αμάρτημα που ο Κύριος αποκάλυψε ονομαστικά και τα είδη των κολαστηρίων του.

Η αμαρτία αυτή της υποκρισίας, αγαπητοί, είναι η αμαρτία η εκ διαμέτρου αντίθετη στην αρετή της απλότητας, η οποία είναι χαρακτηριστικό της θείας φύσεως και κόσμημα, μέσω του οποίου ο Θεός στόλισε τον άνθρωπο όταν τον έπλασε· γι’ αυτό καθ’ υπερβολήν μισώντας την ο Θεός, παραδειγματικώς τους υποκριτές θα τιμωρήσει.

Ας ακούσουν λοιπόν οι υποκριτές, αυτοί που δεν λένε το ναι της καρδιάς τους ναι, αλλά ου, και το ου της καρδιάς τους ου, αλλά ναι, ότι η υποκρισία είναι μεγάλη αμαρτία, και ας μη καυχώνται λέγοντας ότι είναι αρετή αναγκαία και χρήσιμη, για να πλανούν μέσω αυτής τους συνανθρώπους τους παρουσιαζόμενοι ενώπιον αυτών ως αγαθοί και δίκαιοι, καθότι έρχεται ώρα, όταν ο των πάντων Κριτής και Δεσπότης, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός στο φοβερό Του Βήμα θα αφαιρέσει της υποκρισίας τους το κάλυμμα και θα φανερωθούν οι απατηλές περιπλοκές της καρδιάς τους, το ψεύδος της γλώσσας τους, όπως και η απόκρυφη πονηρία της ψυχής τους.

Ας είναι λοιπόν μακριά από εμάς η αμαρτία αυτή της υποκρισίας και ας είναι σε μας «το ναι ναι, και το ου ου», για να πει και για μας ο Κύριος: «Ίδε αληθώς Ισραηλίτης, εν ω δόλος ουκ έστι» (Ιω. 1:48).

Δημήτριος Παναγόπουλος
(Ιανουάριος 1961)

Ποια είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία;

Η Ορθόδοξη Ανατολική του Χριστού Εκκλησία, η οποία οικοδομήθηκε «επί τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού, εν ω πάσα οικοδομή συναρμολογουμένη αύξει εις ναόν άγιον εν Κυρίω» (Εφ. 2:20-21),

από την ίδρυσή της διατηρεί την ενότητα της πίστεως αδιάσπαστη, απαραχάρακτη, αναλλοίωτη, κατά πάντα σύμφωνη, όπως την παρέλαβε από τον Κύριο διά των Αποστόλων.

Η ακριβής θεολογία για την Αγία Τριάδα σε αυτή και μόνη τηρήθηκε αγνή και αμιγής από ανθρώπινα επινοήματα και πολύ περισσότερο από ασέβειες.

Το ακατάληπτο μυστήριο για την άκρα συγκατάβαση και ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού σε αυτή μόνη διευκρινίσθηκε και αναπτύχθηκε και τηρείται ευσεβώς.

Αυτή κατέχει τα επτά θεία μυστήρια όπως παρέλαβε από τον Χριστό διά των Αποστόλων, και τα τελεί όπως παρέδωσε η σεβάσμια και Αποστολική Παράδοση.

Κρατεί την Αγία Γραφή όπως λαλήθηκε και κηρύχθηκε από τον Κύριο και Σωτήρα μας και όπως γράφτηκε από τους αγίους Αποστόλους με την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος, και καμία λεξική μετάφραση ανθρώπινη δεν επιτρέπει ή παραδέχεται.

Την ιερή και σεβάσμια Παράδοση, όπως την παρέλαβε από τους Αποστόλους, έτσι τη διατηρεί και τη διασώζει αλώβητη και άμικτη από κάθε ανθρώπινη κιβδήλευση.

Το ιερό Σύμβολο της αγίας μας πίστεως και κάθε δόγμα που θεσπίστηκε από τις άγιες επτά Οικουμενικές Συνόδους και παραδόθηκε σε αυτή, αυτή και μόνη τηρεί και θα τηρήσει με τη Χάρη του Θεού αμείωτο και αμιγές.

Είτε στην Κωνσταντινούπολη πας, είτε στην Αλεξάνδρεια, στην Αντιόχεια και στα Ιεροσόλυμα, είτε στη Ρωσία, στη Σερβία, στη Βουλγαρία, στο Μαυροβούνιο, στην Ουγκάντα και όπου αλλού εξαπλώθηκε η Ορθοδοξία, αμέσως θα βρεις την ίδια πίστη, το ίδιο Σύμβολο, τα ίδια Μυστήρια και τον ίδιο τρόπο τέλεσής τους.

Όλοι οι λαοί των διαφόρων αυτών φυλών τα ίδια πιστεύουν, τα ίδια φρονούν και όλοι ομοψυχα «εν ενί στόματι και μιά καρδία, εν τω αυτώ νοΐ και εν τη αυτή γνώμη» δοξάζουν και προσκυνούν την Παναγία και Μακαρία Τριάδα.

Αυτή και μόνη η Ορθόδοξη Εκκλησία, που εξαπλώθηκε σε όλη τη Οικουμένη, έχει απόλυτο το δικαίωμα να ονομάζεται Καθολική· επειδή διέπεται από τον Κύριο και εμπνέεται από το Πανάγιο Πνεύμα, ονομάζεται και είναι και θα είναιΑγία· επειδή στηρίζεται και παραμένει στη διδασκαλία του Κυρίου, που παραδόθηκε σε αυτή από τους αγίους Απόστολους, ονομάζεται Αποστολική· και καθώς αποτελεί ένα Σώμα και έχει ένα Πνεύμα, δίκαια και κανονικά λέγεται «Μία».

Σε αυτή εκπληρώνεται κυριολεκτικά το ρητό τού Αποστόλου «εις Κύριος, μία Πίστις, εν Βάπτισμα» (Εφ. 4:5), και μόνο οι Ορθόδοξοι λαοί της έχουν πλήρως το δικαίωμα να ομολογούν στο ιερό τους Σύμβολο της Πίστεως «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν», διότι πράγματι η Εκκλησία τους είναι «Μία», ενώ όλοι οι υπόλοιποι Αιρετικοί ψεύδονται φανερά, όταν διαβάζουν τα άρθρα αυτά.

Και επειδή η στρατευομένη Ορθόδοξη Εκκλησία είναι Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική, έχει κατ’ ακολουθίαν συνεχή και άρρηκτη την επικοινωνία, από τότε που την ίδρυσε ο Χριστός, με τη θριαμβεύουσα ήδη στους Ουρανούς Εκκλησία των Πρωτοτόκων. Και αυτό διότι, αν ο Χριστός ερχόταν πάλι από τον ουρανό, σε αυτή και μόνη θα έβρισκε την παραδοθείσα από Αυτόν (και σε Αυτόν αναγομένη) πίστη άθικτη, αμόλυντη, αγνή. Αν επίσης οι Απόστολοι έρχονταν και αυτοί, θα έβλεπαν αυτά που κηρύχθηκαν από αυτούς και παραδόθηκαν ως θησαυρός πολύτιμος, να είναι σώα και να τηρούνται και να εκπληρώνονται. Αν επίσης έρχονταν οι Θεόμορφοι και Θεοφόροι και Θεοκίνητοι Άγιοι Πατέρες που συγκρότησαν εν Αγίω Πνεύματι τις επτά άγιες Οικουμενικές Συνόδους και όλοι οι άγιοι Διδάσκαλοι, θα έβλεπαν σε αυτή και μόνη την Ορθόδοξη Εκκλησία να εφαρμόζονται οι Κανόνες τους, τους οποίους εμπνεόμενοι από τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος εξέδωσαν, και οι διδασκαλίες τους.

Τέλος, πρέπει να γνωρίζουμε, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει τίποτε το ανθρώπινο και δεν κυβερνήθηκε ποτέ από κανένα ανθρώπινο πνεύμα (όπως συμβαίνει στις υπόλοιπες λεγόμενες εκκλησίες), αλλά πάντοτε καθοδηγείται και διακυβερνάται από Αυτό το Πανάγιο Πνεύμα, που μένει σε αυτή στον αιώνα και την αποδεικνύει αλάθητο γνώμονα των Δογμάτων, «στύλο και εδραίωμα της αληθείας». Και παρά το ότι «κατέβη η βροχή και ήλθον οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι» των μυρίων διωγμών και αιρέσεων και εναντίων φρονημάτων και έπεσαν επάνω της, καθόλου όμως δεν την έσεισαν ή πρόκειται να την σείσουν· «τεθεμελίωτο γαρ επί την πέτραν» (Ματθ. 7:25). Και αν ακόμη και τώρα πολεμείται από τους ξένους ή από δικούς της, αλλά και πάλι αυτοί θα ντροπιαστούν και θα κατακριθούν, ενώ η Εκκλησία ακόμη περισσότερο θα δοξαστεί· «πύλαι γαρ άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. 16:18)· διότι ο Νυμφίος της υποσχέθηκε, ότι θα μένει με αυτή στον αιώνα· «Και ιδού, φησίν, εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28:20).

Δημήτριος Παναγόπουλος
(Από το περιοδικό «Όσιος Φιλόθεος της Πάρου» 19, έκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σ. 37-40)

Μνήσθητί μου Κύριε



Μεγάλη προσοχή θα πρέπει να δέιξουν οι χριστιανοί των ημερών μας, σε πολλά σημεία της διδασκαλίας και της επιγείου ζωής, του Χριστού μας, τα οποία παρερμηνεύονται είτε εκουσίως είτε ακουσίως. Κατα τη διάρκεια της Μ.Εβδομάδος και συγκεκριμένα τη στιγμή που θα ακούσουμε τη περικοπή του Ευαγγελίου που ο ληστής λέει το περίφημο »ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΜΟΥ ΚΥΡΙΕ» δεν είναι και λίγοι εκείνοι που σκέπτονται πως τελικά, δεν είναι και τόσο δύσκολο πράγμα η σωτηρία, αρκεί να μετανοήσω έστω και την τελευταία στιγμή! Ένα »ήμαρτον» αν πω, ένα »μνήσθητί μου» θα σωθω. Μεγάλο λάθος και παγίδα του διαβόλου. Πρώτον δε σώζεται ο άνθρωπος με την πονηρή μετάνοια της τελευταίας στιγμής. Αλλά και έτσι να ήταν ας πάρουμε τα πράγματα απο την αρχή.
Λέμε λοιπόν ότι θα μετανοήσουμε »έστω και την ενδεκάτην» Πως όμως είμαστε τόσο σίγουροι ότι θα μπορούμε να το κάνουμε και να πούμε αυτό το »ήμαρτον;» Ποιος μας επιβεβαιώνει ότι δε θα πάθει κάποιος ένα εγκεφαλικό και δε θα πάει το σαγόνι του εκεί πίσω και θα χρειάζεται 40 καθρέφτες για να το δει;! Πώς θα πει το ήμαρτον τότε, που λέξη δε θα μπορεί να εκστομίσει; Ποιος μας επιβεβαιώνει ότι δε θα μας πατήσει ένα αυτοκίνητο σε λίγο; Ποιος μας επιβεβαιώνει ότι όταν κοιμηθούμε το βράδυ, δε θα μας πάρουν 4 το πρωί; 
 Πως είμαστε τόσο σίγουροι ότι θα έρθει η ώρα που θα μπορούμε να μετανοήσουμε;
Όμως και σε θέση να πούμε το »μνήσθητι» να είμαστε, 1000 φορές να το πούμε, δε σωνόμαστε. Ας μην ξεχνάμε πως το »μνήσθητι» ανήκει στην Παλαιά Διαθήκη!!! 
Ο Χριστός την ώρα που ο ληστής ζητάει να τον θυμηθεί όταν έρθει στη Βασιλεία Του, δεν έχει πει ακόμα το »Τετέλεσται» και επομένως οι ώρες αυτές διαδραματίζονται επί Παλαιάς Διαθήκης ακόμα! Μετά το »Τετέλεσται», ο Χριστός έδωσε να ισχύουν άλλες εντολές σωτηρίας, όπως η ειλικρινής μετάνοια, ο συνεχής αγώνας, η αγάπη προς τον πλησίον, η ελεημοσύνη, η συγχωρητικότητα, η νηστεία, η Θεία Κοινωνία, κ.α.
Ας μη μας ξεγελάει ο διάβολος λοιπόν, πως κάνοντας άσωτη ζωή, με ένα »Μνήσθητι» στο τέλος θα σωθούμε.
Ο Χριστός σαφώς και λαμβάνει πολύ σοβαρά την ειλικρινή μετάνοια και μπορεί να συγχωρέσει έστω και την τελευταία στιγμή κάποιον, αλλά λόγω των όσων είπαμε πιο πάνω, το πιο πιθανό είναι να μην έρθει ποτέ η ειλικρινής μετάνοια της τελευταίας στιγμης. Είτε λόγω ασθενειών που προλαβαίνουν την μετάνοια, είτε της πονηρής διάθεσης, που ο διάβολος δεν αφήνει να βγει σε καλό.
Ο ληστής ο δεύτερος ακόμα και στο τέλος και με το Σωτήρα δίπλα του, δεν είχε τη δύναμη να μετανοήσει και χάθηκε οριστικά!
Εγρήγορση λοιπόν αγαπητοί μου αδελφοί και αγώνας μέχρι τέλους.

Απόσπασμα ομιλίας του Μακαριστού Δ. Παναγόπουλου

Περί ταπεινώσεως

«Η πύλη του ουρανού εστίν η ταπείνωσις» 
(Αββάς Ιωάννης)

Αγωνίζου να υπομένης την προσβολήν και την εξουθένωσιν που σου κάνουν οι άνθρωποι, χωρίς να τα­ράζεσαι και να αγανακτής μέσα στην ψυχήν σου, για να αποκτήσης παρρησίαν εις τον Θεόν.

Κάθε σκληρός λόγος που υπομένει ο άνθρωπος, εν γνώσει του και με την θέλησίν του, χωρίς να έχη ο ίδιος καθόλου φταίξει σ’ αυτόν που τον προσβάλλει και τον α­δικεί, είναι μεν για την ώρα εκείνη, ένα στεφάνι ακάνθινο που βάζει ο ίδιος στο κεφάλι του, γίνεται όμως ευτυ­χισμένος και μακάριος, διότι σε καιρό που δεν το γνωρί­ζει, θα στεφανωθή με στεφάνι άφθαρτο.

Η τελειότης της ταπεινώσεως είναι, το να υπομένη ο άνθρωπος με χαρά την εξουδένωσι και κάθε άδικη και ψευδή κατηγορία. Διότι ο άνθρωπος που έχει αληθινά α­ποκτήσει την αρετή της ταπεινοφροσύνης μέσα στην ψυχή του, όταν τον κατηγορούν άδικα δεν ταράσσεται, ούτε προσπαθεί να απολογηθή και να δείξη την αθωότητά του στην αδικία που του γίνεται, αλλά δέχεται την συκοφαντία σαν αλήθεια, δεν προσπαθεί να πείση τους ανθρώπους ότι εσυκοφαντήθη, αλλά ζητεί συγχώρησι σαν να είναι ένοχος πραγματικά.

Υπήρξαν μάλιστα άνθρωποι που είχαν αποκτήσει τόσο την αρετή της ταπεινοφροσύνης, ώστε δέχθηκαν να χαρακτηρισθούν σαν αμαρτωλοί και ακόλαστοι με την θέλησί τους, ενώ οι ίδιοι ήταν καθαροί και αθώοι. Άλλοι υπέμειναν την κατηγορία της μοιχείας, ενώ στην πραγματικότητα ευρίσκοντο πολύ μακρυά από μία τέ­τοια αμαρτία και δέχτηκαν να φορτωθούν πάνω στους ώμους των με δάκρυα, το βάρος και τους καρπούς αμαρ­τίας, την οποίαν οι ίδιοι δεν είχαν κάμει και με κλαυθμούς και θρήνους ζητούσαν απ’ αυτούς που τους αδίκη­σαν και τους εσυκοφάντησαν συγχώρησι, για αμαρτία την οποίαν ουδέποτε διέπραξαν, και μάλιστα σε καιρό που η ψυχή τους ήταν στεφανωμένη, διότι βρισκόταν μέ­σα σε μια απόλυτη αγνότητα και καθαρότητα. Άλλοι πάλι, για να μην δοξασθούν για την μεγάλη αρετή που εκρύπτετο μέσα στην ψυχή τους, με διάφορα σχήματα και κινήσεις επαρουσίαζαν τον εαυτόν τους στους αν­θρώπους σαν να ήσαν τρελλοί, ενώ στ’ αλήθεια ήταν αλατισμένοι με το θείο αλάτι, και στην εσωτερική γαλή­νη σταθεροί, ώστε για την μεγάλη τους τελειότητα και την αγνότητά τους, οι ίδιοι οι άγιοι Άγγελοι τ’ ουρα­νού, να διακηρύττουν τα κατορθώματά τους στους πνευ­ματικούς αγώνας. Εσύ δε μη νομίζης ότι έχεις αποκτή­σει την αρετήν της ταπεινώσεως, ενώ δεν μπορείς να υπομείνης μια απλή κατηγορία. Εάν θέλης αληθινά να ιδής μέσα στην ψυχή σου κατά πόσον είσαι ή όχι ταπει­νός, δοκίμασε μέσα σε όλα αυτά που είπαμε να βρης τον εαυτόν σου.
Εκείνος ο οποίος έχει ταπείνωσιν δεν ενδιαφέρεται για τις προσβολές που του κάνουν οι άνθρωποι διότι πάντοτε έχει στο νου του τις αμαρτίες του, των οποίων η διαρκής ενθύμησις γίνεται γι’ αυτόν πανοπλία, η οποία τον προφυλάσσει από την οργή και την αντεκδίκησι και υποφέρει κάθε τι που του συμβαίνει. Διότι ποίον όνειδος και ποίαν εντροπή θα μπορούσε κανείς να του προξενήση μεγαλυτέραν από εκείνην την οποίαν αισθάνεται ε­νώπιον του Θεού για τα αμαρτήματα του;
Εάν οι δαίμονες ιδούν ότι υβρίσθη κάποιος ή εδέ­χθη προσβολήν, ή εζημιώθη, ή έπαθε ο,τιδήποτε άλλο και θλίβεται, όχι διότι έπαθε κακό, αλλά διότι δεν υπέμεινε με ανεξικακία και πραότητα την επίθεσι του κα­κού, αυτόν οι δαίμονες πάρα πολύ τον φοβούνται διότι καταλαβαίνουν ότι ευρήκε την οδόν της αληθείας και περιπατεί σύμφωνα με τας εντολάς του Θεού.

Κάποτε ο άγιος Μακάριος καθ’ οδόν υπήντησε τον διάβολον ο οποίος κρατούσε δρεπάνι και με αυτό προ­σπάθησε να κτυπήση τον Άγιον, αλλά δεν μπόρεσε και του λέγει: Πολύ βιάζομαι από σένα, Μακάριε, και τίπο­τε δεν μπορώ να σου κάνω· διότι ό,τι εσύ κάνεις κι εγώ το κάνω. Εσύ νηστεύεις κι εγώ δεν τρώγω καθόλου· εσύ αγρυπνείς κι εγώ ποτέ δεν κοιμούμαι· ένα πράγμα υπάρ­χει μόνον εις το οποίον με νικάς, λέγει ο Αββάς Μακά­ριος: ποίον είναι αυτό; και ο δαίμων αποκρίνεται: η ταπείνωσίς σου! και γι’ αυτό δεν μπορώ να κάνω τίποτε ε­ναντίον σου.
Εάν θυμηθή κανείς ποτέ αυτόν που τον ελύπησε ή τον προσέβαλε ή τον αδίκησε ή του έκανε ένα οποιοδή­ποτε άλλο κακό, οφείλει να τον θυμηθή και να τον θεω­ρήση ως ιατρόν της ψυχής του και εκ βάθους ψυχής να προσεύχεται γι’ αυτόν.
Εάν δε κάνη σκέψεις εναντίον του, πρέπει να γνωρίζη ότι κάνει κακό εναντίον της ιδίας της ψυχής του, ό­πως οι δαίμονες.
Μάλλον δε, γίνεται ο ίδιος εις τον εαυτόν του δαί­μων και εχθρός, διότι δεν επιθυμεί να απαλλαγή από την κακία, αλλά θέλει να υποφέρη από ασθένειαν αθεράπευτον. Διότι, αν δεν ήτο πραγματικά άρρωστος δεν θα εσκέπτετο άσχημα για κείνον που τον ελύπησε ή εζημίωσε και ο οποίος εστάλη εις αυτόν από τον Χριστόν ως ιατρός και με την ύβριν ή την ζημίαν που του επροξένησε τον ωφέλησε, διότι έτσι εφανερώθη το πάθος που εκρύπτετο μέσα του.

Εάν πράγματι επιθυμή να θεραπευθή, οφείλει να τον θεωρή ως ευεργέτην και να δέχεται οτιδήποτε του κάνει αυτός, ως φάρμακον ιαματικόν που του στέλνει ο Χρι­στός και να ευχαριστή για όλα αυτά, αν και προς το πα­ρόν του δημιουργούν πικρία και πόνο. Διότι ο ασθενής ουδέποτε δέχεται ευχαρίστως την εγχείρησι ή την καυ­τηρίασι ή το να πίη καθαρτικά φάρμακα, αλλά και με αηδία τα σκέπτεται. Όταν όμως πείση τον εαυτόν του, ό­τι χωρίς αυτά είναι αδύνατον να απαλλαγή από την α­σθένεια, εγκαταλείπει τον εαυτόν του εις τον ιατρόν, γνωρίζοντας ότι με μικρή αηδία θα απαλλαγή από πολυ­χρόνιον ασθένειαν. Καυτήριον του Ιησού είναι εκείνος που σου φέρει ζημίας και ύβρεις, αλλά σε απαλλάσσει α­πό την πληγήν της πλεονεξίας και τηςυπερηφάνειας. Ε­άν όμως δεν ανέχεσαι να υποφέρης όλα αυτά και όχι μό­νον δεν ευχαριστείς, αλλά και σκέπτεσαι να εκδικηθής τον εχθρόν σου, τότε ομοιάζεις σαν να λέγης εις τον Χριστόν: «Δεν θέλω να με θεραπεύσης, δεν δέχομαι τα φάρμακα σου· προτιμώ να σαπίση το σώμα μου από τα τραύματα μου». Και τότε τι θα κάνη για σένα ο αγαθός Κύριος; Γνώριζε, αδελφέ, ότι εκείνος που αποφεύγει τον πειρασμόν τον οποίον αν υπέμενε θα ωφελείτο η ψυχή του, αποφεύγει και χάνει την αιώνιον ζωήν.

Ο ταπεινός άνθρωπος κάθε τι λυπηρόν που θα ακούση ή που θα πάθη εξ αιτίας της κακίας των άλλων, το χρησιμοποιεί ως αφορμή για να προσβάλη και να εξυβρίση τον εαυτόν του. Εάν δε συμβή να ταραχθή ποτέ ο ταπεινός από την ύβριν και την αδικία που παθαίνει, ευ­θύς σπεύδει να προσευχηθή και διά της προσευχής κα­ταπραΰνεται η ταραχή της καρδίας του. Όχι δε μόνον αυτό κάμνει, αλλά και όταν ταράσσεται, με αυστηρότη­τα επιπλήττει και ελέγχει τον εαυτόν του, λέγοντας στην ψυχή του: «Τι θυμώνεις αθλία ψυχή; Τι ταράσσεσαι ως οι αφρίζοντες; αυτή ακριβώς η ταραχή αποδεικνύει ότι είσαι άρρωστη· διότι αν δεν ήσουν άρρωστη δεν θα υπέ­φερες· γιατί, ταλαίπωρη, ψυχή σταμάτησες να κατηγορής τον εαυτόν σου και κατηγορείς τον αδελφό διότι σου εφανέρωσε την ασθένεια που ήταν κρυμμένη μέσα σου και άγνωστη ως τώρα; Μιμήσου τον Χριστόν, ο Οποίος «λοιδορούμενος ουκ αντελοιδώρει, πάσχων ουκ ηπείλει».

Επήγαν μερικοί κάποτε προς τον Αββά Αγάθωνα θέλοντας να τον δοκιμάσουν αν δέχεται ταπεινά κάθε τι που του συμβαίνει και του λέγουν: «Εσύ είσαι ο Αγά­θων; έχομε ακούσει για σένα ότι είσαι πόρνος και υπε­ρήφανος». Και απήντησε ο Γέρων: Ναι, έτσι είναι όπως ακούσατε. Λέγουν πάλιν εις αυτόν: «Είσαι εσύ ο Αγά­θων ο φλύαρος και ο κατάλαλος;». Ο δε είπε: Εγώ εί­μαι· και πάλιν του λέγουν: «Συ είσαι ο Αγάθων ο αιρετι­κός;» και απεκρίθη ο Γέρων: Αιρετικός δεν είμαι.
Τότε τον παρεκάλεσαν λέγοντες: Πες μας, γιατί όλες τις ψευδείς κατηγορίες εδέχθης και αυτόν μόνον τον λόγον δεν εβάσταξες; Λέγει εις αυτούς: Τα πρώτα τα δέχο­μαι, διότι αυτό ωφελεί την ψυχή μου. Η αίρεσις, όμως, είναι χωρισμός από τον Θεόν.
Ας είμαστε όμως και διακριτικοί, ώστε χάριν της ταπεινώσεως δήθεν, να μην δεχθούμε ποτέ κάτι που θα μας χωρίση από τον Θεό.

Ο Αββάς δε Αρσένιος διηγείτο κάποτε το εξής: Ε­νώ εκάθητο ένας γέρων ασκητής στο κελλί του, άκουσε μία φωνή η οποία του έλεγε: Έλα να σου δείξω τα έργα των ανθρώπων. Εσηκώθη και εβγήκε έξω και τον οδή­γησε σε κάποιον τόπον και εκεί του έδειξε έναν Αιθίο­πα, ο οποίος έκοβε ξύλα και με αυτά έκανε ένα μεγάλο φορτίο. Προσπάθησε κατόπιν να σηκώση το φορτίο και δεν μπορούσε· και αντί να αφαίρεση απ’ αυτό ξύλα για να γίνη ελαφρότερο, έκοβε και επρόσθετε και άλλα. Αυ­τό δε το έκανε για πολλήν ώρα. Αφού δε επροχώρησε λίγο του έδειξε άλλον άνθρωπο, ο οποίος εστέκετο πάνω από έναν λάκκο με νερό, έβγαζε απ’ αυτόν το νερό και το μετέφερε μέσα σε μια δεξαμενή η οποία είχε οπήν· διά της οπής δε αυτής το νερό επανήρχετο στον ίδιο λάκκο μέσα· και πάλι του λέγει: Έλα να σου δείξω και άλλο έργο των ανθρώπων. Και βλέπει τότε ένα Ναόν και δύο άνδρας έφιππους, οι οποίοι κρατούσαν στο χέρι τους από ένα ξύλο πλαγίως, ο ένας απέναντι του άλλου· ήθελαν δε να μπουν μέσα στο Ναό διά της πύλης και δεν μπορούσαν, διότι κρατούσαν το ξύλο πλαγίως.
Δεν εταπείνωσεν δε κανείς από τους δύο τον εαυτόν του, ώστε να πάη πίσω από τον άλλον και να βάλη το ξύλο σε ευθεία γραμμή για να μπόρεση έτσι να περάση. Έτσι έμειναν και οι δύο έξω της πύλης.
Αυτοί του λέγει, είναι εκείνοι οι οποίοι εζύγιζαν το κάθε τι και το μετρούσαν με ακρίβεια και υπερηφάνεια και το ανταπέδιδαν και ποτέ δεν έσκυψαν για να ταπει­νωθούν και να διορθώσουν τον εαυτόν τους και να πορευθούν εις την ταπεινήν οδόν του Χριστού. Δι’ αυτό και μένουν έξω από την Βασιλεία του Θεού. Ο δε άν­θρωπος που έκοπτε τα ξύλα είναι άνθρωπος με πολλές αμαρτίες. Και αντί ταπεινά να τις ομολογήση και να μετανοήση, άλλες ανομίες προσθέτει πάνω σ’ αυτές τις α­μαρτίες του. Εκείνος που αντλούσε το νερό, ήτο άνθρω­πος που έκανε μεν καλά έργα, αλλά του έλειπε η ταπείνωσις, η οποία αν υπήρχε θά ‘χε αφαιρέσει από μέσα του κάθε ίχνος πικρίας, γι’ αυτό έχασε και τα καλά του έρ­γα. Είναι άξιον, λοιπόν, να προσέχη ο άνθρωπος εις ό,τι κάνει, ώστε να μη κοπιάση μάταια και άδικα.

- Εκείνος ακριβώς ο άνθρωπος θα σωθή, όποιος δεν αποστρέφεται τα φάρμακα και αυτά είναι αι οδύναι και αι λύπαι αι επερχόμενοι διά διαφόρων αφορμών. Ο αποστρεφόμενος αυτά δεν γνωρίζει τι εργάζεται εις την ζω­ήν αυτήν, ουδέ τι θα παραλάβη μαζί του απερχόμενος. (Αγίου Μαξίμου)
- Αδελφός ηρώτησε τον Αββάν Ευπρέπιον λέγων: Πώς έρχεται ο φόβος του Θεού κατ’ αρχάς εις την ψυ­χήν; και απεκρίθη ο γέρων εάν εκλέξη άνθρωπος την ταπείνωσιν και την ακτημοσύνην συντόμως έρχεται εις αυτόν ο φόβος του Θεού.

- Είπεν ο Αββάς Ιάκωβος: ‘Ώσπερ λύχνος εν σκοτεινώ τόπω φωτίζει, ούτω και ο φόβος του Θεού, όταν έλθη εις την καρδίαν αυτού, φωτίζει αυτόν και διδάσκει πάσας τας αρετάς και τας εντολάς του Θεού.

(Ο αείμνηστος καλός εργάτης του Ευαγγελίου ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ μέσα από τα γραπτά του, Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”, Θεσσαλονίκη)

(Πηγή ηλ. κειμένου: impantokratoros.gr)

Λόγια σοφά καί ἐπίκαιρα Ἀειμνήστου Δημητρίου Παναγοπούλου




Δέν μπορεῖς νά μιλᾶς σέ κάποιον γιά τόν Θεό, ἐνῶ ἐκεῖνος πεινάει, ἐνῶ δέν ἔχει ροῦχο νά βάλει ἐπάνω του ἤ ἔχει ὁποιαδήποτε ἄλλη ὑλική ἀνάγκη. Θά τόν βοηθήσεις πρῶτα, ὅσο γίνεται, στήν ὑλική του ἀνάγκη καί ἔπειτα θά τοῦ μιλήσεις καί γιά τήν ψυχή του.

Σᾶς τό λέω μέ ἀπόλυτη πεποίθηση. Ἕνα δίνεις δέκα σοῦ προσφέρει ὁ Θεός. Κανείς δέν γίνεται πτωχός ἀπό ἐλεημοσύνη. Ἀπό τσιγκουνιά πτωχεύει!
Ὁ Θεός δέν κάνει λάθη. Ὅ,τι κάνει εἶναι καλό καί πάνσοφο. Ὅλα χρειάζονται καί μή θέλομε νά τοῦ κάνουμε τόν ἔξυπνο.

Ἄν θέλετε ἀκοῦστε με. Φροντίστε μόνον νά κάνετε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί Αὐτός θά σᾶς δώσει ὅ,τι χρειασθεῖτε στή ζωή. Νά εἶσθε βέβαιοι, βεβαιότατοι!

Καλλίτερα, νά μᾶς λείψει τό ὀξυγόνο, παρά ὁ κλῆρος. Τό ὀξυγόνο εἶναι γιά τό φθαρτό σῶμα, ἐνῶ ὁ κλῆρος εἶναι γιά τήν αἰωνία ψυχή. Χάσαμε τόν κλῆρο; Χάσαμε τόν Θεό. Χωρίς τόν κλῆρο Θεό δέ βλέπομε. Ἄν γνωρίζαμε τήν ἀξία τοῦ κληρικοῦ, θά φιλούσαμε καί τά πόδια του! Ἀλλ' ὁ διάβολος πού τήν γνωρίζει, βάζει ἔχθρα ἀνάμεσα σ' ἐμᾶς καί στόν κλῆρο καί ἀπό κεῖ καί πέρα μᾶς παίρνει χωρίς κόπο. 

Νά βλέπομε ὄχι τί κάνει ὁ Ἱερεύς, ἀλλά τί στέλνει σ' ἐμᾶς ὁ Θεός διά τοῦ Ἱερέως.

Ὁ Μοναχισμός, εἶναι ὁ πνεύμονας τῶν ἀνθρώπων καί ἄν ὁ πνεύμονας σταματήσει καί δέ δώσει ὀξυγόνο στήν καρδιά, σταματᾶ ἡ ζωή.

Ἄν δέν μᾶς ἔχει ἀφανίσει ὁ διάβολος, τό χρωστοῦμε στίς προσευχές τῶν Μοναχῶν.


ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Ἐκδόσεις: "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"



Ομολογίες του αειμνήστου Δημητρίου Παναγοπούλου για την «προ Χριστού» ζωή του

* Ο Θεός έκανε σκανδαλωδώς έλεος σε μένα, διαφορετικά θα είχα ταρταρωθεί εδώ και καιρό. Έπρεπε στα χρόνια της κατοχής και στο Αλβανικό μέτωπο, να είχα πεθάνει 7 φορές. Εντούτοις, ακόμα ζω, όχι εξαιτίας της δικής μου δικαιοσύνης, αλλά εξαιτίας του ελέους του Θεού, γιατί γνώριζε, ότι θα επιστρέψω και θα μετανοήσω και με προστάτευε, για να μπορέσω έτσι να σωθώ και να μην πάει χαμένο το ποσοστό αίματος που έχυσε ο Χριστός και για την δική μου ψυχή.

* Είχα ένα μεγάλο πάθος στα νεότερα χρόνια μου, το πάθος της χαρτοπαιξίας. Καθόμουνα από το Σάββατο το βράδυ στο τραπέζι να παίξω χαρτί και σηκωνόμουνα την Τετάρτη το βράδυ. 4 μερόνυχτα, συνεχόμενα, έπαιζα τράπουλα, τέτοιο πάθος είχα! Καθόμουνα να κερδίσω, με κάθε μέσο, έστω και με κομπίνα, δεν πάει να ήτανε και ο Ωνάσσης στο τραπέζι! Ήμουν ένας λωποδύτης. Έμενα νηστικός για το χαρτί. Πού ένας τέτοιος άνθρωπος, να πάει στην Εκκλησία!

* Άμα επιτρέψει ο Θεός και γράψω ένα βιβλίο για την μετάνοιά μου και το πώς επέστρεψα στο Χριστό, πιστεύω, ότι τέτοια περίπτωση παγκοσμίως δεν θα υπάρχει. Ένα μόνο θα σας πω, (αν και μου είναι δύσκολο) για να σας ωφελήσω και να σας ενδυναμώσω την πίστη σας. 
Μου παρουσιάστηκε ο Άγιος Δημήτριος και μου είπε: Δεν έχεις δικαίωμα, να διατηρείς το όπλο σου στο οπλοστάσιο και να μην το χρησιμοποιείς! Όπλο, εννοούσε ο Άγιος, το λόγο μου. Και εγώ τον λόγο μου, τον χρησιμοποιούσα για κουβέντες και για αστεία. Η αποκάλυψη αυτή του Αγίου Δημητρίου, με έκανε κατά 70% να επιστρέψω στην Ορθοδοξία και να είμαι σήμερα αυτός που είμαι.

* Στη νεαρή μου ηλικία, όταν ερχόμουνα τα ξημερώματα στο σπίτι από τις ατασθαλίες μου, με έλεγε η μητέρα μου: 
Μα φτερό σαν τα μυρμήγκια έκανες; 
Πού να την καταλάβω! Αυτά με έλεγε ο κόσμος και οι άνθρωποι γύρω μου, οι «καλοθελητές», αυτά με έλεγε η σάρκα μου, αυτά με έλεγε ο εγωισμός μου και αυτά έκανα. Και έτσι της έκλεινα την πόρτα κατάμουτρα. Έβλεπα τα πράγματα διαφορετικά από τη μάνα μου. Είχα παχύ σκοτάδι. Δεν βρέθηκαν άνθρωποι να μου μιλήσουν, να με πουν μία κουβέντα, στον κόσμο που βρισκόμουν. Όλοι με οδηγούσαν στο κακό. Τώρα το πώς γύρισα και επέστρεψα στο δρόμο του Θεού, μόνο ο Θεός το ξέρει. Δεν μπορεί να βρεθεί έστω και ένας, που να έρθει και να μου πει:
Δημήτρη εγώ ήρθα να σε μιλήσω, εγώ σε βοήθησα και σε είπα μία καλή κουβέντα για το καλό σου! 
Κανένας δεν βρέθηκε, αλλά πώς τα οικονόμησε ο Θεός! Άμα υπάρχει καλή προαίρεση μέσα στον άνθρωπο, δεν δυσκολεύεται ο Θεός να τον βγάλει με τον τρόπο Του από το σκοτάδι στο Φως. Δεν δυσκολεύεται ο Θεός από τις αμαρτίες μας, απλά ζητάει να του επιτρέψουμε να μας λύσει τα χέρια. Μεγάλη υπόθεση να διαφωτίσεις το σκοτάδι κάποιου συνανθρώπου σου! 
Οι άνθρωποι που βοηθούν το έργο του Θεού, με το να φέρνουν διαφωτίζοντας-νουθετώντας ανθρώπους στο δρόμο του Θεού, ο Θεός θα τους κατατάξει σε ειδική θέση μέσα στον παράδεισο. Έχω προσωπικά δεδομένα σε αυτό το θέμα, αλλά παραπάνω δεν μπορώ να σας πω.

* Εργαζόμουνα στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιά. Μια μέρα, βγήκα έξω από τα γραφεία για να πάρω αέρα και βρήκα έναν τυφλό, ο οποίος πουλούσε λαχεία. Κρατούσε τα λαχεία στο χέρι και φώναζε: 
Λαχεία! Λαχεία! Δεν φώναζε τυχερά λαχεία,όπως φωνάζουν κάποιοι άλλοι (αφού είναι τυχερά, γιατί πουλάς την τύχη σου, τους λένε πολλοί). Πλησίασα τον μπάρμπα Διονύση και του λέω: 
Να πάρω ένα τυχερό λαχείο; Αμέσως μόλις άκουσε αυτά τα λόγια μου, τραβήχτηκε προς τα πίσω και έκρυψε τα λαχεία του. Και μου λέει:
Τύχη δεν υπάρχει! Υπάρχει μόνο πίστη και ελπίδα στο Θεό! Αυτά ήταν τα λόγια του. Εγώ τότε ήμουν άνθρωπος του γλυκού νερού και όχι πραγματικός Χριστιανός. Όταν όμως γύρισα το 1950 στην Εκκλησία, τότε θυμήθηκα τα λόγια του μπάρμπα Διονύση, πόσο δίκαιο είχε. Και το βλέπω μέχρι σήμερα, ότι το χέρι του Θεού είναι εκείνο που οδηγεί τους ανθρώπους, αυτό που πολλοί σήμερα ονομάζουν τύχη.

* Γνώρισα κάποτε μια καλόγρια, η οποία είχε θείο έρωτα. Αυτή η καλόγρια με βοήθησε με τον τρόπο της, ώστε το 1951 να επιστρέψω στο δρόμο του Θεού. Η καλόγρια αυτή, όταν έλεγε τη λέξη Χριστός, έτρεχαν ουρές δακρύων από τα μάτια της, σαν να άνοιγε κάποιος από μέσα της μια βρύση. Δεν το έχω ξαναδεί αυτό το πράγμα σε άλλον άνθρωπο (το είδα και στον γέροντα Ιερώνυμο της Αίγινας). Η καλόγρια αυτή με έλεγε χαρακτηριστικά: 
Να ‘ξεραν οι άνθρωποι, Δημήτρη μου, πόσο πολύ μας αγαπάει ο Χριστός!!! Και τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα!!! Εμείς δεν έχουμε τέτοια πράγματα και το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι, αν χτύπησε η τρίτη καμπάνα για να πάμε τελευταία στιγμή στην Εκκλησία.

* Όταν πήγα να εφαρμόσω, το «αγαπήστε τον εχθρό σας», ομολογώ ότι δεν μπόρεσα να το εφαρμόσω. Μου ήταν αδύνατο και ας έλεγε το Ευαγγέλιο αυτήν την εντολή. Βέβαια το Ευαγγέλιο δεν λέει ψέματα και δεν δίνει προτροπές, που δεν είναι πραγματοποιήσιμες. Είναι βλασφημία να λέμε, ότι ο Χριστός είπε πράγματα, που δεν είναι κατορθωτά. Βέβαια δεν είναι κατορθωτά, αν ο άνθρωπος τα εφαρμόσει με τις δικές του δυνάμεις, αλλά γίνονται κατορθωτά με τη βοήθεια του Χριστού. Εξάλλου μας είπε ο Χριστός: 
''Χωρίς εμού, ου δύνασθε ποιείν ουδέν'' δηλ. χωρίς Εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα.
Και έλεγα στο Θεό: Θεέ μου, δεν μπορώ να εφαρμόσω αυτήν την εντολή και ξέρετε τι απάντηση με έδωσε ο Θεός; Εσύ θέλεις; Αυτό με ρώτησε ο Θεός, και η απάντησή Του, ομολογώ, ότι με κόλλησε στον τοίχο. 
Διότι το θέμα, δεν ήταν μόνο ότι δεν μπορούσα, αλλά και το ότι δεν ήθελα να αγαπήσω. Αισθανόμουν μίσος, αυτό ήταν το μυστικό. Και ο Χριστός δεν μας ρωτάει αν μπορούμε, αλλά αν θέλουμε. 
Άρα η ευθύνη μας έγκειται, στο ότι δεν θέλουμε να αγαπήσουμε τους εχθρούς μας και όχι ότι δεν μπορούμε να τους αγαπήσουμε. Το να μπορέσουμε ο Θεός θα μας βοηθήσει, το να θέλουμε, εμείς θα συμβάλλουμε. Και όταν εμείς θελήσουμε, ο Χριστός θα μας δώσει τρόπο τινά τέτοια φώτιση, που θα βλέπουμε τον άνθρωπο, που μας έκανε κακό, και αντί να τον μισούμε, θα τον λυπούμαστε και θα αισθανόμαστε οίκτο γι’ αυτόν. Θα μας φορέσει ο Χριστός ειδικά γυαλιά δικά του, από το «κατάστημά» Του και θα μπορέσουμε έτσι να έχουμε σπλάχνα οικτιρμών για τους εχθρούς μας.


* Κάποτε ρώτησα κάποιον που γνώριζα εξ όψεως, πώς κατόρθωσε να βρεθεί σε ένα πολύ σπάνιο κοσμοπολίτικο γεγονός. Α, ήταν εύκολο, ήταν πολύ εύκολο, μου απάντησε εκείνος. Και μου βγάζει μία μασονική διαπίστευση, μου τη δείχνει και μου λέει: Αυτός είναι ο τρόπος. Με αυτήν, είναι ανοιχτές όλες οι πόρτες. 
Πλην του ουρανού, συμπλήρωσα εγώ. Και εκεί θα τα καταφέρομε, είπε διαφωνώντας μαζί μου. Σε λίγες μέρες αυτοκτόνησε στο Κολωνάκι! Έπεσε από τον 3ο όροφο κάτω, από του κοριτσιού του το διαμέρισμα. Και εκεί θα τα καταφέρουμε…, ήταν η απάντησή του, έτσι πίστευε. Έτσι ξεγελά ο διάβολο πολλούς και τους κάνει να νομίζουν, ότι θα σωθούν με τον τρόπο τους. Τον συγκεκριμένο μάλιστα άνθρωπο, μέχρι και στην αυτοκτονία τον έσυρε.

* Έχω έναν φίλο, που είναι πολιτικός μηχανικός. Πολύ ευκατάστατος άνθρωπος μόνο από τα ενοίκια το 1960, εισέπραττε 300.000 δραχμές. Βέβαια έκανε και αγαθοεργίες, αφού για παράδειγμα δώρισε ένα ολόκληρο συγκρότημα με διαμερίσματα στην Εκκλησία, για να στεγάζονται εκεί οι φυματικοί που γινόντουσαν καλά από τα σανατόρια, επειδή δεν τους δέχονταν οι συγγενείς τους στα σπίτια τους. 
Αυτόν λοιπόν τον φίλο μου, τον συνάντησα μία μέρα, πρώτη Κυριακή των νηστειών, στην Εκκλησία. Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας μου λέει: Πάμε από το σπίτι μου, να πιούμε έναν καφέ. Δέχτηκα και πήγα. Μόλις μπήκα μέσα, λέει αυτός στην γυναίκα του: 
Νίτσα, ξέρεις ε; Κατάλαβα εγώ, ότι κάποια πονηριά ετοιμάζει, ότι θα φέρει κάτι να φάμε για πρωινό. Του λέω, δεν ξέρω τι ξέρει η Νίτσα, θα σου πω τι ξέρω εγώ… Δεν μπόρεσα να ολοκληρώσω την φράση μου και μου λέει: Εσύ θα καθίσεις στην άκρη, μην μιλάς. Βλέπω σε λίγο, να έρχονται 2 σαγανάκια, με συκωτάκια, ωραία όμορφα κομμένα κι αβγουλάκια και εγώ δεν ξέρω τι άλλο έφερε η Νίτσα. Το πιάτο μου το έσπρωξα προς τα μέσα και πήρα μόνο τον καφέ. 
Μου λέει, θα τα χαλάσουμε αν δεν φας! Καλύτερα να τα χαλάσω μαζί σου, παρά να τα χαλάσω με το Θεό. 
Αλλά αυτός επέμενε λέγοντάς μου: Μα, άλλα είναι τα χοντρά, θα φάμε, δεν θα κάνουμε τίποτα κακό! Και το κακό με αυτόν ήταν, ότι θρήσκευε ο φίλος μου αυτός και έκανε και ελεημοσύνες, όπως σας είπα προηγουμένως. Όμως το θέμα δεν είναι τι κάνεις για τους άλλους, αλλά τι κάνεις πρώτα εσύ για τον εαυτόν σου. Μπροστά λοιπόν σε αυτές τις πιέσεις του, του φίλου, του λέω:
Ένα έχω μόνο να σου πω: Πρόσεξε, Μανώλη μου, μήπως σε έρθει καμμία αρρώστια και είναι αλληλοσυγκρουόμενη. Σου έρθει, για παράδειγμα, να έχεις λέυκωμα και πρέπει να τρως μόνο κολοκύθια και να έχεις και ένα σάκχαρο και θα πρέπει να τρως μόνο κρέας. Άντε μετά αυτά να τα συμβιβάσεις! Δεν συμβιβάζονται και αναγκαστείς να τα βλέπεις τα φαγητά από μακριά. και έρχονται τα πράγματα έτσι, αγαπητοί μου, ώστε σε λίγες μέρες παθαίνει σάκχαρο ο φίλος μου και άλλες 6-7 αρρώστιες και άμα τον δείτε σήμερα, είναι σαν μακαρόνι και λιώνει και θυμάται, αυτά που του έλεγα κάποτε…

* Πήγα το Μέγα Σάββατο να ψωνίσω κρέας, όπως ήταν φυσικό για το Πάσχα. Επάνω στον πάγκο, είχε ο κρεοπώλης ταραμά, χαλβά και ψωμί. Και έτρωγε, λόγω της ημέρας, από εκείνα και έκανε την δουλειά του. Και μου πούλησε γελάδα για μοσχάρι. Ταυτόχρονα έτρωγε χαλβά. Εμένα τότε με πήρε μια διαφορά 55 δραχμές (το έτος 1960). Τι να σε κάνω άνθρωπε, να τρως χαλβά και ταραμά και με τρως εμένα ολόκληρο, ζωντανό; Εκεί τρως νηστίσιμο και εδώ τρως αρτύσιμο!

* Είχα έναν θείο, ο οποίος έχει πεθάνει τώρα, που ήταν μεγάλος άθεος. Αυτός με έλεγε: 
Γιατί δεν κατέβηκε ο Χριστός από τον σταυρό; Άμα ήταν Θεός, θα μπορούσε να κατέβει και να ξεφύγει. Τον πιάσανε τον κατεργάρη και τον σταυρώσανε οι Εβραίοι! Δεν μπορούσε να ξεφύγει; 
Εγώ τότε του λέω: Τότε, πώς ξέφυγε ο Χριστός, όταν κάποτε θέλησαν να Τον ρίξουν στον γκρεμό; Ξέφυγε ανάμεσά τους. Πώς έγινε αυτό; 
Πού το αναφέρει αυτό, με ρώτησε.
Άνοιξα το Ευαγγέλιο και του το έδειξα (Λουκάς κεφάλαιο 4, στίχοι 29-30). Είναι πολλών γνώμη αυτή, ότι ο Χριστός δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, τον πιάσανε οι Εβραίοι και τον Σταύρωσαν. Όχι δεν είναι έτσι. Ο Χριστός από αγάπη προς τον άνθρωπο, οδηγήθηκε προς το εκούσιο πάθος, θεληματικά Σταυρώθηκε. Και να Του χρωστάμε υποχρέωση και ευγνωμοσύνη. Αυτό να το βάλουν καλά στο μυαλό τους!

* Ο αδερφός μου, με είπε τρελό όταν πέθανε η μάνα μας. Μπροστά στο λείψανο της μάνας μας και μπροστά σε όλον τον κόσμο με είπε τρελό, γιατί δεν μπορούσε να ερμηνεύσει, πώς εγώ δεν έκλαιγα, πώς εγώ δεν μαυροφορέθηκα, πώς εγώ δεν μαλλιοτραβιόμουνα, όπως έκανε αυτός και όλοι οι υπόλοιποι. Δεν μου λες, εμείς όλοι εδώ μέσα είμαστε τρελοί και εσύ είσαι ο λογικός; Τέτοια επίθεση με έκανε ο αδερφός μου, αλλά επειδή ήξερα ότι υποκινείται από άλλον, απλά τον είπα: 
Δεν ξέρω, εγώ δεν σας βλέπω για τρελούς και έτσι δεν έδωσα συνέχεια στο θέμα. Μα εγώ πίστευα, ότι η μάνα μου ησύχασε και άμα πάω και εγώ εκεί που πήγε, θα την βρω και θα ζούμε αιώνια μαζί. 
Ο αδερφός όμως, ο στρατηγός, δεν πίστευε στην άλλη ζωή, ήταν άπιστος, δεν πίστευε στην Ανάσταση των νεκρών και γι’ αυτό αντέδρασε έτσι. Βέβαια μετά από 7 χρόνια, χώνεψε ο αδερφός μου την όλη συμπεριφορά μου και με κατάλαβε. Εμένα η μάνα μου ήταν για 14 χρόνια σε καρότσι και με αυτό τη μεταφέραμε από Εκκλησία σε Εκκλησία, μιας γυναίκας που είχε προβλέψει το θάνατό της. Ξέρω ότι η μάνα μου σώθηκε και πήγε στον παράδεισο.

* Έχω έναν αδερφό, ο οποίος στην πίστη του κλονιζόταν. Άκουγε την υπόθεση περί του μύρου της Παναγίας της Μαλεβής και αμφισβητούσε με τη λογική του, ότι από την εικόνα της Παναγίας, έρεε μύρο. 
Κάποτε όμως, κόπηκε λίγο ο εγωισμός του και ήθελε να έρθει μαζί μας στη μονή της Μαλεβής. Πήγαμε στο μοναστήρι και μετά την παράκληση, καθίσαμε για να φάμε. Ο αδερφός μου δεν κάθισε να φάει, αλλά πήγε στο ναό και κοίταζε την εικόνα, για να δει, πώς έχουν τα πράγματα. Και καθώς την παρακολουθούσε, βλέπει ξαφνικά να ρέει μύρο η εικόνα της Παναγίας!
Συγκλονίστηκε ο αδερφός μου και τρέχει στην τραπεζαρία να μας βρει. Έρχεται στην γυναίκα μου και την σηκώνει από το τραπέζι και της λέει: Έλα, Κική να δεις, ρέει από την εικόνα μύρο! Το είδα με τα ίδια μου τα μάτια! Του λέει τότε η γυναίκα μου: Αμφέβαλλες γι’ αυτό το θαύμα και εξανίστασαι με αυτόν τον τρόπο; Και τότε παραδέχθηκε ο αδερφός μου, ότι είχε τις αμφιβολίες του, γι’ αυτό το θέμα. Τώρα αυτό που είδε ο αδερφός μου, άντε να του το βγάλεις από το κεφάλι του. Απέκτησε γνώση επί του θέματος. Όμως ο Χριστός δεν την αρνείται τη γνώση, αλλά δεν την αμοίβει κιόλας και θέλει ο άνθρωπος να πιστέψει χωρίς να δει. Την πίστη αμοίβει Χριστός, αλλά για να πιστέψει ο άνθρωπος πρέπει να ταπεινωθεί.

* Έχω ένα φίλο που είναι ταξιτζής. Αυτός τις Κυριακές το πρωί δούλευε και δεν πήγαινε στην Εκκλησία. Μια μέρα τον πλησίασα και τον ρώτησα, πόσα βγάζεις την ημέρα και μου είπε, περίπου 1700 δραχμές. Τότε του πρότεινα, την ερχόμενη Κυριακή το πρωί, να πήγαινε στην Εκκλησία και μετά να πήγαινε στην δουλειά και όσα λιγότερα θα έβγαζε από τις 1700 δραχμές, την διαφορά θα του την έδινα εγώ. Ο φίλος μου το σκέφτηκε και τελικά δέχτηκε την πρότασή μου. 
Πήγε την Κυριακή στην Εκκλησία και μετά μέχρι το βράδυ δούλεψε το ταξί. Το βράδυ με πήρε τηλέφωνο και μου λέει: 
Δημήτριε, έγινε κάτι φοβερό! Είχα φουλ δουλειά και δεν προλάβαινα τους πελάτες! Έβγαλα 2000 δραχμές! Από τότε ο φίλος μου, κάθε πρωί πηγαίνει στην Εκκλησία. Οι άνθρωποι που δουλεύουν τις Κυριακές και δεν πάνε στην Εκκλησία, τα λεφτά που βγάζουν δεν είναι ευλογημένα και κάποια μέρα θα τα χάσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Γιατί όποιος συλλέγει χρήματα μακριά από το Θεό, τα διασκορπίζει. Γι’ αυτό και βλέπουμε πολλές οικογένειες που εργάζονται από το πρωί έως το βράδυ, αλλά να μην μπορούν να βάλουν μερικά χρήματα στην άκρη. Φωτιά είναι τα λεφτά της Κυριακής, έλεγε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.

* Με πλησίασε κάποτε ένας κύριος και μου λέει: 
Εντάξει κύριε Παναγόπουλε, εγώ δεν ενδιαφέρομαι για το Χριστό, το παραδέχομαι. Ναι όμως, ο Χριστός ήρθε για όλους τους ανθρώπους και γιατί δεν έρχεται και σε μένα για να με βρει και να με σώσει; Να έρθει και για μένα, το απωλολό πρόβατο να με σώσει. Εξάλλου δεν είμαι και εγώ το παιδί του; 
Κάτι τέτοια με έλεγε ο άνθρωπος αυτός και όταν τελείωσε του είπα:
Ο Χριστός δεν έρχεται να σε βρει, γιατί δεν βελάζεις! Όπως όταν χαθεί ένα πρόβατο το οποίο δεν βελάζει, δεν μπορεί ο βοσκός να το βρει, έτσι και εσύ δεν βελάζεις, δεν ζητάς το Θεό και δεν μπορεί ο Χριστός να σε βρει. Εδώ ο εκ γενετής τυφλός φώναζε δυνατά το όνομα του Χριστού και μάλιστα έβγαλε και τα ρούχα του, για να φτάσει πιο γρήγορα στο Χριστό! Δεν πήγε ο Χριστός στον τυφλό, πήγε ο τυφλός στον Χριστό και εμείς έχουμε την απαίτηση, να έρθει ο Χριστός σε εμάς! 
Αυτά του είπα και δεν ξέρω αν μπόρεσα να τον κατατοπίσω. Εάν δεν ζητήσουμε από αυτόν τον κόσμο να συναντήσουμε το Χριστό, για να μας βοηθήσει, δεν πρόκειται ούτε και στην άλλη ζωή να Τον συναντήσουμε. Ο Θεός δεν αφήνει κανέναν άνθρωπο αβοήθητο, που επικαλείται την βοήθειά Του. Ο Θεός άφησε ελεύθερο τον άνθρωπο να κάνει τις επιλογές στη ζωή του, και αν περιμένει ο Θεός να τον βοηθήσει, χωρίς ο ίδιος να Του ζητήσει βοήθεια, το μόνο σίγουρο είναι, ότι θα υποστεί τα επώδυνα αποτελέσματα της κολάσεως.....

Εις αγαθή ανάμνηση
Εμπειρικές αλήθειες από την κηρυκτική διακονία του πιστού εργάτου Κυρίου
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Α. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ
(1916-1982)
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"