+ Αντωνίου Αλεβιζοπούλου
(Απόσπασμα από ομιλία του στο Θεολογικό σεμινάριο του Ο. Ε. Κ. Ε. Δ.)
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΙΔΙΟ;
ΠΛΑΝΗ ή ΑΝΕΝΤΙΜΟΤΗΤΑ;
Η προσευχή μας φέρνει σε κοινωνία αγάπης με τον Θεό.
Ο διαλογισμός, αντίθετα, αποτελεί κοινωνία με τον εαυτό μας. Το να χρησιμοποιούμε τον όρο προσευχή και να εννοούμε διαλογισμό, σημαίνει πως, ή δεν έχουμε αντιληφθεί τι σημαίνει προσευχή στο χριστιανικό χώρο, ή ότι κινούμεθα στο χώρο της ανεντιμότητας.
Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι σύγχυση. Μια τέτοια σύγχυση προδίδει το ακόλουθο απόσπασμα από το δάσκαλο της θρησκείας της «Αρμονικής Ζωής».
«Η προσευχή, είναι μία μέθοδος με την οποία μπορεί ο νους να εστιάσει σε μια ανώτερη πνευματική κατεύθυνση, για να ελευθερωθεί από τον κύκλο των παρορμήσεων και τον ιστό της προσκόλλησης.
Η προσευχή μπορεί να γίνεται με τον παραδοσιακό τρόπο που μας μαθαίνει η θρησκεία μας ή μπορεί να είναι μια απλή, ειλικρινής επικοινωνία ανάμεσα σε μας και το Θείο.
Η συνεχής επανάληψη του ονόματος του Θεού ή μιας προσευχής, στο διάστημα της ημέρας, είναι ένας εξαιρετικά δυνατός τρόπος για να ελευθερώσουμε το νου από τη βίαιη επίθεση των υποσυνείδητων παρορμήσεων.
Η παραδοσιακή προσευχή για τους Χριστιανούς, είναι «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Οι Ινδουιστές μπορεί να μεταχειρίζονται τα «Hari rama, Hari Krishna», ή «Om namah shivaya». Ένας Βουδιστής μπορεί να μεταχειριστεί τα «Om mane padme hum (Οικουμενική φιλοσοφία, σ. 198)».
Σ‘ αυτό το σημείο πρέπει να θέσουμε ένα σοβαρό ζήτημα: Ο Ρόμπερτ Νάτζεμυ ισχυρίζεται πως είναι χριστιανός. Ταυτόχρονα αναγνωρίζει τον γκουρού Σάι Μπάμπα ως Avatar (Δάσκαλο) και θεωρεί τη διδαχή του τουλάχιστον ισάξια με την Καινή Διαθήκη.
Έχει συναίσθηση πως οι δύο πραγματικότητες, η προσευχή και ο διαλογισμός είναι μεταξύ τους ασυμβίβαστες; Αν όντως δεν μπορεί να διακρίνει τα δύο αυτά πράγματα, βρίσκεται σε οικτρή πλάνη και παρασύρει σ’ αυτή την πλάνη ανύποπτους χριστιανούς.
Αν όμως τα έχει αυτά υπόψη του, τότε πρόκειται για ανέντιμη συμπεριφορά και ανεπίτρεπτο τρόπο προσηλυτισμού.
Η προσευχή, όπως την προσδιορίζει στο κείμενο που αναφέραμε, γίνεται τεχνική «εστιάσεως του νου». Δεν προϋποθέτει διάθεση κοινωνίας αγάπης με τον Τριαδικό Θεό. Αντίθετα επιδιώκεται η απελευθέρωση του νου από κάθε «προσκόλληση», επομένως και από την προσκόλληση σ’ ένα προσωπικό Θεό.
Για ένα τέτοιο είδος «προσευχής» δεν υπάρχει Θεός, που έρχεται σε προσωπική σχέση και κοινωνία αγάπης με το πλάσμα Του. Η έννοια της «ξεχωριστότητας» και κάθε διάκριση εξαφανίζεται.
Εδώ δεν έχει σημασία πως φαντάζεται κανείς τον Θεό σε κατώτερα επίπεδα «πνευματικότητας»:
«Είναι δικαίωμά σας να δημιουργήσετε με το Θεό τη σχέση που σας ταιριάζει. Ο Θεός είναι οικουμενική συνειδητότητα, πέρα και πάνω από κάθε μορφή. Όλες οι μορφές όμως είναι μέρος του Θεού, εκδηλώσεις του και μπορείτε να τις χρησιμοποιήσετε για να συνδεθείτε μαζί Του…
Η μορφή είναι ένα χρήσιμο σημείο αναφοράς για το νου μας, που δεν έχει εξελιχτεί αρκετά, ώστε να μπορεί να εστιάζεται στην άμορφη, αγνή, πανταχού παρούσα οικουμενική συνειδητότητα…
Γι’ αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι χρειάζονται κάποιο είδος μορφής, πάνω στην οποία να μπορούν να συγκεντρωθούν» (Οικουμ. Φιλοσοφία, σ. 221, 222).
Ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου γνωρίζει προφανώς ότι οι θέσεις αυτές δεν συμβιβάζονται με την χριστιανική πίστη, όπως την κηρύττει η Εκκλησία μας και όπως την αποδέχονται οι ορθόδοξοι χριστιανοί.
… Δεν είναι ο Θεός, που συγκαταβαίνει και αναζητάει τον άνθρωπο, ακούει και ανταποκρίνεται στις προσευχές του με την αγάπη Του και το πλούσιο έλεός Του. Είναι ο άνθρωπος και μάλιστα ο μη εξελιγμένος άνθρωπος που κατασκευάζει Θεούς, για να τους χρησιμοποιήσει ως βοηθητικά μέσα να «εξελιχθεί», ώστε να μην έχει ανάγκη τίποτε άλλο έξω από τον εαυτό του.
Ο Χριστιανός λογίζεται ον που έχει ανάγκη να φοιτήσει σ’ ένα είδος νηπιαγωγείου.
Η οργάνωση Σατυανάντασραμ αναφέρει: Εάν θέλεις να εισέλθεις στον ναό του Θεού, στην αρχή φυσικά, μπορείς να το κάνεις εξωτερικά, αλλά αυτό μόνο του δεν θα σε φέρει στον Θεό. Να επισκέπτεσαι ναούς είναι σαν να πηγαίνεις στο νηπιαγωγείο. Ο ύψιστος ναός, η πραγματική κατοικία του Σίβα, βρίσκεται μόνο μέσα μας.
… Για τον αρχάριο είναι απαραίτητο ένα σύμβολο, όπως ο σταυρός, ένα λουλούδι, το λίνγκαμ κ.λ.π. Αλλά όταν η επίγνωση είναι βαθειά, μεγαλειώδης, τότε ποια είναι η ανάγκη για σύμβολα;» (Γιόγκα 5/80, σ. 15).
Ο γκουρού Σατυανάντα και πολλοί άλλοι γκουρού, όπως ο Μαχαρίσι, δεν λένε πως είναι χριστιανοί. Ισχυρίζονται όμως πως κάθε χριστιανός μπορεί να γίνει οπαδός της δικής του αντίληψης για την θρησκεία και να ασκήσει τις πρακτικές της γιόγκα και του διαλογισμού χωρίς να είναι αναγκαίο να εγκαταλείψει τον Χριστό.
Άλλοι όμως, όπως ο «Δάσκαλος» της «Αρμονικής Ζωής», που συμμερίζονται και προβάλλουν ιδέες παρόμοιες με του γκουρού Σατυανάντα ή του γκουρού Μαχαρίσι, διακηρύττουν πως είναι χριστιανοί. Αλλά πως μπορεί να το διακηρύττει αυτό, όταν προβάλει ιδέες όπως οι κατωτέρω;
«Οι περισσότεροι Χριστιανοί πιστεύουν πως ο Ιησούς ήταν ο μόνος Θέανθρωπος που υπήρξε ποτέ. Οι Ινδοί δέχονται τον Ιησού Χριστό σαν Θεάνθρωπο και συχνά αναφέρονται στα διδάγματά Του.
Αλλά ταυτόχρονα πιστεύουν πως υπήρξαν και θα υπάρξουν και άλλοι Θεάνθρωποι, που τους ονομάζουν «Avatars». Οι δύο πρόσφατες ενσαρκώσεις του Θεού στην Ινδία, σύμφωνα με αυτούς, είναι ο Ράμα και o Κρίσνα. Μερικοί πιστεύουν πως και ο Σάι Μπάμπα, που ζει σήμερα στην Ινδία, είναι ένας «Avatar». Αυτά τα «πιστεύω» δεν μπορούν ν’ αμφισβητηθούν… Δεν έχει σημασία αν είμαστε αφοσιωμένοι στον ένα η στον άλλο Θεάνθρωπο… » (Οικουμενική φιλοσοφία, σ. 232).
Το ότι ο Δάσκαλος της «Αρμονικής Ζωής» ισχυρίζεται πως όχι όλοι, αλλά μερικοί χριστιανοί δέχονται την μοναδικότητα του Χριστού, αυτό αποδεικνύει στην καλύτερη περίπτωση πως αγνοεί ολοκληρωτικά τα σωτήρια δόγματα της χριστιανικής πίστεως.
Το πρόσωπο του Χριστού διαφοροποιεί τους χριστιανούς από τους πιστούς των θρησκειών. Δεν υπάρχει σωστός χριστιανός που να μη δέχεται ότι ο Ιησούς είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος, ο Ιησούς Χριστός, ο από Ναζαρέτ της Γαλιλαίας. Κανένας άλλος.
Όποιος διακρίνει ανάμεσα στον Ιησού και στον Χριστό, δεν είναι Χριστιανός. Όποιος ταυτίζει τον Ιησού Χριστό με τον γκουρού Σάι Μπάμπα, οποίος θεωρεί τον γκουρού Σάι Μπάμπα ως «Θεάνθρωπο», ενσάρκωση η προβολή της Αγίας Τριάδος, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ.
Όσοι κηρύττουν τον διαλογισμό, χρησιμοποιούν το όνομα ή τη μορφή του Χριστού ως διαλογιστικό αντικείμενο δίπλα σε οποιοδήποτε άλλο όνομα η μορφή ειδώλου και ψευδούς θεού, δεν δέχονται τον Ιησού Χριστό «εν σαρκί εληλυθότα».
Πίσω από το όνομα «Χριστός», επικαλούνται «άλλους θεούς» και αποδέχονται διαφορετικά περιεχόμενα πίστεως.
Ως Χριστιανοί απορρίπτουμε ασυζητητί τις ιδέες των γκουρού περί «Χριστού» και το διαλογισμό ως «εργαλείο» για την αλλαγή της νοητικής στάσης και τη δραστηριοποίηση συμπαντικών δυνάμεων. Για μας τους Χριστιανούς η προσευχή θεμελιώνεται στην κοινωνία Αγάπης ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο.
Εκζητούμε το έλεος και την αγάπη του Θεού-Πατέρα μέσω του Υιού δια της προσευχής: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό».
Γνωρίζουμε πως ο Χριστός είναι η μοναδική οδός η αλήθεια και η ζωή και μέσω αυτού οδηγούμεθα προς τον Πατέρα.
Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. «Ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι’ εμού» (Ιω ιδ΄6). Επαναλαμβάνουμε δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τους Χριστιανούς. Η ατραπός του διαλογισμού οδηγεί σε πλήρες αδιέξοδο διότι αποκλείει την μοναδική οδό προς τον Πατέρα τον Κύριο υμών Ιησού Χριστό.
Επομένως οι θεωρίες των γκουρού περί Χριστού και η άσκηση του διαλογισμού είναι πράγματα ασυμβίβαστα με την ιδιότητα του Χριστιανού.
Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 13