.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Οι τρείς γίγαντες



Ο μεγάλος δάσκαλος του πνευματικού αγώνα άγιος Μάρκος ο Ασκητής, 
ένας από τους κορυφαίους ασκητές Πατέρες που ανθολογούνται στη Φιλοκαλία.

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

"Στην δική μας περίπτωση υπάρχουν τρεις δυνατοί και ισχυροί γίγαντες, πάνω στους οποίους στηρίζεται όλη η εχθρική δύναμη του νοητού Ολοφέρνη (του διαβόλου)˙ όταν αυτοί πέσουν κάτω και νεκρωθούν, εύκολα θα εξασθενήσει όλη η δύναμη των πονηρών πνευμάτων.

Αυτοί οι τρεις γίγαντες είναι:
1). Η άγνοια, μητέρα όλων των κακών,
2). η λησμοσύνη, αδελφή, βοηθός και συνεργάτης της άγνοιας,
3). και η ραθυμία, η οποία υφαίνει το σκοτεινό και μαύρο σύννεφο για ένδυμα και σκέπασμα της ψυχής και η οποία στηρίζει και δυναμώνει τις άλλες δύο και τους δίνει ύπαρξη και φυτεύει στην αμελέστατη ψυχή την κακία και τη στερεώνει.

Από τη ραθυμία, τη λησμοσύνη και την άγνοια δυναμώνουν τα υποστυλώματα των λοιπών παθών και μεγαλώνουν. Διότι με το να είναι αυτές οι τρεις κακίες η μία βοηθός της άλλης, αποδεικνύονται ισχυρές δυνάμεις και δυνατοί άρχοντες του πονηρού διαβόλου μέσω των οποίων ο στρατός των πονηρών πνευμάτων επιστρέφει και υποστηρίζεται και μπορεί να εκτελεί τις πονηρές βουλές του, και χωρίς αυτές δεν μπορούν να υπάρξουν όσα είπαμε πριν.
Αν λοιπόν θέλεις να νικήσεις τα πάθη που αναφέραμε πριν και να κατατροπώσεις με ευκολία το στρατό των νοητών αλλοφύλων, αφού συμμαζευτείς στον εαυτό σου με την προσευχή και με τη βοήθεια του Θεού και αφού βυθισθείς στα βάθη της καρδιάς σου, ξετρύπωσε αυτούς τους τρεις δυνατούς γίγαντες του διαβόλου, τη λησμοσύνη, τη ραθυμία και την άγνοια, που είναι υποστυλώματα των δαιμόνων, μέσω των οποίων επιστρέφουν τα λοιπά πάθη της κακίας και ενεργούν και ζουν και δυναμώνουν στις ψυχές των αμαθών και φιλήδονων. Και με πολλή προσοχή και επιμέλεια του νου και με τη θεία βοήθεια, και αφού βρεις αυτές τις μεγάλες κακίες που οι άλλοι τις αγνοούν και ούτε φαντάζονται ότι υπάρχουν, αυτές που είναι πιο καταστρεπτικές από όλα τα άλλα κακά, πολέμησέ τες με τα όπλα της δικαιοσύνης, που είναι αντίθετα σε αυτές.
Τη λησμοσύνη πολέμησέ την με την αγαθή μνήμη, που είναι αιτία όλων των καλών. Την άγνοια, πολέμησέ την με την φωτισμένη γνώση, με την οποία η ψυχή ξαναξυπνάει και διώχνει από πάνω της το σκοτάδι της άγνοιας. Την ραθυμία πολέμησέ την με την προθυμία που είναι όπλο άριστο να βάλει σε τάξη και να σπρώξει την ψυχή προς τη σωτηρία…"

Α΄ Η ΑΓΝΟΙΑ
Γενικά
Η άγνοια είναι η αρχηγικωτάτη των παθών.
Από στενή θρησκευτική έννοια σημαίνει την μη γνώσι των θρησκευτικών αληθειών, των καθηκόντων του ανθρώπου προς τον Θεό και γενικά σημαίνει την μη γνώση των βασικών αληθειών της πίστεως. Έτσι η άγνοια είναι συνώνυμη με την αγνωσία. Στους νηπτικούς πατέρες συναντάμε τις δύο λέξεις εναλλάξ. Ακόμη σημαίνει μία ζωή που δεν έχει ως βάση τη χριστιανική διδασκαλία, αλλά είναι αντίθετη με τον Ευαγγελικό νόμο.
Στην Καινή Διαθήκη η άγνοια δεν θεωρείται ως βασική αμαρτία. Γι’αυτό και ο απόστολος Παύλος τονίζει στους Αθηναίους ότι ο Θεός παραβλέπει τους χρόνους της αγνοίας. Το ίδιο τονίζει και ο απόστολος Πέτρος στο κήρυγμά του στους Ιουδαίους μετά τη σταύρωση του Κυρίου. Λέγει ότι, ο λαός τουλάχιστον, από άγνοια σταύρωσε το Χριστό. Στις περιπτώσεις αυτές η άγνοια είναι συγγνωστή, χρειάζεται επιείκεια.
Στην πνευματική ζωή η άγνοια είναι μία γενικότερη πνευματική κατάσταση και αποτελεί έκφραση του χοϊκού φρονήματος του ανθρώπου, των γήινων σκέψεων, των γήινων επιθυμιών και επιδιώξεών του. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος: Επειδή η άγνοια του χωματένιου νου είναι πολύ βαθύ σκοτάδι που σκεπάζει τα μάτια της ψυχής, την κάνει σκοτεινή και βυθισμένη στο ζόφο ως προς τα θεία και ανθρώπινα πράγματα. Και αυτό οφείλεται στην αδυναμία της να ατενίζει τη λάμψη του θεϊκού φωτός ή να απολαύσει τα πνευματικά εκείνα αγαθά στα οποία αναφέρεται ο απόστολος Παύλος".
Επομένως η άγνοια είναι μία βαριά ασθένεια της ανθρώπινης ψυχής και ειδικά του νου. "Ακαθαρσία νοός" χαρακτηρίζεται από τους Πατέρες.
Αίτια και αποτελέσματα
Αιτία είναι το ταπεινό και γήινο φρόνημα του ανθρώπου, η βοσκηματώδης ζωή, όπως θα μας έλεγε ο Μ.Βασίλειος. Έτσι ο νους δεν μπορεί να αντιληφθεί τις θεϊκές πραγματικότητες και καταστάσεις. Έτσι η άγνοια είναι καρπός της αμαρτίας, της πτώσεως του ανθρώπου και της υποδουλώσεώς του στο θέλημά του, της απομακρύνσεως του γενικά από τον Θεό.
"Όποιος ξέπεσε από την θεϊκή αγάπη, μέσα του έχει ως κυρίαρχο το νόμο της σάρκας. Η κατάσταση αυτή δεν του επιτρέπει να φυλάξει οποιαδήποτε εντολή του Θεού. Και επειδή αντί για τις αρετές προτίμησε την φιλήδονη ζωή, τελικά, αντί για τη γνώση του Θεού, επισύρει πάνω του την άγνοια του Θεού", τονίζει ο άγιος Μάξιμος. Εδώ το θέμα όμως τίθεται στην κανονική του βάση. Διότι λέγοντας άγνοια αναφερόμαστε σε ανθρώπους, που αρχικά γνώριζαν το θέλημα του Θεού και απομακρύνθηκαν από κοντά του. Άνθρωποι λοιπόν που στην αρχή γνώρισαν το θέλημα του Θεού και κατόπιν απομακρύνθηκαν και βυθίστηκαν στη ζωή των αισθήσεων και των ηδονών, έχασαν κάθε είδους επαφή με τον Θεό, ξέχασαν και αυτά που γνώριζαν, έπεσαν σε μία ασυγχώρητη άγνοια.
Έχουμε εδώ μία κάθετη πτώση από μία ευλογημένη κατάσταση που είχαμε σε μία αγνωσία πολύ μεγάλου βαθμού. Και εδώ βρίσκεται το μεγάλο κακό. "Είναι φοβερό πράγμα η άγνοια και κάτι πιο φοβερό ", θα μας πει και πάλι ο Νικήτας Στηθάτος, "διότι είναι ένα ψηλαφητό σκοτάδι και κάνει κατασκότεινες τις ψυχές στις οποίες θα επικρατήσει".
Η άγνοια χωρίζει την ψυχή από την ένωσή της με τον Θεό. Κάνει ολόκληρο τον άνθρωπο παράλογο και αναίσθητο.
"Εκείνος που πέφτει στην άγνοια δε γνωρίζει τα κρίματα του Θεού… Με αυτούς που τον ελέγχουν μαλώνει και όσους τον συγχωρούν τους θεωρεί ανόητους. Όταν γίνεται πλούσιος, φέρνεται αλαζονικά και όταν φτωχαίνει, υποκρίνεται. Όταν καλοπερνάει, πέφτει σε διάφορες ασέλγειες και ακατονόμαστες πράξεις, και όταν κακοπερνά, κλαίει τη μοίρα του. Αν λοιπόν κανείς δεν αποκτήσει με τη χάρη του Θεού τη γνώση της αλήθειας και το φόβο του Θεού, όχι μόνον από τα πάθη του, αλλά και από όσα λυπηρά του συμβούν τραυματίζεται βαριά".
Αυτές είναι μερικές από τις συνέπειες της άγνοιας στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου.
Αλλά η άγνοια έχει αντίκρισμα και στην εξωτερική του κατάσταση· επηρεάζει σημαντικά και τις διαπροσωπικές σχέσεις του ανθρώπου με τους συνανθρώπους του. Βυθίζει λοιπόν η άγνοια τον άνθρωπο σε ένα βαθύ σκοτάδι, αφού θεωρεί τις απολαύσεις και τις ηδονές ως κύριο σκοπό της ζωής του, θεωρεί τα μη όντα ως όντα.
Το βαθύ σκοτάδι
Σκοτάδι και μάλιστα βαθύ πνευματικό σκοτάδι η άγνοια "Δεινόν σκότος", χαρακτηρίζεται. Όχι μόνον δεν φέρνει κοντά στο Θεό αυτόν πού τον κυριεύει, αλλά και τον απομακρύνει πλέον οριστικά. Είναι έλλειψη φόβου του Θεού. Και εάν η γνώση του Θεού κάνει τον άνθρωπο λογικό, τότε η άγνοια του Θεού κάνει τον άνθρωπο άλογο, δηλαδή χωρίς λογική, μη έχοντα την δυνατότητα να ξεχωρίζει το ορθό από το λάθος. Όχι μόνον ά-λογο, αλλά και αναίσθητο κάνει τον άνθρωπο.
Η άγνοια δεν είναι απλώς δεινό, αλλά και πηγή κακίας. "Τρία είναι τα δεινά, τα φοβερά στον κόσμο, τα αρχέκακα πάσης κακίας: Η άγνοια, η φιλαυτία και η τυραννία", θα μας πει ο άγιος Μάξιμος. Αλλά τα δύο άλλα προέρχονται από την άγνοια. Αυτή βρίσκεται στην κορυφή και αποτελεί κάθε κακίας αφορμή. Θα μας πει χαρακτηριστικά και ο όσιος Θεόδωρος ο Εδέσσης: "Η φιλοδοξία δεν οφείλεται στην ανάγκη του σώματος, αλλά στην άγνοια του πρώτου καλού και της αληθινής δόξας. Αιτία αυτής και γενικά όλων των κακών είναι η άγνοια.
Διότι δεν γίνεται εκείνος που κατάλαβε σωστά την φύση των πραγμάτων, και από πού έρχεται και που καταλήγει το καθένα, κατόπιν να περιφρονήσει το σκοπό του και να στραφεί στα γήινα. Διότι η ψυχή δεν επιθυμεί εκείνο που φαινομενικά είναι καλό. Και αν τυραννιέται από τη συνήθεια, μπορεί κάλλιστα να νικήσει και τη συνήθεια. Αλλά όταν ακόμη υπήρχε η συνήθεια, ξεγελιόταν από την άγνοια. Επομένως πρέπει να φροντίσει για το πρώτο αγαθό, να καταφρονήσει όλα τα παρόντα και να πληροφορηθεί για τη μεγάλη τους ματαιότητα".
Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης χαρακτηρίζει την άγνοια ως "νύχτα των παθών", σκοτάδι βαθύ στο οποίο την κυριαρχία έχει ο διάβολος.
Αν η γνώση είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, τότε η άγνοια είναι το ηθικό σκοτάδι. Αποτελέσματα του ηθικού αυτού σκότους είναι ότι αντίθετο υπάρχει με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή: μίσος, κοσμική αθυμία, μέθη, λοιδορία, κατάκριση, τύφος της ψυχής, περιέργεια, κ.λ.π.
Η άγνοια και ο διάβολος
Αιτία της άγνοιας είναι ο διάβολος. Επειδή η άγνοια προέρχεται από την απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό, φανερό είναι ότι ο διάβολος στην περίπτωση αυτή παίζει πρωταρχικό ρόλο. Αυτός είναι αρχή και τέλος πάσης αγνοίας και κάθε σκότους και κάθε αμαρτίας. Ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός παρατηρεί ότι ο διάβολος μετά την πτώση έχασε κάθε επαφή με τον Θεό και εξ αιτίας της υπερηφάνειας του και της αγνωμοσύνης του έγινε "άγνωστος" για τον Θεό. Αυτό σημαίνει ότι σταθερά πλέον δεν θέλει να γίνει γνωστός από τον Θεό και μένει για πάντα μακριά από τη σωτηρία.
Όπως αιτία της άγνοιας είναι ο διάβολος, έτσι είναι και αιτία της πλάνης. Ενώ όσοι γνωρίζουν τον Θεό διακρίνονται για την ενότητα που έχουν μεταξύ τους, εκείνοι που έχουν το πνεύμα της πλάνης διακρίνονται για την διαίρεση μεταξύ τους. Αυτοί που βρίσκονται στην αγνωσία μετακινούνται από πλάνη σε πλάνη και ποτέ δε στέκονται σε ένα μέρος. Έτσι λοιπόν η άγνοια ισοδυναμεί με την πλάνη. Γι’ αυτό και ο διάβολος είναι εισηγητής και συνεργός όχι μόνο στην δημιουργία της άγνοιας, αλλά και της πλάνης με οποιαδήποτε μορφή και αν εμφανίζεται αυτή στο χώρο της πνευματικής ζωής.

Η θεραπεία
Βασικός σκοπός εκείνου που αγωνίζεται για να καθαριστεί από τα πάθη του είναι να διώξει τον πονηρό από μέσα του. Να διώξει το σκοτάδι της άγνοιας και να ανατείλει το φως του Χριστού.
Από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω μπορούμε να καταλάβουμε και πως θα πολεμηθεί η άγνοια. Εκείνοι που δεν έχουν προσωπική εμπειρία των αληθειών της πίστεως και του δόγματος και του ορθού τρόπου ζωής, πρέπει να διδαχθούν από άλλους που είναι έμπειροι σε αυτά.
Αυτή είναι και η γραμμή του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, ο οποίος ακολουθώντας τη γνήσια ορθόδοξη παράδοση, θεωρεί απαραίτητη την παρουσία του Γέροντα, του Πνευματικού που θα οδηγήσει τον άλλον στον ασφαλή δρόμο της σωτηρίας. "Εί τις θέλει απαλαγήναι τούτου, μη πιστευέτω τω ιδίω λογισμώ, αλλ’ ερωτάτω γέροντα…". Έτσι λοιπόν κριτήριο ορθοδοξίας και αληθείας παραμένει ο Γέρων, που στην ουσία δείχνει την ταπείνωση εκείνου που ρωτά, διότι δεν βασίζεται στο δικό του λογισμό. Ο Γέρων όμως αυτός πρέπει να έχει την γνώση του Θεού, να μη βρίσκεται σε πλάνη. Μόνον εκείνος πού έφθασε στην θέωση, μπορεί να μεταδώσει την αληθή γνώση και να διαλύσει την ψευδώνυμο γνώση. Αντίθετα εκείνος που καυχιέται για τη γνώση του, αυτός κόβει κάθε σύνδεσμο με ανθρώπους που έχουν γνωρίσει τον Θεό και την χάρη Του. Αυτός βρίσκεται σε πλάνη.
Ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός μας συνιστά επτά πράξεις σωματικές, ασκήσεις θα λέγαμε, με τις οποίες μπορεί κάποιος να καθαριστεί από την άγνοια.
1. Ησυχία, ήτοι απερίσπαστος διαγωγή, απέχουσα πάσης μερίμνης βιοτικής. Η βασικότερη μέριμνα που πρέπει να έχει ο άνθρωπος είναι το πώς θα αρέσει στον Θεό, πως θα μπορεί να ετοιμαστεί για το βραβείο της άνω κλήσεως και πώς να αντιμετωπίσει τον εχθρό του, τον διάβολο και τα πάθη του. Και προσέχει ώστε ούτε να ξεχάσει τον Θεό, ούτε να οδηγηθεί στην απελπισία ξεχνώντας την φιλανθρωπία Του.
2. Σύμμετρος νηστεία. Στη μετρημένη αυτή νηστεία, ανάλογη δηλαδή με τις σωματικές δυνάμεις του καθενός, περιλαμβάνεται και η μετρημένη χρήση του νερού.
3. Σύμμετρος αγρυπνία. Με το μέσο αυτό η ψυχή δουλαγωγεί το σώμα και δεν το αφήνει να επιθυμεί αντίθετα με την ψυχή.
4. Η ψαλμωδία. Είναι και αυτή προσευχή και συνοδεύεται με γονυκλισίες, ώστε να κοπιάζει το σώμα και με τον κόπο του να ταπεινώνεται η ψυχή.
5. Πνευματική προσευχή. Είναι η νοερή προσευχή, στην οποία δεν παρεμβάλλονται άλλες σκέψεις στο νου. Ο άνθρωπος εδώ ζητάει να γίνεται μόνο το θέλημα του Θεού που είναι και το σωτήριο θέλημα. Μένει μόνος με το Θεό, ανίδεος, δηλαδή χωρίς να τυπώσει μέσα του κάποια άλλη μορφή.
6. Ανάγνωση. Είναι η μελέτη της Αγίας Γραφής, των βίων των αγίων, των Πατέρων της Εκκλησίας μας με τα οποία μαθαίνει η ψυχή πως θα μπορέσει να νικήσει τα πάθη της και να αποκτήσει διάφορες αρετές. Μπορεί κανείς να μην καταλαβαίνει στην αρχή αυτά τα οποία μελετά. Χρειάζεται επιμονή και υπομονή. Η γνώση θα έρθει αργότερα.
7. Αυτό που αναφέραμε στην αρχή της παραγράφου αυτής, δηλαδή η ερώτηση των εμπείρων. Η απειρία μπορεί να οδηγήσει σε παρανοήσεις και πλάνη, ενώ η ταπείνωση είναι η πιο ασφαλής οδός για να γνωρίσει κάποιος τον Θεό και να γνωριστεί από Αυτόν.
Μετά από αυτά πρέπει να έχει κανείς υπομονή σε ότι συμβεί και σε ότι επιτρέψει ο Θεός να συμβεί. Να μην δίνει σημασία σε όνειρα. Να μελετά συνέχεια το όνομα του Θεού και να ζητάει ένα πράγμα, να γίνεται πάντα το θέλημα του Θεού. Τότε ο νους αρχίζει να φωτίζεται. Να βλέπει ότι τα φταιξίματά του είναι σαν την άμμο της θαλάσσης. Συντρίβεται τότε η ψυχή, ταπεινώνεται η καρδιά και θεωρεί τον εαυτό της κατώτερο από όλα. Έτσι αρχίζει να κατανοεί τις ευεργεσίες του Θεού και αρχίζει να εφαρμόζει τις εντολές Του.
Εφαρμόζοντας τις εντολές Του, αρχίζει να ανεβαίνει μία μία την κλίμακα των αρετών. Και αυτό γίνεται μέχρι να φτάσει ο άνθρωπος στην τελευταία εντολή, την εντολή της αγάπης. Και αυτός που έφτασε την αγάπη, έφτασε τον Θεό, διότι "ο Θεός αγάπη εστί".
Η άρση της άγνοιας είναι χάρισμα του Θεού. Δίνεται σε όσους αγωνίζονται και προσπαθούν. Ο Θεός βλέποντας την προσπάθεια που καταβάλει ο άνθρωπος, του αφαιρεί το σύννεφο που καλύπτει το νου του και δεν μπορεί να βλέπει καθαρά, του αφαιρεί δηλαδή την άγνοια και του χαρίζει την γνώση του εαυτού του, την γνώση των μυστηρίων και της αληθείας του.

Β΄ Η ΛΗΘΗ
Γενικά
Το δεύτερο πάθος, ο δεύτερος γίγαντας της πνευματικής μας ζωής είναι η λήθη.
Η λήθη είναι στενά συνδεδεμένη με την μνήμη. Ο άνθρωπος κινείται ανάμεσα στη μνήμη και την λήθη. Θα ήταν τρομερό βάρος στον άνθρωπο αν θυμόταν τα όσα έζησε και όλα όσα έχουν συμβεί μέσα του. Η λήθη, η λησμοσύνη δηλαδή, αλαφρώνει τον ψυχικό οργανισμό από το πιεστικό βάρος της μνήμης, πραγμάτων που δε χρειάζεται τώρα να τα θυμάται κάποιος. Από την άλλη άποψη η λησμοσύνη αποτελεί αδυναμία που μπορεί να έχει τραγικές συνέπειες για τον άνθρωπο, ιδιαίτερα όμως για την πνευματική του ζωή και τη σχέση του με τον Θεό.
Έτσι στην πνευματική ζωή η λήθη είναι μια παθολογική κατάσταση της ίδιας της ψυχής του ανθρώπου. Μάλιστα οι Πατέρες την χαρακτηρίζουν ως Άδη. Είναι "κακία ψυχής", διότι είναι λησμοσύνη "των κατά φύση καλών", αφού είναι αποτέλεσμα μιας συμπεριφοράς που προηγήθηκε και που δεν είναι ελεύθερη από ενοχή.
Μόνη της δεν έχει καμία δύναμη. Δυναμώνει ανάλογα με την αμέλειά μας. "Μη λες, τι να κάνω; Έρχεται η λήθη χωρίς να το θέλω. Έρχεται, διότι όταν είχες στη μνήμη σου το χρέος σου, το παραμέλησες και δεν το λογάριασες", τονίζει ο όσιος Μάρκος ο Ασκητής.
Στον άνθρωπο η λήθη προήλθε μετά την πτώση, τότε που διακόπηκε η επικοινωνία του με τον Θεό και φυσικά κατόπιν διακόπηκε και η μνήμη του Θεού στον άνθρωπο. Διότι σε όλη την δημιουργία μόνον ο άνθρωπος μπορεί να θυμάται τον Θεό και να ζει με τη μνήμη αυτή.
Είναι λοιπόν τώρα η λήθη μία εχθρική δύναμη που εισβάλλει με κάθε τρόπο, ως άλλος ληστής, στην προσωπική ζωή του ανθρώπου και του καθορίζει τη στάση έναντι του Θεού, που στο τέλος καταντά να είναι μία αγνόηση του Θεού ηθελημένη. Καταβροχθίζει αμέσως κάθε αγαθό λογισμό που αποβλέπει στην εξύψωση και τη σωτηρία του. Γι’ αυτό και τονίζει ο Αββάς Ησαΐας ο αναχωρητής: "Η λήθη είναι πιο ισχυρή από όλους τους λογισμούς και από αυτήν προέρχονται όλα τα πονηρά και ότι κάνει ο άνθρωπος το γκρεμίζει αυτή αμέσως". Έτσι κάθε αγαθός σπόρος που πέφτει στον αγρό της ψυχής, έχει την τύχη του σπόρου που έπεσε στο βράχο πάνω και το έφαγαν τα πετεινά του ουρανού. (Μαρκ. 4,4).
Γράφει χαρακτηριστικά ένας σύγχρονος θεολόγος: "Λησμοσύνη σημαίνει όχι απλώς να σταματήσουμε να σκεπτόμαστε το Θεό, αλλά να ξεκολλήσουμε από Αυτόν σαν ζωή, να πάψουμε να ζούμε με Αυτόν και μέσα σε Αυτόν. Και ακριβώς σ’ αυτή τη λησμονιά του Θεού βρισκόταν η βάση του προπατορικού αμαρτήματος. Ο άνθρωπος ξέχασε τον Θεό, διότι στράφηκε αλλού, επιθύμησε άλλα πράγματα, αγάπησε άλλα και πάνω από όλα τον ίδιο του τον εαυτό. Έστρεψε την πλάτη στον Θεό και έπαψε να Τον βλέπει. Ξέχασε τον Θεό και ο Θεός έπαψε να υπάρχει γι’ αυτόν. Η λήθη λοιπόν δεν είναι απλώς θάνατος, αλλά είναι η αρχή του θανάτου. Έτσι η μνήμη από δύναμη ζωής που ήταν, έγινε τώρα γεύση θανάτου.

Αιτία της λήθης
Αυτοί που γεύτηκαν τον Θεό λένε ότι, αν Τον γευτεί κάποιος μία φορά, δεν πρόκειται να Τον ξεχάσει.
Τότε γιατί οι άνθρωποι ξεχνούμε τον Θεό; Ποια είναι τα αίτια της λησμοσύνης, αυτής της φοβερής ψυχικής νόσου;
1.Πρώτη και κύρια αιτία της λήθης είναι η έλξη του ανθρώπου, η προσκόλλησή του στα αισθητά και τα γήινα. Σημειώνει ο άγιος Μάρκος ο Ασκητής: "Όταν η ψυχή είναι σκεπασμένη από τη πάγκακη λήθη, εύκολα δένεται ο άθλιος και τυφλός νους από κάθε τι το οποίο βλέπουμε ή ακούμε και σκεπτόμαστε". Και συμπληρώνει ένας άλλος άγιος: "Οι πολλές μέριμνες φέρνουν αμέλεια και λησμοσύνη και μας αφήνουν στάσιμους στην αρετή", διότι ο άνθρωπος δεν μπορεί ή μάλλον δεν έχει χρόνο να σκεφτεί τον Θεό. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας με τα συνεχή "πρόσχωμεν" μας υπενθυμίζει και μας βοηθάει να συγκρατούμε το νου μας, για να μην κλέβεται συνέχεια και παρασύρεται σε μάταιες φροντίδες, διότι "μεγάλη είναι η τυραννία της λησμοσύνης". Γιατί προκαλεί επικάλυψη των βασικών αναγκών της ζωής και προσθέτει όλο και νέες ανάγκες.
2. Η παρρησία και οι συχνές συναναστροφές.
Αναφέρει ο Όσιος Ησύχιος: "Θα πρέπει να φεύγουμε την παρρησία, δηλαδή την υπερβολική οικειότητα με τους άλλους, όπως θα αποφεύγαμε το φίδι που λέγεται ασπίδα. Ακόμη τις πολλές παρέες και συναναστροφές σαν να ήταν φίδια ή οχιές…". Γιατί όμως αυτά; Διότι η παρρησία διώχνει από την ψυχή τον φόβο του Θεού. Έτσι οδηγείται κανείς στο "μη προσέχειν εαυτώ, αλλά ζην αδιαφόρως". Από την παρρησία οδηγείται ο άνθρωπος στο παραπανίσια λόγια. Παρρησία σημαίνει το να αγγίζει κάποιος τον άλλο χωρίς λόγο, να απλώνει το χέρι του σε κάποιον για να γελάσει, να βλέπει τον άλλον με αναίδεια. Όλα αυτά προκαλούνται από τη παρρησία που έχει επιφέρει στην ψυχή την έλλειψη του θείου φόβου και έκανε την ψυχή να ξεχάσει τον Θεό, την οδήγησε στην λήθη.
3.Η απιστία, η οκνηρία, η αμέλεια.
Η απιστία και η οκνηρία παραλύουν την θέληση και εξαφανίζουν το φως της γνώσεως στην ομίχλη της λήθης. Η αμέλεια που δείχνουμε για να γνωρίζουμε τις δωρεές του Θεού, μας οδηγεί στη ραθυμία και αυτή συνέχεια στη λήθη. Και στη λήθη τελικά οφείλεται η επικράτηση της άγνοιας μέσα μας.
4.Η έλλειψη της μνήμης του Θεού.
Το να θυμάται κανείς πάντα τον Θεό, έχει ως αγαθό αποτέλεσμα να έχει μέσα του αγωνιστικό φρόνημα. Όταν δεν Τον θυμάται, αρχίζει μέσα του μία πνευματική χαλάρωση που έχει ως αποτέλεσμα την λήθη, την λησμονιά του Θεού.
5.Η έπαρση. Η υπερτροφική ιδέα που καλλιεργήσαμε για τον εαυτό μας, θολώνει το νου μας. Ζαλισμένοι από τα κατορθώματά μας, ξεχάνουμε τον Θεό. Ο Αδάμ και η Εύα απελάμβαναν μέσα στον παράδεισο πλούσιες τις δωρεές του Θεού. Όταν όμως τους κυρίευσε ο λογισμός της υψηλοφροσύνης, τότε ξέχασαν τις υποσχέσεις του Θεού, ξέχασαν τον Θεό και υπάκουσαν στον πειρασμό.
6.Σήμερα η ανατροπή των αξιών της ζωής εύκολα οδηγεί τον άνθρωπο στη λήθη του Θεού.
7.Αλλά και τα διάφορα πάθη με τις αισθήσεις το ίδιο αποτέλεσμα έχουν. Ο Όσιος Θεόδωρος ο Εδέσσης μας λέει: "Η φιλαυτία και η φιληδονία διώχνουν από την ψυχή την μνήμη του Θεού ". Αλλά και ο θυμός, η οργή και η μέθη και διάφορα άλλα πάθη ψυχικά διώχνουν από μέσα μας τον Θεό, μας κάνουν ανίκανους να Τον σκεφθούμε και να Τον επικαλεστούμε. Σκοτισμένος ο νους από τα δεινά πάθη, αποξενώνεται από την πνευματική του αίσθηση. Το πεδίο της μνήμης έχει γίνει σκληρό από την κακότητα των παθών. Που να μείνει χώρος για τη μνήμη του Θεού!
Πίσω από όλα αυτά, βέβαια, είτε πάθη λέγονται, είτε άλλες καταστάσεις κρύβεται πάντοτε ο κατ’ εξοχήν Πονηρός, που είναι εισηγητής όλων αυτών των καταστάσεων. Και μάλιστα κρύβεται σαν τον λύκο που κρύβεται μέσα στην ομίχλη.
Αποτελέσματα
Η καταραμένη λησμοσύνη είναι αντίθετη στην καρδιακή προσευχή, όπως το νερό στην φωτιά. Και κάθε στιγμή της είναι ισχυρός αντίπαλος. Από τη λησμοσύνη καταντάμε στην αμέλεια και από την αμέλεια στην καταφρόνηση των θείων εντολών και τη ραθυμία και σε άλογες επιθυμίες και έτσι γυρίζουμε πίσω, όπως ο σκύλος στον εμετό του".
Αυτά αναφέρει για τα αποτελέσματα της λήθης ο άγιος Ησύχιος.
Και ακόμη: 
α) "Καλύπτει την ψυχήν" με πυκνή ομίχλη και δεν την αφήνει να δη το φως.
β) Οδηγεί στην ηδυπάθεια, δηλαδή στο κυνήγι της ηδονής, στην αδιαφορία για τον πόνο των άλλων. Πας ο επιλανθανόμενος του Θεού, ανάλγητος γίνεται", σημειώνει ο όσιος Μάρκος.
γ)Λήθη σημαίνει λησμοσύνη των εντολών του Θεού. Οι εντολές του Θεού ξεθωριάζουν μέσα μας και δεν μας προκαλούν καμία εντύπωση ή ενθουσιασμό.
δ) Έτσι δεν είναι μακριά ο δρόμος για το σκοτασμό του νου από την άγνοια.
Και ε)Η λήθη είναι το ασφαλές καταφύγιο του πονηρού από όπου ο πονηρός με ασφάλεια μπορεί να υποβάλλει τους λογισμούς του για την καταστροφή του ανθρώπου, λόγω της απιστίας και της αδιαφορίας του στα πνευματικά.
Θεραπεία
Μερικά από τα μέσα τα οποία υποδεικνύουν οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας είναι:
α) Ο αγώνας.
Ο αγώνας εναντίον της λήθης χρειάζεται σωστή και καλή γνώση του τρόπου καταπολεμήσεώς της. Ο αγώνας που πρέπει να καταβάλλει κάποιος είναι αγώνας για να ξεκολλήσει η ψυχή από τη σάρκα και τον κόσμο και να αναχθεί στα πνευματικά. Διότι η προσκόλληση στα αισθητά αποτελεί παρά φύσιν κατάσταση της ψυχής.
β) Χρειάζεται επιμονή.
Η επίμονη προσπάθεια για εφαρμογή των θείων εντολών στην πράξη έχει ιδιαίτερη σημασία. Η μνήμη δεν μπορεί να συγκρατήσει πράγματα που έμαθε θεωρητικά. Χρειάζεται προσπάθεια συνεχής. Η μεθοδική και επίμονη προσπάθεια εφαρμογής του θείου θελήματος οδηγεί σιγά σιγά στην εξαφάνιση των κακών συνηθειών και στην εμμονή στις καλές συνήθειες και επομένως στη μνήμη του Θεού και τη λησμοσύνη του κακού.
γ)Προσπάθεια και αποδοχή των λυπηρών της ζωής.
"Αν θέλεις να έχεις συνέχεια στη σκέψη σου την μνήμη του Θεού , μην διώχνεις ως άδικες τις θλίψεις που σου έρχονται, αλλά δέξου τες ως ερχόμενες δίκαια και διότι έπρεπε στη ζωή σου να συμβούν… Από των γεγονότων αυτών ανακινείται η μνήμη του Θεού και διώχνεται η λησμοσύνη", σημειώνει ο άγιος Μάρκος ο Ασκητής.
Στην προσπάθεια για την υπερνίκηση της λήθης ο καλλίτερος βοηθός μας είναι ο ίδιος ο Θεός.
"Κάνε εσύ το καλό που θυμάσαι και αυτό που δεν έχεις στο νου σου θα σου αποκαλυφθεί από τον Θεό , όταν έλθει η κατάλληλη ώρα ".
Ένα μικρό κεράκι νικάει το σκοτάδι , διότι το φως είναι κάτι που υπάρχει, ενώ το σκοτάδι είναι η απουσία του φωτός. Η μνήμη είναι κάτι που υπάρχει. Έτσι μία μικρή μνήμη του Θεού, μία μικρή προσπάθεια, μπορεί να σβήσει το σκοτάδι που προκαλεί η λήθη του Θεού.
Βασικός παράγοντας για να μη λησμονούμε τον Θεό, είναι δύο άλλα πράγματα: Η μελέτη του νόμου Του, και η μνήμη των ευεργεσιών Του. Ο προφήτης Δαβίδ είχε συνέχεια μέσα του τη μνήμη του Θεού και του θελήματός Του, γι’αυτό και έλεγε: "Εν τοις δικαιώμασί σου μελετήσω, ουκ επιλήσομαι του νόμου σου". "Εκολλήθην τοις μαρτυρίοις σου". "Εμελέτων εν ταις εντολαίς σου, ας ηγάπησα σφόδρα", και πλήθος άλλες αντίστοιχες εκφράσεις. Δεν μελετούσε περιστασιακά ή από καθήκον και μόνον τυπικά τον νόμο του Θεού, αλλά με συνέπειες για τη προσωπική του ζωή. Αποτέλεσμα αυτού του αγαλλιάματος της καρδιάς του, αυτού του σφοδρού πόθου που είχε για το Θεό, ήταν οι αλλεπάλληλες ευεργεσίες του Θεού, τις οποίες ποτέ δε λησμονούσε. Γι’αυτό και αναφέρει αλλού: "Αρχοντες κατ’εμού κατελάλουν", εγώ όμως "ηδολέσχουν εν τοις δικαιώμασί σου". Και στην Ιερό Ψαλτήρα σημειώνει επιγραμματικά και με τόνο: "Εις τον αιώνα ου μη επιλάθωμαι των δικαιωμάτων σου, ότι εν αυτοίς έζησάς με".
Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της σφοδρής αγάπης για τον Θεό που είχε.
Και η σφοδρή αυτή αγάπη, ο διάπυρος ζήλος, είναι κάτι που διώχνει το θηρίο της λησμοσύνης από μέσα μας.
Τα κακά αποτελέσματα της λήθης τα γιατρεύει μία αυστηρή φύλαξη του νου και η αδιάκοπη επίκληση του ονόματος το Ιησού Χριστού.
Τόσο συχνή που να μας πει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: "Προτιμότερο είναι μα μνημονεύει κανείς τον Θεό, παρά να αναπνέει.
Και αν πρέπει να πω μαζί με τον Μωυσή θα έλεγα, και όταν πέφτουμε στο κρεβάτι και όταν σηκωνόμαστε και όταν κάνουμε οτιδήποτε άλλο, να τυπώνουμε στη μνήμη μας τον Θεό για να πετύχουμε την καθαρότητα της καρδιάς". "Εμνήσθην του Θεού και ευφράνθην", τονίζει ο προφήτης Δαβίδ.
Αν λοιπόν η μνήμη του Θεού ευφραίνει την ψυχή μας , ας μα δυσκολευόμαστε και ας μην διστάζουμε να απολαμβάνουμε τη μνήμη του Θεού. Με τη μνήμη αυτή "ουρανός η διάνοια γίνεται".
Έτσι απομακρύνεται η "παγκάκιστη λήθη", αποφεύγεται ο σκοτασμός του νου και ανατέλλει στις καρδιές μας το φως της γνώσεως του Χριστού.

Γ΄ Η ΡΑΘΥΜΙΑ
Γενικά περί ραθυμίας και αποτελέσματα αυτής
Η ραθυμία είναι ο τρίτος γίγαντας του θέματός μας.
Αποτελεί μία από τις πολύ μεγάλες παθολογικές καταστάσεις του νου και συγγενεύει πολύ με τις δύο προηγούμενες καταστάσεις, την άγνοια και τη λήθη. Είναι, θα λέγαμε, μία τεμπελιά, οκνηρία, αδιαφορία, δυσκινησία και ότι ανάλογο μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς για να μπορέσει να την χαρακτηρίσει από πνευματικής απόψεως.
Κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο είναι και αυτό ένα γνώρισμα της ανθρώπινης φύσεως. "Ράθυμος η ανθρώπινη φύσις και τη ανέσει και τη τρυφή μάλλον εαυτήν επιδίδωσι". "Οξύρροπος προς απώλειαν", θα μας πει σε άλλο σημείο, όχι διότι κατασκευάσθηκε έτσι από τον Θεό, αλλά "παρά την εκ προαιρέσεως ραθυμίαν".
Και αυτής η ρίζα βρίσκεται στην υποδούλωση της ψυχής στις αισθήσεις του σώματος και στον κόσμο των αισθητών. Η ρίζα της βρίσκεται μέσα στην ψυχή, μέσα στον σκοτισμένο μας νου, που χάνει την θέση της υπεροχής του με την υποδούλωσή του στα υλικά.
Ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός βλέπει την ρίζα της στην αφροσύνη. "Εκ γάρ αφροσύνης γένεται η ραθυμία", μας αναφέρει. "Αν φρόνησις είναι η υγεία του λογικού και η φωτισμένη κατάσταση με συνεχή επαγρύπνηση, τότε αφροσύνη είναι το εντελώς αντίθετο. Είναι μέθη του λογικού, σκοτισμός του νου και άνοια", αμυαλωσύνη και πονηρία γενικά και κατάπτωση των πνευματικών δυνάμεων σε μία χαλάρωση, όπου όλα είναι επιτρεπτά.
Η ραθυμία είναι αποτέλεσμα μιας γενικής καταπτώσεως της ψυχής που την χαρακτηρίζει το σκοτάδι και η πνευματική τύφλωση. Αναφέρει ο άγιος Μάρκος ο Ασκητής: "Η ραθυμία είναι αυτή που υφαίνει το σκοτεινό ρούχο του μαύρου σύννεφου και το κάλυμμα της ψυχής".
Αυτή κάνει τον άνθρωπο "εις την των αλόγων εκπίπτειν θηριωδίαν". Από ραθυμίας γίνεται φαύλος, και γίνεται σκληρή η ψυχή του. "Η ψυχή του ανθρώπου είναι μαλακή και πλάθεται εύκολα. Παθαίνει όμως ότι και το νερό του Δούναβη, που γίνεται σκληρό σαν πέτρα από το κρύο όταν παγώσει. Το ίδιο παθαίνει και η ψυχή μετά την αμαρτία και την πολλή ραθυμία. Γίνεται σκληρή σαν την πέτρα".
Η ραθυμία κάνει ακόμη βαρύ και ανυπόφορο στην ψυχή το νόμο του Θεού. "Τι μας κάνει να φαίνονται βαριές οι εντολές;" ρωτάει ο άγιος Χρυσόστομος. "Η ραθυμία μας", απαντά. Όπως δηλαδή, αν δείχνουμε προθυμία, μας φαίνονται και τα βαριά ελαφριά, έτσι και όταν δείχνουμε ραθυμία, και τα ελαφριά θα μας φανούν δύσκολα.
Πίσω από την ραθυμία κρύβεται ο διάβολος. "Δεν φοβάσαι μήπως… εξ αιτίας της ραθυμίας σου ξεπηδήσει κάποιος δαίμονας και βρίσκοντας την ψυχή σου χωρίς απασχόληση και ανέτοιμη, μπει σε αυτήν με όλη του την ευκολία, εφόσον το σπίτι σου δεν έχει πόρτα";
Πραγματικά υπάρχει μεγάλος κίνδυνος, όταν δεν υπάρχει προσοχή και φροντίδα για τα πνευματικά, να μας κάνει ο πονηρός ότι θέλει. Οι δύο υπέροχες παραβολές των ταλάντων και των δέκα παρθένων μας ζωγραφίζουν πολύ χαρακτηριστικά τα αποτελέσματα της ραθυμίας. Για τον Αδάμ ο Μ. Βασίλειος αναφέρει ότι "ενύσταξεν δια της ραθυμίας ο λογισμός αυτού". Αλλά και ο Ιούδας "διά της ραθυμίας δούλος εγεγόνει του εχθρού".

Η καταπολέμηση της ραθυμίας
1. Η άσκηση βίας.
Χρειάζεται βίαιη εξέγερση του εαυτού μας εναντίον του εαυτού μας. Χρειάζεται δηλαδή βία. Και βία είναι "η βίωση του σωματικού πόνου και μόχθου σε όλα".
Κατά τον Μ. Βασίλειο "βία είναι η καταπόνηση του σώματος που θεληματικά υπομένουν οι μαθητές του Χριστού με την άρση των δικών τους θελημάτων και της σωματικής ανέσεως, αλλά συνδεδεμένη και με την φύλαξη και την τήρηση όλων των εντολών του Χριστού".
Η βία "αποκαθαίρει τον νου", τον εξυψώνει, τον εξαγιάζει, καταβάλλει την ραθυμία και μαζί της όλες τις ολέθριες ψυχικές δυνάμεις.
Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος μας δίνει πιο καθαρά τον τρόπο της καταπολεμήσεως της ραθυμίας με τη βία. "Το βιάζεσθαι εαυτόν εν πάσι", το να βιάζει κανείς τον εαυτό του σε όλα, αυτή είναι η οδός του Χριστιανού. Δηλαδή: "Να βιάζει τον εαυτό του στο καλό, έστω και αν η καρδιά του δεν το θέλει. Να βιάζει τον εαυτό του σε αγάπη, έστω και αν δεν έχει αγάπη. Να βιάζει τον εαυτό του στο να λυπάται τον άλλον, έστω και αν δεν αισθάνεται λύπη για τον άλλον… Να βιάζει τον εαυτό του σε προσευχή, έστω και αν η προσευχή του δεν είναι πνευματική…". "Βία φύσεως διηνεκής", θα μας έλεγε ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος.
Με την βία επιχειρείται μία εισβολή στα βάθη της ψυχής για να καταλυθεί η ραθυμία που φωλιάζει μέσα μας. Στην αρχή θα γίνει ο αγώνας μας εξωτερικά και χωρίς να καταλαβαίνουμε τίποτε. Μηχανικά. Κατόπιν όμως με την άσκηση ή ψυχή θα αγαπήσει την κατάσταση αυτή και θα γίνει ύστερα από μακρά άσκηση βίας εσωτερική η εξωτερική εργασία, πηγαία.
Αυτή την προτροπή κάνει και ο Μ. Βασίλειος. "Η βασιλεία των ουρανών δεν ανήκει στους ράθυμους, αλλά σε εκείνους που βιάζουν τον εαυτό τους. Και οι βιαστές την αρπάζουν. Αν θέλεις λοιπόν να αρπάξεις τον ουρανό, μην είσαι ράθυμος, αλλά γίνου βιαστής. Σφίξε τον τράχηλό σου κάτω από τον ζυγό του Χριστού… Μη περιεργάζεσαι τα ξένα σφάλματα…". Και ο λόγος του επειδή απευθύνεται σε μοναχούς, είναι πολύ κοφτερός: "Μη νομίζεις ότι θα σωθούν όλοι όσοι κάθονται στο Μοναστήρι". Και αυτοί πρέπει να βιάσουν τον εαυτό τους σε όλα, διώχνοντας την αδηφάγο ραθυμία.
Βέβαια μέσα στα ασκητικά κείμενα υπάρχει πλήθος παραδειγμάτων με τα οποία οι Πατέρες βίαζαν τον εαυτό τους και έδιωχναν την ραθυμία.
Κάποιος από τους πατέρες έβαλε κανόνα να μη βγει από το κελί του όλη τη Μ. Τεσσαρακοστή. Με συνέργεια όμως του πονηρού το κελί του γέμισε από αναρίθμητους κοριούς. Τότε ασκώντας βία επάνω στον εαυτό του είπε: Και να πεθάνω ακόμη δεν θα βγω από το κελί μου. Την Τρίτη Εβδομάδα των Νηστειών κατά παράξενο τρόπο βλέπει ένα πλήθος από μυρμήγκια το οποίο εξαφάνισε τους κοριούς!
Έτσι ασκούσαν βία πάνω στον εαυτό τους οι πατέρες εκείνοι, πράγματα τα οποία μερικά για μας είναι αδιανόητα σήμερα.
Η άσκηση βίας στον εαυτό μας είναι σχετικά εύκολη για την υπερνίκηση της ραθυμίας και των θλιβερών της συνεπειών στην πνευματική μας ζωή. Κάτι πολύ πιο ευχάριστο από τους κόπους και τις θανάσιμες συνέπειες της ραθυμίας και της άσκοπης ζωής μέσα στην άνεση και την αδράνεια. Γι’ αυτό και επίκαιρη είναι η προτροπή του αγίου Εφραίμ του Σύρου: "Κουράσου και πόνεσε κοπιάζοντας σωματικά, για να αποφύγεις τους κόπους και τις δυσάρεστες συνέπειες των χωρίς κόπο μάταιων λόγων".
2. Μνήμη θανάτου.
Η μνήμη του θανάτου είναι ένα δυνατό όπλο και αποτελεσματικό για την ψυχή εκείνη που έχει πέσει στον βαθύ της ραθυμίας ύπνο.
Αυτή η μνήμη γεννάει το πένθος, προτρέπει σε εγκράτεια, υπενθυμίζει τη γέννα, είναι μητέρα προσευχής και δακρύων, προφυλάγει την καρδιά από την εμπαθή προσκόλληση στα γήινα, οδηγεί στην διάκριση και στον φόβο του Θεού, βοηθάει στην τήρηση των εντολών του Θεού και αντιμετωπίζεται με θάρρος ο πνευματικός αγώνας.
Αναφέρει σχετικά ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος για τη μνήμη του θανάτου: "Γι’ αυτό είναι αναγκαία η μνήμη του θανάτου, διότι οδηγεί σε πνευματική δραστηριοποίηση τον άνθρωπο και τον ωθεί στη πραγμάτωση της αρετής. Ειπώθηκε πως δεν είναι δυνατόν να ζήσει κανείς με ευσέβεια, αν δε λογαριάσει την κάθε μέρα του ως την τελευταία της ζωής του… Η μνήμη το θανάτου κάνει την καρδιά άφοβη γιατί την απελευθερώνει από κάθε άλλο φόβο".
Αυτά τα λίγα ρανίσματα από τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος είναι πολύ χαρακτηριστικά για το πόσο ωφέλιμη είναι η μνήμη του θανάτου για την αποδίωξη της ραθυμίας από την ψυχή μας.
3. Ακόμη πιο βοηθητικό βέβαια είναι και η μνήμη του Θεού.
Ο αληθινός προορισμός του ανθρώπου είναι λειτουργικός. Ζει για να υμνεί και να δοξάζει τον Δημιουργό και Θεό του. Δεν εννοείται βέβαια με αυτό μία τυπική προσευχή. Αλλά πρέπει να είναι μία ενσαρκωμένη προσευχή, διότι τότε η ζωή του γίνεται πραγματική, όταν ολόκληρη γίνεται ένας καιρός προσευχής. Και μας αναφέρει και ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος: "Ο χριστιανός εαυτού εξουσίαν ουκ έχει, αλλά Θεώ σχολάζει". Είναι πράγματι μία υψηλή αποστολή την οποία μπορεί να κατορθώσει κανείς αγωνιζόμενος εναντίον όλων των παθών και ιδιαιτέρως εναντίον των τριών αυτών γιγάντων· της άγνοιας, της λήθης και της ραθυμίας.
Τελειώνουμε με τις σοφές συμβουλές του όσιου Μάρκου του Ασκητή, ο οποίος έδωσε και την ονομασία στα τρία αυτά πάθη και τα ονόμασε Γίγαντες:

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

"Αφού ντυθείς αυτά τα όπλα της αρετής με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος, με κάθε είδους προσευχή και δέηση, με γενναιότητα και ανδρεία, θα κατανικήσεις τους τρεις γίγαντες των πονηρών δαιμόνων που αναφέραμε. Με την άριστη μνήμη του Θεού, σκεπτόμενος πάντοτε όσα είναι αληθινά, όσα είναι σεμνά και όσα είναι σεβαστά, όσα είναι σύμφωνα με το δίκαιο, όσα έχουν καλή φήμη, και οποιαδήποτε άλλη αρετή και έργο που είναι άξιο επαίνου, θα νικήσεις την παγκάκιστη λησμοσύνη και θα την διώξεις μακριά σου.
Με την φωτισμένη και ουράνια γνώση, θα εξαφανίσεις την καταστρεπτική και σκοτεινή άγνοια.
Με την κάλλιστη και γεμάτη από αρετή προθυμία, θα διώξεις μακριά την άθεη ραθυμία, που φυτεύει μέσα στην ψυχή το κακό.
Αυτές τις αρετές αφού τις αποκτήσεις, όχι με την προαίρεση μόνο, αλλά πραγματικά – με την βοήθεια του Θεού και με την συνεργασία του Αγίου Πνεύματος – με πολλή προσοχή και προσευχή, θα μπορέσεις να γλυτώσεις από τους τρεις δυνατούς γίγαντες του πονηρού που αναφέραμε. Διότι η συνύπαρξη αληθινής γνώσεως και μνήμης λόγων Θεού και αγαθής προθυμίας, που με την βοήθεια της ζωντανής χάριτος θα εγκατασταθεί με αγώνα στην ψυχή και θα διατηρηθεί με επιμέλεια, εξαφανίζει από την ψυχή και καθιστά ανύπαρκτο κάθε ίχνος λησμοσύνης και άγνοιας και ραθυμίας.
Και τότε βασιλεύει η θεία χάρις μέσα στην ψυχή στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν".

(Αγ. Μάρκος ο ασκητής. Φιλοκαλία τόμος Α’ σελ. 175-176).

Η ταπείνωση του επισκόπου !!!

Κάποτε ένα Επίσκοπος έπεσε σε μια μεγάλη αμαρτία. Την άλλη μέρα ήταν γιορτή. Επρόκειτο να λειτουργήσει σε μια Εκκλησία που πανηγύριζε και θα συγκεντρωνόταν ολόκληρη η πόλη...Μόλις μπήκε στην εκκλησία ο Επίσκοπος, ανέβηκε στον άμβωνα, φανέρωσε μπροστά στο πλήθος την αμαρτία του, έβγαλε το ωμόφορό του, το σύμβολο της αρχιεροσύνης, το έδωσε στον Διάκονό του, και είπε με πολλή συντριβή, δυνατά, για να ακουστεί απ’ όλους:

- Ύστερα από μια τέτοια αμαρτία, δεν μπορώ να είμαι Επίσκοπός σας. Διαλέξτε κάποιον άλλον να σας ποιμαίνει, να σας λειτουργεί, να σας εξομολογεί.
Και έκανε να κατέβει από τον άμβωνα, για να φύγει. Ο κόσμος όμως που τον αγαπούσε, τον εμπόδισε.

- Μείνε στη θέση σου κι ας είναι επάνω μας η αμαρτία σου, του φώναξαν όλοι με μια φωνή. Εμείς εσένα θέλουμε για πατέρα και Επίσκοπό μας.
Συγκινημένος τότε ο Επίσκοπος από την αγάπη του λαού, ανέβηκε πάλι επάνω στον άμβωνα και φώναξε:

- Αν θέλετε να μείνω στη θέση που ανάξια κατέχω, θα κάνετε ό,τι σας πω.

- Θα κάνουμε ό,τι μας πεις, συμφώνησαν όλοι μαζί. Αρκεί μονάχα να μείνεις.

- Κλείστε όλες τις πόρτες και αφήστε το παραπόρτι ανοικτό. Θα πάω και θα πέσω μπρούμυτα μπροστά σ’ αυτό παραπόρτι. Θα βγείτε όλοι και περνώντας θα πατάτε επάνω μου, λέγοντας: «Ο Θεός να σε συγχωρέσει». Τότε θα μείνω.

Οι Χριστιανοί, για να μη χάσουν τον Επίσκοπό τους, υπάκουσαν. Ένας-ένας που έβγαινε πατούσε επάνω του. Όταν πέρασε και ο τελευταίος, ακούστηκε φωνή από τον Ουρανό να λεει:

- Για την πολλή του μετάνοια και ταπείνωση, συγχωρέθηκε η αμαρτία του.

Από το Γεροντικό

Η κούραση των λογισμών και η αντιμετώπισή της


Δεν είναι λίγες οι φορές που χωρίς σωματική εργασία το σώμα γίνεται κατάκοπο. Φαίνεται, έτσι, η στενή σχέση ψυχής – σώματος και η ψυχοσωματική υπόσταση του ανθρώπου. Οι λογισμοί, αν και καθαρά πνευματική εργασία μπορούν να γίνουν αιτία για μια κούραση που διαλύει το σώμα, αδρανοποιώντας το για οποιανδήποτε άλλη εργασία.
Ο κάθε άνθρωπος, ως εικόνα Θεού, έχει τη δυνατότητα να κάνει ποικίλους, πολλούς και γρήγορους λογισμούς. Ο νους μπορεί να γεμίσει με λογισμούς ή να εμμένει σ’ ένα λογισμό, αλλά δεν είναι δυνατό να είναι άδειος από λογισμούς. Η ενασχόληση μαζί τους γίνεται, πολλές φορές, κουραστική και λόγος αναστάτωσης, καθώς και η προσπάθεια να μην γίνονται λογισμοί. Όπως π.χ. ένα κλειστό δωμάτιο με ατμόσφαιρα άσχημη δεν μπορεί να καθαρίσει παρά μόνο αν ανοικτεί και αντικατασταθεί με καθαρό αέρα, έτσι και οι άσχημοι λογισμοί αν αντικατασταθούν με καλούς λογισμούς ή με τη νοερά προσευχή, μπορούν να φέρουν ηρεμία στην ψυχή.
Η Ορθόδοξη παράδοση, όπως την παραλάβαμε από παλαιότερους/ες και σύγχρονους/νες πατέρες και μητέρες μας λέει ότι η ουσία της πνευματικής ζωής και η όλη θεραπευτική αγωγή συνίσταται στον έλεγχο των λογισμών. Γιατί απ’ εκεί πηγάζουν οι καλές ή κακές επιθυμίες, η αμαρτία ως απομάκρυνση από το Θεό και η αγιότητα ως πόθος ενώσεως με το Θεό.
Φαίνεται πως οι σημερινοί χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί, αγνοούμε αυτή τη δυναμική τής παράδοσής μας, γι’ αυτό και ταλαιπωρούμαστε στο να μην κάνουμε την αμαρτία ή στο να διώξουμε τους λογισμούς με τρόπο που μοιάζει «κτυπήματα στον αέρα».
Σε τελευταία ανάλυση, αν ο αγώνας μας γίνεται με αρνητική διάθεση ως προς την αμαρτία χωρίς τη θετική κατάθεση της σχέσης με το Θεό, μάλλον κούραση θα φέρει αντί ανάπαυση. Δηλαδή: πιο εύκολα παραμερίζεται η αμαρτία με το να δώσουμε έμφαση στην προσευχή ως συνάντηση με το Χριστό, στη μελέτη ως δυνατότητα γνώσης και στην όλη ασκητική προσπάθεια ως ευκαιρία απόλαυσης της αγάπης του Θεού, παρά με το να παλεύουμε κατά πρόσωπο με την αμαρτία είτε ως λογισμός είτε ως επιθυμία είτε ως πράξη.
Η εποχή μας, παρ’ όλες τις ανέσεις της, χαρακτηρίζεται από ψυχική κούραση. Ακόμα και η ξεκούραση κουράζει… Ας μην γίνεται η πνευματική ζωή ένα ακόμη βάρος, εκεί που θα έπρεπε να γίνεται το μέσο για όντως ξεκούραση, ανανέωση, ζωή.
Η Εκκλησία μας ξέρει τον τρόπο γι’ αυτή την αληθινή εμπειρία της νέας ζωής. Ας το μάθουμε με τη μελέτη των Πατέρων και ας μαθητεύσουμε «παρά τους πόδας» των σύγχρονων Πατέρων που το γνωρίζουν στην πράξη. Τότε θα χαιρόμαστε το δώρο τού να ζει κανείς χριστιανικά, να μπορεί να ξεκουράζεται μέσα από την κόπωση της ζωής και να απολαμβάνει την ομορφιά της παρουσίας μέσα του τού Κυρίου και Θεού του. 

Του π. Ανδρέα Αγαθοκλέους

Ο Τούρκος αξιωματικός που αγίασε

(Από τον βίο του μοναχού Νικολάου της Όπτινα)


Το όνομά του ήταν Γιουσούφ Αμπτνούλ Ογκλί, ήταν Τούρκος μουσουλμάνος από το Μπιτλίς, κοντά στο Ερζερούμ. Γεννήθηκε το 1820. Μια σειρά από θαύματα και όνειρα, ξεκινώντας από την παιδική του ηλικία, τον έκαναν να ενδιαφερθεί για το χριστιανισμό, τον οποίο αρχικά γνώρισε στην αρμένικη εκδοχή του, λόγω γειτνίασης και φιλίας με Αρμένιους χριστιανούς.
Στο Ικόνιο, όπου υπηρετούσε ως ταγματάρχης του τουρκικού στρατού, προσπάθησε να γνωρίσει μεταφυσικές εμπειρίες, ακολουθώντας την παράδοση των δερβίσηδων. Όμως όλες οι προσπάθειές του απέβησαν άκαρπες, αφήνοντάς τον πνευματικά κενό.
Στο ρωσοτουρκικό πόλεμο (1853-1856) αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε στη Ρωσία. Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να μάθει για την ορθοδοξία και μάλιστα να τη γνωρίσει από κοντά, να μιλήσει με άξιους ιερείς, αλλά και με τον όσιο Φιλάρετο, τον διά Χριστόν σαλό, που ζούσε στην Τούλα. Απόκτησε επίσης μερικά βιβλία και εικόνες. Όταν απελευθερώθηκε, επέστρεψε στο Ερζερούμ, στη σύζυγο και στο παιδί του, νιώθοντας πλέον στην καρδιά του χριστιανός, όχι μουσουλμάνος. Προσευχόταν διαβάζοντας τους Χαιρετισμούς στο Χριστό και την Παναγία κοντά στις εικόνες τους και στην εικόνα του αγίου Νικολάου, τον οποίο σεβόταν ιδιαίτερα. Συναντούσε επίσης κρυφά χριστιανούς και συζητούσαν για τη χριστιανική πίστη.
Όμως ο πεθερός του, που ήταν μουφτής, έμαθε για το ενδιαφέρον του για το χριστιανισμό και για τα βιβλία που διάβαζε και τον κατάγγειλε στις αρχές. Συνελήφθη, καθαιρέθηκε από αξιωματικός και καταδικάστηκε σε διακόσιους ραβδισμούς! Στο χείλος του θανάτου, παρέμεινε στο νοσοκομείο για έξι μήνες, ενώ τα φρικτά σημάδια δεν έσβησαν ποτέ από το σώμα του (και η θέα τους συγκλόνισε τους μοναχούς της Όπτινα όταν, μετά την κοίμησή του το 1893, του έβγαλαν τα ρούχα για να τον αλλάξουν). Φυλακίστηκε κάτω από απάνθρωπες συνθήκες, που τις επιδείνωνε η συμπεριφορά των συγκρατουμένων του. Στη συνέχεια, μετά από μετακινήσεις και περιπέτειες, στο δρόμο για την εξορία, κάποιοι Αρμένιοι χριστιανοί δωροδόκησαν το συνοδό του και πέτυχαν την απελευθέρωσή του.
Μετά από νέες περιπέτειες, ταξίδια, οδοιπορίες και κυνηγητά, και αφού είχε ταξιδέψει για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, κατέφυγε ξανά στη Ρωσία, όπου τελικά, το 1874, εκπλήρωσε τον πολυετή πόθο του και βαφτίστηκε χριστιανός. Μπαίνοντας στο ναό του αγίου Νικολάου του Καραντίν για τη βάφτισή του, αναγνώρισε την εκκλησία που είχε δει σε όνειρο πριν από δεκαετίες και, στην εικόνα του αγίου Νικολάου, αναγνώρισε τον ιερέα που τον είχε κοινωνήσει στο όνειρό του.
Ταξίδεψε για κάποια χρόνια μέσα στη Ρωσία ως προσκυνητής και περνώντας από το σπουδαίο μοναστήρι της Όπτινα (αυτό το φυτώριο αγίων) μίλησε με το μεγάλο πνευματικό διδάσκαλο της Ρωσίας άγιο Αμβρόσιο, ο οποίος του πρότεινε να μονάσει εκεί. Έτσι εντάχθηκε στην αδελφότητα της μονής, με την καθοδήγηση δύο άλλων μεγάλων αγίων, των γερόντων Ανατόλιου και Βαρσανούφιου. Με προτροπή του αγίου Ανατόλιου, διηγήθηκε λεπτομερώς τη ζωή του στον άγιο Βαρσανούφιο, ο οποίος, καθώς φαίνεται, την κατέγραψε στο χειρόγραφο που έφτασε ώς εμάς.
Ως μοναχός αγωνίστηκε σκληρά στην επιστήμη της νοεράς προσευχής, αντιμετώπισε σκληρές δαιμονικές επιθέσεις και αξιώθηκε σε ουράνιες οπτασίες, τις οποίες κοινοποίησε στον πνευματικό του, τον άγιο Βαρσανούφιο.
Κοιμήθηκε στις 18 Αυγούστου 1893 και οι γέροντες Ανατόλιος και Βαρσανούφιος αναγνώρισαν ότι ήταν άγιος. Στο πρόσωπό του αναφέρθηκε αργότερα και ο σπουδαίος Ρώσος πνευματικός συγγραφέας Σέργιος Νείλος (1862-1929) στο βιβλίο του Ουράνιες φωνές, Τσάρσκογιε Σελό, 1905.



Συγκλονιστικά αποσπάσματα από το βιβλίο

«Μακάριος ανήρ ος υπομένει πειρασμόν»

...Μετά την κούρα μου ή υγεία μου χειροτέρεψε και οι πειρασμοί μεγάλωσαν. Ειδικά για τρεις μέρες δέχτηκα σφοδρούς πειρασμούς, για τους οποίους δεν γνώρισα πολλά πράγματα.
Γνώριζα από τα πατερικά κείμενα και από τον πνευματικό μου π. Άνατόλιο ότι όλοι οι αμαρτωλοί λογισμοί και σκέψεις προέρχονται από τους δαίμονες και πολλοί, χωρίς να ξέρουν, νομίζουν ότι είναι δικές τους σκέψεις. Τώρα όμως κατάλαβα από την πείρα μου ότι όλοι οι αμαρτωλοί λογισμοί, όπως της πορνείας, φθόνου, κακίας, βλασφημίας κ.λπ. έρχονται πράγ­ματι στο νου μας από τους δαίμονες και ο νους μας λες και αρχίζει να κάνει διάλογο μαζί τους.
Έτσι οι δαίμονες πολλές φορές γέμιζαν το κελί μου, μου έδειχναν βρώμικες οπτασίες ουρλιάζοντας, βλασφημώντας την Εκκλησία, την Παναγία, τον Χριστό. Άκουγα τις φωνές τους πολύ καθαρά, όπως ακούμε τις φωνές των απλών ανθρώπων, και τους έβλεπα με πραγματικά σώματα. Ό κύριος σκοπός τους ήταν να με αποσπάσουν με κάθε τρόπο από την προ­σευχή μου. Φρίκη και τρόμος γέμιζε τότε την ψυχή μου, επει­δή δεχόμουν τις πιο δυνατές επιδέσεις και πειρασμούς από τους δαίμονες, όταν άρχιζα να προσεύχομαι. οι πειρασμοί και οι δαιμονικές επιδέσεις συνεχίστηκαν όχι μόνον τη νύχτα αλ­λά και την ημέρα.

«Εγώ οράσεις επλήθυνα»

Την Πέμπτη, 13 Μαΐου, γύρω στις τρεις τη νύχτα, άρχισα να διαβάζω τους χαιρετισμούς του αγίου Νικολάου του θαυματουργού. Ό Κύριος μου έστειλε τέτοια ευλογία, πού είχα πολλά δάκρυα. Όλο το βιβλίο έγινε μούσκεμα από τα δά­κρυα μου. Όταν τελείωσα τον όρθρο, άρχισα να διαβάζω τον 50ό ψαλμό «Ελέησον με ο Θεός...» και μετά το σύμβολο της Πίστεως, Το διάβασα όλο και το τελείωσα με τις λέξεις «προσ­δοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Αμήν». Εκείνη τη στιγμή κάποιο αόρατο χέρι πήρε τα δικά μου χέ­ρια, τα σταύρωσε και το κεφάλι μου περικυκλώθηκε από φωτιά, πού έμοιαζε με το κίτρινο χρώμα του ουράνιου τόξου. Αυ­τή ή φωτιά δεν με έκαιγε, αλλά γέμιζε όλο το σώμα μου με ανείπωτη χαρά, τέτοια χαρά, πού δεν είχα νιώσει ποτέ. Αύτη τη χαρά δεν μπορούμε να τη συγκρίνουμε με καμιά χαρά του κόσμου τούτου. Δεν θυμάμαι μάλιστα πότε και πώς είδα τον εαυτό μου να μεταφέρεται σε κάποια άλλη, Θαυμάσια και πα­νέμορφη περιοχή, σ' ένα τοπίο γεμάτο φως. Δεν έβλεπα σ' αύ­τη την περιοχή τίποτα άπ' όσα έχω δει στη γη. Έβλεπα μόνο μία χωρίς όρια Θάλασσα φωτός. 
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκαν δίπλα μου, από την αρι­στερή πλευρά, δυο άνθρωποι. Ό ένας ήταν νέο παλικάρι, ο άλ­λος ήταν γέροντας. Πήρα τότε την πληροφορία ότι ο ένας ή­ταν ο άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σάλος και ο άλλος ή­ταν ο μαθητής του ο άγιος Έπιφάνιος. και οι δυο ήταν αμί­λητοι. Αμέσως είδα μπροστά μου ένα παραπέτασμα χρώμα­τος μπορντό. Κοίταξα ψηλότερα πάνω από το παραπέτασμα και είδα τον Κύριο Ιησού Χριστό. Καθόταν σε θρόνο και ή­ταν ντυμένος με πολύτιμα άμφια, πού έμοιαζαν του αρχιερέως, και στο κεφάλι φορούσε μίτρα. Δεξιά του Κυρίου στεκό­ταν ή Παναγία και αριστερά ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, φορώντας ρούχα πού έμοιαζαν με αυτά των εικόνων, Ό άγιος Ιωάννης κρατούσε στο ένα χέρι του το Σταυρό του Κυρίου. Αριστερά και δεξιά του Κυρίου είδα δυο πανέμορφους νέους, πού έλαμπαν από χαρά και κρατούσαν ρομφαίες όλο φως. Ε­κείνη τη στιγμή ή καρδιά μου γέμισε από ανείπωτη χαρά. Κοι­τούσα τον Σωτήρα και ένιωθα αγαλλίαση, μόνο και μόνο πού μπορούσα να βλέπω το πρόσωπο Του. Ό Κύριος φαινόταν στην ηλικία των τριάντα περίπου χρόνων. Έτσι συνειδητοποί­ησα ότι εγώ, ο μεγαλύτερος αμαρτωλός, ο χειρότερος και από σκύλο, αξιώθηκα από τον Κύριο μια τέτοια φιλανθρωπία, να βρίσκομαι μπροστά στο θρόνο της δόξας Του. Ό Κύριος με κοίταζε με τρυφερότητα, λες και ήθελε να μου δώσει δύναμη. Με το ίδιο βλέμμα με κοιτούσε ή Παναγία και ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Άλλα ούτε από τον Κύριο, ούτε από την Παναγία, ούτε από τον άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή αξιώθηκα να ακούσω έστω και μία λέξη.
Ακόμα, είδα μπροστά στον Κύριο Ιησού τον ιερομόναχο της σκήτης μας, τον π. Νικόλαο Λοπάτιν, ο όποιος είχε πε­θάνει από το μεσημέρι της 10ης Μαΐου και δεν τον είχαμε α­κόμη ενταφιάσει, επειδή περιμέναμε να ρθεί ο αδελφός του από τη Μόσχα. Ό π. Νικόλαος έκανε μετάνοιες μπροστά στον Κύριο, μα δεν φορούσε τα μοναχικά ρούχα, αλλά τα ρούχα του δοκίμου. Στα χέρια του κρατούσε το κομποσχοίνι και ή κεφα­λή του ήταν ακάλυπτη. Αν του είπε κάτι ο Κύριος, ή Πανα­γία, ο άγιος Ιωάννης και οι δυο νέοι, δεν πρόσεξα.
Έπειτα κοίταξα δεξιά και είδα πάρα πολλούς ανθρώπους να πλησιάζουν κοντά μου. Καθώς πλησίαζαν, άρχισα ν' ακούω όμορφες, γλυκιές ψαλμωδίες, αλλά δεν μπορούσα να ξεχωρί­σω τις λέξεις και τι ακριβώς έψελναν. Όταν πλησίασαν κοντά μου, μπορούσα να τους δω καλύτερα. Είδα τότε ότι μερικοί φο­ρούσαν άμφια αρχιερέων, ιερέων, μερικοί ήταν μοναχοί, ενώ άλ­λοι κρατούσαν κλαδιά. Είδα και αρκετές γυναίκες με πλού­σια και όμορφα ρούχα. Στα πρόσωπα αυτών των ανθρώπων αναγνώρισα πολλούς αγίους πού ήξερα από τις εικόνες: τον προφήτη Μωυσή, πού κρατούσε στο δεξί χέρι τις εντολές, τον προφήτη Δαβίδ, πού κρατούσε ένα μουσικό όργανο όμοιο με σαντούρι και έπαιξε ωραιότατες μελωδίες. Είδα και το δικό μου άγιο, τον άγιο Νικόλαο.
Μέσα σ' όλους αυτούς αναγνώρισα και μερικούς στάρετς της Οπτινα, πού είχαν ήδη κοιμηθεί, όπως τον Λεωνίδα, τον Μακάριο, τον Αμβρόσιο και μερικούς γέροντες της μονής πού ακόμη ήταν εν ζωή. Όλοι αυτοί οι άγιοι άνθρωποι του Θεού με κοιτούσαν. και τότε φάνηκε μπροστά μου, ανάμεσα σε μένα και το παραπέτασμα, μια μεγάλη, σκοτεινή και βαθιά άβυσσος, σαν χαράδρα, αλλά το σκοτάδι αυτής της χαράδρας δεν με εμπόδιζε να διακρίνω στο βάθος το βασιλιά του σκότους, έτσι όπως τον ζωγραφίζουν στις εικόνες. Στα χέρια του καθόταν ο Ιούδας, πού κρατούσε ένα σακούλι. Δίπλα του εί­χε τον ψευδοπροφήτη Μωάμεθ, πού φορούσε ένα ράσο πρά­σινου χρώματος και πάνω στο κεφάλι του ένα πράσινο τουρμπάνι. Γύρω από το σατανά, ο όποιος ήταν στο κέντρο της α­βύσσου, είδα πάρα πολλούς ανθρώπους διαφόρων ηλικιών, άνδρες και γυναίκες, αλλά δεν αναγνώρισα κανέναν από τους γνωστούς. και μέσα από την άβυσσο ανέβαιναν σε μένα φω­νές απελπισίας και φρίκης, φωνές πού δεν μπορείς να περι­γράψεις με λόγια...

«Των αθεάτων τα κάλλη»

Αυτό το φρικτό δράμα τελείωσε. Ξαφνικά βρέθηκα σ' έναν άλλο τόπο, πού ήταν γεμάτος φως και έμοιαζε με τον τόπο πού είδα την πρώτη φορά. Τους αγίους Ανδρέα και Επιφάνιο δεν τους είχα πια δίπλα μου. Είναι δύσκολο να περιγράψω τι ομορφιά υπήρχε σ' αύτή την τοποθεσία. Μια ομορφιά πού δεν περιγράφεται και δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια. Εάν ε­μείς κάποιες φορές συναντούμε μεγάλη δυσκολία για να περιγράψουμε την ομορφιά της γης και δεν βρίσκουμε λόγια, παίρ­νουμε τότε χρώματα και ήχους και προσπαθούμε να την περιγράψουμε με αυτά τα μέσα. Πώς λοιπόν εγώ ο φτωχός μπο­ρώ να περιγράψω τις ομορφιές του παραδείσου; Είναι εξαιρε­τικά φτωχή ή γλώσσα του ανθρώπου, για να περιγράψει τη θαυ­μάσια αύτη εικόνα.
Είδα εκεί μεγάλα, πανέμορφα δέντρα, γεμάτα καρπούς. Ή­ταν το ένα πλάι στο άλλο σαν δεντροφυτεμένος δρόμος. Δεν μπορούσα να διακρίνω πού τελειώνει αυτός ο δρόμος. Από πάνω τα δέντρα αυτά ένωναν τα κλαδιά τους και δημι­ουργούσαν έναν καταπράσινο θόλο. Ό δρόμος ήταν στρωμέ­νος με κάτι πού έμοιαζε με καθαρό χρυσάφι. Ή γη έλαμπε.
Στα δέντρα ήταν πολλά πουλιά, πού έμοιαζαν λίγο με τα που­λιά των τροπικών χωρών, αλλά ήταν πολύ πιο όμορφα. Το κε­λάηδημα αυτών των πουλιών ήταν πολύ αρμονικό και καμιά μουσική της γης δεν μπορεί να συγκριθεί με τη γλυκύτητα αυ­τών των ήχων. Κελαηδούσαν χωρίς λόγια.
Σ1 αυτό το μεγάλο κήπο υπήρχε κι ένας ποταμός. Το νερό ήταν πεντακάθαρο. Στο βάθος, ανάμεσα στα δέντρα, πρόσε­ξα όμορφες μονές. Έμοιαζαν με παλάτια. Θύμιζαν λίγο τα πα­λάτια πού είχα δει στην Κωνσταντινούπολη, μόνο πού αυτές οι μονές ήταν απερίγραπτης ομορφιάς. Το χρώμα των τοίχων ήταν μοβ κι έμοιαζαν με το ρουμπίνι. Ό παράδεισος μου θύμιζε κάπως τη σκήτη μας στην Οπτινα, οπού τα κελιά των μο­ναχών βρίσκονται σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο και ανάμεσα τους υπάρχουν οπωροφόρα δέντρα. Ποιος έφτιαξε τη σκήτη μας με αυτό το σχέδιο, δεν ξέρω.
Ό παράδεισος ήταν περιτριγυρισμένος από έναν τοίχο. Ε­γώ είδα μόνον τη νότια πλευρά. Στον τοίχο διάβασα τα ονό­ματα των 12 αποστόλων. Δεν θυμάμαι σε ποια γλώσσα ήταν γραμμένα. Είδα επίσης κι έναν άνθρωπο πού ήταν ντυμένος με λαμπρά ρούχα και καθόταν σ' ένα θρόνο λευκού χρώμα­τος. Ήταν περίπου 60 χρονών, αλλά το πρόσωπο του, παρό­λο πού ήταν άσπρα τα μαλλιά του, ήταν σαν πρόσωπο ενός παλικαριού. Γύρω του ήταν πάρα πολλοί φτωχοί, στους ο­ποίους μοίραζε κάτι. Τότε μία φωνή μου είπε ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν ο άγιος Φιλάρετος ο Ελεήμων. Έκτος άπ' αυτόν, δεν αξιώθηκα να δω κανέναν άλλον από τους αγίους κατοίκους του παραδείσου.
Στη μέση του παραδείσου είδα τον ζωοποιό Σταυρό με τον εσταυρωμένο Κύριο. Ένα αόρατο χέρι μου έδειξε να προ­σκυνήσω το Σταυρό. Πράγματι γονάτισα μπροστά στο Σταυ­ρό και, καθώς προσκυνούσα, γέμισε ή καρδιά μου από ουρά­νια γλυκύτητα. Σαν μια θερμή φλόγα να γέμισε όλο το σώμα μου .
Ύστερα άπ' αυτό είδα μια μεγάλη μονή, πού έμοιαζε με τις άλλες μονές του παραδείσου, μόνο πού ήταν πολύ πιο ό­μορφη σε σύγκριση με τις άλλες. Ή στέγη έμοιαζε με το θόλο της εκκλησίας και ήταν τόσο ψηλή, πού χανόταν στον ουρανό. Σ' αυτή τη μονή, σ' έναν εξώστη είδα θρόνο περίλαμπρο, οπού καθόταν ή Βασίλισσα των Ουρανών. Γύρω της υπήρχαν πολύ όμορφοι νέοι με λαμπρά, κατάλευκα ρούχα και κρατού­σαν στα χέρια τους αντικείμενα πού έμοιαζαν με σκήπτρα, αλλά δεν ξεχώριζα τι ήταν ακριβώς. Ή Βασίλισσα των Ουρα­νών ήταν ντυμένη με τα ίδια ρούχα πού συνήθως ζωγραφίζε­ται στις εικόνες, μόνον πού ήταν πολύχρωμα. Στο κεφάλι της φορούσε στέμμα βασιλικό. Ή Βασίλισσα των Ουρανών με κοί­ταζε και κάτι μου έλεγε με τρυφερότητα, αλλά δεν αξιώθη­κα ν' ακούσω τα λόγια της.
Έπειτα κι άπ' αύτη την οπτασία αξιώθηκα να δω την Α­γία Τριάδα, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, έτσι όπως απεικονίζονται στις αγίες εικόνες, δηλαδή τον Πατέρα σαν σεβάσμιο γέροντα, τον Υιό σαν νεότερο άνδρα πού κρατού­σε στο δεξί χέρι τον ζωοποιό Σταυρό και το Αγιον Πνεύμα πού έμοιαζε με περιστέρι. Την οπτασία της Αγίας Τριάδος την είδα στον αέρα. Μου φάνηκε πώς περπατούσα πολύ χρόνο μέσα στον παράδεισο απολαμβάνοντας ομορφιές του παρα­δείσου, πού δεν χωράνε στο μυαλό του ανθρώπου.
Όταν τελείωσε αυτό το όραμα και ξαναβρέθηκα μόνος στο κελί μου, ευχαρίστησα τον Θεό για αυτή τη μεγάλη παρη­γοριά και χαρά πού αξιώθηκα να δω, εγώ ο μεγάλος αμαρτωλός. Όλη την υπόλοιπη ημέρα ήμουν εκτός εαυτού, από τη μεγάλη χαρά πού γέμιζε την καρδιά μου. Τίποτα δεν μπο­ρούσε να συγκριθεί μ' αυτή τη χαρά πού ένιωθα και πού δεν ξανάζησα στη ζωή μου.

Στάρετς Βαρσανουφίου, 
Μοναχός Νικόλαος της Όπτινα, 
μτφρ. Ναταλία Νικολάου, 
επιμέλεια αρχιμ. Νεκτάριος Αντωνόπουλος


Ποιά εἶναι ἡ ὠφέλεια τῆς προσευχῆς, γενικά, καί τῆς προσευχῆς τῆς καρδιᾶς, εἰδικά;

-Ἡ ὠφέλεια τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τοῦ σκοποῦ της, δηλαδή ἠ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς, μιᾶς προσευχῆς πού κάνουμε, εἴτε διά τοῦ στόματος, εἴτε διά τοῦ νοός, εἴτε διά τῆς καρδιᾶς. Ὁ καθένας, ὅπως τόν προτρέπει ἡ διάνοιά του, τό πνεῦμα καί ὁ πνευματικός του, ἔτσι νά προσεύχεται, μόνο νά μή χάσει τήν σωτηρία. 
Ἐκείνη ἡ προσευχή εἶναι πιό ὠφέλιμη πού πηγάζει δάκρυα ταπεινώσεως, τά ὁποῖα μᾶς βοηθοῦν νά ἐγκαταλείψουμε τίς ἁμαρτίες καί νά αὐξάνουμε στήν ἀγάπη, στήν ταπείνωση καί στήν πίστι. 
Ὁ καθένας νά προσευχηθῆ μέ τήν προσευχή πού τόν βοηθάει νά προοδεύσει περισσότερο σέ καλές πράξεις καί στην μετάνοια. 

Γέρων Παΐσιος Ὀλάρου




Ποιοί ἄνθρωποι θά σωθοῦν στούς ἐσχάτους χρόνους καί γιατί ὄχι ἄλλοι;

ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ


...Πάλιν ἐρώτησεν τόν Ἄγγελον Κυρίου ὁ Ὅσιος Μακάριος λέγων· 
"Εἰπέ μοι καί τοῦτο τάχα ἕως τώρα ἐπλήθυναν οἱ Ἅγιοι εἰς ὅλον τόν κόσμον; καί ἕως τέλος θά εἶναι ἄρα γε τοιοῦτοι;"
Καί ὁ Ἄγγελος εἶπεν:


"Ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος Τίμιε Πάτερ, δέν θέλει ἐκλείψη δίκαιος καί προφήτης Κυρίῳ τῷ Θεῷ, ὡσαύτως, οὐδέ τῷ Σατανᾷ ὑπηρέτης". Πλήν εἰς τούς ὑστερινούς καιρούς, ὅσοι ἐν ἀληθείᾳ δουλεύουσι τῷ Χριστῷ καί κρύβονται ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἐάν σημεῖα καί τέρατα δέν κάμνουν ὡσάν τώρα, ἀλλά πρακτικῇ ὁδῷ περιπατοῦν μετά ταπεινώσεως, μεγαλύτεροι ἀπό τούς τελοῦντας σημεῖα θέλουν εὑρεθῇ ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ· διότι τότε δέν θέλουν ἰδῇ τινά νά κάμνῃ σημεῖα καί θαύματα, ἵνα ἐκ τῆς τοιαύτης ὑποθέσεως ἀναζωπυρούμενοι οἱ ἄνθρωποι, μέ δυνατήν προθυμίαν, εἰσέλθουν εἰς τόν ἀγῶνα, διότι θέλουν εἶναι ἐκεῖνοι ὅπου νά ποιμαίνουν καί νά ἐξουσιάζουν εἰς ὅλον τόν κόσμον, ἀδόκιμοι παντελῶς, νά μή γιγνώσκουν οὔτε μίαν ἐπιστήμην τῆς ἀρετῆς· διότι θέλουν ξεπέσῃ ὅλοι εἰς τήν γαστριμαργίαν, φιλαργυρίαν καί κενοδοξίαν, καί νά εἶναι περισσότερον σκάνδαλον τοῖς ἀνθρώποις καί οὐχί ὐπογραμμός, διά τοῦτο περισσότερον ἀμεληθήσεται ἡ ἀρετή διότι τότε θέλει βασιλεύσῃ ἡ φιλαργυρία· καί οὐαί εἰς ἐκείνους ὄπου χαίρουσιν, ὅτι ἔχουσι χρήματα πολλά· ὄνειδος γάρ ἔσονται οὗτοι Κυρίῳ τῷ Θεῷ καί δέν θέλουν ἰδῇ πρόσωπον Θεοῦ ζῶντος· ὅτι ὁ Μοναχός ἤ λαϊκός ὅπου δίδει εἰς τόκον τό ἀργύριον αὐτοῦ βυθῷ ταρτάρῳ καταποντισθήσεται, ὅτι δέν προτιμᾷ νά κάμῃ αὐτά καρποφόρα Κυρίῳ τῷ Θεῷ διά τῆς ἐλεημοσύνης τῶν πενήτων".

Ἅγιος Μακάριος

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Ἐκδόσεις: "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

Ασθενείς εν αμαρτία και υγιείς εν μετανοία



Ποῖος εἶναι ὁ λόγος πού μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός; Τήν ἀπάντησιν μᾶς τήν δίδει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ὁ Θεός μᾶς ἐδημιούργησε, διά νά γίνωμε κοινωνοί τῆς Θείας Φύσεως καί μέτοχοι τῆς ἀϊδιότητός Του καί νά ἀναδειχθοῦμε ὅμοιοί Του μέ τήν κατά Χάριν θέωσιν, διά τήν ὁποίαν ἔχουν συσταθῆ καί παραμένουν ὅλα τά ὄντα καί ἔχουν παραχθῆ καί γίνει ὅλα τά μή ὄντα»(1).
Διά νά μή χάσωμε τήν μεγίστην αὐτήν δωρεάν τοῦ Παναγάθου Θεοῦ, πρέπει νά θεραπευθοῦμε ἀπό τήν ἀσθένειαν τῆς ψυχῆς μας, πού εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι μία λανθασμένη ἤ μία ἄτοπη κίνησις πού κάνει ὁ ἄνθρωπος καί πού διά νά τήν διορθώσῃ χρειάζεται μία τυπική «συγγνώμη». Ἡ ἁμαρτία εἶναι μία κίνησις ἀντίθετη πρός τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀνταρσία πνευματική κατά τοῦ Θεοῦ!
 Ἡ κάθε ἁμαρτία εἶναι μία μικρή ἐπανάστασις τοῦ ἀνθρώπου κατά τοῦ Θεοῦ. Διά τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος διαχωρίζεται ἀπό τόν Θεόν, ἀπομακρύνεται, φεύγει ἀπό τήν Χάριν τῆς Ἐκκλησίας, ἀποξενώνεται, ἀπομονώνεται, καταστρέφεται, τελικά νεκρώνεται. Ὁπότε, ἀκολουθεῖ ὁ σκοτισμός τοῦ νοῦ καί ἡ νέκρωσις τῶν πνευματικῶν δυνάμεων. Ἡ ἁμαρτία εἶναι κίνησις θεομαχίας. Εἶναι θεομάχος, δηλαδή εἶναι ἑαυτομάχος, βλάπτει, ἀρρωσταίνει καί καταστρέφει τόν ἑαυτόν μας.
Ὁ πρῶτος πού ἁμάρτησε εἶναι ὁ Διάβολος: «...ἀπ᾽ ἀρχῆς ὁ Διάβολος ἁμαρτάνει...» (Α´ Ἰωάν. γ´, 8). Κανένας δέν εἶχε ἁμαρτήσει πρίν ἀπό αὐτόν. Ἁμάρτησε μέ τήν ἰδικήν του προαίρεσιν καί ἀπό τό ἔργον του ὠνομάσθηκε ''διάβολος''. Ἐνῷ ἦταν ὁ πρῶτος ἀπό τούς ἀγγέλους, κατήντησε νά διαβάλλῃ, δηλαδή νά συκοφαντῇ τόν Θεόν εἰς τούς Πρωτοπλάστους. Αὐτός ὡδήγησε τόν προπάτορα Ἀδάμ εἰς τήν παρακοήν καί εἰς τήν ἐξορίαν.
Τό ἔργον τοῦ φθονεροῦ ἐχθροῦ μας Διαβόλου εἶναι τό νά μᾶς σπρώχνῃ εἰς τήν ἁμαρτίαν. 
Ὁ Διάβολος, μετά τήν πτῶσιν του, ὡδήγησε πολλούς εἰς τήν ἀποστασίαν. Αὐτός σπέρνει τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες εἰς ὅσους τόν ἀκολουθοῦν. Ἀπό αὐτόν προέρχονται ἡ μοιχεία, ἡ πορνεία καί κάθε ἄλλο κακό. Ἀλλά δέν ἠμπορεῖ νά μᾶς κάμῃ νά ἁμαρτήσωμε, ἐάν ἐμεῖς δέν θέλωμε. Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπεύθυνος, ἐάν θά ἀκολουθήσῃ τόν Χριστόν ἤ τόν δαίμονα.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι παράλογη, ἀφύσικη, ἀντίθεη καί δημιουργεῖ ἀποσύνθεσιν τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος καί ἀποσύνδεσιν ἀπό τόν Θεόν. Ἡ ἁμαρτία εἶναι, θά λέγαμε, ἡ λογική τοῦ δαίμονα, πού εἶναι ἰδιαίτερα ὕπουλος, πονηρός, πανοῦργος, τεχνίτης, πλᾶνος, εὐφυής, ἔμπειρος καί μεγάλος ἀπατεῶνας... Ἡ βάσις τῆς ἁμαρτίας, κατά τόν Ἅγιον Ἰουστῖνον Πόποβιτς, εἶναι νά γίνωμε θεοί δίχως Θεόν, μόνοι μας. Ἡ αὐτοθέωσις αὐτή εἶναι ἀντίθεη, ἀντίχριστη, δαιμονιώδης.
Ἡ συνάντησις τῆς ψυχῆς μέ τήν ἁμαρτίαν γεννᾷ τά πάθη. Ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὡς πορνεία μέ τόν δαίμονα, κατά τόν Ὅσιον Μακάριον. Τά πάθη, κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, εἶναι δαιμονοκίνητα καί ὁ ἁμαρτωλός εἶναι κατά ἕναν τρόπον δαιμονισμένος. Ἡ παραμονή εἰς τήν ἁμαρτίαν τυφλώνει τήν ψυχήν, τήν σκοτεινιάζει, τήν ἀρρωσταίνει, τήν τραυματίζει, τήν θανατώνει. Εἰς τήν κατάστασιν αὐτήν ὁ ἁμαρτωλός ἐμπαίζεται ἀπό τούς δαίμονας. Ἡ ἁμαρτία σκοτίζει τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι τό βασιλικό μέρος τῆς ψυχῆς, ὁ ἡγεμόνας νοῦς, πού ὁρᾷ τόν Θεόν, κατά τούς Ἁγίους Πατέρας. Ἔτσι, ὁ ἡγεμόνας νοῦς γίνεται δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. Τόν κυριεύουν τότε ἄτοποι, ἀκάθαρτοι, πονηροί λογισμοί. Ἀσχολεῖται μόνον μέ τά κοσμικά, τά γήινα, τά φθαρτά. Τόν αἰχμαλωτίζει τό κακό. Νομίζει πώς ζεῖ. Ἀλλά, ἁπλῶς ὑπάρχει. «Ζεῖ» νεκρός, εἶναι νεκρός ψυχικά. Ἡ ἁμαρτία διέβρωσε τήν ψυχήν του, τήν ἀποδυνάμωσε.
Ἡ κακία εἶναι ξένη πρός τήν φύσιν τῆς ψυχῆς. Ἡ τροπή πρός τήν ἁμαρτίαν εἶναι ἐντελῶς ἑκούσια, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πλήρους ἐλευθερίας. Τό κακό εἶναι ἠθελημένο, ἐπιλεγμένο καί πραγματούμενο ἑκούσια ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἡ βούλησις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κυρίως ὑπεύθυνη γιά κάθε ἁμαρτία. «Ἀναίτιος τοῦ κακοῦ ἡ θεία Αὐτοαγαθότητα», λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος. Καί ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ μᾶς λέγει, ὅτι «κανένα κακό ἔξω ἀπό τήν προαίρεσιν τοῦ ἀνθρώπου δέν ὑπάρχει».
Ἡ ἁμαρτία εἶναι θανάσιμη ἀσθένεια τῆς ψυχῆς, ἀλλά δέν εἶναι ἀθεράπευτη. Ἡ θεραπεία της εἶναι ἡ μετάνοια.
Μετάνοια εἶναι ἡ τελεία ἀποστροφή τῆς ἁμαρτίας καί ἡ πορεία ἐπιστροφῆς εἰς τόν Θεόν. Δίχως μετάνοια κανείς δέν ἠμπορεῖ νά σωθῇ. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει πώς ἀρχή μετανοίας εἶναι ἡ ἀποχή τοῦ κακοῦ καί ἡ ἀρχή τῆς μετανοίας εἶναι ἀρχή τῆς σωτηρίας μας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει πώς ἡ μετάνοια ἀρχίζει μέ τήν αὐτομεμψίαν καί τήν ἀπομάκρυνσιν ἀπό τίς κακίες. Δέν ἠμπορεῖ ποτέ κανείς νά προχωρήσῃ καί νά προοδεύσῃ πνευματικά εἰς τά ὑψηλά καί τέλεια, ἄν δέν ἀγγίξῃ τήν ἀρχήν τῶν ἀρετῶν, τήν μετάνοια.
Μετάνοια δέν εἶναι ἡ ἠθικιστική θεώρησις τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πού προσπάθησαν μερικοί νά φέρουν ἀπό τήν Δύσιν καί νά προβάλλουν εἰς τόν χῶρον τῶν Ὀρθοδόξων. Εἰς ὁλόκληρον τήν Πατερικήν Παράδοσιν τονίζεται, ὅτι ἡ μετάνοια δέν ἐξαντλεῖται εἰς ὡρισμένας ἀντικειμενικάς βελτιώσεις τῆς συμπεριφορᾶς, οὔτε εἰς τύπους καί σχήματα ἐξωτερικά, ἀλλά ἀναφέρεται εἰς μίαν βαθυτέραν καί ὁλοκληρωτικήν ἀλλαγήν τοῦ ἀνθρώπου. Δέν εἶναι μία ἁπλῆ συντριβή ἀπό τήν συναίσθησιν διαπράξεως κάποιας ἁμαρτίας. Δέν εἶναι μία νομική διαδικασία πού ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπον ἀπό κάποια αἰσθήματα ἐνοχῆς. Οὔτε μία τυπική ἐξομολόγησις πού κάνει κάποιος πρίν τίς μεγάλες ἑορτές ἤ κάτω ἀπό σκληρές ψυχολογικές συνθῆκες. Ἡ μετάνοια δέν εἶναι ἀπόφασις στιγμῆς, προσωρινή δοκιμαστική ἀλλαγή, ψυχολογική ἀνανέωσις, ἁπλῆ νομική πρᾶξις, ἠθικιστική διόρθωσις καί ἐπιπόλαιο πείραμα. Εἶναι γενναία πρᾶξις ζωῆς, ἐπιδίωξις ὀρθοῦ βίου, ἤθους καί ὕφους καί ἐκκλησιολογικῆς, ὑγιοῦς, γνησίας, ἀνόθευτης, ἱερῆς καί νοηματισμένης βιοτῆς.
Ἡ μετάνοια ἀλλάζει ὁλόκληρον τόν ἄνθρωπον ψυχοσωματικά. Εἶναι μία μόνιμη πνευματική κατάστασις, πού σημαίνει σταθεράν κατεύθυνσιν τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεόν καί συνεχῆ διάθεσιν διά ἀνορθώσιν, θεραπείαν καί ἀνάληψιν τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος. Εἶναι τό νέο φρόνημα, ἡ νέα σωστή πνευματική κατεύθυνσις, πού πρέπει νά συνοδεύῃ τόν ἄνθρωπον μέχρι τήν στιγμήν τοῦ θανάτου.
Μετάνοια εἶναι ἡ ὁλοκληρωτική ἀλλαγή τῆς ζωῆς, ἡ ἄρνησις τῆς ἁμαρτίας μέ ὅλην μας τήν καρδίαν, ἡ ἀλλαγή νοοτροπίας. Δηλαδή, νά νοιώσωμε μέ ὅλη μας τήν ὕπαρξιν, ὅτι ὁ δρόμος πού ἀκολουθοῦμε δέν ὁδηγεῖ πουθενά καί νά θελήσωμε νά ἐπιστρέψωμε εἰς τόν Θεόν.
Μετάνοια σημαίνει ἀλλάζω νοῦν, ἀλλάζω τρόπον σκέψεως, γίνομαι καινούργιος ἄνθρωπος καί ἑπομένως ἀλλάζω πορείαν. Δέν ἀκολουθῶ αὐτό πού ἐγώ ἐνόμιζα ὅτι εἶναι τό συμφέρον μου, ἀλλά παραδίδω τόν ἑαυτόν μου εἰς τόν Θεόν διά νά μέ καθοδηγήσῃ. Εἶναι μῖσος διά τόν Διάβολον, τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες μας, δυνατή ἀπόφασις νά μήν ξαναπέσωμε εἰς τά ἴδια. Νά συναισθανθοῦμε τήν ἁμαρτωλότητα καί τήν ἀθλιότητά μας. Νά νοιώσωμε σεισμόν ἀληθινῆς μετανοίας. Ἐάν δηλαδή δέν μισήσωμε τήν ἁμαρτίαν καί ἐάν δέν πονέσωμε διά τό κακόν πού ἐκάναμε εἰς τήν ψυχήν μας καί εἰς τάς ψυχάς τῶν ἄλλων καί δέν ἀλλάξωμε ζωήν, τότε ἡ μετάνοιά μας δέν εἶναι ἀληθινή. Δέν εἶναι κἄν μετάνοια. Δέν εἶναι τίποτα.
Λέγει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: «Ὅλοι οἱ πνευματικοί, οἱ Πατριάρχες, οἱ Ἀρχιερεῖς καί ὅλος ὁ κόσμος νά σέ συγχωρήσουν, εἶσαι ἀσυγχώρητος, ἐάν δέν μετανοήσῃς ἔμπρακτα». Νά μισήσωμε τήν ἁμαρτίαν καί νά ἀγαπήσωμε τήν ἀρετήν. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «Οὐ γάρ ἐν ρήμασιν ἡμῶν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν ἡ εὐσέβεια». Δηλαδή, ἡ εὐσέβειά μας δέν μένει εἰς τά λόγια, ἀλλά εἰς τά πράγματα. Δέν στηρίζεται εἰς τά λόγια, ἀλλά εἰς τίς πράξεις. Ἡ μετάνοια δέν ἔχει σχέσιν μέ τήν ἐπιφάνειαν, ἀλλά μέ τό βάθος.
Μετάνοια εἶναι ἡ δυναμική μετάβασις ἀπό τήν παρά φύσιν κατάστασιν τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας εἰς τήν κατάστασιν τῆς ἀρετῆς καί τοῦ κατά φύσιν. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέγει: «Μετάνοια σημαίνει ἐπάνοδον ἀπό τό παρά φύσιν εἰς τό κατά φύσιν καί ὅδευσιν πρός τό ὑπέρ φύσιν. Εἶναι πορεία ἀπό τό ''κατ᾽ εἰκόνα'' εἰς τό ''καθ᾽ ὁμοίωσιν''». Ὁ Ἀδάμ πλάσθηκε ἀπό τόν Πανάγαθον Θεόν ''κατ᾽ εἰκόνα'' καί ''καθ’ ὁμοίωσίν'' Του. Τό ''κατ᾽ εἰκόνα'' τοῦ δόθηκε ἀμέσως. Τό ''καθ᾽ ὁμοίωσιν'' θά ἔπρεπε ὅμως νά τό καλλιεργήσῃ ἐλεύθερα καί φιλότιμα ὁ ἴδιος, τῇ συνεργείᾳ βέβαια τῆς Θείας Χάριτος. Ἡ κατάκτησις τοῦ ''καθ᾽ ὁμοίωσιν'' ἀποτελεῖ τόν ἁγιασμόν, τήν χαρίτωσιν, τήν τελείωσιν, τήν κατά Χάριν θέωσιν. Ὁ ἄνθρωπος ζῶντας εἰς τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καί ἀγνοῶντας τήν ὡραιότητα τῆς Θείας ζωῆς, δέν ἠμπορεῖ νά καταλάβῃ τήν διαφοράν μεταξύ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς καί τῆς θεανθρωπίνης ζωῆς καί νά δῇ τήν πνευματικήν του ἐρήμωσιν. Ἡ μετάνοια ἐλευθερώνει καί δέν ὑποδουλώνει τόν ἄνθρωπον. Ὅσον ὁ πιστός βαθαίνει εἰς τήν μετάνοιαν, τόσον περισσότερον αἰσθάνεται τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καί βιώνει τήν ἐλευθερίαν. 
Λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Κι ἄν ἀκόμη κάθε ἡμέρα ἁμαρτάνῃς, κάθε ἡμέρα μετανόει». Καί ἀπαντοῦσαν οἱ ἀκροατές του: «Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, εἶναι δυνατόν νά μετανοήσῃ κανείς καί νά σωθῇ;». Καί ἀπαντοῦσε ὁ Ἱερός Πατήρ: «Ἀσφαλῶς ναί. Ἀπό ποῦ εἶναι φανερόν; Ἀπό τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου σου. Μόνη ἡ μετάνοιά σου δέν ἀρκοῦσε. Μέτρον εἰς τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει. Ἡ ἰδική σου κακία ἔχει μέτρο. Σκέψου ἕναν σπινθῆρα πού ἔπεσε εἰς τό πέλαγος· μήπως ἠμπορεῖ νά μείνῃ ἐκεῖ ἤ νά φανῇ; Ἔτσι εἶναι καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι εἰς τήν ἁμαρτίαν, ἤ καλύτερα, οὔτε τόσον, ἀλλά πολύ περισσότερον. Διότι, τό πέλαγος κι ἄν ἀκόμη εἶναι μεγάλο, ἔχει ὅρια, ἐνῷ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπεριόριστη»(2).
Ὅσον ἁμαρτωλός καί νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει ποτέ νά ἔρχεται εἰς ἀπόγνωσιν. Ἄν θελήσῃ νά μετανοήσῃ, ὄχι μόνον σώζεται, ἀλλά καί ἅγιος δύναται νά γίνῃ. Ποτέ νά μήν ἀπελπιζώμεθα. Ἀλλά καί νά μήν ἀδιαφοροῦμε. Ὁ Διάβολος θέλει νά μᾶς φέρῃ, εἴτε εἰς ἀπόγνωσιν διά νά μήν σηκωθοῦμε ποτέ ἀπό τήν ἁμαρτίαν, νά μᾶς διασύρῃ καί νά μᾶς σύρῃ αἰωνίως εἰς τούς κόλπους του, εἴτε νά μᾶς ρίξῃ εἰς ἀδιαφορίαν καί εἰς ραθυμίαν διά νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τήν πτῶσιν. Ὁ ληστής μετά ἀπό τόσες ἁμαρτίες δέν ἔπεσε εἰς ἀπόγνωσιν, ἀλλά μετενόησε καί ἔγινε ὁ πρῶτος πολίτης τοῦ Παραδείσου. Δέν ὑπάρχει καμμία ἁμαρτία πού νά μήν σβήνεται μέ τήν μετάνοιαν. Κανείς ποτέ νά μήν ἀπελπίζεται διά τήν σωτηρίαν του ἀρκεῖ νά μετανοήσῃ.
Ἐρωτοῦσαν τόν Ἱερόν Χρυσόστομον: «Εἶναι δυνατόν νά μετανοήσῃ κανείς καί νά σωθῇ, ἄν ὅλην τήν ζωήν του τήν ἐπέρασεν μέσα εἰς τάς ἁμαρτίας; Σώζεται ἐάν μετανοήσῃ;»(3). Καί ἀπαντοῦσε ο Ἱερός Πατήρ: «Ἀσφαλῶς καί βεβαιότατα σώζεται. Ὁ Κύριός μας ἔχει τήν δύναμιν νά ἐξαλείφῃ τά ἁμαρτήματα εἰς τέτοιον βαθμόν, ὥστε οὔτε ἴχνος νά μήν μείνῃ. Εἰς τήν περίπτωσιν τῶν ἰατρῶν τοῦ σώματος, αὐτό μερικές φορές εἶναι ἀδύνατον. Ἐνῷ τό τραῦμα θεραπεύεται, ἡ οὐλή μένει. Ὁ Θεός ὅμως, ὅταν ἐξαλείφῃ τά ἁμαρτήματα, οὔτε οὐλή ἀφήνει, οὔτε ἴχνος ἐπιτρέπει νά μείνῃ, ἀλλά μαζί μέ τήν ὑγείαν χαρίζει καί τήν ὀμορφιάν, μαζί μέ τήν ἀπαλλαγήν τῆς τιμωρίας δίδει καί τήν δικαιοσύνην καί κάμει ἐκεῖνον πού ἔχει ἁμαρτήσει ἴσον μέ ἐκεῖνον πού δέν ἔχει ἁμαρτήσει. Διότι, ἐξαλείφει ἐντελῶς τό ἁμάρτημα, σάν νά μήν ἔγινε. Τόσο τέλεια τό ἐξαλείφει, χωρίς νά μένῃ οὔτε οὐλή, οὔτε ἴχνος, οὔτε σημάδι ἀποδεικτικό, οὔτε δεῖγμα»(4).
Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας βροντοφωνάζει: «Καί δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος· καί ἐάν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ· ἐάν δέ ὦσιν ὡς κόκκινον, ὡς ἔριον λευκανῶ» (Ἡσ. α´, 18). Δηλαδή, καί ἀφοῦ μετανοήσετε, ἐλᾶτε νά συζητήσωμε καί νά λογαριασθοῦμε, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ. Καί εἰς περίπτωσιν ἀκόμη πού οἱ ἁμαρτίες σας θά εἶναι σάν τό ἐλαφρῶς κόκκινο χρῶμα, θά τίς λευκάνω σάν τό χιόνι· καί ἐάν ἀκόμη εἶναι σάν τό βαθύ κόκκινο χρῶμα, θά τίς λευκάνω σάν τό ἄσπρο μαλλί τῶν προβάτων.
Λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τό ἀνωτέρω χωρίον τοῦ Ἡσαΐα: «Βλέπετε ἐάν κάπου ὑπάρχῃ οὐλή ἤ ρυτίδα μαζί μέ τό χρῶμα τῆς καθαρότητας; Μήπως ὑπάρχουν κάπου μαυράδια ἤ λεκέδες; Πουθενά δέν φαίνονται. Ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ὅταν τό ζητήσῃ ὁ ἄνθρωπος, ἐξαλείφει τά πάντα»(5).
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τονίζει πώς ἡ μετάνοια δύναται νά ἐπαναφέρῃ τόν μετανοοῦντα σέ μεγαλύτερη καθαρότητα καί ἀπό τήν πρό τῆς ἁμαρτίας κατάστασιν. Ἡ μετάνοια εἶναι βάπτισμα μετά τό Βάπτισμα, Χάρις μετά τήν Χάριν.
Λέγει ἐπίσης ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Ἄφεσις ἁμαρτιῶν σημαίνει πηγή σωτηρίας καί βραβεῖον μετανοίας. Ἡ μετάνοια εἶναι θεραπευτικόν ἰατρεῖον τῆς ἁμαρτίας· εἶναι δῶρον οὐράνιον, δύναμις θαυμαστή, δύναμις πού μέ τήν Θείαν Χάριν νικάει ὅλα τά κακά ἀποτελέσματα τῆς παραβάσεως τῶν Εὐαγγελικῶν Ἐντολῶν. Δι’ αὐτό, δέν ἀπορρίπτει τόν πόρνον, δέν διώχνει τόν μοιχόν, δέν κατακρίνει τήν μοιχαλίδα, δέν ἀποστρέφεται τόν μέθυσον, δέν σιχαίνεται τόν εἰδωλολάτρην, δέν ἀπομακρύνει τόν ὑβριστήν, δέν διώχνει τόν βλάσφημον, οὔτε τόν ἀλαζόνα, ἀλλά ὅλους τούς μεταβάλλει· διότι ἡ μετάνοια εἶναι χωνευτήριον τῆς ἁμαρτίας»(6).
Μέ τήν μετάνοιαν, ὁ ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νά ξανασηκωθῇ ἀπό τήν πτῶσιν του, νά θεραπεύσῃ τίς πληγές του καί νά συνεχίσῃ τήν δύσκολην πορείαν του. Ἡ μετάνοια ἐξαφανίζει τά δάκρυα τῆς δυστυχίας, τίς ἐνοχές, τούς φόβους, τήν ἀπόγνωσιν, μᾶς δίδει παρρησίαν πρός τόν Θεόν καί ἀλλάζει ὀντολογικά τήν μεταπτωτική μας φύσιν.
Διά νά εἶναι ἀληθινή ἡ μετάνοια, θά πρέπῃ νά εἶναι ἔμπρακτη. Ἡ ἀληθινή ἔμπρακτη μετάνοια, ἔχει ὀνομασθῆ ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας «δεύτερο Βάπτισμα» ἤ «ἀνανέωσις τοῦ Βαπτίσματος». «Ἡ ἔμπρακτη μετάνοια, λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, ἔχει ἄμεση εὐεργετική ἐπίδρασι, πρῶτα εἰς τούς οἰκείους, τήν οἰκογένειαν, καί μετά εἰς τούς συνανθρώπους, εἰς τό κοινωνικόν καί ἐπαγγελματικόν περιβάλλον, ἀκόμη καί εἰς τούς ἀπογόνους. Ὅλοι διδάσκονται καί ὅλοι σιωπηλά παροτρύνονται εἰς τήν ἐξάσκησιν τῆς ἀρετῆς. Καί ἐπειδή ἡ μετάνοια δέν εἶναι ἔργον μόνον μίας ἡμέρας, ἀλλά συνεχής καί ἰσόβιος, αὐτό ἔχει ὡς συνέπεια νά μεταμορφώνεται ὁ μετανοῶν μέ τά δάκρυα πού χύνει, τό πένθος καί τήν συντριβήν πού καλλιεργεῖ καί τόν καθημερινόν ἀγῶνα πού διεξάγει, μέ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, ἐγκράτεια, Θεία Κοινωνία, μέ προσοχή εἰς τάς αἰσθήσεις, ἱερά μελέτη, φιλεύσπλαχνη ἐλεημοσύνη, κλπ. Ἡ μετάνοια ἐπιδρᾶ πολύ εὐεργετικά, διά τῆς Χάριτος, εἰς ὅλα τά μέλη τῆς οἰκογενείας του, ἀκόμη καί εἰς ὁλόκληρον τόν κόσμον. Οἱ καρποί τῆς ἀληθινῆς μετανοίας εἶναι πάντοτε φανεροί καί ὠφέλιμοι».
Μέ τά ἔργα μετανοεῖ ὁ ἄνθρωπος καί ὄχι μέ τά λόγια. Λέγει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας: «Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε, ἀφέλετε τάς πονηρίας ἀπό τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπό τῶν πονηριῶν ὑμῶν» (Ἡσ. α´, 16). Δηλαδή, λουσθεῖτε διά τοῦ πνευματικοῦ λουτροῦ τῆς μετανοίας, γίνετε καθαροί, ἀφαιρέσετε τίς πονηρίες ἀπό τίς ψυχές σας, ὥστε νά μή φαίνωνται ἀκάθαρτες αὐτές μπροστά στά μάτια μου, παύσατε ἀπό τίς πονηρίες σας. Καί σχολιάζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἀφοῦ λέγῃ ὁ Προφήτης Ἡσαΐας "ἀφέλετε τάς πονηρίας ἀπό τῶν καρδιῶν ὑμῶν'', διατί προσθέτει καί ''ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου''; Δέν ἦταν ἀρκετό τό πρῶτο μέρος τῆς προτάσεως;». Καί ἐξηγεῖ ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Ὁ ἄνθρωπος βλέπει εἰς τό πρόσωπον, ἐνῷ ὁ Θεός εἰς τήν καρδίαν».
Ἡ μετάνοια πρέπει νά εἶναι οὐσιαστική καί ἔμπρακτος καί ὄχι ὑποτυπώδης, μόνον μέ λόγια, δηλαδή διά τούς ὀφθαλμούς τῶν ἀνθρώπων. Διαφορετικά βλέπουν οἱ ὀφθαλμοί τῶν ἀνθρώπων καί διαφορετικά ὁ Θεός. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Εἶδα ἄνθρωπον πού φανερά ἁμάρτησε, ἀλλά μυστικά μετενόησε. Καί αὐτόν πού ἐγώ τόν κατέκρινα ὡς ἀνήθικον, ὁ Θεός τόν θεωροῦσε ἁγνό, διότι μέ τήν μετάνοιάν του Τόν εἶχε ἐξευμενήσει πλήρως».
Εἰς τήν παροῦσαν ζωήν, ὁ ἕνας, μικρός ἤ μεγάλος, θά κρίνεται πάντοτε ἀπό τούς ἄλλους. Εἰς τήν μέλλουσαν ὅμως ζωήν, οἱ πολλοί, δηλαδή οἱ πάντες, θά κριθοῦμε ἀπό τόν Ἕναν! Τόν Θεόν. Ἡ ἀπόφασις διά τούς πολλούς θά εἶναι τότε ἡ ἐτυμηγορία τοῦ Ἑνός. Ἐδῶ, εἰς αὐτήν τήν ζωήν, οἱ κρίσεις τῶν ἀνθρώπων διά τούς ἄλλους στηρίζονται σέ ὅ,τι βλέπουν μόνον ὡς θεατές. Ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ δι᾽ ὅλους μας ὅμως, βασίζεται εἰς ὅσα Ἐκεῖνος γνωρίζει, ὡς τέλειος καρδιογνώστης.
Ἡ μετάνοια εἶναι ἀρχή καί τέλος τῆς κατά Χριστόν πολιτείας καί σκοπός αὐτῆς τῆς ζωῆς. Δι᾽ αὐτό, εἶναι ἑπόμενο ὅλα νά θεωροῦνται ἀπό αὐτήν καί νά παίρνουν ἀξία ἤ ἀπαξία σέ σχέσι μέ αὐτήν. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τήν θεωρεῖ ἀναβαπτισμόν, νέαν συνθήκην μέ τόν Θεόν, ἐνδυνάμωσιν κατά τῆς ἀπελπισίας, λογισμόν αὐτοκριτικῆς καί αὐτοκατακρίσεως, ἐμπιστοσύνην εἰς τόν Θεόν καί ἀπόλυτην ἐλπίδα, συνδιαλλαγήν καί ἀγαθοεργίαν, καθαράν συνείδησιν, ὑπομονήν εἰς τάς θλίψεις, ἀντοχήν εἰς τήν νηστείαν, νέκρωσιν τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, διά νά ἔλθῃ εἰς μετάνοιαν, φθάνει προηγουμένως εἰς ἐπίγνωσιν «τῶν οἰκείων πλημμελημάτων» καί μεταμελεῖται ἐμπρός εἰς τόν Θεόν, εἰς τόν ὁποῖον καταφεύγει «ἐν συντετριμμένῃ καρδίᾳ». Ἀφήνει τόν ἑαυτόν του εἰς τό πέλαγος τῆς εὐσπλαχνίας Ἐκείνου καί πιστεύει, ὅπως ὁ ἄσωτος, ὅτι εἶναι ἀνάξιος νά ἐλεηθῇ ἀπό τόν Θεόν καί νά ὀνομάζεται υἱός Του. Καί ὅταν, μέ τήν ἐπίγνωσιν καί τήν συναίσθησιν τῆς ἁμαρτωλότητος, ἑλκύσῃ ἐπάνω του τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, παίρνει τελείαν τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν του μέ τήν αὐτομεμψίαν καί τήν ἐξομολόγησιν.
Ἡ Ἱερά Ἐξομολόγησις εἶναι καρπός τῆς μετανοίας καί τελικός σκοπός της εἶναι ἡ ἐνσωμάτωσις τοῦ πιστοῦ εἰς τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Θείαν Κοινωνίαν. Ἡ Μετάνοια σώζει καί μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν Θείαν Κοινωνίαν, πού δίδεται «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον». Ὅσες καλές πράξεις καί νά κάνωμε, ὅσες ἐλεημοσύνες, κλπ., ἐάν δέν πηγαίνωμε εἰς τήν ἐκκλησίαν, ἐάν δέν συμμετέχωμε ἐνεργά εἰς τήν Θείαν Λατρείαν, ἐάν δέν προσερχώμεθα εἰς τό Ποτήριον τῆς Ζωῆς, καί ἐάν πρίν ἀπό αὐτό δέν ἐξομολογούμεθα, δέν κερδίζομε τίποτα.
Ἐξομολόγησις εἶναι ἡ εἰλικρινής καί καθαρή ἐξαγόρευσις τῶν πτώσεων, τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν λογισμῶν. Εἶναι ἕνας ἐμετός πνευματικός. Κάνομε ἐμετό μέ πόνον ψυχῆς ὅσον δηλητήριον τῆς ἁμαρτίας ἔχομε πιεῖ, ὅ,τι σάπιο ἔχομε φάγει.
Ἡ σωστή ἐξομολόγησις εἶναι ἀνανέωσις τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, εἶναι ἡ συμφωνία μέ τόν Θεόν, μέσῳ τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός, διά μίαν καινούργιαν ζωήν. Ἡ εἰλικρινής ἐξομολόγησις καί ἡ ἐξαγόρευσις ὅλων τῶν λογισμῶν καί τῶν ἁμαρτημάτων, μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν ἀποστροφήν πρός τήν ἁμαρτίαν καί εἰς τόν πόθον ἁγίας ζωῆς. Μέ τήν ἐξομολόγησιν θά βιώσωμεν τήν ἀληθινήν ἐλευθερίαν καί λύτρωσιν, τήν ὁποίαν κανείς ἄλλος δέν ἠμπορεῖ νά μᾶς τήν προσφέρῃ. Οὔτε ἰατρός, οὔτε ψυχαναλυτής, οὔτε φίλος, συγγενής, κλπ. Μέ τήν ἐξομολόγησιν δέν θεραπεύονται μόνον οἱ θανάσιμες πληγές πού προκαλοῦν οἱ ἁμαρτίες, ἀλλά καί ὅ,τι προκαλεῖ κατάθλιψιν, ἄγχος, ἀνασφάλειαν, ἀνησυχίαν, φοβίαν, ἀγωνίαν καί οἱεσδήποτε ἄλλες νοσηρές ψυχοσωματικές καταστάσεις. Ἀρκεῖ νά ὑπάρχῃ ἀληθινή συναίσθησις τῆς ἁμαρτωλότητος, ἀληθινή μετάνοια καί εἰλικρινής ἐξομολόγησις.
Ὅ,τι ἁμαρτίες καί νά ἔχωμε διαπράξει εἰς τήν ζωήν μας, συγχωροῦνται διά τῆς μετανοίας καί τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Ὅλες οἱ ἁμαρτίες συγχωροῦνται. Μόνον ἡ ἀμετανοησία εἶναι ἀσυγχώρητος καί χαρακτηρίζεται ὡς βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος: «Πᾶσα ἁμαρτία καί βλασφημία ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις, ἡ δέ τοῦ Πνεύματος βλασφημία οὐκ ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις· ... οὐκ ἀφεθήσεται αὐτῷ οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι» (Ματθ. ιβ´, 31-32). Λέγουν οἱ Πατέρες, ὅτι ἡ βλασφημία αὐτή ταυτίζεται καί μέ τήν ἀμετανοησίαν, διότι τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι Αὐτό πού χορηγεῖ τήν σώζουσαν Τριαδικήν Χάριν. Ἡ Θεία Χάρις μᾶς σώζει, μᾶς λυτρώνει, μᾶς δικαιώνει καί μᾶς ἁγιάζει. Ἀμετανοησία σημαίνει ἄρνησιν τῆς Θείας Χάριτος. Δι᾽ αὐτό - ἐκτός ἄλλων ἀρνήσεων..., πού δέν εἶναι τοῦ παρόντος νά ἀναφέρωμε - καί αὐτή ἡ ἄρνησις ἀποτελεῖ προσβολήν καί βλασφημίαν κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἀκάθαρτος νοῦς δέν ἠμπορεῖ νά εἶναι δεκτικός τῆς θείας Χάριτος. Μέ τήν κάθε ἁμαρτίαν, τήν μικρήν ἤ τήν μεγάλην, ἀπομακρυνόμεθα ἀπό τόν Χριστόν, πού εἶναι ἡ ὄντως Ζωή, καί ἔτσι ἐκπίπτομε τῆς Θείας Χάριτος. Ἡ ἀμετανοησία εἶναι ἀσυγχώρητη, διότι ἡ Θεία Χάρις πού ὁδηγεῖ τόν ἁμαρτωλόν εἰς τήν μετάνοιαν, δέν ἐνεργεῖ αὐθαίρετα, ἀλλά ζητεῖ καί τήν ἀνθρωπίνην συγκατάθεσιν καί συνεργείαν.
Διά τήν ἔμπρακτον μετάνοιαν, οἱ ὀλιγωρίες καί οἱ χλιαρότητες, οἱ ἀναβολές καί οἱ ἀμφιβολίες, ὅπως καί οἱ πολλές δικαιολογίες, πιθανόν νά ἀποβοῦν δι᾽ ὅλους μας ὀλέθριες καί καταστρεπτικές μέ τραγικήν συνέπειαν τόν αἰώνιον θάνατον τῆς ψυχῆς μας, δηλαδή τήν Κόλασιν.
Τήν βρωμιάν καί τήν δυσωδίαν ἀπό τόν βοῦρκον πού ζοῦμε, καθαρίζουν ἡ μετάνοια καί ἡ Ἱερά Ἐξομολόγησις. Ἡ Ἐξομολόγησις εἶναι ἕνα ἀπό τά ἑπτά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Διάβολος, ἐκτός τῶν ἄλλων, θά μᾶς φέρῃ ἐντροπήν εἰς τήν σκέψιν καί μόνον ὅτι μέ τήν μετάνοιαν χρειάζεται ἐξομολόγησις. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἡ ἐντροπή δόθηκε ἀπό τόν Θεόν, διά νά μᾶς συγκρατῇ ἀπό τόν κατήφορον τῆς ἁμαρτίας. Καί ὅμως, αὐτό τό δῶρον τό ἐπῆρε ὁ Διάβολος καί τό ἔκαμε ἐμπόδιον διά τήν μετάνοιαν καί τήν Ἱεράν Ἐξομολόγησιν». Λέγει ὁ Ἱερός Πατήρ: «Ἡ ἁμαρτία ἔχει τήν ἐντροπήν καί ἡ μετάνοια τήν παρρησίαν. Ἡ ἁμαρτία ἔχει τό σάπισμα, ἔχει τήν αἱμορραγίαν καί τόν θάνατον, ἐνῷ ἡ μετάνοια προκαλῇ τήν πλήρη θεραπείαν. Τήν τάξιν αὐτήν τήν ἀντέστρεψε ὁ Σατανᾶς καί ἔδωσε τήν παρρησίαν καί τόν κομπασμόν εἰς τήν ἁμαρτίαν καί τήν ἐντροπήν εἰς τήν μετάνοιαν. Καί ὅμως, πρέπει νά ἐντρεπώμεθα, ὅταν ἁμαρτάνωμε καί ὄχι ὅταν ἐξομολογούμεθα. Εἰς τήν μετάνοιαν εὑρίσκεται ἡ θεραπεία καί κατακτᾶται ἡ σωτηρία».
Ἕνα ἄλλο βασικό θέμα πού ἐπισημαίνουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι τό θέμα τῆς ἀπογνώσεως καί τῆς ἀπελπισίας. Καί ἄν εἰς αὐτές προστεθοῦν καί ἐνοχές, τύψεις, κλπ., τότε ἡ ψυχική κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου γίνεται τραγική. Καί αὐτό, διότι σκοτίζεται ὁ νοῦς, θολώνει τό μυαλό καί μειώνονται κατά πολύ οἱ ψυχικές ἀντιστάσεις. Ὁ Διάβολος, μέσῳ τῶν λογισμῶν, μᾶς λέγει συνεχῶς: «Δέν ὑπάρχει πλέον σωτηρία. Δέν ὑπάρχει ἐλπίδα νά σωθῇς, ἄδικα ἀγωνίζεσαι. Τά ἴδια θά κάνῃς πάλι, κοροϊδεύεις τόν Θεόν. Ὁ Θεός σέ ἀποστρέφεται, κλπ.». «Ἀφοῦ συνέχεια πίπτωμε εἰς τά ἴδια καί τά ἴδια, ποῖος ὁ λόγος, μᾶς λέγει, νά συνεχίσωμε νά ἀγωνιζώμαστε;». Ὁ δαίμονας ἐπισταμένως ἐργάζεται διά νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τήν ἀπόγνωσιν.
Καμμία ἁμαρτία δέν εἶναι μεγαλύτερη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅλες συγχωροῦνται ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἔγκαιρα καί ἔγκυρα, νά μετανοήσῃ. Ἡ μετάνοια ἐπαναφέρει, ἐπανορθώνει, ἀνορθώνει. Μέ τίς ἐνοχές, τίς τύψεις καί τήν ἀπελπισίαν, δέν ἐπιτυγχάνεται ποτέ ἡ μετάνοια. Ὁ Θεός πάντοτε μᾶς περιμένει, δέν μᾶς ἀπαρνιέται ποτέ καί δέν πρέπει ποτέ νά ἀπελπιζώμεθα. Δέν ἐπιτρέπεται ἡ ἀπελπισία.
Ἐρωτᾶ ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ἄραγε ποιό εἶναι τό ὅριο τῶν ἁμαρτιῶν πού ἠμπορεῖ νά ἐλπίζῃ ὁ ἁμαρτωλός εἰς τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ, μέσῳ τῆς μετανοίας του;». Καί ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος ἀπαντᾶ ὡς ἑξῆς: «Ἐάν ἦταν δυνατόν νά ἀριθμήσωμε τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ καί νά μετρήσωμε τό μέγεθος τοῦ θείου ἐλέους, τότε μόνον θά ἀπελπιζώμεθα ἀπό τίς ἰδικές μας ἁμαρτίες. Τά ἁμαρτήματά μας ἠμποροῦμε νά τά μετρήσωμε. Ἐπειδή ὅμως τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρον καί τά σπλάχνα τῶν οἰκτιρμῶν Του ἀναρίθμητα, δι’ αὐτό καί δέν μᾶς ἐπιτρέπεται ἡ ἀπόγνωσις. Οὔτε οἱ ἐνοχές μᾶς ἐπιτρέπονται, οὔτε ἡ ἀπελπισία. Τότε, τί πρέπει νά κάνωμε ὅταν ἁμαρτάνωμε, καί μάλιστα θανάσιμα; Νά ἀποκτήσωμε τήν ἐπίγνωσιν τῆς Θείας εὐσπλαχνίας καί νά μισήσωμε τίς ἁμαρτίες μας μέ ὅλην μας τήν καρδίαν. Καί τότε, διά τῆς μετανοίας, ἡ ἄφεσις εἶναι βεβαία, ἀφοῦ παρέχεται δωρεάν ἀπό τό Πανάγιον Αἷμα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Δέν πρέπει νά μᾶς πιάνῃ ἀπελπισία».
Ἐπίσης, εἰς μίαν πολύ παρηγορητικήν ἐπιστολήν πρός ἐκπεσοῦσαν ψυχήν, μεταξύ ἄλλων, γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ὅσον μᾶς εἶναι δυνατόν, ἀδελφή μου ψυχή, ἄς ἀνυψώσωμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό τήν πτῶσιν καί ἄς μήν ἀπελπιζώμεθα, μέ τήν προϋπόθεσιν ὅμως, ὅτι θά ἀπομακρυνθοῦμε γρήγορα ἀπό τό κακό. Ὁ Χριστός ἦλθε εἰς τόν κόσμον διά νά σώσῃ τούς ἁμαρτωλούς. ''Δεῦτε προσκυνήσωμεν καί προσπέσωμεν Αὐτῷ καί κλαύσωμεν ἐνώπιον Αὐτοῦ'', μᾶς λέγει ὁ Ψαλμωδός (Ψαλμ. 94, στ´). Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ βοᾷ καί κράζει προσκαλῶντας ὅλους μας εἰς μετάνοιαν. Ὑπάρχει ὁδός σωτηρίας, ἐάν θέλωμε, ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος πού ἀφαιρεῖ κάθε δάκρυ ἀπό τά πρόσωπα ὅλων ἐκείνων πού ἀληθινά μετανοοῦν. Ἕτοιμος εἶναι ὁ μεγάλος Ἰατρός τῶν ψυχῶν νά σοῦ θεραπεύσῃ τό πάθος. Ἐκείνου λόγια εἶναι καί ἐκεῖνο τό γλυκύτατον καί σωτήριον Στόμα εἶπεν: «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατρού ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες. Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους ἀλλ’ ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν» (Λουκ. ε´, 31-32).
Ὁ Κύριος εἶναι ἐκεῖνος πού θέλει νά σέ καθαρίσῃ ἀπό τόν πόνον καί τό πῦον τῆς πληγῆς καί νά σοῦ δείξῃ φῶς μέσα στό σκοτάδι. Ἐσένα ζητεῖ ὁ Ποιμήν ὁ καλός, ἐγκαταλείψας τά μή πεπλανημένα. Ἐάν παραδώσῃς τόν ἑαυτόν σου εἰς Αὐτόν, δέν θά διστάσῃ καί δέν θά ἀπαξιωθῇ ὁ φιλάνθρωπος Κύριος νά σέ κρατήσῃ ἐπάνω εἰς τούς ἰδικούς Του θεϊκούς ὤμους, καταχαρούμενος πού βρῆκε τό πρόβατον τό ἀπολωλός. Ὁ Θεός Πατέρας στέκεται καί περιμένει τήν ἐπάνοδόν σου ἀπό τήν πλάνην τῆς ἁμαρτίας. Μόνον νά ἐπιστρέψῃς καί ἐνῷ θά εἶσαι ἀκόμη μακρυά, θά τρέξῃ καί θά πέσῃ εἰς τόν τράχηλόν σου καί θά ἀγκαλιάσῃ μέ Πατρικούς ἀσπασμούς τήν καθαρισμένην ἤδη ἀπό τήν μετάνοιαν ψυχήν σου. Καί θά τήν ἐνδύσῃ μέ τήν πρώτην πάλλευκην στολήν καί θά σοῦ βάλῃ δακτυλίδι εἰς τό χέρι καί ὑποδήματα εἰς τούς πόδας, πού ἐπέστρεψαν ἀπό τόν κακόν δρόμον τῆς ἁμαρτίας εἰς τόν δρόμον τοῦ Εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης καί τῆς ἐλευθερίας. Καί θά ἐξαγγείλῃ ἡμέρα χαρᾶς καί εὐφροσύνης εἰς τούς ἰδικούς Του ἀγγέλους καί Ἁγίους εἰς τόν Οὐρανόν καί θά ἑορτάσῃ μέ κάθε λαμπρόν τρόπον τήν σωτηρίαν σου. «Ἀμήν γάρ λέγω ὑμῖν, ὅτι χαρά γίνεται ἐν οὐρανῷ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. ιε´, 10). Καί ἄν δι’ αὐτό παραπονεθῇ κάποιος ἀπ’ αὐτούς πού νομίζουν ὅτι στέκονται καλά καί εἶναι δίκαιοι, Αὐτός ὁ Πανάγαθος Θεός θά ἀπολογηθῇ διά ἐσένα λέγοντας «ἔπρεπε καί σύ νά εἶχες χαρῆ καί εὐφρανθῆ, διότι ἡ ψυχή αὐτή ἦταν νεκρή καί ἀνεστήθη, χαμένη δέ καί εὑρέθη» (Λουκ. ιε´, 24)».
Ἡ μετάνοια συνυφαίνεται μέ τήν Ἐξομολόγησι καί ἀπαλλάσσεται ὁ ἐξομολογούμενος ἀπό τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν. Ἡ ἐξομολόγησις δέν γίνεται ἀπό καλή συνήθεια, διά τό καλόν, διά τό ἔθιμον, ἀπό φόβον μήν μᾶς τιμωρήσῃ ὁ Θεός, κλπ. Ἡ ἐξομολόγησις εἶναι βαθειά ἀνάγκη τῆς μετανοημένης ψυχῆς, ταπεινή κατάθεσις τοῦ βάρους τῶν πλημμελημάτων της. Ἡ Ἐξομολόγησις πού γίνεται μέ συντριβήν καί δάκρυα εἶναι ἡ ἀνανέωσις τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Δι᾽ αὐτό καί καλεῖται ''λουτρό δακρύων'' ἤ ''δεύτερο Βάπτισμα''. Ἐνδεικτικά τῆς ἀληθινῆς μετανοίας εἶναι: Ἡ συντριβή, τά δάκρυα, ἡ ἀποστροφή πρός τήν ἁμαρτίαν καί ὁ πόθος ἁγίας ζωῆς.
 Ἡ θεία Χάρις θά ξεσκοτίσῃ τήν καρδιά, θά δυναμώσῃ τήν θέλησιν, θά φωτίσῃ τόν νοῦν, πού εἶναι διαρκῶς ἐσκοτισμένος, θά προκαλέσῃ συντριβήν, θά φέρῃ μετάνοιαν, θά ὁδηγήσῃ τόν ἁμαρτωλόν εἰς τό ἐπιτραχήλιον τοῦ Πνευματικοῦ.

Πῶς θά μετανοήσῃ κανείς; Πῶς θά ἀρχίση; Χρειάζεται νά ξαποστάσῃ κατ᾽ ἀρχάς, νά ξελαχανιάσῃ ἀπό τό καθημερινό τρεχαλητό, τό κυνηγητό τῆς ἡδονῆς, νά στραφῇ πρός τά μέσα του, νά κινηθῇ ἀπό τήν συνεχῆ ἑτεροπαρατήρησι εἰς τήν αὐτοπαρατήρησι, ἀπό τόν σχολιασμόν- κουτσομπολιό τῶν πάντων εἰς τήν συνομιλίαν μέ τόν ἄγνωστον ἑαυτόν του. Νά σκύψῃ λίγο μέσα του, νά σκάψῃ ἐντός του, νά δῇ τίς δυνάμεις, τίς δυνατότητες, τά ὅρια, τίς ἀντοχές, τά δοθέντα τάλαντα. Χρειάζεται περισυλλογή, αὐστηρός αὐτοέλεγχος, ἐπιείκεια καί κατανόησις τῶν ἄλλων.
Μετανοεῖ ὁ ἄνθρωπος, διότι ἐλπίζει ὅτι θά λάβῃ ἀπό τόν Θεόν τήν συγχώρησιν. Καί ἔτσι εἶναι εἰς τήν πραγματικότητα. Παραδεχόμενος ὁ ἄνθρωπος εἰλικρινά τήν ἁμαρτωλότητά του, ἀναγνωρίζει καί ὁμολογεῖ τήν ἀδυναμίαν του. Ἡ γνῶσις τῆς ἀδυναμίας εἶναι δύναμις. Ἡ παραδοχή τῆς ἥττας εἶναι νίκη. Ἡ δίχως δικαιολογίες συναίσθησις τῆς παραβατικότητος, ἀνυπακοῆς καί καταχρήσεως τῆς ἐλευθερίας, ὁδηγεῖ εἰς τήν μετάνοιαν. Ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης: «Ὅποιος συνέχεια δικαιολογεῖται, ἔχει Γέροντά του τόν Δαίμονα».
Εἶναι σημαντικό ἡ ἐξεύρεσις ἑνός διακριτικοῦ Πνευματικοῦ Πατρός πρός ὀρθήν καθοδήγησιν, μακρυά ἀπό ὑπερβολές, ἀκρότητες, συναισθηματισμούς καί νοσηρότητες. Ἡ ἀγωγή πού δίδει ὁ πνευματικός συνδράμει εἰς τό ξεκαθάρισμα πολλῶν πραγμάτων, εἰς τήν εἴσοδον εἰς τήν οὐσίαν τῆς πνευματικῆς ζωῆς, εἰς τήν γνῶσιν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας δέν εἶναι ἕνας ὡραῖος καί ἱερός θρησκευτικός ὀργανισμός, ἕνα σωματεῖο κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, ἕνας χῶρος ὅπου περνᾶμε εὐχάριστα, ἀποδεχόμενοι, συζητῶντας καί χαμογελῶντας συνέχεια, ὅπου ἱκανοποιοῦνται συναισθήματα, καταξιωνόμαστε, κλπ.
Ὁ πνευματικός συνδέει τόν ἐξομολογούμενο μέ τόν Χριστόν καί ὄχι μέ τόν ἑαυτόν του. Προσεύχεται δι᾽ αὐτόν, ἀκόμη καί ὅταν παρακούῃ, ἴσως τότε πιό πολύ. Ἡ ὑπακοή δέν ἐπιβάλλεται, δέν ἔχει σχέσι μέ στρατιωτική πειθαρχία. Ἡ ὑπακοή βοηθᾶ εἰς τήν ταπείνωσιν, εἰς τήν ἐκκοπήν τοῦ νοσηροῦ ἰδίου θελήματος. Ὁ προσευχόμενος καί μέ διάκρισιν Πνευματικός Πατήρ εἶναι ἀπαραίτητο νά ἠμπορῇ νά διακρίνῃ τό θεϊκό ἀπό τό δαιμονικό, τό ἀγγελικό ἀπό τό ἀνθρώπινο, τό πνευματικό ἀπό τό ὑλικό, τό ψυχικό ἀπό τό σωματικό, τό ψυχολογικό ἀπό τό νευρολογικό, τό ψυχιατρικό ἀπό τό νευρικό, τό ἀγχωτικό ἀπό τό ἀνυπόμονο, καί πολλά ἄλλα παρόμοια. Ἡ τυχόν ἀδιακρισία τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός θά δημιουργήσῃ σύγχυσιν καί σοβαρήν πνευματικήν ζημίαν, πού ἠμπορεῖ πολύ νά ταλαιπωρήσῃ καί τόν ἐξομολόγο καί τόν ἐξομολογούμενο. Ἡ σύγχυσις τῆς ἀκριβοῦς διαγνώσεως, π.χ. ἕνα πρόβλημα ψυχολογικό νά θεωρηθῇ ὡς δαιμονισμός, θά δημιουργήσῃ μεγαλύτερες περιπλοκές, καθυστερήσεις καί ταλαιπωρίες. Ὁ εἰλικρινά μετανοημένος ἄνθρωπος δέν ἔχει ψυχολογικά προβλήματα μειονεξιῶν, διχασμῶν, ἀνικανοποιήτων καί ἀνολοκληρώτων καταστάσεων, συναισθηματικῶν ἀσταθειῶν, φοβιῶν, καχυποψιῶν καί λοιπῶν κουραστικῶν παρομοίων πραγμάτων.
Εἶναι σημαντική ὁπωσδήποτε ἡ πνευματική καθοδήγησις, βοήθεια καί συνδρομή ἐμπείρου καί διακριτικοῦ Πνευματικοῦ Πατρός εἰς τήν ἀνόρθωσιν τοῦ πνευματικοῦ τέκνου. Ἡ μεγάλη μάχη ὅμως, δίδεται ἐντός τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος θά πρέπῃ νά ἀπομακρυνθῇ ἀπό τήν δουλείαν τῶν παθῶν, νά ἐνισχυθῇ ἀπό τίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀγωνισθῇ ὑπομονετικά καί ἐπίμονα διά τήν ἀπαλλαγήν ἀπό τίς ἁμαρτωλές ἐνθυμήσεις, μνῆμες καί προσβολές, ἀγαπῶντας ὅλο καί πιό πολύ τόν Χριστόν. Ὅλα αὐτά φυσικά γίνονται ἐλεύθερα καί αὐτοπροαίρετα καί δέν ὑπάρχει κανένα νόημα εἰς κανενός εἴδους ἐξαναγκασμόν. Ποτέ δέν ἐπιτρέπεται νά ἐκβιάσωμε κάποιον νά ἐξομολογηθῇ. Ἡ ἐξομολόγησις εἶναι ἱερόν Μυστήριον καί πρᾶξις ἐλευθερίας. Προηγοῦνται τῆς μετανοίας ἡ ἐπίγνωσις τῆς ἁμαρτίας καί ἡ συνειδητοποίησις τῆς ἁμαρτωλότητος. Ἀκολουθεῖ ἡ λύπη διά τήν ἁμαρτίαν. Ἕπεται ἡ ἐξομολόγησις μέ καρδίαν συντετριμμένην καί πνεῦμα ταπεινωμένον καί ἀπόφασιν διά μόνιμον ἀποχήν ἀπό τό κακόν. Ἐλεύθερα καί αὐτόβουλα ἐπιλέγει ὁ ἁμαρτωλός τήν μετάνοιαν καί πλουτίζει ἀπό τά ἀγαθά τῆς εἰρήνης. Μέ τήν μετάνοιαν καί τήν ἐξομολόγησιν «δίδεται» ἡ συγχώρησις ὅλων τῶν ἁμαρτημάτων. Διά τῆς ἀφέσεως αὐτῆς, ἐπανέρχεται ὁ μετανοήσας ἁμαρτωλός εἰς τήν κατάστασιν τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ὅλες οἱ ἁμαρτίες, μικρές ἤ μεγάλες, θανάσιμες καί μή, ἐξαλείφονται.
Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος λέγει: «Δέν περιμένει ὁ Θεός νά περάσῃ χρόνος ἀπό τήν μετάνοιαν. Ὡμολόγησες τήν ἁμαρτίαν σου μέ εἰλικρίνειαν; Δικαιώθηκες καί συγχωρέθηκες. Μετενόησες ἀληθινά; Ἐλεήθηκες. Δέν χρειάζεται πολύς χρόνος. Αὐτή εἶναι ἡ τοῦ Θεοῦ ἄπειρη μακροθυμία καί φιλανθρωπία».
Ἄν ἡ ψυχή τοῦ μετανοοῦντος γεμίσῃ παράκλησιν-παρηγορίαν ἀπό τό Πανάγιον Πνεῦμα καί φωτισμόν, τότε οὐδεμία τοῦ δαίμονος προσβολή ἤ τῆς κακίας τοῦ κόσμου ἐπίθεσις ἠμπορεῖ νά διαταράξῃ τήν ψυχικήν ὑγείαν πού ἀπέκτησε μέ τό λουτρόν τῶν δακρύων τῆς ἐξομολογήσεως καί τῆς μετανοίας. Ὁ μετανοῶν εἶναι ἐπί πλέον μέλος τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί κοινωνός τῆς Θείας Χάριτος.

Λέγουν οἱ Πατέρες, ὅτι ὅταν ὁ Θεός σοῦ ἔχῃ συγχωρήσει καί τίς πιό βαρειές σου θανάσιμες ἁμαρτίες, ἐσύ χάριν τῆς ψυχικῆς σου ἀσφαλείας, νά τίς ἔχῃς πάντοτε ἐμπρός εἰς τούς ὀφθαλμούς σου. Γιατί ὅποιος θυμᾶται τά σφάλματα τοῦ παρελθόντος, ἀποτρέπεται ἀπό μελλοντικές παρεκτροπές, καί ὅποιος πονάει ἀληθινά διά τά πρῶτα του λάθη, προφυλάσσει ὁπωσδήποτε τόν ἑαυτόν του ἀπό τήν ἐπανάληψίν των. Δι’ αὐτό καί ὁ Δαυΐδ λέγει καί ὁμολογεῖ: « ...ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω, καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διά παντός» (Ψαλμ. ν´, 5).
Ἡ μετάνοια εἶναι ἔργον τῆς Θείας Χάριτος. Ὅταν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ φωτίσῃ τάς ψυχάς μας, τότε βλέπομε τήν ἐσωτερικήν ἐρήμωσιν, τά πάθη, τάς ἁμαρτίας μας. Ἡ Θεία Χάρις ξυπνᾶ τήν κοιμισμένην, τήν πωρωμένην συνείδησίν μας καί ἐνεργοποιεῖται ἡ προαίρεσίς μας διά ἕναν ἀγῶνα εἰλικρινοῦς μετανοίας. Ἡ ἀληθινή μετάνοια εἶναι ὁ ἀσφαλής δρόμος, πού μᾶς ἐνδυναμώνει, μᾶς φωτίζει, μᾶς χαριτώνει καί μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Δι’ αὐτό καί οἱ Ἅγιοί μας τόσον ἔντονα ἐζητοῦσαν ἀπό τόν Θεόν: «Δώρησαί μοι μετάνοιαν ὁλόκληρον».
Μετάνοια ἀληθινή σημαίνει, ὄχι ἁπλᾶ ἀπομάκρυνσιν τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά μῖσος τῆς ἁμαρτίας καί ἀγάπη τῶν ἐνθέων ἀρετῶν. Ἡ μετάνοια, κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, δέν ἐξαντλεῖται εἰς τό μῖσος τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά καί εἰς τήν ἀγάπην τῆς ἀρετῆς. Μόνος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύναμος νά τό καταφέρῃ. Ἔτσι, συνδράμει οὐσιαστικά ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Θεάνθρωπος. Ὅσον ἀγαπᾶμε τόν Χριστόν, τόσον βοηθούμεθα νά μισοῦμε τήν ἁμαρτίαν. Ἡ σύνδεσις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστόν δημιουργεῖ προσωπικήν ἀναγέννησιν, στολισμόν τῆς ψυχῆς ἀπό τήν ὑψοποιόν ταπείνωσιν καί ἀπαλλαγήν ἀπό τήν ρίζαν τοῦ κακοῦ καί τήν ἑωσφορικήν ὑπερηφάνειαν.
Ὁ μετανοημένος ἄνθρωπος πιστεύει, ἀγαπᾶ καί ἐλπίζει. Ἡ μετάνοια εἶναι βασική καί μεγάλη ἀρετή, ἐπάνω εἰς τήν ὁποίαν οἰκοδομεῖται ἡ πνευματική ζωή τοῦ πιστοῦ. Μόνον ὁ μετανοημένος ἠμπορεῖ νά ἐπικοινωνῇ μέ τόν Θεόν. Πρόκειται γιά μεγάλο δῶρον τοῦ Θεοῦ εἰς τόν ἄνθρωπον. Εἶναι μία τρανή ἀκόμη ἀπόδειξις τῆς ἄφατης καί φιλόστοργης φιλανθρωπίας τοῦ Παναγάθου Θεοῦ Πατέρα καί Πλάστη. Δέν ἀπομένει ἄλλο ἀπό τό νά ἀποδεχθῇ αὐτοβούλως ὁ ἄνθρωπος τήν πρόκλησιν καί πρόσκλησιν πρός ἀπόλαυσιν τῶν πολλῶν ἀγαθῶν τῆς μετανοίας. Ἡ ἀντίδρασις, ἡ ἀντίθεσις καί ἡ ἀπόδρασις τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό εὐγενές αὐτό προσκλητήριον τόν καταταλαιπωρεῖ καί τόν καταστρέφει.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ἡ κοινωνία τῶν Ἁγίων, ἡ μόνη ὁδός τῆς κατά Χάριν θεώσεως τῶν μετανοούντων. Ἡ πορεία τῆς ἀνορθώσεως διά τῆς μετανοίας, τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν δουλείαν τῶν παθῶν καί τῆς ἀσκήσεως διά τήν ἐργασίαν τῶν θείων ἐντολῶν, εἶναι πορεία τῶν ἁγίων καί θεουμένων ὑπάρξεων. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τονίζει τά ἑξῆς: «Ἐάν κάθε ἄνθρωπος δέν ἠμπορῇ νά φθάσῃ τούς Ἁγίους καί τά μεγάλα καί θαυμαστά ἐπιτεύγματα πού χαρακτηρίζουν τήν ζωήν των καί εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀμίμητα, ἠμπορεῖ ὅμως καί πρέπει νά τούς ὁμοιάσῃ καί νά τούς ἀκολουθήσῃ εἰς τήν πορείαν τῆς ζωῆς των πρός τήν μετάνοιαν». Καθημερινά «πολλά πταίομεν ἄκοντες» καί μοναδική ἐλπίδα σωτηρίας δι᾽ ὅλους μας παραμένει ἡ ἀνάνηψις καί ἡ βίωσις τῆς «διηνεκοῦς μετανοίας», κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν(7).
Ἐπίσης, δέν πρέπει ποτέ νά κρίνωμε, οὔτε νά περιφρονοῦμε κανέναν. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἄν βλέπῃς τόν ἀδελφόν σου εἰς τόν δρόμον τῆς ἁμαρτίας, ρίψε εἰς τούς ὤμους του τόν μανδύαν τῆς ἀγάπης σου».
Εἰς τά σπλάχνα οἰκτιρμῶν πού ζητοῦμε ἀπό τόν Θεόν διά τά ἰδικά μας ἁμαρτήματα, ὀφείλομε νά καταθέσωμε καί τήν ἰδικήν μας εὐσπλαχνίαν πρός τούς συνανθρώπους μας. Καί ἄς μήν λησμονοῦμε, ὅτι εἴμεθα ὅλοι ἁμαρτωλοί καί φέρομε μέσα μας τήν ἀνθρωπίνην πεπτωκυῖαν φύσιν μας, τήν πεσμένην φύσιν μας. Εἰς τό σφάλμα πού ἔπεσε σήμερα κάποιος, αὔριο μπορεῖ νά πέσωμε ἐμεῖς. Νά ἀγαπᾶμε τόν ἁμαρτωλόν καί νά μισοῦμε μόνον τήν ἁμαρτίαν, ὅπως λέγει καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἡ συγχωρητικότης εἶναι χαρακτηριστικόν τῶν ἀληθινά μετανοημένων ἀνθρώπων.
Τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας θά πρέπῃ πάντα νά εἶναι ''περί μετανοίας''. Αὐτό ἦταν τό κήρυγμα ὅλων τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἕως καί τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Αὐτό ἦταν καί τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, λέγει χαρακτηριστικά πώς ἡ ἀληθινή μετάνοια εἶναι ἀρχή, μέση καί τέλος τῆς ἐν Χριστῷ πνευματικῆς ζωῆς. Ὅλοι, μά ὅλοι, ἔχομε ἀνάγκην μετανοίας, διότι ''οὐδείς ἀναμάρτητος''. 
Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος: «Ἡ μετάνοια δέν τελειώνει ποτέ. Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ὑψηλότερη ἀπό ὅλες τίς ἀρετές καί τό ἔργον της δέν ἠμπορεῖ νά τελειώσῃ, παρά μόνον τήν ὥραν τοῦ θανάτου. Δι᾽ αὐτό ἡ μετάνοια χρειάζεται πάντοτε εἰς ὅλους καί δέν ὑπάρχει κανένας ὅρος τελειώσεως τῆς μετανοίας. Διότι καί αὐτῶν τῶν τελείων ἀνθρώπων ἡ τελειότης εἶναι ἀτελής. Δι᾽ αὐτό καί ἡ μετάνοια δέν περιορίζεται σέ ὡρισμένους καιρούς, οὔτε σέ ὡρισμένες πράξεις, ἀλλά συνεχίζεται ἕως τήν ὥρα τοῦ θανάτου».
Ἡ μετάνοια εἶναι κατάστασις ἐμπόλεμος, ἕνας πόλεμος διαρκής καί ἀκατάπαυστος κατά τῶν τριῶν ἐχθρῶν μας, τοῦ ἑαυτοῦ μας, τοῦ Διαβόλου καί τοῦ κόσμου. Ὁ μεγαλύτερος ὅμως ἐχθρός εἶναι ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτός. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά παλεύῃ μέ τόν ἴδιον τόν ἑαυτόν του, δηλαδή μέ τά πάθη του. Ὅποιος ἐνίκησε τόν ἑαυτόν του, δέν ἔχει νά φοβᾶται κανέναν ἀντίπαλον. Εἶπε Γέρων: «Εἰς ὅλην μου τήν ζωήν ἐπάλαιψα μέ τόν ἑαυτόν μου, διά νά σώσω τόν ἑαυτόν μου ἀπό τόν ἑαυτόν μου».
Ἡ μετάνοια εἶναι διαρκής. Ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος λέγει: «Καί ἄν χίλια χρόνια ζήσωμε στήν γῆ, ποτέ δέν θά μπορέσωμε τέλεια νά κατανοήσωμε τήν μετάνοια, ἀλλά ὀφείλομε καθημερινά νά βάζωμε ἀρχήν εἰς αὐτήν καί νά ἀγωνιζώμεθα».
Ἂς μετανοοῦμε λοιπόν συνεχῶς.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Τόμος Β´, Κεφάλαια Διάφορα Θεολογικά τε καί Οἰκονομικά, Ἑκαντοντάς Α´, μβ´.
2. Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σσ. 287, 289.
3. Ε.Π.Ε. Ἔργα Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σ. 287.
4. Ε.Π.Ε. Ἔργα Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σ. 297
5. Χρυσοστόμου, μνημ. ἔργ., σσ. 309, 311
6. Ε.Π.Ε. Ἔργα Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σ. 241.
7. Ὁμιλία 28, PG. 151.361C.