.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περί Προσευχής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περί Προσευχής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η προσευχή ως σχέση



Συνήθως, όταν μιλάμε για προσευχή, έρχεται στο νου μας το αίτημα, δηλαδή τι να ζητήσω από το Θεό. Η στάση αυτή δείχνει την παιδική αντίληψη της σχέσης, όπου το παιδί θεωρεί τους γονείς του ως τα μέσα που θα ικανοποιήσει τις ανάγκες του.

Ξέρουμε όμως ότι τέτοια συμπεριφορά όχι μόνο δεν αναπτύσσει τη σχέση, αλλά και τη μειώνει και σταδιακά την εξαφανίζει. Γιατί δεν είναι δυνατό η ιδιοτέλεια να καθορίζει την ανθρώπινη ή τη θεϊκή σχέση και αυτή η σχέση να αναπτύσσεται.

Ασφαλώς θα ζητήσουμε από τον ουράνιο Πατέρα να έλθει αρωγός και βοηθός στις ποικίλες ανάγκες της ζωής μας. Άλλωστε ο Χριστός μας είπε «αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν» (Μτθ. 7,7), βεβαιώνοντάς μας ότι «όποιος ζητάει λαμβάνει κι όποιος ψάχνει βρίσκει κι όποιος χτυπά του ανοίγεται».

Η άποψη ότι δεν χρειάζεται να Του πούμε τις ανάγκες μας και να Του ζητήσουμε συμπαράσταση αφού τις γνωρίζει, έχει, βέβαια, αλήθεια αλλά παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι το να ζητήσεις κάτι που θέλεις δείχνει ταπείνωση και επιθυμία για σχέση. Ο Χριστός την τελευταία νύχτα της επίγειας ζωής του, στο Μυστικό Δείπνο, εκτός των άλλων, παρότρυνε τους μαθητές Του να ζητούν και να παίρνουν για να έχουν μέσα τους πλήρη χαρά (Ιω. 16,24). Ακόμα και το αίτημα οδηγεί σε σχέση, σε βαθειά επικοινωνία, που, ασφαλώς, φέρνει την καρδιακή ευχαριστία και δοξολογία.

Έτσι η προσευχή, για να μην είναι τυπική επικοινωνία με ξύλινα λόγια, χρειάζεται να γίνεται μέσο που μας γνωρίζει καρδιακά, βαθειά, γι’ αυτό και μυστικά το «Θεό της καρδιάς». Τότε ξέρουμε όχι μόνο ότι υπάρχει (και τα δαιμόνια το ξέρουν!..) αλλά ότι είναι αγάπη, ότι διαλέγεται, ότι σχετίζεται. Κατανοούμε το μεγαλείο της δόξης Του που δεν μας διαλύει, γιατί είναι κενωτικό, σταυρικό. Τον βλέπουμε «εν ετέρα μορφή» να συμπορεύεται, να σιωπά ευεργετικά, να επεμβαίνει δυναμικά.

Η προσευχή τότε δεν περιορίζεται στα αιτήματα, δεν λέγεται με λόγια, δεν καλουπιάζεται στο χρόνο. Γίνεται λαχτάρα για συνάντηση με τον αγαπημένο της καρδιάς, καταλήγει στον τρόπο για να είσαι κοντά Του, εξελίσσεται από καθήκον σε ανάγκη.

Να γιατί οι άγιοι δεν είχαν «ώρα προσευχής». Όλος ο χρόνος της μέρας και της νύχτας ήταν ευκαιρία για να συναντηθούν μαζί Του, να Του εκφράσουν την αγάπη τους, να γίνουν ένα «εν πνεύματι αγίω».

Αλήθεια, δεν είναι η ποσοτική προσευχή που οδηγεί στην ομορφιά της σχέσης αγάπης, της φιλικής συνάντησης, της θεανθρώπινης κοινωνίας. Είναι ο πόθος να βρεις Εκείνον που σ’ αγαπά πέρα και πάνω από οτιδήποτε άνθρωπο, ανεξάρτητα αν η αγάπη σου είναι ελάχιστη και η δύναμή σου μικρή. Αρκεί να έχεις λίγο πόθο, λίγο ενδιαφέρον για να σε πλησιάσει και με τη χάρη Του να σε ανορθώσει σε χαρές ανεκλάλητες και συ ν’ αυξήσεις τον πόθο. Τότε η ζωή σου παίρνει νόημα, η πορεία σου γίνεται ωραία, οι σχέσεις σου ουσιαστικές.

π. Ανδρέα Αγαθοκλέους

Η παιδική προσευχή φτάνει ως τον ουρανό!!



Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΖΒΕΡΕΦ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΒΟΡΟΝΕΖ. ΠΩΣ ΔΙΗΓΗΘΗΚΕ ΕΝΑ ΘΑΥΜΑΣΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΣΕ ΕΝΑ ΟΡΦΑΝΟ ΠΑΙΔΑΚΙ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ.

Όταν αποφάσισε να ανταλλάξει μερικά πολύτιμα εκκλησιαστικά αντικείμενα μέ τρόφιμα για τούς πεινασμένους, κάποιοι τον επέκριναν. Αλλά εκείνος τούς είπε:

- Στην εκκλησία τά αντικείμενα αυτά απλώς υπάρχουν, μένοντας αναξιοποίητα. Και από την άλλη μεριά, οι άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα. Είναι, λοιπόν, περιττά- δεν μάς χρειάζονται. 
Σ’ ένα από τά κηρύγματά του διηγήθηκε το ακόλουθο συγκινητικό και διδακτικό γεγονός: 

- Από την πείνα πέθανε ό πατέρας ενός παιδιού. Λίγο αργότερα πέθανε και ή μητέρα του. Καθώς οι γείτονες μετέφεραν τη νεκρή στο κοιμητήριο, το παιδί συντετριμμένο βάδιζε πίσω από το φέρετρο. Μετά την ταφή, όλοι έφυγαν. Μόνο το παιδί κάθισε πάνω στον τάφο και άρχισε να κλαίει γοερά. Ανάμεσα στ’ αναφιλητά του, Απευθύνθηκε μέ παράπονο στον Θεό, λέγοντας: “Κύριε, Κύριε! Ή μητέρα μου, λίγο πριν πεθάνει, μου είπε ότι θα έρθεις Εσύ να μέ βοηθήσεις. Αλλά δεν έρχεσαι. Γιατί; Σε περιμένω... Σε περιμένω... και δεν έρχεσαι!”. "Ύστερα, καθώς τά δάκρυά του πότιζαν το χώμα του μνήματος, στράφηκε στη μητέρα του σαν να ήταν ζωντανή. “Μαμά”, της είπε, “μ’ ακούς; 

Ό Κύριος δεν έρχεται!”. ’Έτσι κλαίγοντας και μονολογώντας, Αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε μ’ ένα ελαφρό σκούντημα. Άνοιξε τά μάτια του και είδε ένα καλοσυνάτο πρόσωπο να τον κοιτάζει. “Γιατί κοιμάσαι εδώ;”, ρώτησε το παιδί ό άγνωστος. Εκείνο, κλαίγοντας πάλι, του διηγήθηκε τί είχε συμβεί. “Ώστε έτσι!”, είπε ό περαστικός. “Μάθε, λοιπόν, ότι ό Κύριος μέ έστειλε να σε συναντήσω”. Πήρε το παιδί στο σπίτι του και το ανέθρεψε σαν δικό του... Βλέπετε πώς πρέπει να επικαλούμαστε τον Κύριο και πώς ή παιδική προσευχή φτάνει ως τον ουρανό; 

ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΖΒΕΡΕΦ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. ΡΩΣΟΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.

Όταν προσευχηθείς όπως πρέπει, περίμενε εκείνα πού δεν πρέπει....



Όταν προσευχηθείς όπως πρέπει, περίμενε εκείνα πού δεν πρέπει, και στάσου γενναία, για να φυλάξεις τον καρπό της προσευχής.

Γιατί από την αρχή σ’ αυτό έχεις ταχθεί, να εργάζεσαι και να φυλάγεις. Μη λοιπόν, αφού εργαστείς, αφήσεις αφύλακτο ότι έκανες· αν το αφήσεις, δεν ωφελήθηκες διόλου από την προσευχή σου.

Όλος ο πόλεμος ανάμεσα σε μας και τούς ακάθαρτους δαίμονες, δε γίνεται για τίποτε άλλο, παρά για την πνευματική προσευχή. Γιατί πολύ εχθρική και ενοχλητική γίνεται σ’ αυτούς η προσευχή, ενώ σ’ εμάς είναι πρόξενος σωτηρίας, τερπνή και ευχάριστη.

Τι θέλουν οι δαίμονες να κάνουν να ενεργήσει σ’ εμάς; Γαστριμαργία, πορνεία, φιλαργυρία, οργή, μνησικακία και τα λοιπά πάθη, για να παχύνει από αυτά ο νους και να μην μπορέσει να προσευχηθεί όπως πρέπει. Γιατί όταν υπερισχύσουν τα άλογα πάθη, δεν τον αφήνουν να κινείται λογικά.

Ο Κύριος «έλεγε σ’ αυτούς και παραβολή για το ότι πρέπει να προσεύχονται πάντοτε και να μην αποθαρρύνονται». Λοιπόν, καθόλου να μην αποθαρρύνεσαι, ούτε να αθυμείς επειδή δεν έλαβες. Γιατί θα λάβεις αργότερα. Τελειώνοντας την παραβολή αυτή, ο Κύριος είπε: «Αν και ούτε το Θεό φοβάμαι ούτε τούς ανθρώπους ντρέπομαι, όμως επειδή αυτή η γυναίκα με ενοχλεί συνεχώς, θα της δώσω το δίκαιό της. Έτσι και ο Θεός, θα κάνει σύντομα το θέλημα αυτών πού Τον παρακαλούν νύχτα και μέρα». Γι’ αυτό λοιπόν να είσαι χαρούμενος και να επιμένεις υπομένοντας τον κόπο της αγίας προσευχής.

Όταν σε δουν οι δαίμονες ότι είσαι πρόθυμος να προσευχηθείς αληθινά, τότε σου φέρνουν στο νου σκέψεις πραγμάτων δήθεν αναγκαίων και σε λίγο σε κάνουν να τα λησμονήσεις και παρακινούν το νου να τα αναζητήσει. Και επειδή αυτός δεν τα βρίσκει, στενοχωρείται και λυπάται. Όταν ξανά σταθεί στην προσευχή, του υπενθυμίζουν εκείνα πού του είχαν βάλει στο νου του και τα αναζητούσε, για να στραφεί ο νους σ’ αυτά και να χάσει την καρποφόρα προσευχή.
Αγωνίσου να κρατήσεις το νου κατά την ώρα της προσευχής κωφό και άλαλο, και τότε θα μπορέσεις να προσευχηθείς.

Αγίου Μάρκου του Ασκητή

Περί των λόγων που περιέχει η θεία ευχή, δηλαδή το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με»


Πόση δύναμη έχει η ευχή και ποιες είναι οι δωρεές της σε όσους τη χρησιμοποιούν και σε ποια πνευματική κατάσταση τους φέρνει, δεν είμαστε εμείς σε θέση να πούμε. Τους λόγους όμως από τους οποίους αυτή αποτελείται, τους βρήκαν αρχικά οι άγιοι Πατέρες μας, που δεν τους επινόησαν οι ίδιοι, αλλά πήραν τις αφορμές από παλιά από την ίδια την αγία Γραφή και από τους κορυφαίους Μαθητές του Χριστού· ή, να πούμε καλύτερα, τους δέχθηκαν αυτοί σαν κάποια πατρική κληρονομιά και τους μεταβίβασαν σ’ εμάς. ‘Ώστε και από αυτό γίνεται φανερό, σε όσους δεν έμαθαν από την πείρα τους, ότι αυτή η ιερή ευχή είναι κάτι το ένθεο και ένας ιερός χρησμός. Γιατί πιστεύομε ότι είναι θείοι χρησμοί και πνευματικές αποκαλύψεις και λόγοι Θεού όλα όσα έδωσε στους ιερούς Αποστόλους να πουν ή να συγγράψουν ο Χριστός, ο οποίος λάλησε μέσω αυτών. Έτσι, ο θειότατος Παύλος, φωνάζοντας σ’ εμάς σαν από το ύψος του τρίτου ουρανού, λέει: «Κανείς δεν μπορεί να πει Κύριε Ιησού, παρά μόνο με Πνεύμα Άγιο». Με την αρνητική λέξη «κανείς» φανερώνει πολύ θαυμάσια ότι η επίκληση του Κυρίου Ιησού είναι κάτι το πολύ υψηλό και ανώτερο όλων. Επίσης, ο μέγας Ιωάννης που διακήρυξε σαν βροντή τα πνευματικά, αρχίζει με τη λέξη που τελειώνει ο Παύλος και μας δίνει τη συνέχεια της ευχής ως εξής: «Κάθε πνεύμα που ομολογεί τον Ιησού Χριστό, ότι ήρθε ως αληθινός άνθρωπος, είναι από το Θεό». Αυτός χρησιμοποίησε βέβαια εδώ κατάφαση, αλλά απέδωσε, όπως και ο Παύλος, στη χάρη του Αγίου Πνεύματος την επίκληση και ομολογία του Ιησού Χριστού. Ας έρθει τώρα τρίτος ο Πέτρος, η ακρότατη κορυφή των θεολόγων, για να μας δώσει το υπόλοιπο αυτής της ευχής. Όταν δηλαδή ο Κύριος ρώτησε τους Μαθητές: «Ποιος λέτε ότι είμαι;», προλαβαίνοντας ο φλογερός μαθητής τους άλλους, όπως το συνήθιζε, είπε: «Σύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού», έχοντας λάβει την αποκάλυψη αυτή, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιδίου του Σωτήρα, από τον ουράνιο Πατέρα, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, από το Άγιο Πνεύμα. Πρόσεξε λοιπόν αυτούς τους τρεις ιερούς Αποστόλους πως ακολουθούν ο ένας τον άλλο σαν σε κύκλο, παίρνοντας ο ένας από τον άλλο αυτά τα θεία λόγια έτσι που το τέλος του λόγου του προηγουμένου να γίνεται αρχή για τον επόμενο. Ο ένας δηλαδή λέει «Κύριον Ιησού», ο άλλος «Ιησού Χριστό», ο τρίτος «Χριστό, Υιό του Θεού», και το τέλος συνάπτεται στην αρχή σαν σε κύκλο, όπως είπαμε, επειδή δεν έχει καμία διαφορά να πει κανείς Κύριο και Υιό του Θεού —γιατί και τα δύο αυτά φανερώνουν τη θεότητα του μονογενούς Υιού και παριστούν ότι είναι ομοούσιος και ομότιμος με τον Πατέρα.

Έτσι αυτοί οι μακάριοι Απόστολοι μας παρέδωσαν να επικαλούμαστε και να ομολογούμε εν Πνεύματι τον Κύριο Ιησού Χριστό, Υιό του Θεού· αυτοί είναι και τρεις και πιο αξιόπιστοι απ’ όλους —εφόσον κάθε λόγος, σύμφωνα με τη θεία Γραφή, βεβαιώνεται με τρεις μάρτυρες. Αλλά και η σειρά των Αποστόλων που τα είπαν, δεν είναι χωρίς σημασία: από τον Παύλο δηλαδή, τον πιο τελευταίο χρονικά από τους Μαθητές, αρχίζει η μυστική παράδοση της ευχής και δια του μεσαίου, του Ιωάννη, προχωρεί στον πρώτο, τον Πέτρο, που με την αγάπη πλησίαζε τον Ιησού περισσότερο από τους άλλους. Τούτο συμβολίζει, νομίζω, την προκοπή μας με ορθή σειρά και την άνοδό μας και την ένωσή μας με το Θεό μέσα στην αγάπη, δια της πράξεως και της θεωρίας. Γιατί βέβαια ο Παύλος είναι εικόνα της πράξεως, καθώς είπε ο ίδιος: «Κοπίασα περισσότερο απ’ όλους», ο Ιωάννης της θεωρίας, και της αγάπης ο Πέτρος, για τον οποίο μαρτυρεί ο Κύριος πως αγαπούσε περισσότερο από τους άλλους.

Πέρα από αυτά, θα μπορούσε να δει κανείς πως τα θεία λόγια της ευχής υποδηλώνουν το ορθό δόγμα της πίστεώς μας και απορρίπτουν κάθε αίρεση των κακοδόξων. Με το «Κύριε», που φανερώνει τη θεία φύση, αποκηρύττονται εκείνοι που φρονούν πως ο Ιησούς είναι μόνο άνθρωπος· με το «Ιησού», που φανερώνει την ανθρώπινη φύση, αποδιώχνονται εκείνοι που Τον θεωρούν μόνο Θεό που υποδύθηκε κατά φαντασία τον άνθρωπο· το «Χριστέ», που περιέχει και τις δύο φύσεις, αναχαιτίζει εκείνους που Τον πιστεύουν Θεό και άνθρωπο, με χωρισμένες όμως τις υποστάσεις τη μία από την άλλη· τέλος, το «Υιέ του Θεού» αποστομώνει εκείνους που τολμούν να διδάσκουν τη σύγχυση των δύο φύσεων, επειδή φανερώνει πως η θεία φύση του Χριστού δεν συγχέεται με την ανθρώπινη φύση Του, ακόμη και μετά την ένωση τους. Έτσι οι τέσσερις αυτές λέξεις, ως λόγοι Θεού και μάχαιρες πνευματικές, αναιρούν δύο συζυγίες αιρέσεων, οι οποίες, ενώ είναι κακά εκ διαμέτρου αντίθετα, είναι ομότιμες στην ασέβεια.

Κύριε

ανατρέπει τους οπαδούς του Παύλου Σαμοσατέα

Ιησού

τους οπαδούς του Πέτρου Κναφέα

Χριστέ

τους νεστοριανούς

Υιέ του Θεού

τους μονοφυσίτες οπαδούς του Ευτυχή και του Διόσκορου

Έτσι λοιπόν μας παραδόθηκαν αυτά τα θεία λόγια, τα οποία δικαίως θα τα ονόμαζε κανείς μνημείο προσευχής και ορθοδοξίας. Αυτά και μόνα τους είναι αρκετά για όσους προχώρησαν στην κατά Χριστόν ηλικία και έφτασαν στην πνευματική τελείωση· αυτοί ενστερνίζονται και καθένα από τα θεία τούτα λόγια χωριστά, όπως δόθηκαν από τους ιερούς Αποστόλους, δηλαδή το «Κύριε Ιησού — Ιησού Χριστέ — Χριστέ, Υιέ του Θεού» (κάποτε μάλιστα και μόνο το γλυκύτατο όνομα «Ιησού»), και το ασπάζονται ως ολοκληρωμένη εργασία προσευχής. Και με αυτή γεμίζουν απερίγραπτη πνευματική χαρά, γίνονται ανώτεροι της σάρκας και του κόσμου και αξιώνονται να λάβουν θείες δωρεές. Αυτά τα γνωρίζουν, λένε, οι μυημένοι. Για τους νηπίους όμως εν Χριστώ και ατελείς στην αρετή, παραδόθηκε ως κατάλληλη προσθήκη το «ελέησόν με», η οποία τους δείχνει ότι έχουν επίγνωση των πνευματικών τους μέτρων και ότι χρειάζονται πολύ έλεος από το Θεό. Μιμούνται έτσι τον τυφλό εκείνο πού, ποθώντας να βρει το φως του, φώναζε στον Κύριο καθώς περνούσε: «Ιησού, ελέησόν με». Μερικοί πάλι δείχνουν περισσότερη αγάπη και διατυπώνουν την ευχή στον πληθυντικό, προφέροντάς την ως εξής: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ελέησον ημάς»· κι αυτό, επειδή ξέρουν πώς ή αγάπη είναι το πλήρωμα του Νόμου και των Προφητών, καθώς περιέχει και ανακεφαλαιώνει μέσα της κάθε εντολή και κάθε πνευματική πράξη. Συνάμα παίρνουν μαζί τους από αγάπη και τους αδελφούς σε κοινωνία της προσευχής και παρακινούν περισσότερο το Θεό σε έλεος με το να Τον αναγνωρίζουν κοινό Θεό όλων και να Του ζητούν κοινό το έλεος για όλους. Και βέβαια, το έλεος του Θεού έρχεται σ’ εμάς με την ορθή πίστη στα δόγματα και με την εκπλήρωση των εντολών, πού, όπως δείξαμε, ο σύντομος αυτός στίχος της προσευχής περιέχει και τα δύο.

Τα θεία τώρα ονόματα (Κύριος, Ιησούς, Χριστός), με τα οποία μας δόθηκε η ακρίβεια των δογμάτων, θα μπορούσε να βρει κανείς ότι χρονικά αναφάνηκαν με αυτή τη σειρά και τάξη, και ότι κι εμείς τα λέμε όπως αυτά φανερώθηκαν από την αρχή. Γιατί παντού η Παλαιά Διαθήκη κηρύττει Κύριο το Θεό Λόγο, και πριν και μετά την παράδοση του Νόμου, όπως όταν λέει: «Ό Κύριος έβρεξε φωτιά από τον Κύριο», και: «Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου». Και ή Καινή Διαθήκη, κατά τη σάρκωσή Του, παρουσιάζει τον Άγγελο να Του δίνει το όνομα λέγοντας στην Παρθένο: «Θα τον ονομάσεις Ιησού», όπως και έγινε, καθώς λέει ο ιερός Λουκάς. Γιατί όντας, ως Θεός, Κύριος των πάντων, θέλησε με την ενανθρώπησή Του να γίνει και σωτήρας μας —έτσι μεταφράζεται το όνομα «Ιησούς». Το όνομα πάλι «Χριστός», το οποίο φανερώνει τη θέωση της ανθρώπινης φύσεως πού προσέλαβε, ο ίδιος εμπόδιζε τους Μαθητές πριν από το Πάθος να το λένε σε οποιονδήποτε, ύστερα όμως από το Πάθος και την Ανάσταση ο Πέτρος έλεγε με παρρησία: «Να το γνωρίζει όλος ο Ισραήλ, ότι ο Θεός Τον ανέδειξε και Κύριο και Χριστό». Και τούτο ήταν εύλογο· γιατί η ανθρώπινη φύση μας που προσέλαβε ο Θεός Λόγος, χρίσθηκε παρευθύς από τη θεότητά Του, έγινε όμως ό,τι και αυτό που την έχρισε, δηλαδή ομόθεος, αφού ο Ιησούς μου δοξάστηκε με το Πάθος και αναστήθηκε εκ νεκρών. Τότε λοιπόν ήταν καιρός να αναδειχθεί η ονομασία «Χριστός»· τότε δηλαδή που Αυτός, δεν μας ευεργέτησε απλώς, όπως όταν μας έπλασε στην αρχή ή όταν μετά τη συντριβή μας μας ανέπλασε και μας έσωσε, αλλά που ανέβασε και την ανθρώπινη φύση μας στους ουρανούς και τη συνδόξασε με τον εαυτό Του και την αξίωσε να καθίσει στα δεξιά του Πατέρα. Τότε ακριβώς άρχισε να κηρύττεται Υιός του Θεού και Θεός από τους Αποστόλους, στους οποίους πρωτύτερα, στις αρχές του κηρύγματος, προκαλούσε δέος αυτή η ονομασία και σπάνια τη χρησιμοποιούσαν, έπειτα όμως την κήρυτταν φανερά πάνω από τους εξώστες, όπως τους προείπε ο ίδιος ο Σωτήρας. Επομένως τα θεια λόγια της ευχής τοποθετήθηκαν σε σειρά αντίστοιχη με τη χρονική ανάδειξη της πίστεως. Έτσι από παντού φανερώνεται σαφέστατα η θεία σοφία εκείνων που τα συνέταξαν και μας τα παρέδωσαν: κι από το ότι αυτά ακολουθούν επακριβώς τις αποστολικές ομολογίες και παραδόσεις, κι από το ότι αναδεικνύουν το ορθόδοξο δόγμα της πίστεώς μας, κι από το ότι μας υπενθυμίζουν τους χρόνους κατά τους οποίους εκδηλώθηκε με διάφορους τρόπους η Οικονομία του Θεού για μας, οδηγώντας μας στη θεοσέβεια με κατάλληλα κάθε φορά ονόματα.

Αυτά λοιπόν προσφέραμε εμείς, κατά τη δύναμή μας, σχετικά με τα λόγια της ευχής, σαν να κόψαμε άνθη από κάποιο δένδρο όμορφο και μεγάλο· τον καρπό όμως που αυτά περιέχουν, ας τον μαζέψουν άλλοι, όσοι δηλαδή με τη μακρά μελέτη και άσκηση το αξιώθηκαν αυτό με το να γίνουν δεκτικοί και να πλησιάσουν το Θεό.

Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός 

Πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 285-288.

“Θυμάμαι, όταν η ευχή μπήκε για πρώτη φορά στην καρδιά μου, είχα μεθύσει από μια απερίγραπτη γλυκύτητα..”



-Γέροντα, ἠμπορεῖτε νά μᾶς πῆτε λίγα λόγια γιά τήν προσευχή;

-῾Η προσευχή, παιδί μου, χρειάζεται σωματική βία. Ἐγώ ἤμουν ἐκ φύσεως ἄνθρωπος ἀσυνήθους σωματικῆς ἀντοχῆς καί «ἔπεφτα» μέ ὁρμή καί δυνατό πόθο Θεοῦ στά μοναχικά ἀγωνίσματα. ῾Ο Γέροντάς μου, μᾶς εἶχε ἐπιβάλει νά ἀγρυπνοῦμε κάθε νύκτα 5-6 ὧρες κάνοντας οἱ πιό δυνατοί προσευχή καί οἱ κἄπως ἀδύνατοι νά διαβάζουν καί κάποιο βιβλίο. Ἐγώ προσευχόμουν πάντοτε ὄρθιος, διότι ἄν καθόμουν, μ᾿ ἔπιανε ὁ ὕπνος.

῾Η βία στήν προσευχή διαρκεῖ μέχρι μισή ὥρα. Κατόπιν ἔρχεται ἡ Χάρις καί ἡ προσευχή πλέον ἐνεργεῖται μόνη της προσφέροντας γλυκές πνευματικές ἐμπειρίες.

Στά ὀκτώ πρῶτα χρόνια τῆς μοναχικῆς μου ὑπακοῆς στόν Γέροντά μου, ὅταν προσευχόμουν τίς νύκτες, ἐνόμιζα ὅτι ἄνοιγαν οἱ Οὐρανοί, λόγῳ τῆς πλουσίας ἐπισκέψεως τῆς Χάριτος. ῾Ο νοῦς μου, τοὐλάχιστον δύο φορές τήν ἑβδομάδα, ἀνέβαινε σέ θεωρία τοῦ Θεοῦ. Στήν κατάστασι αὐτή ὁ ἄνθρωπος, δέν μπορεῖ νά λέγῃ πλέον τήν εὐχή. ῾Ο νοῦς, ἡ καρδιά ἑνώνονται μέ τήν εὐχή, δηλαδή μέ τήν αἴσθησι τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. ῾Η ψυχή εἶναι ἀποξενωμένη ἀπό τόν ἔξω κόσμο, καί γίνεται ὅλη φωτοειδής καί κατανυκτική. Καρπός αὐτῆς τῆς θείας ἑνώσεως εἶναι μία ἀνεκλάλητη γλυκύτης, ἡ ὁποία ἄλλοτε διαρκοῦσε μέχρι 4 ὧρες καί ἄλλοτε ὀλιγώτερο, ὅσο δηλαδή ἤθελε ὁ Θεός.

῞Οταν σταδιακά ἡ Χάρις ἀναχωροῦσε, ἄφηνε κάθε φορά κάτι νέο καί καινούργιο μέσα μου. Δηλαδή, μετά ἀπό κάθε νυκτερινή προσευχή μου, δέν ἤμουν ὁ ἴδιος τήν ἑπομένη ἡμέρα. ῾Ο Πανάγαθος Θεός, μοῦ προσέθεττε Χάρι ἐπάνω στήν Χάρι καί αὐτή ἡ εὐλογία πολύ μέ παρηγοροῦσε καί μοῦ δυνάμωνε τά φτερά τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης γιά τόν Χριστό.

Θυμᾶμαι, ὅταν ἡ εὐχή μπῆκε γιά πρώτη φορά στήν καρδιά μου, εἶχα μεθύσει ἀπό μία ἀπερίγραπτη γλυκύτητα. ῎Ημουν σάν ἐκστατικός. Δέν ἄντεξα ἀπό τήν χαρά μου καί ἐπῆγα στόν Γέροντα, παρότι ἦτο νύκτα, νά τόν ρωτήσω:

-Γέροντα ἔχω νά σέ ρωτήσω κάτι. Αὐτό κι αὐτό μοῦ συμβαίνει.

-Αὐτό, παιδί μου, εἶναι μεγάλη κατάστασις τῆς προσευχῆς. Κανένας δέν τήν ἀπέκτησε ἀπ᾿ ὅσους Μοναχούς ἐγνώρισα τόσα χρόνια. Μόνο σέ μένα μοῦ τήν δώρισε ὁ Θεός, καί τώρα τό ἴδιο βλέπω καί σέ σένα. Μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν κατάστασι, ὑπάρχει καί ἡ τελευταία, κατά τήν ὁποία ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου πηγαίνει στόν παράδεισο.

῾Ο Γέροντάς μου συγκινήθηκε ἀπό αὐτό πού ἔμαθε, μ᾿ ἀγκάλιασε καί μ᾿ ἀσπάσθηκε.

Ἐμένα ὁ νοῦς μου δέν πῆγε ποτέ στόν παράδεισο, ἐνῶ ὁ Γέροντάς μου, εἶχε πάει μέ τόν νοῦ του πολλές φορές, ὅπως μᾶς διηγεῖται ὁ ἴδιος στίς ἐπιστολές του.


ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ – Προηγούμενος ῾Ιερᾶς Μονῆς Διονυσίου Ἁγίου ῎Ορους (+ 1908- 2001)

από το βιβλίο: “ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΓΕΡΟΝΤΑΔΕΣ ΤΟΥ ΑΘΩΝΟΣ” – Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου – ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ – ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΑΘΩ – 2005

Mε φωνή παρακλητική...



Όταν παιδί μου, απευθυνόμεθα στον Θεό, δεν παίρνουμε ύφος στρατιωτικού, που διατάσσει τα φανταράκια. Αλλά ύφος ταπεινού δούλου και φωνή ικετευτική και πολύ παρακλητική.
Μόνο αυτή η φωνή φθάνει στον θρόνο του Θεού, ο οποίος ως φιλόστοργος Πατέρας που είναι, ικανοποιεί το αίτημά μας και «αντικαταπέμπει ημίν την θείαν χάριν και την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος!».
Εάν π.χ. τολμήσεις να χτυπήσεις μία πόρτα με τρόπο αναιδή και απειλητικό, να είσαι βέβαιος, πως η πόρτα αυτή δε θα σου ανοίξει ποτέ! Αλλά και εάν σου ανοίξει, να μην περιμένεις να δεχθείς τη φιλοξενία του ιδιοκτήτη, αλλά το ξυλοφόρτωμα! 
Αντιθέτως, εάν χτυπήσεις την πόρτα ευγενικά και παρακλητικά, αυτή θα σου ανοίξει διάπλατα και ο οικοδεσπότης θα σου παράσχει κάθε είδους φιλοξενία!
Το ίδιο ακριβώς θα συμβεί και στην περίπτωση που θα ζητήσεις κάτι από κάποιον. Εάν το ζητήσεις με αναίδεια και απειλή, δε θα το λάβεις ποτέ! Ενώ εάν το ζητήσεις με ευγένεια και παρακλητικά, θα το λάβεις αμέσως…
Βλέπεις λοιπόν, ότι δε φθάνει μόνο να χτυπάμε την πόρτα του Θεού, αλλά να ξέρουμε και τον τρόπο, πώς να την χτυπάμε, εάν θέλουμε κάποτε να μας ανοίξει.

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Πατήρ Πορφύριος: Ο Διορατικός, ο Προορατικός, ο Ιαματικός» του ΑΝΑΡΓΥΡΟΥ ΚΑΛΙΑΤΣΟΥ

ΓΕΡΩΝ ΓΑΒΡΙΗΛ… ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΝΑ ΛΕΣ...

Πόση ώρα να Προσεύχομαι; (Υπέροχο δίδαγμα)



Πόση ώρα να προσεύχομαι;

Ρώτησα κάποτε ένα νέο 16 ετών:

-Αγαπάς, παιδί μου, το Θεό;

-Τον αγαπώ πολύ, πάτερ μου, μου απάντησε αυθόρμητα.

-Προσεύχεσαι σ’ Αυτόν τακτικά;

-Όχι! μου είπε με ειλικρίνεια.

Ο νέος αυτός δεν μπορούσε να συλλάβει την αντίθεση που υπήρχε μεταξύ των δύο απαντήσεών του. Γιατί είναι αδύνατον να αγαπά κανείς πραγματικά το Θεό και να μην προσεύχεται.

Αν έχεις ένα φίλο εξαιρετικά αγαπητό, δεν προσπαθείς να βρεις τρόπους να επικοινωνείς συχνά μαζί του και να συζητάς διάφορα ζητήματα; Έτσι δεν είναι;

Παρακολούθησε, παιδί μου, αυτούς τους αριθμούς που θα σου πω. Είναι εξακριβωμένοι. Ένας άνθρωπος που πέθανε 70 ετών διέθεσε τα χρόνια της ζωής του ως εξής: 15 χρόνια εργάσθηκε, 20 κοιμήθηκε, 2 έτρωγε, 1 ντυνότανε, 9 μήνες πλυνότανε, 7 μήνες ξυριζότανε, 4 μήνες καθάριζε τη μύτη του, 2 μήνες τα δόντια του κλπ.

Παρατήρησες κάτι; Όλα όσα αναφέρονται πιο πάνω αφορούν εξωτερικές ασχολίες. Φροντίδες και μέριμνες για το σώμα.

Όταν όμως, παιδί μου, παρουσιασθείς ενώπιον του Θεού πολύ διαφορετικός θα είναι ο λογαριασμός τον οποίο θα υποχρεωθείς να κάνεις. Θα σε ρωτήσει τότε ο δίκαιος Κριτής:

«Πόσα καλά έκανες; Πόσα κακά;»

«Πόσα καθήκοντα εκτέλεσες και πόσα όχι;»

«Πόσον καιρό προσευχόσουν;»

Μέσα σ’ ένα χρόνο η καρδιά σου χτύπησε 36.792.000 φορές. Απ’ το τεράστιο αυτό ποσό, πόσους παλμούς διέθεσες για το Θεό σου;

«Μα πόσο λοιπόν πρέπει να προσεύχομαι;»

Πρέπει να ξέρεις, παιδί μου, πως ο Θεός δεν υπολογίζει την προσευχή με τη χρονική της διάρκεια, αλλά με το ζήλο, με τη διάθεση, με την καρδιά. Μια μικρή, ζωντανή, ολόθερμη προσευχή αξίζει πολύ περισσότερο από μια άτονη, τυπική, ξερή, έστω και πολύωρη.

Εκείνο που προέχει είναι ο ζήλος και η θερμή διάθεση της καρδιάς. Κάνε την πρωινή και βραδινή σου προσευχή. Μην παραλείπεις όμως καθ’ όλη την ημέρα πολλές φορές να στρέφεις τη σκέψη και την καρδιά σου στο Θεό.

Θα ‘ναι, παιδί μου, ευλογημένη η μέρα σου, όταν τις πρώτες σου τις σκέψεις τις αφιερώνεις στο Θεό. Κι ο ύπνος σου θα είναι ήρεμος και γαλήνιος όταν, πριν παραδοθείς στα χέρια του, στρέψεις και πάλι σ’ Αυτόν τους λογισμούς σου.

Δε σου συνιστώ να προσεύχεσαι στο κρεβάτι! Αν όμως δεν πρόκειται καθόλου να προσευχηθείς αλλιώς, τότε μη σταματήσεις τη συνήθειά σου. Πιστεύω όμως ότι κι εσύ δε θα το βρίσκεις τόσο σωστό, να συνομιλείς με το Θεό και Κύριό σου, και να ‘σαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι σου! Αφήνω πως μπορείς να πάθεις, αυτό που πολλοί νέοι το παθαίνουν, να μην προλάβεις δηλαδή να τελειώσεις την προσευχή σου και… να σε πάρει ο ύπνος!

Σαν φρόνιμος λοιπόν νέος, κάνε την πρωινή σου προσευχή αφού ντυθείς και τη βραδινή σου πριν βγάλεις τα ρούχα σου. Κατόπιν δε, όταν θα πέσεις στο κρεβάτι, εξακολούθησε, αν θέλεις, τις ευσεβείς σου σκέψεις· θα κοιμηθείς έτσι πιο γαλήνια.

Ξέρεις εκείνο το σοφό γνωμικό που λέει «Τίποτε δεν μπορεί να επιτύχει, αν δεν το ευλογήσει ο Θεός»;

Εάν λοιπόν τις μέρες σου δεν τις αρχίζεις ζητώντας τη βοήθεια του Θεού, πώς περιμένεις την ευτυχία;

Κοίταξε γύρω σου, παιδί μου. Όλα τα πλάσματα με το δικό του το καθένα τρόπο, προσεύχονται κι υμνούν τον πάνσοφο Δημιουργό.

Τα φυτά ανοίγουν τ’ άνθη τους και στέλλουν το ζωογόνο άρωμά τους στο Θρόνο του Πλάστη.

Τα πουλιά με τις γλυκές μυριότονες φωνές τους, ποιον άλλον παρά τον Παντοδύναμο υμνούν;

Γι’ Αυτόν βομβίζει η μέλισσα.

Γι’ Αυτόν πετά χαρούμενη η πεταλούδα.

Αυτόν δοξάζουν με τη λάμψη τους οι αστραπές.

Αυτόν υμνολογούν και οι βροντές μ’ όλο το τρομερό τους μεγαλείο.

Ναι! ολόκληρη η φύση θερμά προσεύχεται σ’ Αυτόν, αν και δεν έχει τη συναίσθηση αυτού που κάνει. Κι εσύ, παιδί μου, άνθρωπος με θέληση ελεύθερη, θα αρνηθείς αυτό που πρόθυμα εκτελεί η άλογη φύση;

«Το πιο όμορφο πράγμα που μπορείς ν’ αντικρίσεις στον κόσμο είναι ο άνθρωπος που προσεύχεται».

Αυτή η πρόταση είναι πολύ σωστή. Εκείνος που προσεύχεται ζει σ’ έναν άλλο κόσμο. Άφθονη αναπνέει τη χάρη του Θεού και ξεδιψάει απ’ το γλυκύτατο νερό της θείας παρουσίας.

Σου είπα, παιδί μου, πιο πάνω, ότι η φύση ολόκληρη προσεύχεται. Θέλησα να σου κάνω ένα συμβολισμό, γιατί η προσευχή η αληθινή είναι προνόμιο του ανθρώπου. Μόνο αυτός μπορεί συνειδητά να ανυψώνει την ψυχή του στο Θεό, και να συνομιλεί μαζί Του.

Είναι αλήθεια τιμή μεγάλη για τον άνθρωπο η προσευχή· κι αυτή είναι ένα ακόμη στοιχείο που κάνει να ξεχωρίζει ο άνθρωπος απ’ τ’ άλλα τα δημιουργήματα.

Όταν προσεύχομαι, βρίσκεται σ’ έξαρση η ψυχή μου! Ουράνια αισθήματα με πλημμυρίζουν. Χαρά, ευγνωμοσύνη, αγάπη. Όλα τα νιώθω στον υπέρτατο βαθμό. Πώς λοιπόν να μη δοξολογήσω το Θεό μου για το υπέροχο αυτό δώρο Του;

Με τα φτερά της προσευχής, μπορούμε ν’ ανεβούμε σε ύψη δυσθεώρητα. Μπορούμε να πετάξουμε μέχρις αυτόν τον θρόνο του Θεού, μακριά από τον κόσμο με τις τόσες του μικρότητες.

Με τα φτερά της προσευχής φθάνουμε εκεί, όπου άπληστα χαιρόμαστε το ζωογόνο αέρα της θείας παρουσίας.

Η προσευχή είναι πηγή δυνάμεως για τον αγώνα το σκληρό που φέρνει εμπρός μας η κάθε μέρα.

Λες και αλλάζει ο εαυτός σου, όταν πετάς με τα φτερά της προσευχής.

Έλα λοιπόν, παιδί μου!

Σαν έρχονται οι θλίψεις και σε χτυπούν σα μανιασμένες θύελλες, πέσε στα γόνατα κι άνοιξε την καρδιά σου στον Πατέρα σου.

Μετά την προσευχή θα δεις πόσο θα είσαι αλλαγμένος! Γαλάζιο θα τον βλέπεις τώρα τον ουρανό κι η θάλασσα θα έχει γαληνέψει.

Ο κατοικών εν βοηθεία του Υψίστου,
εν σκέπη του Θεού του ουρανού αυλισθήσεται.

Ερεί τω Κυρίω· αντιλήπτωρ μου ει και καταφυγή μου, ο Θεός μου,
και ελπιώ επ᾿ αυτόν,
ότι αυτός ρύσεταί σε εκ παγίδος θηρευτών
και από λόγου ταραχώδους.

εν τοις μεταφρένοις αυτού επισκιάσει σοι,
και υπό τας πτέρυγας αυτού ελπιείς·
όπλω κυκλώσει σε η αλήθεια αυτού.

Ου φοβηθήση από φόβου νυκτερινού,
από βέλους πετομένου ημέρας,
από πράγματος εν σκότει διαπορευομένου,
από συμπτώματος και δαιμονίου μεσημβρινού.

Πεσείται εκ του κλίτους σου χιλιάς και μυριάς εκ δεξιών σου,
προς σε δε ουκ εγγιεί·
Πλην τοις οφθαλμοίς σου κατανοήσεις
και ανταπόδοσιν αμαρτωλών όψει.

Ότι συ, Κύριε, η ελπίς μου·
τον ῞Υψιστον έθου καταφυγήν σου.
Ου προσελεύσεται προς σε κακά,
και μάστιξ ουκ εγγιεί εν τω σκηνώματί σου.

Ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται
περί σού του διαφυλάξαι σε εν πάσαις ταίς οδοίς σου.

[Από τον 90ο Ψαλμό]

Αυτές οι σκέψεις που γεμίζουν παρηγοριά την ψυχή σου γράφτηκαν απ’ τον μεγάλο εκείνο εστεμμένο Ψαλμωδό, κι είναι ένα άριστο βοήθημα γι’ αυτούς που θέλουν να βαδίζουν στη ζωή τους ίσια και τίμια.

Και εσύ, παιδί μου, είσαι ασφαλώς ένας από αυτούς. Γι’ αυτό έχεις μεγάλη ανἀγκη από τη χάρη του Θεού, που ένας μόνο τρόπος υπάρχει να την κερδίσεις. Η προσευχή.

Μη στερείς λοιπόν, παιδί μου, την ατίμητη ψυχή σου απ’ τη ζωογόνα αναπνοή της, αλλά προσεύχου, προσεύχου με ζήλο, ώστε να έλθει η μυριοπόθητη μέρα που θα στεφανωθείς με το στεφάνι της δόξης.

Μνημονεύουμε γιατί αγαπάμε

Μερικοί ρωτούν γιατί μνημονεύουμε τα ονόματα των κεκοιμημένων και των ζώντων στις προσευχές που κάνουμε γι’ αυτούς. Ο Θεός σαν παντογνώστης που είναι, δεν ξέρει τα ονόματά τους και τις ανάγκες τους;
Όμως αυτοί που μιλούν και σκέπτονται έτσι, ξεχνούν ότι την προσευχή δεν την κάνομε για ενημέρωση του Θεού. Φυσικά ο Θεός δεν έχει ανάγκη τέτοιας ενημερώσεως. Άλλη είναι η σημασία αυτής της προσευχής.
Προσευχόμεθα υπέρ των ζώντων και των μεταστάντων και τους μνημονεύουμε με τα ονόματά τους, για να δείξουμε, ότι τους αγαπάμε με όλη μας την καρδιά. Γιατί δεν είμαστε απλώς συγγενείς ή φίλοι ή γνωστοί, αλλά «αλλήλων μέλη». Μέλη της Μιάς Εκκλησίας. Του Ενός Μυστικού Σώματος του Χριστού...

Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στη μηχανική και απαθή μνημόνευση των ονομάτων και στην ολοκάρδια προσευχή. Το ένα απέχει από τον άλλο, όσο ο ουρανός από τη γη.
Η προσευχή πρέπει να είναι ειλικρινής εκδήλωση αγάπης. Η αγάπη είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή. Γι’ αυτό ο Θεός τη δέχεται. Και γι’ αυτό την περιμένει! Η αγάπη για τους ζώντες και κεκοιμημένους αδελφούς μας είναι χρέος. Το πρώτο από όλα. Κάθε λέξη στην προσευχή, κάθε λέξη που πηγάζει από τα βάθη της καρδιάς, έχει πολλή δύναμη: «Πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη», λέγει η Αγία Γραφή.

Και αν έχει τόση μεγάλη σημασία η μνημόνευση των ονομάτων ζώντων και κεκοιμημένων σε οποιαδήποτε προσευχή, πόσο μεγαλύτερη σημασία και αξία έχει, όταν μνημονεύονται τα ονόματα στην ιερότερη προσευχή, στη Θεία Λειτουργία; Στη Θεία Λειτουργία ο ιερέας επισφραγίζει τη μνημόνευση των ονομάτων ζώντων και κεκοιμημένων με τα λόγια «Απόπλυνον, Κύριε, τα αμαρτήματα των ενθάδε μνημονευθέντων δούλων Σου τω αίματί Σου τω αγίω».

Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΥΣ



Ήταν στο Μοναστήρι του Αγίου Παύλου ένα γεροντάκι ονόματι Κωνστάντιος από την Κεφαλλονιά· ήταν κι ένα άλλο Γεροντάκι, Κεφαλλονίτης κι αυτός, από το Πυργί, που λεγόταν Δημήτριος και η μητέρα του Μαρία. Κάποτε έλαβε ένα γράμμα ότι η μητέρα του εκοιμήθη. Δεν είχαν τηλέφωνα τότε.

Πάει λοιπόν στον π. Κωνστάντιο και του λέει:
–Γερο-Κωνστάντιε, σε θερμοπαρακαλώ, κάνε ένα κομποσχοινάκι, ένα σαραντάρι (προσευχή για σαράντα μέρες) για την μητέρα μου.
–Θα κάνω, λέει αυτός, νά ’ναι ευλογημένο!

Αυτός ήταν αγωνιστής, όλη νύχτα τραβούσε κομποσχοίνι. Όταν συμπληρώθηκαν σαράντα μέρες, εκεί που καθόταν και έκανε κομποσχοίνι λέγοντας «Κύριε Ιησού Χριστέ, ανάπαυσον την δούλη Σου Μαρία», βλέπει μια γυναίκα να μπαίνει μέσα στο κελί του (ήταν η κεκοιμημένη Μαρία) και του λέει με ευγένεια πολλή:
–Ευλογείτε, Γέροντα!...
–Ο Κύριος!... Πού βρέθηκες εσύ εδώ πέρα;…
–Μη ταράζεσαι, Γέροντα, γιατί ο Θεός μ’ έστειλε να ’ρθώ.
–Και, τι θέλεις;…
–Δεν θέλω τίποτε· αλλά ήρθα μόνο να σ’ ευχαριστήσω, διότι αυτά τα κομποσχοίνια που μου έκανες, πολύ με ωφέλησαν και βρήκε ανάπαυση η ψυχή μου. Σ’ ευχαριστώ, Γέροντά μου, σ’ ευχαριστώ!...
Αυτά είπε κι εξαφανίστηκε.


[«Από την Ασκητική
και Ησυχαστική
Αγιορειτική Παράδοση»,
μέρος 2ο («Περιστατικά»),
κεφ. Κε΄, σελ. 356–357,
Άγιον Όρος 2011.]

Η προσευχή των παιδιών



Μιλάω στο Θεό Πατέρα μου.
Και του ζητώ, και του ζητώ...
Κάποτε, που σταματώ,
Τον ακούω να μου λέει:
- Τι άλλο; Τι άλλο; Πες μου!

Διονύσης Ν. Πόθος


Όταν ρωτώ ως πνευματικός «προσεύχεσαι;», συνήθως η απάντηση είναι καταφατική. Στην πορεία όμως ανακαλύπτω ότι αυτή η «προσευχή» είναι βασικά ένας κατάλογος αιτημάτων. Ο δυνατός Θεός, ως παντοδύναμος, που τα έχει και τα μπορεί όλα, δίνει στα αδύνατα πλάσματά Του…


Η αντίληψη μιας τέτοιας σχέσης με το Θεό δεν είναι απλά παιδική αλλά θρησκευτική. Είναι η βάση των θρησκειών που αναζητούν στήριγμα και βοήθεια, για να δώσουν στους ανθρώπους το δυνατό Θεό, ώστε να νικήσουν τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες της ζωής.

Ο Θεός της Ορθοδοξίας είναι ο «παθών», ο Εσταυρωμένος, ο ζητιάνος της αγάπης μας, ο αδύνατος μπροστά στην ανθρώπινη ελευθερία. Γι’ αυτό και ο όντως δυνατός! Μια δύναμη που δεν συντρίβει αλλά ανορθώνει. Γιατί είναι η δύναμη της αγάπης.

Γίνεται ο Πατέρας μας και εμείς τα παιδιά Του. Η σχέση μας είναι στενή, ουσιαστική, δυνατή. Γι’ αυτό και υπάρχει η άνεση να ζητήσεις πάλι και πολλάκις ό,τι θέλεις, όπως το θέλεις κι όταν το θέλεις. Όπως ακριβώς το μικρό παιδί. Μέσα στην ανωριμότητά του, που θεωρεί όλο τον κόσμο δικό του και τον πατέρα του ικανό για όλα, ζητά και ζητά και ζητά...

Από την άλλη στέκεται ο Πατέρας, που δίνει και δίνει και δίνει... Κάποτε παραπάνω και από τις προσδοκίες μας! Όμως, επειδή είναι όντως Πατέρας, θέλει και να παιδαγωγήσει το παιδί του, να το μάθει πως η συνεχής αίτηση και η συνεχής ανταπόκριση δημιουργεί άνθρωπο εγωκεντρικό, ανώριμο και ανίκανο να ζήσει και να χαρεί τον εαυτό του, το δόσιμο, τη δημιουργία, τον όμορφο κόσμο μας.


Δεν είναι έκφραση της ανωριμότητάς μας το να μην δεχόμαστε και την άρνηση ή τη σιωπή του Πατέρα μας; Δεν ενεργεί σωστά, όταν σιωπά ή λέει όχι, μπροστά σε τέτοιο παιδί;

Ένας χαρτοπαίκτης έλεγε με σιγουριά: «εμένα ο Θεός με αγαπά. Όταν χάνω, τον παρακαλώ να με βοηθήσει και με βοηθά!». Θα έλεγε κάποιος πως είναι η φαντασία του, ο Θεός δεν ασχολείται μ’ αυτά. Νομίζω πως ο χαρτοπαίκτης έχει δίκαιο! Γιατί να μην κατανοήσω τη συγκατάθεση του ουράνιου Πατέρα ως τον τρόπο που θα του δείξει την αγάπη Του; Δεν θα πρέπει να μιλήσει στη γλώσσα που κατανοεί αυτή την αγάπη; Κι όταν βεβαιωθεί γι’ αυτή, δεν θα μπορεί να πει τ’ αντίθετο στην ερχόμενη παιδαγωγία που θα τον βοηθήσει να προχωρήσει πιο πέρα «από τα πρόσκαιρα στα αιώνια».

Έχουμε ένα Θεό που θέλει να λέγεται ΠΑΤΕΡΑΣ, δηλαδή τρέφει τα παιδιά με την αγάπη Του. Να μπορούσαμε να νιώσουμε δυναμικά την αγάπη Του! Τότε θα υπομέναμε, θα ελπίζαμε, θα εμπιστευόμαστε. Τότε θα πήγαζε από μέσα μας η χαρά, η ασφάλεια, η ειρήνη και η ευχαριστία που έχουμε τέτοιο Πατέρα, ακόμα και τις στιγμές που «η αγάπη Του σπάζει κόκκαλα».

π. Ανδρέας Αγαθοκλέους

«Σε παρακαλώ Γέροντα, προσευχήσου για μένα»!



Σε μια μικρή συνάθροιση με λαϊκούς, ένας ευλαβής νέος είπε στον Γέροντα Αρσένιο τον Σπηλαιώτη: 

- Παππού, σε παρακαλώ να εύχεσαι και για μένα.
- Πώς σε λένε; 

- Με λένε Ανδρέα.
- Εγώ να εύχομαι για τον Ανδρέα, αλλά για να πιάσει η δική μου προσευχή πρέπει να ενδιαφέρεται και να εύχεται και ο Ανδρέας για τον εαυτόν του. Ο Άγιος Αντώνιος λέγει, «ούτε εγώ σ΄ ελεώ ούτε ο Θεός σ΄ ελεεί, αν δεν ελεήσεις εσύ πρώτα τον εαυτόν σου». 

- Δηλαδή, Γέροντα;
- Μα δεν το καταλαβαίνεις; Καλά. τότε να σου πω κάτι που συνέβη εδώ, επί των ημερών μου. Πέρασε ένας προσκυνητής από την έρημο ψάχνοντας αγίους, όπως κι εσύ τώρα, για να του κάνουν προσευχή.
Βρίσκει ένα ασκητή και του λέγει: «Σε παρακαλώ γέροντα, προσευχήσου για μένα. έχω σοβαρά προβλήματα». Ο ασκητής τον λυπήθηκε και κάθε βράδυ στην αγρυπνία, δώστου προσευχή για τον κοσμικό. Μια νύχτα ενώ προσευχόταν, βλέπει έξω από το κελί του τον σατανά, να γελά σαρκαστικά και να κοροϊδεύει. Του λέει ο Μοναχός: «γιατί ρε καταραμένε μου χαλάς την ησυχία;», και ο σατανάς, «χα, χα, χα. γελώ που αγρυπνάς άδικα για τον δικό μου (τον Γιάννη). Κι αυτός αγρυπνά, αλλά στα στέκια τα δικά μου (εννοώντας ασφαλώς τα κέντρα διαφθοράς). Πριν λίγο τελείωσε την αγρυπνία του και τώρα ροχαλίζει!».
Ε, τώρα κατάλαβες τι θέλω να πω; 

- Ναι, Γέροντα, τώρα κατάλαβα, ότι πρέπει κι εμείς να ζούμε χριστιανικά και να προσπαθούμε όσο μπορούμε.

Γέρων Αρσένιος ο Σπηλαιώτης

Και αν εγώ κουράζομαι στην προσευχή μου...



...Και αν εγώ κουράζομαι στην προσευχή μου, στην παράστασή μου ενώπιον του Θεού, και αν εγώ αγνοώ τον Θεό, και αν νυστάζω ή δεν καταλαβαίνω ή μου φεύγουν τα λόγια της προσευχής ή ζώ μέσα σε χίλια σκοτάδια, είμαι βέβαιος ότι μέσα στην άγνοιά μου, στην αορασία μου, σε αυτό το σκότος μου είναι παρών ο Θεός. Ο Θεός με ακούει, ο Θεός με βλέπει, ο Θεός παρίσταται.

Ας μη θέλω εγώ να Τον απολαμβάνω. Ας θέλω- να το πούμε έτσι- να με απολαμβάνει ο Θεός. Ας θέλω να με χαίρεται ο Θεός. Είτε κοιμάμαι είτε είμαι ξύπνιος, είτε ζώ είτε πεθαίνω, είτε είμαι ολόκληρος μια ζωντάνια ενώπιον του Θεού είτε είμαι ένας νεκρός, ο,τιδήποτε και άν είμαι, αυτό που έχει σημασία είναι να παρίσταμαι ενώπιόν του. 

Επομένως, ασκητικότητα, πάλεσμα ασκητικό, σημαίνει να κάθομαι ενώπιον του Θεού... Να μη ζητάω εγώ να δώ τον Θεό, αλλά να με βλέπει ο Θεός.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ

Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης, Πρακτικό μάθημα Προσευχής



εφημέριος του Ι.Ν. αγ. Σπυρίδωνος Τριανδρίας Θεσσαλονίκης
Για τον "Στύλο Ορθοδοξίας" (Δεκέμβριος 2015, αρ.φ. 173)

Ο κύκλος της Ευχής

Να προσευχόμαστε πάντα με την καθοδήγηση ενός έμπειρου πνευματικού πάνω στο θέμα της νοεράς προσευχής. Αφού πάρουμε την ευχή του και μας κανονίσει εκείνος πως ακριβώς να εργαστούμε, ξεκινάμε την προσπάθεια για την αδιάλειπτη προσευχή.

Πρώτα – πρώτα προσευχόμαστε για τον εαυτό μας, που έχει την απόλυτη ανάγκη γιατί είναι ο ανάπηρος, ο τυφλός, και στη συνέχεια για όλους.

Μερικές φορές έρχονται στην εξομολόγηση κάποιοι και ρωτάνε πως να προσευχηθούν. Γιατί ρωτάς πως να προσευχηθείς; Αν μπορείς, να καθίσεις στον καναπέ σου, να πάρεις το κομποσκοίνι σου, να κλείσεις με το τηλεκοντρόλ την τηλεόραση. Να ανοίξεις με το κομποσκοίνι που είναι το τηλεκοντρόλ της ψυχής, την τηλεόραση που έχεις μέσα σου, και ότι θέλεις να δεις, μπορείς να το απολαύσεις. Τι έργο επιθυμείς να δεις; Γκανγκστερικό; Μέσα σου. Απατεωνιές; Μέσα σου. Αστυνομικές περιπέτειες; Μέσα σου. Ψυχολογικά θρίλερ; Μέσα σου. Περιπέτειες στα Ουράλια Όρη; Μέσα σου. Όλα είναι μέσα σου.

Ο Γέροντάς μου, ο π. Αγάθων, ο καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Κωνσταμονίτου, λέει να βγάζεις την «ταυτότητά» σου και να βλέπεις ποιός είσαι. Και έτσι αρχίζεις γι’ αυτόν τον απατεώνα τον εαυτό σου, τον φαύλο, τον επιπόλαιο, να προσεύχεσαι και να λες «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με». Τίποτα άλλο. Πολλές φορές να το επαναλαμβάνεις: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με». Μέχρι να κατανυχθεί η ψυχή σου και μέχρι να δεις ότι ο Θεός σε ακούει. Θα προστρέξει ο Κύριος!

Μετά να προσεύχεσαι για τους αγαπημένους σου, την οικογένειά σου: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον τον άντρα μου, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον τη γυναίκα μου, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον το παιδί μου, τον γιο μου που υποφέρει, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον την κόρη μου. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον τον πεθερό μου, την πεθερά μου, τη μάνα μου, τα αδέρφια μου, τους εχθρούς μου».

Ποιόν έχεις εμπάθεια, ποιός σε αδίκησε, ποιός αισθάνεσαι ότι σε έχει κλέψει στα κληρονομικά, στα μέτρα του σπιτιού σου; Ο Γείτονας στο μπαλκόνι σου σε αδίκησε, φωνάζει, σε ενοχλεί από τον επάνω όροφο, για παράδειγμα τινάζει πάνω από τα απλωμένα σου ρούχα και στα βρέχει; Ποιός; Αυτόν θα κάνεις κομποσκοίνι.

Αντί να τον πας στο δικαστήριο, να του κάνεις κομποσκοίνι. Να του κάνεις κομποσκοίνι γιατί θα έρθει και θα επέμβει ο Θεός. Ο Θεός θα στείλει τον Άγιο Άγγελό του, και θα γαληνέψει κι εκείνον και θα ησυχάσει και το θηρίο που έχεις μέσα σου που λέγεται τίγρης και έχει μεγάλα νύχια. Δεν προλαβαίνει κάποιος να μας πει μία κουβέντα, αμέσως είμαστε έτοιμοι να τον ξεσκίσουμε. Τέτοιον εγωισμό που κουβαλάμε, πολλά κομποσκοίνια χρειαζόμαστε.

Η ευχή, παρόλο που μερικοί από εμάς είμαστε αδαείς, και δεν γνωρίζουμε πως να προσευχηθούμε, πρέπει να ξεφύγει από τον τύπο. Μένουμε στον τύπο γιατί είμαστε επιφανειακοί άνθρωποι. Το κομποσκοίνι είναι ένα μέσον. Μερικοί από μας το φοράμε στο χέρι ως φυλαχτό και κάνουμε το λάθος να νομίζουμε πως με αυτό θα σωθούμε. Το κομποσκοίνι δεν έχει καμιά αξία αν η ψυχή δεν επικαλεσθεί τον Θεό με όρεξη, με διάθεση, να κλάψει.

Όλες οι φορές αδελφοί μου δεν είναι ίδιες. Και όλες τις φορές δεν προσευχόμαστε με το ίδιο πάθος, με την ίδια θέληση, με την ίδια επιθυμία.Συμβαίνουνσυχνά οι πνευματικές αλλοιώσεις. Παρόλα αυτά όμως έχουμε κάποια παραδείγματα, από τα οποία καταλαβαίνουμε πως η ευχή έχει σωστική δύναμη και αν απλώς την «παπαγαλίζουμε», να την επαναλαμβάνουμε έστω και αν ο νους μας δεν μπορεί να προσκολληθεί στην Ευχή.

Κάποτε λέγει μία διήγηση, ένας μοναχός σε ένα ασκητήριο, όπως είχε ανοιχτό το παράθυρό του, έμπαινε τακτικά μέσα ένα πουλί, από αυτά που είναι της συνομοταξίας των πουλιών που μιμούνται τη φωνή του ανθρώπου. Και αυτό το πουλί παπαγάλιζε αυτό που άκουγε. Αυτό που άκουγε στο κελί του ασκητή ήταν η ευχή. Γιατί εκείνος ο μοναχός την έλεγε εκφώνως πολλές φορές «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με». Έτσι την έμαθε κι ο παπαγάλος.

Κάποια στιγμή ο παπαγάλος, πετούσε στον ουρανό. Τον βλέπει ένα γεράκι και ορμάει να το σκίσει. Βλέποντας να τον πλησιάζει το γεράκι, ο παπαγάλος δεν ήξερε τι άλλο να πει και είπε «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με». Φοβήθηκε το γεράκι κι έφυγε. Ο μοναχός που το είδε αυτό, είπε «Δοξασμένο το όνομα του Θεού. Η ευχή και στα άλογα όντα που μόνο την παπαγαλίζουν, τους σώζει από τον πειρασμό».

Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής έλεγε να γίνουμε κυνηγοί της Χάριτος. Ο κυνηγός της Χάρης θέλει ποσότητα και ποιότητα. Και τα δύο τα θέλει. Και ποσότητα Χάριτος και ποιότητα Χάριτος. Να αισθανθεί την καρδιά του να αλλοιώνεται από την αγάπη του Θεού. Να αρχίσει να επαναλαμβάνει την ευχή του Χριστού, χωρίς να το σκέφτεται. Από μέσα του ο ενδιάθετος λόγος να προσαρμοστεί έτσι ώστε να μη σκέφτεται άλλα πράγματα, να σκέφτεται την ευχή του Χριστού.

Θα ξέρετε την ιστορία που δύο μοναχοί, απλοί, αγράμματοι, πήγαν να ασκητέψουν σε ένα ερημονήσι και προσευχόταν εκεί. Αυτοί λοιπόν έκαναν ένα λάθος. Τους είχε διδάξει κάποιος να λένε την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με», αλλά στην πορεία του χρόνου το ξέχασαν και έλεγαν «Κύριε Ιησού Χριστέ, μη με ελεήσεις»,! Νόμιζαν ότι η λέξη «ελέησον» είναι κάτι κακό. Έλεγαν «μη με Ελεήσεις» και εννοούσαν «μη με εγκαταλείψεις».

Ο Επίσκοπος που είχε την επίβλεψη των νησιών αυτών, κάποια στιγμή αποφάσισε να κάνει μία επίσκεψη και σ’ αυτό το ερημονήσι. Ήξερε ότι υπάρχει ένα ασκητήριο και πήγε να δει τους ανθρώπους. Πήγε εκείνο το βράδυ και φιλοξενήθηκε στο κελί αυτών των μοναχών οι οποίοι αφού φάγανε πέσανε να κοιμηθούν. Όταν κατάλαβαν ότι ο Δεσπότης είχε κοιμηθεί, σηκώθηκαν και άρχισαν να κάνουν μετάνοιες και να επαναλαμβάνουν με ζήλο στην προσευχή τους «Κύριε Ιησού Χριστέ, μη με ελεήσεις, Κύριε Ιησού Χριστέ μη με ελεήσεις».

Τους άκουσε όμως ο Δεσπότης που έλεγαν λάθος την ευχή και τους διόρθωσε. Στενοχωρήθηκαν οι μοναχοί γιατί τόσα χρόνια προσευχόταν με λάθος λόγια. Για να τους παρηγορήσει ο Δεσπότης τους είπε ότι δεν πειράζει, αρκεί από εδώ και στο εξής να λένε «ελέησον με».

Την άλλη μέρα μπήκε στη βάρκα ο Δεσπότης για να φύγει. Είχε απομακρυνθεί αρκετά η βάρκα από τη στεριά όταν είδε τους δύο μοναχούς να τρέχουν πάνω στα κύματα χωρίς να βουλιάζουν, όπως ο Χριστός στο θαύμα. Τρέχοντας οι δύο μοναχοί πάνω στα κύματα, φώναζαν «Σεβασμιώτατε, πως μας το είπατε; Ξεχάσαμε πως να το λέμε!»

«Όπως το λέγατε να το λέτε!» τους απάντησε ο Δεσπότης. Γιατί σκέφτηκε: «Αν μπορείτε και περπατάτε πάνω στα κύματα, εγώ θα σας πω να το πείτε καλύτερα»;

Θα ήθελα να ολοκληρώσω το άρθρο αυτό με έναν Λόγο του οσίου πατρός ημών Ιωσήφ του Ησυχαστού, του μεγάλου σύγχρονου δασκάλου της Νοεράς Προσευχής.

«Κρατάτε την ευχή! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με. Αυτή θα σας σώση. Το όνομα του Χριστού θα φωτίση τον νου σας, θα σας δυναμώση ψυχικά, θα σας βοηθήση στον πόλεμο εναντίον των δαιμόνων. Θα σας καλλιεργήση τις αρετές και θα σας γίνη τα πάντα».

Από τις γραφές του Αγίου Σιλουανού



Όποιος αγαπά τον Κύριο, πάντοτε Εκείνον σκέφτεται, και η μνήμη του Θεού γεννά την προσευχή. Αν δεν θυμάσαι τον Κύριο, τότε δεν θα προσεύχεσαι, και χωρίς την προσευχή η ψυχή δεν θα παραμένει στην αγάπη του Θεού, γιατί με την προσευχή έρχεται η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Η προσευχή προφυλάσσει τον άνθρωπο από την αμαρτία, γιατί ο προσευχόμενος νους είναι απασχολημένος με τον Θεό και στέκεται με ταπεινωμένο πνεύμα ενώπιον του προσώπου του Κυρίου, τον Οποίο γνωρίζει η ψυχή του προσευχόμενου. Ο αρχάριος, όμως, χρειάζεται βέβαια χειραγωγό, επειδή η ψυχή, πριν έλθει η χάρη του Αγίου Πνεύματος, έχει μεγάλο πόλεμο εναντίον των εχθρών και δεν μπορεί να διακρίνει η ίδια αν η γλυκύτητα που δοκιμάζει προέρχεται από τον εχθρό. Αυτό μπορεί να το διακρίνει μόνο εκείνος που γεύθηκε ο ίδιος το Άγιο Πνεύμα και αυτός αναγνωρίζει από τη γεύση τη χάρη. Τον ταπεινό, όμως, τον προστατεύει ο Κύριος.

Η προσευχή δίνεται στον προσευχόμενο. Η προσευχή που γίνεται μόνο από συνήθεια, χωρίς καρδιά συντετριμμένη για τις αμαρτίες της, δεν είναι αρεστή στον Θεό.

«Ω άνθρωπε, μάθε την κατά Χριστόν ταπείνωση και θα σου χαρίσει ο Κύριος να γευθείς τη γλυκύτητα της προσευχής. Και αν θέλεις να προσεύχεσαι καθαρά, τότε γίνε ταπεινός, εγκρατής, να εξομολογείσαι ειλικρινά και θα σε αγαπήσει η προσευχή. Γίνε υπάκουος, υποτάξου ευσυνείδητα στις αρχές και να είσαι ευχαριστημένος για όλα, και τότε ο νους σου θα καθαριστεί από μάταιους λογισμούς. Να θυμάσαι ότι σε βλέπει ο Κύριος και να φοβάσαι μήπως λυπήσεις με κάτι τον αδελφό -μην τον κατακρίνεις και μην τον στενοχωρήσεις ούτε μ’ ένα βλέμμα- και το Άγιο Πνεύμα θα σε αγαπήσει και Αυτό θα σε βοηθήσει σε όλα.»

Η ψυχή που έχασε την ταπείνωση, στερείται συγχρόνως και τη χάρη και την αγάπη για τον Θεό, και τότε σβήνει η πύρινη προσευχή. Όταν, όμως, η ψυχή αποκτήσει την ταπείνωση και απαλλαγεί από τα πάθη, τότε ο Κύριος θα της δώσει τη χάρη Του και η ψυχή θα προσεύχεται με θερμά δάκρυα για τους εχθρούς της, όπως και για τον εαυτό της, αλλά και για όλον τον κόσμο. 

Τον πρώτο καιρό μετά τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος σκέφθηκα: Ο Κύριος μου συγχώρησε τις αμαρτίες μου, το μαρτυρεί μέσα μου η χάρη. Τι μου χρειάζεται, λοιπόν, περισσότερο; Δεν πρέπει, όμως, να σκεφτόμαστε έτσι. Παρότι μας συγχωρούνται οι αμαρτίες, εν τούτοις πρέπει να τις θυμόμαστε σε όλη τη ζωή μας και να θλιβόμαστε γι’ αυτές, για να διατηρούμε τη συντριβή της καρδιάς. Εγώ δεν το γνώριζα αυτό και έπαυσα να έχω συντριβή και υπέφερα πολλά από τους δαίμονες. Και απορούσα, τι συμβαίνει με μένα. Η ψυχή μου γνωρίζει τον Κύριο και την αγάπη Του· τότε πώς μου έρχονται κακοί λογισμοί; Αλλά ο Κύριος με σπλαγχνίστηκε και με δίδαξε ο Ίδιος πώς πρέπει να ταπεινώνομαι: «Κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι». Με τον τρόπο αυτό νικούνται οι εχθροί. Όταν, όμως, ο νους μου λησμονεί το πυρ του Άδη, τότε οι λογισμοί αποκτούν και πάλι δύναμη.

Όποιος έχασε τη χάρη, όπως εγώ, αυτός ας πολεμά με γενναιότητα τους δαίμονες. Γνώριζε πώς εσύ ο ίδιος είσαι ο ένοχος: έπεσες στην υπερηφάνεια και τη ματαιοδοξία. Όμως, ο πολυέλεος Κύριος σε αφήνει να μάθεις τι σημαίνει να ζεις με το Άγιο Πνεύμα και τι σημαίνει να βρίσκεσαι σε πόλεμο με τους δαίμονες. Έτσι, η ψυχή βλέπει εκ πείρας πόσο ολέθρια είναι η υπερηφάνεια και αποφεύγει τη ματαιοδοξία και τους ανθρώπινους επαίνους και διώχνει τους υπερήφανους λογισμούς. Τότε η ψυχή αρχίζει να γίνεται καλά και μαθαίνει να διατηρεί τη χάρη. Πώς θα καταλάβεις αν η ψυχή είναι υγιής ή άρρωστη; Η άρρωστη ψυχή είναι υπεροπτική, ενώ η υγιής ψυχή αγαπά την ταπείνωση, όπως τη δίδαξε το Άγιο Πνεύμα, και όσο δεν γνωρίζει ακόμη αυτή τη Θεία ταπείνωση πρέπει να θεωρεί τον εαυτό της χειρότερο απ’ όλους.

Είναι μεγάλο αγαθό να μάθει κάποιος την κατά Χριστόν ταπείνωση. Με αυτή γίνεται εύκολη και ευχάριστη η ζωή και όλα γίνονται αγαπητά στην καρδιά. Μόνο στους ταπεινούς εμφανίζεται ο Κύριος εν Πνεύματι Αγίω και αν δεν ταπεινωθούμε, δεν θα δούμε τον Θεό. Η ταπείνωση είναι το φως, μέσα στο οποίο μπορούμε να δούμε τον Θεό-Φως, όπως ψάλλεται: «Εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως».

Ο Κύριος με δίδαξε να κρατώ το νου μου στον Άδη, και να μην απελπίζομαι. Με τον τρόπο αυτόν ταπεινώνεται η ψυχή μου, αλλά αυτό δεν είναι ακόμη η αληθινή κατά Χριστόν ταπείνωση, που είναι απερίγραπτη.

Αρχιμ. Σωφρόνιος (Σαχάρωφ), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ, Αγγλία

Πῶς θά γίνουμε ναός τοῦ Θεοῦ;



Προσευχές πάλι, οι οποίες διαδέχονται την ανάγνωση, βρίσκουν την ψυχή πιο νεαρή και πιο ακμαία, αφού έχει συγκινηθεί από τον πόθο προς τον Θεό (που προκάλεσε η ανάγνωση). Καλή δε προσευχή είναι εκείνη που προκαλεί μέσα στην ψυχή, σαφή την έννοια του Θεού. 
Και αυτό είναι ενοίκηση του Θεού, το να έχει κανείς εγκατεστημένο μέσα του το Θεό με τη μνήμη. 

Έτσι γινόμαστε ναός του Θεού, όταν δεν διακόπτεται η συνέχεια αυτής της μνήμης από γήινες φροντίδες, όταν δεν ταράσσεται ο νους από απροσδόκητα πάθη, αλλά αποφεύγοντάς τα όλα ο φιλόθεος αναχωρεί στο Θεό, και εκδιώκοντας ό,τι μας προσκαλεί στην κακία, ενδιατρίβει στις ασχολίες που οδηγούν στην αρετή. 

-Πώς κατορθώνει κανείς την συγκέντρωση στην προσευχή; 

Εάν μέσα του βεβαιωθεί ότι μπροστά του είναι ο Θεός. Διότι εάν κάποιος που βλέπει έναν άρχοντα ή προϊστάμενο και συζητεί μαζί του έχει το βλέμμα προσηλωμένο σ’ αυτόν, πόσο μάλλον αυτός που προσεύχεται στο Θεό θα έχει το νου προσηλωμένο σ’ Αυτόν που ελέγχει καρδίες και νεφρούς -«ετάζων καρδίας και νεφρούς ό Θεός» (Ψαλμ. 10)- εφαρμόζοντας αυτό που λέγει η Γραφή: «…και τα χέρια που υψώνουν στον ουρανό να είναι καθαρά, χωρίς οργή και εριστικότητα» (Α’ Τιμόθ. 2, 8), 

Όταν ο Κύριος είπε στην προσευχή του: «Πάτερα μου, αν είναι δυνατόν, ας μην πιω αυτό το ποτήρι» (Ματθ. 26′, 39), ύστερα συμπλήρωσε: «αλλά ας μη γίνει το δικό μου θέλημα αλλά το δικό σου». Συνεπώς πρέπει να γνωρίζουμε ότι δεν μας έχει επιτραπεί να ζητούμε ό,τι θέλουμε, αφού δεν γνωρίζουμε ούτε καν το συμφέρον μας: «…εμείς δεν ξέρουμε ούτε τι ούτε πως να προσευχηθούμε…» (Ρωμ. 8′ 26). 

Ώστε τα αιτήματα πρέπει να τα υποβάλλουμε στο Θεό με πολλή περίσκεψη, σύμφωνα με το θέλημά του· κι εάν δεν εισακουσθούμε πρέπει να γνωρίζουμε ότι χρειάζεται επίμονη και καρτερία, σύμφωνα με την παραβολή του Κυρίου για το ότι «πρέπει πάντοτε να προσευχόμαστε και να μην αποκάμουμε» (Λουκ. 18, 1) και με τον άλλο λόγο του Κυρίου που είπε σε άλλη περίσταση ότι: «… για την αναίδειά του θα σηκωθεί και θα του δώσει ό,τι χρειάζεται» (Λουκ. 11′ 8)· ή χρειάζεσαι διόρθωση και επιμέλεια, σύμφωνα με αυτό που είπε ο Θεός σε κάποιους ανθρώπους διά μέσου του Προφήτη: «όταν εκτείνετε τα χέρια σας, θα αποστρέψω τα μάτια μου από σας. Και εάν αυξήσετε τις δεήσεις σας, δεν θα εισακουστείτε, γιατί τα χέρια σας είναι γεμάτα αίματα. Λουσθείτε, και γίνετε καθαροί…» κ.λπ. (Ησ. Α’ 15-16). Ότι δε και τώρα γίνονται και είναι τα χέρια των πολλών γεμάτα αίματα, δεν πρέπει καθόλου ν’ αμφιβάλλουν αυτοί που πιστεύουν σ’ εκείνη την κρίση του Θεού… 

– Ποιο είναι το «ταμείον», στο οποίο προστάζει ο Κύριος να εισέλθει ο προσευχόμενος; 

Ταμείο συνήθως ονομάζουμε ένα χώρο κενό και απόμερο, που βάζουμε ό,τι θέλουμε να αποθηκεύσουμε, ή που είναι δυνατόν να κρυφτούμε, όπως αναφέρεται από τον Προφήτη: «Βάδιζε, λαέ μου, μπες μέσα στο ταμείο σου, κλείσε τη πόρτα σου, κρύψου…» (Ησ. 26′ 20). Η δύναμη της εντολής γίνεται σαφής από τα συμφραζόμενα, διότι ο λόγος απευθύνεται σ’ αυτούς που πάσχουν από ανθρωπαρέσκεια. 

Ώστε αν κάποιος ενοχλείται από αυτό το πάθος, καλά κάνει που αποσύρεται στην προσευχή και απομονώνεται, μέχρι να μπορέσει ν’ αποκτήσει τη διάθεση να μην προσέχει τους επαίνους των ανθρώπων, αλλά να αποβλέπει μόνο στο Θεό, όπως λέγει ο Ψαλμωδός: «όπως τα μάτια των δούλων είναι προσηλωμένα στα χέρια του Κυρίου τους, και τα μάτια της δούλης στα χέρια της Κυρίας της, έτσι και τα δικά μας μάτια να είναι στραμμένα προς τον Κύριο και Θεό μας…» (Ψαλμ. 122′ 2). Εάν όμως κάποιος με τη χάρη του Θεού είναι καθαρός από εκείνο το πάθος, δεν έχει ανάγκη να κρύβει το καλό. 

Όταν ο διάβολος επιχειρεί να μας επιβουλευθεί και προσπαθεί να εκτοξεύσει τους λογισμούς του σαν πυρακτωμένα βέλη με πολλή σφοδρότητα μέσα στην αμέριμνη και ήσυχη ψυχή και ξαφνικά να την πυρπολήσει και να υπενθυμίζει μακροχρόνια και επίμονα εκείνα που έσπειρε μία φορά, τότε πρέπει αυτές τις επιβουλές να τις αντιμετωπίσουμε με εγρήγορση και εντατική προσοχή, όπως ο αθλητής που αποτρέπει τις λαβές των αντιπάλων με την ακριβέστατη επιφυλακή και την ταχύτητα του σώματος, και να αναθέσουμε στην προσευχή και την πρόσκληση της συμμαχίας του Θεού τη διεξαγωγή του πολέμου και την αποφυγή των βελών. 

Διότι αυτό μας δίδαξε ο Παύλος, λέγοντας: «… εκτός από όλα αυτά, κρατάτε πάντα την πίστη σαν ασπίδα, πάνω στην οποία θα μπορέσετε να σβήσετε τα φλογισμένα βέλη του πονηρού…» (Εφ. 6, 16). Και αν λοιπόν υποβάλλει τις πονηρές φαντασίες του κατά την ώρα της προσευχής, να μη σταματήσει η ψυχή να προσεύχεται, ούτε να νομίζει ότι αυτή είναι υπεύθυνη για την σπορά του εχθρού στον αγρό της και για τις ποικίλες φαντασίες του πονηρού, αλλά σκεπτόμενη ότι η φαντασία των άτοπων σκέψεων οφείλεται στην αναίδεια του εφευρέτη της πονηρίας, ας εντείνει τη γονυκλισία και ας ικετεύει το Θεό να διαλυθεί το πονηρό τείχος της μνήμης των άτοπων λογισμών, ώστε ανεμπόδιστα, με τη δύναμη του νου να διαβεί στη στιγμή ακάθεκτη προς το Θεό, χωρίς να διακόπτεται σε κανένα σημείο από τις εφόδους των πονηρών ενθυμήσεων. 

Εάν στέκεσαι ενώπιον του Θεού όπως πρέπει και προσφέρεις όλες σου τις δυνάμεις, μην απομακρυνθείς μέχρι να λάβεις το αίτημά σου· εάν όμως σε κατακρίνει η συνείδησή σου ότι καταφρονείς και εάν, ενώ μπορείς, δεν προσεύχεσαι συγκεντρωμένος, μην τολμήσεις να σταθείς ενώπιον του Θεού, για να μη γίνει η προσευχή σου αφορμή αμαρτίας. 

Εάν όμως, επειδή εξαντλήθηκες από την αμαρτία, δεν μπορείς να προσεύχεσαι απερίσπαστα, να βιάζεις όσο μπορείς τον εαυτό σου και να στέκεσαι επίμονα ενώπιον του Θεού, έχοντας το νου σου σ’ Αυτόν και συμμαζεύοντάς τον στον εαυτό του· και ο Θεός συγχωρεί, επειδή αδυνατείς να σταθείς όπως πρέπει ενώπιόν Του, όχι από καταφρόνηση, αλλά από αδυναμία. 

Εάν βιάζεις τον εαυτό σου μ’ αυτό τον τρόπο σε κάθε καλό έργο, μην αποκάμεις μέχρι να λάβεις το αίτημά σου, αλλά κτύπα την πόρτα Του ζητώντας το αίτημά σου. Διότι λέγει: «όποιος ζητάει παίρνει, όποιος ψάχνει βρίσκει και όποιος χτυπάει του ανοίγεται» (Λουκ. 11′, 10). Διότι τι άλλο θέλεις να επιτύχεις παρά μόνο την κατά Θεό σωτηρία; 

Μέγας Βασίλειος 

(Από το βιβλίο «Ο κόσμος της Προσευχής», εκδ. Κάλαμος)

Προσευχή και λατρεία



Ἐπιστολὴ πρὸς Βούλγαρον Ἡγεμόνα

Ἐσὺ πάντως πρόσεξε ἐπιμελῶς, γιὰ νὰ μὴ εἶσαι μόνο ἀκροατής, ἀλλὰ καὶ ἐκτελεστὴς τῶν καλῶν καὶ ἀξιέπαινων πράξεων. Καὶ σ’ αὐτὸ τὸ μέρος θὰ ἀρχίσουμε ἀπὸ τὰ θεῖα.
Ἡ προσευχὴ λοιπὸν συνάπτει καὶ ἐξοικειώνει μὲ τὸν Θεό, διότι εἶναι ἔνθεος συνομιλία καὶ συνάφεια νοερὰ μὲ τὸ κάλλιστο καὶ πολυτιμότατο ὅλων τῶν ἀγαθῶν, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται κάθε οὐσίωσις καὶ συντήρησις, κάθε πρόνοια καὶ χορηγία ἀγαθῶν, κάθε τελειότης καὶ κάθαρσις παθῶν. Ὥστε καὶ κανένα ἄλλο κέρδος νὰ μὴ ἀπέρρεε ἀπὸ τὴν προσευχή, θὰ ἀρκοῦσε καὶ αὐτὸ μόνο του γιὰ τοὺς φιλόθεους καὶ τοὺς φιλοθεάμονες τοῦ ἀγαθοῦ ἀντὶ κάθε ἄλλης εὐφροσύνης, καὶ κάθε μακαριότητας καὶ εὐτυχίας στὸν βίο.
Ὅταν πάλι λαμβάνουμε δι’ αὐτῆς καὶ ἄφεσι ἁμαρτιῶν καὶ ἐξασφαλίζουμε τὶς ἀγαθοειδεῖς καὶ τελειοποιοὺς δωρεὲς μὲ τὰ ἄλλα αἰτήματα, ὅσα συμφέρουν, καὶ γινώμαστε ἄξιοι ν’ ἀνταμείβουμε τὸν εὐεργέτη μὲ τὴν εὐχαριστία μας γιὰ τὶς ἀνέκφραστες πράξεις καὶ δωρεές του πρὸς ἐμᾶς, καὶ μάλιστα νὰ τοῦ προσφέρουμε σὰν ἀπαρχὲς τῆς νοερᾶς μας δοξολογίας καὶ λογικῆς οὐσιώσεως τὶς κινήσεις τοῦ νοῦ καὶ τὶς δοξολογίες κατ’ αὐτὴν τὴν προσευχή· ὅταν λοιπὸν στὴν προσευχὴ συμπεριλαμβάνωνται τόσο πολλὰ καὶ μεγάλα, πῶς δὲν χρειάζεται νὰ ἐπιδιδώμαστε σ’ αὐτὴν πρόθυμα, νὰ τὴν ἀγαποῦμε καὶ ν’ ἀσχολούμαστε μὲ αὐτήν;
Ἐσὺ λοιπὸν νὰ προσεύχεσαι διαπαντὸς μὲ εὐχὲς κατ’ ἰδὶαν καὶ μόνος σου πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ νὰ προσεύχεσαι καὶ μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος καὶ φανερά. Καὶ μὲ τὰ δύο εἴδη, ὅταν τελοῦνται θεοφιλῶς εἶναι δυνατὸ ν’ ἀποδίδεται ἡ εὐσέβεια· ὅσο δὲ τὸ πρῶτο ὑπερτερεῖ σὲ καθαρότητα διανοίας, τόσο τὸ δεύτερο προσκαλεῖ σὲ μίμησι ὅσους βλέπουν. Τὸ ἕνα συντελεῖ σὲ προσωπικὸ κέρδος, τὸ ἄλλο ὠφελεῖ καὶ τοὺς ἄλλους, τῶν ὁποίων ἡ σωτηρία καὶ προκοπὴ εἶναι πάλι μεγάλη μαρτυρία τῆς ἀρετῆς τοῦ ἄρχοντος.
Νὰ οἰκοδομῆς ναοὺς στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων του σύμφωνα μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέσμια, καὶ συνήθιζε τὸν λαὸ νὰ ἐκκλησιάζεται σ’ αὐτούς, ὥστε ἀπευθύνοντας τις προσευχές ἀπὸ κοινοῦ τὸν Θέον καὶ προσφέροντας κοινὴ δοξολογία, νὰ ὁδηγοῦνται σὲ κοινὴ ὁμόνοια καὶ νὰ κερδίζουν κοινὴ σωτηρία καὶ ὠφέλεια.
Οἱ θυσίες τῆς ἱερᾶς λατρείας μας εἶναι ἀνατεθειμένες στοὺς ἱερεῖς· ἂν ὑπηρετῆς αὐτοὺς καὶ προσφέρης προθύμως, διὰ μέσου αὐτῶν θ’ ἀπολαύσης πολλὴν εὐεργεσία καὶ χάρι. Θὰ μποροῦσες μάλιστα νὰ παρουσίασης καὶ σύ ὁ ἴδιος, ἂν θέλης, ἕνα κάλλιστο καὶ ἀγαπητότατο θῦμα στὸν Θεό, ἄν Τοῦ προσφέρεις καθαρὸν βίον καὶ ὀρθότητα διανοίας.

Μέγας Φώτιος


Είναι πολύ σημαντικό να ξεκινήσεις την ημέρα σου με την αίσθηση της αγάπης του Θεού



Μπορεί να νιώθεις ότι ο Θεός εργάζεται μέσα από τα χέρια σου. Οτι ο Θεός κινεί το σώμα σου. Σου δίνει την πνοή. Σου δίνει την υγεία. Ενεργοποιεί το νευρικό σύστημα.

Κάνει ώστε να στέκεται όρθιος ο σκελετός σου, γι' αυτό περπατάς και αναπνέεις. Ολα αυτά μπορείς κάλλιστα να τα σκέφτεσαι την ώρα που κάνεις τις δουλειές σου, την ώρα που πλένεις τα δόντια σου ή ντύνεσαι.

Είναι πολύ σημαντικό αυτό: να ξεκινήσεις την ημέρα σου με την αίσθηση της αγάπης του Θεού. Και να νιώσεις μια ευγνωμοσύνη, όχι παράπονο ή αίσθηση έλλειψης. Διαρκώς νιώθουμε ότι κάτι μας λείπει. «Κάτι μου λείπει, τι θα κάνω στη ζωή, ρε παιδί μου, τι γίνεται...» Μας χαρακτηρίζουν διαρκώς μια γκρίνια και μια δυσαρέσκεια. Το πρόσωπό μας δεν είναι ανακουφισμένο μα ανικανοποίητο, παραπονεμένο και πικραμένο.

Δεν είναι σωστό ξεκίνημα ημέρας αυτό. Καταλαβαίνεις γιατί, πιστεύω. Και έπειτα σε βρίσκει μέσα στην ημέρα ένα πρόβλημα και σε τσακίζει. Ακούς μια είδηση και τρελαίνεσαι. Γιατί. Διότι έχεις ξεχάσει αυτό το βασικό: να ξεκινήσεις την ημέρα σου μαζί με τον Θεό. Να Τον δεις στα μάτια, να Τον αφήσεις να σε κοιτάξει κι Αυτός στα μάτια. Να διαβάσεις την προσευχή σου ή να την πεις -μόνος σου και μόνη σου- από μέσα σου. Να κρατήσεις το κομποσκοίνι σου, αλλά να μην το χρησιμοποιείς μόνο για να κυλάνε οι κόμποι και να φεύγουν και να χάνονται, ενώ η καρδιά σου πάλι θα χτυπάει τρελά από αγωνία, ανασφάλεια και ταραχή.

Θα είναι μεγάλη επιτυχία κι ευλογία αν αφήσουμε τα λόγια της προσευχής να διαποτίσουν τη ζωή μας. Το μεγαλύτερο πρόβλημά μας στην προσευχή ή στις ακολουθίες και τις λειτουργίες είναι αυτό: πάμε, μα δεν ζούμε αυτά τα φοβερά λόγια που λέμε. Διότι είμαστε βιαστικοί. Εχουμε δώσει σημασία στην ποσότητα, δηλαδή στο πόσα θα πούμε, τι ακριβώς θα διαβάσουμε, πόσες σελίδες θα γυρίσουμε. Ενώ η ψυχή μας δεν έχει σταθεί απέναντι στον Θεό με εμπιστοσύνη και παιδικότητα. Μας λείπει η απλότητα. Ακόμα δεν έχει ενεργοποιηθεί αυτή η αγάπη στην καρδιά. Αυτό το μούδιασμα της ψυχής, ο γλυκασμός που βγαίνει από τα λόγια της προσευχής. Για παράδειγμα, λέει ο ύμνος: «Συ μου ισχύς, Κύριε, συ μου και δύναμις, συ Θεός μου, συ μου αγαλλίαμα, ο πατρικούς κόλπους μη λιπών και την ημετέραν πτωχείαν επισκεψάμενος». Φίλε μου, αυτά τα λόγια δεν μπορεί να λέγονται τυπικά και ψυχρά ούτε να τρέχεις τις σειρές και να βιάζεσαι και η καρδιά σου να μένει ψυχρή, παγωμένη ή αδιάφορη.

Αυτό είναι το πρόβλημά σου: ζεις ως ψύχρα αυτά τα λόγια που καίνε. Κι όλη η ιστορία στην προσευχή κι όλο το μυστικό είναι ακριβώς αυτό το ζέσταμα. Να ζεσταθεί η ψυχή.

Να αφεθεί. Να εμπιστευθεί. Να ακουμπήσει στα χέρια του Θεού. Στην αγκαλιά του Χριστού. Και να ηρεμήσει. Αν το πετύχεις αυτό, ύστερα βγαίνεις να αντιμετωπίσεις την ημέρα σου τυλιγμένος με αυτό το φως της πρωινής προσευχής. Και ό,τι και αν γίνει, όσο περνούν οι ώρες, μα ό,τι και αν γίνει, εσύ είσαι παραδομένος. Είσαι φωτισμένος. Εχεις χάρη από τον Θεό. Είσαι περικυκλωμένος από αυτό το θεϊκό φως του Χριστού, που φωτίζει τα βήματά σου. Αν ξεκινάς την ημέρα σου με αυτή την αίσθηση του Θεού, σε κάθε περιστατικό που θα έρθει αργότερα να σε βρει καταλαβαίνεις αμέσως τι πρέπει να κάνεις. Διότι νιώθεις ότι δεν είσαι εσύ αυτός που σκέφτεται ούτε σκέφτεσαι μόνος. Αλλά λες: «Κύριε, σκέψου Εσύ μέσα μου. Ελα να σκεφτούμε μαζί. Φώτιζέ με τι να κάνω».

Από το βιβλίο του π. Ανδρέα Κονάνου «Στο βάθος κήπος»
Από την Ορθόδοξη Αλήθεια

ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΙΑΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΣ



Εγερτήριο. Ξυπνώ με δυσκολία κι αρχίζω αμέσως την Ευχή. Προσπαθώ ν’ ανακαλύψω το μέτρο, αν αυτό υπάρχει. Πρέπει να ασκούμαι συνεχώς στην καρδιακή προσευχή. Συγκρούομαι με τον τρόπο, με τον οποίο μέχρι τώρα πλησίαζα τα πράγματα, τη ζωή. Δηλαδή διανοητικά και γνωσιολογικά· ενώ η Ευχή ενεργείται σε ένα άλλο επίπεδο, το οποίο δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να περιγράψω, ούτε θέλω να τ’ ονομάσω «διαισθητικό». Πρόκειται για άλλες διαστάσεις, όπου ο νους μεταβάλλεται σε «αλυσίδα». Πρέπει να εγκαταλείψω το συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας του. Διότι τον αντιλαμβάνομαι ως εφήμερο, παρόλο που, όντως, είναι μια πολύτιμη δωρεά. Εδώ όμως θα πρέπει να βρει τον εσώτερο σκοπό λειτουργίας του. Μου φαίνεται πως πάντοτε προχωρώ, δίνοντας προτεραιότητα σ’ αυτά που μου λέει το λογικό μου και όχι η καρδιά μου, που την τοποθετώ συνήθως σε δεύτερη θέση. Μα, αυτός είναι ο τρόπος που έμαθα, χάρη στον οποίο, μπόρεσα και επιβίωσα. Ή τουλάχιστον αυτό νομίζω. Ίσως δεν είχα άλλη δυνατότητα. Εδώ όμως, όχι ότι πρέπει ν’ απενεργοποιήσω αυτές τις ικανότητες, αλλά ν’ ανακαλύψω άλλες συμπληρωματικές και παράλληλα βασικές της ανθρώπινης υπόστασης. […]

Μετά από κάποια στιγμή αρχίζει να με κυριεύει ένα αίσθημα απελευθέρωσης. Η προσπάθειά μου να συνεχίσω την Ευχή έχει εξαφανιστεί και είναι σαν να προχωρεί μόνη της. Εγκαταλειπόμενος στην απελπισία της γνώσης της ανικανότητάς μου, βλέπω πως ο λογισμός υπακούει στη δύναμη της θέλησης. Βλέπω πως η Ευχή δεν ταυτίζεται με καμιά πρακτική, μέσω της οποίας κατορθώνεται ο σκοπός, αλλά ότι απλώς είναι και λειτουργεί. Εγκαθίσταται μια κατάσταση εσωτερικής ευφορίας. Και είναι μια αίσθηση πληρότητας, καθολικότητας, η οποία, εκτός από ψυχικά και εσωτερικά στοιχεία, έχει σαφώς και μια σωματική διάσταση.

Και πάλι η αναστροφή. Αρνούμενος το λογισμό μου, δημιουργήθηκε η εσωτερική εκείνη κατάσταση που άνοιξε την πύλη για το μεγαλύτερο και το υψηλότερο. Τελικά, η κάθε πράξη μας, δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτά που έχουμε φανταστεί και σ’ αυτά που σκοπεύουμε. Αυτό μου φαίνεται, βέβαια, πως ταιριάζει και σαν δικαιολογία για την ακηδία μου και για τον ύπνο μου που συνεχώς με κυριεύει.

Παρατήρησα πως τις τελευταίες μέρες, κάθε φορά ανοίγοντας τα βιβλία μου, διαβάζω αυτό που ταιριάζει με τη ψυχική μου κατάσταση. Είναι άραγε τυχαίο; Συγχρονισμός; Ή «διαβάζω» την σημασία των κειμένων με τον τρόπο που οι άνθρωποι ερμηνεύουν κάθε φορά το ωροσκόπιό τους; Αποφασίζω να παρατηρώ περισσότερο, για να διαπιστώσω τι ακριβώς συμβαίνει.

Όταν κοιτάζω πίσω μου τα χρόνια που πέρασαν, βλέπω πως οι δύσκολοι καιροί είναι αυτοί που τελικά παρείχαν μέσα τους τη δυνατότητα για μια περαιτέρω ανάπτυξη. Πιστεύω πως ό,τι χάνουμε, θα ξαναέρθει –ίσως με άλλη μορφή. Γι’ αυτό συχνά δεν λυπούμαι για κάτι που χάνω. Πώς εισήλθε στη ζωή μου ο π. Ε.; Πώς χάθηκε; Σε μια κατάσταση ευφορίας όπως η σημερινή, μου φαίνεται τόσο «λογικό» το παρελθόν. Ότι το κάθε πράγμα συνέβη με μια συγκεκριμένη σειρά που πάντοτε ταίριαζε και αναλογούσε στην περίπτωση. Πως, ευθύς εξ αρχής, όλα είχαν καθοριστεί να οδηγηθούν σ’ αυτό το σκοπό. Δεν ξέρω, ακόμη, το πώς βρέθηκα στο Άγιον Όρος μοναχός.

Στην οικογένειά μου δεν αναφερόμασταν σχεδόν ποτέ στην Εκκλησία και στην χριστιανική πίστη. Μόνο η γιαγιά μου ήταν φιλακόλουθη. Μερικές φορές, βέβαια, ερχόμουν σε κάποια επαφή με την Αγία Γραφή. «Εκεί», υπήρχε ένας Θεός που μιλούσε στους ανθρώπους. Όταν ήμουνα πολύ μικρός, ζήλευα γι’ αυτόν το «διάλογο». Όμως όλες οι παιδικές προσευχές μου παρέμεναν χωρίς απάντηση. Και άρχισα να απελπίζομαι και εγκατέλειψα την προσπάθεια.

Η εσωτερική αναζήτηση παρ’ όλα ταύτα συνεχιζόταν. Και ήλθε η στιγμή αυτή η αφελής παιδική πίστη να μεταβληθεί σε κραταιά απόφαση εγκατάλειψης των πάντων· ο σκοπός της ζωής μου! Μετά το Γυμνάσιο, πέρασα στις εξετάσεις της Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Ήταν τόσο διαφορετικά από το σχολείο, το οποίο δεν μου άρεσε ποτέ. Έγινα ένας ενθουσιώδης, πρόθυμος σπουδαστής. Θα έπρεπε να ήταν αυτό που, χωρίς να το ξέρω, έψαχνα εδώ και πολύ καιρό: η πνευματική αφύπνιση, η απόκτηση της γνώσεως.

Τα μαθήματα (Ψυχολογία, Παιδαγωγική, Διδακτική κλπ), για τις ανάγκες των παιδιών της σχολικής ηλικίας, με απασχόλησαν ιδιαίτερα. Η ζωή μου φαινόταν προκαθορισμένη και ο μελλοντικός δρόμος χαραγμένος. Καθώς λοιπόν ένοιωθα ότι όλα ήταν «εντάξει», άρχισα να αναζητώ τον εαυτό μου. Ζούσα πλέον καταστάσεις που με απομόνωναν και δημιουργούσαν στους συσπουδαστές μου έναν «μύθο» γύρω από το πρόσωπό μου. Δεν υπήρχε τίποτε στην εικόνα του λογικού μου κόσμου, που να μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την ερμηνεία της συμπεριφοράς μου. Σε κάποια στιγμή εμφανίστηκαν και οι καθηγητές, οι οποίοι, ή προσπαθούσαν να με αποτρέψουν ή να ερμηνεύσουν διαφοροτρόπως και «επιστημονικώς» τη συμπεριφορά μου. Κι ήταν όλοι τους, ένας κι ένας!

Εν ριπή οφθαλμού βλέπω όλ’ αυτά που συνέβησαν στη ζωή μου. Βλέπω το σχέδιο του Θεού. Τη συνέπεια στην ακολουθία των πράξεων και των γεγονότων. Ναι, έτσι, θα έπρεπε να έχουν συμβεί. Ακριβώς όπως συνέβησαν. Πόσο τυφλός ήμουν μέχρι τώρα! Τόσα χρόνια! Και πόσο παρηγορητικό είναι για το παρόν, αλλά και για το μέλλον, το να ξέρω τις σχέσεις των πραγμάτων της ζωής μου, οι οποίες δημιούργησαν μια πολύ χειροπιαστή πραγματικότητα· τη μοναχική μου πορεία. Πάντοτε, στην κατάλληλη στιγμή, εμφανιζόταν κάποιος στη ζωή μου, για να διατηρήσει την εξέλιξή μου σε πορεία, να συμπορευθεί μαζί μου για ένα διάστημα στα μονοπάτια της σκέψης και της ιδιορρυθμίας μου.

Σε κάποια στιγμή η Ευχή με βγάζει απ’ αυτό το «διαστημικό ταξίδι» στο παρελθόν. Αρχίζω να βρίσκω σε κάθε λέξη, σε κάθε γράμμα της Ευχής μιαν ανεκλάλητη χαρά. Όλα, μου φαίνονται γεμάτα από χάρη. Η κάθε λέξη της Ευχής είναι γεμάτη από ζωή. Καταλαβαίνω πως ολόκληρη η Καινή Διαθήκη, ολόκληρη η γνώση μας για τον Θεό, συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτές τις πέντε λέξεις: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!». Λέξεις, που τις ψιθυρίζω με πολύ μεγάλο σεβασμό.

Όλο και βαθύτερη η κατάσταση της εσωτερικής ευφορίας. Και το «κλειδί» γι’ αυτή τη βαθιά εσωτερική ευφορία, που είναι τόσο πολύτιμη, βρίσκεται στην ετοιμότητα της αποδοχής. Γιατί συνήθως οι δυσκολίες με τον εαυτό μας, προέρχονται από την αυτοαπομόνωσή μας, από την απτή στάση μας απέναντι στα πράγματα· η οποία, είναι μια πολύ συγκεκριμένη στάση και δεν επιτρέπει την έξοδο από τον εαυτό μας, για την αναγνώριση του νοήματος που κρύβεται πίσω από αυτά. Το να επιθυμείς κάτι, το βλέπω σωστό. Το να το έχεις ανάγκη όμως, όχι. Η ανάγκη σε φυλακίζει σε δεσμά άλυτα. Γιατί νά ’ναι τόσο δύσκολα, αφού στ’ αλήθεια είναι τόσο απλά; Η «γαλήνη της καρδιάς»· εδώ κι έναν χρόνο, δεν έχω κοιμηθεί τόσο ήρεμα!...

ΜΟΝΑΧΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ

[Μοναχού Φιλόθεου:
«Μοναχού Πορεία (Ημερολόγιο)»,
κεφ. Ε΄, σελ. 25–29,
Εκδόσεις «Άληστος»,
Θεσσαλονίκη 1997.]