.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η παναίρεση του Οικουμενισμού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η παναίρεση του Οικουμενισμού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μια απαράδεκτη θεολογικά εικόνα εκ Γεωργίας

σσ. Αυτά είναι τα προϊόντα του Οικουμενισμού που οι Άγιοι ονόμασαν παναίρεση, διότι μέσα του κρύβονται όλες οι τέτοιου είδους πλάνες. Και όμως και ο Γεωργίας και ο Λεμεσσού θα συνεχίσουν να θεωρούνται ευσεβείς από πολλούς πιστούς. 


Του Κωνσταντίνου Νούση

Η ως άνω εικόνα φέρεται αγιογραφημένη στο εξωτερικό, αποδεκτή από τον Πατριάρχη Γεωργίας, τον Μητροπολίτη Λεμεσού, καθώς και τον Ηγούμενο της Ι. Μ. Βατοπαιδίου. Δεν γνωρίζω αν ο μητροπολίτης και ο ηγούμενος δέχτηκαν την εικόνα απλά ως δώρο και για λόγους ευγενείας δεν εξέφρασαν τις όποιες αντιρρήσεις τους, ωστόσο, κατά την ταπεινή μου γνώμη, η συγκεκριμένη αγιογραφία έχει πολλά θεολογικά προβλήματα.

Είναι βέβαια θετικό το γεγονός ότι βλέπουμε μια προσπάθεια δημιουργική και όχι τις συνηθισμένες στην αγιογραφία στείρες απομιμήσεις παλαιότερων εικονογραφικών παραστάσεων. Εντούτοις, δεν μπορούμε να μην εκφράσουμε τις ενστάσεις μας, όταν βλέπουμε ότι κάτι δεν πάει καλά, όταν κάτι δεν συνάδει προς τη σύνολη Ορθόδοξη Παράδοση, η οποία εξάπαντος φέρει πάντοτε μαζί της και τον δογματικό χαρακτήρα της.

Οι ορθόδοξες αγιογραφίες είναι πάντοτε εκφραστικές του ορθοδόξου δόγματος, της πίστης μας δηλαδή, χωρίς αυτό να αναιρεί την πρωτοτυπία και την προσωπική πινελιά του εκάστοτε αγιογραφούντος. Υπάρχουν, ωστόσο, και κόκκινες γραμμές. Μια από αυτές είναι η πρόταξη της οντολογίας σε σχέση με τον συναισθηματισμό. Τον οποίο βλέπουμε στην ως άνω παράσταση υπερτερούντα σε βάρος της οντολογικής – δογματικής διάστασης της πίστεώς μας. Και εξηγούμαι αναλυτικότερα: ο Κύριος στην εικόνα, σε ώριμη ηλικία, φαίνεται παρηγορούμενος (;) στην αγκαλιά της Θεοτόκου, στα πόδια μάλλον, όπως θα έκανε μάλλον ένα μικρότερο παιδί. Παρουσιάζεται ένας ασθενών Κύριος συναισθηματικά και ψυχολογικά, κρατούμενος – ποιος; Ο Κύριος! – υπό της Κυρίας (με πλεονάζουσα σημασία εδώ πλέον) Θεοτόκου. Θα μου πείτε: και στις εικόνες που ο Χριστός είναι βρέφος δεν βλέπουμε το ίδιο; Όχι! Αν παρατηρήσουμε καλά, σε αυτές η Παναγία δείχνει απλά το ευλογούν Βρέφος-Θεό.
Σε όλη την Καινή Διαθήκη ο Χριστός φέρεται με κάποια «αυστηρότητα» και κάπως αποστασιοποιημένα προς τη Μητέρα Του. Τούτο φυσικά δεν υπονοεί καμιά υποτίμηση της γυναίκας, αλλά έχει άλλη δογματική εξήγηση, την οποία δεν χρειάζεται να αναλύσουμε στο παρόν. Ο Κύριος, αφ’ ης στιγμής κινείται ώριμος (ως ενήλικος μετά τη Βάπτιση η έννοια εν προκειμένω) πλέον στο έργο του της θείας Οικονομίας μέχρι τη Σταύρωση και την Ανάσταση, και ειδικά μετά από την τελευταία, όπως βλέπουμε χαρακτηριστικά στο «μη μου άπτου» προς τη Μαγδαληνή, θέλει να μας ανεβάσει πνευματικά σε άλλη διάσταση και να κατανοήσουμε πως πρωτίστως πρέπει να τον βλέπουμε ως τον απόλυτο Θεό και την πηγή της σωτηρίας και της θέωσής μας, αφήνοντας κατά μέρος την ψιλή ανθρώπινη προσέγγισή του, η οποία μπορεί κάλλιστα να μας παρασύρει σε συναισθηματισμούς αχρείαστους για την υψηλή κλήση μας. Την όποια αδυναμία μπορεί να προσδεθεί στις ανθρώπινες διαστάσεις εκ μέρους μας, πρέπει να την υπερβούμε χάριν της αγιοπνευματικής – οντολογικής διαστάσεως της θεραπείας και ανάστασης της φύσης μας.
Η συγκεκριμένη εικόνα, επομένως, πέρα από τον αντιπαραδοσιακό, αντιβιβλικό και αντιδογματικό χαρακτήρα της, δείχνει προς μάλλον έναν «ψυχικό» άνθρωπο Ιησού, παρά προς τον Ενανθρωπήσαντα Γιαχβέ. Κεντρικό πρόσωπο έτσι τονίζεται εμμέσως, πλην σαφώς, η Θεοτόκος, και τούτο πουθενά δεν φαίνεται να έχει ερείσματα ούτε στην πίστη μας ούτε και στην παράδοση της ορθόδοξης αγιογραφίας.
Για να συνοψίσουμε: Ένας Χριστός απελπισμένος; Απογοητευμένος; Κουρασμένος; Και γιατί να προσφύγει (ως άνθρωπος εννοείται) στη αγκαλιά της Παναγίας και όχι του ουρανίου Πατρός Του εν προσευχή, όπως εξάπαντος φαίνεται μέσα από τα Ευαγγέλια; Έχουμε εν προκειμένω ελλιπή γνώση ή και άγνοια της αντίδοσης των ιδιωμάτων: σύμφωνα με την πίστη μας την Ορθόδοξη, ο Χριστός εξ άκρας συλλήψεως είναι ο σαρκωμένος Θεός. Η ανθρώπινη φύση του είναι αναμάρτητη, επομένως δεν ήταν ένας κοινός άνθρωπος, όπως όλοι μας. Δέχτηκε, βέβαια, πάνω του τα αδιάβλητα (δηλαδή ακατηγόρητα) πάθη που εισχώρησαν ως ασθένειες στη φύση μας μετά την πτώση των Προπατόρων (πείνα, δίψα, κούραση, φυσική δειλία κλπ.), ωστόσο τα δέχτηκε εκουσίως και κατά παραχώρηση επέτρεπε, χωρίς δηλαδή καμιά φυσική επ’ Αυτόν αναγκαιότητα, να τα υφίσταται, προκειμένου να βιώσει εξ άκρας αγάπης τους πόνους μας και να θεραπεύσει τις αμαρτίες και ασθένειές μας.

Ο τρόπος που ο Κύριος αγαπούσε τη Μητέρα Του ήταν θεοπρεπής και όχι ψιλώς ανθρώπινος, όπως συμβαίνει με μας τους λοιπούς ανθρώπους. Ο τρόπος ενέργειας του Ιησού ήταν και είναι σε όλα θεανθρώπινος, δηλαδή ενεργούσε (και ενεργεί) ταυτόχρονα ως Θεός και Άνθρωπος: τα θεία ως Θεός και άνθρωπος και τα ανθρώπινα ως άνθρωπος και Θεός. Η στάση που εικονίζεται εδώ δεν φαίνεται να αρμόζει στο σχέδιο της θείας Οικονομίας, όπως είπαμε κιόλας ότι δεν μαρτυρείται από την Παράδοση, γραπτή και προφορική. Το αντίθετο, μάλιστα, συμβαίνει, ως προειπώθηκε, μια «αποτομία» δηλαδή προς την Παναγία, όπως είναι πολλαπλώς καταγεγραμμένο. Με λίγα και σταράτα λόγια, η συγκεκριμένη αγιογραφία όζει νεστοριανισμού και ευλόγως προκαλεί το ορθόδοξο αισθητήριο και κριτήριο.

Δήλωση Αποτειχίσεως από την Κρήτη

ΜΠΙΣΤΑΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ του Τίτου και της Κλεονικής, κάτοικος Πετροκεφαλίου Αγρότης κατ΄επάγγελμα, Αναγνώστης κατά το Λειτούργημα . 


ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΟΜΟΟΥΣΙΟΥ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΚΑΙ ΑΔΙΑΙΡΕΤΟΥ ΤΡΙΑΔΟΣ. 

Με αγάπη προς τον Θεό & τον Άνθρωπο. 

ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΠΑΝ ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΗΣ (ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ & ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΤΗΣ ΓΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ) ΚΛΗΡΟΥ ΚΑΙ ΛΑΟΥ. ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ 

Ου τα περί βίου (Αμαρτήματα) αλλά τα δημοσίως τελούμενα, δημοσίως και ελέγχονται ΘΕΜΑ: ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ Σύμφωνα με τον 15Ο Κανόνα της (Α-Β) Συνόδου 861-862μ.Χ. . 

Προχωρώ στην αποτείχιση και Διακοπής Μνημοσύνου πάντων όσων Μνυμονεύουν-Κοινωνούν και ακολουθούν τον Οικουμενικό πατριάρχη κ. κ. Βαρθολομαίο. 

(1ον) Στα παναιρετικά του Ανοίγματα προς την πιο Καταστροφική Αίρεση όλων των Αιώνων την (Παναίρεση του Οικουμενισμού και της Πανθρησκείας) και 

(2ον) Στις Άκρατες Βλασφημίες του κατά των Ιερών Κανόνων (Τείχη του Αίσχους), κατά των Αγίων Πατέρων των 7 & 2 Οικουμενικών Συνόδων (ότι αυτοί ευθύνονται για το Σχίσμα του 1054). 

Ποιούς βλασφημά και καταδικάζει; Τους Θείους Πατέρες που Συνοδικώς δια του Αγίου Πνεύματος Δογμάτισαν, και απάλλαξαν την Εκκλησία του Χριστού από πάμπολες Πλάνες & Αιρέσεις διατηρόντας Αλόβητον την Αγία και Αμόμητον Πίστη ημών των Ορθοδόξων Χριστιανών έως σήμερων. Προφασιζόμενος μια Στείρα Αγαπολογία προς τους Αιρετικούς (Συνανθρώπους) μας. Αλλά παράλληλα κυνηγά τους Ορθοδόξους Αδελφούς που του Αντιστέκονται και θέλουν να είναι Επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι. Προχωρεί λοιπόν στο Μιαρό του Έργο δικαιολογόντας αυτή τη Στείρα Αγαπολογία παραφράζοντας τα λόγια του ΚΥΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΩΣΕΩΣ ΤΟΥ (ΙΝΑ ΠΑΝΤΕΣ ΕΝ ΩΣΙ) που όλη η Αρχιερατική Προσευχή βασίζεται εν τη Αλήθεια του Θεού Πατέρα, και σαν Θεός Λόγος ο ΚΥΡΙΟΣ εδίδαξε, και δια του Αγίου Πνεύματος οι Θείοι Απόστολοι Εκύριξαν και οι Άγιοι Πατέρες ΕΔΟΓΜΑΤΙΣΑΝ, να είμαστε όλοι ΕΝΑ εν τη ΑΛΗΘΕΙΑ και όχι εν τα ψεύδη των Αιρέσεων. Και είναι Στείρα αυτή η Αγαπολογία γιατί καταργεί την 1η & Μεγαλύτερη Εντολή που έχει δύο Σκέλη (ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ) και (ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΥΝΑΝΘΡΩΠΟ). Καταργεί το 10 Σκελος με το να κηρύτει (γυμνή τη κεφαλή επ εκκλησίες) την Παναίρεση του Οικουμενισμού και της Πανθρησκείας, συμπροσευχόμενος με Αιρετικού και Αλόθρησκους : [Ολες οι Αιρέσεις (Αναδενδράδες) και οι πίστεις σώζουνε, κάθε μια έχει μέρος της Αλήθειας, Ιδιος θεός για όλες, το Κοράνιο είναι άγιο…..] Και καταργεί και 20 Σκέλος αυτής της 1ης και Μεγάλης Εντολής (Την αγάπη προς τον Συνάνθρωπο), γιατί αφήνει Αιρετικούς και Αλόθρησκους χωρίς να τους δείχνει την Οδό της Σωτηρίας της παρ ημών αποκεκαλημένης Αληθείας αφήνοντας τους στο σκότος και το Έρεβος της πλάνης και της αγνωσιάς τους. Και μέσα στο Π.Σ.Ε. αντί να προωθεί την Αλήθεια της Ορθοδοξίας ακολουθόντας τους προκατόχους του την έχει κάμει κουρέλι στα διάφορα Συνέδρια ανά την Υφύλιο του Π.Σ.Ε. ( Πουσάν Πόρτο Αλέγκρε κ.λ.π.) και έχει βάλει σκοπό να την υποτάξει κάτω από την παντόφλα του Πάπα. Προωθεί λοιπόν ένα νέο Παποκαισαριμό στην καθ΄υμάς Ανατολή βάνοντας στο περιθώριο τον Κύριο, Αγ. Αποστόλους & Πατέρες μετά των Οικ. Συνόδων όπως ο Πάπας και να επιβάλει τυφλή Υπακοή, στους Υφισταμένους του ανα την Υφήλιο,και αυτός ο Παποκαισαρισμός να μεταφέρετε από τις Συνόδους στους επισκόπους και να καθίσταντε αυτοί με την σειρά τουςΠαποκαίσαρες στις Περιφερειες τους. 

Ερχόμενος λοιπόν προ των Ευθυνών μου σαν Ορθόδοξος Χριστιανός κατ’ επίγνωση και Αλήθεια όχι κατ’ εφημισμόν , παρ όλη την αμαρτωλότητα μου, και αφού ο Θεός με αξίωσε από το 17ο Έτος της ζωής μου να έχω λάβει γνώση τα των Αγίων Αποστολικών & Οικουμενικών Συνόδων και των κανόνων που οι Άγιοι Απόστολοι και Πατέρες δια του Αγίου Πνεύματος, Δογματίσαντες Εθέσπισαν για την Αλήθεια του Δόγματος της Ορθοδοξίας πρέπον ήταν να είχα μιλήσει πρό πολλών ετών (2013), γιατί κατά τους Αγίους Πατέρες (και ζητιάνος να είσαι και ο τελευταίος της κοινωνίας, όταν κινδυνεύει η πίστις αφού γνωρίζεις πρέπει να μιλήσεις) και κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά (ο γνωρίζων και σιωπών εντάσετε στο 3ο είδος της Αθεΐας), ελπίζοντας στον Κύριο (ποτέ δεν είναι αργά) ότι θα με συγχωρέσει. 

Προχωρώ σε περαιτέρω επεξήγηση λοιπόν της Αποτείχησης μου με ερωτήσεις αλλά και απαντήσεις κατά τους Αγ. Πατέρες. (1ον) Από την ανάλυψη της Πατριαρχίας του ο κ. κ. Βαρθολομαίος εκτός την προδοτική του στάση προς την Πατρίδα για την Επανάσταση και τους Ήρωες της Επανάστασης του 1821 αυτός ο (Εθνάρχης του Έθνους) συνέχισε την προδοτική δουλειά κατά της ορθοδοξίας ακολουθόντας τα Παναιρετικά Ανοίγματα των προκατόχων του Πατριαρχών όπως (Π.Σ.Ε., Συλείτουργα, Συμπροσευχές με Αλόθρησκους & Αιρετικούς). 

Ερωτ:Τι αναφαίρουν οι Αποστολικοί & Άγιοι Πατερικοί κανόνες δια των Συνόδων; Απαντ: Οπιοι εκ του πληρώματος της Oρθοδόξου Εκκλησίας, Συλειτουργούν και Συμπροσεύχοντε με Αιρετικούς & Aλόθρησκους, οι κληρικοί ΚΑΘΑΙΡΕΣΘΩ, οι Λαϊκοί ΑΦΟΡΙΖΕΣΘΩ (2ον) Εν Έτει 213 αν θυμάμαι καλά, μήνα Φεβρουάριο επισκεπτόμενος το ΑΓ. ΟΡΟΣ το άλλοτε (ΠΡΟΠΥΡΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ) και κατά την πορεία του λόγου του άνοιξε τον οχετό της κολάσεως, κατηγορόντας τους Αγ. Πατέρες των 7 & Ζ Oικουμενικών Συνόδων ότι έπεσαν θύματα του αρχαικάκου όψεως που αυτοί ευθύνοντε για το ΣΧΙΣΜΑ του 1054 και το θράσος του συνεχίζει και τους καταδικάζει ότι τώρα βρίσκονται στα χέρια του Δικαιοκρίτου Θεού. 

Τότε έπρεπε η ιερά Επιστασία του Αγ.Όρους να τον βγάλει έξω από το Όρος και να του κόψει το Μνημόσυνο όπως παλαιότερα έκαναν οι προκάτοχοι τους επί Αθηναγόρα. Διστυχώς το ΑΓ. ΟΡΟΣ έχει ΑΛΩΘΕΙ σε ποσοστό 80% από τον Οικουμενισμό δια του Βαρθολομαίου. (3ον) Στην όπως την Ονόμασε την Σύνοδο του Κολυμπαρίου Αγία & Μεγάλη: Ούτε Αγία ήτανε ούτε μεγάλη:Δεν ήταν Μεγάλη ,γιατί οι περισσότερες αυτοκέφαλες εκκλησίες δεν έλαβαν μέρος. Και δεν ήταν Αγία αλλά ΛΥΣΤΡΙΚΗ: γιατί α) απεμπόλησε το οργανοτικό Σύστημα στην κατά παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας να Συγκαλείτε μια Οικουμενική Σύνοδος όλων τον Επισκόπων της Υφηλίου ,αλλα μόνο αντιπροσωπίες συμετήχαν. β) Δεν αναγνώρισε ως όφειλε την 8η & 9η Σύνοδο επί ΑΓ. Γρηγορίου του Παλαμά. γ) Προσκάλεσε Αιρετικούς Επισκόπους σαν παρατηρητές της Συνόδου και όχι για απολογία στις Αιρετικές τους Δοξασίες. δ) Επέβαλε την Ζηζιούλια Θεολογία, περί της απολύτου Κυριαρχίας του Θεού Πατέρα στα άλλα δύο πρόσωπα της ΑΓ.ΤΡΙΑΔΟΣ απορίπτοντας το Τριαδολογικό Δόγμα των Αγ. Πατέρων ότι υπάρχει αγάπη και αλληλοπεριχώρηση μεταξύ των Τριών Προσώπων της ΑΓ. ΤΡΙΑΔΟΣ. ε) Καταργεί την Μοναδικότητα Την Αγιότητα την Καθολικότητα & Αποστολικότητα της Ορθοδόξου παρ΄ημών Εκκλησίας με τις περίφημες Αναδενδράδες αναγνωρίζοντας και τις Αιρέσεις σαν Εκκλησίες που έχουν κ αυτές μέρος της Αλήθειας του Κυρίου και στ) Με την Βαπτισματική Θεολογία, καταργεί τα δυο ακροτελεύτια άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως (βλέπε Αναφορές μου ε, στ). 

Όλα αυτά τα επέβαλε Δίκην Πάπα ο Νέος Παποκαίσαρας της Ανατολής στις Αντιπροσωπείες και δεχόμενες τα υπόγραψαν και στην συνέχεια αυτοί στους Επισκόπους διά του δήθεν (Συνοδικού Συστήματος) και αυτοί στον Λαό και όλα αυτά Δίκην Πάπα που κανονικά ο Λαός του Θεού έπρεπε να Επικυρώσει ή να Απορύψει τις αποφάσεις αυτής της ΛΥΣΤΡΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ. (4ον) Όλοι οι Επίσκοποι αποδέχτηκαν και υπέγραψαν αυτές τις αποφάσεις της ΛΥΣΤΡΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ Ένας να μην Αντιδράσει; (5ον) Άπαντες Αρχιερείς & Ιερείς επί Τσίπρα είσαστε (ομοθυμαδών και επι το αυτώ) για το Μισθολόγιο και καλά κάνετε, επίθεση εποχής κοβιτ με τις όποιες απειλές γιατί δεν είσαστε (ομοθυμαδών και επι τω αυτώ) να ομολογίσετε ΧΡΙΣΤΟ; Ξεχάσατε τα λόγια του στην ερώτηση για την φορολογία προς τον Καίσαρα με το νόμισμα του Κίνσου; [Απόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ] Εσείς και (τα του θεού) στον Καίσαρα τα παραχωρήσετε κάνοντας δαιμονική (Υπακοή) (Κατά το Συμφέρον Ο ΝΟΩΝ ΝΟΕΙΤΩ) Δεν ξέρετε οποιαδήποτε απόφαση του Καίσαρα εναντίον του Θεού και της Αγίας και Αμωμήτου ημών Πίστεως δεν κάνομε Υπακοή αλλά προτάσομε κατά τους Αγ.Πατέρες την Καλή και Αγία (ΑΝΥΠΑΚΟΗ); (6ον) Πότε στην Δισχιλιετή Ιστορία της εκκλησίας μας έκλεισαν οι ναοί και σε φοβερότερες μάλιστα Πανδημίες Λέπρα, Χολέρα, Πανούκλα, Φηματίωση… και δεν λιτανεύτηκαν οι Ιερές Εικόνες για να τελειωθεί το κακό; Τι διατάσουν οι Ιεροί Κανόνες για τους Επισκόπους που κλείνουν τους Ναούς; ΚΑΘΑΙΡΕΣΗ!

Αλλά Κόρακας Κοράκου δεν βγάζει μάτι. 

(7ον) Πότε φορέθηκαν μάσκες μέσα στον καθαγιασμένο χώρο της εκκλησίας; Μήπως επί φυματίωσης που ήταν χειρότερη από τον κόβιτ; (8ον) Πότε προσκυνήθηκαν οι Άγιες Εικόνες με μάσκες και απολυμάνθηκαν με αντισυπτικά για προστασία των (Πιστών) από την (Φοβερή ασθένεια). (9ον) Πότε προσέρχοντο σε φοβερότερες ασθένειες οι πιστοί στο Άγιο Ποτήριο για να πάρουν την Θεία Κοινωνία με μάσκες; Και με τον φόβο όπως τον διασπείρατε στην ψυχή των Πιστών ότι μπορεί να κολήσουν και από την Αγία Λαβίδα παρόλο που βουτάτε στο άστεχτον Πύρ της Θεότητας (Σώμα & Αίμα Χριστού) και που ορισμένοι από σας μεταχειρίστηκαν πλαστικά κουταλάκια μιας χρήσεως; Τι διατάσουν οι Άγιοι Πατέρες δια των Ιερών Κανόνων σ’αυτές τις περιπτώσεις 7ον-8ον-9ον ; Για το 7ον & 8ον παραβίαση του 63ου κανόνα της Πενθέκτης Οικ. Συνόδου και ο 65ος Κανόνας της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου Διατάσει: 

Οι μέν κληρικοί ΚΑΘΑΙΡΕΣΘΩ, οι δέ Λαϊκοί ΑΦΟΡΙΖΕΣΘΩ. Όσο για τον 9ον οι Άγιοι Πατέρες με την καταφατική Θεολογία προσδιορίζουνε την μεταβολή του Άρτου και του Οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού δια της ακτίστου ενέργειας της Θεότητος και η λαβίδα απολυμένεται μέσα στο Αστεκτον Πύρ της Θεότητος. Επιτίμια δεν καθορίζουν. Ο κύριος ας κάμει κατά τη Δίκαιη αυτού Κρίση. Μέσα στο Ναό του Θεού δεν κυκλοφορεί κανένας μολυσματικός ιος μόνο ο Υιός του Θεού όντας Ζωοποιός και όχι Θανατηφόρος και μολυσματικός. 

10ον) Το Πάσχα το Άγιον του 2021 πώς το καταντήσατε; Για μένα τότε ήταν που ξεχίλησε το ποτήρι που κανονικά πιο μπροστά έπρεπε πάρα πολύ νωρίτερα. Κατά Προτροπή του Πρώην Πνευματικού μου δεν έκαμα τότε Αποτείχηση αλλά Υπομονή που έχει και τα όρια της βλέποντας κάθε μέρα που περνά να κουρελιάζετε η Ορθοδοξία δεν αντέχω άλλο πλέον. ΣΤΟ ΔΙΑΤΑΥΤΑ λοιπόν Πρώτη φορά στη ζωή μου άκουσα ότι ο ιός του κοβιτ 19 μεταδιδόταν ή κυκλοφορούσε με το χτύπημα της καμπάνας και ότι θα κυκλοφορούσε πάρα πολύς τις 12:05 μεταμεσονύχτια στις 2 Μαίου 2021 που ήταν η βραδυά της Αναστάσεως του Κυρίου. Φυσικά η μάνα Διοικούσα Εκκλησία σαν καλή μάνα για να προστατέψει τα παιδιά της να μην πάθουν κανένα κακό προτίμησε υπακούοντας τον Καίσαρα να Αναστήσει τον Κύριο 3 ώρες νωρίτερα, παραβιάζοντας μ’αυτόν τον τρόπο όχι μόνο την Ιερά Παράδωση της Οντως Αγίας του Θεού Εκκλησίας αλλά τους Αποστολικούς Κανόνες (7ος) και 20ος Αγίων Πατέρων Α’ Οικουμενικής Συνόδου και αν τύχει να συμπέσουν τις ίδιες ημέρες Εβραϊκό και Χριστιανικό Πάσχα το Χριστιανικό να μετατήθετε μια εβδομάδα Αργότερα ( και για να αποφύγω κάθε παραξήγηση εννοώ το Νομικόν φάσκα των Εβραίων) που αυτό δεν έγινε το Πασχα του 2021 να μετατεθεί 1 Εβδομάδα αργότερα.και μην μου πείτε θα ήταν αργά :γιατί άλλες χρονιές είναι στις 5 Μαΐου Πάσχα. 

Αλλά εσείς Υπακούοντας τον Καίσαρα (Η κακή Υπακοή) Επιβάλετε να Συνεορτάσομε την Ανάσταση του Κυρίου με τους Εβραίους που τον Σταύρωσαν με την Ιδρυτική Διακύρηξη των Ιλλουμινάτι (Ανταμ. Βαϊτσχαουπτ 1 Μαΐου 1776 ) και τα εγκαίνια της εκκλησίας του ΣΑΤΑΝΑ στην Αμερική από τον Αντον Σάντοζ λα Βεϊ 1η Μαϊου 1966 αν θυμούμε καλά Μια χαρά Προωθήτε τον Οικουμενισμό και την Πανθρησκεία μαζί με τον Καίσαρα στον Λαό που αφήσατε Ακατήχητο & ΑΔΟΓΜΑΤΙΣΤΟ. 

Και τα Επιτίμια Εδώ Ξέρετε ποια είναι; (11ον )Η συμπροσευχή του Αρχιεπισκόπου Ευγενίου με τον Πάπα πριν την Ανάλυψη των Αρχιεπισκόπικών του Καθηκόντων (Αρχιεπισκοπή Κρήτης). ΚΑΙ Το (12ον ) ΚΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟ : Η Συναίνεση, ίσως και η Παρότρινση από τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ελπιδοφόρο να βαφτίσει στην Ελλάδα της πλήρους Διαστροφής και Σοδομιτικής Ανωμαλίας Ζευγαριού τα Υιοθετημένα Τεκνα. Δεν υπαινύσομαι τίποτα για τα Αθώα παιδάκια. Αλλά για την Υπερηφάνεια και την προβολή της Ανωμαλίας. Εδώ εκτός τα Επιτίμια των Ιερών Κανόνων , Ξέρε ποιο άλλο Επιτίμιο κρέμετε σαν Δαμόκληος ,Σπάθη, γιατί υπήρξε αποδοχή από την Διοικούσα Εκκλ. ΤΟ ΕΠΙΤΙΜΙΟ ΤΗΣ ΝΕΚΡΑΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΟ. Από όλα λοιπόν τα παραπάνω συμπέρασμα βγαίνει ότι επαληθεύονται και σε σας. 1ον Τα λόγια του Κυρίου. Εγώ ημί ο ποιμήν ο καλός… Ο μισθοτός ποιμήν βλέπων τον λύκο φεύγει οτί μισθοτός ην και ο λύκος αρπάζει τα πρόβατα. Εσείς μαζί με το Βαρθολομαίο όχι μόνο δεν φεύγετε αλλά μας οδηγείτε και στο στόμα του λύκου. (Οικουμενισμός, Πανθρησκ.Ν.Τ.Π.) 2ον Τα λόγια του Απ. Παύλου Προσέχετε γιατί όταν θα φύγω αναστήσονται λύκοι βαρείς και προβατόσχημοι. μη φειδόμενοι του Ποιμνίου. Καθίσταντε λοιπόν οι Σύγχρονοι Ποιμένες αφού έχουν τυφλά χειραγογηθεί από τον Οικουμενισμό, την ΠανΑίρεση της Πανθρησκείας ,την Ν.Τ.Π. Λύκοι Βαρείς μη ενδιαφερόμενοι για το ποίμνιο του Κυρίου. Και κατά το Αγιογραφικό Τυφλοί, Οδηγοί Τυφλών αμφότεροι εις βόθηνον πεσούνται. Επιθυμώ λοιπόν παρ’ότι ελάχιστος των Συνανθρώπων μου υπάρχω, με τα όποια μου αμαρτήματα τα καθ’ εκάστην ημέρα τελούμενα ενώποιον του Κυρίου μου και των Συνανθρώπων μου να ακολουθήσω την γραμμή των Αγ.Πατέρων γιατί δεν μπορώ να παραβλέψω την Αποκεκαλημένη Αλήθεια της Αγίας & Αμωμήτου ημών Πίστεως, που είναι ο ίδιος ο ΚΥΡΙΟΣ. 

Τελειώνοντας, θα αναφαιρθώ και πάλι στην 1η και μεγαλύτερη ΕΝΤΟΛΗ (Αγάπη προς το Θεό) και (Αγάπη προς τον Συνάνθρωπο) Όλα όσα προεγράφησαν ήταν για την Αγάπη προς τον ΘΕΟ. Τώρα όσα θα ακολουθήσουν θα είναι για την Αγάπη προς τον Συνάνθρωπο. Τα πιο πάνω γραφόμενα τα κάνω γνωστά που τίποτα δεν είναι δικό μου αλλά των Αγίων Πατέρων των δια του Αγίου Πνεύματος Δογματίσαντες. Γιατί το να γνωρίζω ότι, τέλος πάντων γνωρίζω και να μην το γνωστοποιώ και να αφήνω τον Συνάνθρωπο στο σκότος της αγνοίας του αυτό Αγάπη δεν είναι. Και πέραν της λειτουργικής Ζωής που αποτειχίζω υμάς, δεν θα αρνηθώ την βοήθεια μου σε κανέναν συνάνθρωπο που θα μου τη ζητήσει. Ακόμα και Ανάγκη να παραστεί και την ζωή μου θα θυσιάσω όπως και για τον ΧΡΙΣΤΟ. Περιμένω λοιπόν πατέρες και αδελφοί την Μετάνοια σας δια της Ομολογίας σας προς την Αγία και Αμωμήτον Πίστη μπροστά στο Λαό του Θεού ινά ομοθυμάδων εν Αγάπη και Αλήθεια και επι τω αυτώ Λατρεύσωμε τον ΚΥΡΙΟ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΑ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ που σ’ αυτόν ανοίκει ή ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΙΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ. Εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πρέπει να Αγαπάμε εν τη Αλήθεια & να Αληθεύομε εν τη Αγάπη. 
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΟ ΔΟΞΑ 

Μετά Τιμής Μπισταγιαννάκης Αριστείδης 
Τηλ.: 6939940976 6907398565 MAIl: arismpist@gmail.com 


Νικόλαος Σωτηρόπουλος : Ισοπέδωση της Ορθοδοξίας με τις αιρέσεις


Μεγαλόσχημοι κληρικοί και άλλοι οίκουμενιστές δηλώνουν, ότι ο Οικουμενισμός δεν είναι αίρεση. 

Ναι, λέγουμε και εμείς, ο Οικουμενισμός δεν είναι μία απλή αίρεση, αλλά είναι συνονθύλευμα όλων των αιρέσεων μαζί· παναίρεση, όπως τον χαρακτήρισε νεώτερος Πατήρ της Εκκλησίας, ο Ιουστίνος Πόποβιτς, και όπως φρονούν όλοι οι νουν Χριστού και Ορθοδοξίας έχοντες κληρικοί και λαϊκοί.

Απόδειξη της θλιβερής αλήθειας, ότι ο Οικουμενισμός είναι παναίρεσι, είναι η περιβόητη Εγκύκλιος του 1920 του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Συμφώνως προς την περιβόητη αυτή Εγκύκλιο οι αιρετικές «Ομολογίες της Δύσεως” είναι αδελφές Εκκλησίες! 

Απόδειξη της θλιβερής αλήθειας, ότι ο Οικουμενισμός είναι παναίρεση, είναι το περιβόητο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» (Π.Σ.Ε.). Και το όνομα αυτού του Συμβουλίου είναι αιρετικό, λόγω του πληθυντικού Εκκλησιών, πολλών Εκκλησιών, ενώ ο Χριστός δεν ίδρυσε πολλές, αλλά μία Εκκλησία· αυτή πού κατέχει την ορθή πίστη, την ορθή διδασκαλία.

Απόδειξη του ότι ό Οικουμενισμός είναι παναίρεση, είναι πρόσφατη δήλωση του Οικουμενικού Πατριάρχη ενώπιον του Γενικού Γραμματέως του ΟΗΕ, ότι αγωνίζεται για την ένωση των Εκκλησιών, όπως εκείνος αγωνίζεται για την ένωση των λαών και Εθνών («Ο.Τ.» 27-11-2009). 

Απόδειξη του ότι ό Οικουμενισμός είναι παναίρεση, είναι αιρετικές δηλώσεις και εκδηλώσεις πολλών ημετέρων οικουμενιστών, ρασοφόρων και μη. 

Εκτός άλλων εκδηλώσεων, ημέτεροι οικουμενισταί προβαίνουν και σε συμπροσευχές και συλλείτουργα με αιρετικούς, σαν να μην είναι αιρετικοί, αλλά Ορθόδοξοι.

Ισοπέδωση της Ορθοδοξίας με τις αιρέσεις.

Όντως παναίρεση ό Οικουμενισμός.

Νικόλαος Σωτηρόπουλος 
(ο μεγαλύτερος ίσως ομολογητής θεολόγος των ημερών μας)




Ορθοδοξία και οικουμενισμός ~ Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς


[ Η κάτωθι θεολογική γνωμοδότηση του Οσίου και θεοφόρου Πατρός Ιουστίνου(Πόποβιτς) προκλήθηκε κατόπιν αιτήματος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Σερβίας για το αν μπορεί να συμμετάσχει η Ορθόδοξη Εκκλησία σε «οικουμενικές ακολουθίες» που διοργάνωναν ρωμαιοκαθολικοί της Γιουγκοσλαβίας στα πλαίσια της «εβδομάδος εν τη ενότητι».

Έχει δημοσιευθεί με εισαγωγικό σημείωμα του τότε ιερομονάχου Ειρηναίου Μπούλοβιτς στο περιοδικό Κοινωνία τα 18 (1975), σ. 95- 101, σε μετάφραση από τα σερβικά της Μαρίνας Σκλήρη. ] - π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ «ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ»
ΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΙΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Αρχιμανδρίτου Ιουστίνου Πόποβιτς

Πανιερώτατοι Πατέρες,
Την στάσιν της έναντι των αιρετικών - και αιρετικοί είναι όλοι οι μη Ορθόδοξοι - η Εκκλησία του Χριστού έχει καθορίσει άπαξ δια παντός, δια των Αγίων Αποστόλων και των αγίων Πατέρων, δηλαδή δια της αγίας Θεανθρωπίνης Παραδόσεως, της μοναδικής και αναλλοιώτου.

Συμφώνως προς αυτήν την στάσιν, εις τους Ορθοδόξους είναι απηγορευμένη κάθε συμπροσευχή και κάθε λατρευτική επικοινωνία μετά αιρετικών. Διότι «τις μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; τις δε συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; η τις μερίς πιστώ μετά απίστου;» (Β΄ Κορινθ. 6, 14-15).

Ο 45ος κανών των Αγίων Αποστόλων ορίζει: ”Επίσκοπος η πρεσβύτερος…, αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω· ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω”. Αυ­τός ο ι­ε­ρός Κα­νών των α­γί­ων Α­πο­στό­λων δεν προσ­δι­ο­ρί­ζει ποί­α α­κρι­βώς προ­σευ­χή η α­κο­λου­θί­α α­πα­γο­ρεύ­ε­ται, αλ­λά α­πα­γο­ρεύ­ει κά­θε κοι­νήν με­θ’ αι­ρε­τι­κών προ­σευ­χήν, έ­στω και την κα­τ’ ι­δί­αν (“συ­νευ­ξά­με­νος”­).

Εις δε τας οι­κου­με­νι­στι­κάς κοι­νάς προ­σευ­χάς μή­πως δεν γί­νων­ται και α­δρό­τε­ρα και ευ­ρύ­τε­ρα τού­των; Ο 32ος κα­νών της εν Λα­ο­δι­κεί­α Συ­νό­δου ο­ρί­ζει· «Ό­τι ου δεί αι­ρε­τι­κών ευ­λο­γί­ας λαμ­βά­νειν, αί­τι­νές ει­σιν α­λο­γί­αι μάλ­λον η ευ­λο­γί­αι». Μή­πως ό­μως δεν συμ­βαί­νει εις τας κοι­νάς οι­κου­με­νι­στι­κάς συ­ναν­τή­σεις και συμ­προ­σευ­χάς να ευ­λο­γούν αι­ρε­τι­κοί ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί ε­πί­σκο­ποι και ι­ε­ρείς, προ­τε­στάν­ται πά­στο­ρες, α­κό­μη δε και γυ­ναίκ­ες; (­!­).

Αυ­τοί και ό­λοι οι άλ­λοι σχε­τι­κοί κα­νό­νες των α­γί­ων Α­πο­στό­λων και των α­γί­ων Πα­τέ­ρων ί­σχυ­ον ό­χι μό­νον κα­τά την πα­λαι­άν ε­πο­χήν...

Αλ­λά ε­ξα­κο­λου­θούν να εί­ναι εν α­πο­λύ­τω ι­σχύ­ϊ και σή­με­ρον, δι’ ό­λους η­μάς τους συγ­χρό­νους ορ­θο­δό­ξους Χρι­στι­α­νούς.

Ισχύουν αναμφιβόλως και δια την θέσιν μας έναντι των ρωμαιοκαθολικών και προτεσταντών. Διότι ο μεν ρωμαιοκαθολικισμός είναι πολλαπλή αίρεσις, περί δε του προτεσταντισμού τι να είπωμεν; Καλλίτερον να μη ομιλώμεν.

Ήδη ο Άγιος Σάββας εις την εποχήν του, επτάμισυ αιώνας πριν, δεν ωνόμαζεν άραγε τον ρωμαιοκαθολικισμόν «λατινικήν αίρεσιν»; Και πόσα από τότε νέα δόγματα δεν επενόησεν ο πάπας και «αλαθήτως» εδογμάτισε ! Δεν χωρεί αμφιβολία, ότι δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα, ο ρωμαιοκαθολικισμός κατέστη παναίρεσις.

Και η πολύ επαινουμένη Β΄ Βατικάνειος Σύνοδος ουδέν ήλλαξεν ούτε όσον αφορά εις την τερατώδη ταύτην αίρεσιν, αλλά, τουναντίον, επεκύρωσεν αυτήν.

Ένεκα τούτου, αν είμεθα Ορθόδοξοι και θέλωμεν να παραμείνωμεν Ορθόδοξοι, τότε οφείλομεν και ημείς να τηρήσωμεν την στάσιν του Αγίου Σάββα, του Αγίου Μάρκου Εφέσου, του Αγίου Κοσμά Αιτωλού, του Αγίου Ιωάννου Κροστάνδης και των λοιπών Αγίων Ομολογητών και Μαρτύρων και Νεομαρτύρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έναντι των ρωμαιοκαθολικών και των προτεσταντών, εκ των οποίων ούτε οι μεν, ούτε οι δε, δεν πιστεύουν ορθοδόξως εις τα δύο βασικά δόγματα του Χριστιανισμού : εις την Αγίαν Τριάδα και εις την Εκκλησίαν.


Πανιερώτατε και Άγιοι Συνοδικοί Πατέρες,

Έως πότε θα εξευτελίζωμεν δουλικώς την Αγίαν μας Ορθόδοξον Αγιοπατερικήν και Αγιοσαββιτικήν Εκκλησίαν δια της οικτρώς και φρικωδώς αντιαγιοπαραδοσιακής στάσεώς μας έναντι του Οικουμενισμού και του λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλιου Εκκλησιών; Εντροπή καταλαμβάνει πάντα ειλικρινή Ορθόδοξον, ανατραφέντα υπό την καθοδήγησιν των Αγίων Πατέρων, όταν αναγιγνώσκη, ότι οι Ορθόδοξοι Σύνεδροι της 5ης Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Γενεύης (8-16 Ιουνίου 1968) σχετικώς προς την συμμετοχήν των Ορθοδόξων εις το έργον του «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών», έλαβον τότε την απόφασιν «όπως εκφρασθή η κοινή επίγνωσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας ότι αύτη αποτελεί οργανικόν μέρος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών».

Αυτή η απόφασις είναι κατά την ανορθοδοξίαν και αντιορθοδοξίαν της αποκαλυπτικώς φρικαλέα. Ήτο άραγε απαραίτητον η Ορθόδοξος Εκκλησία, αυτό το πανάχραντον Θεανθρώπινον σώμα και οργανισμός του Θεανθρώπου Χριστού να ταπεινωθεί τόσον τερατωδώς, ώστε οι αντιπρόσωποί της θεολογοι, ακόμα δε και Ιεράρχαι, μεταξύ των οποίων και Σέρβοι, να επιζητούν την «οργανικήν» μετοχήν και συμπερίληψιν εις το Παγκόσμιον Συμβούλιον των Εκκλησιών...

Το οποίον, κατ’ αυτόν τον τρόπον γίνεται εις νέος εκκλησιαστικός «οργανισμός», μία «νέα Εκκλησία» υπεράνω των Εκκλησιών, της οποίας οι Ορθόδοξοι και μη Ορθόδοξοι εκκλησίαι αποτελούν μόνο «μέλη» («οργανικώς μεταξύ των συνδεδεμένα»!) ;

Αλοίμονον, ανήκουστος προδοσία !

Απορρίπτομεν την ορθόδοξον θεανθρωπίνην πίστιν, αυτόν τον οργανικόν δεσμόν μετά του Θεανθρώπου Κυρίου Ιησού και του παναχράντου Του Σώματος – της Ορθοδόξου Εκκλησίας των αγίων Αποστόλων και Πατέρων και Οικουμενικών Συνόδων – και θέλομεν να γίνωμεν «οργανικά μέλη» του αιρετικού, ουμανιστικού, ανθρωποπαγούς και ανθρωπολατρικού συλλόγου, ο οποίος αποτελείται από 263 αιρέσεις, η δε κάθε μία από αυτάς πνευματικός θάνατος !

Ως Ορθόδοξοι, είμεθα «μέλη Χριστού». «Άρα ουν τα μέλη του Χριστού, ποιήσω πόρνης μέλη; Μη γένοιτο!» (Α΄ Κορινθ. 6, 15). Και ημείς τούτο πράττομεν δια της «οργανικής» συνδέσεώς μας μετά του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, το οποίον ουδέν άλλο είναι ειμή αναβίωσις της αθέου ανθρωπολατρείας – ειδωλολατρείας.

Είναι πλέον έσχατος καιρός, Πανιερώτατοι Πατέρες, όπως η Ορθόδοξος Αγιοπατερική και Αγιοσαββίτικη Εκκλησία μας, η Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων, των αγίων Ομολογητών, Μαρτύρων και Νεομαρτύρων, παύση να αναμιγνύεται εκκλησιαστικώς, ιεραρχικώς και λατρευτικώς μετά του ούτω καλουμένου Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και όπως αρνηθεί δια παντός την οιανδήποτε συμμετοχήν εις τας κοινάς προσευχάς και την λατρείαν (η οποία λατρεία εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν είναι όλη οργανικώς συνδεδεμένη εις μίαν ολότητα και συγκεφαλαιούται εις την θείαν Ευχαριστίαν), και γενικώς την συμμετοχήν εις οιανδήποτε εκκλησιαστικήν πράξιν, η οποία ως τοιαύτη, φέρει εν εαυτή και εκφράζει τον μοναδικόν και ανεπανάληπτον χαρακτήρα της Μίας, Αγία, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, της πάντοτε Μιας και Μοναδικής.

Μη σμίγουσα εκκλησιαστικώς μετά των αιρετικών, είτε αν είναι αυτοί συγκεντρωμένοι πέριξ της Γενεύης, είτε πέριξ της Ρώμης, η Ορθόδοξος ημών Εκκλησία, κατά πάντα πιστή προς τους αγίους Αποστόλους και τους αγίους Πατέρας, δεν θα αρνηθή δια τούτο την Χριστιανικήν της αποστολήν και το ευαγγελικόν της χρέος: όπως ενώπιον του συγχρόνου κόσμου, όσον του μη ορθοδόξου, τόσον και του απίστου, ταπεινώς αλλά ευθαρσώς μαρτυρή περί της Αληθείας, της Παναληθείας, περί του ζώντος και αληθινού Θεανθρώπου και περί της πανσωστικής και παμμεταμορφωτικής δυνάμεως της Ορθοδοξίας.

Οδηγουμένη υπό του Χριστού η Εκκλησία μας, δια του αγιοπατερικού πνεύματος και χαρακτήρος των θεολόγων της, πάντοτε θα είναι «έτοιμη προς απολογίαν παντί τω αιτούντι ημάς λόγον περί της εν ημίν ελπίδος» (Α΄ Πέτρ. 3, 15).

Και η Ελπίς ημών νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων και εις όλην την αιωνιότητα είναι μία και μοναδική: Ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός εν τω Θεανθρωπίνω του σώματι, η Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων. Οι Ορθόδοξοι θεολόγοι οφείλουν να συμμετέχουν όχι εις «οικουμενικάς κοινάς προσευχάς», αλλ’ εις θεολογικούς διαλόγους εν τη Αληθεία και περί της Αληθείας, όπως δια μέσου των αιώνων έπραττον οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας. Η Αλήθεια της Ορθοδοξίας και της Ορθοπιστίας είναι «μερίς» μόνον των σωζομένων» (πρβλ 7ος κανών Β΄ Οικουμ. Συνόδου).

Παναληθές είναι το Ευαγγέλιον του αγίου Αποστόλου: «σωτηρία εν αγιασμώ και πίστει αληθείας» (Β΄ Θες. 2,13). Η θεανθρωπίνη πίστις είναι η πίστις της Αληθείας.

Η Ουσία αυτής της πίστεως είναι η Αλήθεια, είναι η μόνη Παναλήθεια, δηλαδή ο Θεάνθρωπος Χριστός. Η δε θεανθρωπίνη αγάπη είναι «η αγάπη της Αληθείας»(Β΄Θες. 2,10). Η ουσία αυτής της αγάπης είναι η Παναλήθεια, δηλ. ο Θεάνθρωπος Χριστός.

Και αυτή η Πίστις και αυτή η Αγάπη είναι η καρδία και η συνείδησις της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Πάντα ταύτα διεφυλάχθησαν αλώβητα μόνον εν τη αγιοπατερική Ορθοδοξία, περί της οποίας οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί είναι κεκλημένοι να μαρτυρούν αφόβως ενώπιον της Δύσεως και της ψευδοπίστεώς της και της ψευδοαγάπης της.

Ιερά Μονή Τσελιέ 13/26 Νοεμβρίου 1974 - Συνιστά εαυτόν ταις αγίαις αποστολικαίς προσευχαίς της Υμετέρας Πανιερότητος και των αγίων Πατέρων της Ιεράς Συνόδου Αρχιερέων, ο ανάξιος Αρχιμανδρίτης Ιουστίνος (Πόποβιτς).


Ἄραγε, τί ἔτι χρείαν ἔχομεν ἄλλων μαρτύρων;

Ὁλοταχῶς πρός τήν ὑπέρτατη βλασφημία τοῦ «κοινοῦ Ποτηρίου»…


τοῦ Νεκτάριου Δαπέργολα, Διδάκτορος Βυζαντινῆς Ἱστορίας

Συνεχίζονται τά ἀποπνικτικῆς δυσωδίας ἀποκαλυπτήρια γιά τόν υἱοθετημένο συρφετό τοῦ Βαρθολομαίου Ἀρχοντώνη, δηλαδή τήν αὐτοχειροτόνητη συμμορία πού παριστάνει τήν «Αὐτοκέφαλη Οὐκρανική Ἐκκλησία» (OCU) καί πού ἀποτελεῖ προκεχωρημένο φυλάκιο τῆς νεοεποχίτικης διαστροφῆς καί βασικό δούρειο ἵππο γιά τήν προώθηση τῆς ἕνωσης τῶν δῆθεν Ἐκκλησιῶν (καί φυσικά λέω «δῆθεν», γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία, ἐνῶ ὅλα τά ὑπόλοιπα αἱρέσεις καί δαιμονικές πλάνες).
Γνωστά βεβαίως ἐδῶ καί χρόνια τά συλλείτουργα τῶν ἀπατεώνων τοῦ Ἐπιφανίου Ντουμένκο μέ τούς Οὐνῖτες τῆς Οὐκρανίας καί οἱ συμπροσευχές μέ τούς λοιπούς αἱρετικούς, ἀλλά πλέον τό ἔργο προχωράει σέ ὅλο καί πιό ὀλισθηρά μονοπάτια. Ἐδῶ λοιπόν βλέπουμε ἕναν φερόμενο ὡς ὀρθόδοξο ἱερέα, ὀνόματι Yaroslav Bogodist, προϊστάμενο του ναοῦ του Ἁγίου Νικολάου στό Ἀμβοῦργο, πού ἀνήκει μέν οὐσιαστικά στήν OCU, τυπικά δέ στή λεγόμενη «Οὐκρανική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς», πού ὑπάγεται ἀπ’ εὐθείας στό Φανάρι, καθότι βρίσκεται ἐκτός τῶν οὐκρανικῶν συνόρων.


Καί δέν εἶναι μόνο ἡ ἐφιαλτική εἰδή τοῦ συγκεκριμένου «ἱερέα», εἶναι καί τά ἀνάλογα τῆς εἰδῆς του ἐφιαλτικά ἔργα του, ὅπως ἡ πρόσφατη «Θεία Λειτουργία» πού ἐπιτέλεσε μαζί μέ Λουθηρανούς στίς 28 Μαΐου, τιμῶντας την ἡμέρα τῆς «Εὐρωπαϊκῆς Τριάδας» (μή μέ ρωτᾶτε περισσότερα γιά τό τί εἴδους «ἑορτή» εἶναι αὐτή) καί τήν ὁποία εἶχε προαναγγείλει στήν προσωπική του σελίδα στό fb ὡς «κοινή ἑορταστική λειτουργία μέ τή λουθηρανική κοινότητα», ὅπου «θά ὑπάρξει δυνατότητα γιά ἐξομολόγηση καί Θεία Κοινωνία.


Καί δέν εἶναι μάλιστα ἡ πρώτη φορά πού ὁ λεγάμενος προβαίνει σέ τέτοια βδελύγματα καί τά διαφημίζει καί στό διαδίκτυο ὡς ἀπολύτως φυσιολογικά, καθώς ἀκριβῶς το ἴδιο εἶχε κάνει καί ἀνήμερα τῶν Χριστουγέννων. Τότε, πού ὅπως μαθαίνουμε στήν ἀνάρτηση τῆς σελίδας facebook «Feine Ukraine – Verein der deutsch-ukrainischen Zusammenarbeit», στόν Λουθηρανικό Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἀμβούργου «πραγματοποιήθηκε μιά μοναδική ἱστορική χριστουγεννιάτικη λειτουργία. Κοινή λειτουργία, στήν ὁποία τελέστηκαν δύο Εὐχαριστίες, Ὀρθόδοξη καί Προτεσταντική». Ἀπό τήν πλευρά τῶν Οὐκρανῶν Φαναριωτῶν, στή «λειτουργία» συμμετεῖχε ὁ Bogodist καί ἀπό τήν πλευρά τῶν Λουθηρανῶν ὁ δόκτωρ Kord Schoeler.



Τό ἴδιο ὅμως διέπραξε ὁ λεγάμενος καί ἄλλες φορές (ὅπως προκύπτει καί ἀπό τό πραγματικά πλούσιο ἀναρτημένο φωτογραφικό ὑλικό). Τό ἄτομο αὐτό ἐξακολουθεῖ νά ἀνήκει χωρίς κανένα πρόβλημα στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί νά χαίρει προφανῶς της ἐκτιμήσεως τοῦ (οἷς κρίμασιν οἷδε Κύριος) ἐπικεφαλῆς του. Πολύ χαρακτηριστική καί αὐτή ἡ περίπτωση γιά τό ποῦ ὁδηγοῦν τήν Ἐκκλησία οἱ ὁρκισμένοι ὀλετῆρες ρασοφόροι λύκοι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (τούς ὁποίους βεβαίως δέν τούς ἀποκαλοῦμε πλέον «προβατόσχημους», μιά καί ἔχουν ἐδῶ καί καιρό ἀποβάλει ξετσίπωτα κάθε σχῆμα προβάτου, ὅπως καί κάθε φύλλο συκῆς).

Ἄλλωστε ὁ (φερόμενος ὡς ὀρθόδοξος) πατριάρχης τό διακήρυξε ἀπερίφραστα καί μέ ὑπερηφάνεια πρό ὀλίγων ἡμερῶν (11/6/2023), ἀνήμερα τῆς ὀνομαστικῆς ἑορτῆς του, ὅτι βαδίζουμε πλησίστιοι πρός τήν ψευδοένωση καί τό κοινό Ποτήριο: «Εὐχόμεθα καί προσευχόμεθα ἡ πορεία ἡμῶν πρός τό κοινόν Ποτήριον, κατά τήν προσφιλῆ ἔκφρασιν τόῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, νά εἶναι ταχεῖα καί ἀνεμπόδιστος καί νά φθάσωμεν ἐν οὐ μάκρῷ εἰς τήν μεγάλην ταύτην καί ἐπιφανῆ ἡμέραν, εἰς δόξαν Θεοῦ».

Ἄραγε, τί ἔτι χρείαν ἔχομεν ἄλλων μαρτύρων;





Η στάση απέναντι στους αιρετικούς του οσίου Γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη

Οι Οικουμενιστές εορτάζουν την εορτή του Αγίου, αλλά τις νουθεσίες του τις αρνούνται. Οι δε Αγιορείτες (τότε μεμονωμένα τώρα ως πλειοψηφία) από τότε ετεροδιδασκαλούν.


Διηγείται ο Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης: «Κάποτε επισκέφθηκε το Μοναστήρι μας ένας Προτεστάντης πάστορας. Όταν με ενημέρωσαν ότι αυτός ο κύριος είναι ιερέας των Προτεσταντών, τον πλησιάσαμε και τον ξεναγήσαμε στο Μοναστήρι μας. Μετά, είπα να ετοιμάσουν για τον άνθρωπο φαγητό. Εγώ δεν κάθησα μαζί του στο τραπέζι, αλλά αποσύρθηκα στο κελί μου. Διότι αυτό απαιτεί η τάξις. Οι Πατέρες απαγορεύουν τη συμπροσευχή που προηγείται της κοινής τραπέζης».

Σε άλλη περίπτωση επισκέφθηκαν το Μοναστήρι δύο αγιορείτες ιερομόναχοι και μια ηλικιωμένη κυρία Καθολική, ρωσικής καταγωγής, που είχε αποφασίσει να γίνει Ορθόδοξη.
Όταν στο Γέροντα αναφέρθηκε ότι, κατόπιν αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου, στα άτομα αυτά είναι αρκετό το μυστήριο του Χρίσματος, χωρίς το Βάπτισμα, ο Γέροντας είπε:
– Δεν γνωρίζω τι αποφάσισε η Ιερά Σύνοδος. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι το Ευαγγέλιο λέει: «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Γι’ αυτό πρέπει να γίνεται κανονικά το μυστήριο του Βαπτίσματος και του Χρίσματος.

Και σε ένα τρίτο περιστατικό ενός Καθολικού, που θέλησε να βαπτισθεί, αφού ο Γέροντας τον προέτρεψε να επισκεφθεί τον επίσκοπο της περιοχής του, απ’ όπου επέστρεψε με τη σύσταση ότι δεν χρειάζεται βάπτισμα άλλα μόνο χρίσμα, χωρίς να σχολιάσει την παραπάνω αντιμετώπιση, έφερε μία μεγάλη κολυμβήθρα στο Μοναστήρι και, βοηθούμενος από ένα αρχιμανδρίτη, πνευματικό του τέκνο, βάπτισε κανονικά τον εν λόγω άνθρωπο στο παρεκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπη.

(απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Αρχιμ. Ιωάννη Κωστώφ «ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΦΟΔΙΑ, όχι να εκτρέφουμε, αλλά να εκτρέπουμε την αίρεσι», σελ. 55-56).


Τραγική η αντίθεση των συγχρόνων Επισκόπων με τους Ορθόδοξους Επισκόπους και άλλων εποχών

Ἡ ἀσφαλής ἀντιμετώπιση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ 
κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς ἀντιμετωπίσεως τοῦ Νεστοριανισμοῦ

 

Ἡ αὐθεντική στάση πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς (σήμερα τοὺς Οἰκουμενιστές) κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας καὶ Κελεστῖνο Ρώμης

✝︎Τοῦ Παναγιώτη Σημάτη



Ὅταν μελετοῦμε τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, θαυμάζουμε τὴν στάση κληρικῶν καὶ λαϊκῶν κατὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν, ὅπως π.χ. συνέβη στὴν περίοδο τοῦ Νεστοριανισμοῦ. Καὶ κάνοντας τὴν σύγκριση μὲ τὴν ἐποχή μας ‒ἐποχὴ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ‒ λυπούμαστε γιὰ τὴν δραματικὴ μείωση τοῦ ὀρθόδοξου φρονήματος τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαιτέρως τῶν Ἐπισκόπων, ἱερέων καὶ μοναχῶν.

Αὐτὸ θὰ διαπιστώσουμε στὸ ἄρθρο αὐτό, στὸ ὁποῖο παρουσιάζουμε ἀποσπάσματα ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς ποὺ ἔγραψαν πρὸς τοὺς ἱερωμένους, μοναχοὺς καὶ λαϊκοὺς πιστοὺς οἱ πρωταγωνιστὲς τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ βέβαια ἐκεῖνες ποὺ ἀντάλλαξαν μεταξύ τους Ἅγιοι Πατριάρχες καὶ Ἐπίσκοποι, καθὼς ὅλοι αὐτοὶ συμμετεῖχαν στὸν ἀγῶνα κατὰ τῆς αἱρέσεως ποὺ συνετάραξε τὴν Ἐκκλησία τὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου μ.Χ. αἰῶνα.

Προτάσσομε μιὰ σύντομη εἰσαγωγή, στὴν ὁποία παρουσιάζονται τὰ κύρια σημεῖα τῶν κειμένων ποὺ ἔγραψαν ὁ Πρόεδρος τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἅγιος Κύριλλος καὶ ὁ ὀρθόδοξος Πάπας Ρώμης ἅγιος Κελεστῖνος. Αὐτὰ εἶναι τὰ ἑξῆς:

1. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως Νεστόριος ἄρχισε νὰ κηρύττει Χριστολογικὴ αἵρεση, ἀρνούμενος ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία γέννησε τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦν Χριστόν, γι’ αὐτὸ δὲν τὴν ἀποκαλοῦσε Θεοτόκο, ἀλλὰ Χριστοτόκο, ὀνομασία που σημαίνει ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία γέννησε τὸν ἄνθρωπο Ἰησοῦ κι ὄχι τὸν Θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.

2. Ἡ αἵρεση ποὺ ἐκήρυττε (πέρα ἀπὸ ὅσα ἐπιπλέον κακόδοξα καινοφανῆ δίδασκε) ἦταν κατεγνωσμένη καὶ καταδικασμένη ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀπὸ τὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ἀπὸ ἄλλες τοπικὲς Συνόδους. [Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει σήμερα μὲ τὸν Οἰκουμενισμό]. Ἐπαναλάμβανε δηλαδή, κακόδοξες θέσεις τοῦ Ἀρείου, τοῦ Ἀπολιναρίου, τοῦ Παύλου Σαμοσατέως καὶ ἄλλων αἱρετικῶν.

3. Ὁ λαὸς τῆς Κων/πόλεως ἀρχικὰ καὶ στὴ συνέχεια οἱ Πατριάρχες ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν (ἅγιοι Κύριλλος καὶ Κελεστῖνος καὶ ἄλλοι ἱερωμένοι) ἀντιδροῦν, καταγγέλλουν τὴν κακοδοξία καὶ μὲ ἐπιστολὲς ἀνασκευάζουν τὶς αἱρετικὲς θέσεις τοῦ Νεστορίου, ἐνῶ ταυτόχρονα πολλοὶ διακόπτουν τὴν κοινωνία μαζί του.

[Κι ἐδῶ ἔγκειται ἡ τραγικότητα τῶν συγχρόνων Ποιμένων, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν εἶναι Οἰκουμενιστές, ἀλλὰ ἀπὸ δειλία ἢ συμφέρον, συμπεριφέρονται ὡς νὰ μὴν ὑπάρχει αἵρεση κι ἔτσι "κάνουν πλάτη" στοὺς Οἰκουμενιστές, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γιγαντώνεται καὶ νὰ ὑπερισχύει ἡ αἵρεση!].

4. Παρὰ ταῦτα καὶ ἐνῶ ἔγιναν συντομότατα γνωστὲς οἱ κακόδοξες θέσεις τοῦ Νεστορίου καὶ ἡ ἐπιμονὴ του σ’ αὐτές, οἱ ἅγιοι Πατριάρχες συνεχίζουν νὰ ἀποδέχονται τὸν Νεστόριο ὡς Πατριάρχη Κων/πόλεως, Ἐπίσκοπο μὲ μυστήρια καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία. Οὐδεμία νύξη ἢ συζήτηση γίνεται ποὺ νὰ ἀφήνει τὴν παραμικρὴ ὑπόνοια ὅτι ἀμφισβητοῦν τὰ μυστήρια ποὺ τελεῖ (ὡς ἄκυρα), αὐτὸς καὶ οἱ ὁμοϊδεάτες του ἱερωμένοι.

Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατριάρχες, ὅπως στὴ συνέχεια καὶ ἡ Σύνοδος, παρουσιάζουν τὸν Νεστόριο ὡς Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ὅμως, ὡς μὴ ἐφαρμόζων τὰ καθήκοντα ποὺ ὁ Χριστὸς διὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς χειροτονίας διὰ χειρῶν τῶν πρὸ αὐτοῦ Ἐπισκόπων τοῦ ἀνέθεσε, κατέστη χαρακτηριστικὸ παράδειγμα «μισθωτοῦ» ποιμένα, ψευδεπισκόπου καὶ γιὰ τοῦτο αἱρετικοῦ «λύκου» καὶ «ὄφεως», ποὺ ἀντὶ προστασίας καὶ τροφῆς πνευματικῆς καὶ σωτηριώδους σκορπᾶ δηλητήριο στὸ ποίμνιό του, τὸ «τιτρώσκει» καὶ τὸ κατατρώγει. [Αὐτὸ ἐπιτυγχάνει καὶ σήμερα ὁ Οἰκουμενισμὸς λόγῳ τῆς κραυγαλέας σιωπῆς τῶν "εὐσεβῶν" ἱερωμένων καὶ τῆς ἐπαίσχυντης δράσεως τῶν Οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων].

5. Ἔτσι μὲ δεκάδες καὶ ἑκατοντάδες ἀναφορὲς οἱ Ἅγιοι, ἐκεῖνο ποὺ καυτηριάζουν καὶ σὲ ἐκεῖνο ποὺ ἐπιμένουν δὲν εἶναι κάποια ἄκυρα μυστήρια ποὺ τελεῖ (γιὰ ἄκυρα μυστήρια δὲν γίνεται καμία ἀναφορά) ἀλλὰ στὴν τεράστια βλάβη καὶ ψυχικὴ ζημία ποὺ προκαλεῖ ἡ κακοδιδασκαλία τοῦ Νεστορίου, τὸ δηλητήριο ποὺ σκορπᾶ, καὶ γι’ αὐτὸ ἡ προσοχὴ καὶ ἐγρήγορση ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν οἱ πιστοὶ γιὰ νὰ μὴν πέσουν θύματα αὐτῶν τῶν κακόδοξων ἰδεῶν του.

6. Τὸ μεγάλο αὐτὸ πρόβλημα οἱ Ἐπίσκοποι (καὶ κατ’ ἐξοχὴν οἱ ἅγιοι Κύριλλος καὶ Κελεστῖνος) ἀντιμετωπίζουν σὲ δύο φάσεις. Ἡ πρώτη, ὅπως εἴδαμε, ἄρχισε νὰ ἐφαρμόζεται ἀμέσως μετὰ τὴν διαπίστωση τῆς κακοδιδασκαλίας τοῦ Νεστορίου, καὶ εἶναι οἱ ἐναντίον του ἀντιρρητικοὶ λόγοι, ἡ ἀναίρεση τῆς αἱρέσεως, ἀλλὰ καὶ ἡ ἄμεση διακοπὴ κοινωνίας καὶ ἀποτείχιση ἀπὸ τὸ ποίμνιο τοῦ αἱρετικοῦ Νεστορίου. Σ’ αὐτὸ τὸ στάδιο τὸν κατηγοροῦν καὶ τοῦ ἀποδεικνύουν ὅτι αὐτὰ ποὺ διδάσκει δὲν ἀποτελοῦν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπὸ Ἁγίους ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία Συνοδικὰ στὸ πρόσφατο παρελθόν. Ἀκόμη τοῦ λέγουν ὅτι ἀναμένουν νὰ ἀκούσει τὴν φωνή τους, νὰ ἐπανορθώσει καὶ νὰ μετανοήσει, καὶ τὸν προειδοποιοῦν ὅτι σὲ ἐνάντια περίπτωση θὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὸ ἀξίωμα ποὺ ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἔδωσε.

Τὴν ἴδια τακτικὴ μὲ τοὺς πρωταγωνιστὲς ἁγίους Κύριλλο καὶ Κελεστῖνο, δηλώνουν ὅτι θὰ ἀκολουθήσουν καὶ θὰ πραγματοποιήσουν (ὅσοι δὲν τὴν εἶχαν κάνει ἀκόμα πράξη) οἱ Ἐπίσκοποι καὶ ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖοι δι’ ἀνταλλαγῆς ἐπιστολῶν ἀλληλοπληροφοροῦνται γιὰ τὴν πορεία τῆς αἱρέσεως, τὶς ἐπιπτώσεις της, καὶ προσπαθοῦν νὰ συντονιστοῦν γιὰ τὴν κοινὴ ἀντιμετώπισή της. Καὶ παρότι οἱ διαδικασίες ἐνημερώσεως εἶναι χρονοβόρες, οἱ ἐπιστολὲς μὲ τὰ μέσα διακινήσεως ἀργοποροῦν νὰ φτάσουν στοὺς ἀποδέκτες τους, χρειάζεται χρόνος γιὰ νὰ μεταφραστοῦν κ.λπ., παρ’ ὅλα αὐτὰ τὸ θέμα τακτοποιεῖται μέσα σὲ ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα, μὲ την ἐφαρμογὴ καὶ τοῦ δευτέρου σταδίου, ποὺ εἶναι ἡ σύγκληση τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τῆς δι’ αὐτῆς καταδίκης τοῦ Νεστορίου καὶ τῶν ὁμοϊδεατῶν του. Τότε ἀφαιρεῖται καὶ τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμά του, τότε ἀπογυμνώνεται πάσης ἱερατικῆς ἐξουσίας ὁ Νεστόριος.

Τελειώνοντας αὐτὴν τὴν εἰσαγωγὴ πρέπει νὰ ἐπαναληφθεῖ ὅτι σὲ δεκάδες ἐπιστολὲς καὶ ἑκατοντάδες σελίδες, γίνεται συνεχῶς λόγος γιὰ τὴν κακὴ ἐπίδραση ποὺ ἔχει ἡ κακοδιδασκαλία τοῦ Νεστορίου, γιὰ τὸ πόσο αὐτὴ ἐπηρεάζει τοὺς πιστούς, πόσο δηλητήριο καὶ μολυσμὸ μεταδίδει, πόσο δι’ αὐτῆς βλασφημεῖται ὁ Κύριος καὶ ἡ Θεοτόκος, πόσο δι’ αὐτῆς ἀλλοιώνεται καὶ διαστρέφεται ἡ πίστη, ἐμποδίζεται δὲ καὶ ματαιώνεται τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας, πουθενὰ ὅμως δὲν γίνεται λόγος γιὰ ἄκυρα μυστήρια.

Ἡ Ἐκκλησία δὲν μολύνεται ἂν κάποιοι αἱρετίζουν, ἀλλὰ μολύνονται αὐτοὶ ποὺ διδάσκουν τὴν αἵρεση καὶ ὅσοι τὴν ἀποδέχονται. Ἡ Ἐκκλησία παραμένει ἀμόλυντη καὶ ἁγία, ἐφ’ ὅσον Ἅγιος εἶναι ὁ ἀρχηγός της, παρότι περιέχει σαπρὰ μέλη, τὰ ζιζάνια, καὶ ἐφ’ ὅσον πάντα θὰ ὑπάρχουν ἐκεῖνοι οἱ πιστοί, ποὺ θὰ ἀποδέχονται ἀκέραια τὴν διδασκαλία Του καὶ τὶς Ἐντολές Του, καὶ ποὺ παρὰ τὶς ἀδυναμίες, τὶς ἁμαρτίες, τὶς παρανοήσεις, ἔχουν ἀγαθὴ διάθεση καὶ ζῆλο νὰ μὴν παραβαίνουν τὸ θέλημά Του καὶ νὰ μὴν καινοτομοῦν θεληματικά, ὅπως οἱ αἱρετικοί.

Ὅσοι πιστοὶ θέλουν νὰ ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ κι ὄχι στὴν τῶν Δεσποτάδων, ἂς συγκρίνουν τὴν στάση τῆς Ἐκκλησίας (κι ὄχι μόνο τῆς συγκεκριμένης περιόδου) με τὴν στάση κατ' ἀρχὰς τῶν συγχρόνων Ἱερωμένων. Θὰ διαπιστώσει τὴν τραγική ἀλλοίωση τῶν συγχρόνων, ποὺ ὄχι μόνο δὲν καταγγέλλουν τὴν αἵρεση καὶ δὲν τὴν ἀναιροῦν, ὄχι μόνο δὲν διακόπτουν τὴν κοινωνία μὲ τοὺς ἀρχηγέτες τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ σιωποῦν ἀπὸ δειλία, ἀδιαφοροῦν, καὶ τὸ ἀδιανόητο γιὰ ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους ...τιμωροῦν καὶ διώκουν ὅσους τολμήσουν νὰ ἀντιδράσουν κατὰ τῶν ἡγετῶν τῆς Παναιρέως!

Εἶναι σαφέστατο λοιπόν, ὅτι οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ ἀγωνιστὲς Πατέρες καὶ πιστοὶ τῆς ἐν λόγῳ ἐποχῆς (ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν περιόδων, ὅπως δι’ ἄλλων ἄρθρων καταδείξαμε) κατήγγειλαν τὴν αἵρεση, ἀποτειχίζονταν, ἀλλὰ δὲν ἔκαναν λόγο, δὲν ἔστρεφαν τὴν προσοχή τους σὲ θέματα πού (κι ἂν ἀκόμα προβλημάτιζαν κάποιους) ἦταν δυνατὸν νὰ διασπάσουν τὸν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς αἱρέσεως, ἦταν δυνατὸν νὰ διχάσουν. Εἶχαν καιρὸ μετὰ τὴν καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως νὰ ἐξετάσουν θεολογούμενα θέματα, πάντα μὲ πνεῦμα ταπεινώσεως καὶ κατανοήσεως, «ἐν παροξυσμῷ ἀγάπης», γιατὶ σχεδὸν πάντα αὐτὰ τὰ θέματα ὁδηγοῦν σὲ διασπάσεις καὶ σχίσματα.

Ἀγωνίζονταν λοιπόν, γιὰ τὴν ἀναίρεση τῆς κακοδοξίας, διὰ τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας τῶν αἱρετιζόντων, χωρὶς πολυχρόνιες καὶ κακὲς «οἰκονομίες» καὶ θεωρίες νεοφανεῖς περὶ «ἀχρικαιρισμοῦ» καὶ «δυνητισμοῦ», χωρὶς ἀπροσανατολιστικὲς τοῦ ἀγῶνα, ἄκαιρες, ἀχρείαστες ‒τὴν συγκεκριμένη στιγμή‒ καὶ διασπαστικὲς διαμάχες περὶ μυστηρίων.

Ἔτσι ἀντιμετώπιζαν ἄμεσα τὴν αἵρεση, πρὶν αὐτὴ κατασκανδαλίσει καὶ παραλύσει τὶς συνειδήσεις τῶν πιστῶν, πρὶν πιάσει ρίζες, πρὶν «πιάσει στὰ δίχτυα της» πιστούς, πρὶν ἀποκτήσει ὀπαδούς, ἐπεκταθεῖ καὶ ἱκανοποιεῖ συμφέροντα καὶ φιλοδοξίες, πρὶν ἀλλοιώσει ἐπικίνδυνα καὶ ἴσως ἀνεπίστροφα τὴν πίστη καὶ τὸ ἦθος τῶν πιστῶν καὶ πρὶν διὰ τῆς διασπάσεως ἀποθαρρύνει τὸν ἀγῶνα τῶν πιστῶν.

Εἶναι κατανοητὸς ἐν μέρει ὁ φόβος κάποιων σημερινῶν πιστῶν ποὺ ἰσχυρίζονται: πῶς θὰ πείσουμε τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀποτειχιστοῦν, ἐὰν τοὺς λέμε ὅτι οἱ Οἰκουμενιστὲς ἔχουν ἔγκυρα μυστήρια;

Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή: δὲν εἶναι δυνατὸν ὡς Χριστιανοὶ νὰ ἀνακαλύπτουμε φόβους καὶ διλήμματα ποὺ δὲν εἶχαν οἱ Χριστιανοὶ ἄλλων ἐποχῶν, ἀφοῦ αὐτὰ εἶχαν λυθεῖ συνοδικὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θέλουμε κάτι διαφορετικὸ ἀπ’ ὅ,τι ἔκαναν οἱ Ἅγιοι. Ἄκυρα εἶναι τὰ μυστήρια τῶν καταδικασμένων αἱρετικῶν. Ἂν ἦσαν καὶ τῶν μὴ καταδικασμένων, θὰ τὸ συναντούσαμε σὲ κάθε βῆμα, σὲ κάθε ἐπιστολὴ τῶν Ἁγίων ποὺ πολέμησαν τὶς αἱρέσεις, ἐφ’ ὅσον εἶναι τόσο σημαντικὸ θέμα, ὅπως κάποιοι διατείνονται σήμερα. Μᾶς λένε ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς περιέχει καταδικασμένες αἱρέσεις. Ἂς ὑπενθυμίσουμε πάλι καὶ πάλι, ὅτι καὶ ὁ ὑπὸ ἐξέτασιν Νεστοριανισμὸς δίδασκε κι αὐτὸς κακοδιδασκαλίες καταδικασμένες ἀπὸ πολλὲς Συνόδους καὶ μάλιστα Οἰκουμενικές. Παρὰ ταῦτα οἱ ἅγιοι Κύριλλος καὶ Κελεστῖνος ἀντιμετωπίζουν τὸν αἱρετικὸ Νεστόριο ὡς Ἐπίσκοπο καὶ γι' αὐτὸ στὴν συνέχεια τὸν καθαιροῦν.


Κείμενα -Σχολιασμός

Ὁ Νεστόριος ἔχει ἤδη κηρύξει ἐπ’ ἐκκλησίᾳ τὴν αἵρεσή του καὶ ἐπιμένει σ’ αὐτή, ἔχει καταγγελθεῖ ἀπὸ λαϊκούς, μοναχοὺς καὶ ἄλλους ἱερωμένους, ἔχουν ἤδη παρέμβει μὲ γράμματά τους Πατριάρχες, οἱ ὁποῖοι κι αὐτοὶ καταδικάζουν τὴν αἵρεση.

Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης Κελεστῖνος, ὁ ὁποῖος τοῦ γράφει ἐπιστολή. Σ’ αὐτὴν τὸν ἀποκαλεῖ κατ’ ἀρχὰς ἀδελφό, ἀφοῦ ὁ Νεστόριος κατέχει κανονικὰ τὸν θρόνο τῆς Κων/πόλεως ὡς Ἐπίσκοπος ποὺ βέβαια ἔχει μυστήρια καὶ ἐπισκοπικὴ ἐξουσία. Ταυτόχρονα ὅμως στὴν ἐπιστολή του αὐτὴ τοῦ μιλᾶ αὐστηρότατα καὶ παρουσιάζει μὲ μελανὰ χρώματα τὰ τραγικὰ ἀποτελέσματα τῆς κακοδοξίας του, καὶ περιγράφει σ’ αὐτὴν τὸν τύπο τοῦ ψευδεπισκόπου.

Τὸ πρῶτο ποὺ ἐπισημαίνει εἶναι ὅτι, ἐνῶ τὸ καθῆκον τοῦ ἀληθινοῦ ποιμένος εἶναι νὰ παρέχει καθαρὴ εὐαγγελικὴ πνευματικὴ τροφὴ στοὺς πιστούς, αὐτὸς τοὺς παρέχει ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ! Προχωρώντας γράφει ὅτι, ἐνῶ ὁ καλὸς ποιμένας ἐπιμελεῖται τῶν προβάτων, αὐτὸς ὡς ψευδοποιμένας ὄχι μόνον δὲν φροντίζει τὰ πρόβατα, ὄχι μόνο τὰ ἐγκαταλείπει στὴν ἁρπακτικὴ διάθεση τῶν αἱρετικῶν λύκων, ἀλλ’ ὅτι ὁ ἴδιος κατέστη λύκος γιὰ τὰ πρόβατα ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστὸς καὶ τὰ κατασπαράσσει.

Καὶ ρωτᾶ: ποῦ νὰ καταφύγουν πλέον οἱ πιστοὶ γιὰ νὰ προφυλαχτοῦν ἀπὸ τὶς κακόδοξες ἰδέες καὶ νὰ σωθοῦν, ὅταν προσβάλλονται ἀπ’ αὐτὲς καὶ θανατώνονται μέσα στὰ «ἐκκλησιαστικὰ» περιβάλλοντα, στὶς ἐνορίες τους; Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ἐδῶ ὁμιλεῖ γιὰ κανονικοὺς λειτουργοὺς μὲ αἱρετικὲς ἰδέες. Καὶ ποῦ νὰ βροῦν ἀσφάλεια, ὅταν ἀντὶ γιὰ προστάτες καὶ βοηθοὺς ποιμένες, ἔχουν μέσα στὸ σπίτι τους ἁρπακτικὸ λύκο τὸν Πατριάρχη καὶ φυσικὰ τοὺς ὑπὸ τὴν ἐξουσία του ἱερεῖς ποὺ τὸν ὑπακούουν; Καὶ ἐνῶ ὁ Κύριος −τοῦ λέγει− μιλᾶ καὶ γιὰ ἄλλα πρόβατα ποὺ δὲν εὑρίσκοντο τότε στὴν στάνη, ἀλλὰ ἐπρόκειτο κι ἐκεῖνα νὰ προσχωρήσουν στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ σωθοῦν, ἐσύ (Νεστόριε) ὄχι ἄλλα δὲν φροντίζεις, ἀλλὰ κι αὐτὰ ποὺ εἶχες, ἀπὸ ἐσένα τὸν ἴδιο χάνονται-κατασπαράσσονται ἢ καταδιώκονται;

Εἶναι φοβερό, συνεχίζει, ὅτι σ’ ἐσένα ἐφαρμόζονται τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ ἀπ. Παύλου, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι μέσα ἀπὸ τὴν τάξη τῶν Ποιμένων, ποὺ ἀνήκουν καὶ ἐνεργοῦν ὡς κανονικοὶ ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας (καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι περισσότερο ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τοὺς ἐκτός Ἐκκλησίας αἱρετικούς), θὰ προέλθουν «λύκοι βαρεῖς» ποὺ δὲν θὰ φροντίζουν τοὺς πιστούς, δὲν θὰ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸ ποίμνιο, ἀντίθετα θὰ τοὺς διδάσκουν πράγματα ἀντιευαγγελικά, κακόδοξα καὶ διεστραμμένα, μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς κάνουν ὀπαδούς τους καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν στὴν ἀπώλεια.

Αὐτὰ θὰ θέλαμε νὰ τὰ λὲς ἐσύ (Νεστόριε, ὡς Ἀρχιεπίσκοπος), νὰ τὰ λὲς γιὰ τοὺς ἄλλους, ὥστε νὰ τοὺς προφυλάξεις ἀπὸ τοὺς λύκους κι ὄχι νὰ λέγονται ἀπὸ ἄλλους γιὰ σένα. Ποιός δὲν ὑποφέρει καὶ δὲν πονᾶ βλέποντας τὴν περίπτωσή σου· ἀντὶ δηλ. ἕνας Ἐπίσκοπος νὰ διδάσκει τοὺς ἄλλους, νὰ διδάσκεται αὐτὸς ὅτι ὀφείλει νὰ εἶναι Χριστιανός! Δῶσε λοιπόν μεγάλη προσοχή, συνειδητοποίησε ποιά (χριστομάχο) αἵρεση καὶ μὲ ποιόν τρόπο τὴν ὑπηρετεῖς: Προκαλεῖς, διαβάλλεις, κατηγορεῖς τοὺς Ὀρθοδόξους. Ταιριάζουν αὐτὰ μὲ κάποιον ποὺ κατέχει τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης; Ἢ νομίζεις ὅτι ἐμεῖς θὰ σὲ λυπηθοῦμε, τὴ στιγμὴ ποὺ ἐσὺ δὲν ὑπολογίζεις τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς σου; Ὅτι θὰ σὲ λυπηθοῦμε, ἐσένα ποὺ θέλεις κι ὅσους τώρα ζοῦν, κι ὅσους θὰ ζήσουν νὰ τοὺς ἀφαιρέσεις τὴ σωτηρία μὲ τὴν διάδοση τῆς κακοδοξίας σου;

Ἐδῶ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ σημειώσουμε ὅτι πράγματι ὁ Νεστόριος ἀκολούθησε διδασκαλίες ποὺ πρέσβευε ὁ Ἀπολινάριος καὶ ἡ αἵρεση τοῦ Ἀπολιναρισμοῦ ἦταν καταδικασμένη: ἀπὸ τοπικὲς Συνόδους τὸ 377, 378, 379 στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὴν Ἀντιόχεια καὶ βέβαια ἀπὸ τὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τοῦ 381.

Ἤδη ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος εἶχε καταδικάσει τὴν διδασκαλία τοῦ Ἀπολιναρίου γράφων: «Εἴ τις οὐ Θεοτόκον τὴν ἁγίαν Μαρία ὑπολαμβάνει χωρίς ἐστι τῆς θεότητος» καὶ «ἄθεος»! Αὐτὴ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἀθετοῦσε ὁ Νεστόριος καὶ ἐπέτρεπε κατ’ ἀρχὰς στοὺς ὁμοϊδεάτες του καὶ ἐνώπιόν του ἐντὸς τὴς Ἐκκλησίας νὰ τὴν διδάσκουν, νὰ μὴν ὀνομάζουν δηλ. Θεοτόκο τὴν Παναγία ἀλλὰ ἀνθρωποτόκο. Αὐτό (ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἀντιδράσεων ἐκ μέρους τῶν πιστῶν) ἀνάγκασε καὶ τὸν ἅγιο Πρόκλο (τότε ὑποψήφιο γιὰ τὸ Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως) νὰ ἀποκρούσει αὐτὴν τὴν κακόδοξη θέση καὶ σὲ ὁμιλία του «ἐνώπιον τοῦ Νεστορίου… ἐγκωμίασε τὴ θεία μητρότητα τῆς Παναγίας μὲ χαρακτηριστικὴ ἔμφαση στὸν ὅρο “Θεοτόκος” (ΑCΟ, Ι, 1,1, σελ. 103). Ὁ ἴδιος δὲ ὁ Νεστόριος «προέβαλλε σὲ κάπως μετριοπαθέστερο ὕφος τὶς χριστολογικὲς θέσεις» του περὶ Χριστοτόκου κι ὄχι Θεοτόκου τὰ ἔτη 328 καὶ 329 (Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλ. Ἱστορία, σελ. 605).

Εἶναι φανερὸ λοιπὸν ὅτι ὁ Νεστόριος ἐπανελάμβανε καταδικασμένη αἱρετικὴ διδασκαλία, ὄχι ἀπὸ μιά, ἀλλὰ ἀπὸ πολλὲς Συνόδους.

Τὸ ὅτι ἡ καταδίκη μιᾶς αἱρέσεως δὲν σημαίνει ὅτι ὁ αἱρετικὸς παύει νὰ ἔχει τὴν ἱερατική του ἰδιότητα, φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι «στὴν τοπικὴ σύνοδο τῆς Ρώμης (430) καταδικάστηκε ἡ διδασκαλία τοῦ Νεστορίου, ζητήθηκε ἡ ἀποκήρυξή της μὲ τὴν ἀπειλὴ καθαιρέσεως» (Φειδᾶ Βλ., ὅπ. παρ., σελ. 607). Πόσο μᾶλλον ὅταν ἕνας αἱρετικός, εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἕως τῆς ἐκφορᾶς μιᾶς κακόδοξης θέσης, ἔστω καταδικασμένης ἀπὸ παλαιότερη σύνοδο.

Στὴν συνέχεια, τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν Σύνοδο ποὺ συνεκάλεσε ὁ ἅγιος Κύριλλος στὴν Ἀλεξάνδρεια (430), τὶς ἀποφάσεις τῆς ὁποίας ἀπέστειλε στὸν Νεστόριο καὶ ζητοῦσε νὰ τὶς ἀποδεχθεῖ: «Ταῦτα φρονεῖν δεδιδάγμεθα παρὰ τῶν ἁγίων… Τούτοις ἅπασι καὶ τὴν σὴν εὐλάβειαν συνενέσαι χρή, καὶ συνθέσθαι δίχα δόλου παντός. Ἃ δέ ἐστιν ἀναγκαῖον ἀναθεματίσαι τὴν σὴν εὐλάβειαν, ὑποτετάκται τῇ δὲ ἡμῶν τῇ ἐπιστολῇ» (Φειδᾶ Βλ., ὅπ. παρ., σελ. 608).

Σὲ μιὰ ἄλλη ἐπιστολὴ τώρα, πάλι τοῦ Κελεστίνου πρὸς τὸν πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἰωάννη, βλέπουμε ὅτι τὸν αἱρετικὸ Νεστόριο ἀποκαλεῖ ἱερέα, γιατὶ δὲν εἶχε ἀκόμα καθαιρεθεῖ ἀπὸ Σύνοδο. Εἶναι μικρότερη λέγει, ἡ στενοχώρια γιὰ τοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας αἱρετικούς, παρότι ὅταν οἱ αἱρετικοὶ εἶναι ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἡ αἵρεση ὑπάρχει μέσα στὴν «ἱερὰ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία» καὶ διδάσκεται ἀπὸ ἐν ἐνεργείᾳ ἱερωμένο ἡ θλίψη εἶναι μεγαλυτέρα. Εἶναι μάλιστα «διπλάσιος ὁ θρῆνος», γράφει συγκεκριμένα, ὅταν αὐτὴ ἡ κακόδοξη διδασκαλία διδάσκεται στὴν Κων/πολη, «ἐν τῇ μεγίστῃ πόλει», διὰ τὸν λόγον ὅτι ἐκεῖ «συντρέχει» πλῆθος ἀνθρώπων (ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς αὐτοκρατορίας). Καὶ ἐπανέρχεται ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης Κελεστῖνος ἐπιμένοντας στὴν ἐπισήμανση ὅτι εἶναι πολὺ χειρότερη ἡ περίπτωση, ὅταν ὁ αἱρετικὸς εἶναι ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, τελεῖ τὸ ἁγιαστικὸ καὶ διδακτικὸ ἔργο ποιμένος, ἀλλὰ στὴν οὐσία εἶναι ψευδοποιμένας. Τότε τὰ πράγματα εἶναι χειρότερα καὶ ἀπὸ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο, γιατὶ ὑπάρχει σύγχυση στοὺς πιστούς, ἀφοῦ ἕνας αἱρετικὸς «ἐν αὐτῇ τῇ ἀγέλῃ τόπον ποιμένος ἔχει» καὶ «ἐντὸς αὐτοῦ τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ (αἱρετικά) δορατα ἀκοντίζηται τῆς ἀσεβοῦς θρησκείας (τουτέστιν τῆς αἱρέσεως). Γι’ αὐτὸ «συντετάρακται ἡμῶν τὰ σπλάχνα», γιατὶ ὁ αἱρετικὸς ἐπίσκοπος Νεστόριος «ὅστις δοκεῖ κατέχειν τὴν Ἐκκλησίαν Κων/πόλεως», χύνει τὸ δηλητήριο τῆς αἱρέσεως στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν.

Ἐπειδὴ λοιπόν, ἐφ’ ὅσον συνεχίζει ὁ Νεστόριος νὰ βλασφημεῖ κατὰ τῆς ἁγίας Παρθένου (διδάσκοντας τὸ λαὸ ὅτι εἶναι Χριστοτόκος/ἀνθρωποτόκος κι ὄχι Θεοτόκος) δὲν εἶναι ἀσφαλὲς γιὰ τὴν πίστη καὶ τὸ λαὸ νὰ συνεχίσουμε τὴν ἀνταλλαγὴ ἐπιστολῶν μὲ τὸν Νεστόριο (ἔχοντας ἔτσι ἐπικοινωνία μαζί του) . Κι αὐτὸ γιατὶ αὐτὴ ἡ συνεχιζόμενη συζήτηση μὲ ἕνα βλάσφημο καὶ ἡ ἐπανάληψη κατὰ τὴν συζήτηση (κατ’ ἀνάγκη γιὰ νὰ ἀναιρεθοῦν) τῶν βλασφημιῶν του, αὐτό −λέγει ὁ Κελεστῖνος− εἶναι ΕΓΚΛΗΜΑ! Γι’ αὐτὸ διακόπτομε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν Νεστόριο καὶ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦν. Καὶ δὲν θὰ κοινωνοῦμε μαζὶ μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κων/πόλεως Νεστόριο, ἕως ὅτου καταδικάσει ἐγγράφως τὴν αἵρεση ποὺ διδάσκει γυμνῇ τῇ κεφαλῇ επ’ Ἐκκλησίας. Ὅσους δὲ Ὀρθοδόξους ὁ Νεστόριος ἔχει καταστήσει ἀκοινωνήτους ἢ ἔχει καθαιρέσει, μὲ αὐτοὺς ἐμεῖς θὰ συνεχίζουμε νὰ ἔχουμε κοινωνία.

Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγ. Κύριλλος γράφει ἐνδιαφέροντα πράγματα γιὰ ὅσους σήμερα ἀμφισβητοῦν κάποιες ἐκκλησιαστικὲς πρακτικές. Γράφει πρὸς τὸν πατρ. Ἱεροσολύμων Ἰουβενάλιο καὶ κατ’ ἀρχὰς ἐκφράζει τὴν εὐχή/ἐπιθυμία του «ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκοπος Νεστόριος τῇ ὀρθῇ πίστει κατακολουθεῖν». Ποιός, ἐρωτᾶ, δὲν θὰ εὐχόταν νὰ εἶναι σταθεροὶ στὴν πίστη αὐτοὶ ποὺ εἶναι ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες; Ἐπειδὴ ὅμως, συνεχίζει, συνέβει τὸ ἀντίθετο στὴν περίπτωση τοῦ Νεστορίου, δηλ. αὐτὸς ποὺ προσδοκούσαμε ὅτι θὰ ἦτο γνήσιος ποιμήν (καὶ μὴ ξεχνοῦμε ὅτι ὁ Νεστόριος −ὅταν ἦταν στὴν Ἀντιόχεια− ἦταν σφοδρὸς πολέμιος τοῦ Ἀρειανισμοῦ!), αὐτὸς λοιπόν, διαπιστώσαμε ὅτι κατέληξε νὰ εἶναι διώκτης τῆς πίστεως. Ἄρα μὲ αὐτόν (σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου) δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε εἰρήνη, ἀλλὰ «πόλεμο ἀνέγκλητο καὶ ἀνεπίληπτο».

Ἐγὼ λοιπόν, συνεχίζει, τοῦ ἔστειλα καὶ ἕνα πρῶτο, καὶ δεύτερο γράμμα καὶ «ὡς ἀδελφὸν παρεκάλεσα» τὸν αἱρετικὸ Νεστόριο, νὰ σταματήσει νὰ ἀκολουθεῖ τὶς κακόδοξες ἰδέες του καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὴν ἀποστολικὴ πίστη ποὺ μᾶς ἔχει παραδοθεῖ. Ἀλλὰ δὲν βοήθησε καθόλου αὐτὴ ἡ καλοδιάθετη ἐνέργειά μου. Ἀντίθετα αὐτὸς συνέχισε νὰ ὑποστηρίζει καὶ διαδίδει τὴν κακοδοξία του. Ἐπειδὴ λοιπὸν καὶ ὁ Ρώμης Κελεστῖνος ἔγραψε πρὸς τὸν Νεστόριο ἐπιστολές, σὲ πληροφορῶ γιὰ ὅλα αὐτά, θέλοντας νὰ σὲ ἐξεγείρω «εἰς εὐσεβῆ ζῆλον», ὥστε ὅλοι μαζί (οἱ Πατριάρχες) νὰ συντονιστοῦμε στὸν ἀγῶνα κατὰ τῆς κακοδοξίας του.

Ὁ ἅγιος Κύριλλος στὴν «Πρὸς πρεσβυτέροις καὶ διακόνοις πατράσι μοναχῶν καὶ τοῖς σὺν ὑμῖν τὸν μονήρη βίον ἀσκοῦσι» ἐπιστολή του, γράφει ὅτι ἔμαθε τὰ περὶ τοῦ Νεστορίου: «ὅτι θρύλοι τινὲς εἰς ὑμᾶς ἀφίκοντο χαλεποὶ καὶ περινοστοῦσι τινὲς τὴν ἁπλῆν ὑμῶν παραλύοντες πίστιν…» τοὺς ἀπευθύνει μερικὰ λόγια συμβουλευτικά, «οὐχ ἵνα λογομαχῆτε μᾶλλον, ἀλλ’ ἵν’ εἴ τινες ὑμῖν ἐπιφύοιντο, ταῖς ἐκείνων εἰκολογίαις τὸ ἀληθὲς ἀντεξάγοντες αὐτοί τε διαδιδράσκητε τὴν ἐκ τοῦ πλανᾶσθαι ζημίαν, προσωφελῆτε δὲ καὶ ἑτέρους, τοῖς καθήκουσι λογισμοῖς ὡς ἀδελφοὺς ἀναπείθοντες τὴν ἄνωθεν ταῖς ἐκκλησίαις καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἀποστόλων παραδοθεῖσαν πίστιν καθάπερ τινὰ πολύτιμον μαργαρίτην ἐν ἰδίαις ἔχειν ψυχαῖς» (σελ. 9). [Κυρίλλου Ἀλεξ., Concilia Oecumenica (ACO): Concilium universale Ephesenum anno 431: Tomëvolumëpart 1,1,1, page 11, line 21].

Πιὸ κάτω σημειώνει μὲ ἔμφαση τὸ κακὸ ποὺ κάνουν οἱ αἱρετικοί, καὶ ὅπως θὰ δοῦμε σὲ ὅλα τὰ κείμενα αὐτῆς τῆς συλλογῆς γιὰ τὴν περίοδο τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ΠΟΥΘΕΝΑ δὲν ὑπάρχει ἀναφορὰ περὶ ἀκύρων μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν. Παντοῦ καὶ πάντα ἐπαναλαμβάνεται ΜΟΝΟ ἡ βλάβη καὶ ὁ μολυσμὸς ποὺ προέρχεται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὸν μολυσμὸ ποὺ λαμβάνουν ὅσοι κοινωνοῦν μαζί τους. Γράφει ὁ ἅγιος: «Οἱ μὲν γὰρ τῶν αἱρέσεων εὑρεταὶ τοὺς τῆς ἀπωλείας σφίσιν τε αὐτοῖς καὶ μὴν καὶ ἑτέροις ὀρύττοντες βόθρους ματαιότητος εἰς τοῦτο κατώλισθον ἐννοιῶν…» (ὅπ. παρ., σελ. 11).

Μετὰ τὴν πρώτη αὐτὴ ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, ἀκολουθεῖ ἄλλη ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Νεστόριο. Καὶ πῶς ἀποκαλεῖ τὸν αἱρετικὸ Νεστόριο, ποὺ διδάσκει αἵρεση καταδικασμένη τουλάχιστον ἀπὸ τρεῖς Συνόδους καὶ τὴν Β΄ Οἰκουμενική; «Συλλειτουργό»! Εἶχε, λοιπόν, ἢ δὲν εἶχε μυστήρια ὁ Νεστόριος, ἂν καὶ κήρυττε κατεγνωσμένη αἵρεση; Γράφει ὁ ἅγιος Κύριλλος: «Τῷ εὐλαβεστάτῳ καὶ θεοσεβεστάτῳ συλλειτουργῷ Νεστορίῳ Κύριλλος ἐν Κυρίῳ χαίρειν» (ὅπ. παρ., σελ. 21). Καὶ συνεχίζει: «Πῶς ἔνι σιωπῆσαι πίστεως ἀδικουμένης καὶ τοσούτων διεστραμμένων; ἢ οὐ παραστησόμεθα τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ, οὐκ ἀπολογησόμεθα δὲ τῆς ἀκαίρου σιωπῆς ἕνεκα, καίτοι τετταγμένοι παρ’ αὐτοῦ πρὸς τὸ λέγειν ἃ δεῖ;… ἢ τάχα που νομίζει ἡ σὴ θεοσέβεια ὅτι μικρὸς ταῖς ἐκκλησίαις ἀνεφύη θόρυβος ἐκ τῶν τοιούτων ὁμιλιῶν; πάντες ἐσμὲν ἐν ἀγῶσι καὶ πόνοις τοὺς ἕτερα φρονεῖν οὐκ οἶδα ὅπως ἀναπεπεισμένους μεθιστάντες εἰς τὸ ἀληθές». Καὶ γιατί, συνεχίζεις, δὲν ἐπανορθώνεις τὴν διδασκαλία σου «ἵνα παύσῃ σκάνδαλον οἰκουμενικόν;». Ὀνόμασε Θεοτόκον «τὴν ἁγίαν παρθένον, ἵνα θεραπεύσαντες τοὺς λελυπημένους καὶ ὀρθὴν παρὰ πᾶσιν δόξαν ἔχοντες ἐν εἰρήνῃ καὶ ὁμοψυχίᾳ τῶν λαῶν τὰς συνάξεις ἐπιτελῶμεν» (ὅπ. παρ., σελ. 22).

Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ὅλη φροντίδα τοῦ ἁγίου Κυρίλλου εἶναι νὰ παύσει νὰ διδάσκει κακόδοξα ὁ Νεστόριος. Πουθένα λόγος γιὰ ἄκυρα μυστήρια. Μόνο περὶ διακοπῆς κοινωνίας ὁμιλεῖ. Ὅσο καιρὸ ὁ Νεστόριος κακοδιδασκαλεῖ ὡς ἐπίσκοπος «συλλειτουργός» τοῦ Νεστορίου, δὲν ὑπάρχει ὁμοψυχία καὶ εἰρήνη, ἀφοῦ ὁ πιστὸς λαὸς δὲν κοινωνεῖ μαζί του.

Ἀλλὰ καὶ στὴν δευτέρα ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Κύριλλος, καὶ πάλι ἀποκαλεῖ τὸν Νεστόριο συλλειτουργό» του. «Τῷ εὐλαβεστάτῳ καὶ θεοσεβεστάτῳ συλλειτουργῷ Νεστορίῳ Κύριλλος ἐν Κυρίῳ χαίρειν» (ὅπ. παρ., σελ. 23). Στὴν συνέχεια τὸν ἀποκαλεῖ «ἀδελφὸ ἐν Χριστῷ» καὶ τοῦ λέγει ὅτι θὰ τοῦ θυμίσει τῆς εὐαγγελικῆς «διδασκαλίας τὸν λόγον καὶ τὸ ἐπὶ τῇ πίστεως φρόνημα μετὰ πάσης ἀσφαλείας ποιεῖσθαι πρὸς τοὺς λαοὺς ἐννοεῖν τε ὅτι τὸ σκανδαλίσαι καὶ μόνον ἕνα τῶν μικρῶν τῶν πιστευόντων εἰς Χριστὸν ἀφόρητον ἔχει τὴν ἀγανάκτησιν. Εἰ δὲ δὴ πληθὺς εἴη τοσαύτῃ τῶν λελυπημένων, πῶς οὐχ ἁπάσης εὐτεχνίας ἐν χρείᾳ καθεστήκαμεν πρὸς γε τὸ δεῖν ἐμφρόνως περιελεῖν τὰ σκάνδαλα καὶ τὸν ὑγιᾶ τῆς πίστεως κατευρῦναι λόγον τοῖς ζητοῦσι τὸ ἀληθές;» (ὅπ. παρ., σελ. 24).

Παρὰ ταῦτα στὸ τέλος τῆς β΄ ἐπιστολῆς του ὁ ἅγιος Κύριλλος ἀπευθύνει χαιρετισμὸ διὰ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νεστορίου, (τοῦ αἱρετικοῦ καὶ διδάσκοντος καταδικασμένη αἵρεση!) στὴν ὑπ’ αὐτὸν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως: «Πρόσειπε τὴν παρὰ σοὶ ἀδελφότητα. σὲ ἡ σὺν ἡμῖν ἐν Χριστῷ προσαγορεύει» (ὅπ. παρ., σελ. 26).

Στὴν τρίτη τώρα ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου πρὸς Νεστόριο (ὅπ. παρ., σελ. 27), ἀφοῦ τοῦ ἀπευθύνει καὶ πάλι τὸν ἴδιο χαιρετισμό, «Τῷ εὐλαβεστάτῳ καὶ θεοσεβεστάτῳ συλλειτουργῷ Νεστορίῳ Κύριλλος ἐν Κυρίῳ χαίρειν», παρότι εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ Νεστόριος ἐπιμένει στὴν αἵρεση, θυμίζει στὸν Νεστόριο ὅτι αὐτοί του οἱ κακόδοξοι ἰσχυρισμοί, «ἢ πλανωμένης ἐστίν, ἀδελφέ, καθ’ Ἕλληνας διανοίας ἢ τὰ τοῦ φρενοβλαβοῦς Ἀπολιναρίου καὶ Ἀρείου καὶ τῶν ἄλλων νοσούσης αἱρέσεως, μᾶλλον δέ τι κἀκείνων βαρύτερον» (ὅπ. παρ., σελ. 29). Τοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι αὐτὰ ποὺ διδάσκει εἶναι καταδικασμένα ὑπὸ Συνόδων, τοῦ λέγει δὲ κατάμουτρα ὅτι εἶναι πλανεμένος ψευδεπίσκοπος: «γίνωσκε δὲ πεπλανημένον σαυτὸν ὑπὸ τῶν ἐνταῦθα παρὰ τῆς ἁγίας συνόδου καθῃρημένων, ὡς τὰ Μανιχαίων φρονούντων». Καὶ παρὰ ταῦτα, παρὰ τὸ ὅτι τοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι ἀκολουθεῖ πλάνη καταδικασμένη ὑπὸ συνόδου, πάλι καταλήγει ὅτι τὸν θεωρεῖ ἀδελφὸ καὶ ἐπίσκοπο τῆς Κων/πόλεως: «πᾶσαν τὴν σὺν σοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα ἐγώ τε καὶ οἱ σὺν ἐμοὶ πλεῖστα προσαγορεύομεν. ἐρρωμένος ὑπερευχόμενος ἡμῶν διατελοίης, δέσποτα τιμιώτατε καὶ θεοσεβέστατε»! (ὅπ. παρ., σελ. 30).

Σὲ ἄλλη ἐπιστολή, ἡ ὁποία συντάσσεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Κύριλλο καὶ τὴν Σύνοδο ποὺ συνεκλήθη στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὴν ὁποία καὶ πάλι ἀποκαλεῖται «συλλειτουργός» τους ὁ αἱρετικὸς Νεστόριος, διαβάζουμε:

Δὲν μποροῦμε νὰ σιωπήσουμε τὴν στιγμὴ ποὺ ἐσὺ βλασφημεῖς μὲ τὴν διδασκαλία σου τὸν Κύριο. «Καὶ εἰ μὲν (μὲ τὶς βλασφημίες σου) ἑαυτὸν ἠδίκεις μόνον τὰ τοιαῦτα φρονῶν καὶ διδάσκων, ἥττων ἂν ἡ φροντίς·ἐπειδὴ δὲ πᾶσαν ἐσκανδάλισας ἐκκλησίαν καὶ ζύμην αἱρέσεως ἀήθους καὶ ξένης ἐμβέβληκας τοῖς λαοῖς …ποῖος ἔτι ταῖς παρ’ ἡμῶν σιωπαῖς ἀρκέσει λόγος… [σ.σ.: Οὐδεμία κι ἐδῶ ἀναφορὰ σὲ βλάβη ἀπὸ ἄκυρα μυστήρια. Τὸ πρόβλημα εἶναι ἡ ζύμη αἱρέσεως, ὁ μολυσμός δηλαδή]. Πίστεως γὰρ ἀδικουμένης, ἐρρέτω μὲν ὡς ἕωλος καὶ ἐπισφαλὴς ἡ πρὸς γονέας αἰδώς, …καὶ τοῦ ζῆν ἀμείνων ἔστω λοιπὸν τοῖς εὐσεβέσι ὁ θάνατος, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν κατὰ τὸ γεγραμμένον» (ὅπ. παρ., σελ. 31).

Καὶ ἐδῶ πλέον, τοῦ ὑπενθυμίζουν ὅτι θὰ ἐφαρμόσουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ». Σὲ συμβουλεύουμε, τοῦ λέγουν, «ἀποσχέσθαι τῶν οὕτω σκαιῶν καὶ ἐξεστραμμένων δογμάτων ἃ καὶ φρονεῖς καὶ διδάσκεις… καὶ εἰ μὴ τοῦτο δράσειεν ἡ σὴ εὐλάβεια κατὰ τὴν ὁρισθεῖσαν προθεσμίαν… γίνωσκε σαυτὸν οὐδένα κλῆρον ἔχοντα μεθ’ ἡμῶν οὐδὲ τόπον ἢ λόγον ἐν τοῖς ἱερεῦσιν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπισκόποις. Οὐ γὰρ ἐνδέχεται περιιδεῖν ἡμᾶς ἐκκλησίας οὕτω τεθορυβημένας καὶ σκανδαλισθέντας λαοὺς καὶ πίστιν ὀρθὴν ἀθετουμένην καὶ διασπώμενα παρὰ σοῦ τὰ ποίμνια τοῦ σῴζειν ὀφείλοντος… Ἅπασι δὲ τοῖς παρὰ τῆς σῆς εὐλαβείας κεχωρισμένοις διὰ τὴν πίστιν ἢ καθαιρεθεῖσι λαϊκοῖς τε καὶ κληρικοῖς κοινωνικοὶ πάντες ἐσμέν. Οὐ γάρ ἐστι δίκαιον τοὺς ὀρθὰ φρονεῖν ἐγνωκότας σαῖς ἀδικεῖσθαι ψήφοις, ὅτι σοὶ καλῶς ποιοῦντες ἀντειρήκασιν» (ὅπ. παρ., σελ. 32). Καὶ ἐδῶ ἡ ὑπὸ τὸν ἅγιον Κύριλλον Σύνοδος τοῦ λέγει ὅτι καταφρονεῖ καὶ παρερμηνεύει τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως τῆς Νικαίας, ἂρα ἡ αἵρεσή του εἶναι καταδικασμένη καὶ ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο: «Οὐκ ἀρκέσει δὲ τῇ σῇ εὐλαβείᾳ τὸ συνομολογῆσαι μόνον τὸ τῆς πίστεως σύμβολον τῆς κατὰ καιροὺς συναχθείσης ἐν τῇ Νικαέων (νενόηκας γὰρ καὶ ἡρμήνευκας οὐκ ὀρθῶς αὐτό, διεστραμμένως δὲ μᾶλλον, κἂν ὁμολογῇς τῇ φωνῇ τὴν λέξιν), ἀλλὰ γὰρ ἀκόλουθον ἐγγράφως καὶ ἐνωμότως ὁμολογῆσαι ὅτι καὶ ἀναθεματίζεις μὲν τὰ σαυτοῦ μιαρὰ καὶ βέβηλα δόγματα» (ὅπ. παρ., σελ. 32).

Ὁ Πάπας Ρώμης Κελεστῖνος γράφει πρὸς τὸν ἅγιο Κύριλλο καὶ τὸν συγκρίνει μὲ τὸν «εὐλαβέστατον» Νεστόριον, ποὺ ἀποδέχεται ὡς Ἀρχιεπίσκοπο Κων/πόλεως καὶ ταυτόχρονα τοῦ ἀποδίδει τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ μισθωτοῦ ποιμένος καὶ ψευδεπισκόπου, δείχνοντας ἔτσι τὴν διαχρονικὴ ἀπὸ τοῦ Κυρίου μέχρι σήμερα διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περὶ ψευδοποιμένων. Τοῦ γράφει: «Ὥσπερ σὺ ποιμὴν ἀγαθός, οὕτως ἐκεῖνος οὐδὲ ὡς κακὸς μισθωτὸς κατηγορεῖσθαι ἄξιος, ὃς οὐ διὰ τοῦτο διαβάλλεται ὡς τὰ ἑαυτοῦ καταλιπὼν πρόβατα, ἀλλ’ ὅτι ηὑρέθη αὐτὸς διασπαράττων αὐτά» (ὅπ. παρ., σελ. 74).

Ποιό τὸ κακὸ τοῦ αἱρετικοῦ; Τὸ ὅτι τελεῖ ἄκυρα μυστήρια; Οὔτε ὁ ἅγιος Κελεστῖνος μᾶς τὸ διδάσκει. Ποῦ ὁδηγεῖ τὴν σκέψη μας; Ὁ Νεστόριος, λέγει, «γενόμενος ἐραστὴς ἀσεβοῦς νεωτερισμοῦ, ὡς ἐβούλετο ταῖς ἑαυτοῦ μᾶλλον ἐννοίαις δουλεύειν ἢ τῷ Χριστῷ, τὸν ἐμπιστευθέντα ἑαυτῷ δῆμον βλάψαι θέλων ἠθέλησε τῷ τῆς ἰδίας προσομιλίας δηλητηρίῳ, δέον καὶ ἀναγνῶναι τοῦτο καὶ κατέχειν ὅτι τὰ μάταια ζητήματα καὶ μὴ προκόπτοντα εἰς ὑγίειαν, ἀλλὰ χωροῦντα εἰς ψυχῶν ἀπώλειαν φεύγειν μᾶλλον ἢ ἐπιζητεῖν δεῖ… Ὁ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν… ἐδίδαξεν ἡμᾶς κάμνειν ὑπὲρ προβάτου ἑνός, θέλων καὶ διὰ τῶν ἰδίων ὤμων ἀνακαλεῖσθαι, μὴ ἐκκέηται τῷ λύκῳ εἰς ἁρπαγήν». Αὐτὸς ὅμως ὁ Νεστόριος, «τῆς προσηγορίας ταύτης καὶ τοῦ ἐπαγγέλματος ἐπιλελησμένος αὐτὸς ἑαυτὸν εἰς ἁρπαγὴν λύκου μετήλλαξεν, ἐπιθυμῶν ἀπολέσαι τὴν ἀγέλην ἣ αὐτὸς ὄφειλε συντηρῆσαι. τοῦτον οὖν ἡμεῖς ἀπὸ τῆς περικλείσεως τῶν ἀμνῶν ἀποκινῆσαι ὀφείλομεν, ἐὰν μὴ αὐτόν, ὡς θέλομεν, διορθωσώμεθα… εἴη δέ τις φανερὰ ἀπόφασις κατ’ αὐτοῦ ἐμμένοντος. ἐκκοπτέον γὰρ τὸ τοιοῦτον τραῦμα, δι’ οὗ οὐχ ἓν μέλος βλάπτεται, ἀλλὰ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τιτρώσκεται». Ἂς γνωρίζει λοιπόν, «ὅτι αὐτὸς τὴν ἡμετέραν κοινωνίαν ἔχειν οὐ δύναται, ἐὰν ἐν ταύτῃ τῇ τῆς διαστροφῆς ὁδῷ παραμείνῃ ἐναντιούμενος τῇ ἀποστολικῇ διδαχῇ». Ἡ ἀπόφασή μας λοιπὸν εἶναι, «ἢ ἐντὸς δέκα ἡμερῶν ἀριθμουμένων ἀπὸ τῆς ἡμέρας τῆς ὑπομνήσεως ταύτης τὰ κακὰ κηρύγματα ἑαυτοῦ ἐγγράφῳ ὁμολογίᾳ ἀθετήσῃ… ἢ ἐὰν μὴ τοῦτο ποιήσῃ, εὐθὺς ἡ σὴ ἁγιότης ἐκείνης τῆς Ἐκκλησίας προνοησομένη μάθῃ αὐτὸν παντὶ τρόπῳ ἀπὸ τοῦ ἡμετέρου σωματίου ἀποκινητέον, ὃς οὔτε τῶν θεραπευόντων ἴασιν ἠθέλησε καταδέξασθαι καὶ εἰς ἀπώλειαν αὐτοῦ τε καὶ πάντων τῶν αὐτῷ ἐμπεπιστευμένων καθὼς λοιμώδης ἠπείχθη» (ὅπ. παρ., σελ. 74-75).

Πουθενὰ κι ἐδῶ δὲν μιλᾶ ὁ Ἅγιος γιὰ ἄκυρα μυστήρια. Οὐδεμία νύξη. Ὅλη ἡ φροντίδα του εἶναι ἡ ἀποφυγὴ τῆς λοιμώδους νόσου τῆς αἱρέσεως ποὺ διδάσκει ὁ Νεστόριος· τῆς ἀπομάκρυνσης τοῦ λύκου ἀπὸ τὰ πρόβατα, ἀφοῦ αὐτὸς τὰ ὁδηγεῖ εἰς ἀπώλειαν, ὄχι μὲ τὰ ἄκυρα μυστήρια, ἀλλὰ μὲ τὴν κακοδιδασκαλία του. Καὶ αὐτά (ποὺ γράφω σὲ σένα Κύριλλε, τελειώνει τὴν ἐπιστολὴ ὁ Κελεστῖνος) ἔγραψα καὶ στοὺς ἄλλους Πατριάρχες ὥστε «φανερὰ ᾖ ἡ περὶ αὐτοῦ ἡμῶν, μᾶλλον δὲ ἡ τοῦ Χριστοῦ ἡμῶν θεία ἀπόφασις», δηλαδὴ ἡ ἀφαίρεση τοῦ Ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος ἀπὸ τὸν Νεστόριο διὰ τῆς καθαιρέσεως. Ἐδῶ βλέπουμε πῶς λειτουργοῦν οἱ ἀληθινοὶ Ἐπίσκοποι ἀποδεικνύοντας τὸ ψεύτισμα τῶν σημερινῶν Ἐπισκόπων πού, παρὰ τὴν μακροχρόνια ὕπαρξη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δὲν πράττουν τὸ αὐτονόητο καθῆκον τους καταδίκης τῆς Παναιρέσεως καὶ ἀποβολῆς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενιστῶν.

Ἀκολουθεῖ ἐπιστολὴ τοῦ Κελεστίνου πρὸς τὸν Νεστόριο (ὅπ. παρ., σελ. 75-81) πρὸς τὸν ὁποῖον δηλώνει ὅτι ἡ διδασκαλία του περιέχει κακοδοξίες-βλασφημίες. Ἄλλη φήμη εἶχες ὅταν κατέλαβες τὸν θρόνον. «Ἠπατήθη ἡ ὑπόνοια τῶν καλῶς περὶ σοῦ πιστευσάντων. τίς γὰρ ἐντὸς προβατείου μᾶλλον ἅρπαγα κεκρύφθαι λύκον νομίσειε; …ἄνοιγέ σου τὰς ἀκοὰς καὶ τούτου (τοῦ Παύλου) τοῦ πρὸς Τιμόθεον καὶ Τίτον ἄκουε λόγους· τί ἄλλο κελεύει ἢ ἵνα τὰς βεβήλους καινότητας τῶν φωνῶν ἀποστρέφωνται; Ταῦτα γὰρ εἰς ἀσέβειαν προχωρεῖ, ἅπερ ἀεὶ εἰς ἀκάνθας καὶ τριβόλους ποιεῖ».

Παντοῦ καὶ πάντα, ὄχι γιὰ ἀκυρότητα μυστηρίων τῶν μὴ κεκριμένων αἱρετικῶν, ἀλλὰ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ αὐτοὺς διδάσκεται, ἡ ἀποστροφὴ ἀπὸ τὶς κακόδοξες καινοφωνίες, διότι ὁδηγοῦν εἰς ἀσέβεια, εἰς ἀπώλεια.

Δὲν γνωρίζεις, τοῦ λέγει, τὴν περὶ τούτων διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἢ τὴν γνωρίζεις καὶ τὴν παραβαίνεις; Ἐὰν τὴν γνωρίζεις καὶ τὴν καταφρονεῖς «νόει ὅτι ἀναπολόγητά σοι ἔσται, ὅταν ἀπὸ σοῦ τοῦ ἐπιτραπέντος σου ταλάντου τὸν λόγον ἐκεῖνος ἐπιζητήσῃ, ὃς δι’ ἡμῶν ἀπὸ τούτου τοῦ ἁγίου δανείσματος ἑαυτοῦ ἀεὶ κέρδος ἐκδέχεται… πόθεν σοι εἰς τοιαῦτα ζητήματα ἰθύνειν λόγους, ἅπερ ἐννοεῖν βλάσφημον; Πόθεν ἐπισκόπῳ ταῦτα εἰς δήμους κηρύττειν, δι’ ὧν τὸ σέβας τοῦ παρθενικοῦ τόκου τιτρώσκεται;… τίς πώποτε οὐκ ἄξιος τοῦ ἀναθεματισθῆναι ἐκρίθη ἢ ἀφαιρῶν τι ἢ προστιθεὶς τῇ πίστει;… μεγίστη γὰρ καὶ τὸν προστιθέντα καὶ τὸν ἀφαιροῦντα τιμωρία δεσμεῖ.

Ὅθεν καυτῆρα καὶ σίδηρον ἑτοιμάζομεν, ἐπειδήπερ ἑτέρως οὔκ ἐστι καταντλητέα τὰ τραύματα, ἅπερ ἐστὶ λοιπὸν ἀποκοπῆς ἄξια… Θέλω σε τοῦτον νοεῖν ὅτι μετὰ τὴν πρώτην καὶ δευτέραν ἐκείνου (σ.σ.: τοῦ ἁγίου Κυρίλλου) καὶ ταύτην τὴν ἡμετέραν ἐπιτίμησιν, ἣν δῆλόν ἐστι εἶναι λοιπὸν τρίτην, παντελῶς ἀπὸ τοῦ συνεδρίου ἡμῶν καὶ τῆς τῶν Χριστιανῶν συνόδου ἀπεκλείσθης, ἐὰν μὴ εὐθέως τὰ κακῶς εἰρημένα διορθωθῇ». Διότι πρωτύτερα πίστευαν γιὰ σένα οἱ πιστοί, ὅτι ἤσουν «πιστὸς καὶ συνετός». Τώρα ὅμως ἀποδεικνύεται, ὅτι «οὐ γὰρ μόνον τροφὴν οὐ παρέχεις ἐν καιρῷ, ἀλλὰ καὶ δηλητηρίῳ ἀναιρεῖς οὓς ἐκεῖνος τῷ ἰδιῳ αἵματι καὶ τῷ ἰδίῳ θανάτῳ ἐκέρδανε. δηλητήριον γὰρ ὑπὸ τοῖς σοῖς χείλεσίν ἐστι ταῦτα ἅπερ κατάρας καὶ πικρότητος μεστὰ καθορῶμεν, ὁπότε κατὰ τοῦ ὄντος ἡδέος ἐπιχειρεῖς διαλέγεσθαι. ποῦ ἔστιν ἡ ποιμενικὴ ἐπιμέλεια; ποιμὴν ἀγαθὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν ἰδίων προβάτων, μισθωτὸς δὲ ἔστιν, ὃς ταῦτα τοῖς λύκοις καταλιμπάνει καὶ παραδίδωσι. τί δὲ σύ, ὦ ποιμήν, ἐνταῦθα πράξεις, ὅτε τὴν δεσποτικὴν ἀγέλην ἀντὶ λύκων αὐτὸς διασπαράττεις; εἰς ποίους λοιπὸν φραγμοὺς ἡ δεσποτικὴ ἀγέλη καταφυγεῖν δύναται, εἰ ἐντὸς τῶν ἐκκλησιαστικῶν περιβόλων τιτρώσκεται; ἢ ποίᾳ παραφυλακῇ ἀσφαλὴς ἔσται, ὁπότε σε φάσκει ἀντὶ φύλακας ἅρπαγα; καὶ ἄλλα, φησὶν ὁ Κύριος, ἔχω ἅπερ οὐκ ἔστιν ἀπὸ τούτου τοῦ προβατεῶνος κἀκεῖνα δεῖ μὲ ἀγαγεῖν. ἐκεῖνος ἄλλα ἐπαγγέλλεται ἀγαγεῖν, σοὶ δὲ ἅπερ εἶχες, ἀπολλυται, εἰ καὶ τὰ μάλιστα φανερόν ἐστιν, ὁσάκις ταῦτα συμβαίνει, οὐ τὰ πρόβατα τοῖς ποιμέσιν, ἀλλὰ μᾶλλον τοῖς προβάτοις τοὺς ποιμένας ἀπόλλυσθαι. καὶ τὴν φωνήν μου, φησίν, ἀκούσονται. διὰ τί; ἵνα γένηται μία ἄγελη. πρὸς τὴν ἐκείνου φωνὴν μία ἀγέλη γίνεται, πρὸς δὲ τὴν σὴν ἢ βλάπτεται ἢ φυγαδεύεται. Σκληρόν ἐστιν ἵνα ἐπὶ σοῦ ἁρμόσῃ τὰ ρήματα τοῦ μακαρίου Παύλου ἀπὸ τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων· ἐγώ, φησίν, οἶδα ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἐμὴν ἀναχώρησιν λύκοι βαρεῖς καθ’ ὑμῶν, μὴ φειδόμενοι τῆς ἀγέλης· ἀφ' ὑμῶν ἀναστήσονται ἄνθρωποι λαλοῦντες διεστραμμένα, ἵνα ἀγάγωσι τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. ταῦτα ἠβουλόμεθα παρὰ σοῦ ἄλλοις ἢ σοὶ εἰρῆσθαι· διδακτέα γὰρ ἦν παρὰ σοῦ, οὐ μαθητέα σοι ἅπερ λέγομεν. τίς γὰρ φέρει διδάσκεσθαι ἐπίσκοπον ὅπως ὀφείλει εἶναι Χριστιανός; ἐπιμελῶς πρόσεχε εἰς οἵαν αἵρεσιν κέκλησαι· προκαλῇ, διαβάλλῃ, κατηγορῇ. τί τούτων ἱερεῖ πρέπει; σκληροῖς σκληρὰ ἀπόκρισις, εἴ τις ἄρα ἐστὶν ἄμυνα λόγοις τιμωρεῖσθαι τὰ βλάσφημα. ἢ ὑπολαμβάνεις ὅτι ἡμεῖς σου φεισόμεθα, ὁπότε τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς αὐτὸς οὐ φείδῃ; ὃς πάντας θέλεις τοὺς φθάσαντας καὶ τοὺς παρόντας καὶ τοὺς μέλλοντας ἀφαιρεῖσθαι τὴν εὐεργεσίαν τῆς σωτηρίας. διώκω δηλονότι τοὺς ἐχθροὺς τοῦ καλοῦ δεσπότου μου δοῦλος πιστός, ὁπότε φησὶν ὁ προφήτης τελείῳ μίσει τούτους μισεῖν· ὑπομιμνήσκομαι πάλιν ἄλλου λαλοῦντος ἵνα μὴ φείσωμαι. τίνι ἐγὼ ἐνταῦθα προσχῶ; τίνι δὲ τιμὴν τινὰ φυλάξω, ὁπότε τοῦτο ὁρῶ πραττόμενον, ἵνα μοι ἀρθῇ ἡ ἁπάσης ἐλπίδος ὑπόθεσις; αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ ρήματά ἐστιν οἷς φησιν μὴ πατέρα μὴ μητέρα μὴ τέκνα μή τινα συγγένειαν ὀφείλειν αὐτοῦ προτιμᾶσθαι. ἔστι γὰρ πολλάκις τοιαύτη εὐσέβεια ἀφ’ ἧς ἀσέβεια τίκτεται, ὅτε, νικώσης τῆς κατὰ σάρκα διαθέσεως, ἐκείνης τῆς ἀγάπης, ἥτις ἐστὶν ὁ Θεός, ἡ σωματικὴ ἀγάπη προκρίνεται. δι’ ἣν πολλάκις [μέν] τιμῶμέν τινας· ἀλλ’ ὅτε κατ’ ἐκείνου ἐστίν, ὅς ἐστιν αὐτὴ ἡ ἀγάπη, ἀνάγκη λοιπὸν κἀκείνας τὰς ἐννοίας ἐκβάλλεσθαι, ὧν ὁ ἀρχηγὸς εἰς δίκην καλεῖται, ἐξυπνίσθητι ὀψέ ποτε… Ἀκούω (συνεχίζει) βίαν ὑπομένειν τοὺς κληρικοὺς μεγίστην τοὺς καθολικῶς φρονοῦντας, οἷς ἡμεῖς κοινωνοῦμεν, ὡς λέγεσθαι αὐτοὺς καὶ τὰ πόλεις ἀποκεκλεῖσθαι. Χαίρομεν ὅτι τὸ ἔπαθλον τῆς ὁμολογίας ἐκέρδαναν, ἀλλὰ λυπούμεθα ὅτι ἐπίσκοπος ὁ διώκων… ἡ ποιότης τῆς νόσου τῆς σῆς οὔτε ἐπιδέχεται οὔτε ἐπιτρέπει δοθῆναι ἀνακωχήν». Βέβαια «ἀδελφέ, ἡμεῖς παρὰ τὸ πρέπον καὶ τοῖς ἱερεῖς ἀνεχόμεθα διορθωθῆναι». Στὴ συνέχεια τοῦ λέγει πῶς πρέπει νὰ γίνει, ἐὰν θέλει, αὐτὴ ἡ διόρθωση, διαφορετικά, ἂν σὲ δέκα μέρες δὲν ὁμολογήσεις ὀρθόδοξα «ἀπὸ πάσης κοινωνίας καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐκβέβλησαι» (ὅπ. παρ., σελ. 75-81.)

Ἡ ἑπομένη ἐπιστολὴ εἶναι τοῦ Κελεστίνου πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους, τοὺς διακόνους καὶ τὸ λαὸ τῆς Κων/πόλεως. Σ’ αὐτὴν καὶ πάλι ὁ Κελεστῖνος ὁμιλεῖ γιὰ τὴν διαστροφικὴ τῆς πίστεως διδασκαλία του Νεστορίου διὰ τῆς ὁποίας τὰ «ἡμέτερα μέλη διασπαράττεσθαι» (ὅπ. παρ., σελ. 81) καὶ τοὺς διαβεβαιώνει ὅτι ἀγωνιᾶ μήπως «τὴν ὑμετέραν πίστιν… ἀπὸ τῆς ὁδοῦ τῆς ἀληθείας ἡ ἐνδελέχεια τοῦ κακῶς διδάσκοντος ἀποστρέψῃ. Νεστόριος γὰρ ὁ ἐπίσκοπος... ἀθέμιτα κηρύττει, φευκτέα συμβουλεύει». Καὶ ἐρωτά: «ποίαν ἐλπίδα ἕξει ἡ ἀγέλη, ὅτε λύκον ἑαυτὸν ὁ ποιμὴν δείκνυσιν καὶ οὕτως τοῖς προβάτοις ἐπέρχεται, ὡς καθ’ ἑκάστου λυσσᾶν; ἐκείνων γὰρ τῷ στόματι διασπαράττονται, ἀφ’ οὗ τὰ ἀσεβῆ προφέρεται. Τροφαὶ παραβάλλονται οὐχ αἱ πιαίνουσαι, ἀλλ’ αἱ βλάπτουσαι» καὶ βέβαια ἐσεῖς εἶστε «μακάριοι» γιατὶ ξεχωρίζετε τὴν ὑγιᾶ τροφὴ ἀπὸ τὸ «δηλητήριον» ποὺ σᾶς προσφέρει ὁ Νεστόριος, τὸ ὁποῖο καὶ ἀποδιώχνετε (ὅπ. παρ., σελ. 82).

«Ποίας θρησκείας ἢ ποίοις νόμοις ἑαυτὸν ἐπίσκοπον λέγει, ἀποχρησάμενος τῇ Καινῇ καὶ τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ; Καὶ γὰρ καὶ τὸ νοητὸν τοῦ σχήματος ἐκβάλλει καὶ οὐ δέχεται τὴν μεταξὺ ἡμῶν ἀναστραφεῖσαν ἀλήθειαν καὶ ἁπλῶς ἄλλως περὶ τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν διαλαμβάνει». Κάτι παρόμοιο ἔκαμε καὶ «ὁ Σαμοσατεύς Παῦλος, ὅτε τῆς ἁγίας κατὰ τὴν Ἀντιόχειαν Ἐκκλησίας προΐστατο· ἀλλὰ τοῦτον ἀπὸ τοῦ θρόνου, ἐν ᾧ μιαρῶς προυκαθέζετο, καθῄρηκεν ἑνωθεῖσα τῶν καθολικῶν ἱερέων ἀπόφασις. ἀεὶ γὰρ ἐκκόπτεσθαι ὀφείλουσν οἱ τοιοῦτοι, οἵτινες τὴν ψυχὴν τοῦ Χριστιανικοῦ λαοῦ διαταράττοντες καὶ πρὸς γνώμην τὴν ἰδίαν τὰ εὐαγγέλια διαστρέφοντες τῷ Θεῷ καρποφορεῖν οὐ δύνανται» (ὅπ. παρ., σελ. 83).

Καὶ μετ’ ὀλίγα ἐρωτᾶ: «ἆρα οὐ τούτῳ τῷ ὑμετέρῳ ἐπισκόπῳ, ἀλλὰ ἄχρι νῦν ὑμετέρῳ, ἐὰν μὴ πιστεύσῃ ὅπερ πιστεύομεν, ὁρῶμεν ταύτην τὴν γνώμην πρέπουσαν; μωρὸς ἐγένετο, ὃς λέγει ἑαυτὸν σοφόν… ὑμεῖς δὲ ἐπιμελέστερον ἐγρηγορηκέναι ὀφείλετε, ἵνα ἀντιστῆτε τοῖς τοῦ ἐχθροῦ κηρύγμασι· μείζων γὰρ ὑμῖν ἐστι φροντίς, ὅταν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας λέγηται ὑμῖν τὰ τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐναντιούμενα… οἱ ἔχοντες ἔσω τὸν πολέμιον ἀργίαν οὐκ ἴσασιν» (ὅπ. παρ., σελ. 84).

«Ὅθεν, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἐπειδὴ ἡ παραμυθία ὑμῶν ἐκ Θεοῦ ἐστι… μὴ ἀποκάμετε ἀνθιστάμενοι. Παρέξοι ἐκεῖνος δύναμιν… οὐ φιλεῖ ὁ ἡμέτερος δεσπότης δοῦλον, εἰ μὴ τὸν ἐν πείρᾳ δεδοκιμασμένον τὰς Χριστιανικὰς ψυχὰς ἀεὶ ἡ τῶν πραγμάτων παλαίστρᾳ γυμνάζει» (ὅπ. παρ., σελ. 85).

Καὶ·καταλήγει κι αὐτὴ ἡ ἐπιστολὴ ἀπευθυνομένη·πρὸς τὸν Νεστόριο: «εἰ·μὴ·περὶ·τοῦ·Θεοῦ·τοῦ·Χριστοῦ ἡμῶν ταῦτα ἐξηγήσῃ ἃ καὶ·ἡ Ρωμαϊκῇ·καὶ·ἡ Ἀλεξανδρέων καὶ ἅπασα καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ νοεῖ, καθὼς καὶ ἡ εὐαγεστάτη Κωνσταντινουπολιτῶν Ἐκκλησία μέχρι σοῦ, ὦ βέλτιστε, ἐνόησε· [κατὰ τὴν ἐκτεθεῖσαν πίστιν ἐν τῇ Νικαέων συνόδῳ], καὶ εἰ μὴ ταύτην τὴν δύσπιστον καινότητα τῇ σεβαστῇ καὶ σεβασμίᾳ γραφῇ διαστήσεις ἐντὸς δέκα ἡμερῶν, ἀφ’ ἧς γνωρίζονταί σοι, ταύτης τῆς μεθοδείας τὴν ἡμέραν ἐναρίθμιον, τὰ φανερὰ καὶ γεγραμμένα τῆς καταδικασίμου αἱρέσεως, ἀπὸ πάσης καθολικῆς Ἐκκλησίας ἀκοινώνητον» (ὅπ. παρ., σελ. 87-88).

Τῷ ἀγαπητῷ ἀδελφῷ Ἰωάννῃ Κελεστῖνος. Εὐχόμεθα μέν, ὥσπερ μία ἐστι τῆς θεότητος ἡ οὐσία, οὕτω καὶ παρὰ πᾶσι τοῖς ὁπουδήποτε οὖσιν ἀνθρώποις μίαν τῆς ὀρθῆς πίστεως ἀλήθειαν ἔχειν ἐλάττων δὲ ὅμως ὁ στεναγμός ἐστιν, ἐὰν τινὲς ἑαυτοὺς ἐκτὸς τῆς ἀγέλης τῆς δεσποτικῆς ἀποχωρίζοντες καὶ διὰ γωνιῶν καὶ συσκίων τόπων λανθάνοντες ἑαυτοῖς ἢ καὶ ὀλίγοις τισὶ συμβουλεύωσιν ὁμονοοῦσιν ἑαυτοῖς ἐν τῇ λανθανούσῃ πλάνῃ. ὅτε δὲ ἐν τῇ τοῦ Θεοῦ ἱερᾷ ἐκκλησίᾳ ὁ προβεβλημένος ὑπὸ τῷ ὀνόματι τοῦ ἱερέως αὐτὸν τὸν τοῦ Χριστοῦ δῆμον ἀπὸ τῆς ὁδοῦ τῆς ἀληθείας κατὰ κρημνῶν ἀποστρέφει τῇ οὐκ ὀρθῇ συμβουλῇ καὶ τοῦτο ἐν τῇ μεγίστῃ πόλει, εἰς ἣν διὰ τὴν τιμὴν τοῦ ἐνοικοῦντος βασιλείου ἀπὸ παντὸς τοῦ κόσμου συντρέχει τὸ πλῆθος, τότε δηλαδὴ διπλασιαστέος ἐστὶν ὁ θρῆνος καὶ μείζων ἡ φροντίς, ἵνα μήτι ἡ ἁρπαγὴ τοῦ λύκου περιγενομένου κατισχύσῃ. ἐλάττων γάρ ἐστιν ἡ φροντὶς πολιορκοῦντος τοῦ ἐχθροῦ ἢ ἐντὸς τειχῶν ἐκβακχεύοντος, καὶ κουφότερον παρενοχλεῖ ὁ λύκος ἐκτὸς τῶν ποιμνίων ἀποπλανώμενος ἤπερ ἐν αὐτῇ τῇ ἀγέλῃ τόπον ποιμένος ἐπιλαβόμενος, ἐπειδήπερ πλέον τοῦ ἐμφύλιου πολέμου ἐστίν, ὅταν ἐντὸς τῆς ἐκκλησίας, τουτέστιν ἐντὸς αὐτοῦ τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ δόρατα ἀκοντίζηται τῆς ἀσεβοῦς θρῃσκείας. ὅθεν πάνυ συντετάρακται ἡμῶν τὰ σπλάγχνα, ὅτι οὗτος ὅστις δοκεῖ κατέχειν τὴν ἐκκλησίαν Κωνσταντινουπόλεως, τοῖς καθωσιωμένοις τοῦ Χριστοῦ δήμοις διεστραμμένα τινὰ ἐγχέει, ὑπεναντία τῆς τιμῆς καὶ αἰδοῦς τοῦ τοκετοῦ τῆς ἁγίας παρθένου καὶ ὑπεναντία τῆς ἐλπίδος τῆς ἡμετέρας σωτηρίας, ταῦτα εἰς ἡμᾶς ἦλθεν ὑποβαλλούσης τῆς ἀλγηδόνος τῶν πιστῶν, ἃ ἐγνωρίσθη διὰ τῶν βιβλίων ἅπερ αὐτὸς ἔπεμψε, καί, ὅπερ μείζονος ἀποδείξεως ἦν, πεμφθεισῶν ἐπιστολῶν πρὸς ἡμᾶς ὑπογραφῇ αὐτοῦ τοῦ αὐθέντου ὠχυρωμένων, ὡς ἀμφιβληθῆναι παρ' ἑτέρων μὴ ἐξὸν εἶναι. ὅθεν ἐπειδὴ ὑπέρ τοιούτων αἰτιῶν οὔκ ἐστιν ἀσφαλὴς ἡ μακροτέρα παρενθύμησις (τοιοῦτον γάρ ἐστι σχεδὸν ἔγκλημα παρενθυμεῖσθαι τὰ τοιαῦτα ὁποῖόν ἐστι μύσος τοιαῦτα ἱερόσυλα λέγειν), καὶ τὸν ἐπίσκοπον Νεστόριον καὶ εἴ τις ἄλλος αὐτῷ ἀκολουθήσας τοιαῦτα λέγει, ἀπὸ τῆς ἡμετέρας κοινωνίας ἀποχωρίζομεν, ἕως οὗ δι’ ἐγγράφου ὁμολογίας πεμφθείσης τὴν διαστροφὴν ἣν ἤρξατο διδάσκειν, κατακρίνῃ καὶ ταύτην ἑαυτὸν περὶ τοῦ παρθενικοῦ τόκου, τουτέστι περὶ τῆς σωτηρίας τοῦ τῶν ἀνθρώπων γένους τὴν πίστιν ὁμολογήσῃ κατέχειν, ἥντινα κατὰ τὴν ἀποστολικὴν διδασκαλίαν ἡ Ρωμαίων καὶ ἡ Ἀλεξανδρέων καὶ ἡ καθολικὴ πανταχοῦ ἐκκλησία κατέχει, προσκυνήσῃ τε καὶ ὁμολογήσῃ. εἴ τις δὲ ἢ ἀπὸ Νεστορίου ἢ ἀπὸ τῶν ἄλλων τῶν αὐτῷ ἐξακολουθησάντων, ἀφ’ οὗ τὰ τοιαῦτα ἤρξατο, λαλεῖν, ἢ ἀκοινώνητος ἐγένετο ἢ ἐγυμνώθη τῆς τοῦ ἱερέως ἀξίας ἢ τῆς τοῦ κληρικοῦ, τοῦτον ἐν τῇ ἡμετέρᾳ κοινωνίᾳ καὶ μεμενηκέναι καὶ μένειν, εἰς τὸ ἑξῆς ὡμολόγηται καὶ, οὐδὲ λέγομεν αὐτὸν ἀποκεκινῆσθαι, ἐπειδήπερ οὐδὲ ἠδύνατό τινα ἡ τούτου ἀπόφασις ἀποκινεῖν, ὅστις ἑαυτὸν παρέσχεν ἤδη ἀποκινητέον (ὅπ. παρ., σελ. 88-89).

Ἄλλη ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Ἰωάννη.

Σὲ αὐτὴν κατ’ ἀρχὴν τὸν πληροφορεῖ ὅτι στὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνπόλεως «τεθορύβηται λίανκαὶ ἀποσύνακτοι μεμενήκασι πολλοί» ἐξ αἰτίας τῶν κακοδοξιῶν «τῶν λεγομένων ἐπ’ ἐκκλησίας αὐτῆς παρὰ 

τοῦ εὐλαβεστάτου ἐπισκόπου Νεστορίου». Μάλιστα ἔστειλε καὶ στὴν Ρώμη τὶς κακόδοξες θέσεις του «ἃς καὶ γνόντες οἱ κατὰ τὴν μεγάλην Ρώμην εὑρεθέντες θεοσέβαστοι ἐπίσκοποι καὶ συνεδρίων πολλῶν γενομένων κατεβόησαν αὐτοῦ φάσκοντες ἐναργῶς αἵρεσιν αὐτὸν 

καινοτομῆσαι παγχάλεπον…

Πρόσειπε τὴν παρὰ σοὶ ἀδελφότητι» (ὅπ. παρ., σελ. 90).

«Κυρίῳ μου ποθεινοτάτῳ ἀδελφῷ καὶ συλλειτουργῷ Ἰουβεναλίῳ Κύριλλος ἐν Κυρίῳ χαίρειν. Ηὐχόμην μὲν τοῖς τῶν εὐδοκιμησάντων ἴχνεσι καὶ τῇ ὀρθῇ πίστει κατακολουθεῖν τὸν εὐλαβέστατον Ἐπίσκοπον Νεστόριον (τίς γὰρ τῶν εὖ φρονούντων οὐκ ἂν εὔξαιτο δοκιμωτάτους εἶναι τοὺς καθηγεῖσθαι λαχόντας τῶν τοῦ σωτῆρος ποιμνίων;)· ἐπειδὴ δὲ παρ’ ἐλπίδας ἡ τῶν πραγμάτων ἡμῖν ἐκβέβηκε φύσις (ὃν γὰρ ἔσεσθαι προσεδοκῶμεν ποιμένα γνήσιον, τοῦτον τῆς ὀρθῆς πίστεως διώκτην εὑρήκαμεν), δεῖ λοιπὸν μνημονεῦσαι τοῦ πάντων ἡμῶν σωτῆρος Χριστοῦ λέγοντος οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν ἀλλὰ μάχαιραν. ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, εἰ δὲ δὴ καὶ πρὸς γονέας ἡμῖν ὁ πόλεμος ἀνέγκλητός τε καὶ ἀνεπίληπτος, μᾶλλον δὲ καὶ παντὸς ἐπαίνου μεστός, ὅτε τῇ τοῦ Χριστοῦ δόξῃ συναθλεῖν ἐγνώκαμεν, πῶς οὐκ ἀνάγκη πᾶσα, καίτοι δακρύοντας ὡς ἀδελφὸν ἀπολέσαντας, τὸν θεοφιλῆ περιζώσασθαι ζῆλον καὶ μόνον οὐχὶ τοῖς ἀνὰ πᾶσαν τὴν γῆν ἐκεῖνο εἰπεῖν εἴ τις πρὸς Κύριον, ἴτω πρός με. ἐγὼ μὲν γὰρ καὶ δι’ ἑνὸς καὶ δευτέρου γράμματος ὡς ἀδελφὸν παρεκλαλεσα μὴ ταῖς ἰδίαις ἀκολουθεῖν ἐννοίαις, ἀλλὰ τῇ ὀρθῇ καὶ ἀποστολικῇ πίστῃ τῇ παραδοθείσῃ ταῖς ἐκκλησίαις, οἰηθεὶς ἀπαλλάξαι αὐτὸν τῆς τῶν αὐτοῦ γραμμάτων σκαιότητος· ἀλλ’ οὐδὲν ὤνησε τὸ τῆς διαθέσεως φάρμακον, ἄπρακτος γέγονεν ἡ συμβουλὴ καὶ τοσοῦτον ἀπέσχε τοῦ θέλειν τῆς ἀληθείας ἔπαισθαι δόγμασιν, ὥστε καὶ ἐπιστολὴν ἀπέστειλε πρός με μεθ’ ὑπογραφῆς ἰδίας, ἐν ᾗ καὶ ἐπιπλήττει μὲν ὡς λυπούμενος, διωμολόγησε δὲ σαφῶς θεοτόκον οὐκ εἶναι τὴν ἁγίαν παρθένον, ὅπερ ἐστὶν ἐναργῶς εἰπεῖν μὴ εἶναι Θεὸν ἀληθῶς τὸν Ἐμμανουήλ, ἐφ’ ᾧ τὰς τῆς σωτηρίας ἔχομεν ἐλπίδας. οἰηθεὶς δὲ ὅτι καὶ τὴν Ρωμαίων ἐκκλησίαν συναρπᾶσαι δυνήσεται, ἔγραψε πρὸς τὸν κύριόν μου τὸν εὐλαβέστατον καὶ θεοσεβέστατον ἀδελφὸν καὶ συλλειτουργὸν Κελεστῖνον τῆς Ρωμαίων Ἐκκλησίας ἐπίσκοπον, ἐνθεὶς ταῖς ἐπιστολαῖς τῶν αὐτοῦ δογμάτων τὴν διαστροφήν. πέπομφε δὲ καὶ ἐξηγήσεις πολλάς, ἐξ ὧν ἐξήλεγκται φρονῶν τὰ διεστραμμένα, καὶ κατεγνώσθη λοιπὸν ἀραρότως ὡς αἱρετικος. ἐπειδὴ τοίνυν ὁ μνημονευθεὶς εὐλαβέστατος καὶ θεοφιλέστατος τῆς Ρωμαίων ἐκκλησίας ἐπίσκοπος Κελεστῖνος φανερὰ γέγραφε περὶ αὐτοῦ καὶ πέπομφε πρός με τὰς ἐπιστολάς, δεῖν ᾠήθην ἀποστεῖλαι ταύτας καὶ ἀκονηθεῖσαν οἴκοθεν εἰς εὐσεβῆ ζῆλον τὴν σὴν θεοσέβειαν διαναστῆσαι διὰ τοῦ γράμματος, ὅπως ἂν ἐκ μίας ψυχῆς καὶ συντόνου προθυμίας τὴν εἰς Χριστὸν ἀγάπην ζωσώμεθα καὶ σώσωμεν λαοὺς κινδυνεύοντας καὶ στήσωμεν ἐκκλησίαν τὴν οὕτω διαφανῆ, σύμφρονες δηλονότι γεγονότες ἑκάστοις ἅπαντες καὶ κατὰ τὸν ὁρισθέντα τύπον ἐπιστέλλοντες αὐτῷ καὶ τοῖς λαοῖς. ἂν μὲν ὠφελήσωμεν καὶ μεταστήσωμεν κατὰ τὸ ἀληθὲς αὐτὸν ὧν πεφρόνηκεν, κεκερδάκαμεν ἀδελφὸν καὶ σεσώκαμεν ποιμένα· ἐὰν δὲ ἄπρακτος ἡμῶν ἡ συμβουλὴ γένηται, αὐτὸς ἑαυτῷ ἐπιγράψας τὸ συμβὰν αὐτῷ τῶν ἰδίων πόνων ἔδεται τοὺς καρπούς, δεῖ δὲ ἡμᾶς ἀναγκαίως καὶ τῷ φιλοχρίστῳ καὶ εὐσεβεστάτῳ βασιλεῖ, καὶ ἅπασι δὲ τοῖς ἐν τέλει γράψαι καὶ συμβουλεῦσαι μὴ προτιμῆσαι τῆς εἰς Χριστὸν εὐσεβείας ἄνθρωπον, ἀλλὰ χαρίσασθαι τῇ οἰκουμένῃ τὸ βέβαιον εἰς πίστιν ὀρθὴν καὶ ποιμένος ἀπαλλάξαι πονηροῦ τὰ θρέμματα, εἰ μὴ ταῖς ἁπάντων εἴκει συμβουλαῖς (ὅπ. παρ., σελ. 94-96).

Στὴν ἐπιστολὴν τοῦ ἰδίου Κυρίλλου πρὸς τὸν ἐπίσκοπον Ἀκάκιο διαβάζουμε καὶ τὰ ἑξῆς:

«Οὐ γὰρ ἤρκεσε τῷ εὐλαβεστάτῳ ἐπισκόπῳ Νεστορίῳ τὸ ἐπ’ ἐκκλησίας εἰπεῖν ἃ ἐπ’ ἐκκλησίας ἐσκανδάλισε καὶ παρέλυσε πίστιν τὴν ἐπὶ τῷ πάντων ἡμῶν σωτῆρι Χριστῷ, ἀλλὰ γὰρ καὶ ἠνέσχετο Δωροθέου τινὸς ἐπισκόπου τολμήσαντος ἐπ’ ἐκκλησίας καὶ συνάξεως εἰπεῖν ἀναφανδόν· εἴ τις λέγει θεοτόκον τὴν Μαρίαν, ἀνάθεμα ἔστω. τί τοίνυν δράσομεν ἐν ἐκκλησίᾳ ὀρθοδόξων ἀναθεματισθέντες μετὰ τῶν ἁγίων πατέρων;… γεγόνασι τοίνυν ἀνάθεμα πρὸς Θεὸν ὄντες ἅγιοι πατέρες, καὶ πάντες δὲ ὅσοι τοῖς ὀρθοῖς τῆς ἀληθείας ἑπόμενοι δόγμασι Θεὸν ὁμολογοῦσι Χριστόν, καὶ οὐ μέχρι τούτων ἡ ἐκ τοῦ πράγματος ζημία, ἀλλὰ γὰρ καὶ διεστράφησαν αἱ τῶν λαῶν γνῶμαι… εἰ γὰρ εἴχομεν ζῆλον Θεοῦ καὶ τῆς τῶν πατέρων φιλοθεΐας ἐγινόμεθα μιμηταί, πάλαι ἂν ἦμεν κατὰ τῶν τετολμηκότων φλυαρῆσαι κατὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀναθεματισάντων ἡμᾶς τε τοὺς ζώντας καὶ τοὺς πρὸς Θεὸν ὄντας ἤδη πατέρας ἁγίους ψῆφον ὁσίαν ἐξενέγκαντες, δι’ ἧς ἦν εἰκὸς θεραπεύεσθαι καὶ τοὺς εἰς πίστιν ἠδικημένους τῶν λαῶν» (ὅπ. παρ., σελ. 96-97). Τὰ ἴδια ἐπαναλαμβάνονται καὶ στὴν ἐπιστολὴ «πρὸς τοὺς ἐγγράφως αὐτὸν αἰτιασαμένους…» (ὅπ. παρ., σελ. 107).

Παρακάτω (ὅπ. παρ., σελ. 99-100) συναντοῦμε «Διαμαρτυρία προτεθεῖσα ἐν δημοσίῳ κατὰ τῶν κληρικῶν Κων/πόλεως καὶ κατὰ ἐκκλησίαν ἐμφανισθεῖσα ὡς ὅτι ὁμόφρων ἐστὶ Νεστόριος Παύλου Σαμοσατέως τοῦ ἀναθεματισθέντος πρὸ ἐτῶν ρξ΄ ὑπὸ τῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων

Ὁρκίζω τὸν λαμβάνοντα τόδε τὸ χαρτίον κατὰ τῆς ἁγίας Τριάδος ὥστε φανερὸν αὐτὸ ποιῆσαι ἐπισκόποις πρεσβυτέροις διακονοις ἀναγνώσταις Λαϊκοῖς οἰκοῦσι Κωνσταντινούπολιν ἔτι τε καὶ τὸ ἴσον αὐτοῖς ἐκδοῦναι πρὸς ἔλεγχον τοῦ αἱρετικοῦ Νεστορίου ὅτι ὁμόφρων ἐστὶ τοῦ ἀναθεματισθέντος Παύλου τοῦ Σαμοσατέως πρὸ ἐτῶν ἑκατὸν ἑξήκοντα ὑπὸ τῶν ὀρθοδόξων πατέρων ἐπισκόπων. ἔστι δὲ τὰ παρ' ὁποτέρων εἴρημενα οὕτως

Παῦλος· εἶπε· Μαρία τὸν λόγον οὐκ ἔτεκε. Νεστόριος συμφώνους εἶπεν· οὐκ ἔτεκεν, ὦ βέλτιστε, Μαρία τὴν θεότητα.

Παῦλος· οὐδὲ γὰρ ἦν πρὸ αἰώνων. Νεστόριος·καὶ μητέρα χρονικὴν τῇ δημιουργῷ τῶν χρόνων ἐφιστῶσι θεότητι.

Παῦλος· Μαρία τὸν λόγον ὑπεδέξατο καὶ οὔκ ἐστι πρεσβυτέρα τοῦ λόγου. Νεστόριος· πῶς οὖν Μαρία τὸν ἑαυτῆς ἀρχαιότερον ἔτεκεν;

Παῦλος· Μαρία ἔτεκεν ἄνθρωπον ἡμῖν ἴσον. Νεστόριος· ἄνθρωπος ὁ τεχθεὶς ἐκ παρθένου.

Παῦλος· κρείττονα δὲ κατὰ πάντα, ἐπειδὴ ἐκ πνεύματος ἁγίου καὶ ἐξ ἐπαγγελιῶν καὶ ἐκ τῶν γεγραμμένων ἡ ἐπ’ αὐτῷ χάρις. Νεστόριος·τεθέαμαι γάρ φησι, τὸ πνεῦμα καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν καὶ μένον ἐπ' αὐτόν, τὸ τὴν ἀνάληψιν αὐτῷ χαρισάμενον (ἐντειλάμενος, φησί, τοῖς ἀποστόλοις οὓς ἐξελέξατο, διὰ πνεύματος ἁγίου ἀνελήφθη), τοῦτο δὴ τὸ τηλικαύτην Χριστῷ χαρισάμενον δόξαν.

Παῦλος· ἵνα μήτε ὁ ἐκ Δαυὶδ χρισθεῖς ἀλλότριος ᾖ τῆς σοφίας μήτε ἡ σοφία ἐν ἄλλῳ οὕτως οἰκῇ. καὶ γὰρ ἐν τοῖς προφήταις ἦν, μᾶλλον δὲ ἐν Μωσεῖ, καὶ ἐν πολλοῖς κυρίοις, μᾶλλον δὲ ἐν Χριστῷ ὡς ἐν ναῷ. καὶ ἀλλαχοῦ λέγει ἄλλον εἶναι τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ ἄλλον τὸν λόγον. Νεστόριος·μὴ ἐγχωρεῖ τὸν πρὸ πάντων τῶν αἰώνων γεννηθέντα ἄλλο ἅπαξ γεννηθῆναι, καὶ ταῦτα θεότητι;

Ἰδοὺ δέδεικται σαφῶς λέγων ὁ παραβάτης· οὐκ ἐτέχθη ἀπὸ Μαρίας ὁ γεννηθεὶς ἐκ τοῦ πατρός· ἰδοὺ συναινεῖ τῷ αἱρετικῷ Παύλῳ τῷ λέγοντι ἄλλον εἶναι τὸν λόγον καὶ ἄλλον τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ οὐκ ἔστιν εἷς ὡς ἡ ὀρθοδοξία κηρύττει… Συνᾴδει δὲ τούτοις καὶ ὁ μακάριος ἐπίσκοπος Εὐστάθιος ὁ τῆς αὐτῆς Ἀντιοχείας, εἷς ὢν τῶν τριακοσίων δεκαοκτὼ ἐπισκόπων ἐπὶ τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης συνόδου, λέγων οὕτως τὸ μὴ μόνον ἄνθρωπον, ἀλλὰ καὶ Θεόν» (ὅπ. παρ., σελ. 99-100).