.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Μ. Φώτιος: Απομάκρυνση από τους ετερόπιστους Οικουμενιστές!

Εξορκίζω όλους τους λαϊκούς .....



"Εξορκίζω όλους τους λαϊκούς, όσοι είστε γνήσια τέκνα της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, να φεύγετε ολοταχώς από τους ιερείς που υπέπεσαν στην υποταγή στους Λατίνους, και μήτε σε εκκλησία να συγκεντρώνεστε μαζί τους, μήτε να παίρνετε οποιαδήποτε ευλογία από τα χέρια τους. Είναι καλύτερα να προσεύχεσθε στο Θεό στα σπίτια σας μόνοι, παρά να συγκεντρώνεσθε στην εκκλησία μαζί με τους Λατινόφρονες. Ει’ δ’ άλλως, θα υποστήτε την ίδια κόλασι μ’ αυτούς". 

Άγιος Γερμανός Β΄ Κωνσταντινουπόλεως (1222-1240)

Ἡ προσευχή δέν μπαίνει σέ βιτρίνα!

Ἐκκλησιαστική εἴδησις εἶναι ἕνα ἱεραποστολικό καί ποιμαντικό γεγονός, σάν αὐτά πού περιγράφει ὁ ἱστοριογράφος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εὐαγγελιστής Λουκᾶς, στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Πλῆθος εἰδήσεων στήν πορεία τῆς πρώτης Ἐκκλησίας! Εἰδήσεις οὐσίας, ὄχι θεαματικῆς παρουσίας... Εἰδήσεις τοῦ ἀθλήματος, πού λέγεται κήρυγμα καί ὄχι προσωποπαγεῖς ἐνέργειες.
• Σήμερα, μέ τά μέσα πού διαθέτουν οἱ δεσποτάδες (ἱστοτόπους μεγάλου βεληνεκοῦς), γιά ἕνα αὐτονόητογεγονός δημοσιεύουν 40 ἕως 60 φωτογραφίες! Δέν εἶναι εἴδησις πρός προβολή ὅτι ἕνας γιατρός μέ τό ἀκουστικό του ἐξετάζει ἕνα ἀσθενῆ! Μόνο χαζός γιατρός θά τό διαφήμιζε με 20 φωτογραφίες!
• Σέ ἱστοσελίδα ἐκκλησιαστικῆς εἰδησεογραφίας, πού σπεύδουν οἱ περισσότεροι Μητροπολῖτες νά ἀπαθανατίσουν μέ 50 καί 60 φωτογραφίες τους μιά Λειτουργία(αὐτονόητο φυσικά γεγονός), τἠν ἴδια μέρα δημοσιεύτηκε μιάὄντως ἐκκλησιαστική εἴδησις και δέκα «πανηγυρτζίδικες» εἰδήσεις! Δέστε τή διαφορά ἀνάμεσα στήν εἴδησι καί τή φιγούρα:
- Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος παρέδωσε ὑγειονομικό ὑλικό 7,8 τόνων στά νοσοκομεῖα «Ἁγία Ὄλγα» καί «Ἅγιος Σάββας». Τό ὑλικό συγκεντρώθηκε ἀπό τή φιλανθρωπική ἐκκλησιαστική κίνησι «Ἀποστολή».
Αὐτό ὁπωσδήποτε εἶναι εἴδησις! Καί καλῶς προεβλήθη μέ 3 φωτογραφίες.
- Ὁ Μητροπολίτης (τάδε) χοροστάτησε στόν «τάδε» πανηγυρίζοντα Ναό.
Αὐτό δέν εἶναι εἴδησις! Καί ὅμως, δημοσιεύτηκε με 40 φωτογραφίες! Ἀκόμα καί ὅταν μετελάμβανε ὁ δεσπότης, πρόσεχε νά τόν παίρνη καλά ἡ... κάμερα!
- Ὁ Μητροπολίτης το πρωί μετέβη στόν τάδε Ναό, τό ἑσπέρας στόν ἄλλον, τήν ἑπομένη στόν ἄλλον!
Αὐτό δέν εἶναι εἴδησις, πού δυστυχῶς προβάλλεται (ἡ κάθε ἐπίσκεψις) μέ 30 φωτογραφίες!
• Δέν εἶναι ἀξιοθαύμαστη εἴδησις τό: «Ἐτελέσθη μέ βυζαντινή μεγαλοπρέπεια τό πολυαρχιερατικό συλλείτουργο, μέ συμμετοχή δέκα ἐπισκόπων»!
Παρόμοια γεγονότα δέν συνιστοῦν πληροφορίες περί τοῦ λόγου τῆς ζωῆς, ἀλλά σκανδαλίζουν τό λαό, πού βλέπει αὐτοκρατορικά διαδήματα καί χρυσοποίκιλτες στολές... Ὁ Κύριος τούς καυτηριάζει: «Πάντα τά ἔργα αὐτῶν ποιοῦσι πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις. Πλατύνουσι γάρ τά φυλακτήρια αὐτῶν καί μεγαλύνουσι τά κράσπεδα τῶν ἱματίων αὐτῶν, φιλοῦσι δέ τήν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις καί τάς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς» (Ματθ. κγ΄ 5-6).
• Εἴδησις πρός οἰκοδομή τοῦ λαοῦ δέν εἶναι τό νά βγαίνουν στούς δρόμους γιά μεγαλοπρεπῆ λιτανευτική παρέλασι πλῆθος δεσποτάδων!
• Εἴδησις γιά τόν Θεό εἶναι ἡ διοργάνωσις κατηχητικοῦ, κηρυκτικοῦ καίφιλανθρωπικοῦ ἔργου. Εἴδησις θεϊκή εἶναι ἡ μυστική προσευχή ὑπέρ τοῦ σύμπαντος κόσμου καί εἰδικώτερα ὑπέρ τοῦ ποιμνίου τους.
Ποτέ δέν μπαίνουν σέ βιτρίνα ἡ προσευχή καί ἡ ἀγάπη!

Ἱεροκήρυκος ἀρχιμ. Δανιήλ Ἀεράκη

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ



Το έτος 1994, κάποιος Αγιορείτης επισκέφθηκε το παλαιό Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου στον Όλυμπο. Εκεί, συνάντησε μια γιαγιά ευλαβέστατη που βοηθούσε τους προσκυνητές. Η γιαγιά αυτή ανέφερε στον μοναχό το εξής, θέλοντας να μάθει την γνώμη του, αν κάνει καλά:
«Όταν βλέπω κανένα φίδι στην αυλή του Μοναστηριού, εδώ έχει πολλά φίδια, το σταυρώνω και το φίδι κοκαλώνει. Γίνεται σαν βέργα. Μετά, το πιάνω και το πετάω έξω. Μου λένε μερικοί: “Χαζή είσαι, που πιάνεις τα φίδια;”· κι εγώ τους λέω: “Γιατί είμαι χαζή; Ποιο είναι ποιο δυνατό, το φίδι ή ο Σταυρός του Χριστού, πάνω στον Οποίον σταυρώθηκε ο Χριστός και έσωσε τον κόσμο;”. Με την δύναμη του Σταυρού, όταν θέλω να ζυμώσω, βάζω αλεύρι και νερό, τα ανακατεύω, τα σταυρώνω, μετά σηκώνεται το προζύμι και κάνω ψωμί».

Κάποιος μπουλντοζιέρης, κατάκοπος από την εργασία του, ξάπλωσε μια καλοκαιρινή νύχτα να ξεκουραστεί. Αισθάνθηκε στον ύπνο του ένα βάρος να τον πιέζει και ξύπνησε αλλά δεν μπορούσε να αντιδράσει. Έβλεπε ένα μαύρο, κάτι σαν σκυλί που προχωρούσε σιγά–σιγά προς το κεφάλι του και τον πλάκωσε. Πήγαινε να του βγει η ψυχή. Όταν όμως έφθασε μέχρι το στήθος, άκουσε μια φωνή: «Αν δεν είχες “αυτό” (=τον Σταυρό) στο στήθος σου, θα έβλεπες τι θα πάθαινες!» και αμέσως εξαφανίστηκε. Ευχαρίστησε τον Θεό, έκανε τον σταυρό του και κατάλαβε πόσο μεγάλη είναι η δύναμη του Σταυρού, που τυπικά φορούσε πάνω του μέχρι τότε…

[«Ασκητές μέσα στον κόσμο»
τόμ. β΄, μέρος α΄, βιογρ. ιστ΄, σελ. 386–387,
Άγιον Όρος 20118.]

Και ο θάνατος και καθετί γίνεται με την καθοδήγηση της Θείας Πρόνοιας

Προς τη μάνα που 
έχασε το παιδί της...

Εσκόπευα να σιωπήσω απέναντι της κοσμιότητάς σου σκεπτόμενος ότι, όπως εις οφθαλμόν, ο οποίος πάσχει από φλεγμονήν, και το απαλώτερον επίθεμα προκαλεί ερεθισμόν, ούτω και εις την ψυχήν, η οποία έχει κτυπηθή από βαρειάν θλίψιν, ο λόγος, όσην παρηγορίαν και αν της φέρη, φαίνεται κάπως να την ενοχλή, όταν προσφέρεται την ώραν της αγωνίας.

Επειδή όμως εσκέφθην ότι πρόκειται περί Χριστιανής εκπαιδευ­μένης εις τα θεία από πολύν καιρόν και πεπειραμένης εις τα ανθρώπινα, δεν ενόμισα ότι θα ήτο ορθόν να παραλείψω το καθήκον μου.

Γνωρίζω ποια είναι τα σπλάγχνα των μητέρων και, όταν ιδίως ενθυμηθώ τους ιδικούς σου καλούς και ημέρους τρόπους προς όλους, λογαριάζω πόσον μεγάλος πρέπει να είναι ο πόνος διά την παρούσαν συμφοράν. Έχασες υιόν, τον οποίον εμακάριζαν όλαι αι μητέρες, όσον εζούσε, και ηύχοντο τέτοιοι να είναι και οι ιδικοί των, όταν δε απέθανεν, έκλαυσαν σαν να είχε θάψει κάθε μία τον ιδικόν της. Ο θάνατος εκείνου υπήρξε πλήγμα εις δύο πατρίδας, την ιδικήν μας και την των Κιλίκων. Μ’ εκείνον μαζί έπεσε το μέγα και ένδοξον γένος, κατέρρευσε σαν να μετεκινήθη η βάσις του. Ω συναπάντημα πο­νηρού δαίμονος, πόσον τρομερόν κακόν κατώρθωσες νά προκαλέσης! Ω γη, που ηναγκάσθης να υποφέρης ένα πάθος σαν αυτό! Και ο ήλιος ασφαλώς θα έφριττεν, αν είχεν αίσθησιν, εμπρός εις εκείνο το σκυθρωπόν θέαμα. Και τί ημπορεί να είπη κανείς που να εκφράζη όσα η απελπισία τής ψυχής του υπο­βάλλει να είπη;

Αλλά, όπως εδιδάχθημεν από το Ευαγγέλιον, τα όσα μας συμβαίνουν δεν είναι άνευ της καθοδηγήσεως της προνοίας, διότι ούτε σπουργίτης δεν πίπτει χωρίς το Θέλημα του πατρός ημών. Ώστε ό,τι έγινεν έγινε με το θέλημα του κτίστου ημών. Εις το βούλημα δε του Θεού ποιός ημπορεί ν’ αντισταθή; Ας δεχθώμεν λοιπόν το συμβάν· διότι με την δυσανασχέτησιν ούτε το γενόμενον διορθώνομεν και επί πλέον καταστρέφομεν τους εαυτούς μας. Ας μη κατηγορήσωμεν την δικαίαν κρίσιν τού Θεού, διότι είμεθα πολύ αμαθείς, διά να ελέγχωμεν τας ανεκφράστους κρίσεις αυτού. Τώρα ο Κύριος δοκιμάζει την προς αυτόν αγάπην σου. Τώρα έχεις την ευκαιρίαν να λάβης διά της υπομονής την μερίδα των μαρτύρων. Η μητέρα των Μακκαβαίων είδε τον θάνατον επτά παιδιών και δεν εστέναξεν, ούτε έχυσεν αγενές δάκρυον, αλλά λόγω των ευχαριστιών της προς τον Θεόν, την ώραν που τους έβλεπε ν’ απαλλάσσωνται από τα δεσμά τής σαρκός με πυρ και σίδηρον και σκληρά βα­σανιστήρια, εκρίθη από μεν τον Θεόν ευδόκιμος, από δε τους ανθρώπους αοίδιμος. Μεγάλη η συμφορά, το ομολογώ και εγώ· αλλά μεγάλοι και οι μισθοί που απόκεινται από τον Κύ­ριον εις τους υπομένοντας.

Όταν έγινες μητέρα και είδες το παιδί σου και ηυχαρίστησες τον Θεόν, εγνώριζες πάντως ότι είσαι θνητή και εγέννησες θνητόν. Τί το παράδοξον λοιπόν, που ο θνητός απέθανεν; Αλ­λά μας λυπεί ότι τούτο συνέβη προώρως. Είναι άγνωστον, εάν τούτο δεν είναι εύκαιρον, διότι ημείς δεν γνωρίζομεν να εκλέγωμεν τα συμφέροντα εις τας ψυχάς και να ορίζωμεν προθεσμίας εις την ανθρωπίνην ζωήν. Στρέψε τα μάτια σου γύρω εις όλον τον κόσμον όπου κατοικείς, και θα κατανοήσης ότι όλα τα βλεπόμενα είναι θνητά και ότι υπόκεινται όλα εις την φθοράν. Κύτταξε επάνω εις τον ουρανόν κάποτε θα διαλυθή και αυτός. Προς τον ήλιον· ούτε αυτός θα παραμείνη. Οι αστέρες όλοι, τα ζώα τής ξηράς και των υδάτων, αι ωραιότητες της γης, η ιδία η γη, όλα είναι φθαρτά, όλα δεν θα υπάρχουν ολίγον αργότερα.

Ας είναι λοιπόν η περί τούτων σκέψις παρηγορία διά το συμβάν. Μη μετράς το πάθος καθ’ εαυτό, διότι τότε θα σου φανή αφόρητον· αλλά, αν το συγκρίνης με όλα τα ανθρώπινα, τότε θα ευρής δι’ αυτό παρηγορίαν. Επάνω δε από όλα έχω να είπω εκείνο το σπουδαίον, λυπήσου τον σύζυγον· να γίνετε παραμυθία ο ένας εις τον άλλον· μη του κάμης σκληροτέραν την συμφοράν με το να διαλύης τον εαυτόν σου εις το πένθος. Γενικώς δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος που είναι αρκετός διά να δώση παρηγορίαν, αλλά πιστεύω ότι διά την παρούσαν λύπην απαιτείται προσευχή.

Εύχομαι λοιπόν ο ίδιος ο Κύριος εγγίζων την καρδίαν σου κατά την ανέκφραστον δύναμίν του να ανάψη το φως εις την ψυχήν σου διά των αγαθών λογισμών, ώστε να έχης από μέ­σα σου τας πηγάς τής παραμυθίας.

(Μεγάλου Βασιλείου Έργα, ΕΠΕ τόμος 2, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)

Ολα τα δαιμόνια… συνεργάζονται μεταξύ τους!



Πόλεμος πονηρών πνευμάτων

ΕΡ.: Πώς μας πολεμούν τα πονηρά πνεύματα;

ΑΠ.: Πρώτα-πρώτα πρέπει να ξέρετε ότι, στον δαιμονικό πόλεμο εναντίον των ανθρώπων, κάθε πονηρό πνεύμα έχει τον δικό του ρόλο.

Κάθε αμαρτία γίνεται με την παρακίνηση ή και τη συνεργεία ορισμένου δαιμονίου και κάθε πάθος υποστηρίζεται από ορισμένο δαιμόνιο. Έτσι, τα ηγετικά δαιμόνια είναι οχτώ, όσα και τα θανάσιμα πάθη: της γαστριμαργίας, της πορνείας, της φιλαργυρίας, της λύπης, της οργής, της ακηδίας, της κενοδοξίας, της υπερηφάνειας.

Κάθε πονηρό πνεύμα, πολεμώντας μας, ενεργεί με τους δικούς του τρόπους, ανάλογα με το πάθος που υποστηρίζει. Όλα, πάντως, τα δαιμόνια συνεργάζονται μεταξύ τους, για να μας βυθίσουν σε όσο το δυνατό περισσότερα πάθη και να μας κάνουν δούλους της αμαρτίας, ώστε να μας χωρίσουν από το Θεό και να μας οδηγήσουν στον αιώνιο θάνατο.

Βέβαια, η δύναμη των δαιμόνων δεν είναι ανεξέλεγκτη και ή δραστηριότητα τους δεν είναι απεριόριστη. Μας πολεμούν μόνο αν τους το επιτρέψει ο Θεός -και όσο τους το επιτρέψει, ποτέ πάντως πέρα από τα όρια της αντοχής μας (Α’ Κορ. 10:13)- , για να δοκιμαστούν η προαίρεσή μας, η πίστη μας και η αγάπη μας σ’ Εκείνον, ή αν τους δώσουμε εμείς οι ίδιοι το δικαίωμα με την αμέλειά μας, τη ραθυμία μας, την απροσεξία μας και, προπάντων, την υπερηφάνειά μας.

Τα πονηρά πνεύματα μας πολεμούν με πολλούς τρόπους. Με ποιούς;

Πρώτον, με τους εμπαθείς λογισμούς, με τους οποίους αιχμαλωτίζουν το νου, τον σκοτίζουν και τον πειθαναγκάζουν να συναινέσει στην αμαρτία.

Δεύτερον, με τα πάθη, που υπάρχουν μέσα μας, από τα οποία παίρνουν τις αφορμές για να υποκινήσουν τους εμπαθείς λογισμούς.

Τρίτον, με τις σωματικές αισθήσεις -την ακοή, την αφή, τη γεύση, την όσφρηση και, προπάντων, την όραση- μέσ’ από τις οποίες, σαν από πόρτες, περνούν στη ψυχή ποικίλα εξωτερικά ερεθίσματα, που ξεσηκώνουν τα πάθη μας και μας σπρώχνουν στην αμαρτία.

Τέταρτον, με άλλους ανθρώπους, τους οποίους βάζουν είτε να μας κατατρέχουν και να μας αδικούν είτε να μας παρασύρουν στην αμαρτία.

Πέμπτον, με θλίψεις, βάσανα και αρρώστιες.

Μας πολεμούν και με άλλους τρόπους τα πονηρά πνεύματα, αλλά οι κυριότεροι είναι αυτοί οι πέντε. Όπως κι αν μας πολεμούν, πάντως, καθόλου δεν μπορούν να μας βλάψουν, εφόσον με τα θεία Μυστήρια του Βαπτίσματος και του Χρίσματος έχουμε λάβει τη χάρη και τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος, εφόσον έχουμε βαθιά πίστη στο Θεό και εφόσον αγωνιζόμαστε για την τήρηση των εντολών Του με σταθερότητα και ανδρεία, με ταπεινοφροσύνη και υπομονή, με προσευχή και νηστεία, με τακτική Εξομολόγηση και συχνή θεία Κοινωνία.

(Γέροντος Ευστρατίου, «Απαντήσεις σε ερωτήματα Χριστιανών», Ι. Μ. Παρακλήτου, 2008)

Εδώ ετοιμάζουμε την κόλαση η τον παράδεισο



Όχι ο Θεός δεν καταδικάζει, ο άνθρωπος διαλέγει. 
Ο άνθρωπος πάει στην αιωνιότητα με τις αμαρτίες του. 
Αν ήσουν πόρνος ή μέθυσος ή δεν είχες αγάπη έτσι θα πας πέρα. 
Εδώ στη γη μπορείς να ικανοποιήσεις τα πάθη σου, και φόνο μπορείς να κάνεις για να ικανοποιηθείς. 
Ο άνθρωπος παραμένει με οποιαδήποτε αμαρτωλή ροπή και στον άλλο κόσμο. 
Μόνο που δεν μπορεί πια να την ικανοποιήσει. 
Για τον αμαρτωλό αυτά είναι τα βάσανα της κόλασης. 
Δεν είναι τιμωρία. 
Ο άνθρωπος βασανίζεται από την ίδια την επιλογή του. 
Ο Θεός δεν μας προσφέρει την κόλαση. 
Ο Θεός μας λέγει “ Δεύτε κληρονομήσατε τη Βασιλεία των Ουρανών ”. 
Ο άνθρωπος φέρει την ίδια την κόλαση. 

Αυτό σημαίνει ότι την κόλαση και τον Παράδεισο μας τα ετοιμάζουμε εδώ. 

Από το περιοδικό « LUMEA MONAHILOR » 
Του π. Πετρώνιου, πρώην δικαίου της Σκήτης Τιμ. Προδρόμου Άγιου Όρους

Γίνεται ο άνθρωπος εικόνα του Θεού όταν ζει ορθά και θεάρεστα

Ο αληθινός άνθρωπος φροντίζει να είναι ευσεβής. Και ευσεβής είναι εκείνος που δεν επιθυμεί τα ξένα πράγματα. Ξένα για τον άνθρωπο είναι όλα τα κτίσματα, και σαν εικόνα του Θεού που είναι, όλα τα περιφρονεί. Γίνεται ο άνθρωπος εικόνα του Θεού όταν ζει ορθά και θεάρεστα. Αυτό δεν μπορεί να γίνει, αν δεν απομακρυνθεί ο άνθρωπος από τις μέριμνες της ζωής. Εκείνος που έχει νου που αγαπά το Θεό, γνωρίζει πόση ψυχική ωφέλεια και ευλάβεια προέρχεται από αυτό. Ο θεοσεβής άνθρωπος δεν κατηγορεί κανένα για τις αμαρτίες του παρά μόνο τον εαυτό του. Και αυτό είναι σημάδι σωτηρίας της ψυχής.


Μέγας Αντώνιος

Όταν σου έρχεται η θλίψις, να παρηγορήσαι ότι και πάλιν θα σου έλθη η χαρά και η γαλήνη



Όταν σου έρχεται η θλίψις, να παρηγορήσαι ότι και πάλιν θα σου έλθη η χαρά και η γαλήνη.
Συνεχώς ενθυμού τον θάνατον, αυτή η μνήμη θα σου δίδη πολύ κουράγιο εις τα λυπηρά του ματαίου τούτου βίου και θα γεμίζη η ψυχή σου παρηγορίαν. Τα βάσανα της ζωής μίαν ημέραν, παιδί μου, θα λήξουν, διότι ο κόσμος παρέρχεται, μόνον ό,τι πράξη κανείς δια την δόλια του ψυχήν, εκείνο αιώνια θα μείνη ή προς ύψος ή προς βάθος και απώλειαν.

Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης

"...Το χέρι του Θεού είναι από πάνω μας και μοιράζει..."




"Όλα όσα ζείτε και βλέπετε γύρω σας,

ή από τηλεοράσεων, μην σας τρομάζουν. 

Το χέρι του Θεού είναι από πάνω μας 

και μοιράζει. 

Το δάκρυ της Μαρίας που τον παρακαλάει 

για μας, είναι αυτές οι βροχούλες 

που έρχονται μες το καλοκαίρι...

Μόνο να πιστεύετε, να συγχωρείτε,

και να μην απελπίζεστε. 

Οι Άγγελοί Του, είναι γύρω μας. 

Είμαστε προστατευμένοι. 

Είμαστε τα παιδιά Του..."


Σταμάτης Σπανουδάκης

Αυθεντική Ορθόδοξη ζωή

Πολλές φορές γίνεται λόγος για την αξία των έργων στη Χριστιανική ζωή, και δικαίως, αφού τα έργα τού ανθρώπου αποδεικνύουν την ποιότητα του περιεχομένου τής πίστεως. Άρα η ουσία τής πίστεως είναι αυτή που καρποφορεί την ποιότητα των έργων. Πίστις λοιπόν. Η βάσις και το έδαφος πάνω στο οποίο καρποφορεί ο τρόπος ζωής τού ανθρώπου. Αλλά περί ποίας πίστεως γίνεται αναφορά;Εάν πραγματοποιηθεί μια δημοσκόπησις για το τι ακριβώς πιστεύουν όσοι δηλώνουν πιστοί, οι απαντήσεις θα είναι τόσο διαφορετικές και αντικρουόμενες που ίσως θα απορεί κανείς εάν δόθηκαν από όντως ανθρώπους πιστούς.

Αλλά, επιτέλους, ποια είναι αυτή η αυθεντική, η σώζουσα πίστις για την οποία ο Θείος Απόστολος γράφει στο Αποστολικό μας ανάγνωσμα “Και ημείς εις Χριστόν Ιησούν επιστεύσαμεν ίνα δικαιωθώμεν εκ πίστεως Χριστού”; Αυτό είναι το ζήτημα που κυρίως θα πρέπει να μας απασχολεί, δοθέντος ότι τα τόσα προβλήματα της καθημερινότητος, ακόμα και τα μεγάλα εν πολλοίς είναι “τεχνητά” και άνευ ουσίας για την ύπαρξή μας και την πορεία μας προς την αιωνιότητα.
Το πρώτο και κύριο που πρέπει να πιστεύουμε και να γνωρίζουμε είναι ότι ο Χριστός είναι “Ο Υιός τού Θεού τού ζώντος”! Μια αλήθεια μοναδική που αποκαλύπτει ο ίδιος ο Ουράνιος Πατήρ στον Ιορδάνη ποταμό και στο όρος Θαβώρ τής Μεταμορφώσεως. Αλήθεια και πίστη ακράδαντη που ομολογεί ο Πέτρος και φυσικά διακηρύσσουμε όλοι μας διά του Ιερού Συμβόλου τής Πίστεως. “Και εις ένα Κύριον, Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν τού Θεού τον μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων...”.
Αυτή η θεμελιώδης δογματική αλήθεια, μας οδηγεί σε μια άλλη σώζουσα και απολύτως αναγκαία, ότι ο Χριστός είναι ο Σωτήρας και Λυτρωτής μας.
Ο αναμάρτητος Ιησούς φορτώθηκε με τις δικές μας αμαρτίες. Απέθανε επάνω στο ξύλο τού Σταυρού που από τη στιγμή που προσηλώθηκε πάνω του ο Λυτρωτής καθίσταται οδός σωτηρίας, όπλον κατά τού διαβόλου και ξύλον ευλογίας και αγιασμού. Επάνω στον τίμιο Σταύρο ο Θεάνθρωπος Ιησούς έδωσε το αίμα Του προς εξόφλησιν των αμαρτιών μας. 
Αυτήν ακριβώς την συγκλονιστική πραγματικότητα διακηρύσσει ο Απ. Πέτρος όταν καταγράφει στην Καθολική του Επιστολή “Ελυτρώθητε... τιμίω αίματι ως αμνού άμώμου και ασπίλου Χριστού” ( Α΄Πέτρ. α΄18-19).
Εάν τώρα ο κάθε πιστός εμβαθύνει στην αλήθεια αυτή, με συγκίνηση και ενθουσιασμό θα συνειδητοποιήσει ότι ο Χριστός δεν είναι με την γενική έννοια ο Σωτήρ τού κόσμου, αλλά ότι είναι “ο προσωπικός μου Σωτήρας”. Και πάλι το σύμβολο της Πίστεως διακηρύσσει “Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου, και παθόντα και ταφέντα”. Αλήθεια, μπορεί ανθρωπίνη καρδιά να μείνει ασυγκίνητη μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα της εσταυρωμένης αγάπης; Αδύνατον, εάν όντως υπάρχει και η ελαχίστη συνείδησις και εάν δεν έχει επέλθει πώρωσις.
Φυσικά στον χώρο τής Ορθοδόξου Εκκλησίας μας διαφυλάσσεται και διασφαλίζεται δέσμη δογματικών αληθειών που στην υπαρξιακή τους έκφανση οδηγούν τον άνθρωπο στον εξαγιασμένο προορισμό του. Και ένα από τα καίρια των δογματικών αληθειών που πιστεύουμε και άνευ αντιρρήσεως καθορίζει την ουρανοδρόμο πορεία μας, είναι ότι ο Χριστός θα είναι ο δίκαιος Κριτής μας. “Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς”. Μάλιστα, ο Χριστός που ήρθε την πρώτη φορά ταπεινώς για να σώσει τον κόσμο, θα έλθει και δευτέρα; φορά, δοξασμένος και Κριτής για να κρίνει εν τη δικαιοσύνη του Ευαγγελίου τον κόσμο.
Αυτή λοιπόν η πίστις, όχι μια γενική και αόριστη πίστις , αλλά η πίστις που διακηρύσσει από την ημέρα τής Πεντηκοστής η Εκκλησία μας και θα διατρανώνει έως το τέλος, σώζει και δικαιώνει τον άνθρωπο. Αυτή η αγωνιστική ζωή, μέσω των Ιερών Μυστηρίων, αποσκορακίζει την αμαρτία και καρποφορεί τα έργα τής αρετής.
Και το ότι αυτά δεν αποτελούν απλές θεωρίες και διανοητικές θεολογικές επεξεργασίες, αλλά βίωμα, το βλέπουμε στην ζωή όλων των Αγίων τής Εκκλησίας μας. Αλλά εκείνο που θα πρέπει να μας απασχολήσει στην ζωή των Αγίων είναι η απόλυτη εμμονή τους στις δογματικές Αποστολικές αλήθειες. Οι αγώνες που ξεκινούσαν όταν έβλεπαν αυτές τις αλήθειες να αλλοιώνονται και να παραχαράσσονται από τους αιρετικούς ή όταν οι σχισματικοί έφεραν σοβαρούς κραδασμούς στην Εκκλησιολογική συνοχή.
Το θέμα όμως που τίθεται τώρα προς τον καθένα μας είναι το εξής: “Γνωρίζουμε τις σώζουσες αλήθειες τής πίστεώς μας; Έχουμε συνειδητοποιήσει (όσο το δυνατόν βεβαίως) τι είναι ο Χριστός; Έχουμε την απόλυτη βεβαίωση ότι μόνο ο Χριστός σώζει και ότι αργά ή γρήγορα θα βρεθούμε ενώπιόν του προς απολογίαν;”
Αυτά είναι τα μεγάλα ερωτήματα που δεν θα πρέπει να μας αφήνουν στον θανατηφόρο ύπνο τής πνευματικής ραστώνης και τής σατανικής αναισθησίας.
Στο χέρι μας είναι το να ανθήσει μέσα μας η ζωντανή πίστη τού Χριστού. Στην διάθεσή μας είναι το να δεχθούμε ή αλλοίμονο το να αρνηθούμε την σωτηρία που μας παρέχει η ανοιχτή αγκάλη τού Εσταυρωμένου και Αναστημένου Κυρίου και Θεού μας. Μόνο όποιος έχει χάσει τα λογικά του και μισεί την ύπαρξή του, αρνείται την προσφερομένη σωτηρία.
Ας ανοίξουμε λοιπόν την καρδιά μας με θάρρος και εμπιστοσύνη στον Σωτήρα μας και ας ενταχθούμε οργανικά στο μυστικό του Σώμα, δηλ. στον λειτουργικό χώρο τής Εκκλησίας μας.
Και αν αισθανόμαστε ότι μεταξύ ημών και του Θεού υπάρχει κάποιο εμπόδιο που παρεμβάλλεται και δεν μας επιτρέπει την άμεση επικοινωνία τής δικαιώσεως και της χαράς τού Πνεύματος, εάν κάτι επιμένει να εμποδίζει το φως Τού Χριστού να καταυγάσει την όλη ύπαρξή μας, ε, τότε, αφού διδαχθούμε και γνωρίσουμε τις μεγάλες αλήθειες τής Ορθοδόξου πίστεως, ας αγωνισθούμε να τις εφαρμόσουμε με ιερό ενθουσιασμό και με την βεβαιότητα της χάριτος.Αμήν.

Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακής μετά την Ύψωσιν
(Γαλάτ. Β' 16-20)
Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

http://thriskeftika.blogspot.gr

Ο όρκος στον έξω απ'δώ


Γονατιστός ὁ Γέροντας καί μέ τό κεφάλι τελείως γερμένο ὥστε νά ἀκουμπᾶ στό ἔδαφος τρανταζόταν ἀπό τούς λυγμούς. Πύρινα τά δάκρυά του χύνονταν στό χῶμα τοῦ κελιοῦ του ἔχοντας σχηματίσει ἤδη μιά μικρή λίμνη ἀπό λάσπη. Μά δέν τολμοῦσε νά ὑψώσει τό κεφάλι καί νά ἀντικρύσει τήν γλυκιά μορφή τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου πού δέσποζε στό εἰκονοστάσι του κρατώντας τόν μικρό Χριστό. ῾Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. ῾Υπεραγία Θεοτόκε, σῶσόν με᾽, ψέλλιζαν διαρκῶς τά χείλη του. ῾Βοήθα με, Παναγιά μου. Δέν ἀντέχω ἄλλο τόν πειρασμό. Νιώθω τόσο βρωμερός ἐνώπιόν Σου καί ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μου᾽. 
Σταμάτησαν κάποτε οἱ λυγμοί καί τά δάκρυα. ῾Ο Γέροντας σηκώθηκε ἀργά, μά δέν τόλμησε γιά μιά ἀκόμη φορά νά κοιτάξει πρός τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου καί τόν ῎Ιδιο. Τοῦ φαινόταν ὅτι ὁ Οὐρανός ἦταν κλειστός ἀπέναντί του. ᾽Αμέτοχος σέ ὅ,τι διαδραματιζόταν στήν ψυχή, ἀλλά καί στό σῶμα του. ῾Η ἐνίσχυση πού περίμενε δέν ἐρχόταν. 
῎Εσυρε τά βήματά του καί σκέφτηκε νά πάρει καί πάλι ἕνα ξύλο πού ᾽χε μαζέψει στό φτωχικό κελί του καί νά κτυπήσει τό σῶμα του. ῾Η πύρωση τῆς σάρκας πού εἶχε ξεκινήσει ἐδῶ καί κάποιο καιρό τόν εἶχε τρομοκρατήσει καί βλέποντας τήν διάρκειά της τόν εἶχε σχεδόν καταβάλει. ῾Μά δέν εἶναι δυνατόν στήν ἡλικία μου νά ἔχω τέτοιους λογισμούς γιά γυναίκα καί νά εἶμαι τόσο ξαναμμένος στήν σάρκα!᾽ σκεφτόταν καί ξανασκεφτόταν διαρκῶς. ῾᾽Ασφαλῶς πρόκειται γιά δαιμονική ἐπίθεση. Γιά πειρασμό τοῦ διαβόλου᾽. 
Αὔξησε ἀπό τήν ὥρα πού ξεκίνησε ἡ σαρκική πύρωση τούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες. ῎Ηδη βεβαίως ἔτρωγε ἐλάχιστα, ἀφότου ἐδῶ καί πολλά χρόνια εἶχε ἀποσυρθεῖ σέ μιά σπηλιά πού ἔκανε κελί του στό ὄρος τῶν ᾽Ελαιῶν. Τό γεγονός ὅτι βρισκόταν σέ μιά περιοχή πού εἶχαν ἁγιάσει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί ἡ Παναγία Μητέρα Του τόν ἔκανε κάθε φορά νά νιώθει ἰδιαίτερα εὐλογημένος καί τά κατανυκτικά δάκρυα νά μήν τόν ἐγκαταλείπουν σχεδόν καθόλου. Εἶχε ἀποφασίσει νά μείνει ἐκεῖ μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του καί μάλιστα χωρίς ποτέ νά βγεῖ ἀπό τήν σπηλιά. ῾Η ζωή τοῦ ἔγκλειστου ἀσκητῆ ἦταν ἐκείνη πού τόν εἶχε θέλξει καί λειτουργοῦσε ὡς ὅραμα καί στήν δική του ζωή. Καί πράγματι γιά πολλά χρόνια βρισκόταν ἐκεῖ κι ἡ φήμη του ὡς ἔγκλειστου ἄρχισε νά ἁπλώνει. Πολλοί ἀνέβαιναν στόν τόπο πού ἀσκεῖτο, φέρνοντάς του μερικά παξιμάδια καί χόρτα ὡς φαγητό, ἐπικαλούμενοι ἐπιπλέον νοερά τίς εὐχές του. ῾῞Ενας τέτοιος ἄνθρωπος ἀφιερωμένος στόν Θεό ἀσφαλῶς θά ἔχει μεγάλη παρρησία σ᾽ Αὐτόν᾽ ἦταν ἡ λογική σκέψη τῶν καλῶν ἀνθρώπων. Κι ἔβλεπαν τό ἀποτέλεσμα ἄμεσα στήν ζωή τους. Πολλά ἀπό τά προβλήματά τους ἐπιλύονταν μέ τήν ἐπίκληση τῶν εὐχῶν τοῦ Γέροντα. 
῾Ο Γέροντας περιόρισε ἀκόμη περισσότερο τό λιτότατο φαγητό του. ῎Ετρωγε πιά μιά φορά τήν ἑβδομάδα λίγα παξιμάδια καί χόρτα, ἐνῶ οἱ γονυκλισίες καί οἱ ἀγρυπνίες του πολλαπλασιάστηκαν. Κάποιες φορές κτύπησε καί τό σῶμα του. ῎Ηλπιζε ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτόν ὁ σαρκικός πειρασμός θά ἔφευγε. Μάταια ὅμως. ῾Η πύρωση στήν σάρκα του ὄχι μόνον δέν ἔφευγε, ἀλλ᾽ αὐξανόταν ὁλοένα καί περισσότερο. ῾Ο δαίμονας τῆς πορνείας ἔκανε καλά τήν δουλειά του. Ποιός ξέρει ποιά δίοδο κενοδοξίας βρῆκε στόν μεγάλο ἀγωνιστή καί ἀσκητή καί τοῦ ᾽δωσε τό δικαίωμα τέτοιου πειρασμοῦ του! 
῾Ο πειρασμός τοῦ Γέροντα δυστυχῶς μέ τόν καιρό γινόταν ἐπικίνδυνος. ῎Οχι γιατί ἐξακολουθοῦσε νά ὑφίσταται, ἀλλά γιατί ὁ Γέροντας ἄρχισε νά παρουσιάζει σημάδια παραίτησης καί ἀπελπισίας. Μιά μέρα μάλιστα πού ἡ ἐπίθεση τοῦ πονηροῦ ἔγινε πολύ σφοδρή, πού ὁ Γέροντας ὄρθιος πηγαινοερχόταν μέσα στό μικρό κελί του χωρίς νά ξέρει τί νά κάνει γιά νά κατευνάσει τό ξάναμμα τῆς σάρκας του, ἄρχισε νά χάνει τό κουράγιο του. 
Ξέσπασε. ῾῾Ως πότε, πονηρέ καί ἀρχέκακε, θά μέ πολεμᾶς; Ποτέ δέν θά ὑποχωρήσεις; Γέρασα πιά, μαράθηκε τό σῶμα μου, γι᾽ αὐτό σοῦ δίνω κι ἐγώ ἐντολή νά γεράσεις κι ἐσύ μαζί μου. Φύγε, σατανᾶ. ῞Υπαγε ὀπίσω μου᾽. 
Σάν νά ᾽κουσε ἕνα μικρό γέλιο πίσω του ὁ Γέροντας. Ξαφνιάστηκε κι ἔστρεψε τό κεφάλι του ἀπό τήν μεριά πού ἀκούστηκε. Πάγωσε τό αἷμα στίς φλέβες του. Μπροστά του ὀφθαλμοφανῶς στεκόταν τό πονηρό πνεῦμα, μαῦρο στήν ὄψη καί μάτια κόκκινα γεμάτα ἀπό ταραχή. 
῾Γέρο᾽, ἄκουσε νά τοῦ λέει. ῾Δέν ξέρεις ὅτι ἐμεῖς δέν γερνᾶμε; Ποτέ δέν πρόκειται νά σταματήσω ἀπέναντί σου τόν πόλεμο. Μέχρι νά πεθάνεις, δέν θά σέ ἀφήσω σέ ἡσυχία. Εἶσαι τό θήραμά μου καί θά σέ καταπίνω σιγά σιγά. Θά σέ ταλαιπωρῶ συνέχεια. Εἶμαι πολύ πιό ἰσχυρός ἀπό σένα. Κι ἀπ᾽ ὅ,τι βλέπεις…᾽, ἄφησε ὁ πονηρός νά σέρνεται ἡ φράση του, ῾ἀπ᾽ ὅ,τι βλέπεις, δέν ἔχεις κανένα σύμμαχο. ᾽Εγώ κι ἐσύ εἴμαστε᾽. 
Ὁ τρόμος καί ὁ πανικός ἄρχισαν νά καταβάλλουν τόν ἀσκητή. Τό δόλωμα τῶν λόγων τοῦ πονηροῦ πνεύματος σάν νά ἔπιαναν τόπο στήν κουρασμένη ψυχή του. 
῾῞Ομως᾽, ἀκούστηκε καί πάλι ἡ συριχτή φωνή τοῦ δαίμονα, ῾ἐπειδή σέ λυπᾶμαι, ὑπάρχει τρόπος νά ἀπαλλαγεῖς ἀπό ἐμένα. Στό χέρι σου εἶναι᾽. Εἶπε καί περίμενε. 
῾Τί ᾽ναι αὐτό;᾽ εἶπε ἐντελῶς ξέψυχα ὁ Γέροντας. ῾Μέ ποιόν τρόπο θά μέ ἀφήσεις ἐπιτέλους ἥσυχο;᾽ Φαινόταν παραδομένος. 
῾Θέλω νά μοῦ ὁρκιστεῖς βέβαια ὅτι αὐτό πού θά σοῦ πῶ δέν θά τό πεῖς σέ κανέναν ἀπολύτως. Καί σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι δέν θά σέ ξαναπολεμήσω ἄλλο᾽. 
Χωρίς νά πολυσκεφτεῖ ὁ ἔγκλειστος ἀσκητής, μπροστά στήν ἀπαλλαγή τοῦ ἐξουθενωτικοῦ πολέμου του, ἔσπευσε νά συμφωνήσει.῾Ο ὅρκος του ἀκούστηκε φρικτός. 
῾Μά Αὐτόν πού κατοικεῖ στούς οὐρανούς δέν θά πῶ σέ κανέναν ὅσα μοῦ πεῖς᾽. 
Σάν νά τοῦ φάνηκε ὅτι τρεμόπαιξε τά σκοτεινά μάτια του ὁ πονηρός στό ἡμίφως τοῦ κελιοῦ, πού φωτιζόταν γλυκά ἀπό τό καντήλι πού ἔκαιγε μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Γλυκοφιλούσας. Δέν γύρισε ὅμως νά δεῖ τό δάκρυ πού κύλισε ἀπό τά μάτια Της. Ἡ ὕπαρξή του ἦταν κυριευμένη τήν ὥρα ἐκείνη ἀπό τό πνεῦμα πού ὕπουλα τοῦ μιλοῦσε καί τόν καθοδηγοῦσε στήν καταστροφή. 
Ξανάρχισε πάλι ὁ δαίμονας. ῾Θέλω…᾽, εἶπε καί κοντοστάθηκε, ῾θέλω… νά μήν ξαναπροσκυνήσεις τήν εἰκόνα αὐτή πού ἔχεις στό κελί σου᾽. Δέν τόλμησε νά ὀνοματίσει τό ὄνομα τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου κι οὔτε κἄν νά στραφεῖ νά Τήν δεῖ. Γιατί ὅσες φορές τό εἶχε ἐπιχειρήσει εἶχε νιώσει νά καίγεται. Καί μόνο ἡ ἀναφορά στό ὄνομά Της καί μόνο ἡ θέα τοῦ προσώπου Της τόν ἔκαναν νά ἐξαφανίζεται μέσα σέ μιά φωτιά τυραννική. 
Σάν νά συνῆλθε λίγο ὁ ἀσκητής ἀπό τήν χαύνωση πού βρισκόταν. ῾Νά μήν ξαναπροσκυνήσω τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας;᾽ ᾽Από τήν ἄλλη σκεφτόταν τήν ἀλάφρωσή του ἀπό τόν πόλεμο τοῦ πονηροῦ. 
῾῎Αφησέ με νά τό σκεφτῶ λίγο᾽, εἶπε κι εἶδε ὅτι ὁ δαίμονας ἐξαφανίστηκε. 
Πάλεψε πολύ μέ τούς λογισμούς του ἐκεῖνο τό βράδυ ὁ Γέροντας ἀσκητής. Θολωμένος ἀπό τήν ταραχή του ἄκρη δέν ἔβγαζε. ῾Μπρός γκρεμός καί πίσω ρέμα᾽ μονολογοῦσε διαρκῶς. ῾Η καταφυγή στόν Κύριο καί τήν Παναγία Δέσποινα ὅμως δέν γινόταν ἡ προτεραιότητά του. ῾Η ἀπελπισία συνέχιζε νά τόν κρατᾶ συντετριμμένο κάτω. 
Ξαφνικά φωτίστηκε ὁ νοῦς του. ῾᾽Επερώτησον τόν πατέρα σου καί ἀναγγελεῖ σοι᾽, θυμήθηκε τόν λόγο τῆς Γραφῆς. ῾Αὔριο θά περάσει κατά τήν συνήθειά του ἀπό ἐδῶ ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος ὁ ᾽Ηλιώτης ἀπό τήν λαύρα τῆς Φαράν. Δέν μέ ξεχνᾶ ποτέ καί αὔριο εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς ἐπίσκεψής του. Αὐτόν θά ρωτήσω γιά νά μοῦ πεῖ᾽. ῎Ενιωσε μιά βαθιά ἀνακούφιση. Οἱ λογισμοί του πῆραν νά ἠρεμοῦν. Στράφηκε καί πρός τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας. ῾Μέ ξεγελοῦν τά μάτια μου᾽, ψιθύρισε. Τοῦ φάνηκε σάν νά χαμογελᾶ ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου. ῾Παναγία μου, βοήθησέ με. Κύριε, σῶσε με᾽, εἶπε κι ἔνιωσε πολύ βαριά καί κουρασμένη τήν ψυχή του. ῏Ηλθε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τήν ἑπομένη. Συντετριμμένος ὁ Γέροντας καί μέ δάκρυα στά μάτια τοῦ ἐξομολογήθηκε τόν ὅλο πόλεμό του, τήν πύρωση τῆς σάρκας του πού τήν ἀπέκρυβε τόσο καιρό, γιατί ἔνιωθε βαθιά ντροπή πού ᾽χε συμβεῖ στήν ἡλικία του, τήν ἀπελπισία πού τόν εἶχε καταλάβει, τήν ἐμφάνιση τοῦ πονηροῦ καί τόν ὅρκο πού τοῦ ᾽χε δώσει. ῾᾽Αββᾶ, ἔδωσα ὅρκο στόν διάβολο ὅτι δέν θά πῶ τίποτε ἀπό τήν πρότασή του. Κι ἡ πρότασή του ἦταν νά μήν ξαναπροσκυνήσω τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας᾽. Ξέσπασε σέ ἀναφιλλητά ὁ Γέροντας, κατανοώντας προφανῶς τό μέγεθος τοῦ σφάλματός του καί τόν ἐμπαιγμό πού εἶχε ὑποστεῖ ἀπό τόν πονηρό. 
Ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τόν παρηγόρησε καί τόν νουθέτησε. ῎Εκλαψε κι αὐτός, κατανοώντας καί συγκαταβαίνοντας στόν πειρασμό τοῦ καλοῦ καί ἀγωνιστῆ ἀδελφοῦ του. Τρόμαξε μέ τήν πονηριά τοῦ δαίμονα ἀλλά ἐλεεινολόγησε καί τήν ἀνημπόρια του μπροστά στόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό καί τήν Θεοτόκο Μητέρα Του. 
῾Μή στενοχωριέσαι, ἀδελφέ μου᾽, τοῦ εἶπε ταπεινά καί μέ ἀγάπη. ῾῾Ο Κύριος δέν σέ ἄφησε. ᾽Εκεῖνος σέ ἐνίσχυσε νά ἀποκαλύψεις αὐτό πού σοῦ συνέβη μέ τόν δαίμονα, γιατί ἡ ἀποκάλυψη τῶν λογισμῶν καί τῆς ὅλης ζωῆς μας στόν πνευματικό καί σέ ἄλλους ἐμπείρους τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἀδελφούς καίει τόν τρισκατάρατο, τοῦ τυφλώνει τούς ὀφθαλμούς γιά νά μή βλέπει τίς πτώσεις μας καί τόν ἀποδυναμώνει πλήρως. Οὐαί σ᾽ αὐτούς πού τά κρατᾶνε μέσα τους. Αὐτοί γίνονται τά παιχνίδια κυριολεκτικά τοῦ σατανᾶ. ᾽Ακόμη καί τό παραμικρό ἁμάρτημα ἄν τό θεωρήσουν περιττό πρός ἐξομολόγηση, θά θεριέψει μέσα τους καί μέσω αὐτοῦ θά ἁλώσει ἐντελῶς τήν ψυχή τους ὁ πονηρός. ῎Εκανες λοιπόν τήν καλύτερη δουλειά πού ἀποκάλυψες τήν ψυχή σου. 
Βεβαίως, πρέπει νά παραδεχτεῖς ὅτι κάποια δίοδο βρῆκε ὁ πλάνος μέσα σου γιά νά προκαλέσει τόν πειρασμό αὐτόν. ῎Ισως κάποια ἀδιόρατη κενοδοξία καί ὑπερηφάνεια. Καί σύ μέ τόσα χρόνια πνευματικῆς ἀσκητικῆς ζωῆς δέν θά ἔπρεπε νά τοῦ δώσεις αὐτό τό δικαίωμα. Γιατί ὁ διάβολος ὅ,τι λέει εἶναι ψέμα. ῾Ο Κύριος δέν μᾶς λέει ὅτι εἶναι ῾ὁ πατήρ τοῦ ψεύδους;᾽ ᾽Ακόμη καί οἱ ἀλήθειες του στό βάθος λειτουργοῦν γιά τό ψέμα, μέ σκοπό τήν ὑποταγή τοῦ ταλαίπωρου ἀνθρώπου. Καλά λοιπόν ἔκανες καί πάτησες τόν ὅρκο σου στόν ψεύτη αὐτόν. Τώρα χαίρεται μαζί σου ὅλος ὁ οὐρανός, γιατί βλέπει τήν μετάνοιά σου. Καί νά ξέρεις, Γέροντα, τώρα θά δεῖς τήν δύναμη τοῦ Κυρίου καί τῆς Παναγίας μας γιά τό ξεπέρασμα τοῦ πειρασμοῦ σου. Γιατί ἔδειξες ταπείνωση. Κι ὅπου ὑπάρχει ἡ ταπείνωση ὑπάρχει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ᾽. 
Σταμάτησε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος. Κοίταξε τό γαληνεμένο τώρα πρόσωπο τοῦ Γέροντα καί χάρηκε γιατί εἶδε τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. ῾Κύριε, ἐνίσχυσέ τον᾽ ἔστρεψε τό βλέμμα του πρός τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Σάν νά ᾽δε πιό φωτεινό τό καντήλι της πού κουνιόταν πέρα δῶθε, χωρίς ἰδιαίτερο φυσικό λόγο. Τά μάτια του γέμισαν δάκρυα. ῾Η Παναγία συγκατένευε στήν μετάνοια πού ἐξελισσόταν ἐνώπιόν της καί ἐνώπιον τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της. 
῾Καί θά σοῦ πῶ καί κάτι ἀκόμη, Γέροντα᾽, εἶπε ἀργά καί μέ ἐπίγνωση τοῦ βάρους τοῦ λόγου του ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τῆς λαύρας τῆς Φαράν, ὁ ἔμπειρος πνευματικός, ὁ σοφός καί διακριτικός ἀσκητής, στρέφοντας τό βλέμμα του καί πάλι πρός τόν γερμένο στό ἔδαφος ἔγκλειστο ἐρημίτη. 
᾽Ανασήκωσε τό πρόσωπό του ὁ Γέροντας, γιά νά ἀκούσει αὐτό πού φαινόταν ξεχωριστά βαρυσήμαντο. 
῾Λοιπόν, νά ξέρεις μιά γιά πάντα στόν πειρασμό πού περνᾶς. Σέ συμφέρει – ναί, μάρτυς μου ὁ Θεός γιά τήν ἀλήθεια τοῦ λόγου μου – σέ συμφέρει πολύ περισσότερο νά μήν ἀφήσεις πορνεῖο γιά πορνεῖο σέ ὅλην τήν χώρα στό ὁποῖο δέν θά μπεῖς μέσα, ἀπό τό νά ἀρνηθεῖς νά προσκυνᾶς τόν Κύριό μας ᾽Ιησοῦ Χριστό μαζί μέ τήν ῾Υπεραγία Μητέρα Του! Γιατί στήν πρώτη περίπτωση ὑπάρχει τίς περισσότερες φορές ἡ ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτίας πού φέρνει τήν μετάνοια. Στήν δεύτερη ὅμως; Ποῦ θά στραφεῖ κανείς γιά μετάνοια, ἄν ἀρνηθεῖ τό λατρευτό πρόσωπο τοῦ Κυρίου καί τῆς Παναγίας Μητέρας Του; ῾Η ἄρνηση αὐτή σημαίνει τήν πλήρη ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπου᾽. 
Τοῦ ᾽πε κι ἄλλα ὁ ἀββᾶς, στήριξε καί παρηγόρησε τόν Γέροντα, τοῦ διάβασε τήν εὐχή. Τόν ἀγκάλιασε καί ἔφυγε, ἀφήνοντάς τον μέ εἰρήνη ψυχῆς, κυρίως ὅμως γιγαντωμένο τόσο, ὥστε νά ἀντιμετωπίσει εὔκολα τόν δαίμονα, ὁ ὁποῖος πράγματι δέν ἄργησε νά ξαναφανεῖ. Αὐτήν τήν φορά ὅμως εἶχε φύγει ἀπό τό ταραγμένο καί μαῦρο πρόσωπό του ἡ μάσκα τῆς ὑποκρισίας. 
῾Τί συμβαίνει, κακόγερε;᾽ τοῦ εἶπε τώρα ἐντελῶς ἐπιθετικά. ῾Δέν ὁρκίστηκες ὅτι δέν θά πεῖς τίποτε σέ κανένα; Καί πῶς τόλμησες νά τά πεῖς σ᾽ ἐκεῖνον πού ἦρθε σέ σένα;᾽ Καί πάλι δέν μπόρεσε νά ὀνοματίσει τό ὄνομα τοῦ ἀββᾶ, τοῦ ἐκλεκτοῦ σκεύους τοῦ Θεοῦ ὁ πονηρός. ῾Σοῦ λέω λοιπόν, κακόγερε, πώς θά κριθεῖς σάν ἐπίορκος τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, γιατί παρέβης τούς ὅρκους πού μοῦ ᾽δωσες᾽. 
῏Ηταν ἡ σειρά τοῦ Γέροντα νά γελάσει μέ τά λόγια τοῦ δαίμονα. ῾῎Ηξερα πάντα βέβαια᾽ τοῦ εἶπε, ῾ὅτι εἶσαι πονηρός, ἔστω κι ἄν προσωρινά φάνηκες νά μέ γελᾶς. ᾽Αλλά ἐκτός ἀπό πονηρός φαίνεται ὅτι εἶσαι καί ἀνόητος. Μοῦ λές ὅτι ὁρκίστηκα καί παραβίασα τόν ὄρκο μου. Τό ξέρω. ᾽Αλλά γιατί; Γιά νά μείνω πιστός στόν δικό μου Δεσπότη καί Ποιητή. Μακάρι ὅλοι νά παραβιάζουν τόν λόγο τους καί τούς ὅρκους τους σ᾽ ἐσένα, γιατί ἡ ὑπακοή σ᾽ ἐσένα εἶναι ἡ τέλεια καταστροφή τους. Κι ἄκου κι αὐτό, τρισκατάρατε πού νά ᾽σαι πάντα ἔξω ἀπό ἐδῶ. ῎Ακου κι αὐτό ἀπό ἐμένα, ἕνα ταπεινό πλάσμα τοῦ Θεοῦ πού μέ δυνάμωσε ὅμως ὁ Κύριος μέ τόν ἀπεσταλμένο δοῦλο του: θά τιμωρηθεῖς ἀπό ᾽Εκεῖνον πολύ περισσότερο μ᾽ αὐτό πού μοῦ ζήτησες, γιατί ἐσύ ἤσουν ὁ αἴτιος καί τῆς κακῆς συμβουλῆς καί τῆς ἐπιορκίας᾽. 
Μ᾽ ἕναν ἰσχυρό κρότο κι ἀφήνοντας πίσω του μιά μεγάλη βρῶμα ἐξαφανίστηκε τό πονηρό πνεῦμα, μή ἀντέχοντας τήν δύναμη ψυχῆς τοῦ πλάσματος τοῦ Θεοῦ. 
῾Ο Γέροντας στράφηκε μέ δάκρυα στόν Κύριο καί τήν Παναγία Μητέρα Του, προσκύνησε βαθιά κι ἔμεινε ἐκεῖ γιά πολλές ὧρες δοξολογώντας τό ἅγιο ὄνομά Τους. 
Μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του ἡ ταπείνωσή του ἦταν μεγάλη κι ἔκτοτε οὐδέποτε προσβλήθηκε ἀπό τόν πειρασμό τῆς σάρκας.

Πρωτ. Γεώργιος Δορμπαράκης

“Τότε φανερώθηκες Εσύ, Αόρατε, Άπιαστε, Ανέγγιχτε..”



“Κλαίγοντας πάντοτε, βγήκα στην αναζήτησή Σου, Άγνωστε. 

Συντετριμμένος από τη θλίψη και από την κατάνυξη, απολησμόνησα εντελώς τον εαυτό μου και όλο τον κόσμο και όσα βρίσκονται στον κόσμο, μη διατηρώντας στο πνεύμα μου τίποτα απ’ ότι είναι αισθητό.

Τότε φανερώθηκες Εσύ, Αόρατε, Άπιαστε, Ανέγγιχτε. Αισθάνθηκα πως μου καθαρίζεις το νου, πως μου ανοίγεις τα μάτια της ψυχής μου, πως μου επέτρεψες να θαυμάσω πιο τέλεια τη δόξα σου και πως Συ ο ίδιος μεγάλωνες μέσα στο φως…

Αστραποβολούσες πέρα από κάθε μέτρο και φαινότανε σα να μου παρουσιαζόσουνα ολόκληρος, στο καθετί, σε μένα που έβλεπα καθαρά. Τόλμησα τότε να σε ρωτήσω λέγοντας: “Ποιος είσαι Κύριε; Πότε για πρώτη φορά με καταξίωσες εμένα τον άθλιο αμαρτωλό, ν’ ακούσω τη γλύκα της φωνής Σου;”

Μου μίλησες με τέτοια τρυφερότητα, που ρίγησα και καταγοητεύτηκα. Αναρωτιόμουν πως και γιατί ευεργετήθηκα με τις χάριτές Σου. Μου είπες:“Είμαι ο Θεός που έγινα άνθρωπος για την αγάπη σου. Κι επειδή με πόθησες και με αναζήτησες μ’ όλη σου την ψυχή, τώρα θα’ σαι αδελφός μου, φίλος μου, συγληρονόμος της δόξας μου”. Μου το πες και σώπασες.

Έπειτα; Αργά απομακρύνθηκες από μένα, λατρευτέ μου και γλυκέ μου Δάσκαλε, Κύριε Ιησού Χριστέ μου”.

Απόσπασμα από τη δεύτερη Ευχαριστία προς το Θεό, στη Φιλοκαλία 19Α (Εκδόσεις “Γρηγόριος ο Παλαμάς” – Θεσσαλονίκη 1983).

Πάλιωσες σήμερα από την αμαρτία; Γίνε πάλι καινούργιος με τη μετάνοια

Aλήθεια, ποιό λιμάνι μπορεί να συγκριθεί με το λιμάνι της Εκκλησίας; Ποιός παράδεισος μπορεί να συγκριθεί με τον παράδεισο των συγκεντρωμένων πιστών; Δεν υπάρχει εδώ φίδι που γυρεύει να μάς βλάψει, μόνο ο Xριστός που μάς οδηγεί μυστικά. … Γι’ αυτό δεν θα ‘ταν λάθος αν θεωρούσαμε την εκκλησία πιο σπουδαία από την κιβωτό. Γιατί η κιβωτός δεχόταν βέβαια τα ζώα και τα διατηρούσε ζώα- η εκκλησία όμως δέχεται τα ζώα και τα αλλάζει. Tί εννοώ μ’ αυτό: Mπήκε στην κιβωτό ένα γεράκι, βγήκε πάλι γεράκι- μπήκε ένας λύκος, βγήκε πάλι λύκος. Eδώ μπαίνει κανείς γεράκι και βγαίνει περιστέρι- μπαίνει λύκος και βγαίνει πρόβατο- μπαίνει φίδι και βγαίνει αρνί΄ όχι επειδή μεταβάλλεται η φύση του, αλλά επειδή διώχνεται μακριά η κακία.
Γι’ αυτό φέρνω το λόγο διαρκώς στη μετάνοια. Γιατί η μετάνοια, που στον αμαρτωλό φαντάζει φοβερή και τρομερή, γιατρεύει τα παραπτώματα- εξαφανίζει τις παρανομίες- σταματά το δάκρυ- δίνει παρρησία μπροστά στο Θεό- είναι όπλο κατά του διαβόλου- μαχαίρι που τού κόβει το κεφάλι- ελπίδα σωτηρίας- αφαίρεση της απελπισίας. Aυτή ανοίγει στον άνθρωπο τον ουρανό. Aυτή τον οδηγεί στον παράδεισο. Aυτή νικά τον διάβολο. Γι’ αυτό ακριβώς και σάς μιλώ συνέχεια γι’ αυτήν. Όπως από την άλλη κι η υπερβολική αυτοπεποίθηση μάς οδηγεί στην πτώση. Eίσαι αμαρτωλός; Mήν απελπίζεσαι. Δεν σταματώ, σα φάρμακα αυτά τα λόγια συνεχώς να σάς τα δίνω. Γιατί ξέρω καλά τί όπλο δυνατό που είναι κατά του διαβόλου το να μη χάνεις την ελπίδα σου. Aν έχεις αμαρτήματα, μην απελπίζεσαι. Δεν παύω διαρκώς αυτά τα λόγια να τά επαναλαμβάνω. Aκόμα και αν αμαρτάνεις κάθε ημέρα, κάθε ημέρα να μετανοείς. Ας κάνουμε ό,τι ακριβώς και με τα σπίτια τα παλιά που είναι ετοιμόρροπα: αφαιρούμε τα παλαιά και σάπια υλικά και τ’ αντικαθιστούμε με καινούργια- και δε λησμονούμε διαρκώς να τα περιποιούμαστε.

Πάλιωσες σήμερα από την αμαρτία; Γίνε πάλι καινούργιος με τη μετάνοια. Mα είναι στ’ αλήθεια δυνατό, αυτός που θα μετανοήσει να σωθεί; – αναρωτιούνται μερικοί. Eίναι, και πολύ μάλιστα. Όλη μου τη ζωή μέσα στις αμαρτίες την πέρασα- και αν μετανοήσω, θα σωθώ; Nα είσαι απολύτως βέβαιος γι’ αυτό. Kι από που φαίνεται αυτό; Aπ’ τη φιλανθρωπία του Kυρίου σου. Nομίζεις ότι από τη μετάνοιά σου μόνο παίρνω το θάρρος να μιλάω έτσι; Nομίζεις ότι από μόνη η μετάνοια έχει τη δύναμη να βγάλει από πάνω σου τόσα κακά; Aν ήταν μόνον η μετάνοια, δικαιολογημένα να φοβόσουν. Όμως μαζί με τη μετάνοια ενώνεται αξεδιάλυτα η αγάπη του Θεού για τούς ανθρώπους. Kαι όριο αυτή η αγάπη δε γνωρίζει. Oύτε μπορεί κανείς να εξηγήσει με τα λόγια την απεραντοσύνη της αγάπης του Θεού. H δική σου κακία έχει ένα όριο- το φάρμακο όμως όριο δεν έχει. H δική σου κακία, όποια και να είναι, είναι μία ανθρώπινη κακία. Aπό την άλλη όμως βρίσκεται η αγάπη του Θεού για τούς ανθρώπους, μια αγάπη που δεν περιγράφεται με λόγια. Nα έχεις λοιπόν θάρρος, γιατί αυτή η αγάπη νικάει την κακία σου. Φαντάσου μία σπίθα να πέφτει μες στο πέλαγος. Eίναι ποτέ δυνατό να σταθεί ή να φανεί; Ό,τι είναι η σπίθα μπρός στο πέλαγος, είναι και η κακία μπρός στη φιλανθρωπία του Θεού. Ή μάλλον η διαφορά είναι ακόμη πιό μεγάλη. Γιατί το πέλαγος, όσο πλατύ κι αν είναι, κάπου τελειώνει βέβαια. H αγάπη όμως του Θεού για τούς ανθρώπους τέλος δεν γνωρίζει. Όλα αυτά σάς τ’ αναφέρω βέβαια όχι για νά σάς κάνω ράθυμους κι απρόσεκτους, αλλά για να σάς οδηγήσω στη μετάνοια με πιό μεγάλη προθυμία.
Διέπραξες κάποια παρανομία; Aιχμαλωτίστηκες από συνήθεια πονηρή; Kι ύστερα πάλι έφερες στο νου τα λόγια μου κι ένιωσες μέσα σου ντροπή; Έλα στην Εκκλησία! Ένιωσες λύπη μέσα στην καρδιά σου; Zήτησε τη βοήθεια του Θεού! Ήδη έχεις κάνει ένα βήμα προς τα εμπρός. Aλίμονο, ενώ άκουσα τις συμβουλές σου, δεν τις ακολούθησα. Πώς γίνεται να ‘ρθω στην εκκλησία πάλι; Πώς γίνεται ν’ ακούσω πάλι; Nάρθεις και νά ξανάρθεις ακριβώς γι’ αυτό, γιατί δεν τήρησες τις συμβουλές μου. Για να τις ξανακούσεις και να τις τηρήσεις.
Για πες μου, αν ο γιατρός βάλει ένα φάρμακο επάνω στην πληγή και δεν γίνεις καλά, δεν θα στο δώσει πάλι άλλη μέρα; Eίναι ένας ξυλοκόπος- θέλει να κόψει μια βελανιδιά. Παίρνει τσεκούρι- αρχίζει να χτυπά τη ρίζα. Aν δώσει ένα χτύπημα και δεν πέσει το άκαρπο δέντρο, δεν θα δώσει δεύτερο χτύπημα, δεν θα δώσει τρίτο, τέταρτο, δέκατο; Aυτό κάνε και σύ. Bελανιδιά είναι η πονηρή συνήθεια- άκαρπο δέντρο. Tα βελανίδια της είναι τροφή μόνο για χοίρους, που δεν έχουν λογική. Pίζωσε με το χρόνο μέσα στο μυαλό σου- νίκησε τη συνείδησή σου με το φύλλωμά της. O λόγος μου τσεκούρι. Tον άκουσες μια μέρα. Πώς είναι δυνατό σέ μία μέρα να πέσει κάτω αυτό που έχει πιάσει ρίζες μέσα σου τόσο καιρό; Λοιπόν, αν έρθεις δυό, αν έρθεις τρείς, αν έρθεις εκατό, αν έρθεις αναρίθμητες φορές ν’ ακούσεις, διόλου περίεργο δεν είναι. Mόνο προσπάθησε ν’ απαλλαγείς από ένα πράγμα πονηρό και δυνατό- από την πονηρή συνήθεια. Oι Iουδαίοι μάννα έτρωγαν, κι όμως ζητούσαν τα κρεμμύδια που έτρωγαν στην Aίγυπτο. «Kαλά – λέγαν- περνούσαμε στην Aίγυπτο». Άσχημο πράγμα η συνήθεια και ιδιαίτερα κακό! Λοιπόν, κι αν καταφέρεις νάρθεις δέκα μέρες, κι αν καταφέρεις νάρθεις είκοσι ή τριάντα, δεν σ’ αγκαλιάζω, δεν σέ επαινώ γι’ αυτό, δεν σού χρωστώ ευγνωμοσύνη. Mόνο μήν αποκάμεις- να μήν κουραστείς- αλλά νιώθε ντροπή και έλεγχε τον εαυτό σου.
Σας μίλησα πολλές φορές για την αγάπη. Ήρθες και άκουσες, κι ύστερα πήγες κι άρπαξες από τον αδερφό σου; Δεν ακολούθησες τα λόγια μου στη πράξη; Nα μη ντραπείς να ‘ρθείς στην Εκκλησία πάλι. Nτροπή να νιώθεις όταν αμαρτάνεις, μη ντρέπεσαι όταν μετανοείς. Kοίταξε τί σου έκανε ο διάβολος. Yπάρχουν δύο πράγματα- η αμαρτία και η μετάνοια. H αμαρτία είναι τραύμα- η μετάνοια φάρμακο. Όπως ακριβώς για τά σώματα υπάρχουν φάρμακα και τραύματα, το ίδιο και γιά την ψυχή- υπάρχουν τα αμαρτήματα και η μετάνοια. H αμαρτία μέσα της έχει την ντροπή- η μετάνοια έχει το θάρρος και την παρρησία. Θέλω να με ακούσεις, σε παρακαλώ, με προσοχή, μήπως και δεν αντιληφθείς πώς είναι η τάξη των πραγμάτων, και χάσεις έτσι την ωφέλεια. Πρόσεξε τί θα πω! Yπάρχει το τραύμα- υπάρχει και το φάρμακο. Yπάρχει η αμαρτία- υπάρχει και η μετάνοια. Tο τραύμα είναι η αμαρτία- το φάρμακο η μετάνοια. Στο τραύμα υπάρχει πύον και μόλυνση- υπάρχει ντροπή- υπάρχει χλεύη. Στη μετάνοια υπάρχει παρρησία- το φάρμακο η δύναμη να καθαρίζει αυτό που έχει μολυνθεί. Στην αμαρτία υπάρχει μόλυνση- υπάρχει ελευθερία- υπάρχει καθαρισμός του αμαρτήματος. Παρακολούθησε με προσοχή τα λόγια μου! Mετά την αμαρτία έρχεται η ντροπή- μετά τη μετάνοια ακολουθεί το θάρρος και η παρρησία. Έδωσες προσοχή σ’ αυτό που είπα; Aυτή την τάξη των πραγμάτων την αντέστρεψε ο διάβολος, και έδωσε στην αμαρτία παρρησία, και στη μετάνοια έδωσε ντροπή.
Γιατί να ντρέπεσαι λοιπόν; Δεν ένιωθες ντροπή τότε που έπραττες την αμαρτία και νιώθεις τώρα που έρχεσαι να βάλεις φάρμακο επάνω στην πληγή. Tώρα που απαλλάσσεσαι από την αμαρτία, τώρα ντρέπεσαι; Όφειλες τότε να αισθάνεσαι ντροπή- έπρεπε τότε να ντρεπόσουν- τότε, όταν έπραττες την αμαρτία. Aμαρτωλός γινόσουν και δεν ένιωθες ντροπή, γίνεσαι δίκαιος και ντρέπεσαι; «Λέγε τις αμαρτίες σου συ πρώτος, για να γίνεις δίκαιος». Ώ μέγεθος φιλανθρωπίας του Kυρίου! Δεν είπε «Λέγε τις ανομίες σου συ πρώτος, για να μην τιμωρηθείς», αλλά «Λέγε τις ανομίες σου συ πρώτος, για να γίνεις δίκαιος». Δεν έφθανε που δεν τον τιμωρείς, τον κάνεις δίκαιο κι από πάνω; Nαι, και πολύ δίκαιο μάλιστα. Πρόσεξε ακριβώς αυτά τα λόγια! Λέει: Tον κάνω δίκαιο αυτόν που θα μετανοήσει. Θέλεις να μάθεις και σε ποιά περίπτωση το έκανε αυτό; Tότε με τον ληστή. Mέ το να πει ο ληστής στο σύντροφό του απλώς και μόνο εκείνα τα γνωστά μας λόγια! «Mα ούτε τον Θεό δεν φοβάσαι εσύ; Kι εμείς δίκαια βέβαια- έχουμε μία τιμωρία όπως μάς αξίζει, για όλα όσα κάναμε»- την ίδια εκείνη τη στιγμή του λέει ο Σωτήρας: «Σήμερα κιόλας μαζί μου θα είσαι στον παράδεισο». Δεν του είπε: «σε απαλλάσσω από την κόλαση κι από την τιμωρία», αλλά τον βάζει στον παράδεισο, αφού τον κάνει δίκαιο.
Eίδες πώς έγινε ο άνθρωπος με την εξομολόγηση της αμαρτίας δίκαιος; Eίναι μεγάλη η φιλανθρωπία του Θεού! Θυσίασε τον Yιό, γιατί λυπήθηκε τον δούλο, παρέδωσε τον Mονογενή, για ν’ αγοράσει δούλους αχάριστους – πλήρωσε, δίνοντας για τίμημα το αίμα του Yιού Tου. Ώ μέγεθος φιλανθρωπίας του Kυρίου! Kαι μη μου πεις πάλι τα ίδια- «έχω πολλές αμαρτίες» και «πώς θα μπορέσω να σωθώ;». Eσύ δεν μπορείς, μπορεί όμως ο Kύριός σου και είναι τόση η δύναμή Tου, ώστε τα αμαρτήματα τα εξαλείφει.

Παρακολούθησε με προσοχή αυτά τα λόγια! Tα αμαρτήματα τα εξαλείφει, έτσι που ίχνος τους δε μένει. Bέβαια για τα σώματα αυτό δεν είναι δυνατό. Aκόμα κι αν αμέτρητες φορές θα προσπαθήσει ο γιατρός, ακόμα κι αν θα βάλει φάρμακα επάνω στην πληγή, γιατρεύει βέβαια την πληγή- πολλές φορές όμως πληγώνεται κανείς στο πρόσωπο και ενώ το τραύμα θεραπεύεται, μένει κάποιο σημάδι, που ασχημίζει και το πρόσωπο, αλλά και που θυμίζει πώς υπήρξε κάποτε ένα τραύμα. Kαι αγωνίζεται με χίλιους τρόπους ο γιατρός να εξαλείψει πέρα από την πληγή και το σημάδι. Mα όμως δεν τα καταφέρνει, γιατί τον αντιμάχεται η φύση του ανθρώπου η ασθενική και η αδυναμία της ιατρικής και των φαρμάκων. O Θεός όμως, όταν εξαλείφει τα αμαρτήματα, δεν αφήνει σημάδι ούτε επιτρέπει να παραμείνει κάποιο ίχνος επάνω στην ψυχή- αλλά μαζί με την υγεία χαρίζει και την ομορφιά- μαζί με την απαλλαγή από την τιμωρία δίνει και τη δικαιοσύνη- κι εκείνον που αμάρτησε, τον κάνει να ‘ναι ίσος με αυτόν που δεν αμάρτησε. Γιατί αφαιρεί το αμάρτημα και κάνει όχι μόνο να μην υπάρχει τώρα πια αυτό, αλλά και να μην έχει υπάρξει ούτε και στο παρελθόν. M’ αυτόν τον τρόπο ολοκληρωτικά το εξαλείφει. Δεν υπάρχει πλέον ουλή- δεν υπάρχει σημάδι- δεν υπάρχει ίχνος που να θυμίζει το τραύμα- δεν υπάρχει το παραμικρό που να φανερώνει πως υπήρξε πληγή (…).
Παρακολούθησε με προσοχή αυτά τα λόγια! Γιατί για όλους είναι, όλους αφορούν και οδηγούν στη σωτηρία. Παρασκευάζω φάρμακα, που είναι πιο σπουδαία από τα φάρμακα των ιατρών (…). Στα χέρια της μετάνοιας σάς παραδίδω- για να γνωρίσετε τη δύναμη που έχει- για να γνωρίσετε τί είναι ικανή να κατορθώσει και για να μάθετε πώς δεν υπάρχει αμάρτημα που να μπορεί να τη νικήσει, ούτε παράβαση του νόμου που να μπορεί να υπερισχύσει πάνω απ’ τη δική της δύναμη (…). Γνωρίζοντας, λοιπόν, το φάρμακο αυτό της μετάνοιας, ας απευθύνουμε δοξολογία στο Θεό. Γιατί η δόξα και η δύναμη αιώνια είναι δική Tου. Aμήν.”

Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος