.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νοερά Προσευχή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νοερά Προσευχή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Να ''κυνηγάμε''την ευχη

Στήν ώρα τής διακονίας (εργασίας) μας, ή οτιδήποτε άλλο κάνουμε, αντί νά αργολογήσουμε, αντί νά συζητήσουμε, αντί να πούμε ιστορίες, αντί νά πούμε πνευματικά, καλύτερα είναι νά λέμε τήν "ευχή". Γιατί μέσα καί στά πνευματικά ακόμη θά υπάρχει καί μία κατάκριση, ένα κουτσομπολιό, μία αργολογία, μία μεμψιμοιρία,, θά υπάρξουν αστεϊσμοί, διάφορα.
Όταν μάς έρχεται διάθεσις γιά συζήτηση, όταν μάς πιάνει πλήξη, μάς πιάνει στενοχώρια, νά ξέρετε είναι γιατί δέν κυνηγάμε τήν "ευχή". Νά τήν κυνηγήσουμε, όπως τήν κυνηγούσαν οί Πατέρες οί άγιοι, όπως τήν κυνήγησαν πνευματικοί άνθρωποι στόν κόσμο καί αισθάνθηκαν τήν Χάρι τού Θεού. Γιορτές καί Κυριακές πού έχουμε περισσότερο χρόνο νά λέμε τήν "ευχή" (Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με), νά τόν εκμεταλευώμαστε τόν χρόνο.


Από τό βιβλίο: Γερόντισα Μακρίνα - Λόγια Καρδιάς, εκδόσεις Ιεράς Μονής Παναγίας οδηγήτριας Πορταριά Βόλου. 

Αδιάλειπτη μνήμη του Θεού


Εξομολογήθηκες και κοινώνησες. Συγχαρητήρια! 
Εύχομαι τα θεία Μυστήρια να ζωογονήσουν το πνεύμα σου, να φέρουν την καρδιά σου πιο κοντά στον Κύριο, να δώσουν νόημα στη ζωή σου και να οχυρώσουν την ψυχή σου, για να μπορέσεις, αποκρούοντας αποτελεσματικά τις επιθέσεις του εχθρού, να ευαρεστήσεις τον Θεό. 

Πάνω απ’ όλα, πάντως, εύχομαι και ελπίζω να βιώνεις τη χαρά της σωτηρίας που έφερε ο Ιησούς Χριστός. Γιατί ο Χριστός βρίσκεται τώρα μέσα σου. Και όπου βρίσκεται ο Χριστός, εκεί είναι και η σωτηρία...


Κάποτε ταξίδευε ο Κύριος με τους μαθητές Του στη θάλασσα της Γαλιλαίας. Ξέσπασε, όμως, ανεμοθύελλα και το πλοίο τους κινδύνευε. Στο μεταξύ ο Ιησούς είχε αποκοιμηθεί. Οι απόστολοι Τον ξύπνησαν φοβισμένοι. «Δάσκαλε, δάσκαλε, χανόμαστε!», φώναξαν. Εκείνος τότε επιτίμησε τον άνεμο και την τρικυμία, κι έγινε γαλήνη. Ύστερα είπε στους μαθητές Του: «Πού είναι η πίστη σας;» (Λουκ. 8:22-25). 

Όποιος έχει πίστη στον Χριστό, όποιος είναι μαζί με τον Χριστό, δεν πρέπει να φοβάται. Ο Χριστός, λοιπόν, είναι τώρα μαζί σου! Μη φοβάσαι μήτε την εσωτερική μήτε την εξωτερική ταραχή. Κράτα ζωντανή την πίστη σου στον Κύριο και στη βοήθειά Του, και η καρδιά σου θα πει με βεβαιότητα: «Κι αν ακόμα πορευθώ, Κύριε, μέσ’ από μέρη που τα σκιάζει ο κίνδυνος του θανάτου, δεν θα φοβηθώ ότι μπορεί να πάθω κάποιο κακό, γιατί Εσύ είσαι μαζί μου» (Ψαλμ. 22:4), Όλοι όσοι κοινωνούν, μπορούν να ψάλλουν: «Ο Κύριος των δυνάμεων είναι μαζί μας. Βοηθός μας είναι ο Θεός του Ιακώβ» (Ψαλμ. 45:8).
Τώρα που έχεις ανακαινιστεί από τη θεία χάρη, τώρα που έχεις ενισχυθεί από το θείο έλεος, τώρα που έχεις αλλοιωθεί από τη θεϊκή παρουσία, βάδισε στο δρόμο του Κυρίου, που διάλεξες με τόση φιλοτιμία. Βάδισε σ’ αυτόν το δρόμο ως το τέλος της ζωής σου, έχοντας ως βακτηρία στην πορεία σου την αδιάλειπτη μνήμη του Θεού. Αγωνίσου επίμονα να κρατάς στο νου σου τον Θεό, ώσπου η μνήμη Του να μη σ’ εγκαταλείπει πια. Ο Κύριός μας βρίσκεται, σε κάθε τόπο και σε κάθε στιγμή, μαζί μας, δίπλα μας, μέσα μας. Εμείς, όμως, δεν είμαστε πάντα μαζί Του, γιατί, δεν Τον θυμόμαστε. Γι’ αυτό, άλλωστε, κάνουμε και πράγματα που ποτέ δεν θα κάναμε, αν Τον θυμόμασταν. Αγωνίσου, λοιπόν, ν’ αποκτήσεις την ευλογημένη αυτή συνήθεια. Δεν χρειάζεται παρά θέληση καιεπιμονή. Και δεν έχεις παρά απλώς να θυμάσαι πως ο Κύριος είναι κοντά σου, βλέπει τι κάνεις και γνωρίζει τι σκέφτεσαι. Στην αρχή θα δυσκολευτείς λίγο να κρατήσεις μέσα σου αμετάπτωτη αυτή τη σκέψη. Με τον καιρό και με την προσπάθεια, όμως, θα συνηθίσεις να την κρατάς. Σιγά-σιγά θα γίνει μόνιμο βίωμά σου. Και τότε θα δεις τη λυτρωτική επίδρασή της στην ψυχή σου, που θα πλημμυρίσει από ευλάβεια και θείο φόβο.
Εμείς οι ορθόδοξοι, για την ευκολότερη απόκτηση της αδιάλειπτης μνήμης του Θεού, έχουμε μιαν ειδική μέθοδο, την επανάληψη της σύντομης προσευχής «Κύριε, ελέησον!» ή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!» ή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ τού Θεού, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν!». Αν ποτέ δεν έχεις ακούσει γι’ αυτή την προσευχή, που λέγεται ευχή του Ιησού, κι αν ποτέ δεν την έχεις κάνει, άρχισε από τώρα να την επαναλαμβάνεις. Όταν κάθεσαι, όταν βαδίζεις, όταν εργάζεσαι, όταν τρως, ακόμα κι όταν βρίσκεσαι στο κρεβάτι, λέγε χωρίς διακοπή και με προσήλωση της προσοχής στις λέξεις: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με!». Έπειτα από καιρό, η ευχή θα στερεωθεί στη γλώσσα και στο νου σου, κι έτσι θα επαναλαμβάνεται μόνη της. Η αδιάλειπτη αυτή προσευχή αποτρέπει τη διάχυση και περιπλάνηση των λογισμών, εμπνέει το φόβο του Θεού και συντηρεί την ευλάβεια.
Να είσαι ευδιάθετη και χαρούμενη τώρα που μπαίνεις στο δρόμο του Κυρίου, το δρόμο που οδηγεί στην ουράνια βασιλεία. Ο Χριστός και η πάναγνη Μητέρα Του να σε βοηθήσουν!

(Οσίου Θεοφάνους του Εγκλεἰστου, «Ο δρόμος της ζωής», εκδ. Ι.Μ.Παρακλήτου, Ωρωπός – Αττικής)

Ἡ θύμηση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ

"Ἡ θύμηση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ διεγείρει τόν ἐχθρό γιά μάχη. Γιατί μιά ψυχή, πού πιέζει τόν ἑαυτό της νά κάνει τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, μπορεῖ, μ' αὐτή τήν προσευχή, νά βρεῖ ὁ,τιδήποτε, καί ἀγαθό καί πονηρό.
Πρῶτα ἡ ψυχή μπορεῖ νά δεῖ τό πονηρό στά μύχια τῆς καρδιᾶς της κι ὕστερα μπορεῖ νά δεῖ τό ἀγαθό. Ἡ προσευχή αὐτή μπορεῖ νά ὐποκινήσει τόν ὄφη σέ δράση καί ἡ ἴδια αὐτήν προσευχή μπορεῖ νά τόν συντρίψει. 
Ἡ προσευχή αὐτή μπορεῖ νά ξεχώσει τήν ἁμαρτία πού ζεῖ μέσα μας κι ἡ ἴδια αὐτή προσευχή μπορεῖ νά τήν ξεριζώσει. Ἡ προσευχή αὐτή μπορεῖ νά ὑποδαυλίσει μέσα στήν καρδιά ὅλη τή δύναμη τοῦ ἐχθροῦ, καί ἡ ἴδια αὐτή προσευχή μπορεῖ νά τόν ὑποτάξει καί λίγο-λίγο νά τόν βγάλει ὁλότελα ἀπό μέσα μας.
Τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατεβαίνοντας στά βάθη τῆς καρδιᾶς, θά καθυποτάξει τόν ὄφη πού διαφεντεύει τά λειβαδοτόπια της καί θά σώσει καί θά ζωοποιήσει τήν ψυχή. Συνεχίστε σταθερά τήν προσευχή στό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ἔτσι πού ἡ καρδιά νά ἀφομοιώσει μέσα της τόν Κύριο καί ὁ Κύριος νά ἀφοιμοιώσει μέσα Του τήν καρδιά, ἔτσι πού οἱ δυό τους, ἐκείνη κι Ἐκεῖνος, νά γίνουν ἕνα. Αὐτό, ὅμως, δέν πραγματοποιεῖται μέσα σέ μιά μέρα, ἤ σέ δυό μέρες, ἀλλ' ἀπαιτεῖ χρόνια πολλά καί χρόνο πολύ. Χρειάζονται πολύς χρόνος καί μόχθος γιά νά διωχτεῖ ὁ ἐχρθός καί νά ἐγκατασταθεῖ ὁ Χριστός".


Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος


Τό κομποσχοίνι, ὅπλο προσευχῆς

Κάποιο μοναστήρι μέ πολλούς μοναχούς τό ἐπισκέφθηκε ἐντεταλμένο ὄργανο τῆς τάξεως. Ζήτησε τό Γέροντα τῆς μονῆς.
Ὁ Γέροντας νόμιζε ὅτι ὁ ἐπι­σκέπτης θά ζητοῦσε νά ἐξομολογηθεῖ. Με­τά ἀπό ὀλιγόλεπτη πνευματικοῦ ἐπιπέδου συνομιλία, διατυπώθηκε εὐθέως ἡ ἐρώτηση στό Γέροντα:
Γέροντα ἔχετε στό μοναστήρι σας ὅπλα;
Ἀμέσως ὁ γέροντας βγάζει ἀπό τήν τσέπη του ἕνα κατοστάρι κομποσχοίνι καί τοῦ ἀπαντᾷ. Καί βέβαια παιδί μου ἔχουμε πολλά ὅπλα ἐδῶ. Κάθε μοναχός ἔχει τό δικό του ὅπλο. Ὁ «ἐντεταλμένος» τοῦ ἀπαντᾷ: Ἀφῆστε τα Γέροντα αὐτά καί ἐπιτρέψτε μου μαζί μέ τή συνοδεία πού βρίσκεται ἐδῶ κοντά νά κάνουμε ἔρευνα στή Μονή σας, γιατί ἔχουμε καταγγελία ὅτι ἔχετε κρυμμένα ὅπλα. 

Ναί, παιδί μου, λέγει ὁ Γέροντας, νά κάνετε ὅ­που θέλετε ἔρευ­να, μόνο σᾶς παρακαλῶ νά σεβα­στεῖ­τε τήν ἱερότητα τοῦ χώρου καί τήν ἡσυχία τῶν πατέρων.
Πράγματι ἔγινε ἡ διατεταγμένη ἔρευνα καί βρέθηκαν στό μο­ναστήρι τριπλάσια τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μοναχῶν «ὅπλα» διαφόρων με­γεθῶν. Παρουσιάστηκε λοιπόν ὁ ὑ­πεύθυνος στό Γέροντα καί τοῦ ζήτησε συγγνώμη γιατί δέν βρέθηκε κανένα φονικό ὅπλο, ἀλλά πάμπολλα κομποσχοίνια. Ὁ γέροντας τοῦ χάρισε ἕνα ἀπό κάθε μέ­γεθος μέ τήν παράκληση νά τά χρησιμοποιεῖ. Ἔκτοτε ὁ ἀστυνο­μι­κός πήγαινε στό Γέροντα γιά νά μαθαίνει νά χρησιμοποιεῖ αὐτό τό ὅπλο καί νά ὠφελεῖται πνευματικά, ψυχολογικά, βιοτικά.

Ἡ διδασκαλία τοῦ Γέροντα περιλαμβάνει τά κάτωθι:
Ἐν πρώτοις χαίρομαι, παιδί μου, γιατί ἡ ἐν γένει συμπερι­φο­ρά σου ἦταν ἄψογη. Ἔδειξες ὑποταγή στήν ὑπηρεσία σου πού σοῦ ἀνέ­θεσε αὐτήν τήν ἐντολή. Ἡ ἔρευνα πού ἔκανες μαζί μου ἦταν ἐξονυχιστική, ἀλλά ἔδειξες τόν ἁρμόζοντα σεβασμό στούς πατέρες πού ἀσκοῦνται καί ἐργάζονται ἐδῶ καί σέ ὅλα τά πράγματα, ἀντικείμενα, σκεύη ἁπλᾶ καί ἱερά, στά πάντα.

Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι ἔχεις τίς προϋποθέσεις γιά νά χρησιμοποιήσεις τό ὅπλο πού ἀσταμάτητα εἶδες νά χρησιμο­ποιεῖται στήν ἱερά μας Μονή.

Σοῦ ἀνέφερα, ὅτι εἶναι ὅπλο καί εἶναι ὅπλο κατά τοῦ Διαβόλου καί τῆς πολυμήχανης συνοδείας του. Ἐμεῖς ὅμως δέν θά ἀσχοληθοῦμε μέ τό Διάβολο, παρά μόνο ὅ­που χρειάζεται γιά νά καταλάβεις τή χρήση τοῦ κομπο­σχοινιοῦ.

Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, παιδί μου, δέν εἴμαστε μονοφυσῖτες. Πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστός μας ὑπῆρξε καί ὑπάρχει ὡς τέλειος Θεός καί τέλειος, πραγματικός ἄν­θρωπος. Ἔτσι καί μεῖς ἔχουμε τήν ἀνθρώπινη φύση πάνω μας, ἀλλά μέ τά ἱερά Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας γινόμαστε καί πολῖτες τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Γιαυτό ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας γιά νά μᾶς ὁδηγήσει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιεῖ πνευματικά γυμνάσματα, πνευματικές ἀσκήσεις. Χρησιμοποιεῖ ὅμως καί ὑλικά μέσα γιά νά μετέχουμε στή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί στή Βασιλεία Του. Χρησιμοποιεῖ τό νερό, τό κρασί, τό ψωμί, τό λάδι, τό θυμίαμα, τό θυμιατό, τά κουδουνάκια του, τά ἱερά σκεύη, τά ἄμφια, τίς εἰκόνες, τόν ἱερό Ναό. Μαζί μέ αὐτά καί τό κομποσχοίνι.

Ἐπειδή ἡ προσευχή εἶναι το πιό δύσκολο ἔργο μας καί ὁ Νοῦς μας διασπᾶται ἀστραπιαῖα ὡς μεταπτωτικός, ἐφεῦρε ἡ Ἐκκλησία μας αὐτό τό ἁπτό ὑλικό μέσο πού μᾶς βοηθάει νά κάνουμε πιό προσεκτικά τήν προσευχή. Ἔτσι ὄχι μόνο ὁ Νοῦς καί ἡ καρδιά πιό προσεκτικά μετέχουν στήν προσευχή ἀλλά μετέχει καί τό σῶμα μας. Καί τό σῶμα ἔχει ἄμεση τή Χάρη τῆς προσευχῆς, γιά νά ἀντέχει στόν ἀγῶνα τῆς καθημερινότητας. Ἄν τό σῶμα ἀσθενεῖ καί πάλι ἡ προσευχή μέ τό κομποσχοίνι τό βοηθάει νά ἀντέχει στήν ἀσθένεια καί μέ τήν παροχή τῆς θείας Χάριτος νά θεραπεύεται.

Τό κομποσχοίνι ὡς ὕλη προέρχεται ἀπό μαῦρες ὡς ἐπί τό πλεῖστον μάλλινες κλωστές. Τό μαῦρο χρῶμα θυμίζει τό μαρτύριο τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης ἀποκαλοῦσε εἰρωνικά τούς κληρικούς τῆς ἐποχῆς του μελανοχίτωνες, ἐπειδή φοροῦσαν μαύρους χιτῶνες, σύμβολο πένθους γιά τήν ἄδικη Σταύρωση τοῦ Κυρίου μας. Συνεχίζουν μοναχοί καί κληρικοί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ νά φέρουν πάνω τους τά μαῦρα ράσα, μή λησμονοῦντες τό μαρτύριο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί χαίροντες γιατί, εἰκονίζοντες τό μαρτύριό Του, δίνουν τή σταυρική μαρτυρία πού ὁδήγησε στήν Ἀνάσταση. Γιαυτό στίς ἱερές Ἀκολουθίες καί στή θεία Λειτουργία οἱ κληρικοί ἐκτός ἀπό τό ἕνα ἐσωτερικό μαῦρο ράσο πού οὐδέποτε ἀποβάλλουν, φοροῦν τά λαμπρά διαφόρων χρωμάτων ἱερά ἄμφια πού διαλαλοῦν τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Σταυροαναστάσιμη εἶναι ἡ ἔν­δυση τῶν κληρικῶν. Ἀσφαλῶς σταυροαναστάσιμη θά πρέπει νά εἶναι καί ὁλόκληρη ἡ ζωή τους καί ἐντός τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ ἐν ὥρᾳ ὑπηρεσίας καί ἐκτός αὐτοῦ διακηρύσσοντας παντοῦ, σέ κάθε ἀνθρώπινο στέκι τή σημασία τοῦ τιμίου Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.

Εἴπαμε ὅτι ἡ ὕλη τοῦ κομποσχοινιοῦ εἶναι ἀπό μάλλινες κλωστές. Μαλλί ἀπό κάποια ἀθῷα ζῷα, ἀπό πρόβατο ἤ κατσίκι. Βλέπεις, παιδί μου, ὅλα θέλει νά τά ἐξαγιάσει ἡ Ἐκκλησία μας. Κάνοντας τό κομποσχοίνι θά ἐννοήσεις κάποια στιγμή τί σημαίνει ὅτι ὁ Νέος Παράδεισος εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί ἀποστολική Ἐκ­κλη­σία, ἡ Ὀρθόδοξη ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἐκκλησία.

Τώρα πρέπει νά μάθεις σωστά πῶς χρησιμο­ποι­οῦ­με τό κομποσχοίνι. Τό κρατοῦμε μέ τό ἀριστερό μας χέρι. Γιατί μέ τό δεξί κάνουμε τό Σταυρό μας σέ κάθε κόμπο πού ἐναλλάσσουμε μέ τό ἀριστερό χέρι. Αὐτά τά κομποσχοίνια πού κάνουμε μαζί τό Σταυρό μας σέ κάθε κόμπο, τά ὀνομάζουμε σταυρωτά. Ὅταν περνᾶμε τό κομποσχοίνι χωρίς ταυτοχρόνως νά κάνουμε σταυρούς, τά ὀνομά­ζουμε περαστά. Ὅποιο ἀπό τά δύο θέλεις καί μπορεῖς, μπορεῖς νά τό κάνεις, ἤ σταυρωτό ἤ περαστό.

Κάθε ἕνας κόμπος εἶναι πλεγμένος ἀπό ἐννέα σταυρούς. Στά σταυρωτά κομποσχοίνια σέ κάθε κόμπο κάνουμε καί ἕνα σταυρό μέ τό χέρι μας. Ἐννέα οἱ σταυροί κάθε κόμπου καί ἕνας ὁ σταυρός πού κάνουμε μέ τό χέρι μας, δέκα σταυροί. Ἄν πολλαπλασιάσουμε τούς ἑκατό κόμπους ἐπί δέκα σταυρούς μᾶς δίνουν τό γινόμενο τῶν χιλίων σταυρῶν. Γιά σκέψου, παιδί μου, τί χαρισματική δύναμη κρύβει ἕνα κομποσχοίνι τῶν ἑκατό κόμπων. Καί νά φαντασθεῖς ὅτι οἱ μοναχοί ἔχουν ὡς καθημερινό κανόνα νά κάνουν μόνοι τους τριακοσάρια κομποσχοίνια, ὄχι ἕνα, ἀλλά πολλά, ἀνάλογα μέ τή βαθμίδα τοῦ μοναχισμοῦ στήν ὁποία βρίσκεται ὁ κάθε μοναχός.

Γιαυτό σοῦ παρομοίασα, ὅταν πρωτογνωριστήκαμε, τό κομποσχοίνι μέ τό ὅπλο. Εἶναι πολύ δυνατό ὅπλο τό κομποσχοίνι. Κρύβει ἀτομική ἐνέργεια πολλῶν μεγατόνων.

Πολλά θαύματα ἔχουν γίνει μέ τό κομποσχοίνι. Ὀφείλονται στήν τόσο ἁπλῆ ἀφανῆ χαρισματική δύναμή του. Τά πιό πολλά θαύματα εἶναι τά θαύματα νεκραναστάσεων ἀνθρώπων βαθιά πεσμένων στήν ἁμαρτία καί ἀνέλπιστα ἐπιστρεφόντων μέ μετάνοια στό Χριστό καί στήν Ἐκκλησία. Δηλαδή κάποιος πιστός ἤ κληρικός ἀ­φιερώνει μερικά κομποσχοίνια γιά κάποιον ἀπομακρυ­σμένο ἀπό τή θεία Χάρη καί ὁ πρώην ἄσωτος ἐπιστρέφει ἐκ καρδίας στόν Κύριο. Αὐτή θά πρέπει ἀσφαλῶς καί νά εἶναι ἡ βάση τῆς παιδαγωγίας μας πρός τήν ἐπερχόμενη γενιά τῶν νέων. Ἡ προσευχή γιά τά παιδιά μας καί τά ἐγγόνια μας μέ τό κομποσχοίνι θά κάνει θαύματα στήν ἀγωγή τους. Τόσο στήν κατά κόσμο προκοπή τους ὅσο καί στόν κατά Χριστό καταρτισμό τους τό κομποσχοίνι θά ἀνοίξει δρόμους, προοπτικές, διάκριση καί μέσα μας καί μέσα τους, ὥστε νά μήν ὑπάρχουν ὀξεῖες ἀντιπα­λό­τη­τες, ἀλλά ἔστω καί μετά ἀπό πόνο καί κλυδωνισμούς στίς σχέσεις μας, νά ἔρχεται ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη καί ἀλληλο­περιχώρηση.

Στό κομποσχοίνι μποροῦμε, στούς πρώτους τρεῖς-τέσσερις κόμπους, νά ἀναφέρουμε τό ὄνομα τοῦ παιδιοῦ μας, τοῦ δικοῦ μας ἤ οἱουδήποτε ἄλλου γιά τόν ὁποῖο θέλουμε νά προσευχηθοῦμε. Συνεχίζουμε τό κατοστάρι κομποσχοίνι ἀναφέροντας φυσικά πρῶτα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ τή συγκεκριμένη φράση «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ».

Εἶχα ἀκούσει στό ἁπλό κελί τοῦ ἁγίου Γέροντα π. Πορφυρίου νά λέει ψιθυριστά «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» μόνο. Τό ἐπανέλαβε μερικές φορές. Μέ τήν ἀγάπη καί τή λατρεία πρός τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χρι­στοῦ πού συνδέονταν αὐτές οἱ τρεῖς μοναδικές λέξεις, δημιουργοῦσαν, στόν κάθε πλησίον του εὑρισκόμενο καί συνομιλοῦντα ἀφύπνιση, πόθο, ἀγάπη καί λατρεία πρός τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος δέν μᾶς ἀγάπησε ἔτσι ἀορίστως καί ὑπερβατικῶς, ἀλλά σταυρούμενος καί θανατούμενος. Ἔτσι γίνεται μιά ἁγία μετάδοση ἀγάπης. Ἀπό τόν Σταυρωθέντα καί Ταφέντα Κύριο ἔρχεται τό πλήρωμα τῆς ἀγάπης συνδυασμένης μέ τό Σταυρό, τήν Ταφή Του καί τήν Ἀνάσταση. Αὐτή ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη πλημμυρίζει τήν ψυχή, τήν καρδιά καί τό σῶμα τοῦ προσευχομένου. Διά τοῦ προσευχομένου μεταδίδεται ἡ Ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρός αὐτόν γιά τόν ὁποῖο γίνεται ἡ προσευχή μέ τό εὐλογημένο κομποσχοίνι. 

Λέγοντας ὁ πατέρας ἤ ἡ μητέρα, ὁ παπποῦς ἤ ἡ γιαγιά προσευχές γιά τά παιδιά τους μέ τό κομποσχοίνι μεταδίδεται ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ στά παιδιά. Τήν ὥρα τοῦ κομποσχοινιοῦ πού πρωτίστως ἐπικαλούμαστε τό ὄνομα καί τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, δημιουργεῖται ἡ καλύτερη υἱκή σχέση πρός τό Χριστό μας. Σχέση εὐγνωμοσύνης καί δοξολογίας γιά τά ἄφθονα ὑλικά καί πνευματικά ἀγαθά, μέ τά ὁποῖα μᾶς κατακλύζει καί σχέση ταπεινῆς παράκλησης καί θεοφιλοῦς ζητια­νιᾶς γιά τό καλό τῶν ἄλλων, δικῶν μας καί ξένων. Μέσα στήν ἱερή ἡσυχία τῆς προσευχῆς μέ τό κομποσχοίνι βάζουμε καί τό ὄνομα τοῦ πιθανῶς ἀτίθασου ἤ παραστρατημένου παιδιοῦ μας. Νοερά τό ἔχουμε μαζί μας. Πνευματικά καί νοερά τό βάζουμε μπροστά στό Χριστό. Μέσα σ’ αὐτήν τήν Τριαδική χαρισματική σχέση - ὁ Χριστός, ἐμεῖς, τό παιδί μας - χάνεται κάθε ἐμπάθεια, θλίψη, ἀπογοή­τευση, ἐγωι­σμός, ἐπιμονή κτλ. Βλέποντας ὁ θυσιασθείς γιά χάρη μας Κύριος, ὅτι μέ ἀληθινή ἀγάπη καί ὄχι ἐγωιστική, προσευχόμαστε γιά τό παιδί μας ἤ γιά κάποιον ἄλλον, δίνει τή Χάρη Του καί γίνονται τά θαύματα τῶν νεκραναστάσεων πού προαναφέραμε.
Ἐκτός τούτου ὅμως ἄμεσα ὠφελεῖται ὁ ἴδιος ὁ ἐπι­καλού­μενος τό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἴτε τό ἐπικαλεῖται γιά δική του προσωπική ὠφέλεια εἴτε καί γιά ὠφέλεια κάποιου ἄλλου. 

Ὁ Χριστός μας πολύ ἀγαπᾶ κάθε μέ πόνο προσευχόμενο ἄν­θρωπο καί ἀρχοντικά, θεϊκά βοηθάει. Πρωτίστως βοηθάει πνευμα­τικά, ἀφοῦ θέλει νά ζοῦμε κατά Θεόν. Ὁ ἴδιος χανόταν ἀπό τούς μαθητές Του καί παραδινόταν στήν προσευχή πρός τόν Πατέρα Του. Μᾶς ἔχει διασωθεῖ αὐτή ἡ ὑπέροχη προσευχή Του πρός τόν Πατέρα Του, μετά ἀπό τήν ὁποία ἀπέκτησε, καί ὡς τέλειος πραγματικός ἄν­θρω­πος, τή δύναμη νά πεῖ ἐν ὑπακοῆ: «οὔχ ὡς ἐγώ θέλω ἀλλ’ ὡς Σύ», ὑπερβαίνοντας τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἐκ τῆς ὁποίας εἶχε πεῖ στόν Πατέρα του: «εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τό ποτή­ριον τοῦτο».

Ἐμεῖς πού ὡς ἄνθρωποι κοινοί ἔχουμε τόσα πάθη, τόσες στεναχώριες, τόσες ἀρρώστιες, τόσα βάσανα, γιατί βαριόμαστε νά ξεκινήσουμε τήν προσευχή;

Πολλά πάθη μας καί πολλά ἁμαρτήματά μας θά εἶχαν διορθωθεῖ, ἄν μετά ἀπό τήν ἱερά ἐξομολόγηση κάναμε τό κομπο­σχοίνι μας εἰς ἴασιν ψυχῆς καί σώματος. 

Τό κομποσχοίνι μᾶς θεραπεύει τήν ψυχή, κόβονται τά πάθη καί ζεῖ ὁ προσευχόμενος τή μυστική χαρά τῆς πνευματικῆς θεραπείας, ἀλλά καί τῆς ψυχολογικῆς θεραπείας. Ὅλες οἱ ἀπο­τυχίες μας τῆς ζωῆς, ἄν ἔφταναν στό κομποσχοίνι, δέν θά μπλέκαμε μέ ἀπέλ­πιδες θεραπεῖες καί πολλά-πολλά φάρμακα. Δέν ἀποφα­σίζουμε νά ἀγωνι­σθοῦμε μέ τό κομποσχοίνι, ἀλλά προ­τιμᾶμε νά τρέχουμε ἐναγωνίως στούς γιατρούς, στίς διάφορες ἀπόπειρες θερα­πειῶν καί στά πολλά φάρμακα. Ἀφήσαμε τό πρῶτο θεραπευτήριο, πού εἶναι τό κομποσχοίνι, γι’ αὐτό παγιωνόμαστε στόν ἀνθρώπινο τρόπο θεραπείας καί μάλιστα πολλές φορές τρέχουμε καί σέ ἐναλλακτικές ὕπουλες θεραπευτικές μεθόδους πού ὄχι μόνο δέν μᾶς κάνουν καλά, ἀλλά καί γινόμαστε χειρότερα πνευματικά καί ψυχολογικά.

Ἡ Ἁγία Γραφή λέγει «ὁ Θεός ἔδωκε τόν ἰατρόν». Ὁ π. Πορφύριος συνιστοῦσε νά μήν ἐμπιστευόμαστε τήν ὑγεία μας στούς ἐναλλακτικούς. Νά ἐμπιστευόμαστε τήν κλασσική ἰατρική, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ὁ ὁποῖος ποτέ δέν ὑποτιμοῦσε τούς ἐπιστήμονες καί τήν ἐπιστήμη, ἀλλά μετά ἀπό τό Θεό.

Τό κομποσχοίνι ἄριστα μπορεῖ νά συνδυασθεῖ μέ τίς διάφορες ἱερές Ἀκολουθίες, ἀκόμα καί μέ τή Θεία Λειτουργία. Πόσες φορές στίς ἱερές Ἀκολουθίες, μά καί στή θεία Λειτουργία ἀκόμα, ἀφαιρούμαστε. Ὁ Νοῦς μας δύσκολα συμμαζεύεται. Χρειάζεται καμτσίκι γιά νά συγκε­ντρωθεῖ. Αὐτή τήν ἱερή διακονία προσφέρει τό κομποσχοίνι. Ὅταν τό κρατᾶς στό χέρι σου, θά θυμηθεῖς ἀκό­μα καλύτερα νά τό χρησιμοποιήσεις ἀκόμα καί μέσα στή θεία Λειτουργία. Μερικοί ὑποστηρίζουν ὅτι τό κομποσχοίνι καί ἡ εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» μέσα στή θεία Λειτουργία σέ μπερδεύουν. Σκέπτεσαι, λέγουν, τήν εὐχή καί δέν προσέχεις στά λόγια καί στά τελούμενα τῆς θείας Λειτουργίας.

Ἡ ἀληθινή ἐν Χριστῷ ἐμπειρία ὅμως ἔχει ἀποδεί­ξει ὅτι τρανώνεται ἡ προσευχή μας, ἀφοῦ ἐξυγιαίνεται καί τρανώνεται καί ἡ προσοχή μας. Μπορεῖ βέβαια σέ μερικά σημεῖα τῆς θείας Λειτουργίας νά παύει, νά σιωπᾷ ἤ νά χαλαρώνει ἡ εὐχή μέ τό κομποσχοίνι. Ἡ ἐνέργεια ὅμως τῆς εὐχῆς δίνει τά χαρίσματα πού προαναφέραμε, τῆς τρανῆς προσοχῆς καί τῆς νηπτικῆς καθαρῆς προσευ­χῆς, ἔρχεται ἡ θεία κατάνυξη στήν ψυχή, τήν καθαρίζει, τή χαριτώνει καί ὁ Νοῦς πιά παραμένει ἀκίνητος στή χαρά καί τή χάρη τῆς θείας Λειτουργίας, ἤ τῶν ἄλλων ἱερῶν Ἀκολουθιῶν. Ψευδοδίλημμα ἑπομένως εἶναι ἤ τήν εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» θά λέμε ἤ τήν θεία Λειτουργία θά παρακολουθοῦμε. Τό κομποσχοίνι καί ἡ εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» ἀλληλοπεριχω­ροῦ­νται, δένουν γερά τό Νοῦ καί τήν ψυχή μας μέ τήν καθαρή προσευχή καί τό ἀποτέλεσμα εἶναι πάντοτε θαυμαστό, ἀποτέλεσμα βαθιᾶς εἰρήνης, ταπεινοφροσύνης, χαρᾶς καί πληρότητας ἀπό τή μυστική παρουσία τοῦ Χριστοῦ, πού παρέχει μόνος Αὐτός τά παραπάνω Χαρίσματα, ἔστω ὡς δείγματα στήν ψυχή τοῦ προσευχομένου καί μέ τό κομποσχοίνι καί ἐκτός ἀλλά καί ἐντός τοῦ πανίερου ἱεροῦ μυστηρίου τῆς θείας Λειτουργίας.

Ὅλα τά παραπάνω τά συνειδητοποίησα ἐντονότερα στήν Ἀριζόνα, στήν ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Ἀντω­νίου, μέσα σέ μία Λειτουργία πού εἶχε ὅλο τό παρθένο, τό γνήσιο, τό αὐστηρό ἁγιορείτικο Τυπικό. Ἔβλεπα ὅλους τούς μοναχούς νά χρησιμοποιοῦν τό κομποσχοίνι τους σχεδόν καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς θ. Λειτουργίας. Μόλις ἔφθασε ἡ ὥρα τῆς μεταβολῆς τῶν τιμίων Δώρων, δέν περιγράφεται ἡ ἱερά ἡσυχία καί ἡ δύναμη τῆς μυστικῆς προ­σευχῆς τῶν μοναχῶν καί τῆς κατανυκτικότατης ψαλμωδίας τῶν ἱεροψαλτῶν.

«Σέ ὑμνοῦμεν, σέ εὐλογοῦμεν, σοί εὐχαριστοῦ­μεν Κύριε…» ἀκούγεται νά προφέρει ἱερομελωδικώτατα ὁ προεξάρχων ἱεροψάλτης, καί μέχρι νά ἀκουσθεῖ τό «καί δεόμεθά Σου ὁ Θεός ἡμῶν» ξεφεύγουν ἀπό τά χείλη τοῦ Ἁγίου Γέροντος Ἐφραίμ μυστικότατα τρεῖς λέξεις: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ». Ἀπετέλεσαν τό ἀποκορύφωμα ὅλης τῆς ἱερᾶς Ἀκολουθίας καί τῆς ἱεροτελουμένης θείας Λειτουργίας. Πληρώθηκε ὅλος ὁ ἱερός χῶρος μέ ἀσύλ­λη­πτη χάρη πού ἀποτυπώθηκε στίς ψυχές καί στά πρόσωπα ὅλων τῶν συνδαιτημόνων αὐτῆς τῆς μεταμεσονυκτίου θείας Λειτουργίας. Ἔμπρακτα τεκμηριώθηκε μέσα μου ἡ βεβαιότητα τῆς συνεργασίας και συλλειτουργίας τῆς εὐ­χῆς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» καί τῆς θεόπνευστης Χρυσοστομικῆς θείας Λειτουργίας.

Πολύ χρήσιμο εἶναι καί γιά τήν προκοπή στήν παροῦσα ζωή ἀλλά καί γιά τήν ἑτοιμασία μας πρός τήν αἰώ­νια, οἱ νέοι μας καί οἱ νέες μας, εἰ δυνατόν καί τά μικρά παιδιά νά μαθαίνουν τή δύναμη τῆς εὐχῆς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» ἀλληλοπεριχωρούμενη μέ τήν ἄκτι­στη ἐνέργεια τῶν πολλῶν πλεγμένων Σταυρῶν τῶν κόμπων τοῦ κομποσχοινιοῦ. Ὅπλο ἀήττητο θά κατέχουμε ἅπαντες κατά τῶν μεθοδιῶν τοῦ διαβόλου, ὅπλο καί ἀ­σπίδα οὐράνιας προστασίας, θείας παραμυθίας, ἀντοχῶν καί πνευματικῶν ἀγώνων γιά τήν πορεία μας ἀπό τήν παροῦσα ἐπί γῆς στρατευομένη μας Ἐκκλησία πρός τήν θριαμβεύουσα, τή Βασιλεία τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ.

Μέ τήν εὐχή τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσῳ τοῦ κομποσχοινίου ἐπιτυγχάνεται ἡ πολυπόθητη ἕνωση τοῦ Νοῦ καί τῆς καρδιᾶς. Ὅλες οἱ ἐπί μέρους ψυχικές λειτουργίες τοῦ ἀνθρώπου συνενώνονται, ἀφοῦ πρωτίστως συγκροτεῖται μιά ἐνιαία ἀχώριστη ἑνότητα Νοῦ καί Καρδιᾶς. Ὁ Νοῦς φωτεινός καί κεκαθαρμένος, κεκαθαρμένη Καρδία καί μαζί ὅλες οἱ ἐπί μέρους ψυχικές λειτουργίες καί δυνάμεις συγκροτοῦν τήν ἐν Χριστῷ ἀνα­γεννημένη προσωπικότητα.

Γιαυτό καί οἱ ὀρθόδοξοι μοναχοί καί οἱ μοναχές δέν ἐγκαταλείπουν τό κομποσχοίνι συνεχίζοντες τή δοκιμασμένη ἁγία Παράδοση μέ κύριο ἐκφραστή αὐτῆς τῆς ἱερᾶς πνευματικῆς ἐργασίας τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί συνεχιστές ὅλους τούς μετά ἀπό αὐτόν Ἁγίους Πατέρες.

Ἔτσι ὁ Νοῦς συμμαζεμένος μέσα στήν καρδιά ζεῖ ἐν Χριστῷ, λογίζεται τό Χριστό, ὅπως καί ἡ καρδιά ζεῖ τίς δυνατές ἐμπειρίες, τήν ἄρρητη γλυκύτητα τῆς ἀκτί­στου Χάριτος τῆς Παναγίας Τριάδος. Τότε ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἀρχετυπικά, ὄχι μόνο τήν πρώτη πρό τῆς πτώσεως ζωή τοῦ Παραδείσου, ἀλλά καί τίς ἐν Χριστῷ ἀκατάπαυστες πνευματικές ἐμπει­ρίες πού δέν σταματοῦν, ὅπως δέν σταματοῦν καί οἱ ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων καί τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή ἡ ἐν Χριστῷ πνευματική ζωή εἶναι ἀτελεύτητη στήν τελειότητά της. Αὐτό τό θαῦμα τῆς ἀτελεύτητης τελειότητας συνιστᾷ καί τή χαρά καί τήν πανευφρόσυνη δυναμική ὅλων τῶν πνευματικῶν ἀγώνων καί προσπαθειῶν τοῦ ἀγωνιζομένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου. Γιατί πρίν κἄν φθάσει ὁ ἐν Χριστῷ ἀγωνι­στής σ’ αὐτήν τήν ἀτελείωτη τελειότητα, καί στήν ἀρχή καί στό μέσο καί σ’ ὅλους τούς ἐνδιάμεσους πειρασμούς καί σ’ ὅλες τίς ἐνδιάμεσες περιπέτειες, δίνει ὁ Κύριος δῶρα πνευματικά γιά νά ἐνισχύεται ὁ πιστός ἀγωνιστής πρός τό ἀτέλειωτο τέλος καί γιά νά προαπολαμβάνει μερικῶς ἤ ὅσο ὁ Κύριος ἐπιτρέπει, τήν πανευφρόσυνη μακαριότητα τῆς ἐν Χριστῷ πνευματικῆς ζωῆς.

Περνώντας λοιπόν τό ἕνα κομποσχοίνι μετά τό ἄλ­λο, διανύο­ντας ὅλη τήν ἀγωνιστική προσευχητική διαδρομή ἀντιλαμβάνεται ὁ ταπεινός δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὅτι καταξιώνονται ὅλα τά βήματα, ἕνα πρός ἕνα, ἕως ὅτου φθάσει στό ἀτέλειωτο τέλος τῆς ἐν Χριστῷ πληρότητος καί τελειότητος.

Νά γιατί οἱ ἅγιοι Πατέρες καί γενικῶς ἡ συνείδηση τῶν ἀληθινά πιστῶν δέν παραδέχονται τό νεόδμητο ὅρο καί τόν ἀποτρόπαιο θεσμό τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου.

Ὅσο κι’ ἄν τραυματισθεῖ, ὅσο καί ἄν ἀσθενήσει τό βιολογικό ὄργανο τοῦ Νοῦ, ὁ ἐγκέφαλος, ἀπό ὁποια­δήποτε αἰτία, ἡ ἐνέργεια τοῦ Νοῦ, ἡ περιουσία μιᾶς ζωῆς, ἡ μόρφωσή του, τό φῶς του, ἡ χάρη του δέν χάνονται. Συμμαζώνεται ὁ Νοῦς ἐντός τῆς καρδιᾶς, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη καί ἔχει πλέον τή δική του δυναμική νά συνεργάζεται μέ τά τῆς καρδίας ἕως ὅτου ἐκπληρώσει τό κοινό χρέος τῆς παρούσης ζωῆς ἐντός τῆς στρατευομένης Ὀρθο­δόξου Ἐκκλησίας καί μεταβεῖ στήν αἰώνια, στή Βασιλεία τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ. 

Σέ ἕνα μεσοδιάστημα, ἐκεῖ πού εἶναι ἕτοιμος ὁ ἀγωνιστής τοῦ Θεοῦ ἤ ἡ ἐν Χριστῷ ἀγωνίστρια νά τά ἐγκαταλείψει ὅλα γιατί δέν βλέπει εἰς ἑαυτόν πνευματική προκοπή ἀσφαλῶς καί ὁ πολύ καλός μας Κύριος, ὁ θυσιασθείς δι’ ἡμᾶς, δέν ἀφήνει τό φιλότιμο καί φιλόπονο πλᾶσμα Του, ἀλλά δροσίζει μέ τή χαρά τῶν δακρύων, πού εἶναι φίλημα Θεοῦ κατά τούς ἁγίους Πατέρες μας καί ἐγγύηση ὅτι θά ἔχει καί περισσότερη, ἀρχοντικότερη βοήθεια ἀπό τόν Πανοικτίρμονα Κύριο. Βέβαια ὁ μισόκαλος δέν θά μείνει ἀπαθής μπροστά στήν πνευματική νηπτική ἐργασία τῆς εὐχῆς διά τοῦ κομποσχοινιοῦ.

Γιαυτό καί ὀφείλει, ἔχει ἀνάγκη, ὁ ἐργάτης αὐτῆς τῆς ἱερᾶς ἐργασίας νά πληροφορεῖ τόν πνευματικό ου πατέρα γιά τίς δυσκο­λίες, τούς πειρασμούς καί τά τυχόν περίεργα πού συναντᾷ στό διάβα αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνα. 

Ἔτσι θά φτάσει σ’ ἐκείνη τήν ὁριακή κατάσταση πού θά φτά­σουμε κάποια «εὐλογημένη» στιγμή ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα. Ὁ ἥλιος θά σκοτισθεῖ καί ἡ σελήνη δέν θά ἔχει πλέον νά δίνει τό παρήγορο φῶς της. «…καί σεισμός μέγας ἐγένετο, καί ὁ ἥλιος μέλας ἐγένετο ὡς σάκκος τρίχινος, καί ἡ σελήνη ὅλη ἐγένετο ὡς αἷμα, καί οἱ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ ἔπεσαν εἰς τήν γῆν, ὡς συκῆ βάλλει τούς ὀλύνθους αὐτῆς ὑπό ἀνέμου μεγάλου σειομένη, καί ὁ οὐρανός ἀπεχωρίσθη ὡς βιβλίον ἑλισσόμενον, καί πᾶν ὄρος καί νῆσος ἐκ τῶν τόπων αὐτῶν ἐκινήθησαν». (Ἀποκ. ς΄ 12-14) Χαμός θά γίνεται ἀπό παντοῦ, πανικός σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἐκεῖνος πού θά μπορέσει νά ἐπικαλεσθεῖ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου «σωθήσεται» μᾶς διαβεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γιά νά καταφέρει νά ἐπικαλεσθεῖ τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα, τό ὄνομα τοῦ Κυρίου, θά πρέπει διά βίου νά ἔχει ἀσκηθεῖ σ’ αὐτό τό ἱερό ἔργο, ἔργο τῆς παρούσης ζωῆς, καί ἱερό ἔργο πού ἄκοπα, παραδεισιακά θά συνεχίζεται στήν αἰώνια μετά τοῦ Κυρίου μας ζωή.

Παραπλήσια προσωπική ἐμπειρία μου προέρχεται ἀπό τήν πε­ριπέτεια τοῦ μακαριστοῦ πνευματικοῦ μου πατρός τοῦ π. Γεωργί­ου Πικριδᾶ. Διαγνώστηκε ἄνοια μετά ἀπό τραυματισμό του σέ τρο­χαῖο. Ἤ προϋπῆρχε ἡ ἄνοια καί ἐξ αὐτῆς λόγῳ ἐλλείψεως προσο­χῆς ἐπῆλθε ὁ τραυματισμός ἤ λόγῳ τραυματισμοῦ ἐπιδεινώθηκε ἡ ἄ­νοια. Προχωρώντας ὁ καιρός ἡ γενική του κατάσταση χειροτέ­ρευε. Κάποια χρόνια καθηλώθηκε στό σπίτι μή μπορώντας νά μιλή­σει καθαρά καί νά περπατήσει. Μόνο μέ τό «Πι» ἔκανε μερικά βήματα.
Ὡστόσο καθ’ ὅλο τό διάστημα τῆς περιπέτειάς του, τῆς ἄνοιας, ποτέ δέν ἀκούσαμε ἀπό τό στόμα του κάτι ἀνόητο. Ὁ Νοῦς πλήρως ἀσθενής, ἀλλά ἡ ἐνέργεια τοῦ Νοῦ ὑγιεστάτη διά τῆς θείας Χάριτος πού εἶχε ἑλκύσει μέ τίς πολλές πνευματικές ἐν Χριστῷ ἐργα­σίες καί ἀσκήσεις. Ἀνταποκρινόταν ἄριστα στό ἔργο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως πού δέν ἐγκατέλειψε μέχρι τά τέλη του, ἐφόσον καταλάβαινε ὁ ἴδιος ἀλλά καί ἐμεῖς ὡς ἐξο­μολογούμενοι ὅτι μποροῦμε νά ἀντλοῦμε ἀπό τήν ὑγιᾶ σοφία τοῦ τραυματισθέντος, ἀλλά μή ἀκρωτηριασθέντος ποιμαντικά πνευματικοῦ μας πατέρα. 

Αὐτή ἡ κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι τῆς τελευτῆς του, ἐνῷ ἐπέμενε καθημερινά, ἄρρωστος ἄνθρωπος, νά διαβάζει μόνος του ἤ μέ τήν πρεσβυτέρα του ὅλες τίς ἀκο­λουθίες τοῦ νυχθημέρου ἤ μερι­κές ἀπό αὐτές νά τίς ἀκού­ει καί νά συμμετέχει νοερά – πνευματικά ἀπό τό ραδιοφωνικό Σταθμό τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας. Μέχρι πού συνέβη καί τό ἔσχατο μοιραῖο ἀτύχημα. Ἐγκαύματα ἀπό βρα­­στό νερό τοῦ λουτροῦ ὑπῆρξαν αἰτία τῆς μαρτυρι­κῆς, ἀλλά μακαρίας ἐξόδου του.

Στή διπλανή αἴθουσα τῆς Ἐντατικῆς τοῦ νοσοκομείου ἡ ἐλαχιστότητά μου καί ὁ π. Ἰωάννης Σαρρῆς τελούσαμε ἱερό Εὐχέ­λαιο ὑπέρ ἀποκαταστάσεως τῆς ὑγείας του καί αὐτός ὁ μακάριος θεούμενος ἄνδρας ἔψαλε εὐθυμῶν, ἐνῷ ἔσβηνε ὅλος ὁ κύκλος τῆς παρούσης ζωῆς καί ἀνοιγόταν στήν μετά τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ αἰώνια.

Ἄν ὑποτεθεῖ, ὅτι κάποιος κοσμικός ἄνθρωπος πού δέν τόν γνώριζε ἀπό πρίν, τόν ἐπισκεπτόταν πρίν ἀπό τό τέλος περίπου τῆς δοκιμασίας του, μέ ἔντονα ὀρθολογική κριτική διάθεση, θά μποροῦσε ἴσως νά τοῦ καταλογίσει «γεροντική ἄνοια», ὅταν τόν ἄκουγε νά λέγει βραδύγλωσσα μέν, ἀλλά αἰσιόδοξα, ὅτι σέ λίγο θά γίνω καλά, θά ξεμπερδευθεῖ ἡ γλῶσσα μου καί θά μπορῶ νά λει­τουρ­γῶ καί νά κηρύττω. Ἐμεῖς αὐτονόητα δικαιολογούσαμε τήν «ἀφέλεια» αὐτή τοῦ ἀνδρός, γιατί εἶχε τήν ἀκλόνητη πεποίθηση ὅτι τελειώνει ὅσον οὔπω τό μικρό κατ’ αὐτόν μαρτύριο καί ἐπίκειται ἡ ἀτελεύτητη εὐφροσύνη τῆς αἰωνίου μακαριότητος.

Ἄλλο ἕνα παράδειγμα πού δείχνει τήν ἐνάργεια τοῦ Πνεύματος παρά τήν βιολογική βλάβη τοῦ ἐγκεφάλου εἶναι ἀπό τόν ἅγιο Γέροντα π. Πορφύριο. Εἶχε πεῖ εἰς ἀνύποπτο χρόνο στήν ἐκλεκτή ἀδελφή Μ... νά κάνει μέ ἐπιμέλεια τά ὡς ἄνω ἀναφερόμενα πνευματικά της καθήκοντα γιά νά «ἔχει ἀπόθεμα ὅταν θά τή βρεῖ τό κακό στό κεφάλι». Κανείς δέν μποροῦσε νά καταλάβει τί θά τῆς συμβεῖ. Μετά ἀπό χρόνια ἀσθένησε μέ κακοήθη ὄγκο στόν ἐγκέφαλο, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου ἀπεδήμησε εἰς Κύριον. Ὁ σύζυγός της καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς νόσου βρισκόταν στό πλευρό της καί συνεννοοῦντο μέ ἕναν ἄλλο μυστικό, χαρισματικό τρόπο. Βεβαιώνει ὁ σύζυγος ὅτι ἦταν οἱ καλύτερες μέρες τῆς συζυγικῆς τους ζωῆς.

Στήν παροῦσα ταπεινή ἀναφορά μας, ἀσφαλῶς καί δέν μποροῦμε ἰατρικά καί ἐπιστημονικά νά προσεγγίσουμε τήν ἐγκεφαλική νόσο. Ὅμως δέν μποροῦμε νά συμφωνήσουμε μέ τούς ὑποστηρικτές τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου. Οἱ ὀξυνούστατοι καί πνευματέμφοροι ἅ­γιοι Πα­τέρες μας βλέπουν εἰς βάθος τό θέμα τῆς νόσου τοῦ ἐγκεφάλου. Θεόσδοτη οἰκονομία διατηρεῖ ἐντός τῆς Καρδίας τήν ἐνέργεια τοῦ Νοῦ, πού ἀποκτήθηκε μέ μόχθο, ἀσκήσεις καί Χάρη Θεοῦ καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς. Ποιός μπορεῖ νά ἐπέμβει, ἐκτός τῆς θείας βουλῆς, καί νά συντάμει αὐτήν τήν ἔσχατη συλλειτουργία Νοός, Καρδίας καί Θείας Χάριτος;

Κατά τή λειτουργία τοῦ κομποσχοινίου λέγοντας τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μιλᾶμε στόν Κύριο μέ ἄκρα ταπείνωση. Ψελλίζοντας τό «ἐλέησόν με» δέν ἐννοοῦμε τήν προσφορά κάποιου εὐτελοῦς δώρου ἀλλά τό «γεννηθήτω τό θέλημά Σου» δηλαδή τήν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Σύ γνωρίζεις ὡς τέλειος Θεός καί τέλειος Ἀναστη­μέ­νος ἄνθρωπος τί εἶναι τό συμφέρον μου, ἐπίγειο, ὑπερκόσμιο καί αἰώνιο. Σύ κάνε ὅ,τι καλύτερο νομίζεις τόσο γιά μένα, ὅσο καί γιά τούς ἀγαπημένους μου ἀνθρώπους, τούς ὁποίους ἀσφαλῶς καί ἀγαπᾶς ἀσύγκριτα περισσότερο ἀπό μένα, τούς ἀγαπᾶς θεϊκά. Συνεργῶ καί ἐγώ ταπεινά μαζί Σου ζητώντας, ἀφοῦ Σύ εἶπες «αἰτεῖτε καί δοθήσεται, κρούετε καί ἀνοιγήσεται· πᾶς ὁ αἰτῶν λαμβάνει καί τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται». Στό «ἐλέησόν με» τό με ἐννοεῖ ἐμένα, τόν ἐλάχιστο δοῦλο Σου, τούς δικούς μου, ὅλους τούς ἀδελφούς τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφότητος καί ὅλης τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅσο δέ γιά τήν Πατρίδα μας πού ἀνηλεῶς σήμερα σφυροκο­πεῖται πρός ἀφανισμό, μέ τό «ἐλέησόν με» ἐννοοῦμε μέ ἐν Χριστῷ ἀγάπη νά ἐλεεῖ ὁ Θεός καί τούς «εὐσε­βεῖς» ἤ «ἀσεβεῖς» κυβερνῆτες μας, καί ὅλους ἐκεί­νους πού μέ τίς κακές τους ἤ καλές τους πράξεις καί κινήσεις μποροῦν τελικά νά ἀναγκασθοῦν ἤ νά εὐδοκήσουν νά φροντίσουν γιά τό καλό, τήν εὐημερία, τήν εὐταξία καί τή σωτηρία τῆς πατρίδος μας καί τῶν ἀγωνιστῶν-βιοπαλαιστῶν πολιτῶν της. 

 Τοῦ ἀρχιμ. Σαράντη Σαράντου

Η ευχή μας φέρνει κοντά στον Χριστό



Η ευχή μας φέρνει κοντά στον Χριστό. Κάποτε μου ήρθε (να εξομολογηθεί) ένας μεγαλόσχημος.

Μου είπε: Έχω φθάσει, Αββά σε απόγνωση. Δεν βλέπω καμιά αλλαγή στο καλύτερο. Πως θα βελτιωθώ; Πώς θα πεθάνω για την αμαρτία; Αισθάνομαι την πλήρη αδυναμία μου. Υπάρχει άραγε ελπίδα σωτηρίας;

Βεβαίως υπάρχει. Λέγε όσο πιο πολύ μπορείς την ευχή. Και άφησε τα πάντα στα χέρια του θεού. Και ποια η ωφέλεια από την ευχή όταν δε συμμετέχει ο νους και η καρδιά;
Τεράστια ωφέλεια. Είναι γνωστό ότι η «ευχή» έχει πολλές βαθμίδες: από την απλή προφορά των λέξεων της «ευχής» μέχρι την «ευχή» την θαυματουργική. Μα έστω και στην κατώτατη βαθμίδα να βρισκόμαστε και αυτό για μας είναι ψυχικά πολύ ωφέλιμο και σωτήριο. Από τον άνθρωπο που λέγει την «ευχή» φεύγουν οι δυνάμεις του εχθρού μας. Και ο άνθρωπος αυτός γρήγορα ή αργά οπωσδήποτε θα σωθεί.

Αναστήθηκα! Αναστέναξε ο Μεγαλόσχημος. Από δω και πέρα δεν πρόκειται πια να πέσω σε ακηδία και απόγνωση. Το λέγω λοιπόν και το επαναλαμβάνω: λέτε την «ευχή» .’Έστω και μόνο με το στόμα. Και ο Κύριος δεν θα σας αφήσει.

Στάρετς Βαρσανούφιος της Όπτινα


Όλοι οί Χριστιανοί πρέπει να προσεύχονται ακατάπαυστα



Ας μη νομίσει κανείς, αδελφοί μου Χριστιανοί, πώς μόνο οί ιερωμέ¬νοι και οί μοναχοί έχουν χρέος να προσεύχονται ακατάπαυστα και .παντοτινά και όχι οί κοσμικοί. Όχι, όχι. Όλοι γενικά οί Χριστιανοί έχομε χρέος πάντοτε να βρισκόμαστε σε προσευχή. Ό αγιότατος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος γράφει σχετικά τα εξής στο Βίο του αγίου Γρηγορίου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (του Παλαμά).
Ό θειος Γρηγόριος είχε ένα φίλο αγαπημένο ονομαζόμενο Ιώβ, άνθρωπο απλούστατο και πολύ ενάρετο, με τον οποίο συνομιλώντας μία φορά του είπε και περί προσευχής και πώς κάθε Χριστιανός γενικά πρέπει να αγωνίζεται πάντοτε στην προσευχή και να προσεύχεται ακατάπαυστα, καθώς παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος σε όλους τους Χριστιανούς: «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε», και καθώς λέει και ο προφήτης Δαβίδ, με όλο πού ήταν βασιλιάς κι είχε όλες τις φροντίδες του βασιλείου του: «Βλέπω πάντοτε τον Κύριο μπροστά μου» (μέσω της προσευχής)• και καθώς διδάσκει ο Θεολόγος Γρηγόριος όλους τους Χριστιανούς λέγοντας ότι πρέπει να μνημονεύουμε με την προσευχή το όνομα του Θεού περισσότερο από όσο αναπνέομε. Και λέγοντας αυτά ο Άγιος στον φίλο του Ιώβ κι αλλά περισσότερα, του έλεγε ακόμη πώς πρέπει κι εμείς να κάνομε υπακοή στις παραγγελίες των Αγίων, και όχι μόνο να προσευχόμαστε εμείς παντοτινά, άλλα να διδάσκομε κι όλους τους άλλους, μοναχούς και λαϊκούς, σοφούς και αμόρφωτους, άνδρες και γυναίκες και παιδιά, και να τους παρακινούμε να προσεύχονται ακατάπαυστα. 
Ακούγοντας αυτά ο γέροντας εκείνος Ιώβ, τα θεώρησε καινοτομία κι άρχισε να αντιλέγει του Αγίου πώς ή αδιάλειπτη προσευχή είναι μονάχα για τους ασκητές και τους μοναχούς πού είναι έξω από τον κόσμο και από τους περισπασμούς, κι όχι για τους κοσμικούς πού έχουν τόσες μέριμνες και δουλειές. 
Και ο Άγιος πάλι του έλεγε κι άλλες μαρτυρίες και αναντίρρητες αποδείξεις, όμως ο γέρων Ιώβ δεν επείθετο, και ο θείος Γρηγόριος αποφεύγοντας την πολυλογία και τη φιλονικία σώπασε και πήγε ο καθένας στο κελί του.
Κι υστέρα πού ο Ιώβ προσευχόταν καταμόνας στο κελί του, φαίνεται μπροστά του Άγγελος Κυρίου σταλμένος από το θεό πού θέλει όλων των ανθρώπων τη σωτηρία, κι αφού τον έλεγξε αυστηρά πού φιλονικούσε με τον άγιο Γρηγόριο κι αντιστεκόταν σε πράγματα φανερά, από τα όποια προξενείτε ή σωτηρία των Χριστιανών, του παρήγγειλε εκ μέρους του Αγίου Θεού να προσέχει καλά στο εξής και να φυλαχτεί πλέον να μην πει τίποτε ενάντιο σε αυτό το ψυχωφελέστατο έργο, γιατί αντιστέκεται στο θέλημα του Θεού• αλλά μήτε με το νου του πλέον να τολμήσει να δεχτεί ενάντιο λογισμό και να φρονεί διαφορετικά από ότι του είπε ο θείος Γρηγόριος. Τότε ο απλούστατος εκείνος γέρων Ιώβ πήγε αμέσως στον Άγιο κι έπεσε στα πόδια του, ζητώντας συγχώρηση για την αντίσταση και φιλονικία και του φανέρωσε και όσα του είπε ο Άγγελος του Κυρίου.
Βλέπετε, αδελφοί μου, πώς όλοι οί Χριστιανοί, από το μικρό ως το μεγάλο, οφείλουν να προσεύχονται παντοτινά με τη νοερά προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησαν με»; 
Και πάντοτε να το συνηθίσει να το λέει ο νους τους κι ή καρδιά τους; Και στοχαστείτε, πόσο ευαρεστείται ο Θεός με αυτό και πόση ωφέλεια προέρχεται από αυτό, ώστε από την άκρα Του φιλανθρωπία έστειλε και ουράνιο Άγγελο για να μας το αποκαλύψει, Έτσι πού να μην έχομε πλέον καμία αμφιβολία γι' αυτό.
Μα τι λένε οι κοσμικοί; «Εμείς είμαστε μέσα σε τόσες υποθέσεις και φροντίδες του κόσμου• πώς είναι δυνατό να προσευχόμαστε ακατάπαυστα;»
Κι εγώ τους αποκρίνομαι, ότι ο Θεός δεν παρήγγειλε σ' εμάς κάτι το αδύνατο, παρά μας παρήγγειλε όλα εκείνα πού μπορούμε να κάνομε. Επομένως και αυτό είναι δυνατό να το κατορθώσει καθένας πού ζητά επιμόνως τη σωτηρία της ψυχής του. Γιατί αν ήταν αδύνατο, θα ήταν για όλους γενικά τους κοσμικούς και δε θα είχαν βρεθεί τόσοι και τόσοι μέσα στον κόσμο να το κατορθώσουν από τους οποίους ας είναι ως παράδειγμα ο πατέρας του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, ο θαυμάσιος εκείνος Κωνσταντίνος, για τον οποίο κάνει λόγο ο πατριάρχης Φιλόθεος ατό Βίο του αγίου Γρηγορίου, του γιου του.
Αυτός λοιπόν, με όλο πού ήταν μέσα στα ανάκτορα και ονομαζόταν πατέρας και διδάσκαλος του βασιλιά Ανδρόνικου και καταγινόταν καθημερινά με τις βασιλικές υποθέσεις, χώρια πού είχε και τις υποθέσεις του σπιτιού του, γιατί ήταν πολύ πλούσιος κι είχε πολλά κτήματα και υπηρέτες και παιδιά και γυναίκα, μ' όλα ταύτα τόσο ήταν αχώριστος από το Θεό και τόσο ήταν δοσμένος στη νοερά και ακατάπαυστη προσευχή, πού τις περισσότερες φορές λησμονούσε εκείνα πού συζητούσαν μαζί του ο βασιλιάς και οί άρχοντες του παλατιού για υποθέσεις βασιλικές κι ερωτούσε πάλι γι' αυτές μία και δύο φορές. Γι' αυτό πολλές φορές οί άλλοι άρχοντες, μην ξέροντας την αιτία, συγχύζονταν και τον ονείδιζαν πού λησμονεί έτσι γρήγορα και ενοχλεί με τις δεύτερες ερωτήσεις του το βασιλιά• αλλά ο βασιλιάς, πού ήξερε την αιτία, τον υπερασπιζόταν λέγοντας: «Ό Κωνσταντίνος έχει δικές του έγνοιες ο μακάριος κι εκείνες δεν τον αφήνουν να προσέχει στα λόγια τα δικά μας πού είναι για υποθέσεις προσωρινές και μάταιες• ο νους του ευλογημένου είναι προσηλωμένος στα αληθινά και ουράνια και για τούτο λη¬σμονεί τα επίγεια, επειδή όλη του ή προσοχή είναι στην προσευχή και στο Θεό». Γι' αυτό και ο Κωνσταντίνος ήταν σεβάσμιος και αξιαγάπητος και στο βασιλιά και σε όλους τους μεγιστάνες και άρχοντες της βασιλείας, καθώς ήταν αγαπημένος και από το Θεό και αξιώθηκε ο αοίδιμος να κάνει και θαύματα.
Μία φορά δηλαδή, μπήκε σ' ένα πλοιάριο με όλη του την οικογένεια για να πάει επάνω από τον Γαλατά σ' ένα αναχωρητή, πού ησύχαζε εκεί, και να πάρει την ευχή και την ευλογία του. Καθώς πήγαιναν, ρώτησε τους υπηρέτες του αν πήραν κανένα προσφάγι να πάνε στον αββά εκείνο για να τους φιλέψει. Εκείνοι του είπαν πώς λησμόνησαν από τη βία και δεν πήραν τίποτε. Λυπήθηκε λίγο ο ευλογημένος, πλην δεν είπε τίποτε, μόνο πηγαίνοντας εμπρός στο καΐκι, έβαλε το χέρι του μέσα στη θάλασσα και με σιωπηλή και νοερά προσευχή παρακαλούσε το Θεό, τον Κύριο της θάλασσας, να του δώσει κανένα κυνήγι• κι υστέρα από λίγη ώρα —τι θαυμαστά είναι τα έργα, Χριστέ Βασιλεύ, με τα όποια δοξάζεις παράδοξα τους δούλους Σου!— βγάζει το χέρι του από τη θάλασσα κρατώντας ένα πολύ μεγάλο λαβράκι, το όποιο έριξε μέσα στο πλοιάριο μπροστά στους υπηρέτες του και είπε: «Να πού ο Θεός νοιάστηκε και για τον άββά τον δούλο Του και του έστειλε προσφάγι».
Βλέπετε, αδελφοί μου, πώς δοξάζει ο Ιησούς Χριστός τους δούλους Του εκείνους πού είναι πάντοτε μαζί Του και επικαλούνται συνεχώς το πανάγιο και γλυκύτατο όνομα Του;
Ακόμη και ο δίκαιος εκείνος και άγιος Ευδόκιμος, δεν ήταν κι αυτός μέσα στην Κωνσταντινούπολη και μέσα στα ανάκτορα και τις βασιλικές υποθέσεις; Δε συναναστρεφόταν με το βασιλιά και τους άρχοντες του παλατιού, με τόσες φροντίδες και περισπασμούς; Μ' όλα ταύτα είχε πάντοτε αχώριστη τη νοερά προσευχή, καθώς διηγείται στο Βίο του ο Συμεών ο Μεταφραστής, γι' αυτό κι ευρισκόμενος μέσα στον κόσμο και στα κοσμικά ο τρισμακάριος, έζησε αληθινά μία ζωή αγγελική και υπερκόσμια και αξιώθηκε από τον μισθαποδότη Θεό να λάβει και τέλος μακαριστό και θείο. Και άλλοι πολλοί και αναρίθμητοι πού ήταν μέσα στον κόσμο, ήταν ολωσδιόλου δοσμένοι στη νοερά και σωτήρια αυτή προσευχή, καθώς αναφέρονται σε διάφορες ιστορίες.
Λοιπόν, αδελφοί μου Χριστιανοί, σας παρακαλώ κι εγώ μαζί με τον θειο Χρυσόστομο, για τη σωτηρία της ψυχής σας, μην αμελήσετε αυτό το έργο της προσευχής. Μιμηθείτε αυτούς πού είπαμε και όσο το δυνατόν ακολουθήστε τους. Κι αν σας φαίνεται δύσκολο το πράγμα στις αρχές, ας είστε βέβαιοι και πληροφορημένοι, ως εκ προσώπου του παντοκράτορα Θεού, ότι αυτό το ίδιο το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, επικαλούμενο καθημερινά και ακατάπαυστα από μας, θα ευκολύνει όλες τις δυσκολίες. Και με την πολυκαιρία, αφού το συνηθίσαμε και γλυκαθούμε μ' αυτό, θα γνωρίσαμε με τη δοκιμή πώς δεν είναι αδύνατο ούτε δύσκολο, αλλά δυνατό και εύκολο. Γι' αυτό και ο θειος Παύλος, πού ήξερε καλύτερα από μας τη μεγάλη ωφέλεια της προσευχής, μας παρήγγειλε να προσευχόμαστε ακατάπαυστα. Δε θα μας συμβούλευε βέβαια ποτέ κάτι το δύσκολο και αδύνατο, γιατί δε θα μπορούσαμε να το κάνομε και ακολούθως θα γινόμασταν αναγκαστικά παρήκοοι και παραβάτες της παραγγελίας του και για τούτο άξιοι καταδίκης• αλλά όταν είπε να προσευχόμαστε αδιάλειπτα, ο σκοπός του ήταν να προσευχόμαστε με το νου μας, πού είναι δυνατό να το κάνομε πάντοτε. Γιατί και όταν κάνομε εργόχειρο κι όταν περπατούμε κι όταν καθόμαστε κι όταν τρώμε κι όταν πίνομε, πάντοτε μπορούμε να προσευχόμαστε με το νου μας και να κάνομε νοερά προσευχή ευάρεστη στο Θεό και αληθινή• με το σώμα να δουλεύομε και με την ψυχή να προσευχόμαστε• ο έξω άνθρωπος να κάνει κάθε υπηρεσία σωματική και ο έσω άνθρωπος να είναι ολότελα αφιερωμένος στη λατρεία του Θεού και να μη λείπει ποτέ από αυτό το πνευματικό έργο της νοεράς προσευχής. Αυτό μας παραγγέλλει και ο θεάνθρωπος Ιησούς στο ιερό ευαγγέλιο, λέγοντας: «Σύ δε, όταν προσεύχεσαι, πήγαινε μέσα στο "ταμείον" σου, κλείσε τη θύρα σου και προσευχήσου κρυφά στον Πατέρα σου». Ταμείο της ψυχής είναι το σώμα και θύρες του εαυτού μας οί πέντε αισθήσεις. Ή ψυχή μπαίνει μέσα στο ταμείο της, όταν δεν περιφέρεται ο νους εδώ κι εκεί στα πράγματα του κόσμου, άλλα βρίσκεται μέσα στην καρδιά μας• κι οί αισθήσεις μας κλείνουν και μένουν σφαλισμένες, όταν δεν τις αφήναμε να προσηλώνονται στα αισθητά και ορώμενα πράγματα. Και με τούτο τον τρόπο μένει ο νους μας ελεύθερος από κάθε εμπαθή προσκόλληση στα κοσμικά και με την κρυφή και νοερά προσευχή ενώνεσαι με το Θεό και Πατέρα σου• και τότε, λέει, ο Πατέρας σου πού βλέπει τα κρυφά θα σου αποδώσει στα φανερά. Βλέπει ο κρυφιογνώστης Θεός τη νοερά προσευχή σου και την ανταμείβει με φανερά και μεγάλα χαρίσματα• επειδή αυτή είναι ή αληθινή και τέλεια προσευχή κι αυτή γεμίζει την ψυχή από τη θεία χάρη και τα πνευματικά χαρίσματα. Όπως το μύρο, όσο περισσότερο το κλείνεις μέσα στο αγγείο, τόσο περισσότερο ευωδιάζει το αγγείο, έτσι και ή προσευχή, όσο περισσότερο την κλείνεις μέσα στην καρδιά σου, τόσο περισσότερο τη γεμίζει από τη θεία χάρη. Μακάριοι και καλότυχοι είναι εκείνοι πού θα συνηθίσουν σε τούτο το ουράνιο έργο, γιατί με αυτό νικούν κάθε πειρασμό των πονηρών δαιμόνων, όπως ο Δαβίδ νίκησε τον υπερήφανο Γολιάθ • με αυτό σβήνουν τις άτακτες επιθυμίες της σάρκας, όπως οί τρεις Παίδες έσβησαν τη φλόγα της καμίνου• με αυτό το έργο της νοεράς προσευχής καταπραΰνουν τα πάθη, όπως ο Δανιήλ ημέρωσε τα άγρια λιοντάρια• με αυτό κατεβάζουν τη δρόσο του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά τους, όπως ο Ηλίας κατέβασε τη βροχή στο Καρμήλιο.
Αυτή ή νοερά προσευχή είναι πού ανεβαίνει ως το θρόνο του Θεού και φυλάγεται μέσα στις χρυσές φιάλες για να θυμιάζεται με αυτήν ο Κύριος, καθώς λέει ο Θεολόγος Ιωάννης στην Αποκάλυψη: «Και οί εικοσιτέσσερις πρεσβύτεροι έπεσαν ενώπιον του Άρνίου, έχοντας όλοι κιθάρες και φιάλες χρυσές γεμά¬τες θυμιάματα,, τα όποια είναι οί προσευχές των Αγίων». Αυτή ή νοερά προσευχή είναι ένα φως πού φωτίζει πάντοτε την ψυχή του ανθρώπου και πυρώνει την καρδιά του με τις φλόγες της αγάπης του Θεού- αυτή είναι μία αλυσίδα πού κρατεί ενωμένο το Θεό με τον άνθρωπο. "Ω, ή ασύγκριτη χάρη της νοεράς προσευχής! Αυτή κάνει τον άνθρωπο να συνομιλεί πάντοτε με το Θεό. "Ω πράγμα αληθινά θαυμάσιο και εξαίρετο! 
Να είσαι μαζί με τους αν¬θρώπους σωματικά και να βρίσκεσαι μαζί με το Θεό νοερά! Οί Άγγελοι δεν έχουν φωνή υλική, αλλά με το νου τους προσφέρουν στο Θεό ακατάπαυστη δοξολογία• αυτό είναι το έργο τους, σ' αυτό είναι αφιερωμένη όλη τους ή ζωή. Λοιπόν και συ, αδελφέ, όταν εισέρχεσαι στο "ταμείον" σου και κλείνεις τη θύρα, όταν δηλαδή ο νους σου δε σκορπά εδώ κι εκεί, αλλά μπαίνει μέσα στην καρδιά σου κι οί αισθήσεις σου είναι σφαλισμένες και δεν είναι προσηλωμένες στα πράγματα του κόσμου τούτου κι έτσι προσεύχεσαι πάντοτε με το νου σου, τότε γίνεσαι παρόμοιος με τους αγίους Αγγέλους και ο Πατέρας σου, πού βλέπει τη μυστική σου προσευχή πού του προσφέρεις κρυφά στην καρδιά σου, θα σου ανταποδώσει μεγάλα πνευματικά χαρίσματα στα φανερά. Μα και τι άλλο μεγαλύτερο και περισσότερο θέλεις από το να βρίσκεσαι πάντοτε, όπως είπαμε, μαζί με το Θεό νοερά και να συνομιλείς ακατάπαυστα με Αυτόν; Χωρίς Αυτόν δεν μπορεί ποτέ κανένας άνθρωπος να είναι μακάριος μήτε εδώ μήτε στην άλλη ζωή.
Λοιπόν, αδελφέ, οποίος κι αν είσαι, όταν πάρεις στα χέρια σου το πα¬ρόν βιβλίο και διαβάζοντας το δοκιμάσεις ωφέλεια στην ψυχή σου, παρακαλώ θερμά, θυμήσου να κάνεις και μία παράκληση στο Θεό, με ένα «Κύριε ελέησον», για την αμαρτωλή ψυχή εκείνου πού κοπίασε σε τούτο το βιβλίο κι εκείνου πού ξόδεψε να το τυπώσει• οί όποιοι έχουν μεγάλη ανάγκη της προσευχής σου, για να βρουν έλεος Θεού στις ψυχές τους και συ στη δική σου.
Γένοιτο, γένοιτο.

ΑΠΟΔΙΔΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΆΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ.

Όλες οι προσευχές καλές και άγιες είναι, αλλά η νοερά προσευχή, είναι η βασίλισσα αυτών

Όλοι οι Άγιοι Πατέρες φωνάζουν την πρώτη θέση στη ζωή του κάθε χριστιανού την κατέχει η προσευχή. Θέλεις να κάνεις κατάσταση; Προσεύχου. Θέλεις να σωθείς; Προσεύχου. Όλες οι προσευχές καλές και άγιες είναι, αλλά η νοερά προσευχή, είναι η βασίλισσα αυτών. “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. 
Απ’ αυτήν τη μικρούλα αλλά παντοδύναμη προσευχή, ξεκίνησαν οι Άγιοι Πατέρες και έγιναν φωστήρες της εκκλησίας. Λέγε συνεχώς όσο μπορείς περισσότερες φορές την ημέρα και τη νύχτα αυτή την ευχούλα και αυτή θα σε διδάξει αυτά που θέλεις, αυτά που δεν γνωρίζεις. Βιάσου σ’ αυτήν την ευχούλα. 


Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης

Η ευχή του Ιησού είναι εργασία κοινή των αγγέλων και των ανθρώπων



Η ευχή του Ιησού είναι εργασία κοινή των αγγέλων και των ανθρώπων. Με την προσευχή αυτή οι άνθρωποι πλησιάζουν σύντομα την ζωή των αγγέλων. 

Η ευχή είναι η πηγή όλων των καλών έργων και αρετών και εξορίζει μακριά από τον άνθρωπο τα σκοτεινά πάθη. Σε σύντομο χρόνο κάνει τον άνθρωπο ικανό να αποκτήσει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Απόκτησε την, και πριν πεθάνεις θα αποκτήσεις ψυχή Αγγελική. Η ευχή είναι θεϊκή αγαλλίαση.

Κανένα άλλο πνευματικό όπλο δε μπορεί να αναχαιτίσει τόσο αποτελεσματικά τους δαίμονες. Τους κατακαίει όπως η φωτιά τα βάτα.

Οσίου Πασίου Βελιτσκόφσκυ

Ο Αγ. Γρηγόριος ο Σιναίτης και περί της Νοεράς Προσευχής

Ο Αγ. Γρηγόριος ο Σιναίτης κατέχει από της λαμπρότερες θέσεις του ησυχαστικού και ασκητικού βίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έμαθε και τελειοποίησε την μέθοδο της ησυχαστικής προσευχής όπου αυτή μεταφέρθηκε σε άλλους ασκητές και έγινε ο τρόπος ζωής όλων των μοναχών.

Τι ακριβώς είναι ο «Ησυχασμός»; Ο Ησυχασμός είναι ο τρόπος που οι 
μοναχοί, μέσω της ησυχίας και της αδιάλειπτης προσευχής, λέγοντας την ευχή«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με.»[1]φτάνουν στην θέωση όπου όταν και αν το επιτρέψει ο Θεός, να δουν το Άκτιστο Φώς. Το ευαγγέλιο δίνει την πρώτη μαρτυρία για τον ησυχαστικό τρόπο προσευχής με τον έκτο μακαρισμό «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται.»[2]. Αλλά και πολλοί Πατέρες μίλησαν περί του ησυχαστικού τρόπου ζωής όπως οι Καππαδόκες, Αγ. Μάξιμος Ομολογητής, Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Αγ. Γρηγόρος ο Σιναίτης κ.α. Αυτό που άλλαξε από την εποχή των Καππαδοκών μέχρι και την εποχή του Αγ. Γρηγορίου του Σιναίτου είναι ο τρόπος προσευχής που σκοπό είχε την θεοπτία, παρόμοια όπως αυτή που είδαν οι μαθητές στο όρος Θαβώρ «και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, και έλαψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φώς.»[3].

Ο Αγ. Γρηγόριος ο Σιναίτης υπήρξε από τα λαμπρότερα παραδείγματα του ησυχαστικού τρόπου ζωής. Γεννήθηκε στο Κούκουλο των Κλαζομενών της Μικράς Ασίας.[4]
Έμαθε τα ιερά γράμματα από τους ευσεβείς γονείς και από τους διδασκάλους του.

Κατά τη βασιλεία του Ανδρονίκου Παλαιολόγου του Β’, τα μέρη των Κλαζομενών λεηλατήθηκαν και αιχμαλωτίστηκαν οι κάτοικοι αυτής της περιοχής, μαζί με αυτούς και ο Αγ. Γρηγόριος ο Σιναίτης. Ως αιχμάλωτοι, είχε λάβει άδεια από τους Τούρκους να μπορεί να πηγαίνει στην εκκλησία όπου προσευχόταν και έψελνε. Εκεί ο κόσμος θαύμασε την πραότητα και ωραιότητα της ψαλμωδίας του όπου πήγαν μερικοί χριστιανοί και πλήρωσαν πολλά χρήματα στους Τούρκους για την ελευθερία του, όπως και έγινε.[5]

Μετά από αυτό, πήγε στη Κύπρο όπου εκπλήρωσε τον πόθο του για τον μοναχισμό και έγινε δόκιμος κοντά σε έναν ενάρετο ασκητή. Από τη Κύπρο πήγε στην Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά όπου εκάρη μοναχός και έμαθε την μέθοδο του ησυχαστικού βίου. Εδώ, ασκήτευε με αυστηρή νηστεία, αγρυπνία, ψαλμωδία και προσευχή. Αυτό το έβλεπαν οι περισσότεροι μοναχοί και τον θαύμαζαν για την ασκητική του ζωή. Δυστυχώς όμως, μερικοί τον φθόνησαν και μη θέλοντας να στενοχωρήσει κανέναν, έφυγε με τον μαθητή του Γεράσιμο. Πήγαν στο Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον Πανάγιο Τάφο. Από εκεί πήγαν στην Κρήτη και συγκεκριμένα στους «Καλούς Λιμένες» όπου γνώρισε τον ασκητή Αρσένιο και τελειοποίησε την ησυχαστική μέθοδο προσευχής. Του έμαθε ο μοναχός Αρσένιος τη θεωρία του ησυχασμού που είναι η θεωρία και άσκηση της νοεράς προσευχής. Τα βασικά στοιχεία ήταν η φύλαξη του νού, η νήψη (καθαρισμού) της καρδιάς και η νοερά προσευχή που θα συνοδευόταν με άσκηση. Ο μοναχός Αρσένιος θεωρούσε πολύ σημαντικό να υπάρχει τελείωση στο πρακτικά αλλά και θεωρητικό βίο.

Με αυτές τις αρχές που έμαθε από την Μονή της Αγ. Αικατερίνης Σινά και από τον μοναχό Αρσένιο, πήγε στο Άγιον Όρος όπου μετέφερε αυτόν τον τρόπο ζωής και προσευχής στους αγιορείτες μοναχούς. Εκεί δέχτηκαν αυτόν τον τρόπο με πολύ ενθουσιασμό και έτσι εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλο το Αγ. Όρος, μεγάλα μοναστικά κέντρα της Ανατολής και στους Σλαβικούς λαούς.

Ο Γρηγόριος Σιναίτης έφυγε από το Αγ. Όρος και πήγε Κωνσταντινούπολη μετά για μικρό χρονικό διάστημα ασκήτεψε στο όρος Κατακεκρυωμένου στην περιοχή Μεσομίλιον και γύρισε πάλι στο Αγ. Όρος για να συνεχίσει την διδασκαλία στους αγιορείτες μοναχούς. Ξαναέφυγε για τα Παρόρια όπου συνέχισε την άσκηση. Εκεί πήγαν πολλοί ασκητές και ιδρύθηκαν μοναστήρια που ακολούθησαν την τακτική του Ησυχασμού.

Μεταξύ των μαθητών του που ήταν Βούλγαροι, Σέρβοι και άλλοι, σημαντικότεροι από τους Σλάβους ήταν οι βούλγαροι μοναχοί Θεοδόσιος και Ευθύμιος.[6]
Ο Θεοδόσιος (+1363) ίδρυσε μοναστήρι στο όρος Κελιφάρεβο κοντά του Τυρνόβου και εισήγαγε τον Ησυχασμό στην Βουλγαρία. Ο Ευθύμιος ήξερε καλά Ελληνικά και μετέφρασε πολλά θεολογικά έργα και έγραψε εγκωμιαστικούς λόγους για μερικούς αγίους. Στη Ρωσία, μεταφέρθηκε από τον Κυπριανό Τσάμπλακ, μητροπολίτου Κιέβου και πάσης Ρωσίας. Μαθητής σημαντικός ήταν και ο Κάλλιστος Α’ (1350-1354, 1355-1363) που έγραψε και το βίο του Αγ. Γρηγορίου του Σιναίτου αλλά και τον υποστήριξε έναντι των αντιησυχαστών και ιδιαιτέρως κατά του Γρηγορίου Ακινδύνου.[7]

Ο Γρηγόριος ο Σιναίτης, έχοντας φθάσει σε μεγάλη ηλικία, μετά από λίγες μέρες ασθένειας, παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό.

Ο Γρηγόριος ο Σιναίτης εργάστηκε πάνω στη θεωρία και πράξη της Νοεράς προσευχής όπου είδε το Άκτιστο Φώς. Αναφέρει συγκεκριμένα στο «Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής»[8]ότι υπάρχουν δύο τρόποι ή είσοδοι που ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στη θέωση. Οι τρόποι είναι η νοερά προσευχή και η διαφύλαξη του νου, «εκατέρωθεν της νοεράς προσευχής, της δια του Πνεύματος εν καρδία ενεργουμένης, δι’ων ο νούς η προλαμβάνει αυτήν εκείσε τω Κυρίω κολλώμενος κατά την Γραφήν, η κινουμένης της ενεργείας κατά πρόοδον εν πυρί ευφροσύνης έλκει τον νούν, ή δεσμεύει αυτόν προς την του Κυρίου Ιησού επίκλησιν τε και ένωσιν.»[9]
Με την επίκληση του ονόματος του Κυρίου Ιησού Χριστού, η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος βοηθά τον ασκούμενο να μειωθούν τα πάθη και να φτάσει στη θέωση. Με την πράξη (άσκηση) καθαρίζεται από τα πάθη ο άνθρωπος και με τη θεωρία βλέπει το Άκτιστο Φώς, εφόσον το επιτρέψει και ο Θεός για να το δει.

Η πρακτική τακτική που συμβουλεύει ο Γρηγόριος ο Σιναίτης για το πώς μπορεί ο άνθρωπος να φτασει στη θέωση είναι «Και από μεν πρωίας καθεζόμενος εν σπιθαμιαία καθέδρα, άγξον τν νούν εκ του ηγεμονικού εν καρδία και κράττει αυτόν εν αυτή. Κύπτων δε εμπόνως, και τα στέρνα, ώμους τε και τον τράχηλον σφοδρώς περαλγών, επιμόνως κράζε νοερώς ή ψυχικώς το, ‘Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με’.»[10]
Αυτή τη ευχή θα πρέπει ο ασκητής να λέει συνέχεια για να νικήσει τα πάθη του. Ο άγιος δίνει και και μια άλλη ευχή που θα μπορεί να λέει ο ασκητής αν κουραστεί. Αναφέρει «Είτα, δια το στενόν και επίπονον, ίσως και αηδώς δια το συνεχές έχων όπερ ουκ εστί δια το εν βρώμα του τριωνύμου συνεχώς εσθιόμενον, ‘οι γαρ εσθίοντες με’, φησίν, ‘έτι πεινάσουσι’ μεταλλάτων τον νούν εις το έτερον ήμισυ, λέγε ‘Υιέ του Θεού, ελέησον με.’ Και πολλαχώς λέγων το ήμισυ, συνεχώς ουκ οφείλεις εκ ραθυμίας μεταλλάττειν αυτά, ου ριζούνται γαρ τα φυτά συνεχώς μεταφυτευόμενα.»[11]
Και έναν τρόπο που δίνει ο Γρηγόριος για να μην ατονίσει ο νούς του ασκητή, είναι «ίσως δε εστίν ότε τη νοερά και συνεχεί βοή και τη εμμόνω πήξει ο νούς αθυμών, μικράς αναπαύσεως μεταλαμβάνει εν τω απολύσαι αυτόν εις το πλάτος της ψαλμωδίας από του απεστενωμένου της ησυχίας.»[12]
Με αυτόν τον τρόπο, δεν βαριέται ο άνθρωπος συνέχεια λέγοντας τη νοερά προσευχή αλλά αναπαύεται με το ψάλσιμο. Αυτή η πρακτική είναι «τάξις αρίστη και διδαχή σοφωτάτων ανδρων»[13].

Με αυτόν τον πρακτικό τρόπο, με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, θα μπορέσει ο ασκητής να φτάσει στο στάδιο της θεώσεως. Αλλά προειδοποιεί τον νέο ασκητή για τους κινδύνους που μπορεί να εμφανιστούν στον δρόμο προς την θέωση. Αναφέρει «Εάν δε ιδής τας ακαθαρσίας των πονηρών πνευμάτων, ήτοι λογισμών, αναδιδόμενας ή μεταμορφουμένας εν τω νοί σου, μη θαμβηθής, καν αγαθά νοήματα πραγμάτων αναφαίνωνταί σοι, μη πρόσχης αυτοίς, αλλά κρατών την εκπνοήν, ως δυνατόν, και τον κατακαίεις και συστέλλεις αυτά, μαστίζων αυτούς αοράτως δια του θείου ονόματος.»[14]
Αλλού αναφέρει, «Πρόσεχε ουν ακριβώς, Θεού εραστά, εν γνώσει επάν εργαζόμενος το έργον, ίδης φώς ή πύρ έξωθεν ή έσωθεν, ή σχήμα δήθεν Χριστού ή αγγέλου ή ετέρου τινός, μη παραδέξη αυτό, ίνα μη βλάβην υποστής μηδε συ αφ’εαυτού, εικονικώς προσέχων, εάσης τον νούν εκτυπούν τοιαύτα. Πάντα γαρ ταύτα έξωθεν ακαίρως μετασχηματιζόμενα, προς το πλανήσαι την ψυχήν γίνονται.»[15]
Είναι επικίνδυνο να αφεθεί ο νούς σε αυτές τις «ελάμψεις» γιατί μπορεί να προέρχονται από τον διάβολο και μπορούν να σε οδηγήσουν σε πλάνη και απομάκρυνση από τον Θεό. Ακολουθεί ο Γρηγόριος Σιναίτης να δώσει την απάντηση στον ασκούμενο, οπώς να καταλάβει αν είναι κάτι από τον Θεό ή από τον Διάβολο. Λέει, «Η γαρ αρχή της προσευχής η αληθινή, η καρδιακή θερμή εστίν, η φλογίζουσα τα πάθη και ιλαρότητα η χαράν τη ψυχή εμποιούσα, αδιστάκτω πόθω και ανενδοσιάστω πληροφορία την καρδίαν βεβαιούσα. Παν γαρ το ερχόμενον εις την ψυχήν, φασίν οι Πατέρες, καν αισθητόν, καν νοερόν, και διστάζει εν τούτω η καρδία, μη παραδεχομένη αυτό, ουκ έστιν εκ του Θεού, αλλ’εκ του εναντίου επέφθη.»[16]
Για αυτό είναι βασικό, ο ασκούμενος να συνεχίζει την επίκληση του ονόματος του Ιησού Χριστού και να μην αποσπάται μέχρι να φτάσει στη πραγματική (εκ Θεού) φανέρωση του Ακτίστου Φωτός. Επίσης για τη προσοχή του νέου στην άσκηση, λέει «Ησυχία γαρ εστιν απόθεσις νοημάτων των ουκ εκ του Πνεύματος θειοτέρων, εως καιρού, ίνα μη, προσέχων τούτοις ως καλοίς, το μείζον απολέσης.»[17]
Εάν με μεγάλη προσοχή ασκήσει τον Ησυχαστικό βίο, θα μπορέσει να φτάσει στο επίπεδο της θεώσεως.

Ο Γρηγόριος ο Σιναίτης υπήρξε και υπάρχει από τα λαμπρότερα παραδείγματα ασκητικού, ενάρετου και ησυχαστικού βίου. Αυτός έμαθε και τελειοποίησε τον ησυχαστικό τρόπο προσευχής, με τη νοερά (καρδιακή) προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με.»[18]που θα βοηθούσε τους ασκητές να φτάσουν στην θεωρία, στο να μπορέσουν να δούνε το Άκτιστο Φώς.

Αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε από το βίο και έργο «Περί Ησυχίας και Περί των Δύο Τρόπων της Προσευχής»[19], συγκεκριμένα περί της «Νοεράς Προσευχής» είναι ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιτύχει την θέωση και σωτηρία του από μόνος του. Ο Γρηγόριος ο Σιναίτης μιλά για τον ασκητικό βίο και τον τρόπο που θα πρέπει να ζούνε και να προσεύχονται οι ασκητές. Αλλά δεν είναι κάτι που περιορίζεται μόνο στους ασκητές. Ο Ησυχασμός είναι η μέθοδος προσευχής που όλοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να φτάσουν στην θέωση. Από τη διδασκαλία του Γρηγορίου του Σιναίτου, παραλαμβάνουμε τη θεωρία και πράξη, τους δύο τρόπους που μας οδηγούν στον τελικό σκοπό μας, τη καθ’ομοίωσιν με το Θεό.

Νικόλαος Γεωργαντώνης
θεολόγος

[1] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG50, 1316 ABC
[2] Ματθ. 5,8
[3] Ματθ. 14, 2
[4] Φειδάς, Βλ, Εκκλησιαστική Ιστορία Β’, σελ. 486
[5] Μον. Βίκτωρος Ματθαίου, Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Μην Απρίλιος σελ. 116
[6] Φειδάς, Βλ, Εκκλησιαστική Ιστορία Β’, σελ. 489
[7] Φειδάς, Βλ, Εκκλησιαστική Ιστορία Β’, σελ. 490
[8] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1313 Α – 1324 Β
[9] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1313 A
[10] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1316 A
[11] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1316 AB
[12] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1320 D
[13] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1320 D
[14] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1316 BC
[15] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG50, 1324 A
[16] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1324 B
[17] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1324 A
[18] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1316 A
[19] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1313 A– 1324 B


http://themata-orthodoxias.blogspot.gr

Γιά τήν προσευχή



"Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε· 
τοῦτο γάρ θέλημα Θεοῦ...εἰς ὑμᾶς" 
(Α΄ Θεσσ. 5, 17) 

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ καί Λόγε τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με. Ἡ τέτοια ἁγία προσευχή που χρονίζει στήν καρδιά καθαρίζει αὐτήν ἀπό τά πάθη, κατακαίει τίς προσβολές τῶν πονηρῶν λογισμῶν, καί πληρεῖ τόν ἄνθρωπο μέ τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Διά τῆς προσευχῆς, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, ἐνοικεῖ μέσα μας ὁ Θεός· καί κατ' αὐτόν τόν τρόπο γινόμαστε ναός τοῦ Θεοῦ. 

Τό ὄνομα Ἰησοῦς εἶναι γεμάτο ἀπό κάθε παρηγοριά καί σωτηρία. Εἶναι ὄχι μόνον ἡ σύνοψη ὅλων τῶν τελειοτήτων, ἀλλά καί ἕνας ἀρραβώνας γιά τόν παράδεισο.

Ὀνόματι Ἰησοῦ μάστιζε πολεμίους. Μέ τή συχνή μελέτη καί μνήμη τοῦ Ἰησοῦ ὄχι μόνον γλυτώνεις ἀπό τούς κακούς λογισμούς, ἀλλά καί συνηθίζεις ν' ἀγαπᾶς τόν Ἰησοῦ καί νά κάνεις τίς ἐντολές Του μέ χαρά.

Νά λέμε τήν εὐχή συνέχεια καί ἡ εὐχή θά μᾶς μάθη νά προσευχόμαστε σωστά.

Ἡ εὐχή μαστίζει καί κατακαίει τούς δαίμονες καί δέν ἀφήνει νά προσβάλλουν τό νοῦ μέ τούς αἰσχρούς λογισμούς.

Κάνε αὐτό πού μπορεῖς, καί νά ζητᾶς ἀπό τόν Θεό νά κάνει σέ σένα, ἐκεῖνο πού δέν μπορεῖς. 

Ἄλλο μέσο δραστικότερο καί ἀποτελεσματικότερο ἀπό τήν προσευχή, γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν πειρασμῶν, δέν ὑπάρχει.

Μέ τήν προσευχή καθαρίζουμε τόν ρύπο τῆς ἁμαρτίας ἀπό τήν ψυχή μας. Ἡ ἁγία προσευχή μᾶς καθαρίζει ἀπό τίς ἁμαρτίες μας.

Ὅταν προσευχόμαστε, νά πονᾶμε γιά τούς ἄλλους, τότε χαίρεται ὁ Θεός.

Ἡ προσευχή πρέπει νά εἶναι καρπός πιστῆς καί ζεστῆς καρδιᾶς.

Διά τῆς προσευχῆς ἐπικοινωνεῖ κανείς μέ τόν Θεό, καί μεταλαμβάνει τόν Ἰησοῦ, ὡς διά τῆς Θείας Εὐχαριστίας, πολλές φορές τήν ἡμέρα.

Ἡ προσευχή εἶναι τό κλειδί μέ τό ὁποῖο ἀνοίγουν οἱ Οὐρανοί καί ἡ πόρτα τοῦ Παραδείσου.

Εἶναι προτιμότερο νά λέγεις μερικές μόνο ἀπό τίς προσευχές, μέ ζῆλο καί προσοχή, παρά νά τίς ἀπαγγέλεις ὅλες μέ σπουδή χωρίς τήν ἀπαραίτητη συγκέντρωση. 

Ἡ προσευχή εἶναι ἡ μόνη ἐκδήλωση λατρείας πρός τόν Θεό. Χωρίς προσευχή, δέν ἰσχύει λατρεία.

Ἡ προσευχή εἶναι τό πνευματικότερο τῆς λατρείας εἶδος. Λατρεύω τόν Θεό=προσεύχομαι στόν Θεό.

Καί στούς δύσκολους χρόνους θά μπορεῖ εὔκολα νά σωθεῖ ἕνας μέ τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ ἀναβαίνοντας, μέ τήν συχνή ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, στήν ἀδιάλειπτη προσευχή.

Ἄν θέλεις νά ἀκούσει ὁ Θεός τήν προσευχή σου, ταπεινώσου ἐνώπιόν Του, προσευχήσου γιά τούς ἐχθρούς σου καί θά ἀκούσει τότε τήν προσευχή σου.

Ἡ προσευχή καί ἡ εὐχαριστία παροτρύνουν τόν Εὐεργέτη Θεό νά προσφέρει στούς εὐγνώμονες περισσότερα καί μεγαλύτερα δωρήματα.

Κεφαλή κάθε ἀρετῆς καί κορυφή τῶν κατορθωμάτων εἶναι ἡ προσκαρτέρηση τῆς προσευχῆς μέ τήν ὁποία καί τίς λοιπόες ἀρετές, μέ τήν αἴτηση ἀπό τόν Θεό, μποροῦμε καθημερινά νά ἀποκτήσουμε.

Νά ἀποφεύγουμε τήν φαρισαϊκή προσευχή, ἡ ὁποία γίνεται μέ αὐτοδικαίωση καί μέ κατάκριση.

Κανένας πνευματικός ἀγώνας δέν μπορεῖ νά γίνεται χωρίς προσευχή. Νά προσευχόμαστε "τελωνικῶς".

Ἡ προσευχή εἰσακούεται ἀπό τόν Θεό, ὅταν γίνεται μέ ταπείνωση καί συντετριμμένη καρδιά.

Ἡ προσευχή διαιρεῖται σέ τέσσερα εἴδη:
α) στή δοξολογία τοῦ Θεοῦ,
β) στήν εὐχαριστία τῶν εὐεργεσιῶνΤου,
γ) στήν ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν, καί
δ) στήν αἴτηση ἐκείνων πού εἶναι ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία μας.

Ὅταν ἀρχίζεις τήν προσευχή νά λές: "Δόξα Σοι Κύριε ὁ Θεός μου, ὁ ἀκατάληπτος καί ἀγαθός καί παντοδύναμος καί κτίστης ὅλου τοῦ κόσμου". Μή ζητᾶς ἀμέσως αἰτήσεις. 

Ὅταν προσεύχεσαι, νά ὁμολογήσεις ὅτι ὄλη σου ἡ ἐλπίδα καί ἡ δύναμη στηρίζεται στήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, καί ὅτι μέ τήν βοήθειά Του μένεις ἀνίκητος ἀπό τούς πειρασμούς.


Μήν κουραστεῖς ποτέ νά ζητᾶς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ἄν ἀκόμη δέν σοῦ δώσει καί ἄν περάσειἕνας χρόνος ἤ πολλοί. Ἕως ὅτου λάβεις, μήν ἀναχωρήσεις, ἀλλά ζήτα πάντοτε. Τότε ὁ Θεός θά σοῦ δώσει αὐτά πού ζητᾶς, ἄν ὄχι γιά τίποτε ἄλλο, τουλάχιστον γιά τήν ἐπιμονή σου, ἀρκεῖ τό αἴτημά σου νά εἶναι δίκαιο.
Ὁ Θεός αὐτούς πού προσεύχονται συνεχῶς δέν τούς ἀποστρέφεται, ἀλλά συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες τους.

Ἡ πρός τόν Θεό ἀγάπη ἐκδηλώνεται μέ τήν συνεχῆ καί ἀδιάκοπη ἐπικοινωνία μετά τοῦ Θεοῦ διά τῆς προσευχῆς. 

(ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα)
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΙΑΤΡΕΙΟ
(Συλλογή πνευματικῶν ὁδηγιῶν 
πρός κατόρθωση τῆς τελειότητος)

ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ

Ἐκδόσεις: "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"


«Ἡ Εὐχή – Προφορική καί Νοερά»



Ὁ Γέροντας δέν μᾶς ἔκανε πολλές διδασκαλίες ἤ διαλέξεις περί Νοερᾶς προσευχῆς. Ὄχι ὅτι δέν μποροῦσε, ἀφοῦ ἦταν πραγματικός ἐπιστήμων τῆς Νοερᾶς προσευχῆς, διάδοχος καί συνεχιστής τῆς Νηπτικῆς παραδόσεως, ἀλλά ἐπειδή ἦταν ἐπιφυλακτικός, γιά νά μήν φουσκώσῃ τά μυαλά μας μέ φαντασίες καταστάσεων πού δέν εἴχαμε φθάσει. 

Ὀλιγόλογες λακωνικές συμβουλές μᾶς ἔδινε κατά τήν διάρκεια τῶν νυκτερινῶν μας ἐξαγορεύσεων, ὑπό τήν μορφή ὑποδείξεων περισσσότερον, μά ἦσαν πάντα μεστές ὠφελείας.
Ἡ στάσις του ἦταν «προχώρα καί ἐγώ σέ παρακολουθῶ». Καί ὁ λόγος ἐγίνετο πρᾶξις. Μέ τήν εὐχή τοῦ Γέροντα κοπιάζαμε στήν προσευχή. Καί ἐρχόταν φορές νά κάνουμε τρεῖς, τέσσερις, πέντε ὧρες νοερά προσευχή, μέ σκυμμένο τό κεφάλι, καί τόν νοῦ κολλημένο μέσα στό βάθος τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς. Καμμιά φορά σήκωνα τό κεφάλι νά πάρω ἀέρα, ἀλλά ἡ γλυκύτητα μέ τραβοῦσε πάλι μέσα στήν καρδιά! Ἡ ψυχή εἶχε γευθῆ καί ἔλεγε: 

«Μή ζητᾶς τίποτε ἄλλο, αὐτό εἶναι. Αὐτός εἶναι ὁ πολύτιμος οὐράνιος θησαυρός. Ἀπόλαυσέ τον!»
Ἀλήθεια! Πολλές φορές οἱ προσευχές τοῦ Γέροντός μου μέ βοήθησαν νά ἀποκτήσω πνευματική αἴσθησι τῆς θείας Παρουσίας. Ἀλλά ἐμεῖς οἱ νεώτεροι ἦταν ἀδύνατον νά φθάσουμε τίς πνευματικές πτήσεις τοῦ ὑψιπέτου Γέροντος Ἰωσήφ.
Τό πρῶτο πού ζητοῦσε ὁ Γέροντας, μόλις κάποιος ἀδελφός προσετίθετο στή συνοδεία μας, σάν πρώτη νουθεσία, σάν πρώτη βία ἦταν: ἡ σιωπή καί ἡ εὐχή.
Παιδί μου, τήν εὐχή. Θέλω νά σ᾿ ἀκούω νά λές τήν εὐχή καί ὄχι νά ἀργολογῇς.
Ἤξερε αὐτός ὁ ἐμπειρότατος καθηγητής τῆς Νοερᾶς προσευχῆς, ὅτι ἐάν ὁ ἀρχάριος σιωπήσῃ καί ἀδολεσχήσῃ στήν εὐχή, θά βάλῃ καλή ἀρχή καί θά ἔχῃ πλούσιες τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ στό μέλλον, διότι, τόνιζε:
«Ὀφείλει ὁ μοναχός εἴτε τρώει εἴτε πίνει εἴτε κάθεται εἴτε διακονεῖ εἴτε περπατεῖ εἴτε κάνει ὅ,τιδήποτε νά φωνάζῃ ἀδιαλείπτως τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ἔτσι τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ κατερχόμενο στό βάθος τῆς καρδιᾶς, θά ταπεινώσῃ τόν δράκοντα, θά σώσῃ καί θά ζωοποιήσῃ τήν ψυχή. Νά ἐπιμένῃς, λοιπόν, ἀδιάλειπτα στήν ἐπίκλησι τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γιά νά καταπιῇ ἡ καρδιά τόν Κύριο καί ὁ Κύριος τήν καρδιά καί νά γίνουν τά δύο ἕνα».
Καί ὁ Γέροντας συνεχῶς μᾶς παρακολουθοῦσε στό νά βιώνουμε τήν σιωπή μέ τήν προσευχή. Καί γι᾿ αὐτό μᾶς ἔλεγε:
Ἀπό ἐσᾶς δέν θέλω τίποτε. Ἐγώ θά μαγειρεύω, ἐγώ θά σᾶς διακονῶ. Ἀπό σᾶς θέλω μόνο μέρα-νύχτα σιωπή, εὐχή, μετάνοια καί κυρίως δάκρυα. Τίποτε ἄλλο δέν θέλω, μόνο βία στήν προσευχή καί δάκρυα μέρα-νύχτα. Διότι, ὅταν ἐρχώμεθα ἀπό τόν κόσμο, ὁ νοῦς μας εἶναι πολύ φορτωμένος ἀπό πάθη, προλήψεις, σκέψεις, λογισμούς. Διαστροφές καί τόνους ἐγωϊσμοῦ καί κενοδοξίας. Ὅλος αὐτός ὁ κόσμος τῶν παθῶν ἔχει καί τούς ἀνάλογους λογισμούς καί φαντασίες. Ἐάν προσπαθήσουμε νά κρατήσουμε τόν νοῦ ἀποσπασμένο καί τραβηγμένο ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, γιά νά προσευχηθοῦμε, δέν μποροῦμε νά τό κατορθώσουμε. Γιατί; Διότι εἴμαστε ψυχικά ἀδύναμοι καί ὁ μετεωρισμός πολύ εὔκολος. Καί ἐφ᾿ ὅσον δέν μποροῦμε νοερά νά κρατήσουμε τήν προσευχή, κατά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν παράδοσι τῶν Γερόντων μας καί γιά λόγους ὑπακοῆς, προσπαθοῦμε νά λέμε τήν εὐχή προφορικά, γιά νά μπορέσουμε ἔτσι μέ τήν φωνή τῆς προσευχῆς νά ἀποσπάσουμε τόν νοῦ ἀπό τόν μετεωρισμό, ὥστε σιγά-σιγά ἡ εὐχή νά γλυκάνῃ τόν νοῦ καί νά τόν ἀποσπάσῃ ἀπό τήν κοσμική τροφή, κι᾿ ἔτσι σιγά -σιγά νά τόν κλείσῃ μέσα στήν καρδιά ἐπικαλούμενος ἀδιαλείπτως τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Σ᾿ αὐτό θά βοηθήσῃ πολύ τό σταμάτημα τῆς ἀργολογίας, γιά νά καλύπτεται ὅλος ὁ χρόνος μέ προσευχή».
Ἐπίσης μᾶς ἔλεγε:
«Μόλις ἀνοίξετε τά μάτια, ἀμέσως τήν εὐχή. Μήν ἀφήσετε τό μυαλό σας νά πετάῃ ἐδῶ καί ᾿ κεῖ καί χάνετε τήν ὧρα σας, πού εἶναι πολύτιμη γιά τήν εὐχή. Ὅταν ἔτσι βιάσετε τόν ἑαυτό σας, θά σας βοηθήσῃ κι᾿ ὁ Θεός νά γίνῃ μία ἁγία συνήθεια μέ τό ἄνοιγμα τῶν ματιῶν, ἡ προσευχή νά παίρνη τήν πρώτη θέσι γιά ὅλη τήν ἡμέρα. Στήν συνέχεια θά ἐργάζεσθε καί θά λέτε τήν εὐχή. Εὐλογεῖται ἡ ἐργασία, ἁγιάζεται τό στόμα, ἡ γλῶσσα, ἡ καρδιά, ὁ χῶρος, ὁ χρόνος καί ὅλος ὁ ἄνθρωπος, πού προφέρει τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ μοναχός πού λέει ἀδιαλείπτως τήν εὐχούλα, ὁπλίζεται μέ τέτοια θεϊκή δύναμι, πού καθίσταται ἀπρόσβλητος ἀπό τούς δαίμονες, ἀφοῦ αὐτή τούς καίει καί τούς μαστιγώνει». 

Λέγοντας τήν εὐχή ὅλη τήν ἡμέρα μέ τό στόμα εἶχε τόση χαρά ἡ ψυχή μας, τόση κατάνυξι καί τόσα δάκρυα, πού δέν περιγράφονται. Πολλές φορές δέ ἐρχόνταν τόση Χάρις ἀπό τήν προφορική εὐχή, πού ἔνοιωθε μέσα του ὁ εὐχόμενος τόση θεία ἀγάπη, πού ἀκόμα καί ὁ νοῦς του μποροῦσε νά ἁρπαγῇ σέ θεωρία. Κι᾿ αὐτό ἐπιβεβαιωνόταν καί στό διακόνημα ἀκόμη, πού κατά ἀνερμήνευτον τρόπο, ὁ νοῦς δέν ἦταν ἁπλῶς στήν προσευχή, ἀλλά στή θεωρία τοῦ Θεοῦ, στή θεωρία – ἐν αἰσθήσει – τοῦ ἄλλου κόσμου.
Ἁρπαζόταν ὁ νοῦς ἀκόμα καί ὅταν βοηθοῦσα τόν Γέροντα, γιά νά πᾶμε στήν ἐκκλησία τήν νύχτα. Μέ τό σῶμα βοηθοῦσα τόν Γέροντα, ἀλλά μέ τόν νοῦ μου δέν ἤμουν κοντά του. Ὁ νοῦς μου ἦταν ἀλλοῦ. Περιπολοῦσε στά οὐράνια. Καί πάλι συνερχόμουν καί ἔνοιωθα ὅτι βρισκόμουν κοντά στόν Γέροντα καί τόν παπποῦ Ἀρσένιο. Καί στή συνέχεια ξανά ἔφευγα, καί νοερῶς θαυμάζοντας ἔλεγα:
«Τί εἶναι ἡ πνευματική ζωή!
Τί μεγαλεῖο εἶναι ὁ Μοναχισμός!
Πῶς μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπο;
Πῶς τόν μεταποιεῖ;
Πῶς τόν ἀλλάζει;
Πῶς καθιστᾶ τόν νοῦ του τόσο ἐλαφρύ πνευματικά ὥστε νά ξεπερνᾶ ὅλες τίς δυσκολίες καί νά φθάνῃ μέχρις ἐκεῖ, πού δέν μπορεῖ νά ἐκφράσῃ μέ λόγια!»
Ὅποια ἐργασία κι᾿ ἄν κάναμε, μᾶς φώναζε ὁ Γέροντας:
«Παιδιά νά λέτε τήν εὐχή, νά τήν φωνάζετε!»
Φυσικά, δέν ἐννοοῦσε νά οὐρλιάζουμε, ἀλλά νά τήν λέμε μέ ἔντασι καρδιᾶς καί νά μήν τήν σταματᾶμε καθόλου. Πράγματι, λέγαμε τήν εὐχή ἀκατάπαυστα, ἁπλά, ψιθυριστά, γιά νά μήν γίνεται θόρυβος καί γιά νά μήν ἐνοχλοῦμε τόν πλησίον ἀδελφό. Ἀλλά δέν τήν σταματούσαμε καθόλου, βράχνιαζε ὁ λάρυγγας καί πονοῦσε ἡ γλῶσσα, ἀλλά ἡ εὐχή, εὐχή.
Ἐπειδή, λοιπόν, ἀγωνιζόμασταν προφορικά μέ τήν εὐχούλα, μᾶς ἀποκαλοῦσαν κενόδοξους καί πλανεμένους. Μά, ἐμεῖς δέν τό κάναμε γιά νά μᾶς ἀκοῦν οἱ ἄλλοι καί νά μᾶς ἐπαινοῦν. Δέν τό κάναμε γιά νά δείχνουμε ὅτι εἴμεθα ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς. Ὄχι!!! Ἀλλά διότι αὐτός ἦταν ἕνας τρόπος ἀγωνιστικότητας καί μία μέθοδος προσευχῆς μέ πολλά ἀποτελέσματα:
Πρῶτον, μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἁγιάζεται ἡ ἀτμόσφαιρα καί φυγαδεύονται τά δαιμόνια.
Δεύτερον, ὅταν προσεύχεται κανείς ὁ ἄλλος εὔκολα δέν τόν πλησιάζει νά ἀργολογήσῃ. Τό σκέπτεται. «Πῶς νά τόν σταματήσω τώρα, ἀπό τήν προσευχή καί νά καθίσω νά τοῦ πῶ: Ξέρεις! Ἐκεῖνο, τό ἄλλο, τό παράλλο. Δέν θά μοῦ δώσῃ σημασία».
Τρίτον, σταματάει τόν μετεωρισμό, δηλαδή τήν “ἀργολογία” τοῦ νοῦ. Διότι κι᾿ ἐάν ἀκόμα ὁ νοῦς ξεφύγη, πολύ σύντομα ὁ ἦχος τῆς φωνῆς τόν ἐπαναφέρει πίσω.
Τέταρτον, μπορεῖ ὁ ἀδελφός, ὁ ὁποῖος ρεμβάζει ἤ ἀργολογεῖ, νά ἀνανήψῃ καί νά πῇ: «Μά ὁ ἀδελφός μου προσεύχεται, ἐγώ τί κάνω;»
Κι᾿ ἔτσι ἡ προφορική ἐπίκλησις, ἡ ἤσυχη, ἡ ἤρεμη, ἡ χαμηλόφωνη, φέρνει τόσα καλά! Καί ἀκούγεται τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀκούγεται ὁ βόμβος τῶν μελισσῶν, ὅταν μπαίνουν καί βγαίνουν ἀπό τήν κυψέλη κάνοντας τό μέλι, τόσο χρήσιμο καί ὠφέλιμο. Οὕτω πως καί τό μέλι τό τόσο πνευματικό σέ ὠφέλεια, γίνεται ὅταν φωνάζουμε, σάν ἄλλες πνευματικές μέλισσες τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ Κύριος, πού δίνει «εὐχήν τῷ εὐχομένῳ,» βλέποντας τήν καλή προαίρεσι τοῦ ἀνθρώπου, δίνει κατόπιν καί τά βραβεῖα.
Καί μετά, ἀπό τήν προφορική ἐπίκλησι, ἡ εὐχή γίνεται ἐσωτερική. Ἀνοίγεται δρόμος μέσα στόν νοῦ καί τήν λέγει κατόπιν ὁ εὐχόμενος, χωρίς νά κάνῃ προσπάθεια. Σηκώνεται ἀπό τόν ὕπνο καί ἀμέσως ἀρίζει ἡ εὐχή μόνη της!
Πρῶτα ἀρχίζει μέ τήν προσπάθεια νά τήν λέῃ προφορικά. Καί ἀφοῦ μέ τήν μπουλντόζα τῆς προφορικῆς ἐπίκλησης ἀνοίξῃ ὁ δρόμος, μετά περπατᾷ ἄνετα μέ τό αὐτοκινητάκι τοῦ νοῦ. Ἡ προφορική ἐπίκλησις ἀνοίγει τόν δρόμο στό νοῦ καί ἡ εὐχή ἀρχίζει κατόπιν νά προφέρεται μέ τόν ἐνδιάθετο λόγο ἄνετα.
Κι᾿ ἄν ἡ εὐχή προχωρῇ βαθύτερα καί προοδευτικότερα, κάτι πού ἀνήκει στούς κατ᾿ ἐξοχήν μεγάλους νηπτικούς Πατέρες, ἀνοίγει πλέον ὄχι δρόμος ἀλλά κανονική λεωφόρος μέσα στήν καρδιά. Ὅταν ἡ καρδιά μελετᾶ τό ὄνομα τοῦ Χριστῦ, τότε γίνεται τό μεγάλο πανηγύρι, μέ μεγάλα ὀφέλη, μέ μεγάλα πνευματικά πλούτη. Τότε βρίσκει ὁ μοναχός τόν κεκρυμμένο μαργαρίτη, τόν πνευματικό θησαυρό καί μοιάζει μέ τόν σοφό ἔμπορο πού ἀντάλλαξε τά πάντα: περιουσίες, μόρφωσι, κοσμική δόξα, οἰκείους, πατρίδα καί τέλος ἀκόμα καί τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, γιά νά ἀγοράσῃ αὐτόν τόν κεκρύμμένο πολύτιμο μαργαρίτη καί νά γίνῃ πάμπλουτος πνευματικά. Ἀλλά ξεκινάει ἀπό μικροπωλητής. Γι᾿ αὐτό χρειάζεται ἡ προφορική ἐπίκλησις τῆς εὐχῆς.
Ἄμα δέν ἐπιμέναμε στήν προφορική εὐχή καί τήν σιωπή, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Γέροντος, ὁ νοῦς μας θά γύριζε ὅλα τά σοκάκια καί θά ἔφερνε ὅλα τά κουπίδια τῆς φαντασίας στήν καρδιά.
Ἄν δέν μᾶς ἔφερνε ὁ γλυκύτατος Θεός μας σ᾿ αὐτόν τόν μεγάλο Γέροντα, μόνο ἀκολουθίες θά διάβάζαμε. Καί ναί μέν οἱ ἀκολουθίες εἶναι ἐξαιρετικά ὠφέλιμες γιά τήν πνευματική ἀσθένειά μας, ἀλλά δέν ἔχουν τήν δύναμι νά κατευνάσουν τά πάθη, ὅπως ἡ Νοερά προσευχή. Κι᾿ αὐτό γιά τρεῖς λόγους:
Πρῶτον, διότι μέ τήν Νοερά προσευχή ὁ νοῦς δέν περισπᾶται σέ πολλά λόγια ὅπως στίς ἀκολουθίες, ἀλλά συγκεντρώνεται μόνο σέ λίγες λέξεις. Ἔτσι ὁ νοῦς ἀπορροφᾶ τήν εὐχή μέ περισσότερη ἄνεσι καί εἰσέρχεται μαζί της μέσα στό βάθος τῆς καρδιᾶς.
Δεύτερον, διότι τήν εὐχούλα ὁ καθένας, ἀνεξαρτήτως μορφώσεως καί πνευματικοῦ ἐπιπέδου , μπορεῖ νά τήν λέγῃ. Οὔτε γράμματα χρειάζεται νά ξέρῃς οὔτε τό τυπικό οὔτε μουσική. Ἔτσι εἶναι ἄμεσα προσπελάσιμη σ᾿ ὅλους.
Καί τρίτον, διότι τήν εὐχή μπορεῖς νά τήν λές ὅλη μέρα καί ὁπουδήποτε. Δέν ὑπάρχει τόπος, χρόνος ἤ κατάστασις, κατά τήν ὁποία δέν μπορεῖς νά προσευχηθῇς. Μά στήν ἐκκλησία εἶσαι, μά στό κελλί σου εἶσαι, μά στήν δουλειά εἶσαι, μά στόν δρόμο εἶσαι, μά στό νοσοκομεῖο εἶσαι, μά στήν φυλακή, ἡ εὐχούλα ἀπό τίποτα δέν ἐμποδίζεται, τά πάντα ἁγιάζει καί τά δαιμόνια τήν φοβοῦνται.
Συνέβη τό ἀκόλουθο γεγονός πού ἐνίσχυσε μέσα μου τήν πίστι στήν δύναμι καί τήν ἀξία τῆς προφορικῆς εὐχῆς.
Κάποτε ἦρθε κοντά μας ἕνας δαιμονισμένος. Καθώς δουλεύαμε μαζί, τόν δίδαξα νά λέῃ τήν εὐχούλα προφορικά, κυρίως γιά νά ἀποφύγω τήν ἀργολογία. Πράγματι ἄρχισε ὁ ἀσθενής νά λέῃ τήν εὐχούλα. Καί πάνω πού ἄρχισε νά τήν λέῃ τόν ἔπιασε τό δαιμόνιο καί φώναζε:
Πήγαινε στόν Ἑσπερινό, ἄσε τό κομποσχοίνιιιιι!
Ὁ ἴδιος ὁ δαίμονας, δηλαδή, φανέρωσε πώς μέ τήν εὐχούλα μιλοῦμε δυναμικά μέ τόν Θεό. Βέβαια, κανείς δέν πρέπει νά πολυδίνῃ σημασία στά λόγια τῶν δαιμόνων, καί τοῦτο διότι οἱ δαίμονες εἶναι ψεῦτες καί ἀνθρωποκτόνοι καί σπανίως λένε κάποια ἀλήθεια, ἀναμεμιγμένη μέ τό ψεῦδος καί τήν ἀπάτη. Ἔτσι ἔγινε φανερό πώς τά δαιμόνια δέν συμπαθοῦν καθόλου νά προφέρεται μέ ζέσι καρδιᾶς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας.
Εἶναι γεγονός πώς ἡ ἡσυχαστική ζωή, πού περιστρέφεται γύρω ἀπό τήν Νοερά προσευχή, εἶναι ὁ πιό εὐλογημένος τρόπος ζωῆς. Γιά τούς ἡσυχαστάς τό κομποσχοίνι μέ τήν εὐχούλα εἶναι πολύ πιό ἀποτελεσματική ὡς πρός τήν ὠφέλειά της ἀπό τήν ψαλτική τῆς ἐκκλησίας. Τίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες πού τίς θέσπισαν καί τίς νομοθέτησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, γιά τήν κοινή λάτρεία, δέν τίς παραβλέπουν, ἀλλά τίς κάνουν μέ κομποσχοίνι μέσα στίς πολύωρες ἀγρυπνίες τους.
Ὁ Γέροντάς μου ἐπέμενε στήν προφορική εὐχή. Δέν τήν σταματούσαμε καθόλου. Ἐγώ, μιᾶς καί συνήθως δέν ἦταν κανείς κοντά μου, φώναζα τήν προσευχή. Καί τήν ἔλεγα συνέχεια ὥσπου ὁ λαιμός μου πονοῦσε. Τοῦ λέω:
Γέροντα, ἀπό τήν εὐχή, πονάει τό στόμα μου, ἡ γλῶσσα μου, ἔκλεισε ὁ λάρυγγάς μου εἶναι σάν πληγή.
Ἄς πληγώσῃ! Δέν παθαίνεις τίποτα. Ὑπομονή! Μήν τήν σταματᾶς καθόλου! Λέγε την. Ὁ πόνος θά φέρῃ τήν πνευματική ἡδονή.
Ἄν δέν πονέσῃς καρπό προσευχῆς δέν θά δῇς. Αὐτή θά σέ βοηθήσῃ. Θά σέ παρηγορήσῃ. Θά σέ διδάξῃ. Θά σοῦ γίνῃ φῶς. Θά σέ σώσῃ. «Κρᾶξον καί βόησον» τήν εὐχή. Μέ προσευχή, νῆψι καί προσοχή ἀσφάλιζε τόν νοῦ σου. Ἡ διάνοια σου ὄχι πρός τά ἔξω, ἀλλά πρός τά μέσα. Ὄχι λόγια, συμβουλές καί κηρύγματα, ἀλλά πολύ-πολύ ταπεινά καί μέ δάκρυα τήν προσευχή. Αὐτή εἶναι ἡ οὐσία, αὐτή εἶναι ἡ Πατερική ὁδός, αὐτή εἶναι τῶν παπούδων σας ἡ παραγγελία καί ἡ νουθεσία. Δές την μέ τήν πρᾶξι. Γιατί ἄν δέν ἔχῃς πρᾶξι, πῶς θά μιλήσῃς γιά οὐράνια θεωρία;
Νά ᾿ ναι εὐλογημένο. Ἀλλά μέ τήν εἰσπνοή καί ἐκπνοή πονάει ἡ καρδιά μου.
Δέν παθαίνεις τίποτε!
Ὅταν ἔλεγα τήν εὐχή καί προσπαθοῦσα νά ἀποκλείσω κάθε σκέψι καί κάθε εἰκόνα καί νά ἐπικρατήσῃ μόνον ἡ εὐχή μέσα μου, μοῦ ἔλεγε, ὁ πειρασμός μέσω τῶν λογισμῶν, ὅτι «θά σκάσῃς τώρα»! Καί ἐγώ ἀπαντοῦσα:
«Ἄς σκάσω κι᾿ ἄς πλαντάξω. Ἐδῶ θά μάχωμαι μέχρι πού νά πεθάνω».
Ὅλη τή μέρα μᾶς ὑπενθύμιζε ὁ Γέροντας:
«Κρατᾶτε τήν εὐχή! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Αὐτή θά σᾶς σώσῃ. Τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θά φωτίσῃ τόν νοῦ σας, θά σᾶς δυναμώσῃ ψυχικά, θά σᾶς βοηθήσῃ στόν πόλεμο ἐναντίον τῶν δαιμόνων. Θά σᾶς καλλιεργήσῃ τίς ἀρετές καί θά σᾶς γίνῃ τά πάντα».
Γι᾿ αὐτό καί ἐπέμενε πολύ, σέ μᾶς τούς νεαρούς ὑποτακτικούς, στήν πρακτική μέθοδο τῆς προφορικῆς εὐχῆς.
Καθώς ἡ δική του ζωή ἦταν μιά συνεχής βία στό θέμα τῆς προσευχῆς, ἔτσι ἐπέμενε κι᾿ ἐμεῖς νά βιάζουμε ὅσο μποροῦμε τόν ἑαυτό μας, γιά νά βυθίζουμε τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά μας.
Αὐτή ἦταν ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Γέροντός μας: νά μᾶς σπρώχνῃ νά μᾶς ὠθῇ, νά μᾶς παρακολουθῇ καί νά μᾶς θυμίζῃ συνεχῶς νά μνημονεύουμε μέ τήν εὐχή τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀδιαλείπτως κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο «μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον»1. 

Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν. 

Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο:
“Ὁ Γέροντάς μου Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί σπηλαιώτης”
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
Ἐκδόσεις Γ. Γκέλμπεσης