.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευχή του Ιησού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευχή του Ιησού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πῶς νά γλιτώνω ἀπό τούς λογισμούς;



Πρόσεχε τό μυαλό σου νά μή σοῦ φεύγει ἐδῶ καί ἐκεῖ, ἀλλά κόλλησέ το σφιχτά εἰς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καί ὠσάν νά εἶναι ἔμπροσθέν σου, νά Τόν ἱκετεύεις ἐπικαλούμενος τό ὄνομά Του μέ πόνον ψυχῆς καί τότε θά ἴδης πόσην ὠφέλειαν θά βγάλεις.

Τούς κακούς λογισμούς ἔξω γρήγορα μέ τίς κλωτσιές νά τούς διώκεις, "ἔξω ἀλῆτες", νά φωνάζεις "ἀπό τόν ναόν τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν ψυχήν μου"! Δίωκε τούς κακούς λογισμούς ἀμέσως, μόλις ἔλθουν, μήν τούς ἀφήνεις μέσα σου, διότι κινδυνεύεις νά ὑποστεῖς πληγήν καί ὕστερα χρειάζονται δάκρυα καί στεναγμοί. 

Κάμνε ὑπομονήν, παιδί μου, φεῦγε ὡς ἀπό φωτιά τούς λογισμούς, διότι αὐτοί ἐρημώνουν τήν ψυχήν, τήν ψυχραίνουν, τήν νεκρώνουν! Ἐάν ὅμως τούς διώκωμεν μέ τήν ὀργήν, μέ τήν προσοχήν καί τήν εὐχήν, γίνονται πρόξενοι μεγάλης ὠφέλειας. Διά τοῦτο ἀγωνίζου, μή φοβοῦ, ἐπικαλοῦ τόν ἕτοιμον ἰατρόν μας, δέν χρειάζονται πολλαί παρακλήσεις, δέν ζητεῖ χρήματα, δέν σιχαίνεται πληγάς, δέχεται δάκρυα, ὡς καλός Σαμαρείτης περιθάλπει καί ἐπιμελεῖται τόν τραυματισμένον ἀπό τούς νοητούς ληστάς. 

Ἄς σπεύσωμεν λοιπόν εἰς Αὐτόν. 



Γέρων Ἐφραίμ ἐν Ἀριζόνᾳ

elderephraimarizona.blogspot.gr

Το μυστικό λουλούδι...



Ήθελα να φυτέψω ένα λουλούδι στης ψυχής σου την αυλή , και να’ ρχομαι να το ποτίζω το εσπέρας, την αυγή Ήθελα να θέσω ένα λουλούδι στης ψυχής σου την ανθοδόχη, τώρα που μαλάκωσε το χώμα του Φθινοπώρου το πρωτοβρόχι. 
Ήθελα να σου δείξω ένα δρόμο κουραστικό και ανηφορικό, που την ψυχή ανεβάζει σ ένα παλάτι φωτεινό. Ήθελα να σου δείξω ένα μονοπάτι καθαρό και μυστικό, και εκεί στο τέλος σ’ αναμένει ζωή αιώνιος στον ουρανό. Ήθελα να πιείς νερό από μια μοναδική πηγή, που πάντα αυτή χαρίζει αθανασία στην ψυχή. Ήθελα να οσφρανθεί η ψυχή σου μια ακατάληπτη ευωδία, και τότε θα πληροφορηθεί τι είναι ζωή η αιωνία. 
Ήθελα να ιδής και το φώς που το σκότος της ψυχής φωτίζει, και ταπείνωση αληθινή και μετάνοια ειλικρινή χαρίζει. Εσύ ψυχή μου τι θα ήθελες από όλα αυτά να σου χαρίσω; Λέγε μου τον κρυφό σου λογισμό και δεν θ’ αργοπορήσω. Χάριζέ μου ένα άνθος άφθαρτο και ευωδιαστό … Πιστέ μου φίλε ένα μόνο λαχταρώ. Δεν θέλω εγώ πολλά μόνο ένα άνθος αγαπώ που η μυστική του χάρη δίδει τον ουράνιο θησαυρό. Εάν θέλεις τέτοια χάρη ψυχή μου ευγενική στα βάθη σ αναμένει η νοερά η προσευχή. 
Αυτή γίνεται για σένα λουλούδι, πηγή και οδός Ευωδία παρηγορία και φώς και ο απλανής σου οδηγός. Ένα λουλούδι γίνεται η ψυχή και πάντοτε ανθοφορεί, όταν στα βάθη ενεργεί η αδιάλειπτος ευχή. Εφύτευσα ένα λουλούδι στης ψυχής σου την αυλή, και σύντομα θα αισθανθείς μια ευωδιαστή οσμή. Η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί, αδιάψευστα πληροφορεί η αδιάλειπτος ευχή. Ταύτην ψυχή μου φύλλατε και θα λείψει κάθε λογισμός και εντός θα μορφωθεί ο Ιησούς Χριστός . 

χείρ αμαρτωλού μοναχού +Μοναχού Μαρκέλλου Καρακαλληνού 
Από το βιβλίο Αίσθησις ζωής αιωνίου Χ.Φ.Δ

Τι σημαίνει το «Κύριε ελέησον», είναι πολύ λίγοι σήμερα που το ξέρουν...

Το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», και συντομότερα «Κύριε ελέησον», από τον καιρό των Αποστόλων χαρίστηκε στους Χριστιανούς και ορίστηκε να το λένε ακατάπαυστα, όπως και το λένε. Τι σημαίνει όμως τούτο το «Κύριε ελέησον», είναι πολύ λίγοι σήμερα που το ξέρουν, κι έτσι φωνάζουν καθημερινά ανωφελώς, αλλοίμονο, και ματαίως το «Κύριε ελέησον», και το έλεος του Κυρίου δεν το λαβαίνουν γιατί δεν ξέρουν τι ζητούν. Γι' αυτό πρέπει να ξέρομε πως ο Υιός και Λόγος του Θεού, αφότου σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος και υπέμεινε τόσα πάθη και σταυρώθηκε και χύνοντας το πανάγιο αίμα Του εξαγόρασε τον άνθρωπο από τα χέρια του διαβόλου, από τότε έγινε Κύριος και εξουσιαστής της ανθρώπινης φύσεως. Και προτού βέβαια σαρκωθεί ήταν Κύριος όλων των κτισμάτων, ορατών και αοράτων, ως δημιουργός και ποιητής τους, όμως των ανθρώπων και των δαιμόνων που δε θέλησαν από μόνοι τους να τον έχουν Κύριο και εξουσιαστή τους, δεν ήταν και Αυτός Κύριος τους, ο Κύριος όλου του κόσμου. 

Ο πανάγαθος Θεός δηλαδή, και τους Αγγέλους και τους ανθρώπους τους έκανε αυτεξούσιους και τους χάρισε το λογικό, να έχουν γνώση και διάκριση· γι' αυτό, ως δίκαιος που είναι και αληθινός, δε θέλησε να τους αφαιρέσει το αυτεξούσιο και να τους εξουσιάζει με τη βία και χωρίς τη θέλησή τους. Αλλά εκείνους που θέλουν να είναι κάτω από την εξουσία και διακυβέρνησή Του, εκείνους ο Θεός και τους εξουσιάζει και τους κυβερνά· εκείνους πάλι που δε θέλουν, τους αφήνει να κάνουν το θέλημα τους, ως αυτεξούσιοι που είναι. Για τούτο και τον Αδάμ που πλανήθηκε από τον αποστάτη διάβολο κι έγινε κι αυτός αποστάτης του Θεού και δε θέλησε να υπακούσει στην εντολή Του, τον άφησε ο Θεός στο αυτεξούσιό του και δε θέλησε να τον εξουσιάζει τυραννικά.

Αλλά ο φθονερός διάβολος που τον πλάνησε εξαρχής, δεν έπαψε κι έπειτα να τον πλανά, ώσπου τον έκανε παρόμοιο στην αλογία με τα κτήνη τα ανόητα και ζούσε πλέον σαν ζώο άλογο και ανόητο. Μα ο πολυέλεος Θεός τον σπλαχνίστηκε τελικά κι έτσι χαμήλωσε τους ουρανούς και κατέβηκε στη γη(Ψαλμ. 17, 10) κι έγινε άνθρωπος για τον άνθρωπο· και με το πανάχραντο αίμα Του τον λύτρωσε από τη δουλεία της αμαρτίας και δια μέσου του ιερού Ευαγγελίου τον οδήγησε πως να ζει θεάρεστα. Και, κατά τον Θεολόγο Ιωάννη, μας έδωσε εξουσία να γίνομε τέκνα Θεού(Ιω. 1, 12) και με το θείο βάπτισμα μας αναγέννησε και μας ανέπλασε και με τα άχραντά Του μυστήρια τρέφει καθημερινά την ψυχή μας και τη ζωογονεί. Και μ' ένα λόγο, με την άκρα Του σοφία βρήκε τον τρόπο να μένει πάντοτε αχώριστος μ' εμάς κι εμείς με Αυτόν, για να μην έχει πλέον καθόλου τόπο σ' εμάς ο διάβολος. Ορισμένοι όμως από τους Χριστιανούς, ύστερα από τόσες χάριτες που αξιώθηκαν και υστέρα από τόσες ευεργεσίες που έλαβαν από τον Δεσπότη Χριστό, πλανήθηκαν πάλι από το διάβολο και εξαιτίας του κόσμου και της σάρκας ξεμάκρυναν από το Θεό και κατακυριεύονται από την αμαρτία και από το διάβολο κάνοντας τα θελήματά του. Όμως δεν είναι τελείως αναίσθητοι ώστε να μην αισθάνονται το κακό που έπαθαν. Καταλαβαίνουν το σφάλμα τους και γνωρίζουν την υποδούλωσή τους, αλλά δεν μπορούν αυτοί μόνοι τους να γλυτώσουν και γι' αυτό προστρέχουν στο Θεό και φωνάζουν το «Κύριε ελέησον» για να τους ευσπλαχνιστεί ο πολυέλεος Κύριος και να τους ελεήσει, να τους δεχτεί σαν τον άσωτο υιό(Λουκ. 15, 20) και να τους δώσει πάλι τη θεία χάρη Του και μέσω αυτής να γλυτώσουν από τη δουλεία της αμαρτίας, ν' απομακρυνθούν από τους δαίμονες και να λάβουν πάλι την ελευθερία τους, για να μπορέσουν με τον τρόπο αυτό να ζήσουν θεάρεστα και να φυλάξουν τις εντολές του Θεού. Αυτοί λοιπόν οι Χριστιανοί που, όπως είπαμε, με τέτοιο σκοπό φωνάζουν το «Κύριε ελέησον», αυτοί θα επιτύχουν εξάπαντος και το έλεος του πανάγαθου Θεού και θα λάβουν τη χάρη Του να ελευθερωθούν από τη δουλεία της αμαρτίας και να σωθούν. Εκείνοι όμως που δεν έχουν είδηση από αυτά που είπαμε, μήτε γνωρίζουν τη συμφορά τους που είναι καταδουλωμένοι στα θελήματα της σάρκας και στα κοσμικά πράγματα, μήτε έχουν ευκαιρία να συλλογιστούν την υποδούλωση τους, αλλά χωρίς τέτοιο σκοπό φωνάζουν μόνο το «Κύριε ελέησον», περισσότερο από συνήθεια, αυτοί πως είναι δυνατό να λάβουν το έλεος του Θεού; Και μάλιστα τέτοιο θαυμάσιο και άπειρο έλεος; Γιατί είναι καλύτερα να μη λάβουν το έλεος του Θεού, παρά να το λάβουν και πάλι να το χάσουν, επειδή τότε είναι διπλό το φταίξιμο τους. Άλλωστε, αν κανείς δώσει κανένα πετράδι πολύτιμο στα χέρια μικρού παιδιού ή κανενός αγροίκου άνθρωπου που να μην ξέρει τι αξίζει, και αυτοί το πάρουν στα χέρια τους και το χάσουν, είναι φανερό πως δεν το έχασαν εκείνοι αλλά αυτός που τους το έδωσε.

Και για να καταλάβεις καλύτερα τα λεγόμενα, συλλογίσου πως στον κόσμο τούτο εκείνος που είναι άπορος και φτωχός και θέλει να πάρει ελεημοσύνη από κάποιο πλούσιο, πηγαίνει και του λέει «ελέησον με», δηλαδή «λυπήσου με για τη φτώχεια μου και δος μου τα αναγκαία». Και πάλι, εκείνος που έχει χρέος και θέλει να του το χαρίσει ο δανειστής του, πηγαίνει και του λέει «ελέησόν με», δηλαδή «λυπήσου με για την ανέχειά μου και χάρισέ μου αυτό που σου χρωστώ». Όμοια και ο φταίχτης, θέλοντας να τον συγχωρήσει εκείνος στον οποίο έφταιξε, πηγαίνει και του λέει «ελέησόν με», δηλαδή «συγχώρεσέ με για ό,τι σου έκανα». Από την άλλη μεριά, ο αμαρτωλός φωνάζει στο Θεό το «Κύριε ελέησον» και δεν ξέρει μήτε τι λέει, μήτε γιατί το λέει, αλλά μήτε τι είναι το έλεος του Θεού που τον παρακαλεί να του το δώσει, μήτε σε τι τον συμφέρει το έλεος που ζητά, και μόνο από συνήθεια φωνάζει «Κύριε ελέησον», χωρίς να ξέρει τίποτε. Πως λοιπόν να του δώσει ο Θεός το έλεός Του, αφού αυτός, καθώς δεν το ξέρει, το καταφρονεί και πάλι το χάνει σύντομα και αμαρτάνει περισσότερο; Το έλεος του Θεού δεν είναι άλλο, παρά η χάρη του Παναγίου Πνεύματος, την οποία πρέπει να ζητούμε από το Θεό εμείς οι αμαρτωλοί και να φωνάζομε ακατάπαυστα το «Κύριε ελέησον», δηλαδή «λυπήσου με, Κύριε μου, τον αμαρτωλό, στην ελεεινή κατάσταση που βρίσκομαι, και δέξου με πάλι στη χάρη Σου· δος μου πνεύμα δυνάμεως, για να με δυναμώσει ν' αντισταθώ στους πειρασμούς του διαβόλου και στην κακή συνήθεια της αμαρτίας· δος μου πνεύμα σωφρονισμού, για να σωφρονιστώ, να έρθω σε αίσθηση του εαυτού μου και να διορθωθώ· δος μου πνεύμα φόβου, για να σε φοβούμαι και να φυλάγω τις εντολές Σου· δος μου πνεύμα αγάπης για να σε αγαπώ και να μην απομακρύνομαι πλέον από κοντά Σου· δος μου πνεύμα ειρήνης, για να φυλάγει την ψυχή μου ειρηνική και να συγκεντρώνω όλους μου τους λογισμούς και να είμαι ήσυχος και ατάραχος· δος μου πνεύμα καθαρότητας, για να με φυλάγει καθαρό από κάθε μολυσμό· δος μου πνεύμα πραότητας, για να είμαι ήμερος στους αδελφούς μου Χριστιανούς και να απέχω από το θυμό· δος μου πνεύμα ταπεινοφροσύνης, για να μη φαντάζομαι τα υψηλά και υπερηφανεύομαι».

Εκείνος λοιπόν που γνωρίζει την ανάγκη που έχει από όλα αυτά και τα ζητά από τον πολυέλεο Θεό, φωνάζοντας το «Κύριε ελέησον», αυτός βεβαιότατα θα λάβει εκείνο που ζητά και θα επιτύχει το έλεος και τη θεία χάρη του Κυρίου. Όποιος όμως δεν ξέρει τίποτε από αυτά που είπαμε, αλλά από συνήθεια μόνο φωνάζει το «Κύριε ελέησον», αυτός δεν είναι δυνατό να λάβει ποτέ το έλεος του Θεού· γιατί και πρωτύτερα έλαβε πολλές χάριτες από το Θεό μα δεν τις αναγνώρισε, μήτε ευχαρίστησε το Θεό που του τις έδωσε. Αυτός έλαβε το έλεος του Θεού όταν πλάστηκε κι έγινε άνθρωπος· έλαβε το έλεος του Θεού όταν αναπλάστηκε με το άγιο βάπτισμα κι έγινε ορθόδοξος Χριστιανός· έλαβε το έλεος του Θεού όταν γλύτωσε από τόσους κινδύνους ψυχικούς και σωματικούς που δοκίμασε στη ζωή του· έλαβε το έλεος του Θεού τόσες φορές που αξιώθηκε να κοινωνήσει τα άχραντα μυστήρια· έλαβε το έλεος του Θεού όσες φορές αμάρτησε στο Θεό και τον πίκρανε με τις αμαρτίες του και δεν εξολοθρεύτηκε, μήτε τιμωρήθηκε παιδαγωγικά όπως του έπρεπε· έλαβε το έλεος του Θεού όταν με διάφορους τρόπους ευεργετήθηκε από το Θεό και δεν το αναγνώρισε, αλλά όλα τα λησμόνησε και δε φρόντισε καθόλου για τη σωτηρία του. Αυτός λοιπόν ο Χριστιανός πως να λάβει το έλεος του Θεού χωρίς να το αισθάνεται και χωρίς να γνωρίζει πως δέχεται τέτοια χάρη από το Θεό, καθώς είπαμε, μήτε να ξέρει τι λέει, αλλά να φωνάζει μόνο το «Κύριε ελέησον» χωρίς κανένα στόχο και σκοπό, εκτός από μόνη τη συνήθεια;

(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 289-292).

Ο όσιος Πορφύριος και η μονολόγιστη ευχή



Κάτι που δεν έχει προσεχθεί επαρκώς στη διδασκαλία του οσίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτη είναι η σχέση και η αγάπη του προς τη μονολόγιστη ευχή, το γνωστό σε όλους «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό». 

Η συντομότατη αυτή παραδοσιακή προσευχή των Ορθοδόξων (πρέπει να) αποτελεί πνευματικό άθλημα και άσκηση όλων ανεξαιρέτως των Χριστιανών και ιδιαίτερα των μοναχών και μοναζουσών.

Ο Καυσοκαλύβης άγιος, γαλουχηθείς με τα νάματα της νηπτικής αγιορείτικης παραδόσεως, ασκήθηκε εξ απαλών ονύχων στη θεάρεστη αυτή προσευχητική τέχνη, την οποία χαρακτήριζε ως την «κατεξοχήν εργασία του». Είχε μάλιστα φτάσει σε υψηλά μέτρα θεωρίας κατ’ αυτήν, όπως φαίνεται από σχετικούς διαλόγους με άλλους αγιορείτες πατέρες και από το παραδοθέν περιστατικό με την αδελφή του και μετέπειτα μοναχή Πορφυρία στον ναό του αγίου Νικολάου στα Καλλίσια. Εκεί μέσα ασκούσαν ομού και μυστικώς τη νηπτική εργασία της ευχής και κατήρχετο το άκτιστο Φως, περιλούζοντας τον ναό.

Οι Άγιοι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του οσίου Σιλουανού, δεν μένουν ούτε δευτερόλεπτο χωρίς προσευχή. Το ίδιο έκανε και ο όσιος Πορφύριος. Μια συντοπίτισσά μου κατέθεσε στον υπογράφοντα προσωπικά μια μαρτυρία της ιδίας κατά την επίσκεψή της στο κελί του γέροντα στον Ωρωπό. Της είχε υπογραμμίσει εμφατικά: «συνέχεια, συνέχεια προσευχή, μη σταματάτε να προσεύχεστε». Πρόκειται για λόγια ουσιαστικά και σε καμιά περίπτωση για σχήμα λόγου. Η ανάγκη της προσευχής ήταν για τον άγιο συναφής με αυτήν της αναπνοής. Επρόκειτο για ζήτημα ζωής (κοινωνίας αδιάλειπτης με τον Θεό) και θανάτου (απόκρουσης των δαιμονικών προσβολών και επιθέσεων). Αυτή την αίσθηση εξάπαντος τη διέθεταν οι Άγιοι σε απίστευτα μεγαλύτερο βαθμό και ένταση από εμάς τους κοινούς θνητούς.

Τελευταία κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με μαρτυρίες ενός πνευματικού του παιδιού, του Παρασκευά Λαμπρόπουλου. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η συχνή καταγραφή της ευχής δια στόματος Πορφυρίου και η σύνδεσή της με την καθημερινότητα των θαυμάτων του. Πριν από διάφορες θαυματουργικές επεμβάσεις και χαρισματικές απαντήσεις του ο όσιος έλεγε το «Κύριε Ιησού Χριστέ…». Το συσχέτισα αυτό άμεσα με μια άλλη μαρτυρία που έχει αναρτηθεί και στο διαδίκτυο. Εν προκειμένω ο αγιορείτης άγιος πρότεινε στον σύζυγο μιας καρκινοπαθούς κυρίας να κάνει τηνευχή και, ως εικός, ακολούθησε το ανέλπιστο θαύμα της νεκρανάστασής της.[1] Κλείνω τις σχετικές μαρτυρίες με ένα βιβλίο που έπεσε «τυχαία» στα χέρια μου ένα χρόνο πίσω. Εκεί διάβασα από μια πνευματική κόρη του πατρός το ίδιο ακριβώς πράγμα. Προσπαθούσε να της δείξει πώς να λέει την ευχή, προκειμένου να ανακαλύψει υπόγεια ύδατα! Ως γνωστόν, ο Άγιος είχε και αυτό το χάρισμα στα πλαίσια της τεράστιας διορατικότητός του. Εκείνο, μάλιστα, που κάνει εδώ εντύπωση, είναι η εμφατική επισημείωση του Οσίου: «θέλω, μωρέ, τα χαρίσματα που έχω να τα πάρετε και σεις»!

Είναι σαφές ότι στην Εκκλησία μας δεν υπάρχει τίποτε μαγικό. Όλα τα ενεργεί ο Θεός μέσα στο κλίμα της προσευχής, της ταπείνωσης και της αγάπης. Οι Άγιοι δεν είναι υπεράνθρωποι ούτε υπόσχονται αυτόματες θεραπείες και επιλύσεις επί παντός προβλήματος. Το βλέπουμε αυτό ξεκάθαρα και στην περίπτωση του σύγχρονου αγίου της Ομόνοιας. Αισθανόταν βαθιά τη μηδαμινότητα και ανεπάρκειά του, τη συνεπόμενη άμεση εξάρτησή του από τον Θεό και την ανάγκη προσφυγής στη Χάρη, στη δύναμη του Χριστού. Αν έτσι λειτουργούσαν οι δυνατοί αυτοί άνθρωποι, τι να πούμε για μας τους υπόλοιπους; Πόσο τραγικά όντα είμαστε μέσα στην άγνοια και στην πλάνη της αυτάρκειάς μας;

Η «ευχούλα» τούτη είναι το πανίσχυρο όπλο κατά του Διαβόλου και το κλειδί της πνευματικής ζωής, της ίδιας της αγιότητας. Και όλα τούτα δεν είναι ούτε κάτι πρωτοφανές ούτε μυστικισμός ούτε μια ελιτίστικη άσκηση για μια κάστα εκλεκτών (ας πούμε αγίων και μοναχών). Μιλάμε για την αρχέγονη και διαχρονική ησυχαστική παράδοση της Ορθοδοξίας. Πώς, όμως, να την προβάλεις σήμερα, που καλά κρατεί τόσο ο ευσεβισμός και ο ηθικισμός των παρεκκλησιαστικών Οργανώσεων, όσο ο κοινωνισμός και η εκλεπτυσμένη απιστία των αριστεριστών θεολόγων των έσχατων τούτων καιρών;

Κώστας Νούσης, Θεολόγος – Φιλόλογος
2/12/2015
Μνήμη οσίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου

"Αγρυπνείτε εν παντί καιρὠ δεόμενοι, ίνα καταξιωθήτε εκφυγείν πάντα τα μέλλοντα γίνεσθαι"!

image
ΤΙΤΛ. Ζʹ. –Περὶ εὐχῆς· καὶ ὅσα δι' εὐχῆς κατορθοῦνται ὑμῖν.
Ἐξῆλθε Μωσῆς ἀπὸ Φαραὼ ἔξω τῆς πόλεως, καὶ ἐξεπέτασε τὰς χεῖρας αὐτοῦ πρὸς Κύριον, καὶ ἐπαύσαντο αἱ φωναὶ καὶ ἡ χάλαζα.
Ἀνεβόησε Σαμψὼν πρὸς Κύριον, καὶ εἶπε· Κύριε, μνήσθητι δή μου τὸ ἅπαξ τοῦτο, καὶ ἀνταποδώσω ἀνταπόδοσιν μίαν περὶ τῶν δύο ὀφθαλμῶν μου τοῖς ἀλλοφύλοις. Καὶ περιέλαβε Σαμψὼν τοὺς δύο στύλους τοὺς μέσους, ἐφ' οἷς ὁ οἶκος ἐπεστήρικτο, καὶ εἶπεν· Ἀποθανέτω ἡ ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων. Καὶ ἔπεσεν ὁ οἶκος, καὶ ἐθανάτωσεν ὑπὲρ οὓς ἐθανάτωσεν ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ.
Προσηύξατο Ἐζεκίας ὁ βασιλεὺς, καὶ ἀπέστειλεν ὁ Κύριος ἄγγελον, καὶ ἐξέτριψε πάντα δυνατόν, καὶ πολεμιστήν, καὶ ἄρχοντα, καὶ στρατηγὸν ἐν τῇ παρεμβολῇ βασιλέως Ἀσσούρ.
Ἐλάλησε Κύριος ἐπὶ Μανασσῆν, καὶ κατέλαβον τὸν Μανασσῆν, καὶ ἔδησαν αὐτὸν ἐν πέδαις, καὶ ἤγαγον εἰς Βαβυλῶνα. Καὶ προσηύξατο πρὸς αὐτόν, καὶ ἤκουσε τῆς βοῆς αὐτοῦ.
Σχόλ. Ἱστόρηται παρὰ Ἀφρικανῷ, ὅτι ἐν τῷ λέγειν ᾠδὴν τὸν Μανασσῆ, τὰ δεσμὰ διεῤῥάγη σιδηρᾶ ὄντα, καὶ ἔφυγεν.
Ἀνεβόησεν Ἠλιοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν, καὶ εἶπε· Κύριε ὁ Θεὸς Ἀβραάμ, καὶ Ἰσαάκ, καὶ Ἰακὼβ ἐπάκουσόν μου ἐν πυρί· καὶ ἔπεσε πῦρ παρὰ Κυρίου ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ κατέφαγε τὸ ὁλοκαύτωμα καὶ τὰς σχίζας, καὶ τοὺς λίθους, καὶ τὸν χοῦν, καὶ τὸ ὕδωρ τὸ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἐξέλειξε τὸ πῦρ.
Ὤρθρισεν ὁ λειτουργὸς Ἑλισσαιέ, καὶ ἰδοὺ δύναμις κυκλοῦσα τὴν πόλιν, καὶ ἵπποι, καὶ ἅρματα. Καὶ εἶπε τὸ παιδάριον πρὸς αὐτόν· Τί ποιήσομεν; Καὶ εἶπεν Ἑλισσαιέ· Μὴ φοβοῦ, ὅτι τοῦ πλείους οἱ μεθ' ἡμῶν. Καὶ προσηύξατο Ἑλισσαιέ, καὶ εἶπε· Κύριε, διάνοιξον τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ παιδαρίου· καὶ εἶδε, καὶ ἰδοὺ τὸ ὅρος πλῆρες ἵππων, καὶ ἅρμα πυρὸς κύκλῳ Ἑλισσαιέ· καὶ προσηύξατο Ἑλισσαιέ, καὶ εἶπε· Πάταξον τὸ ἔθνος τοῦτο ἀορασίᾳ.
Ἦν Ἡσαΐας ἐν τῇ αὐλῇ μέσῃ, καὶ ῥῆμα Κυρίου ἐγένετο πρὸς αὐτόν· Ἐπίστρεψον, καὶ ἐρεῖς πρὸς Ἐζεκίαν· Τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ, Ἤκουσα τῆς προσευχῆς σου, καὶ εἶδον τὰ δάκρυά σου, καὶ προσθήσω ἐπὶ τὰ ἔτη σου ἔτη ιϛʹ.
Ὄρθριζε πρὸς Κύριον παντοκράτορα δεόμενος. Εἰ καθαρὸς εἶ καὶ ἀληθινός, ἐπακούσεται τῆς δεησεώς σου.
Θύσον τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως, καὶ ἀπόδος τῷ Ὑψίστῳ τὰς εὐχάς σου. Τὰς εὐχάς μου τῷ Κυρίῳ ἀποδώσω ἐναντίον παντὸς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ. Προσεύξασθε πρός με, καὶ εἰσακούσομαι ὑμῶν, καὶ ἐκζητήσατέ με ἐν ὅλῃ καρδίᾳ ὑμῶν, καὶ ἐπιφανοῦμαι ὑμῖν.
Κύριε παντοκράτορ ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ψυχὴ ἐν στεναγμοῖς, καὶ πνεῦμα ἀκηδιῶν ἐκέκραξε πρὸς σέ. Ἄκουσον, Κύριε, ἐλέησον, ὅτι Θεὸς ἐλεήμων εἶ, καὶ ἐλέησον.
Ἐν ψυχῇ συντετριμμένῃ, καὶ πνεύματι ταπεινώσεως προσδεχθείημεν, ὡς ἐν ὁλοκαυτώμασιν.
Μὴ ὀλιγοψυχήσῃς ἐν τῇ προσευχῇ σου· μὴ ἐμποδίσῃς τοῦ ἀποδοῦναι εὐχὴν ἐν καιρῷ.
Ὅταν προσεύχῃ, οὐκ ἔσῃ ὥσπερ ὑποκριταὶ σκυθρωποί, ὅτι φιλοῦσιν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς γωνίαις τῶν πλατειῶν ἑστῶτες προσεύχεσθαι, ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις. Ἀμὴν λέγω ὑμῖν· ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. Σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸ ταμεῖόν σου. Προσευχόμενοι δέ, μὴ βαττολογήσητε, ὥσπερ οἱ ἐθνικοί· δοκοῦσι γὰρ ὅτι ἐν τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν εἰσακουσθήσονται. Μὴ οὖν ὁμοιώθητε αὐτοῖς. Οἶδε γὰρ ὁ Πατὴρ ὑμῶν,
Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῶν· ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε· κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν. Πᾶς γὰρ αἰτῶν λαμβάνει.
Προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ κατ' ἰδίαν, εἶπον· Διὰ τί οὐκ ἐδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. Ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν· ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ· Μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν. Τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύσεται, εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.
Γρηγορεῖτε, καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν.
Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅ τι ἂν αἰτήσετε τὸν Πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δώσει ὑμῖν.
Ἔλεγε παραβολὴν αὐτοῖς πρὸς τὸ δεῖν πάντοτε προσεύχεσθαι, καὶ μὴ ἐκκακεῖν. Κοιτής τις ἔν τινι πόλει, κ. τ. ἑ.
Ἀγρυπνεῖτε ἐν παντὶ καιρῷ δεόμενοι, ἵνα καταξιωθῆτε ἐκφυγεῖν πάντα τὰ μέλλοντα γίνεσθαι.
Γενόμενος ἐπὶ τοῦ τόπου, εἶπεν αὐτοῖς· Προσεύχεσθε μὴ εἰσελθεῖν εἰς πειρασμόν. Καὶ αὐτὸς ἀνεσπάσθη ἀπ' αὐτῶν ὡσεὶ λίθου βολήν, καὶ θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο, λέγων· Πάτερ, εἰ βούλει, παρένεγκε τὸ ποτήριον τοῦτο ἀπ' ἐμοῦ. Πλὴν μὴ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ σὸν γενέσθω. Καὶ ἐλθὼν ἐπὶ τοὺς μαθητὰς, εὗρεν αὐτοὺς καθεύδοντας, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν.
Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὃς ἂν εἴπῃ τῷ ὄρει τούτῳ· Ἄρθητι, καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ μὴ διακριθῇ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, ἔσται αὐτῷ ὃ ἐὰν εἴπῃ. Ὅταν στήκητε προσευχόμενοι, ἀφίετε εἴ τι ἔχετε κατά τινος, ἵνα καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀφῇ ὑμῖν τὰ παραπτώματα ὑμῶν.
Οὗτοι πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει.
Καὶ προσκαλεσάμενοι οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπον· Οὐκ ἀρεστόν ἐστι καταλείποντας ἡμᾶς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, διακονεῖν τραπέζαις. Ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης. Ἡμεῖς δὲ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου ἐσόμεθα προσκαρτεροῦντες.
Ἀνήρ τις ἦν ἐν Καισαρείᾳ, ὀνόματι Κορνήλιος, ἑκατοντάρχης, ἐκ σπείρης τῆς καλουμένης Ἰταλικῆς, εὐσεβής, καὶ φοβούμενος Θεὸν σὺν παντὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, ποιῶν ἐλεημοσύνας πολλὰς ἐν τῷ λαῷ, καὶ δεόμενος Θεοῦ διὰ παντός. Εἶδεν ἐν ὁράματι φανερῶς, ὡς περὶ ὥραν ἐννάτην τῆς ἡμέρας, ἄγγελον τοῦ Θεοῦ εἰσελθόντα πρὸς αὐτόν, καὶ εἰπόντα αὐτῷ, Κορνήλιε. Ὁ δὲ ἀτενίσας αὐτῷ, καὶ ἔμφοβος γενόμενος, εἶπε· Τί ἐστι, κύριε; Εἶπε δὲ αὐτῷ· Αἱ προσευχαί σου καὶ ἐλεημοσύναι σου ἀνέβησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Διὰ πάσης εὐχῆς καὶ δεήσεως προσευχόμενοι ἐν παντὶ καιρῷ ἐν πνεύματι, καὶ εἰς αὐτὸ ἀγρυπνοῦντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει, καὶ δεήσει περὶ πάντων τῶν ἁγίων, καὶ ὑπὲρ ἐμοῦ.
Παρακαλῶ πρὸ πάντων, ποιεῖσθαι δεήσεις, προσευχάς, ἐντεύξεις, εὐχαριστίας ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων, ὑπὲρ βασιλέων, καὶ πάντων τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων, ἵν' ἤρεμον καὶ ἡσύχιον βίον διάγωμεν ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι. Τοῦτο γὰρ καλὸν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Βούλομαι προσεύχεσθαι τοὺς ἄνδρας ἐν παντὶ τόπῳ, ἐπαίροντες ὁσίας χεῖρας, χωρὶς ὀργῆς καὶ διαλογισμοῦ. Ὡσαύτως καὶ γυναῖκας.
Κακοπαθεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσευχέσθω. Εὐθυμεῖ τις; ψαλλέτω. Ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκαλεσάσθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας, καὶ προσευξάσθωσαν ἐπ' αὐτόν, ἀλείψαντες αὐτὸν ἐλαίῳ ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου· καὶ ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως σώσει τὸν κάμνοντα.
Σωφρονήσατε, καὶ νήψατε εἰς προσευχάς.
Μὴ μικρολογίαν καταγνωσθῶμεν, ἐν τῷ μικρὰ αἰτεῖν ἡμᾶς, καὶ τοῦ διδόντος ἀνάξια.
Εὔηχός ἐστιν ἐκείνη ἡ φωνή, καὶ μέχρι τῆς θείας ἀναβαίνουσα ἀκοῆς, οὐχ ἡ μετά τινος διατάσεως γινομένη κραυγή, ἀλλ' ἡ ἀπὸ καθαρᾶς συνειδήσεως ἀναπεμπομένη ἐνθύμησις.
Χωρίζεται Θεοῦ, ὁ μὴ συνάπτων ἑαυτὸν διὰ προσευχῆς τῷ Θεῶ. Οὐκοῦν τοῦτο χρὴ πρότερον ἡμᾶς διδαχθῆναι τῷ λόγῳ, ὅτι δεῖ πάντοτε προσεύχεσθαι, καὶ μὴ ἐκκακεῖν. Ἐκ γὰρ τοῦ προσεύχεσθαι περιγίνεται τὸ μετὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι· ὁ δὲ μετὰ Θεοῦ ὤν, τοῦ ἀντικειμένου κεχώρισται.
Προσευχὴ τῷ μὲν Ἰωνᾷ τὸ κῆτος οἶκον ἐποίησεν, τὸν δὲ Ἐζεκίαν ἐκ τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου πρὸς ζωὴν ἐπανήγαγε, τοῖς δὲ τρισὶ νέοις εἰς πνεῦμα δροσῶδες τὴν φλόγα ἔτρεψεν.
Ὁ ἐν καιρῷ προσευχῆς μὴ πρὸς τὰ λυσιτελοῦντα τῇ ψυχῇ τεταμένος, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἐμπαθεῖς τῆς διανοίας κινήσεις συνδιατίθεσθαι τὸν Θεὸν ἀξιῶν, λῆρός τίς ἐστιν ὡς ἀληθῶς, καὶ βαττολόγος, καὶ φληνάφης, καὶ φλυαρός, καὶ εἴ τι ἄλλο τῆς τοιαύτης σημασίας ἐστί. Παρὰ σοῦ μοι ζωή, παρὰ σοῦ γενέσθω καὶ ἡ πρὸς τὸ ζῇν ἀφορμή.
Ἐπειδὴ τῆς τοῦ ἀγαθοῦ κρίσεως ἀπεπλανήθη διὰ τῆς ἀπάτης ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, καὶ πρὸς τὸ χεῖρον ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων κατεκρατήθη, καλῶς εὐχόμεθα τοῦ Θεοῦ τὴν βασιλείαν ἐλθεῖν. Οὐ γὰρ ἔστιν ἄλλως ἐκδῦναι τὴν πονηρὰν τῆς φθορᾶς δυναστείαν, μὴ τῆς ζωοποιοῦ δυνάμεως ἐφ' ἡμῶν ἀντιλαβούσης τὸ κράτος. Ἐὰν οὖν προσευξώμεθα, ταύτῃ τῇ δυνάμει τὸν Θεὸν ἱκετεύωμεν· Ἀπαλλαγείην τῆς φθορᾶς· ἐλευθερωθείην τοῦ θανάτου· μηκέτι κατ' ἐμοῦ βασιλευέτω τὰ νῦν ἐπικρατοῦντα πάθη, μηδὲ ἀγέτω με ὁ πολέμιος διὰ τῆς ἁμαρτίας αἰχμάλωτον· ἀλλ' ἐλθέτω ἐπ' ἐμὲ ἡ βασιλεία σου, ἵνα ἀποχωρήσῃ ἡ τοῦ ἐναντίου τυραννίς. Οὐ γὰρ ὑπομένει τὸ σκότος τὴν τοῦ φωτὸς παρουσίαν, οὐ νόσος ὑγείας ἐπιλαβούσης ἵσταται, οὐκ ἐνεργεῖ τὰ πάθη, τῆς ἀπαθείας παρούσης. Φροῦδος ὁ θάνατος, ἀφανὴς ἡ φθορά, ὅταν ἐν ἡμῖν βασιλεύῃ ἡ ζωή, καὶ ἡ ἀφθαρσία τὸ κράτος ἔχῃ.
Γενηθήτω ἐν ἐμοὶ τὸ θέλημά σου, ἵνα σβεσθῇ τοῦ διαβόλου τὸ θέλημα. Ὥσπερ γὰρ ἐν τοῖς ζοφώδεσι τῶν σπηλαίων φωτὸς εἰσκομισθέντος ὁ ζόφος ἀφανίζεται, οὕτω τοῦ σοῦ θελήματος ἐν ἐμοὶ γενομένου, πᾶσα ἡ πονηρὰ καὶ ἄτοπος τῆς προαιρέσεως κίνησις εἰς τὸ μὴ ὂν περιΐσταται. Θέλημα γάρ σου ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ἐστίν.
Ὁ τοῦ πονηροῦ ῥυσθῆναι εὐχόμενος, ἔξω τῶν πειρασμῶν γενέσθαι παρακαλεῖ.
Ὅταν δι' εὐχῆς αἰτησώμεθά τι τὸν Δεσπότην, μὴ ταχέως ἐξατονήσωμεν, ἀλλὰ τὸ συνεχὲς τῆς ἀποτυχίας τῇ συνεχείᾳ τῆς αἰτήσεως ἐκνικήσωμεν.
Ἐν ταῖς ἀναβολαῖς καὶ ταῖς ὑπερθέσεσι τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ μὴ προκάμωμεν, μηδὲ προαναπίπτωμεν. Πολλάκις γὰρ ὁ Δεσπότης τὴν δοκοῦσαν ἀναβολὴν εἰς πίστεως γυμνασίαν παρέλκει.
Καλὸν πάντοτε διὰ προσευχῆς ὁμιλεῖν τῷ Θεῷ. Εἰ γὰρ συντυχία ἀνδρὸς ἀγαθοῦ βελτιοῖ τὸν συντυγχάνοντα, πόσῳ μᾶλλον καὶ ἐν ἡμέρᾳ καὶ ἐν νυκτὶ προσομιλεῖν τῷ Θεῷ.
Μέγα ἀγαθὸν εὐχή, ἐὰν μετὰ διανοίας εὐχαρίστου γένηται, ἐὰν παιδεύσωμεν ἑαυτούς, μὴ μόνον λαμβάνοντας, ἀλλὰ καὶ ἀποτυγχάνοντας εὐχαριστεῖν τῷ Θεῷ. Καὶ γὰρ ποτὲ μὲν δίδωσι, ποτὲ δὲ οὐ δίδωσιν, ἀμφότερα χρησίμως. Ὥστε κἂν λάβῃς, κἂν μὴ λάβῃς, ἔλαβες ἐν τῷ μὴ ἀπολαβεῖν· κἂν μὴ ἐπιτύχῃς, ἐπέτυχες ἐν τῷ μὴ ἐπιτυχεῖν. Ἔστι γὰρ ὅτε τὸ μὴ λαβεῖν ὅπερ αἰτοῦμεν, τοῦ λαβεῖν λυσιτελέστερον. Εἰ γὰρ συμφέρον ἡμῖν πολλάκις τὸ λαβεῖν, πάντως ἔδωκεν ἄν. Τὸ δὲ συμφερόντως ἀποτυχεῖν, ἐπιτυχεῖν ἐστι.
Μέγα ὅπλον εὐχή, μέγας κόσμος, μεγάλη ἀσφάλεια. Ἀνθρώπων μὲν γὰρ δεόμενοι, καὶ δαπάνης καὶ χρημάτων δεόμεθα, καὶ κολακείας δουλοπρεποῦς, καὶ πολλῆς περιόδου καὶ πραγματείας. Οὐ γὰρ ἐξ εὐθείας αὐτοῖς τοῖς κύριοις τοῦ δοῦναι τὴν χάριν ἔνι διαλεχθῆναι πολλάκις, ἀλλ' ἀνάγκη πρότερον διακόνους, καὶ οἰκονόμους αὐτῶν, καὶ ἐπιτρόπους, χρήμασι καὶ ῥήμασι, καὶ παντὶ θεραπεῦσαι τρόπῳ, καὶ τότε δι' ἐκείνων τὴν αἴτησιν δυνηθῆναι λαβεῖν. Ἐπὶ δὲ Θεοῦ οὐκ ἔστιν οὕτως. Οὐ γὰρ δεῖται μεσιτῶν ἐπὶ τῶν ἀξιούντων, οὐδὲ οὕτως δι' ἑτέρων παρακαλούμενος, ὡς δι' ἡμῶν αὐτῶν τῶν δεομένων ἐπινεύει τῇ χάριτι. Καὶ ἐνταῦθα μέν, καὶ λαμβάνοντας, καὶ μὴ λαμβάνοντας ἔστι κερδαίνειν, ἐπὶ δὲ τῶν ἀνθρώπων ἐν ἑκατέρῳ πολλάκις ἐβλάβημεν. Ἐπεὶ οὖν μεῖζον τὸ κέρδος, καὶ πλείων ἡ εὐκολία τοῖς τῷ Θεῷ προσιοῦσι, μὴ καταφρονῶμεν εὐχῆς. Τότε γάρ σοι μᾶλλον δίδωσιν ἃ αἰτεῖς, ἂν σὺ διὰ σεαυτοῦ αἰτῇς, ἐὰν μὴ παρέργως αἰτῇς, ὅπερ ποιοῦσιν οἱ πολλοί. Ἡ γλῶσσα μὲν λέγει τὰ ῥήματα, ἡ δὲ ψυχὴ τῆς οἰκίας ἢ ἀγορᾶς τὰς ὁδοὺς περιέρχεται. Τοῦτο δὲ ὅλον τοῦ διαβόλου τὸ κατασκεύασμα. Ἐπειδὴ γὰρ οἶδεν ἡμᾶς κατ' ἐκεῖνον τὸν καιρὸν διαλεχθῆναι πρὸς τὸν Θεόν, ὅτι δυνάμεθα καὶ ἀφέσεως ἁμαρτημάτων τυχεῖν, βουλόμενος ἡμῖν τὸν τῆς εὐχῆς προσχῶσαι λιμένα, κατ' αὐτὸν ἐνίσταται τὸν καιρόν, ἐκκρούων ἡμῶν τὴν διάνοιαν τῶν λεγομένων, ὥστε ζημιωθέντας ἡμᾶς μᾶλλον ἢ κερδαίνοντας, ἀπελθεῖν. Ταῦτα οὖν εἰδώς, ἄνθρωπε, ὅταν προσίῃς Θεῷ, ἐννόησον τίνι προσέρχῃ, καὶ ἀρκεῖ σοι εἰς νῆψιν.
Ἐξῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος, καὶ ἰδοὺ γυνή, τὸ παλαιὸν ὅπλον τοῦ διαβόλου, ἡ τοῦ παραδείσου με ἐκβαλοῦσα, ἡ μήτηρ τῆς παρανομίας, ἡ ἀρχὴ τῆς ἁμαρτίας· αὐτὴ ἐκείνη ἡ γυνὴ ἔρχεται. Καινὸν πρᾶγμα καὶ παράδοξον! Ἰουδαῖοι φεύγουσι, καὶ γυνὴ καταδιώκει. Καὶ παρεκάλει αὐτὸν λέγουσα· Κύριε, Υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησόν με. Εὐαγγελίστρια γίνεται ἡ γυνή, καὶ τὴν θεότητα, καὶ τὴν οἰκονομίαν ὁμολογεῖ· Κύριε, καὶ τὴν δεσποτείαν· Υἱὲ Δαβίδ, τῆς σαρκὸς τὴν ἀνάληψιν. Ἐλέησόν με. Οὐκ ἔχω κατόρθωμα βίου· οὐκ ἔχω παῤῥησίαν πολιτείας. Ἐπὶ ἔλεον καταφύγω, ὅπου ἀνεξέταστος σωτηρία. Καὶ τί εἶδες οὕτω, πονηρὰ οὖσα καὶ παράνομος; Πῶς ἐτόλμησας προσελθεῖν; Καὶ ὅρα γυναικὸς φιλοσοφίαν. Οὐ παρακαλεῖ Ἰάκωβον· οὐ δέεται Ἰωάννου, οὐδὲ προσέρχεται Πέτρον, ἀλλὰ διέτεμε τὸν χορόν. Οὐκ ἔχω μεσίτου χρείαν, ἀλλὰ λαβοῦσα τὴν μετάνοιαν συνήγορον, αὐτῇ τῇ πηγῇ προσέρχομαι. Διὰ τοῦτο κατέβη, διὰ τοῦτο σάρκα ἀνέλαβεν, ἵνα ἐγὼ αὐτῷ διαλεχθῶ. Ἄνω τὰ Χερουβὶμ αὐτὸν τρέμουσι, καὶ κάτω αὐτῷ πόρνη διαλέγεται. Ἐλέησόν με· ψιλὸν ῥῆμα, καὶ πέλαγος ἀχανὲς σωτηρίας. Ἐλέησόν με· διὰ τοῦτο παρεγένου, διὰ τοῦτο σάρκα ἀνέλαβες, διὰ τοῦτο ἐγένου ὅπερ εἰμί. Ἄνω τρόμος, καὶ κάτω παῤῥησία. Ἐλέησόν με· τί ἔχεις; Ἔλεον ζητῶ. Τί πάσχεις; Ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Ἡ συμπαθεία γυμνάζεται, ἡ φύσις βασανίζεται. Ἐξῆλθε συνήγορος τοῦ θυγατρίου· οὐ φέρει τὴν νοσοῦσαν, ἀλλὰ φέρει τὴν πίστιν. Θεός ἐστι καὶ τὰ πάντα βλέπει. Ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Πένθος χαλεπόν, τὸ κέντρον τῆς φύσεως, τὴν μήτραν διεσχίζει, κλυδώνιον τοῖς σπλάγχνοις εἰργάσατο. Τί ποιήσω; Ἀπόλλυμαι. Καὶ διὰ τί οὐκ εἶπεν, Ἐλέησον τὴν θυγατέρα μου, ἀλλά, Ἐλέησόν με; ἐκείνη γὰρ ἐν ἀσθενείᾳ ἔχει τὸ πάθος. Οὐκ οἶδε τί πάσχει, καὶ οὐκ αἰσθάνεται τῆς ἡδονῆς, παραπέτασμα τῆς συμφορᾶς ἔχουσα τὸ ἀνόδυνον, μᾶλλον δὲ τὸ ἀναίσθητον. Ἐμὲ δὲ ἐλέησον, τὴν θεωρὸν τῶν καθημερινῶν κακῶν. Θέατρον ἔχω συμφορᾶς ἐν τῇ οἰκίᾳ. Ποῦ ἀπέλθω; εἰς τὴν ἔρημον; ἀλλ' οὐ τολμῶ αὐτὴν καταλιπεῖν μόνην. Ἀλλ' εἰς τὴν οἰκίαν; ἀλλ' εὑρίσκω τὸν πόλεμον ἔνδον, τὰ κύματα ἐν τῷ λιμένι. Τί αὐτὴν καλέσω; νεκράν; ἀλλὰ κινεῖται. Ἀλλὰ ζῶσαν; ἀλλ' οὐκ οἶδε τί πάσχει. Οὐκ οἶδα εὑρεῖν ὄνομα ἑρμηνεῦον τὸ πάθος. Ἐμὲ ἐλέησον. Εἰ τεθνήκει τὸ θυγάτριόν μου, οὐκ ἂν τοιαῦτα ἔπαθον. Παρέδωκα ἂν τὸ σῶμα τοῖς κόλποις τῆς γῆς, καὶ τῷ χρόνῳ τὴν λήθην εἰσήγαγον, καὶ διεφόρησα τὸ ἕλκος. Νῦν δὲ νεκρὸν ἔχω διηνεκῆ μοι θεωρίαν ἐργαζόμενον, ὑφαίνοντά μοι τὰ τραύματα, πλεονάζοντά μοι τὸ ἕλκος. Πῶς εἶδον ὀφθαλμοὺς διαστρεφομένους, χεῖρας στραγγαλουμένας, πλοκάμους λυομένους, ἀφρὸν προϊεμένην, τὸν δήμιον ἔνδον ὄντα, καὶ μὴ φαινόμενον, τὰς μάστιγας φαινομένας; Ἕστηκα θεωρὸς τῶν ἀλλοτρίων κακῶν, τῆς φύσεώς με κεντριζούσης. Ἐλέησόν με. Χαλεπὸν τὸ κλυδώνιον, πάθος καὶ φόβος. Πάθος φύσεως, καὶ φόβος δαίμονος. Προσελθεῖν· οὐ δύναμαι, οὐδὲ κατασχεῖν. Ὠθεῖ με τὸ πάθος, καὶ διακρούεταί με ὁ φόβος. Ἐλέησόν με. Ἀλλ' ἐννόησον γυναικὸς φιλοσοφίαν. Οὐκ ἀπῆλθε πρὸς μάντεις· οὐ περίαπτα ἐποίησεν· οὐ μαγγανιστρίας γυναῖκας ἐμισθώσατο, ταύτας τὰς γυμναζούσας τοὺς δαίμονας, καὶ αὐξούσας τὸ ἕλκος, ἀλλ' ἀφῆκε τοῦ διαβόλου τὸ ἐργαστήριον. Ἐλέησόν με· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Ὅσοι πατέρες ἐγένεσθε, βοηθήσατε τῷ λόγῳ, καὶ ὅσαι μητέρες κατεσκευάσθητε. Οὐ δύναμαι ἑρμηνεῦσαι τὸν χειμῶνα ὃν ὑπέμεινε τὸ γυναῖον. Εἶδες τὴν καρτερίαν, τὴν ἀνδρείαν, τὴν ὑπομονήν. Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. Καινὰ τὰ πράγματα! Παρακαλεῖ, δέεται, κλαίει τὴν συμφοράν· αὔξει τὴν τραγῳδίαν· διηγεῖται τὸ πάθος, καὶ ὁ φιλάνθρωπος οὐκ ἀποκρίνεται, ὁ Λόγος σιγᾷ, ἡ πηγὴ ἀποκλείεται, ὁ ἰατρὸς τὰ φάρμακα συστέλλει. Τί τὸ καινόν; τί τὸ παράδοξον; Ἄλλοις ἐπιτρέχεις, καὶ ταύτην ἐπιτρέχουσαν ἀπελαύνεις. Ἀλλ' ἐννόησον τοῦ ἰατροῦ τὴν σοφίαν. Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίνατο αὐτῇ λόγον. Τί οὖν; ἐπειδὴ οὐκ Ἐπέτυχεν ἀποκρίσεως, προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, λέγουσιν αὐτῷ, Ἀπολῦσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. Ἄλλος εὐαγγελιστὴς λέγει, ἔμπροσθεν ἡμῶν. Ἐναντία τὰ εἰρημένα, ἀλλὰ οὐ ψευδῆ. Ἀμφότερα γὰρ ἐποίει. Πρὸ τούτου ὄπισθεν ἔκραζεν. Ὅτε οὐκ ἀπεκρίθη, ἔμπροσθεν ἦλθεν, καθάπερ κύων περιλείχων τοὺς πόδας τοῦ δεσπότου. Ἀπόλυσον αὐτήν. Θέατρον περιέσεισεν, δῆμον συνήγαγεν. Ἀπόλυσον αὐτὴν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. Τί οὖν αὐτός· Οὐκ ἀπεστάλην, εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. Ὅτε ἀπεκρίθη, χεῖρον ἐποίησεν αὐτῆς τὸ ἕλκος. Τί οὖν; διὰ τοῦτο ἄνθρωπος ἐγένου, σάρκα ἀνέλαβες, οἰκονομίας τοσαύτας εἰργάσω, ἵνα μίαν γωνίαν σώσῃς; Ἀπειρημένοι Χαναναῖοι, βδελυκτοὶ τῆς ἀσεβείας, ἐναγεῖς, μιαροί, ἀκάθαρτοι, οὔτε ἀκοῦσαι αὐτῶν ἠνείχοντο οἱ Ἰουδαῖοι, τὸν νόμον τελοῦντες, καὶ πληροῦντες αὐτόν. Ἐπειδὴ ἡ γυνὴ Χαναναία ἦν, καὶ τοῦ ὁρίου ἐκείνου τοῦ ἀπειρημένου, ἔνθα καὶ λύσσα, καὶ μανία, καὶ ἀσέβεια ἐπέκειτο, καὶ διαβόλου τυραννίς, καὶ δαιμόνων βάκχαι, καὶ φύσις πατουμένη, καὶ εἰς ἀλόγων ἀλογίαν κατενεχθεῖσα, εἰς δαιμόνων κακίαν. Προσέτασσε δὲ ὁ νόμος, Μηδέν σοι καὶ Χαναναίοις· μὴ δῷς, μὴ λάβῃς μετ' ἐκείνων. Μὴ γυναῖκα λάβῃς, μὴ συμβόλαια, μὴ συναλλάγματα. Διὰ τοῦτο φραγμὸν περιέθηκεν. Ἵνα οὖν μὴ λέγωσιν οἱ Ἰουδαῖοι, Ὅτι ἀφῆκας ἡμᾶς, καὶ ἀπῆλθες ἔξω, διὰ τοῦτο οὐκ ἐπιστεύσαμέν σοι. Ἰδοὺ ἀπὸ ἐθνῶν ἔρχονται, καὶ οὐ δέχομαι αὐτούς, ὑμᾶς δὲ φεύγοντας καλῶ· Δεῦτε πρός με, πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς, καὶ οὐκ ἔρχεσθε. Ταύτην δὲ ἀποῤῥίπτω, καὶ παραμένει. Ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν. Ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. Ἴδωμεν οὖν τί λέγει· Οὐκ ἀπεστάλην, εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. Ἡ δὲ ἀκούσασα, ἦλθε, καὶ προσεκύνησε λέγουσα· Ναί, Κύριε. Ὁ δέ φησιν, Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων, καὶ βάλλειν τοῖς κυναρίοις. Τί οὖν; Ναί, Κύριε. Κύνα με λέγεις, ἐγώ σε Κύριον καλῶ· σύ με ὑβρίζεις, ἐγώ σε αἰνῶ. Ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. Ὦ σοφία γυναικός! Κύνα με λέγεις; ὡς κύνα με θρέψον. Οὐ παραιτοῦμαι τὸ ὄνειδος· λάβω οὖν τὴν τροφὴν τοῦ κυνός. Κύνα με ἐκάλεσας; δός μοι ψιχίον. Συνήγορος ἐγένου μοι τῇ αἰτήσει, ἐν τῇ παροχῇ τὴν συγκατάθεσιν ἐπίδειξον. Ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. Τί οὖν ὁ παραιτούμενος, ὁ διώκων, ὁ λέγων· Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων, καὶ δοῦναι τοῖς κυναρίοις; ὁ λέγων· Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. Τί φησιν, Ὦ γῦναι, ἐπαινέτης ἐγένου; ἀνακηρύττεις τὴν γυναῖκα, οὐκ ᾔσχυνες αὐτήν; οὐκ ἐδίωκες; διὰ τοῦτο ἐδίωκον. Εἰ γὰρ ἐξ ἀρχῆς αὐτὴν ἀπέλυσα, οὐκ ἂν ἔμαθες αὐτῆς τὴν πίστιν. Εἰ ἐκ προοιμίων ἔλαβεν, ἀνεχώρει, καὶ τὸν θησαυρὸν αὐτῆς οὐκ ἠπίστατο. Διὰ τοῦτο ἀνεβαλόμην τὴν δόσιν, ἵνα δείξω αὐτοῖς τὴν πίστιν. Ὦ γύναι. Θεὸς λέγει, Ὦ γύναι! Ἀκουέτωσαν οἱ εὐχόμενοι μετὰ βαναυσίας. Ὅταν εἴπω, Παρακάλεσον τὸν Θεόν, δεήθητι αὐτοῦ, ἱκέτευσον αὐτόν· λέγει, Παρεκάλεσα ἅπαξ καὶ δεύτερον, τρίτον, δέκατον, καὶ οὐκ ἔλαβον. Μὴ ἀποστῇς, ἕως ἐὰν λάβῃς. Τότε ἀπόστηθι ὅταν λάβῃς· μᾶλλον δὲ τότε· ἀλλὰ καὶ τότε παράμενε. Κἂν λάβῃς, αἴτει· ὅταν δὲ λάβῃς, εὐχαρίστησον, ὅτι ἔλαβες. Εἰσέρχονται πολλοὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ἀπαρτίζουσι μυρίους στίχους εὐχῆς, καὶ ἐξέρχονται. Μὴ γὰρ πολλῶν χρείαν ἔχει ὁ Θεὸς λόγων; τῆς εὐχῆς σου μόνον χρῄζει. Καὶ τί, φησί· ἔκλινα, καὶ ηὐξάμην; Ἔκλινας τὰ γόνατα, ἀλλ' ἡ διάνοιά σου ἔξω ἐπέτατο. Τὸ σῶμά σου ἔσω, καὶ ἡ ψυχή σου ἔξω. Τὸ στόμα σου ἔλεγεν, καὶ ἡ διάνοιά σου ἠρίθμει τοὺς τόκους, συμβόλαια, συναλλάγματα, χωρία, κτήματα. Ὁ γὰρ διάβολος πονηρὸς ὤν, καὶ εἰδὼς ὅτι ἐν καιρῷ εὐχῆς μεγάλα ἀνύομεν, τότε ἐπέρχεται. Πολλάκις κείμεθα ὕπτιοι, καὶ οὐδὲν λογιζόμεθα, καὶ ὁ νοῦς ἠρεμεῖ. Ἤλθομεν εὔξασθαι, καὶ μυρίοι λογισμοὶ ἐπέρχονται, ἵνα ἡμᾶς ἐκβάλῃ κενούς. Ταῦτα εἰδὼς ἐν ταῖς εὐχαῖς, γίνωσκε τὴν Χαναναίαν. Ἀλλ' οὐκ ἔχεις θυγατέρα δαιμονιζομένην. Τί εἶπεν ἡ Χαναναία; Ἐλέησόν με· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Μέγας ὁ δαίμων, ἁμαρτία· ὁ δαιμονιῶν ἐλεεῖται, ὁ ἁμαρτάνων μισεῖται. Ἐκεῖνος συγγνώμην ἔχει, οὗτος ἀπολογίας ἐστέρηται. Ἐλέησόν με· βραχὺ τὸ ῥῆμα, καὶ πέλαγος φιλανθρωπίας. Ὅπου γὰρ ἔλεος, πάντα τὰ ἀγαθά. Κἂν ἔξω ᾖς, κράζε καὶ λέγε, Ἐλέησόν με· μὴ κινῶν τὰ χείλη, ἀλλὰ τῇ διανοίᾳ βοῶν· καὶ σιωπώντων ἀκούει ὁ Θεός. Οὐ ζητεῖται τόπος, ἀλλ' ἀρκεῖ τρόπος. Ὁ Ἱερεμίας ἐν βορβόρῳ ἦν, καὶ τὸν Θεὸν ἐπεσπάσατο. Ὁ Δανιὴλ ἐν λάκκῳ λεόντων, καὶ τὸν Θεὸν ἐξευμενίσατο· οἱ τρεῖς παῖδες ἐν τῇ καμίνῳ ἦσαν, καὶ τὸν Θεὸν ἐδυσώπησαν. Ὁ λῃστὴς ἐσταυρώθη, καὶ ὁ σταυρὸς οὐκ ἐκώλυσεν, ἀλλὰ παράδεισον ἤνοιξεν. Ὁ Ἰὼβ ἐν κοπρίᾳ ἦν, καὶ τὸν Θεὸν ἵλεον κατεσκεύασεν. Ὅπου ἐὰν ᾖς, εὔχου. Κἂν δικαστῇ παραστῇς, εὔχου. Ὅταν ὀργίζηταί σοι δικαστὴς, εὔχου. Θάλασσα ἦν ἔμπροσθεν, ὄπισθεν οἱ Αἰγύπτιοι ἐδίωκον, μέσος ὁ Μωσῆς. Πολλὴ εὐχὴ ἐν τῇ στενοχωρίᾳ· ἀλλὰ μέγα τὸ πέλαγος τῆς εὐχῆς. Ὄπισθεν οἱ Αἰγύπτιοι ἐδίωκον, καὶ μέση ἡ εὐχή. Καὶ οὐδὲν ἐλάλει Μωσῆς· καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Θεὸς, Τί βοᾷς πρός με; Κἂν τὸ στόμα σου σιγᾷ, ἀλλ' ἡ καρδία σου βοᾷ. Καὶ σὺ ὅταν παραστῇς δικαστῇ μεμηνότι καὶ τυραννοῦντι, καὶ ἐπ' αὐτῶν τῶν δημίων, εὔχου τῷ Θεῷ. Εὐχομένου δέ σου, τὰ κύματα καταστέλλεται. Ὁ δικαστὴς ἐπὶ σέ; πρὸς τὸν Θεὸν φεῦγε· Ὁ ἄρχων πλησίον σου; σὺ τὸν Δεσπότην παρακάλεσον. Μὴ γὰρ ἄνθρωπός ἐστιν; ἀεὶ ἐγγύς ἐστι, καὶ πανταχοῦ ἐστι, καὶ πάντα πληροῖ. Ἐὰν θέλῃς παρακαλέσαι ἄνθρωπον, καὶ μαθεῖν τί ποιεῖ, διακονῶν οὐκ ἀποκρίνεται. Ἐπὶ δὲ τοῦ Θεοῦ οὐδὲν τοιοῦτον. Ὅπου δ' ἂν ἀπέλθῃς καὶ καλῇς, ἀκούει. Οὐ θυρωρός, οὐκ οἰκονόμος, οὐ μεσίτης, οὐ διάκονος, οὐδὲν τούτων. Εἰπέ· Ἐλέησόν με, καὶ ὁ Θεὸς παραγίνεται. Ἔτιλαλοῦντός σου ἐρεῖ· Ἰδοὺ πάρειμι. Ὦ ῥῆμα ἡμερότητος γέμον, οὐκ ἀναμένον τελέσαι τὴν εὐχήν. Οὐδέπω τελεῖς τὴν εὐχήν, καὶ λαμβάνεις τὴν δόσιν. Ἐλέησόν με· ταύτην μιμησώμεθα τὴν Χαναναίαν. Ἐλέησόν με· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Καὶ τί ἤκουσεν; Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις· γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. Ἐξηπορήθης, ὑβρίσθης παρ' ἐμοῦ. Ἀπεδίωξά σε, καὶ οὐκ ἀνεχώρησας, ἀλλὰ παρέμεινας. Ἀληθῶς, Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις. Ἀπέθανεν ἡ γυνή, καὶ τὸ ἐγκώμιον αὐτῆς μένει διαδήματος λαμπρότερον εἰς ὅσην ἥλιος ἐφορᾷ γῆν. Ἀκούεις τοῦ Χριστοῦ λέγοντος· Ὦ γύναι, Μεγάλη σου ἡ πίστις γενηθήτω σοι ὡς θέλεις σύ. Καὶ ἐξῆλθε τὸ δαιμόνιον, καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς. Πότε; ἀπὸ ὥρας ἐκείνης. Οὐκ ἐξ ἧς ἦλθεν ἡ μήτηρ αὐτῆς, ἀλλ' ἐξ ἧς ἤκουσε παρὰ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν, Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις· γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. Καὶ λοιπὸν ἦλθεν προσδοκοῦσα εὑρεῖν δαιμονιζομένην, καὶ εὗρεν ὑγιαίνουσαν, τῷ θελήματι αὐτῆς θεραπευθεῖσαν κατὰ τὴν κέλευσιν τοῦ Δεσπότου.
Ἀεὶ προσεύχεσθαι δεῖ, καὶ πρὸ τῶν ἀγώνων, καὶ ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀγῶσι, καὶ τὴν ἄνωθεν ἐπικουρίαν αἰτεῖν.
Ὑπὲρ τῆς κοινῆς τῶν ἀνθρώπων, χρὴ εὔχεσθαι πρότερον σωτηρίας, εἶθ' οὕτως ὑπὲρ ἑαυτῶν. Ἐπὶ γὰρ κοινωνίαν γεγόναμεν, καὶ ταύτην ὁ προτιμῶν τοῦ καθ' ἑαυτὸν ἰδίου, μάλιστα εἴη Θεῷ κεχαρισμένος.
Προσέταξε Κύριος, ἵνα ἐπικαλέσῃ αὐτὸν ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως. Διὸ οὐ χρὴ κατοκνεῖν, ἀλλὰ παντὶ μὲν καιρῷ ἐπικαλεῖσθαι τὸν Θεόν, μάλιστα δὲ ἐν τοῖς καιροῖς τῶν θλίψεων, ἵνα δείξωμεν τοῖς ἐχθροῖς, ὅτι κατεπόθημεν ὑπὸ τῶν περιστάσεων, ἀλλὰ μετὰ πεποιθήσεως πρὸς τὸν Θεὸν ἄνω βλέπομεν.
Πλειστάκις δεηθείς, καὶ ἀποτυχών, μὴ ἀποκάμῃς, μηδὲ ἀπελπίσῃς, ἀλλὰ ἀνακαινίσας τοὺς πρὸς τὸν Θεὸν λιβέλλους, πάλιν πρόσελθε ἀναιδῶς τῷ δεσπότῃ. Προτιμᾶται γὰρ ἐν ταῖς ἀνάγκαις τῆς αἰδοῦς ἡ ἀναίδεια. Διὰ γὰρ τὴν ἀναίδειαν αὐτοῦ δοθήσεται αὐτῷ ὅσον θέλει, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος. Ὥσπερ τὸ ἀναπνεῖν οὐδέποτε ἄκαιρον, οὕτως οὐδὲ τὸ αἰτεῖσθαι παρὰ Κυρίου τὰ αἰτήματα μυστικά, μέχρις ἐσχάτης ἀναπνοῆς.
Ἡμέρας, φησίν, ἐκέκραξα, καὶ ἐν νυκτὶ ἐναντίον σου, Κύριε ὁ Θεός μου. Ὁρᾷς πῶς Δαβὶδ ὁ θεσπέσιος ὑποτύπωσις ὑμῖν γίνεται πρὸς τὸ ἀδιαλείπτως εὔχεσθαι, καὶ μὴ καταφέρεσθαι εἰς ἀκηδίᾳν.
Εἰ πλεονάκις ὠφελήθημεν ἀνδρὶ ἀγαθῷ συντυχόντες, πηλίκα κερδανοῦμεν καθ' ἡμέραν καὶ νύκτωρ προσδιαλεγόμενοι δι' εὐχῆς, καὶ ψαλμῳδίας τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων!
Οὐ τὸ τυχὸν ἀγαθόν, ἀλλὰ καὶ ἄγαν μέγα τὸ πάντοτε διὰ τῆς ἱκετείας ἑαυτοὺς τῷ κρείττονι παρατίθεσθαι. Οὐ μικρὸν τοῖς ἐλαχίστοις καὶ τὸ μίαν βαθμίδα τῆς τῶν ἀρετῶν κλίμακος ἀναθῆναι, καὶ τέως ἄνω γενέσθαι τῆς γῆς.
Τόλμησον προσελθεῖν μετὰ κλαυθμοῦ τῷ οὐρανίῳ ἀρχιάτρῳ Ἰησοῦ, καὶ πάντα τῆς ψυχῆς ἀπογυμνῶσαι τὰ τραύματα. Οὐδὲν γὰρ ἂν εἴη πάθος, ὅπερ μὴ ἰσχύει θεραπεῦσαι Χριστὸς ὁ φιλανθρωπότατος.
Τοὺς σκώληκας τῆς διανοίας ἐξαφανίζειν σπεῦδε δι' εὐχῆς, καὶ νηστείας, καὶ ἀγρυπνίας εὐτόνου.
Εὖ ἴσθι, καὶ εἰς τὸ γῆρας αὐτὸ ἐληλακότας τινὰς ἔγνωμεν, δι' εὐχῆς καὶ ἐλπίδος μέγιστον λελογχότας ἐπουρανίου χαρίσματος.
Οὐδὲν παντελῶς ἀντιτάξασθαι δύναται τῷ Κυρίῳ, οὐ χρόνος, οὐ τόπος, οὐ πρᾶγμα, οὐ διάβολος βρέμων, οὐ δαίμονες πολεμοῦντες, οὐκ ἀσθένεια ψυχικὴ ἢ σωματική, οὐ λογισμῶν στειρώσεις, οὐ νόμος μελῶν σαρκός τε καὶ αἵματος, ὧν κατακαυχᾶται ὁ Σατανᾶς καὶ δράκων, ὁ τὴν ἰσχὺν ἐπ' ὀσφύος κεκτημένος, τὴν δὲ δύναμιν αὐτοῦ τὴν μεστὴν βδελυγμίας, ἐπ' ὀμφαλοῦ τῆς γαστρός· οὐχ ἕξις κακίστη πολυπαθής· οὐ συνήθεια πολυετής τε καὶ χρόνιος.
Οὐ περιποιητέον ἡμῖν τοὺς ἀρέσκοντας τῷ διαβόλῳ λογισμούς, ἀλλὰ ἀναιρετέον τῇ τοῦ θείου λόγου παραξιφίδι.
Ἡ ψυχὴ ἡμῶν, φησίν, ὡς στρουθίον ἐῤῥύσθη ἐκ τῆς παγίδος τῶν θηρευόντων δαιμόνων. Ὥσπερ γὰρ τὰ στρουθία διὰ τῆς τῶν πτερῶν κινήσεως μετάρσια γίνεται ἄνω τῆς γῆς, οὕτω καὶ ὁ θεοσεβὴς ἄνθρωπος ἀπὸ τῶν ἐπιγείων πρὸς τὰ ἐπουράνια διὰ προσευχῶν μετατίθησιν ἑαυτόν.
Τὴν δύναμιν πληροῦτε τῆς προσευχῆς. Εἴτε γὰρ ἐσθίετε, φησίν, εἴτε πίνετε, εἴτε τί ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε. Καθεζόμενος ἐπὶ τραπέζης, προσεύχου· προσφερόμενος τὸν ἄρτον, τῷ δεδωκότι τὴν χάριν ἀποπλήρου. Παρῆλθεν ἡ χρεία τῶν βρωμάτων; ἡ μέντοι μνήμη τοῦ εὐεργέτου μὴ παρερχέσθω. Τὸν χιτῶνα ἐνδυόμενος, εὐχαρίστει τῷ δεδωκότι. Τὸ ἱμάτιον περιβαλλόμενος, αὔξησον τὴν εἰς Θεὸν ἀγάπην, ὃς καὶ χειμῶνι, καὶ θέρει ἐπιτήδεια ἡμῖν σκεπάσματα ἐχαρίσατο, τήν τε ζωὴν ἡμῶν συντηροῦντα, καὶ τὸ ἄσχημον περιστέλλοντα. Ἐπληρώθη ἡ ἡμέρα; εὐχαρίστει τῷ τὸν ἥλιον εἰς ὑπηρεσίαν τῶν ἡμερινῶν ἔργων χαρισαμένῳ ἡμῖν, πῦρ δὲ παρασχομένῳ τοῦ φωτίζειν τὴν νύκτα, καὶ ταῖς λοιπαῖς χρείαις ταῖς κατὰ τὸν βίον ὑπηρετεῖν. Ὅταν ἀναβλέψῃς πρὸς οὐρανόν, καὶ πρὸς τὰ τῶν ἀστέρων ἐνατενίσῃς κάλλη, προσεύχου τῷ Δεσπότῃ τῶν ὁρωμένων, καὶ προσκύνει τὸν ἀριστοτέχνην τῶν ὅλων Θεόν, ὃς ἐν σοφίᾳ τὰ πάντα ἐποίησεν.
Ὅταν περί τινος ἀγαθοῦ παρακαλέσῃς τὸν Θεόν, καὶ μὴ εἰσακούσῃ σου παραυτίκα, μὴ ὀλιγωρήσῃς, μηδὲ μικροψυχήσῃς. Πολλάκις γὰρ πρὸς τὸ παρὸν οὐ συμφέρει σοι τὸ αἴτημα. Πᾶς ὁ αἰτῶν λαμβάνει, φησί. Λαμβάνει δέ, εἴπερ ζητοίη τὰ συμφέροντα τῇ ψυχῇ.
Μὴ πλοῦτον ἐν προσευχῇ ζητήσῃς, μὴ ὑγείαν, μὴ τῶν ἐχθρῶν ἄμυναν, μὴ δόξαν ἀνθρωπίνην, ἀλλὰ μόνον τὰ συντελοῦντα πρὸς σωτηρίαν ψυχῆς.
Ἐὰν κακῶς καὶ ἀξυμφόρως αἰτεῖς, καθάπερ ὁ πυρέττων ἄνθρωπος παρακαλεῖ παρασχεῖν αὐτῷ οἶνον, προσβλέπων ὁ Θεὸς τὰ μέλλοντα, οὐ ποιεῖ τὸ θέλημά σου· οὐ παρέχει τὴν ἀλόγιστον αἴτησιν.
Μνησθῶμεν τοῦ προδότου Ἰούδα, καὶ μὴ ἐξέλθωμεν τῆς ἐκκλησίας. Ἐκείνῳ γὰρ ἀρχὴ ἀπωλείας γέγονε, τὸ μὴ παραμένειν τῇ εὐχῇ. Λαβὼν γὰρ τὸν ἄρτον πρῶτος τῶν λοιπῶν ἐξῆλθε, καὶ εὐθέως ἐχώρησεν εἰς αὐτὸν ὁ Σατανᾶς, καὶ εἰς τὴν προδοσίαν ἐσπούδασεν. Ἐὰν οὖν τις πρὸ τῆς ἀπολύσεως ἐξέλθῃ, τὰς τοῦ Ἰούδα εὐθύνας ἀποτίσει. Μὴ οὖν διὰ μίαν ὥραν μέλλωμεν μετὰ Ἰούδα κατακρίνεσθαι. Οὐδὲν ἡμᾶς βαρήσει ἡ παραμονή· οὐ χειμῶνας ἔνδον ἔχει, οὐ πῦρ, οὐχ ἕτερα κολαστήρια.
Εἰ λέγει τῷ ἀνθρώπῳ ὁ Κύριος ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις, ὅτι, Παντὶ τῷ αἰτοῦντί σε δίδου τὴν ἐλεημοσύνην, πολλῷ μᾶλλον αὐτὸς ὁ Κύριος παντὶ τῷ δεομένῳ δώσει πλούσια τὰ ἐλέη, καὶ τῶν ἁμαρτημάτων τὴν ἄφεσιν, καὶ τῶν λυπηρῶν τὴν λύσιν, τὰ μυρία καλά.
Χριστὸς ὁ παμβασιλεὺς Θεὸς οὐδαμῶς ἀποστρέφεται τοὺς πρὸς αὐτὸν κεχηνότας, καὶ ἀπὸ βάθους καρδίας στενάζοντας, κἂν πολλοῖς ἁμαρτήμασι πεφορτισμένοι τυγχάνωσιν, ἀλλὰ καὶ προσίεται, καὶ καθαρίζει τούτους, τῆς υἱοθεσίας δωρεῖται χάρισμα, καὶ ἀρετῶν ἐργάτας ἀποφαίνει προϊόντος τοῦ χρόνου.

Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ

(Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἱερὰ Παράλληλα, ΤΙΤΛ. Ζʹ. –Περὶ εὐχῆς· καὶ ὅσα δι' εὐχῆς κατορθοῦνται ὑμῖν, P.G. 95, 1436B- 1456C)


ΟΤΑΝ ΛΑΜΠΕΙ ΣΤΗ ΔΙΑΝΟΙΑ ΜΑΣ ΤΟ ΑΓΙΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ



Όπως η βροχή όσο περισσότερο πέφτει στη γη τόσο την κάνει αφράτη, έτσι και τη γη της καρδιάς μας τη χαροποιεί και την ευφραίνει το άγιο όνομα του Χριστού, όταν το αναφέρουμε και όταν συχνότερα το επικαλούμαστε.

Το να επικαλείται κανείς συνεχώς τον Ιησού μ’ έναν πόθο γεμάτο από γλυκύτητα και χαρά, γίνεται αιτία ο αέρας της καρδιάς να είναι γεμάτος από χαρά και γαλήνη εξαιτίας της άκρας προσοχής (που φέρνει η Ευχή). Το να καθαρίζει απόλυτα η καρδιά, αιτία είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, που είναι Θεός και αιτία και πραγματοποίηση όλων των καλών. «Γιατί Εγώ», λέγει, «είμαι Θεός που φέρνει την ειρήνη» (Ησ. 45:7).

Η ψυχή που ευεργετείται και γλυκαίνεται από τον Ιησού με κάποια αγαλλίαση και αγάπη, με την εξομολόγηση (δηλαδή με την ευχαριστία και τη δοξολογία) αμείβει τον Ευεργέτη. Ευχαριστεί και επικαλείται με ευχαρίστηση Αυτόν που την ειρηνοποιεί και βλέπει νοητώς μέσα της Αυτός να διαλύει τις φαντασίες των πονηρών πνευμάτων.


Όταν πέσουμε σε θλίψη, σε απόγνωση και σε απελπισία, πρέπει να κάνουμε αυτό που έκανε ο Δαβίδ, δηλαδή να ανοίγουμε την καρδιά μας στον Θεό και να αναφέρουμε στον Κύριο τη δέηση και τη θλίψη μας όπως είναι (βλ. Ψαλμ. 61:9· 101:1· 141:3). Να εξομολογούμεθα στον Θεό, επειδή μπορεί με σοφία να τακτοποιήσει τις υποθέσεις μας και τη θλίψη μας να την ελαφρύνει αν είναι για το συμφέρον μας και να μας γλυτώσει από την ολέθρια και φθαρτή λύπη.

Λογισμούς, που χωρίς να το θέλουμε υπάρχουν και είναι εδραιωμένοι στην καρδιά μας από τη φύση της, μπορεί να τους εξαφανίσει η επίκληση του ονόματος του Ιησού, όταν γίνεται με νήψη και βαθιά μέσα από την καρδιά μας.

Όπως λοιπόν χωρίς μεγάλο πλοίο είναι αδύνατο κανείς να διασχίσει το πέλαγος, έτσι είναι το ίδιο αδύνατο να αποκρούσει κανείς την επίθεση ενός πονηρού λογισμού χωρίς να επικαλεστεί τον Ιησού Χριστό.

Η μονολόγιστη προσευχή σκοτώνει και αποτεφρώνει τις απάτες των δαιμόνων, γιατί όταν επικαλούμαστε ακούραστα και συνεχώς τον Θεό Ιησού, τον Υιό του Θεού, Αυτός δεν τους επιτρέπει ούτε την επίθεση να αρχίσουν, την οποία ονομάζουν και προσβολή, ούτε να υποβάλουν κρυφά στον νου μας κάποια εικόνα διά μέσου του καθρέφτη της διανοίας μας, δηλαδή της φαντασίας μας, ούτε να πούνε κάποια πονηρά λόγια στην καρδιά μας. Όταν δεν μπαίνει ύπουλα στην καρδιά μας κάποια δαιμονική εικόνα, τότε αυτή θα είναι άδεια και από πονηρούς λογισμούς, γιατί οι δαίμονες συνηθίζουν να συναναστρέφονται την ψυχή με λογισμούς και να διδάσκουν την κακία με ύπουλο τρόπο.

Μακάριος είναι πραγματικά εκείνος που έτσι έχει ταυτιστεί με την προσευχή με τον Ιησού στην διάνοιά του και ακατάπαυστα Τον επικαλείται μεσ’ στην καρδιά του, όπως είναι ενωμένος ο αέρας με τα σώματά μας ή η φλόγα με το κερί. Όταν περνά ο ήλιος πάνω από τη γη, φέρνει τη μέρα· το άγιο όμως και σεβαστό όνομα, όταν λάμπει στη διάνοιά μας, γεννά αναρίθμητες λαμπρές σκέψεις…

ΗΣΥΧΙΟΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΣΡΙ ΛΑΝΚΑ, ΤΗΣ ΙΝΔΙΑΣ, ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ & ΤΟΥ ΘΙΒΕΤ: ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΝΤΡΟΜΠΙΑΖΓΚΙΝ

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΣΤΑΜΑΤΑΕΙ 
ΟΜΑΔΙΚΟ ΔΑΙΜΟΝΙΚΟ ΟΡΑΜΑ 
ΕΝΟΣ ΦΑΚΙΡΗ ΣΤΗ ΣΡΙ ΛΑΝΚΑ

Ἅγιος Νικόλαος Ντρομπιάζγκιν, ἐφημέριος διάφορους Ναούς πρεσβειῶν καί ἡγούμενος μερικῶν Μονῶν καί Ἰσαπόστολος Ἰνδίας, Θιβέτ, Κίνας, Σρί Λάνκα κλπ. καί ἱερομάρτυρας στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου Οὐκρανίας (Σύναξι 25/1 καί 19/10, +1924)
Ἦταν ἀντιπλοίαρχος τοῦ πολεμικοῦ ναυτικοῦ καί ἀποκρυφιστής. Σέ ναυάγιο σώθηκε θαυματουργικά ἀπ’ τόν Ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ καί πῆγε γιά προσκύνημα στή Μονή τοῦ Σάρωφ. Ὕστερα ἔγινε ἱερέας καί ἱεραπόστολος στήν Ἰνδία, Κίνα, Θιβέτ καί Σρι Λάνκα. Μετά τό 1914 ἔζησε στή Μονή τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καί ἔκανε συχνά ὁμιλίες κατά τοῦ ἀποκρυφισμοῦ. Τό φθινόπωρο τοῦ 1924 ἕνα μήνα μετά ἀπό ἐπίσκεψι κάποιου ἀποκρυφιστή βρέθηκε δολοφονημένος στό κελλί του μέ μαχαίρι πού γιά λαβή εἶχε ἀποκρηφιστικό σύμβολο

Πηγή: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Ἐκκλησία καί Μαγεία, ἐκδ. Ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2012, 14


«Ὁ αὐτόπτης μάρτυρας καί ἀφηγητής τοῦ κατωτέρω περιστατικοῦ, ἀρχιμανδρίτης Νικόλαος Ντρομπιάζγκιν, εἶναι ἕνας ἀπό τούς πολλούς νεομάρτυρες κληρικούς τῆς ἐπαναστατικῆς περιόδου τῆς Ρωσίας. Στήν κοσμική του ζωή εἶχε μιά λαμπρή σταδιοδρομία σάν ἀντιπλοίαρχος τοῦ πολεμικοῦ ναυτικοῦ καί παράλληλα ἀναμίχθηκε βαθειά μέσα στον ἀποκρυφισμό ἐκδίδοντας τό ἀποκρυφιστικό περιοδικό Rebus. Μετά τή σωτηρία του ἀπό σχεδόν βέβαιο θάνατο στή θάλασσα διά θαύματος τοῦ ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ πραγματοποίησε προσκύνημα στό Σάρωφ καί στή συνέχεια ἀπαρνήθηκε τήν κοσμική του καρριέρα καί τούς δεσμούς του μέ τόν ἀποκρυφισμό καί ἔγινε μοχαχός. Χειροτονήθηκε ἱερεύς καί ὑπηρέτησε ὡς ἱεραπόστολος στήν Κίνα, τήν Ἰνδία καί τό Θιβέτ, ὡς ἐφημέριος σέ διαφόρους ναούς πρεσβειῶν καί ὡς ἡγούμενος μερικῶν μονῶν. Μετά τό 1914 ἔζησε στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Στούς νέους πού τόν ἐπισκέπτονταν ἐκεῖ μιλοῦσε συνεχῶς γιά τήν ἐπίδρασι τοῦ ἀποκρυφισμοῦ στά διαδραματιζόμενα τότε στή πολιτική σκηνή τῆς Ρωσίας. Τό φθινόπωρο τοῦ 1924, ἕνα μῆνα ἀφοῦ δέχθηκε τήν ἐπίσκεψι κάποιου κυρίου ὀνόματι Τουχόλξ, συγγραφέως βιβλίου μέ τίτλο Μαύρη Μαγεία, δολοφονήθηκε στό κελλί του “ἀπό ἀγνώστους”, μέ τή φανερή ἀνοχή τῶν Μπολσεβίκων. Τό ὄργανο τοῦ ἐγκλήματος ἦταν ἕνα μαχαίρι μέ εἰδική λαβή σέ σχῆμα συμβόλου ἀποκρυφιστικῆς σημασίας. Τό περιστατικό τό ὁποῖο μᾶς ἀφηγεῖται ἐδῶ ὁ π. Νικόλαος ἀποκαλύπτει τήν πραγματική φύσι τῶν πνευματιστικῶν φαινομένων πού συναντᾶ κανείς στίς διάφορες ἀνατολικές θρησκεῖες. Ἔλαβε χώρα λίγο πρίν ἀπό τό 1900, κατεγράφη γύρω στό 1922 ἀπό τόν ἰατρό Δρα Ἀ. Π. Τιμοφέγιεβιτς καί δημοσιεύτηκε ἀπό τόν ἴδιο σέ ρωσικό περιοδικό τῆς διασπορᾶς (“Ὀρθόδοξος Ζωή”, 1956, ἀρ. 1)»(ΑΜ, τεῦχ. 5, 252).

Διηγεῖται ὁ σύγχρονος ἱεραπόστολος τῆς Κίνας, τοῦ Θιβέτ καί τῆς Σρί Λάνκα ἱερομάρτυρας Νικόλαος Ντρομπιάζγκιν:

«Εἶχε κιόλας βραδιάσει ὅταν ἀφήναμε πίσω μας τούς θορυβώδεις δρόμους τῆς πόλεως [Κολόμπο τῆς Κεϋλάνης, Σρί Λάνκα] καί παίρναμε ἕνα θαυμάσιο δρόμο πού διέσχιζε τή ζούγκλα. Δεξιά καί ἀριστερά παιχνίδιζαν οἱ λάμψεις ἑκατομμυρίων πυγολαμπίδων. Πρός τό τέλος του ὁ δρόμος φάρδαινε ἀπότομα. Βρεθήκαμε μπροστά σ᾽ ἕνα μικρό ξέφωτο περικυκλωμένο ἀπό ζούγκλα. Σέ μιά ἄκρη του κάτω ἀπο ἕνα μεγάλο δένδρο ὑπῆρχε κάτι σάν καλύβα καί δίπλα της σιγόκαιγε μιά μικρή φωτιά. Ἕνας λεπτός, ἀποστεωμένος γέρος μέ τουρμπάνι στό κεφάλι καθόταν σταυροπόδι μέ τό βλέμμα του ἀκίνητο καί στραμμένο πρός τή φωτιά. Παρά τόν θόρυβο τῆς ἀφίξεώς μας ὁ γέρος συνέχιζε νά κάθεται τελείως ἀκίνητος δίχως νά μᾶς δίνη τήν παραμικρή προσοχή. Κάπου μέσα ἀπό τό σκοτάδι ἐμφανίσθηκε ἕνας νεαρός καί πηγαίνοντας κοντά στόν συνταγματάρχη [πού τούς ὁδήγησε στό φακίρη] τόν ρώτησε κάτι χαμηλόφωνα. Σέ λίγο ἔβγαλε μερικά σκαμνιά καί ἡ ὁμάδα μας κάθησε σέ ἡμικύκλιο κοντά στή φωτιά… Ὅλοι σώπασαν ἄθελά τους καί περίμεναν νά δοῦν τί θά συμβῆ.

“Κοιτάξτε! Κοιτάξτε ἐκεῖ στό δένδρο!”, ψιθύρισε ταραγμένα ἡ δεσποινίς Μαίρη. Ὅλοι στρέψαμε τό κεφάλι πρός τήν κατεύθυνσι πού ἔδειξε. Καί πράγματι, ὁλόκληρη ἡ ἐπιφάνεια τῆς τεράστιας φυλλωσιᾶς τοῦ δένδρου πού κάτω του καθόταν ὁ φακίρης ἦταν σάν νά κυμάτιζε ἤρεμα μέσα στο ἁπαλό φεγγαρόφωτο, ἐνῶ τό ἴδιο τό δένδρο ἄρχισε βαθμιαῖα νά διαλύεται καί νά χάνη το περίγραμμά του. Κυριολεκτώντας θά ἔλεγα ὅτι κάποιο ἀόρατο χέρι εἶχε ρίξει πάνω του ἕνα ἀέρινο κάλυμμα, πού ἀπό στιγμή σέ στιγμή γινόταν ὅλο καί πυκνότερο. Πολύ σύντομα ἐμφανίσθηκε ὁλοκάθαρα μπροστά στό ἔκπληκτο βλέμμα μας ἡ κυματιστή ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας. Μ᾽ ἕνα ἐλαφρό βουητό τό ἕνα κῦμα ἐρχόταν πίσω ἀπό τό ἄλλο σχηματίζοντας λευκούς ἀφρούς. Ἀνάλαφρα σύννεφα πετοῦσαν σ᾽ ἕναν οὐρανό πού εἶχει γίνει γαλανός. Θαμπωμένοι δέν μπορούσαμε νά ξεκολλήσουμε τό βλέμμα μας ἀπό αὐτή τήν καταπληκτική εἰκόνα.

Καί τότε φάνηκε μακρυά ἕνα ἄσπρο πλοῖο. Παχύς καπνός ξεχύνονταν ἀπό τίς δύο μεγάλες καμινάδες του. Μᾶς πλησίαζε γοργά σχίζοντας τά νερά. Μέ μεγάλη κατάπληξι ἀναγνωρίσαμε τό πλοῖο μας, αὐτό πού μᾶς ἔφερε στό Κολόμπο! Ἕνας ψίθυρος διαπέρασε ἀπ᾽ ἄκρη σ᾽ ἄκρη τό ὑπαίθριο θεωρεῖο μας, ὅταν διαβάσαμε στή πρύμνη μέ χρυσά ἀνάγλυφα γράμματα τό ὄνομα τοῦ πλοίου μας: Λουΐζα. Ἐκεῖνο, ὅμως, πού μᾶς κατέπληξε περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα ἦταν αὐτό τό ὁποῖο εἴδαμε πάνω στό πλοῖο —ἐμᾶς τούς ἴδιους! Ἄς μή ξεχνᾶμε ὅτι τόν καιρό πού συνέβησαν ὅλα αὐτά ὁ κινηματογράφος δέν εἶχε κἄν ἐπινοηθῆ καί ἦταν ἀδύνατο ἀκόμη καί νά συλλάβη κανείς κάτι παρόμοιο. Ὁ καθένας ἀπό μᾶς ἔβλεπε τόν ἑαυτό του στό κατάστρωμα τοῦ πλοίου ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπους πού γελοῦσαν καί συζητοῦσαν. Αὐτό ὅμως, πού ἦταν ἰδιαίτερα ἐκπληκτικό ἦταν τό ἑξῆς: Ἔβλεπα ὄχι μόνο τόν ἑαυτό μου, ἀλλά ταυτόχρονα καί ὅλο τό κατάστρωμα τοῦ πλοίου, μέχρι καί τίς μικρότερες λεπτομέρειες, σάν σέ μιά πανοραμική κάτοψι —κάτι πού φυσικά εἶναι ἀδύνατο στήν πραγματικότητα. Σέ μιά καί τήν αὐτή στιγμή ἔβλεπα τόν ἑαυτό μου ἀνάμεσα στούς ἐπιβάτες, τούς ναυτικούς πού ἐργάζονταν στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ πλοίου καί τόν πλοίαρχο στήν καμπίνα του· ἀκόμη καί τόν πίθηκο Νέλλυ, τή συμπάθεια ὅλων μας, νά τρώη μπανάνες ἀνεβασμένη πάνω στόν κεντρικό ἱστό. Τήν ἴδια ὥρα ὅλοι οἱ σύντροφοί μου καί μέ διαφορετικό τρόπο ὁ καθένας ἦταν ἐξαιρετικά ἀναστατωμένοι μέ ὅσα ἔβλεπαν καί ἐξωτερίκευαν τά συναισθήματά τους μέ σιγανά ἐπιφωνήματα καί ἀναστατωμένους ψιθύρους.

Εἶχα τελείως ξεχάσει ὅτι ἤμουν ἱερομόναχος καί προφανῶς δέν εἶχα καμμία δουλειά νά συμμετέχω σ᾽ ἕνα τέτοιο θέαμα. Ἡ γοητεία ἦταν τόσο δυνατή, πού ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά εἶχαν σωπάσει. Ἡ καρδιά μου ἄρχισε νά κτυπᾶ δυνατᾶ σέ συναγερμό. Ξαφνικά βρέθηκα ἐκτός ἑαυτοῦ. Ἕνας φόβος κατέλαβε ὅλη μου τή ὕπαρξι.

Τά χείλη μου ἄρχισαν νά κινοῦνται καί νά λένε: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν!”. Ἀμέσως ἔνοιωσα ἀνακούφισι. Ἦταν σάν κάποιες μυστηριώδεις ἁλυσίδες νά πέφτουν ἀπο πάνω μου. Ἡ προσευχή γινόταν ὅλο καί πιό συγκεντρωμένη καί μαζί μ᾽ αὐτή ξαναγύριζε καί ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς μου. Συνέχιζα νά κοιτάζω πρός τό δένδρο καί ξαφνικά, σάν νά τήν ἔδιωχνε κάποιος ἄνεμος, ἡ εἰκόνα θόλωσε καί διαλύθηκε. Δέν ἔβλεπα τίποτε πιά ἐκτός ἀπό τό μεγάλο δένδρο μέσα στό φεγγαρόφωτο καί τό φακίρη καθισμένο δίπλα στή φωτιά καί σιωπηλό. Οἱ σύντροφοί μου, ὅμως, συνέχιζαν νά ἐξωτερικεύουν αὐτά τά ὁποῖα αἰσθάνονταν, καθώς ἀτένιζαν στήν εἰκόνα, πού γι᾽ αὐτούς δέν εἶχε χαθῆ.

Τότε, ὅμως, πρέπει κάτι νά συνέβη καί στό φακίρη. Ἔχασε τήν ἰσορροπία του καί κύλησε στό πλάι. Ὁ νεαρός ἔτρεξε ἀλαφιασμένος. Ἡ πνευματιστική συγκέντρωσι διακόπηκε ἀπότομα.

Βαθειά ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν ἐμπειρία τους οἱ θεατές σηκώθηκαν συζητώντας ζωηρά τίς ἐντυπώσεις τους καί χωρίς καθόλου νά καταλαβαίνουν γιά ποιό λόγο διακόπηκαν ὅλα τόσο ξαφνικά καί ἀναπάντεχα. Ὁ νεαρός τό ἀπέδωσε στήν ἐξάντλησι τοῦ φακίρη, ὁ ὁποῖος τώρα καθόταν ὅπως καί πρίν μέ τό κεφάλι χαμηλωμένο καί μή δίνοντας τήν παραμικρή προσοχή στούς παρισταμένους.

Ἡ ὁμάδα μας, ἀφοῦ μέσῳ τοῦ νεαροῦ ἀντάμειψε γενναιόδωρα τό φακίρη γιά τή δυνατότητα συμμετοχῆς σ᾽ ἕνα τόσο καταπληκτικό θέαμα, ἀνασυντάχθηκε γρήγορα γιά τήν ἐπιστροφή. Καθώς ξεκινούσαμε, ἄθελά μου γύρισα πάλι νά κοιτάξω, γιά νά ἐντυπώσω στή μνήμη μου τό ὅλο σκηνικό. Ξαφνικά ἀνατρίχιασα ἀπό μιά δυσάρεστη αἴσθησι. Τό βλέμμα μου συνάντησε τό βλέμμα τοῦ φακίρη, πού μέ κοίταζε γεμάτος ἀπό μίσος. Αὐτό κράτησε μόνο μιά στιγμή καί μετά ἐκεῖνος πῆρε πάλι ἀμέσως τή συνηθισμένη του στάσι. Ὅμως ἐκείνη ἡ ματιά ἄνοιξε μιά γιά πάντα τά μάτια τῆς ψυχῆς μου καί συνειδητοποίησα ἀμέσως τίνος δύναμι ἦταν αὐτή πού προκάλεσε ἐκεῖνο τό “θαῦμα”»(S, 67).

ΓΙΑ ΤΗ ΝΟΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ



Αν θέλεις να χαριτωθεί και να παρηγορηθεί η ψυχή σου με τη χαριτωμένη και θεϊκή παρηγοριά, φρόντισε και αγωνίζου να αποκτήσεις στην καρδιά σου τη μελέτη της Νοεράς Προσευχής και πρόσεχε, όσο μπορείς, για να γραφεί και να τυπωθεί μέσα στην καρδιά σου το χαριτωμένο και παρηγορητικό όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Διότι με τον τρόπο αυτό θα κάνεις τους αγίους αγγέλους να σε ευλαβούνται και να σε αγαπούν. Διότι οι ίδιοι οι άγγελοι, επειδή ευλαβούνται και τιμούν το όνομα του Χριστού, ευλαβούνται και τιμούν και τον «τόπο» (=την καρδιά) που είναι γραμμένο αυτό το όνομα του Χριστού.

Και λοιπόν, αφού γράψεις στην καρδιά σου αυτή την Ευχή, η οποία είναι το όνομα του Χριστού, όχι μόνο θα σε έχουν οι άγγελοι σε ευλάβεια και τιμή, αλλά ακόμη θα σου γίνουν και φίλοι αχώριστοι σε όλη σου τη ζωή. Στους δρόμους και τα μονοπάτια θα σε συνοδεύουν αόρατα· τη νύκτα θα σε φυλάγουν από φόβο νυκτερινό και την ημέρα θα σε σκεπάζουν από «βέλος που πετιέται τη μέρα» (πρβλ. Ψαλμ. 90:5)· στις εργασίες σου θα σε βοηθήσουν και θα σε ενδυναμώσουν· στις ερωτήσεις θα σε συνετίσουν, για να μιλάς σοφά και ανεμπόδιστα· κατά την προσευχή θα στέκονται και αυτοί μαζί σου συμπροσευχόμενοι, χαρούμενοι, ικετεύοντας τον Ύψιστο για σένα· στους κινδύνους θα σου γίνουν παρηγοριά και ανέλπιστη σωτηρία. Αυτούς τους αγγέλους δεν τους βλέπεις οφθαλμοφανώς, όμως αντιλαμβάνεσαι τη βοήθειά τους. Μερικές φορές τους βλέπεις και φανερά, ανάλογα με τη ψυχική σου δύναμη και την καθαρότητα της καρδιάς σου.

Χαρά λοιπόν υπάρχει μέσα στη ψυχή σου, αν αποκτήσεις τέτοιους χαριτωμένους φίλους και τέτοιους δυνατούς φύλακες, οι οποίοι είναι διορισμένοι από τον Θεό να φυλάνε τη ψυχή σου, μέχρι να την παρουσιάσουν μπροστά στο Νυμφίο της Ιησού Χριστό, σα νύμφη αμόλυντη και καθαρή. Διότι όπως εσύ, αγαπητέ, απέρριψες από σένα κάθε σαρκικό θέλημα και μάταιη φροντίδα και δόθηκες ολωσδιόλου στη μελέτη της Ευχής και στην ενθύμηση του Θεού, έτσι και ο Θεός σε θυμάται πάντοτε και σε έχει για δικό Του άνθρωπο, γράφοντας το όνομά σου στο ανεξάλειπτο βιβλίο της θεϊκής Του ενθύμησης.

Γι’ αυτό, χαίρε αγαπητέ και πανηγύριζε, καθώς λέγει και ο Κύριος: «Να χαίρεστε γιατί τα ονόματά σας γράφτηκαν στους ουρανούς» (Λουκ. 6:20). Και λοιπόν, επειδή γράφτηκε το όνομά σου «στο βιβλίο της ζωής» (Φιλ. 4:3), με τη γραφή που έγραψες εσύ στο βιβλίο της καρδιάς σου το όνομά Του το θεϊκό, με την παντοτινή καρδιακή Ευχή, έχει ο Θεός στο εξής τη μέριμνά σου, ενδιαφερόμενος και φυλάγοντας με τη Χάρη Του τη ψυχή σου σαν κόρη οφθαλμού, από κάθε αμαρτία, «από κάθε πράγμα που πορεύεται επικίνδυνα στο σκοτάδι, από κάθε δαιμονικό σύμπτωμα που εμφανίζεται το μεσημέρι» (Ψαλμ. 70:6), γιατί φυλάγεις κι εσύ ανεξάλειπτα μέσα στο βάθος του εαυτού σου την αγάπη Του και την ενθύμησή Του· γεγονός για το οποίο είπε και κάποιος από τους Πατέρες κάποτε τα εξής:


Κάποιος αδελφός ήλθε σε έκσταση και είδε μια πολύ μεγάλη εκκλησία, στο μέσο της οποίας, ήταν ένας μεγαλοπρεπής και δοξασμένος Αρχιερέας, ντυμένος όλη την αρχιερατική στολή, μπροστά στη λαμπρότητα και την ομορφιά της οποίας, δένεται κάθε γλώσσα ανθρώπου. Τριγύρω Του, παραστέκονταν κάποιοι αστραπόμορφοι, από τους οποίους, άλλοι ήταν σαν διάκονοι και κρατούσαν στα χέρια τους απερίγραπτα θυμιατά, με τα οποία θυμιάτιζαν τον μακάριο εκείνον και ουράνιο Αρχιερέα και άλλοι ήταν σαν ιερείς, οι οποίοι στέκονταν ολόγυρά Του με μεγάλη ευλάβεια.

Ήταν όλοι αυτοί, θαυμάσιοι στη θεωρία, καθότι και μόνο η όψη τους ήταν φωτεινή και σεβάσμια· αλλά και τα άμφια που φορούσαν, άλλων ήταν λευκά σαν το χιόνι και καθαρά σαν το φως –ήταν λεπτά και καθαρά τόσο, που αν ήταν δυνατό να βρεθούν εδώ στη γη παρόμοια και να αφεθούν στον αέρα μόνα τους, αμέσως θα τα σήκωνε ο αέρας ψηλά και ποτέ πια δεν θα κατέβαιναν κάτω, από τη μεγάλη ελαφρότητα και άκρα λεπτότητα που είχαν, άλλων πάλι τα άμφια που φορούσαν ήταν άλλης όψης, την οποία, όχι μόνο γλώσσα πήλινη δεν μπορεί να διηγηθεί, αλλά ούτε νους μπορεί να τη χωρέσει μέσα του, διότι δεν υπάρχει κάποιο πράγμα να της μοιάζει πάνω στον κόσμο.

Άλλοι πάλι φορούσαν αστραφτερά άμφια, όπως αστράφτει η αστραπή· και άλλοι από αυτούς στέκονταν στα δεξιά του αρχιερέα, άλλοι στα αριστερά. Όμως, όλοι στέκονταν με πολλή ευλάβεια και σεμνότητα. Ο μακάριος εκείνος Αρχιερέας, τόσο ήταν δοξασμένος και τόσο υπερέβαινε τους άλλους στη δόξα και λαμπρότητα και στη χάρη, όσο ξεπερνάει ο ήλιος τα υπόλοιπα άστρα. Στεκόταν, λοιπόν, αυτός ο θαυμάσιος και ακατανόητος Αρχιερέας όρθιος και έβλεπε προς την ανατολή και έψελνε με μεγάλη φωνή και καθαρότητα κάποιο μέλος, λίγο σύντομα, παρά πολύ γλυκύτατο και ανεκδιήγητο. Ο Μοναχός εκείνος, βλέποντας αυτά τα ακατανόητα βρισκόταν σε έκπληξη και ακούγοντας τη γλυκύτατη αρμονία και την τερπνή μελωδία θαύμαζε.

Έτσι, από τον πολύ θαυμασμό του, ξεχνούσε τα λόγια που έψελνε εκείνος ο Αρχιερέας και δεν μπορούσε να συγκρατήσει στη μνήμη του ούτε καν ένα λόγο από όσα άκουγε, μολονότι έβαζε σε αυτό όλη του την προσοχή, διότι ήξερε μέσα του ότι επρόκειτο να χωριστεί από εκείνη τη μακαριότατη οπτασία και ότι θα του χρησιμεύσουν αυτά τα λόγια για την τωρινή ζωή. Τέλος πάντων, ακούγοντας και λησμονώντας, κράτησε στη μνήμη του μόνο ένα λόγο που είπε μεγαλόφωνα, στο τέλος, ο θαυμάσιος και μακάριος εκείνος Αρχιερέας. Είπε λοιπόν: «Όσο κανείς θυμάται και αγαπά τον Θεό, τόσο και αυτόν τον θυμάται και τον αγαπά ο Θεός». Και αμέσως ήλθε στον εαυτό του ο αδελφός και έλεγε ότι εκείνη την ώρα αισθανόταν μέσα στην καρδιά του κάποιο πυρ, το οποίο έκαιγε την καρδιά του σα τη λαμπάδα, καθώς λέγει: «Δεν φλεγόταν η καρδιά μας μέσα μας, όσο Αυτός μας μιλούσε στο δρόμο και μας ερμήνευε τις Γραφές;» (Λουκ. 24:32). Σε Αυτόν πρέπει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες. Αμήν.

ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ

[Ανωνύμου Ησυχαστού:
«Νηπτική Θεωρία»,
Λόγος ΙΒ΄, σελ. 150–155,
έκδοσις Ιερά Μονή Ξενοφώντος,
Άγιον Όρος, 20102.]

"Πότε στέλνει ὁ Θεός τήν Χάρι Του"



Νά στρέφετε τήν κάθε θλίψη στή γνώση τοῦ Χριστοῦ, στήν ἀγάπη Του, στή λατρεία Του.

Η ψυχή σας να δίδεται στην ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», για όλες σας τις έγνοιες, για όλα και για όλους.
Η ευαισθησία δεν έχει διόρθωση.

Μπορεί μόνο να μετασχηματισθεί, να μεταποιηθεί, να μετατραπεί, να μεταμορφωθεί, να μεταστοιχειωθεί, να γίνει αγάπη, χαρά, θεία λατρεία.
Πώς; Με τη στροφή προς τα άνω. Να στρέφετε την κάθε θλίψη στη γνώση του Χριστού, στην αγάπη Του, στη λατρεία Του.
Κι ο Χριστός που συνεχώς περιμένει με λαχτάρα να μας βοηθήσει, θα σας δώσει την χάρη Του και τη δύναμή Του και θα μεταστρέφει τη θλίψη σε χαρά, σε αγάπη για τούς αδελφούς, σε λατρεία προς τον ίδιο.
Έτσι θα φύγει το σκοτάδι..
Να θυμάστε τον Απόστολο Παύλο. Τί έλεγε; «Νυν χαίρω εν τοις παθήμασί μου»
Η ψυχή σας να δίδεται στην ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ,ελέησον με», για όλες σας τις έγνοιες, για όλα και για όλους.
Μην κοιτάζετε αυτό πού σας συμβαίνει, αλλά να κοιτάζετε το φως, τον Χριστό, όπως το παιδί κοιτάζει την μητέρα του, όταν κάτι του συμβεί. Όλα να τα βλέπετε χωρίς άγχος, χωρίς στενοχώρια, χωρίς πίεση, χωρίς σφίξιμο. Δεν είναι ανάγκη να προσπαθείτε και να σφίγγεστε.
Όλη σας ή προσπάθεια να είναι ν’ ατενίσετε προς το φως, να κατακτήσετε το φως. Έτσι, αντί να δίδεσθε στη στενοχώρια, που δεν είναι του Πνεύματος του Θεού, θα δίδεσθε στη δοξολογία του Θεού.

Ἅγιος Πορφύριος

Να λές την ευχή με την καρδιά,ταπεινά,για να μη σε κλέβη το ταγκαλάκι με την συζήτηση των λογισμών

-Γέροντα, μόλις συγκεντρωθώ στην ευχή, σε κλάσματα δευτερολέπτου, ο νούς μου μπορεί να φθάση μέχρι την Αμερική.
Πώς γίνεται αυτό;
– Πόσα χρήματα θέλεις για να πάς από εδώ στην Αμερική και να γυρίσης;
Έχεις να πληρώσης τα ναύλα;
Και βλέπεις, τώρα με τον νού φθάνεις αμέσως εκεί!
Κοίταξε να συμμαζέψης τον νού σου, γιατί στο τέλος θα χρεωκοπήσης και θα μου «κλείσης» τον συνεταιρισμό*, επειδή δεν θα έχω να πληρώσω τα χρέη σου.
Να λές την ευχή με την καρδιά, ταπεινά, για να μη σε κλέβη το ταγκαλάκι με την συζήτηση των λογισμών. Πολύ θα σε βοηθήση σʹ αυτήν την προσπάθειανα σκέφτεσαι τον θάνατο.
Αν σκεφτής: «Ο Θεός μου έδωσε διορία αυτήν την ώρα, για να προετοιμασθώ και να με πάρη», δεν μπορεί να σταθή κανένας λογισμός.
Όταν μπαίνη ο θάνατος στην μέση, ο νούς κάθεται στην μέση και δεν φεύγει στις άκρες και στην άκρη του κόσμου.

Ο Γέροντας συχνά μιλούσε για «συνεργείο προσευχής» και «συνεταιρισμό» για θέματα προσευχές.

Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου

Οταν ο άνθρωπος λέει την «ευχή» δεν μπορεί να εκδηλώνεται



Όταν ο άνθρωπος λέει την «ευχή» (Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με), δεν μπορεί να εκδηλώνεται, να φωνάζει και να μιλάει.
Η Χάρις του Θεού τον κάνει πράο, ταπεινό. Είναι αδύνατον ο Θεός να μην μαλακώσει την καρδιά του.

Όταν λέει την «ευχή», πόση γλυκύτητα αισθάνεται! 
Η αργολογία, η μεμψιμοιρία, οι συζητήσεις διακόπτουν την επικοινωνία με τον Θεό και φέρνουν ταραχή.

Δεν συγκρατείται η μια και λέει τον λογισμό της στην άλλη και η άλλη φορτωμένη σπέρνει το κακό και μετά δεν μπορεί ούτε προσευχή ούτε τα καθήκοντά της να κάνει ούτε το κελλί (σπίτι) της της αρέσει ούτε μπορεί ν’ αναπαυθεί πουθενά. Χρειάζεται ταπείνωση στην ψυχή μας. 

Δια της ταπεινώσεως θα σωθούμε. Ο Θεός θα δώσει πολλή Χάρι. Ο άνθρωπος διά τής «ευχής» αισθάνεται θεία παρηγοριά, ουράνια μεγαλεία. 

Από το βιβλίο «Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου», Λόγια Καρδιάς
Ιερά Μονή Παναγίας Οδηγήτριας Πορταριά Βόλου