.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΑΣΚΕΣ…

Ειπώθηκε κάποτε προσφυώς ότι ο στόχος της Νέας Εποχής δεν είναι ν’ αδειάσει τις ορθόδοξες εκκλησίες, αλλά να τις γεμίσει με κόσμο που θα έχει αλλοιωμένο φρόνημα. 
Μετά από δεκαετίες μεθοδικής κι οργανωμένης δράσης των οργάνων που, ενορχηστρούμενα από τα κέντρα της Παγκοσμιοποίησης και του Σιωνισμού, εργάζονται για τον συστηματικό πνευματικό εκμαυλισμό του λαού μας και την αποδόμηση της γνήσιας ορθόδοξης πίστης, όσο βέβαια και της γλώσσας και της ιστορίας του, είναι φανερό πως ο εν λόγω στόχος έχει σε μεγάλο βαθμό ήδη επιτευχθεί. 
Σήμερα λοιπόν υπάρχουν πάρα πολλοί, ακόμη και μέσα στον λεγόμενο εκκλησιαστικό χώρο, που υποτιμούν συνειδητά όλη τη συζήτηση που έχει ανοίξει εδώ και αρκετά χρόνια σχετικά με τον Οικουμενισμό - και αναζωπυρώθηκε επ’ εσχάτων εξαιτίας της συνόδου της Κρήτης αλλά και των προσφάτων αποτειχίσεων κάποιων κληρικών μας έναντι των οικουμενιστών επισκόπων τους. 

Υπάρχουν πολλοί που ακούγοντας περί Οικουμενισμού, Νέας Εποχής, θρησκευτικού συγκρητισμού, Πανθρησκείας κλπ. - εμφανώς επηρεασμένοι από τη χρόνια πλύση εγκεφάλου που εκπορεύεται από τους γνωστούς (κληρικούς τε και λαϊκούς) ψευδοθεολογούντες της «μεταπατερικότητας», της «θεωρίας των κλάδων» και των λοιπών νεοεποχίτικων τερατουργημάτων - χαρακτηρίζουν όλα τα προαναφερθέντα ως συνωμοσιολογικές υπερβολές ή και ως συζήτηση περί όνου σκιάς. 
Πολλοί θεωρούν ότι σε τελική ανάλυση τίποτε το ιδιαίτερο δεν μας χωρίζει από τους Παπικούς, οπότε καλό θα ήταν να τελειώνει επιτέλους αυτή η χιλιόχρονη διχαστική ιστορία. Αρκετοί μάλιστα μπορεί να ενστερνίζονται και όλα αυτά τα τεχνηέντως υποβολιμαία περί «αγάπης» και «προσέγγισης» όχι μόνο με αυτούς, αλλά και με τις άλλες θρησκείες. 
Επειδή όμως η πραγματική αγάπη απέχει από την «αγαπολογία» όσο ακριβώς και η άκρα ταπείνωση από τον απόλυτο φαρισαϊσμό, ας πούμε εφεξής μερικά πράγματα με το όνομά τους.

Κατ’ αρχάς οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι οι θεολογικές διαφορές με τη «χριστιανική» Δύση είναι στην πραγματικότητα χαώδεις και φυσικά δεν έχουν πάψει στο παραμικρό να υφίστανται. Όσο κι αν είναι βέβαιο ότι για εκείνη την τελική ρήξη του έτους 1054 έπαιξαν ρόλο και πολιτικά αίτια (τα οποία ασφαλώς υπερτονίζουν οι εγκάθετοι του συγκρητισμού), είναι ακόμη πιο σίγουρο ότι αυτό το γεγονός επιστέγασε απλώς τυπικά μία μακραίωνη διαφοροποιητική πορεία, που στα μέσα του 11ουαιώνα ήταν πλέον μη αναστρέψιμη. Επρόκειτο ουσιαστικά για δύο κόσμους σε πλήρη απόκλιση ήδη από την αρχαιότητα, τους οποίους η εξάπλωση του Χριστιανισμού όχι μόνο δεν μπόρεσε να ενοποιήσει, αλλά στην πραγματικότητα έκανε το μεταξύ τους χάσμα ακόμη πιο αγεφύρωτο, γιατί απλούστατα η (αρχικώς λατινικά απλοϊκή και ακολούθως και γερμανικά εκβαρβαρισμένη) Δύση - σε αντίθεση με τη βαθιά μυστική εμπειρία της Ανατολής - ποτέ δεν μπόρεσε να φτάσει μακρύτερα από μία κοντόφθαλμη, ορθολογιστική και μέσω απλοϊκών δικανικών προσεγγίσεων απόπειρα κατανόησης και ερμηνείας του Θεού. 
Η θεμελιώδης αυτή διαφοροποίηση, που τυγχάνει και η κύρια γενεσιουργός αιτία όλων των επιμέρους δυτικών δογματικών παρεκκλίσεων (οι οποίες φυσικά δεν αφορούν μόνο στο πρωτείο, αλλά είναι επίσης πάρα πολλές και ουσιαστικές, παρά τα όσα οι οικουμενιστές διαπρυσίως διακηρύττουν), κατά κανένα τρόπο δεν έχει έστω εξομαλυνθεί. 
Πολύ περισσότερο φυσικά ουδέν σημείον επαφής υφίσταται τόσο με όλο το θλιβερό εκείνο συνονθύλευμα που απαρτίζουν τα αναρίθμητα και θεολογικώς έωλα προτεστάντικα παραμάγαζα, όσο και με τις άλλες θρησκείες. Και βέβαια η υποβολιμαία βλακώδης «διαπίστωση» πως «όλοι στον ίδιο Χριστό πιστεύουμε» (βλακώδης, γιατί απλούστατα ΔΕΝ πιστεύουμε στον ίδιο Χριστό) ίσως να είχε κάποιο νόημα σε περιπτώσεις ιδεολογικοποίησης της πίστης, θρησκειοποίησης του εκκλησιαστικού γεγονότος ή θεώρησης της έννοιας της θέωσης ως ατομικής υπόθεσης του καθενός (οπότε θα μπορούσε πράγματι να υποτεθεί και η δυνητική της πραγμάτωση μέσα από πολλούς και διαφορετικούς δρόμους). Επειδή όμως εδώ ούτε περί ιδεολογίας πρόκειται, ούτε περί πράξεως περιχαρακωμένης ιδιωτείας, είναι προφανές ότι κάθε οργανωμένη απόπειρα σύγχυσης και συγκρητισμού, μόνο εκ του πονηρού αρύεται. Υπ’ αυτό το πρίσμα εννοείται ασφαλώς ότι την ακόμη ευρύτερη διαθρησκειακή «διαπίστωση» ότι «όλοι στον ίδιο Θεό πιστεύουμε» απαξιώ ακόμη και να τη σχολιάσω.

Και ως εκ τούτου φυσικά απαξιώ να σχολιάσω και την παλαιότερη τραγική ρήση του πατριάρχη Βαρθολομαίου ότι όλες οι θρησκείες μπορούν να οδηγήσουν στον Θεό. 
Μια ρήση που φροντίζουν να την επαναλαμβάνουν εδώ και πολύ καιρό και πάμπολλοι ακόμη πλανεμένοι οικουμενιστές επίσκοποι και λαϊκοί ψευδοθεολόγοι, με διάφορους τρόπους και σε διάφορες διατυπώσεις, αλλά πάντοτε με αυτή την ουσία. Την ουσία που γενικεύει διαθρησκειακά την ούτως ή άλλως εκτρωματική συγκρητιστική «θεωρία των κλάδων» και προετοιμάζει ξεκάθαρα το έδαφος για την παγκόσμια Πανθρησκεία, η τεχνητή κατασκευή της οποίας από τα χαμαιτυπεία της Νέας Εποχής τελεί εδώ και χρόνια εν πλήρει εξελίξει. Σε πλήρη συμπόρευση ασφαλώς με την πορεία της οικονομικής ενοποίησης του πλανήτη (δια της Παγκοσμιοποίησης), αλλά και της πολιτισμικής του ισοπέδωσης και ομογενοποίησης (μέσω της αποδόμησης των εθνικών γλωσσών και των εθνικών Ιστοριών, της συστηματικής διοχέτευσης κοινών νεοταξίτικων ηθών και αντιλήψεων και φυσικά της μαζικής και απολύτως ελεγχόμενης λαθρομετανάστευσης).

Ας επανέλθουμε όμως στις διαφορές έναντι της Δύσης και στη δήθεν προσπάθεια υπέρβασής τους με τους θεολογικούς διαλόγους μέσα στα πλαίσια του αυτοφερομένου ως «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών», αλλά και ευρύτερα. Οφείλουμε λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε expressis verbis και εν πλήρει συνειδότι ότι τόσο ο τίτλος του προαναφερθέντος νεοταξίτικου οργάνου, όσο και κάθε άλλη αναφορά σε όρους όπως «Διάλογος μεταξύ Εκκλησιών» ή «Ενωση Εκκλησιών» είναι εκφράσεις παντελώς ανυπόστατες και εξολοκλήρου βλάσφημες. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν Εκκλησίες, άρα πώς να…διαλεχθούν ή να προσπαθήσουν να ενωθούν; Η Εκκλησία απλούστατα είναι μία, η Αποστολική και Καθολική, ήτοι η Ορθόδοξη. Όλα τα άλλα, από τους Παπικούς ως τα απειράριθμα προτεστάντικα καρτούν (πώς αλλιώς δηλαδή να αποκαλέσει κανείς την εικόνα π.χ. Αγγλικανής επισκόπου να…ευλογεί γάμο μεταξύ ανδρών!), αποτελούν απλώς πλήρεις εκτροπές και καρικατουρίστικες αλλοιώσεις. Και αφού πρόκειται για εκτροπές και όχι για Εκκλησίες, δεν επενεργείται εκεί μέσα δια του Αγίου Πνεύματος απολύτως τίποτε! Από το 1054 και εξής οι Φραγκολατίνοι ούτε αγίους βγάζουν, ούτε ιερωσύνη έχουν, ούτε άλλα Μυστήρια. Ακόμη και αυτά που εκτιμούν πως έχουν, στην πραγματικότητα δεν ισχύουν! Αυτό είναι απολύτως ξεκάθαρο και ανέκαθεν εθεωρείτο για την Ορθόδοξη Εκκλησία εντελώς αυτονόητο (άσχετα βεβαίως αν μέσα στο κλίμα της οικουμενιστικής ψευδοπροσέγγισης έχουν αρχίσει εδώ και καιρό αρχικά να ψελλίζονται και ακολούθως να κυοφορούνται καινά - και άκρως ερμαφρόδιτα - «δόγματα», ακόμη και επ’ αυτού)!

Από την άλλη, όλη αυτή η ιστορία με τους δήθεν διαλόγους με τους ετεροδόξους έχει αποδειχθεί ως μία παντελώς ατελέσφορη παρωδία (μέχρι και ο περιώνυμος οικουμενιστής επίσκοπος Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας παραδέχθηκε προ ολίγων ετών το αδιέξοδο στο οποίο έχουν καταλήξει αυτοί οι «διάλογοι»), αφού κανείς εξ αυτών δεν έχει την παραμικρή επιθυμία ειλικρινούς προσέγγισης και αναγνώρισης των σφαλμάτων του, αλλά αντίθετα άπαντες εμμένουν πεισματικά στις πλάνες τους, στις οποίες είναι ξεκάθαρο ότι επιδιώκουν να σύρουν τους Ορθοδόξους.

Ποιοι επομένως φερόμενοι ως ορθόδοξοι πατριάρχες (και έτεροι ιεράρχες) τολμούν να μας κατηγορούν και να απειλούν με παύσεις και διώξεις τους ορθόφρονες ιερείς μας ή και εμάς (σε επόμενη φάση που σίγουρα θα έλθει) με επιτίμια, επειδή αντιστεκόμαστε στη χυδαία απαίτησή τους να ενωθούμε με τους αιρετικούς; Η μόνη επανένωση που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή (και βέβαια θα ήταν και ευκταία), είναι η επιστροφή των διαστρεβλωτών στην ενιαία Εκκλησία των πρώτων αιώνων, από την οποία οι ίδιοι παρεξέκλιναν. Επανένωση όμως με τους δικούς τους θεολογικούς όρους σημαίνει αυτομάτως και τη δική μας εκτροπή. Την ώρα δηλαδή που ο εκπεσών και εκμαυλισμένος (αυτοφερόμενος ως) «Χριστιανισμός» της Δύσης καταρρέει μέσα στις αμαρτίες και τα βαθιά του υπαρξιακά αδιέξοδα, την ώρα που πάμπολλοι Ευρωπαίοι διανοητές με ανησυχίες έχουν βαφτιστεί Ορθόδοξοι, εμείς θα πετάξουμε στα σκουπίδια τη Φιλοκαλία, τους Νηπτικούς, τους Ησυχαστές και θα πάμε εκουσίως να πέσουμε στην πλάνη; Είναι ολοφάνερο ότι μόνο ως ατυχέστατος αστεϊσμός θα μπορούσε να εκληφθεί μία τέτοια «πρόταση» (όσο βεβαίως και αν η οικουμενιστική σύναξη του Φαναρίου μάς την υποβάλλει ως μονόδρομο μέσα στη θλιβερή πνευματική της κατάντια).

Και ασφαλώς στο σημείο αυτό καλό θα ήταν να ξεκαθαριστεί και κάτι ακόμη. Εδώ το ζήτημα δεν είναι ποιος θα παρασύρει τον άλλον υπό τους όρους του. Δεν είναι ούτε πολιτικό παιχνίδι, ούτε μάχη εντυπώσεων, ούτε θέμα εγωισμών. Το πρόβλημα εδώ υψώνεται σε επίπεδο καθαρά σωτηριολογικό. Εκτός Εκκλησίας, δίχως τη σύναξη γύρω από το Άγιο Ποτήριο και δίχως μυστηριακή ζωή, δεν υπάρχει θέωση, άρα ούτε και σωτηρία. Να λοιπόν ποιο είναι στην πραγματικότητα το μέγα διακύβευμα. Είναι η ίδια η ψυχή μας. Είναι το ίδιο το σωτηριολογικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο μπορεί να πραγματωθεί ο πνευματικός αγώνας προς τη θέωση. Και αυτό το πλαίσιο πρέπει πάση θυσία να μείνει ανόθευτο.

Όλα αυτά επαναλαμβάνω και πάλι ότι μπορεί για πάρα πολλούς να είναι ψιλά γράμματα (όσο δεδομένη τυγχάνει άλλωστε και η κωμικοτραγική πλέον νεοελλαδική μιθριδατική άμβλυνση του «έλα μωρέ τώρα»), αλλά για κάθε συνειδητό ορθόδοξο είναι η κατεξοχήν ουσία. Πέραν όμως αυτού, θα ήταν χρήσιμο να επισημάνουμε και κάτι ακόμη: μία πιθανή υποχώρηση της ελλαδικής Εκκλησίας στα απροκάλυπτα πλέον «ενωτικά» σχέδια του Φαναρίου και των εδώ ακολούθων του θα είχε και άλλες συνέπειες, που πλέον δεν θα ήταν θεολογικές, αλλά κοινωνικές και εθνικές (και κάποιον που αδιαφορεί ίσως για τα θεολογικά, οπότε δεν τον πολυενδιαφέρουν όλα τα προαναφερθέντα, αυτό δεν μπορεί να τον αφήσει αδιάφορο). Γιατί εδώ είναι πια πολύ ορατή η προοπτική ενός σχίσματος εντός της χώρας μας, καθώς μεγάλο μέρος του κλήρου και του λαού είναι αποφασισμένο να μείνει πιστό στην πατρώα αυθεντική πίστη και να κηρύξει ακοινωνησία με τους πλανεμένους κληρικούς. Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι μεγαλόσχημοι ρασοφόροι που θα τολμήσουν και θα επιχειρήσουν την πρόκληση ενός νέου και με ανυπολόγιστες συνέπειες εθνικού διχασμού, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν το αιρετικό τους μένος και φυσικά να εξευμενίσουν και τα νεοταξίτικα αφεντικά, που τους ανέβασαν στους εκκλησιαστικούς θρόνους τους;

Τα πράγματα λοιπόν είναι σαφή, για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Τα ψέματα τελείωσαν: εδώ πλέον ζητούνται όλο και περισσότεροι επίσκοποι, όλο και περισσότεροι κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, που θα αφήσουν τα μισόλογα (και την αντίσταση απ’ το…υπόγειο) και θα προτάξουν αναφανδόν τα στήθη τους για να σταματήσουν την πορεία προς το σχίσμα και να αντισταθούν στην υλοποίηση ενός ακόμη βήματος στο νεοταξίτικο και νεοεποχίτικο σχέδιο της προόδου της ιδέας της Παγκόσμιας Θρησκείας (γιατί φυσικά υπενθυμίζουμε ότι το ευρύτερο παιχνίδι των αγαπολογικών εναγκαλισμών δεν αφορά μόνο σε καρδιναλίους ή σε πάστορες, αλλά και σε ιμάμηδες, γκουρού και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί ο νους του ανθρώπου), για την οποία η Ορθοδοξία είναι φυσικά το μεγάλο αγκάθι. Αυτή είναι ο μεγάλος στόχος του Σιωνισμού, που φυσικά δεν είναι πολιτικο-οικονομική «σέχτα», όπως νομίζουν ακόμη κάποιοι αφελείς, αλλά ξεκάθαρα αποτελεί θρησκεία, η οποία απλούστατα προετοιμάζει μεθοδικά το έδαφος για την έλευση του «Μεσσία» της, εξ ου και η οργανωμένη απόπειρα για την πνευματική, οικονομική και πολιτική ομογενοποίηση και ποδηγέτηση του πλανήτη. 
Ο πόλεμος αυτός έχει ξεσπάσει και θα είναι ένας πόλεμος σκληρός και μακρύς. 
Ας είμαστε έτοιμοι…

του Νεκτάριου Δαπέργολα
Διδάκτορος Βυζαντινής Ιστορίας

Μοναχός Μάκαριος Κουτλουμουσιανός







Στο Ιερό Πηδάλιο της Αγίας του Θεού Εκκλησίας, στον υπό ερμηνεία του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου Α' Κανόνα του Μεγάλου Βασιλείου αναφέρει :
Σχισματικοί δε ονομάζονται εκείνοι όπου διαφέρονται προς την Καθολικήν Εκκλησία, όχι για δόγματα Πίστεως αλλά για κάποια ζητήματα εκκλησιαστικά και ευκολοϊάτρευτα. 
Αιρετικοί δε ονομάζονται εκείνοι, των οποίων η διαφορά παρευθύς και αμέσως είναι περί της εις Θεόν πίστεως, ήτοι οι κατά την πίστιν και τα δόγματα χωρισμένοι από τους Ορθοδόξους και παντελώς απομακρυσμένοι.

Δι' ό και Γεώργιος ο Σχολάριος εν τω κατά Σιμωνίας, αιρετικός είναι λέγει: Κάθε ένας όπου ή κατ' ευθείαν ή πλαγίως πλανάται περί των άρθρων της πίστεως. 
Και οι πολιτικοί νόμοι φασιν· Αιρετικός εστί, και τοις των αιρετικών υπόκειται νόμοις, ο μικρόν γουν τι της ορθής πίστεως παρεκκλίνων. 

Και ο Ταράσιος εν τη α. πράξει της ζ'. Συνόδου λέγει:
Το επί δόγμασιν είτε μικροίς, είτε μεγάλοις αμαρτάνειν, ταυτον εστί· εξ αμφοτέρων γαρ ο νόμος του Θεού αθετείται. 

Και ο Φώτιος, γράφων προς τον Ρώμης Νικολαον· και γαρ εστίν όντως τα κοινά πάσιν άπαντα φυλάττειν επάναγκες, και προ γε των άλλων τα περι πίστεως. 
Ένθα και το παρεκκλίναι μικρόν, αμαρτείν εστίν αμαρτία την προς θάνατον. 
Διαφέρουσι δε οι αιρετικοί από τους απίστους, καθ ' ότι οι μεν αιρετικοί δεν φρονούσιν ορθώς τα των Χριστιανών, οι δε άπιστοι τελείως δεν δέχονται την ένσαρκον του Θεού Λόγου οικονομίαν.

Ερμηνεία εις τον ΙΕ' Ιερόν Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Αγίας Συνόδου υπό αοιδίμου Επισκόπου Νικοδήμου Μίλας

Ο ΚΑΝΩΝ ούτως είναι συμπλήρωμα του ΙΓ ' και του ΙΔ' Κανόνος της παρούσης Συνόδου, επιτάσσει δε, ίνα, εφ ' όσον πρέπει να υφίσταται η σχέσις εκείνη (σχέσις υποταγής δηλονότι και πειθαρχίας) του μεν Πρεσβυτέρου προς τον Επίσκοπον, του δε Επισκόπου προς τον Μητροπολίτην, πολλώ μάλλον δέον όπως υπάρχη η τοιαύτη σχέσις προς τον Πατριάρχην, εις ον την κανονική υπακοήν χρεωστούσαν άπαντες:
οι Μητροπολίται, οι Επίσκοποι, οι Πρεσβύτεροι τε και λοιποί Κληρικοί του περί ούτε πρόκειται Πατριαρχείου. 
Καθορίσας ταύτα περί της τον Πατριάρχην υπακοής, ο Κανών ποιείται γενικήν παρατήρησιν και επί των τριών ( ΙΓ' - ΙΔ '-ΙΕ') Κανόνων, δι' ης λέγει, ότι τα εκδοθέντα προστάγματα ισχύουσι μόνον καθ' ην περίπτωσιν υπεισάγονται σχίσματα ένεκεν αναπόδεικτων τινών παραβάσεων του Πατριάρχου , του Μητροπολίτου και του Επισκόπου.

Εάν όμως ο Επίσκοπος τις ή Μητροπολίτης ή Πατριάρχης άρξηται να διακήρυξη δημόσια επ' εκκλησίας αιρετικήν τινά διδαχήν, αντικείμενην προς την Ορθοδοξίαν, τότε οι προαναφερθέντες ΚΕΚΤΗΝΤΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΜΑ ΚΑΙ ΧΡΕΟΣ ΝΑ ΑΠΟΣΧΟΙΝΙΣΘΩΣΙ ΠΑΡΑΥΤΑ του Επισκόπου, Μητροπολίτου και Πατριάρχου εκείνου, διο ου μόνον εις ουδεμίαν θέλουσιν υποβληθή κανονική ποινήν, αλλά θέλουσι επαινεθή εισέτι, καθ' όσον διά τούτο ΔΕΝ ΚΑΤΕΚΡΙΝΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΠΑΝΕΣΤΑΤΗΣΑΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΝΟΜΙΜΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ, ΑΛΛΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΨΕΥΔΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΚΑΙ ΨΕΥΔΟΔΙΔΑΣΚΑΛΩΝ, ούτε και εγκατέστησαν τοιουτοτρόπως σχίσμα εν τη Εκκλησία αλλά αντιθέτως, ΑΠΗΛΑΞΑΝ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ, ΕΝ ΟΣΩ ΗΔΥΝΗΘΗΣΑΝ του ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΙΡΕΣΕΩΣ.

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

ΕΙΘΕ, ΟΙ ΕΙΛΙΚΡΙΝΩΣ ΠΟΘΟΥΝΤΕΣ ΤΟΥΤΟ, ΟΠΩΣ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΩΣΙ ΔΕΟΝΤΩΣ ΤΟ ΕΝ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΩ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ ΑΥΤΟΙΣ "ΔΙΚΑΙΩΜΑ" ΑΜΑ ΔΕ ΚΑΙ "ΧΡΕΟΣ" ΑΥΤΩΝ ΚΑΙ ΣΠΕΥΣΩΣΙ ΠΑΡΑΥΤΑ ΝΑ ΕΚΠΛΗΡΩΣΩΣΙ ΤΟ ΥΠΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΑΥΤΩΝ ΕΝΔΕΙΚΝΥΟΜΕΝΟΝ ΙΕΡΟΝ ΑΥΤΟΙΣ ΚΑΘΗΚΟΝ.

ΔΙΟΤΙ ΕΚΕΙΝΟΙ, ΟΙΤΙΝΕΣ ΝΟΜΙΖΟΥΣΙ ΚΑΙ ΦΡΟΝΟΥΝ ΟΤΙ "ΧΡΕΟΣ" ΤΟΥΤΟ ΔΥΝΑΤΑΙ ΝΑ ΕΚΠΛΗΡΩΘΗ ΜΟΝΟΝ ΟΤΑΝ Η ΣΥΝΤΕΛΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΦΘΑΣΕΙ ΕΙΣ ΤΟ " ΚΟΙΝΟ ΠΟΤΗΡΙΟΝ", ΩΣ ΛΕΓΟΥΝ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΟΤΙ ΟΥΔΕΝ " ΧΡΕΟΣ" ΤΟΤΕ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΕΚΠΛΗΡΩΣΟΥΝ, ΕΠΕΙΔΗ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΠΛΕΟΝ ΑΡΓΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΔΙΟΤΙ ΘΑ ΤΥΓΧΑΝΟΥΝ ΟΥΤΟΙ ΣΥΝΕΡΓΟΙ ΚΑΙ ΗΘΙΚΟΙ ΑΥΤΟΥΡΓΟΙ ΤΟΥ ΤΟΙΟΥΤΟΙ ΚΑΤΑΝΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΔΙΑΚΡΙΤΟΥ ΤΟ ΠΕΠΛΑΝΗΜΕΝΗΣ ΤΑΥΤΗΣ "ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΣ" ΚΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΩΣ ΑΣΥΝΕΠΟΥΣ " ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ" ΑΥΤΩΝ.

ΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΑΙ, ΟΘΕΝ, ΜΙΑΣ ΤΟΤΕ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΤΟΙΟΥΤΩΝ ΠΟΙΜΕΝΩΝ, ΔΕΝ ΘΑ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΠΡΑΞΙΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ, ΑΛΛΑ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΝ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΙΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟΝ ΤΟ ΟΠΟΙΟΝ ΕΚ ΠΡΟΜΕΛΕΤΗΣ ΑΝΕΜΕΝΟΝ ΝΑ ΠΕΡΙΠΕΣΟΥΝ !

ΤΟΤΕ ΟΜΩΣ, ΕΙΝΑΙ ΖΗΤΗΜΑ ΑΝ ΟΙ ΤΟΙΟΥΤΟΙ ΓΙΝΟΥΝ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΙ ΩΣ ΑΛΗΘΕΙΣ ΠΟΙΜΕΝΕΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΟΥ ΑΚΑΙΝΟΤΟΜΗΤΟΥ ΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΔΙΟΤΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΗΜΩΝ ΔΕΧΕΤΑΙ ΤΟΥΣ ΜΕΤΑΝΟΟΥΝΤΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΔΕΚΑΤΗΝ, ΟΥΧΙ ΟΜΩΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΩΔΕΚΑΤΗΝ, ΚΑΘ ' ΗΝ " ΚΛΕΙΕΤΑΙ Η ΘΥΡΑ" ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΛΟΝΤΕΣ ΤΟΤΕ ΕΙΣΕΛΘΕΙΝ ΕΥΡΙΣΚΟΝΤΑΙ 
"ΕΞΩ ΤΟΥ ΝΥΜΦΩΝΟΣ ", ΔΙΑ ΝΑ ΑΚΟΥΣΩΣΙΝ ΑΚΟΛΟΥΘΩΣ ΤΟ ΦΟΒΕΡΟΝ " ΟΥΚ ΟΙΔΑ ΥΜΑΣ " ! 
ΟΠΕΡ ΚΑΙ ΑΠΕΥΧΟΜΕΘΑ.

Εύχεστε και για εμένα 

Μοναχός Μάκαριος Κουτλουμουσιανός 
Καθίσμα Αγίου Νικολάου.

Παραπονιέσαι πως οι άνθρωποι έγιναν κακοί.....

Παραπονιέσαι πως οι άνθρωποι έγιναν κακοί. Πουθενά δεν συναντάς καλό άνθρωπο. Και παραξενεύεσαι, γιατί ο Θεός υπομένει τέτοιο κόσμο και δεν τον τελειώνει πια. Θα ξαφνιαστείς όταν ακούσεις, ότι το ίδιο παράπονο άκουσα από ένα γείτονά σου από την ίδια πόλη. 

Καί αυτός λέει, πως εξαφανίστηκαν οι καλοί άνθρωποι και πως αισθάνεται εντελώς έρημος στην οδό της δικαιοσύνης και της αλήθειας. Εκείνος δεν γνώρισε εσένα κι εσύ δεν ξέρεις γι’ αυτόν. Εάν εσείς οι δυο καλοί άνθρωποι είχατε γνωριστεί, θα αλλάζατε γνώμη και η λύπη σας θα μετατρεπόταν σε χαρά. Ο Χριστός είπε στους μαθητές Του: 

«Υμείς δε λυπηθήσεσθε, αλλ’ η λύπη υμών εις χαραν γενήσεται» (Ιωάν. 16, 20).

Εγώ θα σου πω το όνομα εκείνου του άλλου καλού ανθρώπου στην πόλη σας και εσύ αναζήτησέ τον. Και όταν οι δυο σας πάτε για προσευχή, προσευχηθείτε στον Κύριο να σας αποκαλύψει και άλλους καλούς ανθρώπους στον τόπο σας. 

Εγώ πιστεύω, ότι θα σας αποκαλυφθεί μεγάλος αριθμός ανθρώπων, που, προς το παρόν, σας είναι άγνωστοι. Οι άνθρωποι είναι σαν κάποια κινητά ορυχεία και στα ορυχεία συνήθως πρέπει να κατέβουμε βαθιά για να βρούμε εκείνο που μέσα τους είναι το πιο πολύτιμο. Τέτοια είναι η σύνθεση αυτού του σύμπαντος, ώστε ένα πράγμα όσο πιο πολύτιμο είναι τόσο πιο πολύ κρυμμένο είναι. 

Εάν ο δίκαιος Λωτ στα Σόδομα παραπονιόταν όπως εσείς παραπονιέστε, οποιοσδήποτε άνθρωπος θα τον πίστευε. Αλλά είναι δύσκολο να πιστέψουμε, πως σε μία χριστιανική πόλη, όπου η διδαχή του Χριστού κηρύσσεται και πράττονται Λειτουργίες, δεν υπάρχει παραπάνω από ένας καλός άνθρωπος.

Οι γείτονες, λες, δεν σε αγαπούν. Κάθε καλή σου πράξη την κοροϊδεύουν ερμηνεύοντάς την ανάποδα. Όπου δεν είσαι παρών επιρρίπτουν πάνω σου χλευασμούς. Και εσύ στενοχωρημένος αναρωτιέσαι: γιατί όλα αυτά; Και μέχρι πότε; Επειδή δεν γνωρίζουν την αλήθεια, δεν την αποζητούν, δεν την επιθυμούν, αλλά είναι σκλάβοι του ψέματος, ψεύτικων σκέψεων, ψεύτικων αισθημάτων, κακών συνηθειών. 

Ο Κύριος έχει πει: 

«Και γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιωάν. 8, 32). 

Τούτο ισχύει για τους γείτονές σου. Εάν εκείνοι γνώριζαν την αλήθεια, θα χαίρονταν για το καλό σου όπως για το δικό τους. Εάν δεν υπηρετούσαν εκείνον τον οποίο ο Σωτήρας ονόμασε ψεύτη -«ότι ψεύστης εστί και ο πατήρ αυτού» (Ιωάν. 8, 44), θα είχαν μέσα τους τη θεϊκή ελευθερία, να βλέπουν κανονικά, να κρίνουν ορθά και να χαίρονται σε κάθε καλό άνθρωπο. 

Όμως αυτό ισχύει και για σένα, δηλαδή εκείνος ο άγιος λόγος του Χριστού περί της γνώσης της αλήθειας σαν προϋπόθεση της ελευθερίας. Εάν κι εσύ γνωρίσεις την αλήθεια ακόμα βαθύτερα απ΄ ό,τι τη γνωρίζεις τώρα, δεν θα κατηγορείς εκείνους που σε μισούν, μαλώνουν, κοροϊδεύουν, ακόμα και αν σε κακομεταχειρίζονται. 

Κάποιος αρχαίος σοφός είχε ανάμεσα στους μαθητές του κι έναν πλούσιο αλλά υπερήφανο νεαρό, ο οποίος εξαιτίας ενός χλευαστικού λόγου ήταν έτοιμος να μαλώσει μέχρι αίματος. Για να τον θεραπεύσει από την υπερηφάνεια και να μην είναι απότομος πια, ο σοφός του επέβαλε να πάει στον κόσμο τρία χρόνια και να πληρώνει καθέναν που τον επέπληττε φραστικά. Ο νεαρός υποτάχθηκε στην κρίση του δασκάλου του και πήγε στον κόσμο. Περπατούσε έτσι και πλήρωνε όποιον τον μάλωνε.

Όταν συμπληρώθηκαν τρία χρόνια, επέστρεψε στον δάσκαλο του. Όμως στην πόλη τον προϋπάντησε ο θυρωρός, θυμωμένος εξαιτίας κάποιου άλλου, κι επιτέθηκε σ΄ αυτόν τον νεαρό και τον μάλωσε φοβερά. Και ο νεαρός αντί να πικραθεί γέλασε γλυκά. Παραξενεμένος μ’ αυτό ο θυρωρός τον ρώτησε: «Γιατί γελάς;»· και του απάντησε ο σκληραγωγημένος νεαρός: «Τρία χρόνια πληρώνω καθέναν που θα με επέπληττε έστω και λίγο, αλλά εσύ με μάλωσες πιο δυνατά απ΄ όλους δωρεάν!». Και όταν είδε ο σοφός τον διορθωμένο μαθητή, και τα έμαθε όλα, χάρηκε πολύ και τον επαίνεσε μπροστά σ΄ όλους.

Και εσύ διάβασε από την «Επί του όρους ομιλία» τον δωδέκατο στίχο: «Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. 5, 12).

Από τον Κύριο ειρήνη και ευλογία.

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ, 
“Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται”, Εκδ. “Εν πλω”, σ. 209

"ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, ΓΙΑΤΙ..."



Χριστέ μου, πως οι παλαιοί πατέρες είχαν τη δύναμη να ζουν με απλότητα ως πτωχοί κι εμείς σήμερα ζούμε σε πανικό, διότι φοβόμαστε μήπως στερηθούμε τις ανέσεις (λόγω κρίσης)!!!

Χριστέ μου, πως παλιότερα οι γονείς μας μπορούσαν να ζήσουν χωρίς ανέσεις, με λίγη τροφή και τα απαραίτητα, κι εμείς σήμερα να μην αντέχουμε την έλλειψη κάποιων ειδών που θεωρούνται περιττά!!!

Χριστέ μου, πως παλιότερα ήταν δεμένη η οικογένεια και σήμερα έχει διαλυθεί, διότι δεν αντέχει ο ένας τον άλλο!

Παιδί μου, παλιότερα οι άνθρωποι πίστευαν ακράδαντα στην Πρόνοια και την αγάπη μου κι Εγώ έστελνα τη Χάρη μου και γέμιζα τις καρδιές τους με χαρά. 

Παιδί μου, παλιότερα οι γονείς πίστευαν σε μένα και έκαναν πράξη τις εντολές μου. Αγάπησαν την ολιγάρκεια, διότι έτσι γινόντουσαν μιμητές μου και ένοιωθαν χαρά. 

Παιδί μου, παλιότερα ήταν δεμένη κι αγαπημένη η οικογένεια, διότι είχε την ευλογία μου. Ζητούσαν οι άνθρωποι πρώτα να κερδίσουν τη Βασιλεία μου και όλα τα άλλα τους τα χορηγούσα. 

Σήμερα, έχετε απομακρυνθεί από το δρόμο που σας υπέδειξα και πιστεύετε μόνο στον εαυτό σας.

Σήμερα, έχετε ξεχάσει τις πατρικές μου συμβουλές και υπακούετε στον διάβολο.

Σήμερα, έχετε αυτονομηθεί και πιστεύετε πως μόνοι σας μπορείτε να πορευθείτε, χωρίς τη βοήθειά μου.

Κι όμως, ακόμη σας αγαπώ και περιμένω την επιστροφή σας. 

Δεν σας ξέχασα, διότι είστε παιδιά μου.

Σας περιμένω. 

Μέχρι πότε όμως θα σας ανέχομαι;

π. Υάκινθος

Λαυρεώτες ένοικοι, του Φαναρίου …«ευλογείτε»!

Συκοφαντήσατε επαρκώς, ψευδολογήσατε δαψιλώς, αδικήσατε πλουσίως και καταφέρατε να εξορίσετε τους Ορθοδόξους Μοναχούς Γέροντα Σάββα και πατέρα Χερουβείμ από την μετάνοια τους. Αυτούς τους χαρίσατε πικρά και σωτηριώδη φάρμακα. Εμάς μας χαρίσατε ποιμένες και Πατέρες γνήσιους. Και για εσάς, εξασφαλίσατε τον δρόμο που «βλέπει εις πυθμένα άδου».[1]

Στα έγγραφα διαγραφής του Γέροντος Σάββα και του πατρός Χερουβείμ από το μοναχολόγιο της Μονής, δεν βρήκατε να τους εγκαλέσετε ούτε για παράβαση της αγιοπατερικής διδασκαλίας, ούτε για αθέτηση των αποφάσεων των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, ούτε για παράβαση των Ιερών Κανόνων, αλλά βρισκόμενοι σε πλήρη πνευματική πτώχευση κραδαίνετε περίφοβοι και περίτρομοι εντάλματα ανθρώπων, άρθρα του Συντάγματος, του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους και του εσωτερικού Κανονισμού της Μονής για να πείσετε εαυτούς και αλλήλους ότι πράξατε ορθά.
Εξετάσατε την υπόθεσή τους -δηλαδή την υπόθεση της αντίστασης Μοναχών στην αίρεση- σαν υπαλληλίσκοι ταχυδρομείου που διεκπεραιώνουν έγγραφα και εντολές μοχθηρών προϊσταμένων, αποκρύπτοντας με δολιότητα και δειλία τις εντολές του Θεού. 
Κρύψατε τον λύχνον υπό τον μόδιον[2] , γενόμενοι αρνητές των εντολών της Αγίας Γραφής, των Αγίων Αποστόλων, των Αγίων Συνόδων, των Αγίων Μαρτύρων, των Ομολογητών, των Ιερών Κανόνων, και των μεγάλων διδασκάλων της Εκκλησίας.
Ανταλλάξατε την δόξα της αγγελικής σας ζωής με ομοίωμα μόσχου που τρώει χόρτα.[3]
Ω! της τυφλότητάς σας! Ω! της παραλυσίας σας! Ω! του καταποντισμου σας! «Ανθίστασθε τη Αληθεία, άνθρωποι καταφθαρμένοι τον νουν, αδόκιμοι περί την πίστιν».[4]
Τι να σας πουν για να ξυπνήσετε; Πόσα δάκρυα χρειάζονται για να σας πείσουν; Δεν πιστεύετε ότι: «Σιχαίνεται ο Θεός αυτόν που χρησιμοποιεί νοθευμένη ζυγαριά»;[5]
Στη ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας ο αντιπρόσωπος της Μεγίστης Λαύρας φίλησε την παντόφλα του Πάπα, αποδέχτηκε τοfilioque, το Πρωτείο
του, την θεότητα της Παναγίας και όλες τις άλλες κακοδοξίες. Την σκυτάλη παίρνετε τώρα κι εσείς από τα χέρια του κ. Βαρθολομαίου, της κορυφαίας αντίχριστης -και για αυτό εσχατολογικής- προσωπικότητας της Εκκλησίας. 
Ο διωγμός τους από την Μονή της μετανοίας τους πιστεύω παράλληλα ότι τους ανακουφίζει, γιατί βεβαιώνει την αποξένωσή τους από σας και από τα «τέκνα της κατάρας»[6] που ακολουθείτε. Τους δίνετε βάσιμη ελπίδα ότι θα αποφύγουν την οργή του Θεού που τελικά και με βεβαιότητα θα έρθει.
Κρατήστε τους οίκους, θα ακολουθήσουν τον Ένοικον.
Μιμήθηκαν τον Αγ. Γρηγόριο Παλαμά που έλεγε: «Όσο πιο πολύ απομακρύνομαι από τον Καλέκα τόσο πλησιάζω προς τον Θεό», και εσείς αντί να προβληματιστείτε, σκοντάψατε μέρα μεσημέρικατηγορώντας τους με κατηγορίες στερούμενες κάθε σοβαρότητας: ότι τάχα προωθούν «αποσχιστικές τάσεις», είναι «προπαγανδιστές σχίσματος» και εκτελούν «αντιεκκλησίαστικές ενέργειες».
Σας παρακαλώ ξανακούστε την αλήθεια. Το σχίσμα στην Εκκλησία το δημιουργεί αυτός που εισάγει καινοτομίες και αλλόδοξες διδασκαλίες κι όχι αυτός που διατηρεί και αμύνεται της αγιογραφικής, συνοδικής και εν γένει αγιοπατερικής Ορθόδοξης Παρακαταθήκης. 
Ο Μ. Αθανάσιος θεωρεί εκπεσόντα από την Εκκλησία, αλλά και από αυτή την ιδιότητα του χριστιανού, ακόμα και αυτόν που ξεφεύγει από την Ιερά Παράδοση,[7] και εσείς όχι μόνο υπερασπίζεστε άφοβα το πλήρες δοχείο των αιρέσεων (τον κ. Βαρθολομαίο) άλλα διώκετε και τους Ορθοδόξους Μοναχούς. «Όσοι κοινωνούν με τους αιρετικούς, αυτοί ως αληθώς αποσχίζονται της Εκκλησίας»[8] λέει ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, και όχι βέβαια αυτοί που διακόπτουν την κοινωνία με αυτούς, όπως προσπαθείτε «μεθύοντες άνευ οίνου» να ψελλίσετε.
Απέναντι σε αυτούς που εγκαταλείπουν τον νόμο και εγκωμιάζουν την ασέβεια, η Αγία Γραφή αντιπαραβάλλει αυτούς που αγαπούν τον νόμο και «περιβάλλουσιν εαυτοίς τείχος».[9]
Γράφει ο Μ. Βασίλειος: «Και η περισσότερη λύπη μας προήλθεν από το γεγονός ότι αυτοί οι νεωτερισταί και αιρετικοί ήσαν από τους ιδικούς μας. Επειδή το να πάθη κανείς κάτι από φανερόν εχθρόν, όσον και αν είναι σκλη-ρόν, είναι κάπως υποφερτόν. Αλλά το να πάθης βλάβην από άνθρωπον ιδικόν σου και ομόψυχον, αυτό δύσκολα το υπομένει κανείς και δεν υπάρχει δι' αυτό καμμία παρηγορία. Διότι, εκείνον τον οποίον ενομίζαμεν ότι θα τον έχωμεν συμπολεμιστήν υπέρ της αληθείας, τον ευρήκαμεν τώρα εμπόδιον δια τους σωζομένους, και τους λόγους του αποπλάνησιν από τα ορθά δόγματα. Καθ' όσον, ποίον πράγμα παράτολμον δεν έπραξαν αυτοί οι νεωτερισταί; Εξ αιτίας των εχωρίσθη η Εκκλησία, καιεσχίσθησαν από τους ορθοδόξους και εσχημάτισαν ιδικήν τους παρασυναγωγήν. 
Εμπαίζεται από αυτούς το μέγα μυστήριον της ευσεβείας, με τας θολεράς και σκοτεινάς καινοτομίας των… Δι' όλα αυτά εκάλυψε τα πρόσωπά μας η εντροπή, και επλήρωσε τας καρδίας μας βαρεία λύπη».[10]
Οι κακόδοξοι λοιπόν διασπούν την Εκκλησία και όχι οι αντιδρώντες στις κακοδοξίες. 
Η ενότητα της πίστης και του δόγματος, διαρκώς κινδυνεύει να διασπαστεί από τις κακοδοξίες, κατά τον ιερό Χρυσόστομο.[11]
Αν η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος ορίζει: «Ει τις πάσαν παράδοσιν εκκλησιαστική έγγραφον ή άγραφον αθετεί ανάθεμα», πόση επιπλέον κόλαση επισύρει η υπεράσπιση της αιρέσεως και ο διωγμός των Ορθοδόξων Μοναχών που εσείς εκτελείτε; Δεν σας φοβίζει το: «Ουαί τοις αδίκως δικάζουσι»; Το «Ουαί τοις δικαιούσι τον ασεβή και το δίκαιον εκ του δικαίου αίρουσιν»; Το«Ουαί τοις μιαίνουσι την αγίαν πίστιν εν αιρέσεσιν, [και] τοις αιρετικοίς συγκαταβαίνουσιν»;[12]
Ο Μ. Φώτιος θεωρούσε αποστάτη τον αρχιεπίσκοπο της Καισαρίας Παύλο, και όχι τους αποτειχισμένους, διότι έγινε προδότης των δογμάτων της Πίστεως και οι πιστοί που διέκοψαν την κοινωνία με αυτόν, τον αποστρέφονταν τελείως και ούτε «“χαίρετε” δεν του έλεγαν»,[13] κι εσείς εγκαλείτε τους Μοναχούς γιατί δεν συμμετέχουν στην «μοναστική σας ησυχία» όπως γράφετε;

Για σας λοιπόν δεν είναι σχισματικός ο κ. Βαρθολομαίος που διδάσκει ότι:
.. .και οι Μουσουλμάνοι θα πάνε στον παράδεισο!
…και οι άλλες θρησκείες σώζουν τον άνθρωπο!
…και ο Ιουδαϊσμός είναι ευλογημένος!
…και οι λεσβίες παπαδίνες των Αγγλικανών ενεργούν τα Μυστήρια!
…και οι αγιομάχοι Προτεστάντες μεταδίδουν Άγιο Πνεύμα!
…και οι παπικοί που πιστεύουν σε δύο θεούς σώζουν τον άνθρωπο!
…και οι Μονοφυσίτες που δεν πιστεύουν ότι ο Χριστός είναι Θεός , 
είναι «Ορθόδοξοι»!….

… αλλά είναι αυτοί οι σχισματικοί οι οποίοι την Πίστη που παρέλαβαν διατηρούν, σέβονται και προβάλλουν μη προσθέτοντας η αφαιρώντας οτιδήποτε; Δεν αποτελούν οι παραπάνω κακοδοξίες των οικουμενιστών την πλήρη και απόλυτη βλασφημία της Θείας Οικονομίας και την ακύρωση όλης της διδασκαλίας και του βιώματος της Ορθοδοξίας; 
Και επειδή αυτοί αποδέχονται την διδασκαλία όλων των αγίων που διδάσκουν ότι: «Όταν οι Θείοι νόμοι υβρίζονται και εμείς διατελούμε εν σιγή και αδιαφορία, τότε, η κόλαση μας περιμένει»,[14] τους διώχνετε από την Μονή;
Εγκαταλείψατε την Ορθοδοξία και εγκωμιάζετε την ασέβεια κραδαίνοντας χαρτιά επειδή δεν σας ακολουθούν. Όμως «Ο ειπών ασεβή δίκαιός εστί, επικατάρατος λαοίς εστέ και μισητός εις έθνη».[15]
Πιστέψατε ότι δεν ισχύει για σας το: «Το συγκατακρύπτειν αμαρτίαν συγκατασκευάζειν εστίν του θανάτου».[16] 
Ούτε έχουν καμιά αξία για σας οι επιταγές των αγίων και των Συνόδων που ορίζουν «...αυτών που αποστρεφόμαστε το φρόνημα πρέπει να αποφεύγουμε και την κοινωνία».[17]
Τους διώκετε γιατί εφαρμόζουν την διδασκαλία του Μ. Βασίλειου:«Οίτινες την υγιά ορθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ομολογείν, κοινωνούσι δε τοις ετερόφροσι, τους τοιούτους, ει μετά παραγγελίαν μη αποστώσιν, μη μόνον ακοινωνήτους έχειν, αλλά μηδέ αδελφούς ονομάζειν» και λέτε ότι εκτελούν «αντιεκκλησιαστικές ενέργειες»;[18] 
Βγήκαν πρώτοι στους δρόμους γυρνώντας σαν περικαθάρματα[19] να αφυπνήσουν τον κόσμο έναντι της θανατηφόρας οικουμενιστικής χολέρας και εσείς τους διώκετε;
Aλίμονο σας πού βαδίζετε δύο δρόμους.[20]
Ενώ ο άγιος Μάρκος προτρέπει: «Φεύγετε ούν αυτούς αδελφοί, και την προς αυτούς κοινωνίαν. Οι γαρ τοιούτοι ψευδαπόστολοι, εργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εις αποστόλους Χριστού»,[21]και ο όσιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος διδάσκει: «Η εκκλησιαστική κοινωνία με τους Παπικούς εντάσσει τον κοινωνούντα στα αναθέματα των Συνόδων και στον πυθμένα του άδη»,[22] εσείς προτιμάτε να κάθεστε επί καθέδρα λοιμών[23], να εσθίετε την τράπεζα Ιεζάβελ[24]και να μωρολογείτε με τους κωφούς θωπεύοντας και ευφραίνοντας τα επισκοπίδια της τιάρας και της ημισελήνου.
Κι όταν ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει: «Όστις μίαν συλλαβήν παραβή η κάμη εν νεύμα κατά της πίστεως αρνητής γέγονεν»[25], εσείς αναπαύεστε στην βεράντα σας κατηγορώντας τους ότι προωθούν «αποσχιστικές τάσεις», είναι «προπαγανδιστής σχίσματος» και εκτελούν «αντιεκκλησιαστικές ενέργειες»;
Είσαστε άραγε ζωντανοί η έχετε ήδη πεθάνει;

Του Ιωάννου Ρίζου

[1] Παρ. ιστ΄ 25.
[2] Ματθ. 5,15.
[3] Ψαλμ. 105,20.
[4] Β΄Τιμ. γ΄ 8.
[5] Παροιμ. κ΄ 23. «Βδέλυγμα Κυρίω δισσόν στάθμιον».
[6] Β΄Πέτρ. β΄ 14.
[7] Ε.Π.Ε. 1,45.
[8] P.G. 99, 1065CD.
[9] Παροιμ. κη΄ 4.
[10] Ὀρθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία, ἐκδ. Ὀρθόδοξη Κυψέλη.
[11] Χρυσοστόμου Ἰω., Ὁμιλία εἰς Α΄Κορ. α΄, P.G. 61,13.
[12] Ἐφραὶμ ὁ Σύρος: Ἐρωτήσεις καὶἀποκρίσεις, T.L.G., Page 80, line 3.
[13] Ἐπιστ. ΚΣΤ΄ Παύλῳ γεγονότι ἀρχιεπισκόπῳ Καισαρείας καί ἀποστήσαντι, Ε.Π.Ε. 13, 290,25.
[14] Joannes ChrysostomusScr. Eccl.,De Babyla contra Julianum et gentiles(2062:373)“ Critical edition of, and introduction to, St. John Chrysostom's “De sanctoBabyla, contra Iulianum et gentiles” , Ed. Schatkin,M., 1967, Diss.Fordham.Sect51,ln18.
[15] Παροιμ. κδ΄ 23, (Μασορ.).
[16] Ἁγ.Νικοδήμου, Περὶ διορθώσεως τῶν ἀδελφῶν, σ. 87, ἐκδ. Ὀρθ. Κυψέλη 1991.
[17] Ἁγ. Ἀθανασίου, P.G.,1188B.
[18] Ν. Βασιλειάδη, Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ ἡ Ἕνωσις τῶνἘκκλησιῶν, Ἔκδ. «Σωτήρ», 1972, σελ. 95.
[19] Α΄Κορ. 4,13.
[20] Σειρ. β΄12.
[21] Τοῖς Ἁπανταχοῦ τῆς γῆς Ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς, §6, ἐν Ἰω. Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου καὶΚαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1960, τομ. Α΄, σ. 427.
[22] Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου, Συγγράμματα, τόμος β΄, Κατήχησις 31, 1, σ. 332.
[23] Ψαλμ.1,1.
[24] Γ΄Βασ.ιη΄21.
[25] Πηδάλιον, σελ. 76.

Αναρτήθηκε από Πατερική Παράδοση

«Πας ο λέγων παρά τὰ διατεταγμένα...»

Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ ὑποχρεωτικὸς καὶ μὴ δυνητικὸς χαρακτῆρας τοῦ 15ου Κανόνα

Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεσπίζοντας τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, εἶχαν ὡς σκοπὸ τὴν ὁριοθέτηση τοῦ χριστιανικοῦ βίου μὲ βάση τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας ὡς ὁλοκλήρωση ἀληθινῆς καὶ ἐλεύθερης ἐν Χριστῷ ζωῆς. Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες «δὲν εἶναι νομικοὶ κανονισμοί, ἀλλὰ ἐφαρμογὲς τῶν δογμάτων τῆς Εκκλησίας» (V. Lossky, Ἡ μυστικὴ θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, σελ. 206), τῶν ὁποίων ἡ ἐφαρμογὴ καὶ ὑπεράσπιση, ἐφ’ ὅσον στοχεύει στὴν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι γιὰ κάθε συνειδητὸ Χριστιανὸ ὑποχρεωτική. «Σὲ κανέναν δὲν ἐπιτρέπεται νὰ παραχαράξει ἢ νὰ ἀθετήσει τοὺς Κανόνες, ποὺ ἔχουν προδηλωθεῖ. Ἐὰν κάποιος καταργήσει κάποιον Κανόνα, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν εἰπωθεῖ, μὲ τὸν σκοπὸ νὰ καινοτομήσει ἢ νὰ ἀνατρέψει, αὐτὸς εἶναι ὑπεύθυνος σχετικὰ μὲ αὐτὸν τὸν Κανόνα, ὁ ὁποῖος ἐπιβάλλει καὶ δέχεται τὸ ἐπιτίμιο καὶ μέσω αὐτοῦ θεραπεύει τὸν καθένα, ποὺ πέφτει σὲ σφάλμα» (2ος Κανόνας τῆς 6ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου).

Ἡ ὑποχρεωτικὴ τήρηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ μία τήρηση συμβατικῶν Κανόνων συμπεριφορᾶς ποὺ θεσπίστηκαν ἀπρόσωπα καὶ λειτουργοῦν γενικὰ ὡς Κανόνες συμβίωσης καὶ διαπροσωπικῆς γαλήνης καὶ εἰρήνης, ὥστε νὰ προσαρμόζονται στὴν θέληση καὶ δυνατότητα τοῦ κάθε πιστοῦ. Ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν προστασία καὶ τὸ ὀρθό βίωμα κοινωνίας καὶ σχέσης μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν καὶ μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν μὲ τὸν Θεό, «στὴν κατὰ περίπτωση ἀνόθευτη διαφύλαξη τῆς ἀναγκαίας γιὰ τὴν ζωὴ τῶν πιστῶν πληρότητος τοῦ περιεχομένου τῆς ἀληθείας τῆς ἀποκαλύψεως ἀπὸ κάθε παρανόηση ἢ παρέκκλιση, ἤτοι στὴν ὀρθὴ βίωση τῆς οὐσίας τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ἱστορίας» (Βλ. Φειδά, Ἱεροὶ Κανόνες καὶ Καταστατικὴ Νομοθεσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σελ. 42). 

Ἡ ὑποχρεωτικὴ τήρηση τῶν Ἱ. Κανόνων δὲν εἶναι ἔργο προσωπικῆς δυνατότητας ἀλλὰ ὑπέρβαση τοῦ Ἐγώ μας. Ἡ ὑποχρεωτικὴ δηλ. τήρηση τῶν Ἱ. Κανόνων δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ τί ἐμεῖς προσωπικὰ μποροῦμε νὰ κάνουμε, ἀλλὰ μὲ τὴν βοήθεια ποὺ παίρνουμε ἀπὸ τὴ Θ. Χάρη, ὥστε νὰ ὑπερβοῦμε τὸ Ἐγώ μας καὶ νὰ γίνουμε μέτοχοι, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας στὸ σωτηριολογικὸ ἔργο Της. 
Καὶ οἱ δύο σχέσεις, μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν καὶ μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν μὲ τὸν Θεό, διακατέχονται ἀπὸ τὸ αὐτὸ τὸ στοιχεῖο τῆς ὑπέρβασης, ὑπέρβαση τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀδυναμιῶν μας.. 
Ἐὰν δὲν ἰσχύουν αὐτὰ οἱ Ἱ. Κανόνες γίνονται τότε μέσα, ποὺ ἐγκλωβίζουν τὸν ἄνθρωπο στὴν μεσότητα καὶ στὸν συμβιβασμό, στὴν αὐτοδικαίωση καὶ στὴν ὑποδούλωση στὸ προσωπικό του θέλημα «Οὐδεὶς δύναται δυσὶν κυρίους δουλεύειν· ἤ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἤ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ» (Ματθ. 6, 24).

Τηρώντας τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ ὑπερασπίζοντας τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία καὶ τὸ παράδειγμα τῆς βιωτῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων, βιώνουμε τὴν ἐλευθερία μας ὡς πραγματικὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ, διότι ὡς ἐλεύθεροι, ἐλευθέρως ἀναγνωρίζουμε τὴν ὑποχρέωση, τὴν τηροῦμε καὶ γι' αὐτὸ νιώθουμε ἐλευθερία εἰρήνη καὶ χαρά, τὴν εἰρήνη καὶ τὴν χαρὰ τοῦ Χριστιανοῦ. «Ὅσοι συνταχθοῦν μὲ αὐτὸν τὸν Κανόνα, νὰ ἔχουν εἰρήνη καὶ ἔλεος» (Γαλ. 6, 16).

Αὐτὴ ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ χαρὰ μᾶς ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς δούλους. «Τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν ᾗ Χριστός ἡμᾶς ἐλευθέρωσε στήκετε, καί μή πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε» (Γαλ. ε´, 1). 
Δουλεία προκαλοῦν τὰ πάθη, δουλεία καὶ κατάργηση τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας προκαλεῖ ἡ αἵρεση, τὴν ὁποία πολεμοῦμε σθεναρὰ ἐφαρμόζοντας καὶ θεωρώντας ὑποχρεωτικοὺς τοὺς Ἱ. Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας. 
Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες δὲν δίστασαν νὰ ἀναθεματίζουν, ὅποιος τοὺς ἀθετήσει (φανερὴ ἀποφατικὴ ἀπόδειξη τοῦ ὑποχρεωτικοῦ χαρακτῆρα): «Βλέπε φοβερὸν λόγον ἀγαπητέ. Σὲ ὅσους καταφρονοῦν τοὺς θείους καὶ Ἱεροὺς Κανόνες τῶν ἱερῶν Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι στηρίζουν τὴν ἁγία Ἐκκλησία, κοσμοῦν ὅλη τὴν χριστιανικὴ πολιτεία καὶ ὁδηγοῦν πρὸς τὴν θεία εὐλάβεια, ἀνάθεμα» (Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, σελ. 977 τοῦ 2ου τόμου τῶν συνοδικῶν).

Θεωρώντας τὸν κάθε Ἱ. Κανόνα ὡς ὑποχρεωτικὸ καὶ μὴ δυνητικὸ ἀπαρνούμαστε τὴν δουλεία τῶν παθῶν καὶ τῶν αἱρέσεων καὶ καλούμαστε οἰκειοθελῶς στὴν ἄλλη δουλεία, στὴν «ἐν Χριστῷ» δουλεία. Παράδοξος τρόπος νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι ἀλλὰ ἀληθινός. Καλούμαστε νά ὑπομείνουμε μέσω τῆς μετανοίας καὶ τῆς τήρησης τῶν Κανόνων τὴν ἐξόντωση τῶν ἀδυναμιῶν μας, τήν ὑπαρξιακή μας, ὅσον εἶναι γιὰ τὸν καθένα δυνατόν, ἐξόντωση χάριν τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου Του, ὡς τήν μοναδικὴ προϋπόθεση τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. «Ἄκουσα καὶ δὲν τήρησα... δὲν τήρησες; Καταδίκασες τὸν ἑαυτό σου κατὰ τὸ ἥμισυ˙ [δηλ. ἐπειδὴ νιώθεις ὅτι δὲν τήρησες τὸν νόμο]. Διότι αὐτὸς ποὺ καταδικάζει τὸν ἑαυτό του ὅτι δὲν τηρεῖ, προσπαθεῖ νὰ τηρήσει». (Χρυσοστόμου, λόγος 4ος περὶ μετανοίας).

Ἡ ἐλευθερία μας καί ἡ «ἐν Χριστῷ» δουλεία μας θεωροῦνται ἀλληλένδετες καὶ ὑποχρεωτικές, μὴ δυνητικές, προϋποθέσεις τῆς σωτηρίας μας. Ἀκολούθως καὶ ἡ προάσπιση τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ αὐτομάτως καὶ ὑπεράσπιση τῆς ἐλευθερία μας καί τῆς «ἐν Χριστῷ» δουλείας μας. Πόσῳ μάλλον, ὅταν ἡ ἡ μὴ ἐφαρμογὴ τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ ἡ ἐπαφὴ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπιφέρει καὶ μόλυνση, ὅπως τονίζουν οἱ Πατέρες: «Ἐκδιώξατε τὸν πονηρόν καὶ σκολιὸν ἐξ ὑμῶν, ἤ φύγετε ἀπ’ αὐτοῦ· ἐπειδὴ πᾶσα κακία μολύνει τὸν ἄνθρωπον. Διά τοῦτο καὶ ὁ Δαβίδ, φεύγων τοὺς πονηρούς, ἔλεγεν· “Οὐκ ἐκάθισα μετὰ συνεδρίου ματαιότητος, καὶ μετὰ παρανομούντων οὐ μή εἰσέλθω. Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων”. Διὰ τί δέ ταῦτα ἐποίει; Ἐπειδὴ πάλιν λέγει ἀλλαχοῦ· “Μετὰ ὁσίου ὅσιος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτός ἔσῃ, καὶ μετὰ στρεβλοῦ διαστρέψῃς”. Καὶ γάρ οἷός ἐστιν ὁ συνοικῶν μετὰ σοῦ, τοιοῦτον ἀπεργάσεται εἶναί σε» (Μ. Ἀθανασίου, Ρήσεις καὶ ἑρμηνεῖαι Παραβολῶν τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, Ἐξ Ἐπιστολῶν Παύλου).

Τὸ ἐρώτημα λοιπόν, ποὺ γεννιέται, δὲν εἶναι, ἂν εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ τηρήσω τὸν Κανόνα, ἀλλὰ ἂν θέλω νὰ εἶμαι Χριστιανός, μὲ ὅτι αὐτὸ συνεπάγεται. Καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ πραγματικὴ ἐλευθερία: Δικαίωμα ἐπιλογῆς ἀλλὰ καὶ ὑποχρέωση ἐφαρμογῆς καὶ ὑπεράσπισης αὐτοῦ ποὺ ἐπέλεξα. Ἐχθές, τὴν Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως ἀκούσαμε τὸν Χριστὸ νὰ μᾶς λέει:

«Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι. Ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ’ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν. Τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; Ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Ματθ. ιστ´, 24).

Τὸ μόνο ποὺ ἔχει δυνητικὸ ἢ ἀκόμα, ἂν θέλει κανείς, καὶ προτρεπτικὸ χαρακτῆρα σὲ αὐτὰ τὰ λόγια εἶναι τὸ «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν». Ὁ Χριστὸς σεβόμενος τὴν ἐλευθερία μας μᾶς ἀφήνει τὸ αὐτεξούσιο καὶ τὸ δυνητικὸ ποὺ τὸ συνοδεύει. Μετὰ ὅμως τὴν ἀπόφαση μας εἶναι ξεκάθαρος: Θέλεις νὰ σώσεις τὴν ψυχή σου, σήκωσε τὸν σταυρό σου καὶ ἀκολούθησέ με. Δὲν λέει, ἂν μπορεῖς, δὲν λέει ἂν θέλεις, ἀλλὰ σήκωσε, προστακτική· καὶ τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ θὰ προσπαθήσεις μὲ κόπο νὰ σηκώσεις τὸ σταυρό σου, θὰ ἔλθει καὶ θὰ στὸν κάνει «ἐλαφρὸ» ἡ Θ. Χάρη. 
Κάθε ἀντικατάσταση τῆς προστακτικῆς μὲ δυνητικοῦ χαρακτῆρα ἑρμηνείες ἀποτελεῖ συμβιβασμό, ἐπικάλυψη τῶν ἀδυναμιῶν καὶ παθῶν μας. Μήπως δὲ ξέρει μόνο Αὐτὸς ὅλα μας τὰ πάθη καὶ ὅλες μας τὶς ἀδυναμίες; Θέλει ὅμως νὰ τὰ ἀφήσουμε ὅλα σὲ αὐτὸν καὶ ὄχι στὶς ὑποτιθέμενες δυνάμεις μας. Ὀρθά κοφτά, ξεκάθαρα ἀπαιτεῖ τήν πλήρη ἔνταξη τῆς ζωῆς μας στή ζωή Του, στή δόξα Του, τὴν ὁποία συμβολίζει ὁ Σταυρός Του. Ὁ Σταυρὸς ποὺ σηκώνει καὶ ὁ κάθε πιστὸς ἐφαρμόζοντας ἐλευθέρως καὶ πιστὰ τοὺς Ἱ. Κανόνες καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου. 

Δὲν τηροῦμε ἕναν Κανόνα, διότι ἐπιφέρει ἢ δὲν ἐπιφέρει ἐπιτίμιο, πράγμα ποὺ δείχνει τὸν δοῦλο, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ τήρηση αὐτὴ μᾶς φέρνει σὲ συμφωνία-κοινωνία μὲ τὸν Κύριο καὶ Θεό μας, πράγμα ποὺ δείχνει ἀγάπη, ἀγάπη ἐλευθερίας: «᾿Εὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε» (Ἰωαν. ιδ’,15). 
Αὐτὸς εἶναι ὁ χαρακτήρας τῶν Ἱ. Κανόνων. Ἡ μὴ τήρηση τῶν Ἱ. Κανόνων ἐπιφέρει στὸν ἐλεύθερο ἄνθρωπο τύψεις, στὸν συμβιβασμένο ἀνάπαυση. «Πολλοὶ εἴμαστε αὺτοὶ ποὺ μιλοῦν, λίγοι ὅμως αὐτοὶ ποὺ πράττουν. Καὶ ὅμως κανεὶς δὲν ἔπρεπε νὰ νοθεύει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ λόγω τῆς δικῆς του ἀμέλειας, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν μία νὰ ὁμολογεῖ τὴν δική του ἀσθένεια καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ μὴν ἀποκρύπτει τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μὴν γίνουμε ὑπόδικοι λόγω τῆς παράβασης τῶν ἐντολῶν Του καὶ τῆς τοῦ λόγου «τοῦ Θεοῦ παρεξηγήσεως» (Ἁγ. Μαξίμου, κεφ. 85 τῆς 4ης ἑκατοντ. τῶν περὶ ἀγάπης, σελ. 329 τῆς Φιλοκαλίας). 

Ὁλόκληρη ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία μᾶς διδάσκει, ὅτι ὁ Χριστὸς εὐλόγησε τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀσυμβίβαστη μαρτυρία καὶ ὁμολογία, τὴν ὑποχρεωτικὴ ὑπακοὴ στὸ θέλημά Του καὶ ὄχι τὸν συμβιβασμὸ καὶ τὴν μεσότητα. «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, καγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς Πατέρα καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Β' Κορ. 6, 17-18). 
Γι’αὐτὸν τὸν λόγο εἶναι ὑποχρεωτικὸς καὶ ὁ 15ος Κανόνας. Διότι δείχνει, τὴν ἐλεύθερη βούληση μας να συνταχθοῦμε, πιστοὶ στὴν ὁμολογία τῆς Βαπτίσεώς μας, μὲ τὸν Χριστό, ὡς πραγματικὰ τέκνα Του, μὴ φοβούμενοι ἐπιτίμια, ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἀκλόνητη πεποίθηση, ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ μόνη Ἀλήθεια, ἡ Μία Πίστη. 
Ἐφαρμόζοντας τον Ἱ. Κανόνα ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ μᾶς ἀξιώσει στὸ τέλος τοῦ συντόμου βίου μας, νὰ ποῦμε ὡς ἐλεύθερα τέκνα Του τὰ περίφημα Παύλεια λόγια, λόγια μίας ἐλεύθερης ἐπιλογῆς: 

«Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα» 
(πρὸς Τιμ. Β΄, 4).

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου



Αδιάφοροι απέναντι στην δίωξη των Αγιορειτών Πατέρων;

Το άγιο όρος θα έπρεπε με την προσευχή των πατέρων να στηρίζει τον κόσμο. 
Το άγιο όρος θα έπρεπε να φλέγεται από την πίστη ώστε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός να μας λυπηθεί και να μας δώσει χρόνο για μετάνοια.
Θα έπρεπε να φωτίζεται από την καθαρότητα των ψυχών των ασκητών του και να φωτίζει και μας τους σκοτισμένους.
Τώρα όμως διώκει τα ίδια του τα παιδιά.
Πατέρες διώκουν πατέρες.
Πατέρες που “εκτιμούν και σέβονται τον αγώνα του πατριάρχουΚωνσταντινουπόλεως να κρατήσει ζωντανό το πατριαρχείο κάτω από δυσμενείς συνθήκες" διώκουν πατέρες πουαμφισβητούν το ορθόδοξο φρόνημα του, κρίνοντας απ' τα λόγια και τα έργα του. 
Διώκουν πατέρες που θεωρούν ληστρική την σύνοδο της Κρήτης που έγινε στο Κολυμπάρι το 2016.
Διώκουν πατέρες που ομολογούν πίστη (βλ. ομολογία ορθοδόξου πίστεως αγιορειτών πατέρων), που πιστεύουν μόνο στον τριαδικό Θεό, που δεν θέλουν την άλωση της ορθοδοξίας μας, την μίξη της με ομολογίες-αιρέσεις οι οποίες καταδικάστηκαν απ' τις συνόδους.
Διώκουν τους φάρους της ορθοδοξίας, αυτούς που προσπαθούν να διατηρήσουν το ορθόδοξο φρόνημα καθαρό, διακόπτοντας το πατριαρχικό μνημόσυνο σύμφωνα με την ιεροκανονική παράδοση.
Εμείς, εδώ στον κόσμο, τί στάση κρατούμε;
Έχει αρχίσει ήδη ο διωγμός και δεν ανησυχούμε;
Θα δεχθούμε να μείνει το περιβόλι της Παναγίας μας χωρίς τους υπερασπιστές της πίστεώς μας;
Θ' αφήσουμε τον κόσμο χωρίς την προσευχή τους;
Δεν φοβόμαστε;
Έχουμε εμεις προσευχή για να κρατηθούμε;
Δεν καταλαβαίνουμε πως με την αδιαφορία μας γινόμαστε συμμέτοχοι στην εξάπλωση του οικουμενισμού;
Οι άγιοι μάρτυρες και ομολογητές υπερασπίσθηκαν την πίστη μας με την ζωή τους. 
Θα γίνουμε μιμητές τους;
Ας μας φωτίσει ο Θεός να αισθανθούμε, ο καθένας ξεχωριστά, την ευθύνη που έχουμε προς τα θέματα της πίστεως.

Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΑΣ καὶ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητές Του: «Ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθήσει, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, ἂς σηκώσει τὸν σταυρό του κι ἂς μὲ ἀκολουθεῖ». Γιατὶ εἶπε, «τὸν σταυρό του»; Ἐπειδὴ εἶναι σταυρὸς προσωπικός. Κάθε ἄνθρωπος, δηλαδή, ἔχει νὰ σηκώσει τὸν δικό του σταυρό, ὁ ὁποῖος, ὅμως, ὁνομάζεται συνάμα καὶ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ.

Γιὰ κάθε ἄνθρωπο «ὁ σταυρός του» εἶναι οἱ θλίψεις καὶ οἱ ὀδύνες τῆς ἐπίγειας ζωῆς, θλίψεις καὶ ὀδύνες προσωπικές.

Γιὰ κάθε ἄνθρωπο «ὁ σταυρός του» εἶναι ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καὶ οἱ ἄλλες ἀσκήσεις τῆς εὐσεβείας, μὲ τὶς ὁποῖες ταπεινώνεται ἡ σάρκα καὶ ὑποτάσσεται τὸ πνεῦμα. Εἶναι κι αὐτὲς προσωπικές, καθώς πρέπει νὰ ἀναλογοῦν στὶς δυνάμεις τοῦ καθενός. Γιὰ κάθε ἄνθρωπο «ὁ σταυρός του» εἶναι οἱ ἁμαρτωλὲς ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη, προσωπικά ἐπίσης. 
Μὲ ὁρισμένα ἀπ᾽ αὐτὰ γεννιέται, ἐνῶ ἄλλα τὰ ἀποκτᾶ στὴν πορεία τῆς ἐπίγειας ζωῆς του.

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ.

Μάταιος καὶ ἀτελέσφορος ὁ σταυρός -ὅσο βαρὺς κι ἂν εἶναι- ποὺ σηκώνουμε, ἀκολουθώντας τὸν Χριστό, ἂν δὲν μεταβληθεῖ σὲ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ.

Γιὰ τὸν μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ «ὁ σταυρός του» γίνεται Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ ἔχει τὴν ἀκλόνητη πεποίθηση ὅτι Ἐκεῖνος πάντοτε ἀγρυπνεῖ γι’ αὐτόν, ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ποὺ παραχωρεῖ ὅλες τὶς θλίψεις, ὡς ἀπαραίτητο καὶ ἀναπόφευκτο ὅρο τῆς χριστιανικῆς ἰδιότητας, καὶ ὅτι μ’ αὐτὲς μιμεῖται καὶ οἰκειώνεται τὸν Χριστό, γίνεται μέτοχος τῶν παθημάτων Του στὴ γῆ, γιὰ νὰ γίνει μέτοχος καὶ τῆς δόξας Του στὸν οὐρανό.

Γιὰ τὸν μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ «ὁ σταυρός του» γίνεται Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ ὁ ἀληθινὸς μαθητής τοῦ Χριστοῦ μοναδικό σκοπό τῆς ζωῆς του ἔχει τὴν ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν Ἐκείνου. Οἱ πανάγιες ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ γίνονται γιὰ τὸν μαθητή Του σταυρός, ποὺ πάνω του διαρκῶς σταυρώνει τὸν παλαιὸ ἁμαρτωλὸ ἑαυτό του «μαζὶ μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες του».

Ἔτσι γίνεται φανερό ὅτι, γιὰ νὰ σηκώσει κανεὶς τὸν σταυρό του καὶ ν᾽ ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, πρέπει ν᾽ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του νὰ τὸν ἀπαρνηθεῖ ὡς τὸν ἀφανισμὸ τῆς ψυχῆς του! Ναί, γιατὶ τόσο βαθιά, τόσο πληθωρικὰ διαπότισε ἡ ἁμαρτία τὴ φθαρμένη φύση μας, ὥστε ἡ ψυχή μας πρέπει ν᾽ ἀφανιστεῖ καὶ νὰ γεννηθεῖ πάλι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Γιὰ νὰ σηκώσεις τὸν σταυρό σου, πρέπει, πρῶτον, νὰ ἀρνηθεῖς στὸ σῶμα τὴν ἱκανοποίηση τῶν ἰδιότροπων ἐπιθυμιῶν του, προσφέροντας του μόνο τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ συντήρηση του· δεύτερον, νὰ παραδεχθεῖς ὅτι τὸ δίκαιό σου εἶναι ἀπάνθρωπη ἀδικία καὶ ἡ λογική σου τέλειος παραλογισμὸς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί, τρίτον, νὰ παραδοθεῖς στὸν Κύριο μὲ ἀκλόνητη πίστη καὶ νὰ ἐπιδοθεῖς στὴν ἐπιμελῆ σπουδὴ τοῦ Εὐαγγελίου, ἀποστέργοντας τὸ θέλημά σου.

Ὅποιος μ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀπαρνεῖται τὸν ἑαυτό του, εἶναι ἱκανὸς νὰ σηκώσει τὸν σταυρό του. Μὲ πνεῦμα ὑποταγῆς στὸν Θεό καὶ μὲ τὴν ἐπίκληση τῆς βοήθειας Του, ἡ ὁποία ἔρχεται νὰ τὸν ἐνισχύσει, κοιτάζει ἄφοβα καὶ ἀτάραχα τὴ θλίψη νὰ τὸν πλησιάζει καὶ ἑτοιμάζεται μεγαλόψυχα νὰ τὴν ὑπομείνει. Ἐλπίζει ὅτι ἔτσι θὰ γίνει μέτοχος τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ φτάσει στὴν ὁμολογία Του, ὁμολογία μυστική, μὲ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά, ἀλλὰ καὶ φανερή, μὲ τὶς πράξεις καὶ ὁλόκληρη τὴ ζωή.

Ὅσο ὁ σταυρὸς παραμένει μόνο δικός μας, εἶναι πολύ βαρύς. Ὅταν μεταβληθεῖ σὲ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, γίνεται ἐξαιρετικὰ ἐλαφρός. «Γιατὶ ὁ ζυγός μου εἶναι χρηστὸς καὶ τὸ φορτίο μου ἐλαφρό», εἶπε ὁ Κύριος.

Ὁ σταυρὸς τοποθετεῖται στοὺς ὥμους τοῦ μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὐτὸς ἀναγνωρίσει πὼς εἶναι ἄξιος τῶν θλίψεων ποὺ τοῦ ἔστειλε ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ.

Ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ σηκώνει ὀρθὰ τὸν σταυρό του, ὅταν παραδέχεται ὅτι οἱ θλίψεις εἶναι ἀπαραίτητες γιὰ τὴ μεταμόρφωση του, τὴν ὁμοίωση του μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴ σωτηρία του.

Ἡ καρτερική ἄρση τοῦ σταυροῦ σου εἶναι ἡ καθαρή θέαση καὶ ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς σου. Σ’ αὐτὴ τὴν ἐπίγνωση δὲν ὑπάρχει αὐταπάτη. Ἀπεναντίας, ἂν ὁμολογεῖς πὼς εἶσαι ἁμαρτωλὸς ἀλλὰ βαρυγκωμᾶς γιὰ τὸν σταυρό σου, ἀποδεικνύεις πὼς ἔχεις ἐπιφανειακὴ γνώση τῆς ἀμαρτωλότητάς σου καὶ βρίσκεσαι μέσα στὴν αὐταπάτη. 
Ἡ καρτερική ἄρση τοῦ σταυροῦ σου εἶναι ἡ πραγματικὴ μετάνοια.

Καρφωμένος στὸν σταυρό, ὁμολόγησε μπροστὰ στὸν Κύριο πὼς οἱ ἀποφάσεις Του εἶναι ἀλάθητες. Κατηγόρησε τὸν ἑαυτό σου, δικαίωσε τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ λάβεις τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν σου.

Καρφωμένος στὸν σταυρό, γνώρισε τὸν Χριστό, καὶ θ’ ἀνοιχθοῦν γιὰ σένα οἱ πύλες τοῦ παραδείσου.

Καρφωμένος στὸν σταυρό σου, δόξασε τὸν Κύριο, ἀποδιώχνοντας ὡς ἄνομο καὶ βλάσφημο κάθε λογισμὸ παραπόνου καὶ γογγυσμοῦ. Καρφωμένος στὸν σταυρό σου, εὐχαρίστησε τὸν Κύριο γι’ αὐτὸ τὸ ἀνεκτίμητο δῶρο Του τὴ δυνατότητα, δηλαδή, ποὺ σοῦ δίνει νὰ Τὸν μιμηθεῖς μὲ τὶς ὀδύνες σου.

Καρφωμένος στὸν σταυρό σου, νὰ θεολογεῖς- γιατὶ ὁ σταυρὸς εἶναι τὸ ἀληθινό σχολεῖο, τὸ μοναδικό θησαυροφυλάκιο καὶ ὁ ὕψιστος θρόνος τῆς αὐθεντικῆς θεολογίας. Δίχως σταυρὸ δὲν ὑπάρχει ζωντανὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. «Μὴ ζητᾶς τὴν τελειότητα τοῦ νόμου τῆς ἐλευθερίας (δηλ. τοῦ Εὐαγγελίου) σὲ ἀνθρώπινες ἀρετές, γιατὶ τέλειος ἄνθρωπος μ’ αὐτὲς τὶς ἀρετὲς δὲν ὑπάρχει, ἡ τελειότητα του εἶναι κρυμμένη στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ».

Σὲ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ μεταβάλλεται ὁ σταυρὸς τοῦ μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὐτὸς τὸν σηκώνει μὲ εἰλικρινὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητα του εὐχαριστώντας καὶ δοξολογώντας τὸν Κύριο. Ἀπὸ τὴν εὐχαριστία καὶ τὴ δοξολογία ἔρχεται ἡ πνευματικὴ παρηγοριά. 
Ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ δοξολογία γίνονται πλούσιες πηγὲς ἀσύλληπτης καὶ ἄφθαρτης χαρᾶς, ποὺ κοχλάζει εὐεργετικά μέσα στὴν καρδιά, ξεχύνεται στὴν ψυχή, ἀπλώνεται στὸ σῶμα, κυριεύει ὅλη τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι γιὰ τοὺς σαρκικοὺς ἀνθρώπους ἀσήκωτος. Γιὰ τὸν μαθητὴ καὶ ἀκόλουθο τοῦ Χριστοῦ, ὅμως, εἶναι ἀστείρευτη πηγὴ ἀνέκφραστης πνευματικῆς εὐφροσύνης. Τόσο μεγάλη εἶναι αὐτὴ ἡ εὐφροσύνη, ποὺ ἐξουδετερώνει ἐντελῶς τὴ θλίψη καὶ τὸν πόνο. Ἡ νεαρὴ Μαύρα εἶπε στὸν σύζυγό της Τιμόθεο, ὅταν ἐκεῖνος, ὑπομένοντας μὲ καρτερία φοβερὰ βασανιστήρια γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστό, τὴν καλοῦσε στὸ μαρτύριο: «Φοβᾶμαι, ἀδελφέ μου, νὰ μὴ δειλιάσω, ὅταν δῶ τὰ βασανιστικὰ ὅργανα καὶ τὸν ὀργισμένο ἡγεμόνα φοβᾶμαι μήπως λυγίσω, ἐπειδὴ εἶμαι νέα». 
Καὶ ὁ Τιμόθεος τῆς ἀπάντησε: «Νὰ στηρίξεις τὴν ἐλπίδα σου στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, καὶ τὰ βασανιστήρια θὰ γίνουν λάδι, ποὺ θὰ χυθεῖ πάνω στὸ σῶμα σου, θὰ γίνουν πνοὴ δροσιᾶς, ποὺ θὰ σὲ ἀνακουφίσει ἀπὸ τοὺς πόνους σου».

Ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ δύναμη καὶ ἡ δόξα τῶν Ἁγίων ὅλων τῶν αἰώνων.

Ὁ Σταυρὸς εἶναι ὁ θεραπευτὴς τῶν παθῶν καὶ ὁ ἐξολοθρευτὴς τῶν δαιμόνων. Θανατηφόρος εἶναι ὁ σταυρός τους γιὰ ὅσους δὲν φρόντισαν νὰ τὸν μεταβάλουν σὲ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, γιὰ ὅσους βαρυγκωμοῦν ἐνάντια στὴ θεία πρόνοια, γιὰ ὅσους παραδίνονται στὴν ἀπελπισία καὶ τὴν ἀπόγνωση. Οἱ ἁμαρτωλοὶ ποὺ δὲν ἔχουν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς τους, ἑπομένως οὔτε καὶ μετάνοια, πεθαίνουν γιὰ πάντα πάνω στὸν σταυρό τους καὶ στεροῦνται, ἀπὸ ἔλλειψη αὐτογνωσίας καὶ καρτερίας, τὴν ἀληθινὴ ζωή, τὴ ζωή μαζὶ μὲ τὸν Θεό. Οἱ ψυχές τους κατεβαίνουν ἀπὸ τὸν σταυρὸ τῶν θλίψεων μόνο νεκρές, γιὰ νὰ ριχθοῦν στὸν αἰώνιο τάφο, στὴ φυλακὴ τοῦ ἄδη.

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἀνυψώνει πάνω ἀπὸ τὴ γῆ τὸν σταυρωμένο σ᾽ αὐτὸν μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, καρφωμένος στὸν σταυρό του καὶ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, ἔχει τὶς σκέψεις του στραμμένες στὰ αἰώνια καὶ ἄφθαρτα ἀγαθά, μὲ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά του ζεῖ στὸν οὐρανὸ καὶ θεωρεῖ τὰ μυστήρια τοῦ Πνεύματος.

«Ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθήσει», εἶπε ὁ Κύριος, «ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, ἂς σηκώσει τὸν σταυρό του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήσει». Ἀμήν.

Ὁ σταυρός μας καὶ ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ
ἀπὸ τὸ βιβλίο
Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ
«Ἀσκητικὲς ἐμπειρίες B´»
ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου, 
Ὠρωπός Ἀττ. 2009, σελ. 95-100

Γιατί συνιστούν οι Άγιοι Πατέρες να λέμε "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με" και όχι "ελέησον ημάς";



«Γιατί συνιστούν οί Άγιοι Πατέρες να λέμε "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με" και όχι "ελέησον ημάς", όπου το "ημάς" συμπεριλαμβάνει και τους άλλους; Δεν είναι εγωιστικό να νοιαζόμαστε μόνο για τον εαυτό μας, αδιαφορώντας για τους συνανθρώπους μας;»

Οί άγιοι Πατέρες προτιμούν να λέμε στον ενικό την ευχή, επειδή με τον λόγο "ελέησον με" (συχνά προσθέτουμε και "τον αμαρτωλών") δηλώνουμε συναίσθηση της αμαρτωλότητας μας, όπως και ό Δαβίδ στους ψαλμούς πολλές φορές βοά "ελέησον με", ενώ προσθέτει «ότι την άνομίαν μου εγώ γινώσκω» (Ψαλμ. ν' 5) και «την άνομίαν μου έγνώρισα και την άμαρτίαν μου ουκ έκάλυψα» (Ψαλμ. λα' 5). Το "ελέησον με" σημαίνει εξομολόγηση, αυτοέλεγχο, αύτομεμψία, αύτοσυναίσθηση της άμαρτωλότητας του προσευχομένου. 
Από τη συναίσθηση αυτή γεννιέται ή μετάνοια, ή συντριβή, οί στεναγμοί και τα δάκρυα, καθώς και πάλι μαρτυρεί ό προφητάναξ λέγοντας: «λούσω καθ' έκάστην νύκτα την κλίνην μου, εν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω» (Ψαλμ. στ'7).
Λέγοντας, αδελφέ, τη μικρή αυτή ευχή ("Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με"), εάν επιθυμείς να γνωρίσεις καρποφορία, οφείλεις να στέκεσαι και συ ως άλλος Δαβίδ και ως άλλος Τελώνης. Ό τελευταίος από την πολλή συναίσθηση και το στήθος ακόμη χτυπούσε, φωνάζοντας: «ό Θεός, ίλάσθητί μοι τω Αμαρτωλώ!» Κατέβηκε δε αυτός δικαιωμένος παρά ό "δίκαιος" Φαρισαίος, κατά τη μαρτυρία του Κυρίου (Λουκ. ιη'14).
Και δεν αδιαφορούμε για τους άλλους. Ίσα-ίσα, επειδή νοιαζόμαστε για τους άλλους, φροντίζουμε τόσο πολύ για τον εαυτό μας. Άκουσε πάλι παράδειγμα: 
Ας υποθέσουμε ότι είσαι άσημος και μόνος. Ξαφνικά, έρχεται κάποιος φίλος σου το ίδιο άσημος και μόνος, όπως εσύ. Πέφτει στα πόδια και σε παρακαλεί: «Φίλε μου, σε παρακαλώ, τρέξε στους ισχυρούς να παρακαλέσεις για μένα. Έχω μεγάλη ανάγκη». Τι θα κάνεις; Όσο συνδέεται ό φίλος σου με τους ισχυρούς, άλλο τόσο τους ξέρεις και συ. 
Τι βοήθεια να προσφέρεις; Ασφαλώς τίποτε.
Αν όμως αγαπάς πραγματικά τον φίλο σου, αλλά και κάθε άλλο συνάνθρωπο, θα προβληματιστείς σοβαρά. Θα σκεφθείς: «Είναι ανάγκη να συνδεθώ οπωσδήποτέ με τους αρμοδίους. Πρέπει να βοηθήσω. Θα τρέξω λοιπόν στην πόλη• θα σπουδάσω• θα μορφωθώ• θα αποκτήσω θέσεις, φήμη και καλό όνομα. Σιγά-σιγά θα συνδεθώ με τους ισχυρούς και τότε θα μπορώ άνετα να πετύχω αυτά πού θέλω».
Τώρα, νομίζω, κατάλαβες Τι εννοώ. Αν θέλεις λοιπόν και συ να βοηθήσεις πνευματικά τους συνανθρώπους σου, φρόντισε πρώτα να συμφιλιωθείς ό ίδιος με τον παντοδύναμο Σωτήρα Χριστό με μετάνοια, με εξομολόγηση και να λες μαζί με τον Δαβίδ "ελέησον με!"
«Ωραία», θα μου πεις. «Να κάνω έτσι. Ας υποθέσουμε ότι συμφιλιώθηκα και εγώ με τον Κύριο Ιησού Χριστό. "Ε, τότε, από δω και πέρα δεν είναι εγωισμός να συνεχίσω να προσεύχομαι για τον εαυτό μου λέγοντας "ελέησον με" και όχι "ελέησον ημάς";
Σωστή ή παρατήρηση σου, άκουσε όμως και την εξήγηση. Ό Απόστολος Παύλος γράφει: «Καθάπερ γαρ το σώμα εν εστίν και μέλη έχει πολλά... ύμεΐς δε έστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους» (Α' Κορ. ιβ' 12,27). "Ώστε, κατά τον "Απόστολο, «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν» αποτελούμε μέλη ενός σώματος, του οποίου κεφαλή είναι ό Χριστός. Λέει πάλι ό μέγας Παύλος: «είτε πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη, είτε δοξάζεται εν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη» (Α' Κορ. ιβ'26).
Για παράδειγμα, αν ό Κώστας νίκησε στα 100 ή στα 400 μέτρα και βραβεύτηκε, δεν θα δώσουμε συγχαρητήρια στα πόδια του Κώστα, αλλά στον ίδιο τον άνθρωπο. Αν πάλι τυχόν χτύπησε στον αγώνα το πόδι του, τότε δεν πονάει μόνο το πόδι, αλλά πονάει ολόκληρος.
Το ίδιο και στα πνευματικά. Αν ένα μέλος της Εκκλησίας αγιάζεται με τους πνευματικούς του αγώνες, ή ωφέλεια είναι άμεση για όλα τα μέλη της Εκκλησίας μας, εφόσον αποτελούμε ένα σώμα. Ό αγιασμός αντανακλά σε όλο το σώμα της Εκκλησίας.
Όποιος γεμίσει μέσα του με την ευχή του Ιησού μοιάζει με τα ουράνια σώματα. Ό ήλιος, για παράδειγμα, είναι αυτόφωτος, αλλά ή σελήνη είναι ετερόφωτη. Καθώς λοιπόν ή σελήνη παίρνει το φως του ήλιου, το διοχετεύει και φωτίζει τη ζοφερή νύχτα, έτσι γεμίζει και ό προσευχόμενος με το άδυτο φως του Ήλιου της Δικαιοσύνης Χριστού και το μεταδίδει και στους «εν σκότει και σκιά θανάτου καθεύδοντας αδελφούς του». 
Άλλα, όπως ή σελήνη απλώνεται σε όλη τη γη, όμως τα πυκνά νέφη αναχαιτίζουν το φως της, έτσι και ό άνθρωπος πού ζει ή επιμένει στην αμαρτία καλύπτεται από ένα σύννεφο, το όποιο σκοτίζει τον νου του και δεν μπορεί να δεχθεί μέσα του το φως της νοητής σελήνης.
Αν και συ, αδελφέ, δεν βλέπεις μέσα σου το φως του νοητού ήλιου και της σελήνης, δεν φταίει ό ήλιος ούτε ή σελήνη. Φρόντισε με τη μετάνοια να διαλύσεις τα ζοφερά νέφη και τότε θα δεχθείς άπλετο το φως των προσευχών των Αγίων μέσα σου. Και αυτές είναι εμπειρίες, πού μόνος σου θα διαπιστώσεις. Πρόκειται για τα θαύματα πού βλέπει μέσα του ό κάθε αγωνιζόμενος πιστός.
Ό Άγιος Σιλουανός του Άθω γράφει ότι, όσο στη γη υπάρχουν Άγιοι, ό κόσμος θα στέκει. Εάν ή γη σταματήσει να παράγει Αγίους, τότε έφθασε στο τέλος της.
Όταν ένας Άγιος λέει με ταπείνωση και με αίσθημα άμαρτωλότητας το "ελέησον με", αυξάνει μεν σε αγιασμό, αυξάνει όμως και ή παρρησία του ενώπιον του Θεού. Άλλα έχοντας συνείδηση ότι αποτελεί μέλος ενός σώματος και βλέποντας ότι τα περισσότερα μέλη του σώματος, δηλαδή οί περισσότεροι αδελφοί του Χριστιανοί, λόγω της αμαρτίας ασθενούν βαριά, τότε αναλαμβάνει στον εαυτό του τα βάρη των αδελφών και στενάζει σαν να είναι δικά του τα αμαρτήματα των άλλων. "Αν μάλιστα πάσχουν και άλλα μέλη από σωματική ή ψυχική ασθένεια, τότε συμπάσχει.
Ή ευχή "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με" είναι το ρεύμα πού φορτίζει την μπαταρία. 
Πηγή είναι ό Χριστός, μπαταρία είναι ή καρδιά του ανθρώπου. Με τη μικρή αύτη ευχή ή καρδιά φορτίζεται με Χριστό, φορτίζεται συνεπώς με χριστιανικές αρετές, φορτίζεται με ζήλο, με πόθο, με ερωτά Χριστού. Πολύ φορτίζεται; Πολύ γεμίζει, πολύ χριστοποιείται. Μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, πού να αποκτά, κατά τον όρο των αγίων Πατέρων, τον "μανικόν ένθεον έρωτα".
Όμως ό θείος αυτός έρωτας, κατά τους Πατέρες, έχει διπλή ιδιότητα: όσο περισσότερο αγαπάμε τον Θεό, τόσο περισσότερο αγαπάμε και την εικόνα Του, δηλαδή τον άνθρωπο• και όσο περισσότερο συμφιλιωθούμε με τον Δημιουργό μας, τόσο περισσότερο βοηθούμε και το δημιούργημα Του, τον συνάνθρωπο.
Λέγοντας ένας Άγιος την ευχή, στο "ελέησον με" περιλαμβάνει πολλά. "ελέησον με", εννοεί: «Στήριξέ με στην οδό του αγιασμού, όπου Εσύ με οδήγησες, μην τυχόν και πέσω», κατά τον Απόστολο. "ελέησον με", εννοεί: «Φώτισε με, οδήγησε με». "ελέησον με", εννοεί: «Βλέπεις την αγάπη μου, τη συμπόνια μου υπέρ των αδελφών μου. Ώ Κύριε, παρακαλώ, μνήσθητι πεινώντων και διψώντων, μνήσθητι όσων πάσχουν ψυχικά και σωματικά, από καρκίνο, από εγκεφαλικά, από καρδιοπάθειες, από ψυχασθένειες, από διάφορες δαιμονικές επιδράσεις. Μνήσθητι όσων κινδυνεύουν από όλα αυτά και από κάθε ενέδρα του εχθρού. 
Φύλαξε τους οικείους, τους συγγενείς, τους ομοπίστους, τους ομογενείς και όλο τον κόσμο Σου από κάθε επιβουλή του αντικειμένου». "ελέησον με", εννοεί: «Μνήσθητι πάσης επισκοπής Χριστιανών Ορθοδόξων και παντός του ιερού κλήρου και φώτισε να ορθοτομούν τον λόγον της αληθείας». Ακόμη, «μνήσθητι πάντων των έντειλαμένων εύχεσθε υπέρ αυτών και ιδιαιτέρως όσων έχουν ειδική ανάγκην».
Αν θέλεις, θα σου πω και κάτι άλλο, καθώς το έμαθα από τον αείμνηστο Γέροντα μου. «Πολλές φορές», έλεγε, «ή μπαταρία γεμίζει και ξεχειλάει». Τότε παύει αυτή ή ευχούλα και ως άλλος οδηγός φωτίζει τον νου Ή ψυχή αισθάνεται έντονα τη Θεία Παρουσία, τα μέλη παραλύουν και, πέφτοντας στα πόδια του γλυκύτατου Ιησού, αναλύεται σε έναν ποταμό δακρύων. Άλλοτε πάλι, σιωπά από δέος και θαυμασμό ή ψελλίζει ερωτικά ό,τι τη στιγμή εκείνη τη διδάσκει ό ένθεος έρωτας, δηλαδή το Πανάγιο Πνεύμα.
Και αφού κορεσθεί ή ψυχή από θεία αγάπη, τότε αυτή ή ίδια αγάπη, με τη διπλή της ιδιότητα, στρέφει το βλέμμα προς τους αδελφούς της. Τι ευκαιρία! Είναι μοναδική ή ευκαιρία τώρα πού κρατά στα χέρια τον Ποθούμενο και Παντοδύναμο. 
Και λέει: «Ω γλυκύτατε Ιησού, φως της ψυχής μου, ό μόνος πραγματικός έρως! Εγώ μεν αισθάνομαι αυτή τη στιγμή ελεημένος και πανευτυχής, όμως ένα κέντρο με κεντά. Μαζί με την αγάπη, έχω μέσα μου έναν άλλο τόσο πόνο. Βλέπω τους αδελφούς μου, βλέπω την Εκκλησία μας, βλέπω τους ανθρώπους πού πάσχουν, και δεν αντέχω. Συμπονώ και συμπάσχω. Γι' αυτό σε ικετεύω, ως Πανάγαθος και Παντοδύναμος, βοήθησε τους. Φταίνε; Το παραδέχομαι. Και ζητώ συγγνώμη. Ομολογώ το "ήμαρτον". Μέλη του σώματος μου είναι. Συνυπεύθυνος είμαι. 'Αλλά κρούω το έλεος και την άπειρη φιλανθρωπία σου. Βοήθησε! Βοήθησε!» 
Να, αγαπητέ μου, πώς ή αγάπη μας ενώνει εν Χριστώ με όλα τα μέλη της Εκκλησίας μας και πώς, με τίς προσευχές των Αγίων και όσων αγωνίζονται τον καλό αγώνα, βοήθα ό Κύριος και τα υπόλοιπα ασθενή μέλη, για τα όποια ανέχεται, μακροθυμεί και αναμένει όλων τη μετάνοια για τη σωτηρία.
Είδες, αυτές μόνο οι πέντε λέξεις της ευχούλας, που μπορούν να ανεβάσουν τον άνθρωπο; Ευχήσου και για μένα τον ράθυμο, αλλά και για όλους τους εν Χριστώ αδελφούς μας, να χτυπάμε ασταμάτητα την πόρτα του ελέους του Κυρίου μας, σίγουροι ότι θα τηρήσει την υπόσχεση Του, όταν είπε: «κρούετε, και ανοιγήσεται ύμίν» (Λουκ. ια' 9) και «ό πιστεύων έπ' αύτω ου μη καταισχυνθη» (Α' Πέτρ. β' 6). Αμήν.

Γέροντος Ιωσήφ Διονυσιάτου

ΜΙΑ ΚΟΛΑΣΜΕΝΗ ΜΙΛΑΕΙ ΑΠΟ ΤΗ ΚΟΛΑΣΗ !!