.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παλαιά Διαθήκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παλαιά Διαθήκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

«Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι»



Όποιος μελετά το ευαγγέλιο μένει ενεός και άναυδος, όχι μόνο ενώπιον της σταυρικής θυσίας του Χριστού, αλλά και ενώπιον του μεγέθους της ανεξικακίας του, της μακροθυμίας και συγγνώμης του και τέλος ενώπιον της απέραντης και απροσδιόριστης αγάπης του.

Ενώ ο Ιησούς ποικίλως και πολυτρόπως ευεργέτησε τον ιουδαϊκό λαό και έδειξε σ’ αυτούς το ενδιαφέρον και την αγάπη του, εν τούτοις «όχλος πολύς μετά μαχαιρών και ξύλων» (Ματθ. 26,47) έρχεται και τον συλλαμβάνει λες και ήταν ληστής (Ματθ. 26,55) και τον παραδίδουν στον Καϊάφα τον αρχιερέα. Εκεί προσπάθησαν με ψευδομαρτυρίες να τον καταδικάσουν σε θάνατο. Τον φτύνανε στο πρόσωπο, τον δίδανε καρπαζιές, και τον ράπιζαν λέγοντας· προφήτεψε Χριστέ ποιος σε χτύπησε.
Μετά τον παρέδωσαν στον Πιλάτο, ώστε να τον δικάσει και εν τέλει να τον τιμωρήσει με την ποινή του θανάτου.

Ο Ιούδας εν τέλει παραδέχεται την αθωότητά του (Ματθ. 27,1-5) χωρίς όμως να ζητήσει το έλεός του· ο Πιλάτος ανακαλύπτει κι αυτός ότι είναι αθώος και ότι λόγω φθόνου τον παρέδωσαν και προσπαθεί να τον σώσει, βάσει εθίμου που υπήρχε να απολύει ένα κρατούμενο, όποιον ήθελε ο λαός.
Και κείνοι, ακούγοντας τους αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους, ζητάνε να ελευθερωθεί ο στασιαστής και δολοφόνος Βαραββάς (Λκ. 23,19) και να σταυρωθεί ο αθώος Χριστός. Ο Πιλάτος υποκύπτει την πίεση του όχλου και ο Χριστός παραδίνεται για να σταυρωθεί. Οι στρατιώτες τον εμπαίζουν σαδιστικά και πρόστυχα και τον οδηγούν στην σταύρωση. Μόλις ανέβηκε στον σταυρό έχοντας και δύο κοινούς ληστές παράπλευρά του αρχίζει η κακία των Εβραίων να οργιάζει.
Το πλήθος γαυριά και αλαλάζει και μαίνεται κραυγάζοντας, βλασφημώντας και εμπαίζοντας· «αυτός είναι (ο έξυπνος) που θα κατέλυε τον ναό και πάλι θα τον οικοδομούσε σε τρεις μέρες! Σώσαι λοιπόν τον εαυτό σου· αν είσαι υιός του Θεού κατέβα από τον σταυρό.
»Όμοια δε ενέπαιζαν και οι αρχιερείς μετά των γραμματέων και πρεσβυτέρων και Φαρισαίων λέγοντας· άλλους έσωσε τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει· εάν είναι βασιλεύς του Ισραήλ ας κατεβεί τώρα από τον σταυρό και τότε θα πιστέψουμε σ’ αυτόν· εφ’ όσον έχει πίστη στον Θεό, άς τον σώσει τώρα, εάν βέβαια τον θέλει· διότι αυτός είπε ότι είναι υιός του Θεού.
»Τα ίδια δε έκαναν και οι ληστές που σταυρώθηκαν μαζί του· τον ονείδιζαν» (Ματθ. 27,39-44), άσχετα αν αργότερα ένας απ’ αυτούς μετανόησε και ομολόγησε την θεότητά του (Λκ. 23,40-43).

Ποια ήταν η αντίδραση του Χριστού σ’ όλη αυτή τη λυσσαλέα, σιχαμερή και δαιμονική εκστρατεία εναντίον του;
Μήπως κατέβηκε από το σταυρό εγκαταλείποντας μια για πάντα το έργο της σωτηρίας μας, όπως επιθυμούσαν οι ανόητοι και ασύνετοι και άπιστοι Ιουδαίοι, που ενώ είδαν τόσα φοβερά θαύματα, και αναστάσεις νεκρών ακόμα, εξακολουθούν να ζητούν σημείο κατά τα γούστα τους;
Μήπως οργίσθηκε; Μήπως τους καταράστηκε; Μήπως διέταξε να τιμωρηθούν παραδειγματικώς και να κονιορτοποιηθούν ολοσχερώς οι εχθροί του; Τίποτα απ’ όλα αυτά. Έχοντας γαλήνη και ηρεμία, προσευχήθηκε με πόθο σφοδρό, όχι για τον εαυτό του αλλά για τους εχθρούς του.
«Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λκ. 23,34). Πατέρα μου συγχώρα τους και μη καταλογίζεις ενοχή στην κτηνώδη και εγκληματική συμπεριφορά τους. Δεν ξέρουν τι κάνουν. Έχουν τυφλωθεί εντελώς.

Αυτό που είπε στην επί του όρους ομιλία του διορθώνοντας το νόμο της Παλαιάς Διαθήκης αυτό πράττει τώρα. Είχε πει τότε· «Ακούσατε ότι έχει λεχθεί, ν’ αγαπήσεις τον πλησίον σου και να μισήσεις τον εχθρό σου. Εγώ όμως σας λέγω, ν’ αγαπάτε τους εχθρούς σας, να ευλογείτε αυτούς που σας καταριόνται, να φέρεσθε καλά σ’ αυτούς που σας μισούν και να προσεύχεσθε γι’ αυτούς που σας δημιουργούν προβλήματα και σας διώκουν. Κι όλα αυτά να τα κάνετε για να γίνετε αληθινά και γνήσια παιδιά του επουράνιου πατέρα σας, που τον ήλιο τον ανατέλλει για όλους, πονηρούς και αγαθούς, και βρέχει σε δικαίους και σε αδίκους. Διότι αν αγαπήσετε αυτούς που σας αγαπούν, ποιος θα είναι ο μισθός σας; Και οι τελώνες (που είναι οι χειρότεροι άνθρωποι) το ίδιο κάνουν. Να γίνετε λοιπόν τέλειοι όπως ακριβώς ο επουράνιος πατέρας σας είναι τέλειος» (Ματθ. 43-48).

«Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». 

Ο ιερός Χρυσόστομος αναπτύσσοντας το ρητό αυτό θέτει δύο ερωτήματα και δίνει ο ίδιος τις αντίστοιχες απαντήσεις (Ε.Π.Ε. τόμ. 36, σσ. 29-35 και 63-69).
α΄) Συγχωρέθηκε η φρικτή αμαρτία των σταυρωτών; Ναι για όσους μετανόησαν. Μετανόησαν και πίστεψαν στον Χριστό 3.000 (Πρξ. 2,41) και μετά 5.000 (Πρξ. 4,4) και μετά μυριάδες (Πρξ.21,20). Επίσης ο Παύλος, ο Πέτρος που τον αρνήθηκε, αλλά ύστερα έκλαψε πικρά, και τόσοι άλλοι.

β΄) Μπορούμε εμείς να μιμηθούμε τον Χριστό σ’ αυτήν την θαυμαστή και θεϊκή ανεξικακία του;
Ναι μπορούμε! Διαφορετικά δεν θα έλεγε ο Χριστός «άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς και μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών· ο γαρ ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστίν» (Ματθ. 11,29-30).

Δεν θα έλεγε ο Παύλος «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού» (Α΄ Κορ. 11,1). Και δεν το λέγει μόνο αλλά μας το δείχνει και στην πράξη. Ενώ υπέστη τα πάνδεινα από τους Εβραίους (πρβλ. Β΄ Κορ. 11,24-25), εν τούτοις μας λέγει ότι έχει μεγάλη και συνεχή οδύνη για την τύχη των ομοεθνών του και εύχεται, αν ήταν δυνατόν, να γίνει ανάθεμα, να χωριστεί δηλαδή από τον Χριστό, αν μπορούσε αυτό να τους σώσει (Ρωμ. 11,24-25).

Δεν θα έλεγε ο διάκονος και πρωτομάρτυς απόστολος Στέφανος «Κύριε μη στήσεις αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην» (Πρξ. 7,60) και μάλιστα «θεις τα γόνατα». Προσευχήθηκε όχι εική και ως έτυχεν αλλά γονατιστός και με φωνή ισχυρή, φανερώνοντας έτσι τον πόθο και την επιθυμία που τον κατείχε να μη τιμωρηθούν αυτοί που τον λιθοβολούσαν.
Αλλά και στην Παλαιά Διαθήκη, τότε που υπήρχε ο νόμος «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» και «οδόντα αντί οδόντος» υπήρξαν δίκαιοι που ζήσανε κατά το πνεύμα της Καινής Διαθήκης.

Ο Μωυσής, ο οποίος υπέστη τα μύρια όσα από τους ομοεθνείς του, προσεύχεται στον Θεό που είχε αποφασίσει να τους καταστρέψει και λέγει· «Εάν τους συγχωρέσεις την αμαρτία συγχώρεσέ την· διαφορετικά, σβήσε και μένα από το βιβλίο που με έγραψες (Εξ. 32,31-32). Ο άγιος δεν μπορεί να ευτυχεί όταν οι άλλοι υποφέρουν ή χάνονται. Γι’ αυτό προκρίνει τη σωτηρία των άλλων από τη δικιά του.

Ο Δαυίδ, όταν ο Θεός έστειλε άγγελο και αποδεκάτιζε τους Ισραηλίτες, είπε· «Εγώ ο ποιμένας αμάρτησα και εγώ ο ποιμένας έκανα κακό. Ας πέσει η τιμωρία σε μένα και την πατρική μου οικογένεια» (Β΄ Βασ. 24,17). Νωρίτερα ο Δαυίδ, όταν έμαθε το θάνατο του υιού του Αβεσσαλώμ, ο οποίος είχε επαναστατήσει εναντίον του, παρασύροντας μέγα μέρος του λαού και του στρατού και δημιουργώντας απίστευτη αναστάτωση και ταλαιπωρία στο Ισραήλ αλλά και στον πατέρα του, ο οποίος φάνηκε να πνέει τα λοίσθια σαν βασιλιάς, είπε γεμάτος πόνο και οδύνη· «Παιδί μου Αβεσσαλώμ, παιδί μου, παιδί μου Αβεσσαλώμ, γιατί να μη πεθάνω εγώ για σένα; Εγώ έπρεπε να πεθάνω, Αβεσσαλώμ, υιέ μου, υιέ μου» (B΄ Βασ. 18,33)!

Αλλά και ο Σαμουήλ ο προφήτης περιφρονήθηκε από τους Ιουδαίους, οι οποίοι του ζήτησαν να τους εγκαταστήσει βασιλιά όπως έχουν τα ειδωλολατρικά έθνη και δεν αρκέσθηκαν στους Κριτές, μέσω των οποίων διοικούσε ο Θεός. Ο Σαμουήλ λοιπόν, που ο Θεός για να τον παρηγορήσει του είπε· «Δεν περιφρόνησαν εσένα, αλλά εμένα (Α΄ Βασ. 8,7), όταν αργότερα τους ήλεγξε σφοδρά για την κακοήθειά τους και για την ανταρσία τους απέναντι στον Θεό και κείνοι, αντιλαμβανόμενοι το λάθος τους, τον παρακάλεσαν να προσεύχεται γι’ αυτούς, για να μη τιμωρηθούν με θάνατο, εκείνος απάντησε· «Μακάρι να μη πέσω ποτέ σε τέτοια αμαρτία, να παύσω να προσεύχομαι για σας. Αντίθετα θα συνεχίσω να υπηρετώ τον Κύριο και να σας δείχνω τον καλό και ευθύ δρόμο του Κυρίου» (Α΄ Βασ. 12, 23). Τα προαναφερθέντα παραδείγματα των αγίων όπως και διδασκαλία της αγίας Γραφής μας τονίζουν ξεκάθαρα ότι όλοι μπορούμε και οφείλουμε να μιμηθούμε την ανεξικακία του Χριστού και των αγίων του. Αμήν· γένοιτο.


ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Ἀπάντηση στὸ πρόβλημα: «Γιατί εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς;»



Ὁ 72ος ψαλμὸς διαιρεῖται σὲ δύο μέρη: α) Στοὺς στίχους 1-14 ὁ ψαλμωδὸς ἐξομολογεῖται πῶς σκανδαλίσθηκε παρακολουθώντας τὴν εὐδαιμονία τῶν ἁμαρτωλῶν. Διατυπώνει τοὺς προβληματισμούς του καὶ ὁμολογεῖ ὅτι λίγο ἔλειψε νὰ ἐλεεινολογήσει τὸν ἑαυτό του γιὰ τοὺς μόχθους καὶ τοὺς ἀγῶνες ποὺ κατέβαλε γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς κατὰ Θεὸν ἀρετῆς. β) Στοὺς στίχους 15-28 διηγεῖται πῶς εἰσῆλθε στὸ Ναὸ καὶ στὸ ἁγιαστήριο τοῦ Θεοῦ, πῶς ἐκεῖ μέσα φωτίστηκε καὶ πῶς εἶδε τὴ ραγδαία ἀνατροπὴ τῆς εὐτυχίας τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τὴν πατρικὴ παρουσία καὶ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία προσφέρεται στοὺς εὐσεβεῖς.

Ὁ ψαλμωδὸς ἀρχίζει τὸν Ψαλμὸ ἀπότομα. Αἰσθάνεται σὰν νὰ βράζει μέσα του ἡ ἀπορία: Γιατί νὰ εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς; Γιατί; Καὶ ἐνῶ βράζει μέσα του, πρὸς στιγμὴν δαμάζει τὰ συναισθήματά του καὶ ἀναφωνεῖ: Πόσο ἀγαθὸς εἶναι ὁ Θεὸς στοὺς Ἰσραηλίτες καὶ μάλιστα σ’ ὅσους ἀπ’ αὐτοὺς ἔχουν ἄκακη, εἰλικρινή, ἁπλὴ καὶ καθαρὴ καρδιά! (στίχ. 1). Εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέει: Μὴν ταραχθεῖτε γιὰ ὅσα πρόκειται νὰ πῶ. Περιμένετε τὸ συμπέρασμα, ἢ ἂν θέλετε, νά τὸ συμπέρασμα: Ὅ,τι κι ἂν πεῖτε, ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθὸς γιὰ τοὺς ἀγαθούς.

Ὁ δίκαιος Ἰὼβ σὲ παρόμοιο προβληματισμὸ προβάλλει τὴν παγγνωσία τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἰὼβ κδ΄ [24] 1). Ὁ προφήτης Ἱερεμίας προβάλλει τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, λέγοντας· ὁμολογῶ καὶ διακηρύσσω ὅτι δίκαιος εἶσαι, Κύριε, γι’ αὐτὸ καὶ τολμῶ νὰ συζητήσω μαζί Σου (Ἱερ. ιβ΄ [12] 1). Ὁ δὲ προφήτης Ἀμβακοὺμ προβάλλει τὴν καθαρότητα τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ Κυρίου· Κύριε, λέγει, γνωρίζω ὅτι ὁ ὀφθαλμός Σου εἶναι πεντακάθαρος καὶ δὲν μπορεῖ οὔτε ἀνέχεται νὰ βλέπει πονηρὰ ἔργα, οὔτε δέχεται νὰ βλέπει τὶς κακουργίες ποὺ προξενοῦν οἱ κακοὶ καὶ πονηροὶ στοὺς εἰλικρινεῖς, τοὺς ἁπλοὺς καὶ ἀδύναμους (Ἀμβ. α΄ 13). 

Ὥστε οἱ ἀγαθὲς περὶ Θεοῦ σκέψεις μᾶς ἀσφαλίζουν κατὰ τῶν πειρασμῶν, τοὺς ὁποίους μᾶς δημιουργεῖ ὁ ἐχθρὸς τῆς ψυχῆς μας λόγῳ τοῦ ποικίλου κακοῦ ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο. Ἐφόσον ὁ Θεὸς εἶ­­ναι ἀγαθός, εἶναι πολὺ ­περισσότερο ἀ­­­γαθὸς στοὺς εὐθεῖς, τοὺς καθαροὺς καὶ θεοσεβεῖς καὶ ὄχι σὲ ὅσους «φαυλότατα ἁμαρτάνουσιν», σὲ ὅσους ἁμαρτάνουν ἀ­­­­σεβέστατα(*). Αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ λησμονοῦμε ποτέ, ὁτιδήποτε καὶ ἂν μᾶς συμβεῖ στὴ ζωή.

Ὁ ψαλμωδὸς ὅμως παρόλο ποὺ ἦταν θεοσεβής, ὁμολογεῖ: Σ’ ἐμένα ὅμως κλονίσθηκαν ἀπὸ τὴν ἀμφιβολία οἱ πεποιθήσεις καὶ οἱ ὑγιεῖς λογισμοί μου, οἱ ὁποῖοι σὰν ἄλλα πόδια ὑποστηρίζουν τὴν εὐσέβεια τῆς ψυχῆς μου· παρ’ ὀλίγο νὰ σεισθοῦν τὰ βήματά μου στὴν πορεία τῆς ζωῆς καὶ νὰ ξεγλιστρήσω ἀπὸ τὸν δρόμο τοῦ Κυρίου καὶ ἀπὸ τὴν πίστη μου στὴν ἀγαθὴ πρόνοιά Του (Ψαλ. οβ΄ [72] 2).

Κινδύνευσε, λοιπόν, καὶ ὁ ἴδιος νὰ λησμονήσει τὴν ἀλήθεια ποὺ ­διατύπωσε στὴν ἀρχὴ τοῦ Ψαλμοῦ καὶ νὰ ­κλονισθεῖ στὶς πεποιθήσεις του. Καὶ ὁ ­δίκαιος Ἰὼβ εἶχε κλονισθεῖ βλέποντας τὴν ­εὐημερία τῶν ἁμαρτωλῶν, γι’ αὐτὸ καὶ ­ἀναρωτιόταν: «Διατί ἀσεβεῖς ζῶσι; πεπαλαίωνται δὲ ἐν πλούτῳ;» (Ἰὼβ κα΄ [21] 7)· γιατί οἱ ἀσεβεῖς ζοῦν καὶ φθάνουν σὲ πολὺ βαθιὰ γηρατειὰ καὶ περνοῦν τὴ ζωή τους μέσα στὰ πλούτη; Γιατί οἱ ἀσεβεῖς μακροημερεύουν, φθάνουν τὰ 100 ἔτη, κατὰ τὸν Ἡσαΐα (Ἡσ. ξε΄ [65] 20), καὶ ἀπολαμβάνουν τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἀγαθά τους; Ἀλλὰ καὶ ὁ προφήτης Ἱερεμίας, ἐνῶ ὁμολογεῖ καὶ διακηρύσσει ὅτι ὁ Κύριος εἶναι δίκαιος, τολμᾶ νὰ συζητήσει μαζί Του καὶ νὰ Τοῦ θέσει ἐρωτήματα σχετικὰ μὲ τὴ δικαιοσύνη Του, στὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ἀδυνατεῖ νὰ ἀπαντήσει: Κύριε, Τοῦ λέγει, γιατί οἱ ἀσεβεῖς ἐπιτυγχάνουν στὶς ἐπιχειρήσεις καὶ στὰ σχέδιά τους; Γιατί εὐδοκιμοῦν καὶ εὐτυχοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι παραβαίνουν συνεχῶς καὶ συστηματικῶς τὸν ἅγιο νόμο Σου; (Ἱερ. ιβ΄ [12] 1).

Ὥστε ὑπάρχουν τρικυμίες ποὺ δοκιμάζουν καὶ τὶς πιὸ ἰσχυρὲς ἄγκυρες! Ὑπάρχουν καὶ δίκαιοι ἄνθρωποι ποὺ σκοντάφτουν ὅταν βλέπουν αὐτὴ τὴν κοινωνικὴ ἀνισότητα. Ὅπως δὲ ὁμολογεῖ ὁ ψαλμωδός, κυριεύονται μάλιστα ἀπὸ ζήλεια ἕνεκα τῶν ἀνόμων, ἐπειδὴ βλέπουν τὴν εὐημερία καὶ τὴν εὐεξία τῶν ἁμαρτωλῶν. Διότι, ὅπως παρατηρεῖ, δὲν ἔχουν ἀγωνία, βάσανα καὶ κακοπάθεια κατὰ τὸν θάνατό τους, δὲν στεροῦνται στὴ ζωή τους, καὶ οἱ τυχὸν θλίψεις τους δὲν διαρκοῦν πολύ (Ψαλ. οβ΄ [72] 3-4). Ζήλεια καὶ πικρία κατὰ τοῦ Θεοῦ κυριεύουν τὴν ψυχὴ τοῦ εὐσεβοῦς βλέποντας ὅλα αὐτά, ποὺ τὸν κάνουν νὰ ἀδρανεῖ· νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πολύπονο ἀρετὴ καὶ νὰ προτιμήσει τὴν ἄπονο κακία. Βλέπει σωματικὴ ὑγεία, ὑλικὴ εὐημερία· δὲν βλέπει νὰ ἔχουν οἱ ἀσεβεῖς παρατεταμένη ἀγωνία, στέρηση καὶ βασανιστικὸ θάνατο!

Εἶναι πονηροί, ὁ θάνατός τους ὅμως δὲν εἶναι πονηρός, ἀλλὰ ἤρεμος. «Τὰ χέρια τους δὲν δέθηκαν, οὔτε σφίχτηκαν τὰ πόδια τους σὲ δεσμά» (Β΄ Βασ. γ΄ 34). 

Ὅπως δὲ παρατηρεῖ ὁ Ἰώβ, οἱ ἀσεβεῖς πεθαίνουν εὐτυχεῖς, χωρὶς νὰ τοὺς λείπει τίποτε, ἐνῶ οἱ δίκαιοι πικραμένοι καὶ θλιμμένοι, χωρὶς νὰ ἀπολαύσουν τίποτε καλὸ καὶ ἀγαθό (Ἰὼβ κα΄ [21] 23-25). ­Ἐξάλλου γιὰ τοὺς ἀσεβεῖς ἀρρώστιες, χρηματικὲς ζημιὲς κ.τ.ὅ. εἶναι ἀσήμαντα καὶ ἀνεπαίσθητα. Καὶ ἂν κάποτε τοὺς συμβοῦν, περνοῦν γρήγορα. «Δὲν ταῖς τρῶν ­γερές», κα­τὰ τὴν παροιμία.

Βεβαίως δὲν πρέπει νὰ κρίνουμε τοὺς ἀνθρώπους οὔτε ἀπὸ τὸ πῶς πεθαίνουν οὔτε ἀπὸ τὴ διάθεση μὲ τὴν ὁποία φεύγουν ἀπὸ τὴ ζωή. Ἐξάλλου εἶναι χαρακτη­ριστικὸ ὅτι ὁ ψαλμωδὸς καὶ γενικὰ οἱ δίκαιοι ἀποροῦν, θέλουν νὰ μάθουν γιὰ τὴν κατάσταση αὐτή, δὲν ἐγκαλοῦν ὅ­­­μως τὸν Θεό· δὲν Τὸν κατακρίνουν ὅτι ἀδικεῖ. Ὁ Δαβὶδ ὁμολογεῖ: Ἡ ­δικαιοσύνη Σου ὑψώνεται ἄσειστη καὶ ἀσάλευτη καὶ αἰώνια σὰν τὰ θεόκτιστα καὶ πανύψηλα ὄρη· τὰ σχέδια καὶ οἱ κρίσεις Σου, διὰ τῶν ὁποίων κυβερνᾶται ὁ κόσμος, εἶναι ἀνε­ξερεύνητα (Ψαλ. λε΄ [35] 7). Ὁ δὲ Ἰώβ, ἐνῶ ὑπέφερε τόσα πολλά, δὲν βλασφήμησε κατηγορώντας τὸν Θεὸ ὅτι ἐνήργησε μὲ ἀφροσύνη καὶ ἀπερισκεψία (Ἰὼβ α΄ 22). Καὶ ὁ Ἱερεμίας, γιὰ νὰ μὴ δώσει ἔστω καὶ ὑποψία σκανδαλισμοῦ σὲ κάποιον, ἀναφωνεῖ: «Δίκαιος εἶ (εἶσαι), Κύριε» (Ἱερ. ιβ΄ [12] 1). Δίκαια γίνονται ὅλα ἀπὸ Ἐσένα, Κύριε· δὲν γνωρίζουμε ὅμως πῶς ἐνεργεῖ ἡ ἀγαθότητά Σου. Καὶ βέβαια ποτὲ δὲν ἔ­­μαθαν οὔτε οἱ προφῆτες, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἐμεῖς θὰ μάθουμε στὴν παροῦσα ζωὴ πλήρως τὰ σχέδια τῆς θείας πανσοφίας καὶ προνοίας.

(*) Μ. Ἀθανασίου, Ἑρμηνεία εἰς Ψαλ. ρβ΄, PG 27, 328Β.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

Δ ὲ ν φ τ ά ν ε ι π ο ὺ ν η σ τ ε ύ ω;



Τὴ Με­γά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στὴ οἱ Χρι­στια­νοὶ νη­στεύ­ουν καὶ προ­σεύ­χον­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο, προ­ε­τοι­μα­ζό­με­νοι γιὰ τὴν ὑ­πέρ­λαμ­πρη γι­ορ­τὴ τοῦΠά­σχα. 
Εἶ­ναι κα­λὸ αὐ­τό; 
Χρει­ά­ζε­ται τί­πο­τε ἄλ­λο; 

Ἂς γυ­ρί­σου­με στὰ χρό­νια τῆς βα­βυ­λώ­νειας αἰχ­μα­λω­σί­ας τῶν Ἰσ­ρα­η­λι­τῶν. Ὁ δί­και­ος καὶ ἐ­λε­ή­μων Τω­βίτ, ἔ­χον­τας πε­ρι­πέ­σει σὲ ἐ­σχά­τη πτω­χεί­α καὶ τύ­φλω­ση, στέλ­νει τὸν γιό του Τω­βί­α σ’ ἕ­να μακρὺ τα­ξί­δι, ἀ­πὸ τὴ Νι­νευ­ὴ στοὺς Ρά­γους τῆς Μη­δί­ας, γιὰ νὰ εἰσπρά­ξει ἕ­να ση­μαν­τι­κὸ πο­σό, ποὺ εἶ­χε πα­λι­ό­τε­ρα δα­νεί­σει ὁ Τω­βὶτ σὲ κά­ποι­ον Γα­βα­ήλ. Πρὶν ἀ­να­χω­ρή­σει, ἐπειδὴ δὲν εἶναι σίγουρο ἂν θὰ τὸν ξαναδεῖ, μα­ζὶ μὲ ἄλ­λα, τὸν συμ­βου­λεύ­ει: 
- Ἀ­πὸ τὰ ὑ­πάρ­χον­τά σου, παι­δί μου, νὰ δί­νεις ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, χω­ρὶς νὰ φο­βᾶ­σαι κα­θό­λου. 
Νὰ μὴν ἀ­πο­στρέ­ψεις τὸ πρό­σω­πό σου ἀ­πὸ κα­νέ­να φτω­χὸ καὶ δὲν θὰ ἀ­πο­στρέ­ψει ὁ Θε­ὸς τὸ πρό­σω­πό του πο­τὲ ἀ­πὸ σέ­να. Ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸ πλῆ­θος τῶν ὑ­παρ­χόν­των σου νὰ κά­νεις ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Ἂν ἔ­χεις λί­γα, μὴ φο­βη­θεῖς ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ λί­γα νὰ δί­νεις ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Δὲν θὰ στε­ρη­θεῖς. Ὅ­ταν κά­νεις ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, θη­σαυ­ρί­ζεις γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό σου σὲ ἡ­μέ­ρα ἀ­νάγ­κης. Για­τὶ ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη σὲ λυ­τρώ­νει ἀ­πὸ τὸν θά­να­το καὶ δὲν σὲ ἀ­φή­νει νὰ εἰ­σέλ­θεις στὸ σκο­τά­δι του. Ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη εἶ­ναι δῶ­ρο ἀ­γα­θὸ γιὰ ὅ­λους ἐ­κεί­νους ποὺ τὴν κά­νουν ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ. 
Στὴ συ­νέ­χεια ἕ­νας ἄγ­γε­λος τοῦ Θε­οῦ, ὁ Ρα­φα­ήλ, μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς νεανία, συ­νο­δεύ­ει στὸ τα­ξί­δι τὸν Τω­βί­α, τὸν σώ­ζει ἀ­πὸ ποι­κί­λους κιν­δύ­νους, τοῦ ἐ­ξα­σφα­λί­ζει μιὰ ὄ­μορ­φη καὶ ἐ­νά­ρε­τη σύ­ζυ­γο, τὴ Σάρ­ρα, εἰσπράτ­τει γιὰ λογαριασμό του καὶ τοῦ παραδίδει τὰ ὀ­φει­λό­με­να χρή­μα­τα, τὸν ξα­να­φέρ­νει σῶο καὶ ἀσφαλῆ στὸ σπί­τι του καὶ τέλος θε­ρα­πεύ­ει τὴν τύ­φλω­ση τοῦ πα­τέ­ρα του, τοῦ Τω­βίτ. Τὴν ὥ­ρα ποὺ τοὺς ἀ­πο­χαι­ρε­τᾶ, ἀ­νά­με­σα σὲ ἄλ­λες συμ­βου­λές, τοὺς λέ­ει: 
- Εἶ­ναι κα­λὸ πράγ­μα ἡ προ­σευ­χὴ μὲ νη­στεί­α. Ἀλ­λὰ δὲν φτά­νει αὐ­τό. Χρει­ά­ζε­ται ἐ­πὶ πλέ­ον ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη καὶ ἡ δι­και­ο­σύ­νη. Κα­λύ­τε­ρα νὰ κά­νεις ἐ­λε­η­μο­σύ­νες, πα­ρὰ νὰ μα­ζεύ­εις χρυ­σά­φι. Για­τὶ ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη γλυ­τώ­νει τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­πὸ τὸν θά­να­το καὶ τὸν κα­θα­ρί­ζει ἀ­πὸ κά­θε ἁ­μαρ­τί­α. Ἐ­κεῖ­νοι ποὺ κά­νουν ἐ­λε­η­μο­σύ­νες καὶ ζοῦν μὲ δι­και­ο­σύ­νη, θὰ ζή­σουν πολ­λὰ χρό­νια (Τωβ. 4, 7-11· 12, 8-9). 
«Μα­κά­ριος εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ συμ­πα­θεῖ τὸν φτω­χό, τὸν πέ­νη­τα», λέ­ει καὶ ὁ ἐ­κλε­κτὸς τοῦ Θε­οῦ, ὁ βα­σι­λιὰς Δαυ­ΐδ. «Αὐ­τὸν θὰ τὸν λυ­τρώ­σει ὁ Κύ­ριος σὲ ἡ­μέ­ρα δύ­σκο­λη», σὲ ὥ­ρα δηλαδὴ κα­κιὰ (Ψαλμ. 40, 1). 
Ἂν θέ­λου­με κι ἐ­μεῖς νὰ ἔ­χει ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἡ ὅ­ποι­α μας πνευ­μα­τι­κὴ προ­σπά­θεια, εἴ­τε τώ­ρα τὴ Σα­ρα­κο­στή, εἴ­τε πάν­το­τε στὴ ζω­ή μας, ἂς βά­λου­με τὸν Θε­ὸ ἀ­σπί­δα καὶ προ­στα­σί­α μας μὲ τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Για­τὶ «δα­νεί­ζει Θε­ῷ ὁ ἐ­λε­ῶν πτω­χὸν» (Παρ.19,17). Προ­φά­σεις δὲν μπο­ροῦν νὰ στα­θοῦν μπρο­στὰ στὸν Θε­ό. Ὂ­λοι μπο­ροῦν καὶ πρέ­πει νὰ ἐ­λε­οῦν. Οἱ πλού­σιοι νὰ δί­νουν πολ­λὰ καὶ οἱ φτω­χοὶ λί­γα. Κα­νέ­νας δὲν ἐ­ξαι­ρεῖ­ται. 
Ἀλ­λὰ καὶ κα­νέ­νας δὲν ζη­μι­ώ­νε­ται. Οὔ­τε ὁ φτω­χός. Ἀν­τί­θε­τα ὅλοι πλου­τί­ζουν, κόν­τρα στὴν ἀν­θρώ­πι­νη λο­γι­κή, μὲ τρό­πο ποὺ γνω­ρί­ζει μό­νο ὁ Θε­ός. Ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη πλου­τί­ζει πάν­τα, δὲν φτω­χαί­νει τὸν ἄν­θρω­πο. Ἰ­σχύ­ει ἐ­δῶ ἡ λο­γι­κὴ τοῦ Θε­οῦ. 
Ἂς ἀ­φή­σου­με λοι­πὸν στὴν ἄ­κρη κά­θε ὀ­λι­γο­πι­στί­α καὶ κα­κο­μοι­ριά. Ὁ Θε­ὸς θέ­λει ἐ­λε­ή­μο­να καρ­διά, γε­μά­τη οἰ­κτιρ­μοὺς γιὰ τὸν πλη­σί­ον καὶ θὰ τὴ ζη­τή­σει τὴν καρ­διὰ αὐ­τὴ ἀ­π’ τὸν κα­θέ­να μας κα­τὰ τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς κρί­σε­ως (Ματθ. 25, 31-46). Τό­τε ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη θὰ μᾶς λυ­τρώ­σει καὶ ἀ­πὸ τὸν αἰ­ώ­νιο θά­να­το. Ὄ­χι μό­νο ἀ­πὸ κά­ποι­α κα­κιὰ στιγ­μὴ τῆς ἐ­πί­γειας ζω­ῆς μας.
Τὸ στά­διο τῶν ἀ­ρε­τῶν ποὺ ἄ­νοι­ξε μὲ τὴν εἴ­σο­δο τῆς Σα­ρα­κο­στῆς, μᾶς πε­ρι­μέ­νει. Τὰ ἀ­θλή­μα­τα πολ­λά, ἀλ­λὰ κο­ρυ­φαῖ­ο πάν­το­τε ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, ἡ ἀ­γά­πη. Μὴ μεί­νου­με μό­νο στὴ νη­στεί­α. Ὅ,τι δη­λα­δὴ μᾶς στοι­χί­ζει λι­γό­τε­ρο, ἀλ­λὰ καὶ μᾶς φου­σκώ­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο μὲ ἔ­παρ­ση. Οἱ φτω­χοὶ ἀ­δελ­φοί μας πε­ρι­μέ­νουν τὴν ἐ­λε­ή­μο­να δι­ά­θε­σή μας. Καὶ ὄ­χι μό­νο τὸ Πά­σχα, ἀλ­λὰ κα­θη­με­ρι­νά. Ἂς μὴν τοὺς ἀ­πο­γο­η­τεύ­ου­με.
Ἡ προ­σπά­θεια τῆς νη­στεί­ας γί­νε­ται «ζω­ῆς αἰ­ω­νί­ου πρό­ξε­νος», μό­νο ἐ­ὰν πα­ράλ­λη­λα «ἐ­κτεί­νω­μεν χεῖ­ρας εἰς εὐ­ποι­ΐ­αν. Οὐδὲν γὰρ οὕτω σώζει ψυχήν, ὡς ἡ μετάδοσις τῶν ἐπιδεομένων. Ἡ ἐλεημοσύνη, συγκεκραμένη τῇ νηστείᾳ, ἐκ θανάτου ρύεται τὸν ἄνθρωπον. Αὐτὴν ἀσπασώμεθα, ἧς οὐδὲν ἶσον. Ἱκανὴ γὰρ ὑπάρχει σῶσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν» (Ἰ­δι­ό­μ. ἀ­πο­στίχων Αἴ­νων Πέμ­πτης Β΄ Ἑ­βδομ. Νη­στει­ῶν). Ἄλλωστε τὴν περίοδο αὐτὴ ψάλλουμε: «Δί­και­ος ἀ­νήρ, ὁ ἐ­λε­ῶν ὅ­λην τὴν ἡ­μέ­ραν» (Δο­ξα­στι­κὸ Αἴ­νων Ε΄ Κυρ. Νη­στει­ῶν), κα­τὰ τὸ πα­ράγ­γελ­μα τοῦ Δαυῒδ (Ψαλμ. 36, 26).
Δὲν φτάνει νὰ εἶναι μόνο εὐχάριστη ψαλμῳδία στὰ χείλη μας αὐτό. Ἂς τὸ βά­λου­με καὶ λί­γο πα­ρα­μέ­σα, στὴν καρ­διά μας.

Δημητρίου Μπόκου
(Σαρακοστὴ 2014)

«AKOMA TΡΕΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΝΙΝΕΥΪ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΗΣΕΤΑΙ» (Ἰωνᾶ 3,4).

Το συντομωτερο κήρυγμα 
που εφερε σε μετανοια
ολόκληρη πόλη 
και 
εσώθη απο βέβαια καταστροφή



Ο ΙΩΝΑΣ παρήκουσε στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ νὰ πάῃ καὶ νὰ κηρύξῃ στὴ μεγάλι πόλι τῆς Νινευῒ καὶ ἔκανε τὴν ἀπόπειρα νὰ δραπετεύσῃ. Ἀλλὰ ἡ θάλασσα μὲ τὴν τρικυμία τὸν ἐμπόδισε καὶ ἕνα μεγάλο κῆτος τὸν ἐπανέφερε στὴν ἀρχική του ἀποστολή. Καὶ τότε ὁ Ἰωνᾶς, διδαγμένος καὶ μετανοημένος, παίρνει πάλι τὴ διαταγὴ ἀπὸ τὸ Θεό.
Βάδισε χιλιόμετρα καὶ ἔφτασε στὴ Νινευΐ. Ἕνας αὐτός, ὁλομόναχος, ἀλλὰ ἔχοντας τὸ Θεὸ μαζί του, ἄρχισε τὸ κήρυγμα. Ἦταν τὸ πιὸ μικρὸ κήρυγμα, ποὺ ἔκανε προφήτης. Εἶπε λίγα λόγια, ποὺ κράτησαν ὄχι μιὰ ὥρα, ὄχι μισὴ ὥρα, ὄχι λίγα λεπτά, ἀλλὰ ἐλάχιστα δευτερόλεπτα.
«Ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ Νινευῒ καταστραφήσεται» (Ἰωνᾶ 3,4). Τρεῖς ἡμέρες διωρία καὶ θὰ καταστραφῇ ἡ Νινευΐ.
Τί ἔκαναν οἱ κάτοικοι τῆς Νινευΐ, ὅταν ἄκουσαν αὐτὸ τὰ λόγια; Ἔκλεισαν τὰ αὐτιά τους; Ὄχι. Τὰ ἄνοιξαν. Ἄνοιξαν καὶ τὶς καρδιές τους, καὶ πίστεψαν στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἐπίστεψαν οἱ μικροί, ἐπίστεψαν οἱ μεγάλοι, ἐπίστεψαν οἱ γυναῖκες, ἐπίστεψαν οἱ ἄνδρες, ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἐπίστεψαν. Καὶ αὐτὸς ἀκόμα ὁ βασιλιᾶς ἄκουσε στὰ ἀνάκτορα, ὅτι ἔφτασε ἕνας προφήτης ποὺ λέει ὅτι θὰ καταστραφῇ ἡ πόλις, καὶ διέταξε γενικὸ πένθος, πάνδημο πένθος. Διέταξε, ὁλόκληρη ἡ Νινευῒ νὰ νηστεύσῃ τρεῖς ἡμέρες.
Ὄχι μόνο ὁ βασιλεὺς νήστευσε καὶ πέταξε τὴν κορώνα καὶ τὰ χρυσᾶ του καὶ ἔβγαλε τὴν ἁλουργίδα του καὶ φόρεσε σακκὶ καὶ πάνω στὸ κεφάλι του ἔβαλε στάχτη καὶ ἔκλαιγε καὶ ἀναστέναζε, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀθῷα νήπια ἀκόμα διέταξε κι αὐτὰ νὰ μὴ βυζάξουν τρεῖς ἡμέρες, καὶ τὰ ζῷα ἀκόμα νὰ μὴ βοσκήσουνε.
Καὶ ἀκουγόταν ἕνας θρῆνος παντοῦ στὴ Νινευΐ. Τὰ πρόβατα, τὰ βόδια, τὰ γαϊδουράκια, ὅλα ἐφώναζαν. Ξέρετε πολὺ καλὰ ὅσοι εἶσθε ἀπὸ χωριά, ὅτι τὰ ζῷα, ὅταν τ᾿ ἀφήσῃς νηστικά, ἀρχίζουν νὰ φωνάζουν ὅλα μαζὶ καὶ δημιουργοῦν ἕνα θόρυβο μεγάλο.
Ἐθρήνει στὴ Νινευῒ ὁλόκληρος ἡ φύσις. Κάθε πλάσμα, ἄνθρωποι καὶ ζῷα, ἐζήτει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ποῖο ἦτο;
Ἡ πόλις σῴζεται, ὁ Ἰωνᾶς λυπᾶται!
Ἐσώθη ἡ πόλις. Δὲν ἔγινε ἡ καταστροφή.
Πῶς ἐσώθη; Ἂν ἐπιτρέπεται ἡ φράσις, μετενόησε ὁ Θεός. Δὲν ἁρμόζει αὐτὴ ἡ φράσις στὸν Θεό. Ἀλλὰ τὸ λέγει ἡ Γραφή· «Καὶ μετενόησεν ὁ Θεός…» (Ἰωνᾶ 3,10). Δηλαδή, ἀνεκάλεσε τὴν ἀπόφασί του ὁ Θεὸς καὶ ἡ Νινευῒ δὲν κατεστράφηκε.
Ἄλλαξε τώρα τὸ κλίμα. Ὅλοι ἦταν χαρούμενοι. Τὰ ἀνάκτορα εἶχαν χαρά, οἱ ἄρχοντες χαρά, οἱ γυναῖκες χαρά, τὰ παιδιὰ χαρά· ὅλος ὁ κόσμος ἐχαίρετο.
Ἕνας μόνον ἐλυπεῖτο. Ποιός, Θεέ μου; Ὁ Ἰωνᾶς ὁ προφήτης! Πῆγε νὰ σκάσῃ καὶ νὰ πλαντάξῃ ἀπὸ τὴ θλῖψι. Ἄκου ἐκεῖ τί εἶνε ὁ ἐγωϊσμὸς τοῦ ἀνθρώπου! Δηλαδὴ αὐτὸς ἤθελε νὰ καταστραφῇ ἡ Νινευΐ, γιὰ νὰ βγῇ αὐτὸς ἀληθινὸς προφήτης. Ποῦ καταντάει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχῃ ἐγωϊσμό! Ἂς κατεστρέφετο μία ὁλόκληρος πόλις, γιὰ νὰ βγῇ αὐτὸς ἀληθινός.
Καὶ κάτι ἄλλο ἐγωϊστικὸ ἔκανε. Αὐτὸς δὲν ἤξερε, δὲν τοῦ ἀπεκάλυψε ὁ Θεός, μὲ ποιό τρόπο θὰ καταστραφῇ ἡ Νινευΐ. Ἐνόμιζε, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τὴν καταστρέψῃ μὲ σεισμό. Καὶ γιὰ νὰ εἶνε σίγουρος καὶ νὰ μὴν κινδυνεύῃ ὁ διος, τί ἔκανε· δὲν πῆγε νὰ καθήσῃ μέσα στὴν πόλι, ἀλλὰ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, σ᾿ ἕνα τσαντίρι. Ἔτσι αἰσθανόταν ἀσφαλής.
Ὅπως ὅταν ἔγινε στὸ Βόλο ὁ σεισμός, οἱ μόνοι ποὺ ἦταν ἀσφαλεῖς ἦταν οἱ γύφτοι. Γιατί; Ἦταν στὰ τσαντίρια, ἔξω ἀπὸ τὸ Βόλο καὶ βλέπανε τοὺς ἀνθρώπους νὰ βγαίνουν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι καὶ νὰ τρέχουν καὶ ρωτοῦσαν· Τί πάθανε αὐτοί, τρελλαθήκανε; Σεισμὸς ἔγινε, τοὺς ἀπαντοῦσαν. Δὲ᾿ νιώσαμε τίποτα ἐμεῖς, λέγανε. Οἱ πιὸ ἀσφαλεῖς στὸ σεισμὸ εἶνε οἱ γύφτοι μὲ τὰ τσαντίρια τους.
Βγῆκε, λοιπόν, ὁ Ἰωνᾶς ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, ἔφτειαξε τσαντίρι καὶ μπῆκε κάτω ἀπ᾿ αὐτό, γιὰ νὰ ἔχῃ ἀσφάλεια. Καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ περίμενε νὰ δῇ τὴν καταστροφὴ τῆς Νινευΐ.
Πέρασε μιὰ μέρα, πέρασαν δυὸ μέρες, πέρασαν τρεῖς μέρες, καὶ τίποτα δὲν ἔγινε. Τότε πικράθηκε ὁ Ἰωνᾶς καὶ παραπονέθηκε. Τόσο πολὺ πικράθηκε, ὥστε παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ τὸν πάρῃ· προτιμοῦσε νὰ πεθάνῃ παρὰ νὰ ζῇ.
Ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὸν διδάξῃ, διέταξε καὶ φύτρωσε μιὰ μεγάλη κολοκυθιά, ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ φυτρώνουν στὴ Μεσοποταμία. Ἡ κολοκυθιὰ ἔγινε σὰν δέντρο καὶ μὲ τὰ πλατειὰ φύλλα της τοῦ ἔκανε σκιὰ καὶ τὸν ἐδρόσιζε μέσα στὸν καυστικὸ ἥλιο· διότι εἶχε μεγάλη ζέστη, ἦταν καλοκαίρι, Ἰούνιος μήνας, κι ὁ ἥλιος ἔκαιγε τὶς πέτρες. Χάρηκε τότε ἀφάνταστα ὁ Ἰωνᾶς γιὰ τὴν κολοκυθιά. Τότε ὁ Θεὸς διατάζει ἕνα σκουλήκι νὰ χτυπήσῃ τὸ φυτό, καὶ ἐξηράνθη ἡ κολοκυθιά. Ὅταν βγῆκε ὁ ἥλιος τὸ φυτὸ δὲν εἶχε πιὰ φύλλα νὰ τὸν προστατεύῃ καὶ ἡ θέρμη ἔπεσε ἀφόρητος στὸ κεφάλι τοῦ Ἰωνᾶ. Κι αὐτὸς λιποψύχησε καὶ εἶπε·
―Καλύτερα νὰ πεθάνω παρὰ νὰ ζῶ.
Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε·
―Τόσο πολὺ λυπήθηκες γιὰ τὴν κολοκυθιά;
―Λυπήθηκα πολύ, μέχρι θανάτου, ἀπαντᾷ ὁ Ἰωνᾶς.
―Ἐσὺ λυπήθηκες διότι κατεστράφη ἕνα ἄψυχο φυτό, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ διος καθόλου δὲν κοπίασες. Ἐγὼ δὲν ἔπρεπε νὰ λυπηθῶ μιὰ ὁλόκληρη πόλι μὲ τόσες χιλιάδες ζωές, ἀνθρώπων καὶ ζῴων;
Αὐτὴ εἶνε ἡ ἱστορία τῆς Νινευΐ, ἡ ὁποία διδάσκει πόσο ὁ Θεὸς ἐπιθυμεῖ καὶ περιμένει τὴ μετάνοια τῶν ἀνθρώπων, καὶ πόσο φροντίζει γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων τῶν πλασμάτων του.

Από το Δ΄Τεῦχος «ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΗ» του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου

Τὰ ζῶα τῆς φάτνης



Στὴ βυζαντινὴ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος τὸ κεντρικὸ πρόσωπο, τὸθεῖο Βρέφος, ­εἰκονίζεται μέσα σὲ σπήλαιο ἀνάμεσα σὲ ζῶα· ἢ μᾶλλον τὰ ζῶαεἶναι σκυμμένα πάνω Του· εἶναι πάντοτε δύο καὶ εἶναι συγκεκριμένα: ἕνας «βοῦς» (βόδι) καὶ ἕνας «ὄνος» (γαϊδουράκι).
Δηλώνεται ἔτσι ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος ὄχι σὲ παλάτι βασιλικό, οὔτε κὰν σὲ σπίτι ὅπου μένουν ἄνθρωποι, ἀλλὰ σὲ στάβλο, σὲ σπηλιὰ ποὺ χρησίμευε ὡς κατάλυμα ζώων! 
Ὑπενθυμίζει δηλαδὴ τὶς πολὺ ταπεινὲς συνθῆκες ὑπὸ τὶς ὁποῖες γεννήθηκε ὁ Κύριος, ποὺ ἦταν ἡ ἀρχὴ τῶν ἀλλεπάλληλων ταπεινώσεων ποὺ καταδέχθηκε νὰ ὑπομείνει στὴν ἐπὶ γῆς ζωή Του γιὰ τὴ σωτηρία μας μέχρι τὴν Ἄκρα Ταπείνωση τοῦ σταυρικοῦ Πάθους Του!
Δὲν πρόκειται ὅμως μόνο γι᾿ αὐτό. Ἡ παρουσία τῶν δύο συγκεκριμένων ζώ­ων κοντὰ στὸ νηπιάσαντα Θεὸ ὑπενθυμίζει κυρίως τὴν ἐκπλήρωση δύο προφητειῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν προφητῶν Ἀμβακοὺμ καὶ Ἡσαΐα.
Ὁ προφήτης Ἀμβακοὺμ μὲ τὸ προφητικό του βλέμμα διακρίνει τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ συμβεῖ μετὰ ἀπὸ αἰῶνες, καὶ λέγει στὸν Υἱὸ μεταξὺ τῶν ἄλλων: «Ἐν μέσῳ δύο ζῴων γνωσθήσῃ» (Ἀμβ. γ´ 2)
Στὸ χωρίο αὐτὸ ἔχουν δοθεῖ πολλὲς ἑρμηνεῖες· αὐτὴ ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ εἶναι ἡ ἑξῆς: Θὰ γνωρισθεῖς ἀνάμεσα σὲ δύο ζῶα. Ὁ Θεὸς «ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α´ Τιμ. γ´ 16), ἔγινε γνωστὸς κατ᾿ ἀρχὰς μεταξὺ δύο ζώων. Ἑπομένως ἡ βυζαντινὴ ἁγιογραφία εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέει: Κοιτάξτε αὐτὸ τὸ βρέφος! Εἶναι ὁ Μεσσίας ποὺ προφήτευσε ὁ προφήτης Ἀμβακούμ.
Πιὸ σαφὴς εἶναι ἡ προφητεία τοῦ προφήτη Ἡσαΐα: «Ἔγνω βοῦς τὸνκτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ, Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁλαός με οὐ συνῆκε» (Ἡσ. α´ 3). Ἐδῶ ὁμιλεῖ ὁ Θεὸς μὲ παράπονο γιὰ τὴν ­ἀχαριστία καὶ ἀπιστία τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ λέει: 
Τὸ βόδι γνωρίζει τὸν ἰδιοκτήτη ποὺ τὸ φρον­τίζει, καὶ τὸ γαϊδουράκι ξέρει τὴ φάτνη τοῦ κυρίου του. Ἀντίθετα, ὁ περιούσιος λαός μου, ὁ Ἰσραήλ, ποὺ τόσο τὸν ἔχω εὐεργετήσει, δὲν μὲ ἀναγνωρίζει εἰλικρινὰ Κύριό του, δὲν μὲ νιώθει.
Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἐφάρμοσε τὸ χωρίο στὴν περίσταση τῆς Γεννήσεως. Τὰ ζῶα τῆς φάτνης ἀναγνώρισαν τὸν Δεσπότη τους, τὸν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Τὸν ἀναγνώρισαν καὶ Τὸν προσκύνησαν. Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως δὲν Τὸν ἀντιλήφθηκαν. Δὲν ὑπῆρχε χῶρος στὸ πανδοχεῖο τῆς Βηθλεὲμ γιὰ τὴν Παρθένο καὶ τὸν κυοφορούμενο Μεσσία, οἱ πόρτες τῶν Βηθλεεμιτῶν ἔμειναν κλειστὲς γιὰ τὸν ἐρχόμενο Κύριο, καὶ οἱ καρδιές τους παγωμένες. Ἐλάχιστες ἁγνὲς καρδιὲς βρέθηκαν ἄξιες καὶ πρόθυμες νὰ Τὸν προσκυνήσουν, οἱ ποιμένες.
Τὸ παράπονο τοῦ Θεοῦ στὴ συγκεκρι­μένη προφητεία τονίζεται ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὸ εἶδος τῶν ζώων ποὺ συγ­κρίνονται μὲ τοὺς ἀνθρώπους - Ἰ­­σ­ραηλίτες. 
Εἶναι δύο ζῶα γνωστὰ γιὰ τὴ χαμηλὴ νοημοσύνη τους· ­μάλιστα, προκειμένου γιὰ τὸν ὄνο, καὶ γιὰ τὸ πεῖσμα του. Δύο ζῶα ποὺ οἱ ὀνομασίες τους χρησιμοποιοῦνται ὑβριστικὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὰ κατάλαβαν τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ· ὁ ἄνθρωπος, ἡ κορωνίδα τῆς ὁρατῆς δημιουργίας, δὲν τὴν κατάλαβε – γεγονὸς ποὺ καταδει­κνύει τὸ κατάντημα τοῦ ἀνθρώπου: «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρα­συνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλ. μη´ [48] 13)
Ὁ ἄνθρωπος, ἐνῶ τιμήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ «κατ᾿ εἰκόνα», δὲν τὸ ἀντιλήφθηκε, δὲν τὸ ἐκτίμησε αὐτό. Ἀλλὰ μὲ τὶς ἁμαρτίες του ἔκανε τὸν ἑαυτό του ὅμοιο μὲ τὰ ζῶα, ποὺ δὲν ἔχουν λογικὸ ὅπως αὐτός.
Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ τὰ δύο ζῶα συμβολίζουν καὶ κάτι ἄλλο: τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀποκτηνώθηκε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸν ὁποῖο ἐλεεῖ ὁ Θεὸς καὶ προσφέρεται σ᾿ αὐτὸν ὡς «ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς» (Ἰω. Ϛ´ 51), ἡ πνευματικὴ τροφὴ ποὺ θὰ τοῦ δώσει τὴν ἀληθινὴ ζωή, τὴ ζωὴ τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, ποὺ θὰ τὸν κάνει ἄνθρωπο ἀληθινό, θεὸ κατὰ χάριν.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στὴ χριστουγεννιάτικη ὁμιλία του ­διακρίνει στὰ δύο ζῶα τοὺς δύο «λαούς»: τὸ βό­­δι, νομικῶς καθαρὸ ζῶο (βλ. ­Λευϊτ. ια´ [11]), συμβολίζει τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁ­ποῖοι «μηρυκάζουν» (ὅπως τὸ βόδι) τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ· ὁ ὄνος, νομικῶς ἀκάθαρτο, συμβολίζει τοὺς εἰδωλολάτρες (βλ. PG 36, 332A).
Τὰ δύο διαφορετικὰ ζῶα συνάζονται κοντὰ στὸ Σωτήρα, ποὺ ἔρχεται νὰ δημιουργήσει τὴ μία οἰκογένεια τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στὴν ὁποία «οὐκ ἔνιἸουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην…», ἀλλὰ «πάντες» εἶναι «εἷς ἐν Χριστῷ»· ὅλοι οἱ πιστοὶ ἔχουν γίνει ἕνας νέος ἄνθρωπος μὲ τὴν ἕνωσή τους μὲ τὸν Χριστό (Γαλ. γ´ 28). 
Δὲν ἰσχύουν πλέον διαφορὲς ἐθνικότητας, κοινωνικῆς τάξεως καὶ φύλου. Τώρα ὑπάρχει ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος, «ὁ καινὸς ἄνθρωπος» (Ἐφ. β´ 15), ὁ ἀναγεννημένος, ὁ ἁγιασμένος, ὁ ἄνθρωπος τῆς Χάριτος, ποὺ οἱ διαθέσεις, τὰ λόγια, οἱ πράξεις του ἔχουν τὴ σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Δύο ζῶα κοντὰ στὴ φάτνη τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ! Πόσα μηνύματα: τὸ μυστήριο τῆς ἀποδοκιμασίας τοῦ Μεσσία, ὁ φοβερὸς ξεπεσμὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ χαρὰ γιὰ ἕνα καινούργιο ξεκίνημα τῆς ἀνθρωπότητας· ἡ ἐλπίδα τέλος γιὰ μιὰ καινούργια ἀρχὴ καὶ στὴ δική μας προσωπικὴ ζωή!

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

Γιατί είναι αναγκαία η εξομολόγηση


ΟΜΙΛΙΑ Θ΄
Περί εξομολογήσεως

Γιατί είναι αναγκαία η εξομολόγηση

Η εξομολόγηση είναι αναγκαία για τους εξής λόγους: 
α) διότι είναι εντολή του Θεού, 
β) διότι επαναφέρει και αποκαθιστά την ειρήνη μεταξύ Θεού και ανθρώπων, και 
γ) διότι ωφελεί τον άνθρωπο από ηθική και πνευματική άποψη.

Το ότι η εξομολόγηση είναι θεία εντολή φαίνεται από τις Άγιες Γραφές, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Εξ ονόματος του Θεού ο Μωυσής λέει στους Ισραηλίτες: «Όποιος άνθρωπος, άνδρας ή γυναίκα υπέπεσε σε κάποια από τα αμαρτήματα των ανθρώπων και παραμελώντας αδιαφόρησε γι’ αυτό, πρέπει να εξομολογηθεί την αμαρτία την οποία διέπραξε» (Αρ. ε΄6-7). και πάλι: «Εάν η ψυχή αμαρτήσει… και εξαγορευτεί την αμαρτία, ανάλογα δε με το φταίξιμο να ορίσει τιμή και να αποδώσει το κεφάλαιο, δηλαδή το επιτίμιο, προσθέτοντας τον τόκο σε αυτό, να φέρει στον Κύριο ένα κριάρι» (Λευιτ. ε΄ 26)...

Στις Παροιμίες του Σολομώντος, αναφέρεται: «Αυτός που καλύπτει την ασέβεια του εαυτού του, δεν βρίσκεται σε καλό δρόμο. Αυτός όμως που έχει ως αρχή να ελέγχει τον εαυτό του, θα αγαπηθεί» (κη΄13). 
Όλοι οι προφήτες και ιδιαίτερα ο Δαβίδ, συστήνουν την εξομολόγηση, αφού τη μετάνοια ακολουθεί η εξομολόγηση. Έτσι, αυτοί που προσέρχονταν στον Ιορδάνη, στον Κήρυκα της Μετανοίας, τον βαπτιστή Ιωάννη, προηγουμένως εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους. Ας δούμε τους λόγους του Ευαγγελιστή: «Τότε προσέρχονταν σ’ αυτόν από τα Ιεροσόλυμα, από όλη την Ιουδαία, καθώς και από όλα τα περίχωρα του Ιορδάνου, και βαπτίζονταν στον ποταμό Ιορδάνη από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, εξομολογούμενοι τις αμαρτίες τους» (Ματθ. γ΄6). Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η εξομολόγηση είναι θεία εντολή και ως τέτοια πρέπει να τηρείται, για τη σωτηρία των μετανοουμένων. Αυτή η εντολή έλαβε πρόσθετο κύρος στην Καινή Διαθήκη. Η εξομολόγηση έγινε η θύρα της εισόδου στον Χριστιανισμό και αυτό φανερώνεται επαρκώς από την εξομολόγηση των βαπτιζομένων στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη, του οποίου το βάπτισμα ήταν προεισαγωγή στον Χριστιανισμό, γιατί έλεγε: «Εγώ μεν σας βαπτίζω με νερό, σε βάπτισμα μετανοίας. Αυτός όμως; Που έρχεται μετά από μένα είναι ισχυρότερός μου και δεν είμαι ικανός ούτε τα υποδήματά Του να κρατήσω. Αυτός θα σας βαπτίσει με το πνεύμα το Άγιο και το πυρ της θείας Χάριτος» ( Μτ. γ΄ 11 ) .

Αυτό μαρτυρείται επίσης και από τις Πράξεις των Αποστόλων∙ γιατί διηγούμενος ο απόστολος Λουκάς τα σχετικά με την προσέλευση των Εφεσίων στον Χριστιανισμό, λέει ότι έρχονταν με σκοπό να εξομολογηθούν τις πράξεις τους και μάλιστα με πολύ θάρρος. Ιδού τα λόγια του αποστόλου: «Πολλοί τε τῶν πεπιστευκότων ἤρχοντο ἐξομολογούμενοι καὶ ἀναγγέλλοντες τὰς πράξεις αὐτῶν» ( Πράξ. ιθ΄ 18). Η προσευχή «Πάτερ ημών» είναι ένα είδος συνεχούς και καθημερινής εξομολογήσεως∙ η αίτηση για άφεση των αμαρτιών μας είναι ομολογία των αμαρτιών μας.

Την εξομολόγηση συνιστά και ο απόστολος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος λέγοντας: «Να εξομολογείστε τα παραπτώματα σας ο ένας στον άλλον και να εύχεσθε υπέρ των άλλων, για να γιατρευθείτε, γιατί έχει μεγάλη δύναμη η δέηση του δικαίου και φέρνει θαυμαστά αποτελέσματα» (Ιακ. ε΄ 16). Ο δε ευαγγελιστής Ιωάννης συμβουλεύει: «Εάν ομολογούμε τις πράξεις μας, ο Θεός είναι πιστός στον λόγο Του∙ θα μας συγχωρήσει και θα μας καθαρίσει από κάθε αδικία» (Α΄ Ιω., α΄ 9). Η εξομολόγηση ως αρχαίο έθιμο της Εκκλησίας αναφέρεται από τον Ειρηναίο (Κατά Αιρέσεων Α΄ 13) , από τον Τερτυλλιανό (De poenitenciae 2, 4 , 9, 10), από τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα (Στρωματείς Β΄12) , από τον Ωριγένη (ομιλία στο Λευιτικό Β΄ 4) και από τον Κυπριανό ( στην Επιστολή LVLIX).

Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν την εξομολόγηση αναγκαία και ωφέλιμη, γιατί αυτοί που εισάγονταν στα Μυστήρια της Ελευσίνας και της Σαμοθράκης, προηγουμένως εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους (Πλουτάρχου, Αποφθέγματα). Ο δε Σωκράτης συνιστούσε την εξομολόγηση ως σωτήρια πράξη: «Εάν κάποιος με αδικήσει, να είναι πρόθυμος να πάει εκεί που γρήγορα θα αποδώσει το δίκαιο∙ να σπεύσει στον γιατρό, ώστε να μην γίνει χρόνιο το νόσημα της αδικίας και εξασθενήσει ύπουλα την ψυχή, καθιστώντας την ανίατη» ( Πλάτωνος, Γοργίας)…

… Η εξομολόγηση πράγματι είναι θεία εντολή, διότι είναι υπαγόρευση της καρδιάς. Αυτός που αμάρτησε αισθάνεται βαριά την καρδιά του και δεν βρίσκει ανακούφιση αν δεν εξομολογηθεί το αμάρτημά του, αν δεν το ομολογήσει ενώπιον του Θεού. Η Αγία Γραφή αναφέρει ένα αρχαιότατο παράδειγμα, την εξομολόγηση του Λάμεχ, ο οποίος εξομολογήθηκε συντετριμμένος, εμπρός στις γυναίκες του, διότι εφόνευσε έναν άνδρα…

… Αυτός που δεν εξαγορεύτηκε τις αμαρτίες του δεν βρίσκει ποτέ ανάπαυση, γιατί ποτέ δεν εξοικειώθηκε με τον Θεό. Αυτός που δεν εξομολογείται τις αμαρτίες του βρίσκεται διαρκώς κάτω από το βάρος της ενοχής και μακριά από τον Θεό, γι’ αυτό και η ψυχή του θλίβεται και πονάει. Η ανώμαλη ηθική κατάσταση που επικρατεί στον αμαρτωλό, ο αδιάκοπος έλεγχος που προξενείται από την συναίσθηση της ψυχής που αναγνωρίζει την αμαρτία της και ζητάει ανακούφιση. Η ψυχή αναζητάει την εξομολόγηση, γιατί γνωρίζει τη θεία εντολή∙ γιατί κατάλαβε ότι αυτή είναι το μόνο μέσον συμφιλιώσεως και συνδιαλλαγής με τον Θεό, τον οποίο συναισθάνεται ότι εξόργισε και επιζητεί να Τον ευχαριστήσει για να μην την αποστραφεί, αλλά να γίνει ελεήμων σε αυτήν και να της συγχωρήσει τις αμαρτίες.

Όπως η εξομολόγηση είναι εσωτερική ορμή, έτσι και η καταλλαγή με τον Θεό είναι εσωτερική προτροπή που υποκινεί προς αυτόν τον σκοπό, γιατί η ψυχή συναισθάνεται ότι αμάρτησε προς τον Θεό και οφείλει να προσεγγίσει τη θεία αγάπη για να θεραπευτεί. Η Εκκλησία είναι η μόνη που έλαβε την εξουσία να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με τον θεό και να επιφέρει τη θεραπεία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εκείνος που αμάρτησε πρέπει να προστρέξει στην Εκκλησία. Μόνο αυτή έχει τη δύναμη να τον συμφιλιώσει με τον Θεό. Το μαρτυρούν το έργο και η αποστολή της Εκκλησίας, όπως θα αποδείξουμε στα επόμενα κεφάλαια.

Πηγή: «Περί επιμελείας ψυχής
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ
ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ»
Απόδοση στη Νέα Ελληνική: Ευανθία Χατζή
Επιμέλεια κειμένου- Επίμετρο: Γιώργος Μπάρλας
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘΩΣ

Ἀπὸ τὸ χέρι...




Ἡ θεία ἀπόφαση εἶχε πλέον παρθεῖ. Τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα θὰ γίνονταν παρανάλωμα πυρός...
«Θὰ πάω νὰ διαπιστώσω τὸ μέγεθος καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν τους», εἶχε δηλώσει ὁ ἅγιος τριαδικὸς Θεὸς στὸν δίκαιο Ἀβραάμ, ὅταν τοῦ εἶχε ἐμφανισθεῖ μὲ τὴ μορφὴ τριῶν ἀγγέλων στὴ δρῦ τοῦ Μαμβρῆ, ἐκεῖ ποὺ ὁ δίκαιος ἐκεῖνος ἄνδρας ἀξιώθηκε νὰ Τὸν φιλοξενήσει στὸ σπίτι του.
Τότε ἦταν ποὺ οἱ δύο ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἀγγέλους ξεκίνησαν γιὰ τὰ ­Σόδομα, ἐ­­­νῶ ὁ πρῶτος παρέμεινε γιὰ λίγο ἀκόμη κοντὰ στὸν Ἀβραάμ, μετὰ ἀπὸ παράκληση τοῦ ἴδιου τοῦ Ἀβραάμ, προκειμένου νὰ Τὸν ἱκετεύσει νὰ μὴν κατα­στρέψει τὶς πόλεις αὐτές, ἂν βρίσκον­ταν ἔστω καὶ λίγοι θεοσεβεῖς ἄνθρωποι ἐκεῖ. Ὁ Κύριος ἔκανε δεκτὸ τὸ αἴτημα τοῦ ­πι­στοῦ δούλου του. Καὶ δέκα ἄνθρωποι ἂν βρίσκονταν μέσα ἐκεῖ ποὺ νὰ ­σέβονται τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ νὰ ζοῦ­νε σύμφωνα μὲ τὸ ἅγιο θέλημά Του, ἡ καταστροφὴ θὰ ἀποτρεπόταν. Δυσ­τυ­χῶς ὅμως οὔτε δέκα δὲν ὑπῆρχαν!...
Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ὑπῆρχαν κάποιοι: ὁ Λὼτ ἐκεῖνος, ὁ ἀνεψιὸς τοῦ ­Ἀβραάμ, ποὺ κατοικοῦσε μέσα στὴν πόλη τῶν Σο­­­­­δόμων μαζὶ μὲ τὴ γυναίκα του καὶ τὶς δύο κόρες του. Οἱ δύο ­ἄγγελοι, ὅταν ἔ­­­φθασαν στὴν πόλη, ­φιλοξενήθηκαν στὸ σπίτι του. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ­διεπίστωσαν τὴν ἔκταση τῆς ἁμαρτίας τῶν Σοδομιτῶν, τὴ διάχυση τοῦ ἐκφυλισμοῦ καὶ τῆς ­διαφθορᾶς τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι θέλησαν νὰ ἀσελγήσουν μὲ τὸν χειρότερο τρόπο ἐπάνω στοὺς δύο θείους ἐπισκέπτες τοῦ Λώτ.
Ὅλα αὐτὰ εἶχαν ἤδη προηγηθεῖ, ὅ­­­ταν οἱ δύο ἄγγελοι ἀνακοίνωσαν ­πλέον στὸν Λὼτ τὴ θεϊκή τους ἀπόφαση: «Ἡ­­­μεῖς ἀπόλλυμεν τὸν τόπον τοῦτον, ὅτι ὑψώθη ἡ κραυγὴ αὐτῶν ἔναντι Κυρίου» (Γεν. ιθ΄ [19] 13). Ἐμεῖς τώρα θὰ καταστρέψουμε τὴν περιοχὴ αὐτή, διότι ἡ ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν εἶναι μεγάλη καὶ ἀνυπόφορη, κραυγαλέα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Ἔτσι μίλησαν ἀποβραδίς· καὶ τὴν ἄλλη μέρα, πρωί - πρωί, «ἐσπούδαζον... τὸν Λώτ», τὸν πίεζαν νὰ βιαστεῖ λέγοντάς του: «Πάρε τὴ γυναίκα καὶ τὶς δύο θυγατέρες σου καὶ φύγε γρήγορα ἀπ’ τὴν πόλη, γιὰ νὰ μὴ χαθεῖς κι ἐσὺ μαζὶ μὲ τοὺς κατοίκους της» (στίχ. 15).
Στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν ὁ Λὼτ καὶ οἱ οἰκιακοί του τά ’χασαν. Δὲν περίμεναν τόσο ἄμεσα νὰ ἐπέλθει ἡ τιμωρητικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ κατὰ τῆς πόλεως. Ἀποσβολώθηκαν. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο τοὺς μιλοῦσαν οἱ δύο ἄγγελοι, ἡ βιασύνη στὴν ὁποία τοὺς ὠθοῦσαν, τοὺς ἔκανε νὰ σαστίσουν. Τρόμος τοὺς κατέλαβε καὶ ἀγωνία, καὶ ἔμειναν ἀκίνητοι· ταραγμένοι· ἀναποφάσιστοι.
Τότε λοιπὸν οἱ δύο ἄγγελοι, τὰ δύο εὐ­λογητὰ Πρόσωπα τῆς ἁγίας ­Τριάδος, ἔκαναν κάτι. Κάτι τόσο στοργικό, τόσο ζεστό... «Καὶ ἐκράτησαν οἱ ἄγγελοι τῆς χειρὸς αὐτοῦ καὶ τῆς χειρὸς τῆς γυ­­ναικὸς αὐτοῦ καὶ τῶν χειρῶν τῶν δύο θυγατέρων αὐτοῦ... καί... ­ἐξήγαγον αὐ­τοὺς ἔξω» (στίχ. 16-17). Τοὺς πῆραν ἀπὸ τὸ χέρι· τὸ χέρι τοῦ Λώτ, τὸ χέρι τῆς γυναίκας του, τὸ χέρι τῶν ­θυγατέρων του. Τοὺς πῆραν ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοὺς ἔβγαλαν ἔξω. Ὄχι ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τους. Ἔξω ἀπὸ τὰ Σόδομα!
Τὸ πρωινὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ἂν τύχαινε κανεὶς νὰ περπατᾶ στοὺς δρόμους τῆς ἀπαίσιας ἐκείνης πόλεως, θὰ ἀντίκριζε τὸ συγκινητικότατο τοῦτο θέαμα: Δύο ἀγγέλους (ἔτσι ἐμφανιζόταν ὁ ἅγιος Θεός) νὰ κρατοῦν ἀπὸ τὸ χέρι τέσσερις ἀνθρώπους, ἕναν ἄνδρα καὶ τρεῖς γυναῖκες, καὶ νὰ περπατοῦν μαζί τους πρὸς τὶς πύλες τῆς πόλεως· πιασμένοι χέρι - χέρι. Ὁ Θεὸς μὲ τοὺς ἀνθρώπους!...
Λέει ἀκόμα μιὰ λέξη ἡ Ἁγία Γραφή: «ἐν τῷ φείσασθαι Κύριον αὐτοῦ» (στίχ. 16). Αὐτὸ ἔγινε, ἐπειδὴ ὁ Κύριος λυπήθηκε τὸν Λὼτ καὶ δὲν θέλησε νὰ τὸν καταστρέψει, αὐτὸν καὶ τὴν οἰκογένειά του, μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους ­Σοδομίτες. «Ἐν τῷ φείσασθαι Κύριον», ἐπειδὴ τοὺς σπλαχνίσθηκε ὁ Θεός, τοὺς ­ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι, ὅπως ὁ στοργικὸς πατέρας, ἡ στοργικὴ μητέρα πιάνουν τὰ παιδιά τους, καὶ τοὺς ἔβγαλε ἔξω, στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας τους.
Τί εἰκόνα, ἀλήθεια! Καὶ τί ἀλήθεια αὐ­τὴ γιὰ τὴ φροντίδα ποὺ λαμβάνει γιὰ μᾶς ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριος καὶ Θεός μας! Νὰ μᾶς βαστάζει ἀπὸ τὸ χέρι, ναί, ἀπὸ τὸ χέρι, καὶ νὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας μας. Τέτοια στοργή!
Τί φοβᾶσαι, λοιπόν, ἀδελφέ μου; Λὲς ὅτι εἶσαι νέος, νέα, καὶ πῶς θὰ πορευθεῖς μέσα σ’ αὐτὸν τὸν καταιγισμὸ τοῦ κακοῦ, τῆς ἁμαρτίας... Εἶσαι οἰκογενειάρχης, ἐπιστήμων, ὑπάλληλος, ἐργα­ζόμενος, καὶ δειλιάζεις μπροστὰ στὴ λαί­λαπα τῆς ἀνομίας καὶ ἀποστασίας ποὺ σαρώνει τὰ πάντα. Καὶ μένεις ἐ­­νε­ός, τρομαγμένος, ἀποσβολωμένος, σὰν τὸν Λὼτ καὶ τοὺς οἰκογενεῖς του...
Κοίτα τί κάνει ὁ Θεὸς γιὰ σένα! Ὁ Ἴδιος κατέρχεται γιὰ νὰ σὲ πιάσει ἀπὸ τὸ χέρι, μὲ σιγουριά, μὲ ἀσφάλεια, γιὰ νὰ περάσεις μέσα ἀπὸ τὶς συμπληγάδες τοῦ κακοῦ... Καὶ σὺ φοβᾶσαι καὶ τὰ χάνεις καὶ δειλιᾶς;
«Ἐκράτησας τῆς χειρὸς τῆς ­δεξιᾶς μου», νὰ ἐπαναλαμβάνεις μαζὶ μὲ τὸν Ψαλ­μωδό. Ἐσύ, Κύριε, μὲ ­κράτησες ἀ­­­πὸ τὸ χέρι μου «καὶ μετὰ δόξης προσελάβου με»· μὲ τράβηξες κοντά σου μέ­-σα σὲ δόξα (Ψαλ. οβ΄ [72] 23-24).
Αὐτὸ νὰ λὲς γεμάτος πίστη, καὶ σὰν μικρὸ παιδὶ νὰ ἁπλώνεις τὸ χέρι σου, ἔ­­­τσι, μπροστά, ψηλά· γιὰ νὰ σοῦ τὸ πιάνει ἡ παντοδύναμη δεξιά Του.
Καὶ τότε, ποιὸς μπορεῖ νὰ σὲ ἀποσπά­σει ἀπὸ αὐτή; (πρβλ. Ἰω. ι΄ 28-30).

Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”


"Έχει ο Θεός": Η παγίδα του Διαβόλου



Ὑπάρχει μία σημαντική μερίς ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀρέσκονται νά ζοῦν μέσα εἰς μίαν ἀτμόσφαιραν αἰσιοδοξίας καί ὑπεραισιοδοξίας δίχως βεβαίως νά στηρίζουν τήν νοοτροπίαν των αὐτήν εἰς ὀρθήν μετάνοιαν καί ἀντικειμενικήν βάσιν.
Βεβαίως, ὅπως ὅλοι γνωρίζωμε καί παραδεχώμεθα, ἡ αἰσιοδοξία εἰς τήν σωστήν της μορφήν ἀποτελεῖ ἀρετήν καί εἶναι ἀνάγκη νά ὑπάρχῃ εἰς τόν ἄνθρωπον. Ἀλλοίμονον δέ, ἐάν ἡ αἰσιοδοξία χαθῇ ἀπό τήν ζωήν μας. Ἄλλωστε, ἕνας πιστός εἰς τόν Χριστόν ἄνθρωπος, δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἀπαισιόδοξος καί νά τόν κατακλύζουν μαῦρα σύννεφα, ζοφερές σκέψεις, ἀλλά καί φόβοι, πού σχεδόν ποτέ δέν θά ἀντιμετωπίσῃ. Ἄλλο εἶναι ὅμως αὐτό καί ἐντελῶς διαφορετικό εἶναι τό νά ζῇ κανείς εἰς τά νέφη καί νά πιστεύῃ ὅτι ὅλα τά θέματα τῆς ζοφερῆς πραγματικότητος, ἀπό μόνα των, δίχως ἀγῶνα καί μάλιστα δίχως Θεόν, θά ἔχουν αἴσιον πέρας καί θά καταλήξουν καλά, ὅπως ὁ ἴδιος νομίζει τό "πέρας" καί θεωρεῖ τό "καλόν". Αὐτήν δυστυχῶς τήν νοοτροπίαν τήν εὑρίσκει κανείς εἰς ὅλους τούς χώρους καί τήν συναντᾷ εἰς ὅλα τά ἐπίπεδα.
Ἄς ξεκινήσωμε ἀπό τόν χῶρον τῆς Ἑκκλησίας καί εἰς τήν συνέχειαν θά συναντήσωμε ἐμπρός μας αὐτήν τήν στάσιν ζωῆς καί εἰς ἄλλους τομεῖς. Εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν, χωρίς βεβαίως ἀπόλυτα στεγανά, περιλαμβάνονται ὅσοι πιστοί ἔχουν παύσει νά ἀγωνίζωνται τόν ἱερόν ἀγῶνα τῆς Πίστεως μέ τίς προδιαγραφές τῶν Ἁγίων καί κρατοῦν τήν πίστιν ἁπλῶς ἐγκεφαλικά. Γνωρίζουν βεβαίως ἀρκετά ἐκ τῆς Δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν γνῶσιν σελίδων τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, διαθέτουν κατά τόν Ἀπόστολον «μόρφωσιν εὐσεβείας» (Β´ Τιμόθ. γ´, 5), ἐπί τῆς οὐσίας ὅμως ἀρνοῦνται τήν δύναμιν τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰς τήν ὁποίαν ὀφείλονται ὁ δυναμισμός καί ὁ ἀγώνας εἰς θέματα Ὀρθοδόξου Πίστεως καί Ὀρθοπραξίας.
Ὅμως εἶναι ἀνάγκη νά γνωρίζωμε, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις δέν εἶναι οὔτε ἰδεολογία, οὔτε φιλοσοφία, οὔτε βεβαίως ἕνα ἁπλό συναίσθημα. Ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις καλύπτει ὁλόκληρον τήν ὕπαρξιν τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος καί καταρτίζει τόν πιστόν διά πολυμετώπους ἀγῶνας καί διά θυσίας. Δι᾽ ἀγῶνας καί διά θυσίας, πού ξεκινοῦν ἀπό τήν πάλην μέ τήν ἰδίαν τήν καρδίαν τοῦ πιστοῦ καί φθάνουν ἕως αὐτούς τούς Ἐκκλησιαστικούς ἀγῶνας. Ἐμπρός ὅμως εἰς τόν ὁλοκληρωτικόν ἀγῶνα τῆς πνευματικῆς καθάρσεως καί τῆς ἰσορροπημένης καί εὐλογημένης ἐκκλησιαστικῆς παρουσίας καί μαρτυρίας, πού ἐκφράζεται διά τῶν λόγων καί διά τῶν ἔργων τῶν πιστῶν, ἐμπρός εἰς αὐτόν τόν κόπον καί τάς θυσίας, ὁ μή συνειδητοποιημένος Χριστιανός προτιμᾶ τήν "κάλυψιν", τήν ''ἀπόκρυψιν'' καί τήν "παραλλαγήν". Ἔτσι, τόν λόγον λαμβάνουν τά «προπετάσματα καπνοῦ», πού μεταφράζονται ἐπί τῆς θεωρίας καί κυρίως τῆς "πράξεως", ὡς "ἔχει ὁ Θεός", "ἐμεῖς εἶναι ἀδύνατον νά κάνωμε κάτι", "θά μιλήσῃ ὁ Θεός" καί ἐπίσης τό ἐντελῶς ἐξοργιστικόν "οἱ ἐποχές εἶναι πάντοτε οἱ ἴδιες καί αὐτά συνέβαιναν πάντοτε", κλπ.
Τό νά ἀκούωνται τά λόγια αὐτά ἀπό τούς ἀγωνιζομένους πιστούς, ἀφοῦ πρῶτα ἔχουν κάμει "ὅ,τι περνᾶ ἀπό τό χέρι των", δηλαδή τό καθῆκον των, αὐτό ἀποτελεῖ ὄντως ἀπαύγασμα Πίστεως ζωντανῆς καί ἐπιφέρει εἰρήνην καί ἀνάπαυσιν εἰς τήν καρδίαν, συμφώνως πρός τό «ἡσυχάσαμεν εἰπόντες· τό θέλημα τοῦ Κυρίου γινέσθω» (Πράξ. Ἀπ. κα´, 14). Ἀλλά τό νά ἀκούωνται οἱ παραπάνω φράσεις ἀπό ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι εἶναι παντελῶς ἄγευστοι ἀγώνων πρός προσωπικήν πνευματικήν κάθαρσιν, πρός διόρθωσιν κοινωνικήν καί ἐλευθερίαν ἐκκλησιαστικήν, τοῦτο ὄχι μόνον προξενεῖ σκάνδαλον καί ἀθυμίαν εἰς τούς πιστούς, ἀλλά φανερώνει ἀσυνέπειαν χριστιανικῆς ζωῆς, δειλίαν, καιροσκοπισμόν καί εἰς κάποιες τῶν περιπτώσεων, ἀποκαλύπτει τακτικήν ''Δουρείου Ἵππου".
Ὅπως γίνεται κατανοητόν, πρόκειται περί τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταστήσει τούς ἑαυτούς των καί μαζί των ὅσους τούς ἀκολουθοῦν, ἐντελῶς ἀνικάνους εἰς τό νά ἐκφέρουν φωνήν ἔστω καί ἁπλῆς διαμαρτυρίας. Ποῦ νά κάμῃ κανείς εἰς αὐτούς λόγον περί θεμάτων Πίστεως καί ζωῆς πού ἀπαιτοῦν θυσίας; Εἰς τήν σκέψιν ὅτι ἐνδεχομένως καί διά τῆς ἐλαχίστης διαμαρτυρίας, ὄχι θά χαθῇ, ἀλλά ἁπλῶς θά σεισθῇ ὁ θῶκος των, τρέμουν ὡς «κάλαμοι ὑπό ἀνέμων σαλευόμενοι». Ἀντί δέ νά ἐπαναστατήσουν κατά τοῦ κακοῦ καί ἐναντίον ὅσων ἐκ πεποιθήσεως καί συστηματικῶς ἐργάζονται εἰς αὐτό, θυμώνουν, ἐξοργίζονται καί προσπαθοῦν νά ταπεινώσουν ὅσους ἔχουν καί δείχνουν διάθεσιν ἡρωϊκήν καί χριστιανικήν. Καί αὐτά μέν δι᾽ ὅσους κατέχουν κάποιαν θέσιν καί ἀποδεικνύονται "καρεκλοκένταυροι", εἴτε εἰς τόν πολιτικόν, εἴτε εἰς κάποιον ἄλλον, εἴτε κυρίως εἰς τόν ἐκκλησιαστικόν τομέα.
Διά δέ τούς ἁπλούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πνιγεῖ ἀπό τήν μούχλαν τοῦ φόβου καί ἔχουν βραχυκυκλωθῆ ἕνεκεν ἀρρωστημένης πνευματικότητος, ὅταν ἡ Πίστις εἶναι τό κινδυνευόμενον, αὐτοί τί κάμνουν; Συγχύζονται, τά χάνουν καί κλονίζονται «ὡς φύλλα ἐξ ἀμπέλου καί ὡς πίπτει φύλλα ἀπό συκῆς» (Ἡσ. λδ´, 4). Δηλαδή, ὅπως πίπτουν τά μαραμένα φύλλα ἀπό τήν ἄμπελον καί ὅπως πίπτουν τά φύλλα ἀπό τήν συκήν. Παρουσιάζουν θέαμα ἀξιοθρήνητον εἰς τήν σκέψιν καί μόνον, ὅτι ἴσως χρειασθῇ νά θέσουν τήν ὑπογραφήν των κάτωθεν ἑνός ἁπλοῦ κειμένου διαμαρτυρίας. Βαυκαλίζουν ἑαυτούς καί ἀλλήλους, ὅτι εἶναι δῆθεν «πραεῖς καί ἡσύχιοι» καί ὅτι δέν χάνουν τήν εἰρηνικήν των διάθεσιν, ἀφοῦ "ἔχει ὁ Θεός''. Μάλιστα, ὑπάρχουν καί ὡρισμένοι, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τόν ἐπιβεβλημένον ἔλεγχον ὡς κατηγορίαν, κατάκρισιν, κλπ. Ὅταν ὅμως κάποιος τολμήσῃ νά θίξῃ τήν προβοσκίδα τοῦ ἐγωϊσμοῦ των, τότε ἀστραπιαίως ἐξαφανίζονται καί οἱ πραότητες καί οἱ κροῦστες τῆς ἀταραξίας καί ἐν τῷ ἅμα μεταβάλλονται ὡς "ταῦροι ἐν ὑαλοπωλείῳ". Ὅταν θίγεται ὁ ἐγωϊσμός των καί ἰδίως τό οἰκονομικόν των συμφέρον, ἐκεῖ βεβαίως "δέν ἔχει λόγον ὁ Θεός". Ἐκεῖ ἠχοῦν οἱ σάλπιγγες πρός "κατά μέτωπον ἐπίθεσιν". Ἀλλά καί μόνον ἡ στάσις των αὐτή ξεσκεπάζει καί ἀποκαλύπτει τό ρηχόν τῆς πνευματικότητός των, τήν εὐσεβιστικήν ἐπικάλυψιν τῆς ἀκατεργάστου ψυχῆς των καί τό ἀλλοπρόσαλλον τῆς συμπεριφορᾶς των. Δυστυχῶς, θά πρέπῃ νά παραδεχθοῦμε εἰς τό σημεῖον αὐτό, ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ συμπεριφορά ἔχει κάμει μέγα κακόν εἰς τόν Ὀρθόδοξον χριστιανικόν κόσμον καί ἔχει παγιώσει "σταλακτῖτες καί σταλαγμῖτες", πού δυσκόλως καθαρίζονται ἀπό τήν "ἐκκλησιαστικοευσεβιστικήν" νοοτροπίαν.
Αὐτό τό "ἔχει ὁ Θεός", ἐνῷ εἶναι ἔκφρασις πίστεως ἀγωνιστικῆς καί ἀπαύγασμα ἀμεταθέτου ἐλπίδος, κατώρθωσε ὁ Διάβολος, διά τῶν ἀφελῶν καί δειλῶν πιστῶν, νά τό σερβίρῃ ὡς παγίδα καί νά τό περάσῃ ὡς τρόπον ζωῆς, μετατρέποντάς το εἰς πυροσβεστῆρα κατά τοῦ ἁγνοῦ ζήλου καί τῆς λογικῆς.
Αὐτήν ἀκριβῶς τήν νόθον καί πνευματικῶς μετηλλαγμένην νοοτροπίαν ἐκφράζει ὁ δυναμικός Προφητικός λόγος τοῦ Ἀμώς. Ὁ Προφήτης Ἀμώς ἀντιμετώπισε αὐτήν τήν νόθον κατάστασιν, αὐτό τό κλῖμα τοῦ ψεύδους, ἀφοῦ ἔζησεν εἰς ἐποχήν φοβεράν καί δύσκολην διά τό Βασίλειον τοῦ ᾽Ισραήλ. Πλήν τῶν ἄλλων δεινῶν, τό ἔθνος του εἶχε διαιρεθῆ εἰς δύο Βασίλεια. Εἰς τό Βασίλειον τοῦ Νότου, τοῦ Ἰούδα, μέ πρωτεύουσαν τά Ἱεροσόλυμα, καί εἰς αὐτό τοῦ Βορρᾶ, τοῦ Ἰσραήλ, μέ πρωτεύουσαν τήν Σαμάρειαν. Βασιλεύς τοῦ Ἰούδα ἦτο ὁ Ὀζίας καί τοῦ Ἰσραήλ ὁ Ἱεροβοάμ Β´ (794-754 π.Χ.).
Τήν ἐποχήν ἐκείνην συνέβαιναν φοβερές ἀδικίες καί ἀνομολόγητα αἴσχη. Ἠ ἀσέβεια καί τό κακόν εἶχαν φθάσει εἰς τό ἀποκορύφωμα. Ὁ λαός μιμούμενος τούς κακούς του ἄρχοντας καί τούς μεγιστάνας, ἀντέγραφε τήν συμπεριφοράν των αὐτήν, ἡ ὁποία κατατάσσει τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ, τόν ἄνθρωπον, εἰς τό ζωϊκόν βασίλειον... Οἱ δέ καθ᾽ ὕλην ἁρμόδιοι, ἀντί νά ἐλέγξουν τήν ὅλην κατάστασιν καί νά ἐπαναφέρουν τό σκάφος τῆς κοινωνίας εἰς τήν σωστήν του πλεῦσιν, νά κηρύξουν δηλαδή μετάνοιαν καί νά ἐλέγξουν τό κακόν καί τήν ἀνομίαν, ἀπελάμβαναν τήν ἡσυχίαν των μέ ὅλα βεβαίως τά προνόμια πού προέβλεπε ὁ Νόμος τοῦ Μωϋσέως.
Ποῦ φωνή διαμαρτυρίας; Ποῦ κήρυγμα ἀφυπνιστικόν; Ποῦ ἔλεγχος ἐπιβεβλημένος καί λόγος ἐποικοδομητικός; Ὅλοι ἀπελάμβαναν τήν ἡσυχίαν των. Μίαν ἡσυχίαν ὅμως παράδοξον, ὡσάν τήν ἡσυχίαν πού ἐπικρατεῖ πρίν ξεσπάσῃ τό ἠφαίστειον καί ἡ πυρίνη λάβα του κατακαύσῃ τά πάντα. Ἔτσι τώρα καί εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν, ἡ λιποψυχία, ἡ ἀναισθησία, ἡ ἀδιαφορία, κλπ., ἦσαν ὁ προάγγελος τῆς ὀργῆς πού θά ἤρχετο. Δέν θά ἔμενε τίποτε ὄρθιον. Ἀλλοίμονον εἰς ὅσους ἐνεργοῦν παρανόμως καί εἰς ὅσους ἀναισθήτως καί παχυδερμικῶς ἀνέχονται τήν κακίαν, τό ἄδικον καί τήν παρανομίαν, ἔστω καί ἄν οἱ ἴδιοι "ἀπέχουν" ἀπό τά τεκταινόμενα.
Μέσα λοιπόν εἰς τό κλῖμα αὐτό τῆς ψευδοῦς ἀταραξίας, τῆς πνευματικῆς καί κοινωνικῆς ἀρτηριοσκληρύνσεως, ξεσπᾷ ὡς κεραυνός ἐν αἰθρίᾳ ὁ Προφητικός κεραυνός. Τάδε λέγει Κύριος: «Ἔρχεται ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ». Πολλές θά εἶναι οἱ τιμωρίες. Θά ἔρχωνται ἡ μία κατόπιν τῆς ἄλλης, θά ἔρχωνται ἐπάνω μας. Διαρκῶς θά ἀκούωνται «οὐαί». «Λέων ἐρεύξεται, καί τίς οὐ φοβηθήσεται;» (Ἀμώς γ´, 8).
Ὁ Προφήτης Ἀμώς, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα σημαίνει «φορτίον» καί ὑπαινίσσεται μᾶλλον ὅτι ὁ λόγος του εἶχε βαρύτητα καί τό κήρυγμά του ἦτο «τό φορτίον τοῦ Κυρίου», κηρύσσει εἰς αὐτούς πού ἀμερίμνως καί μέσα εἰς τό πνεῦμα τῆς ραθυμίας ἀνέμεναν τήν «ἡμέραν Κυρίου». Τήν ἡμέραν δηλαδή κατά τήν ὁποίαν θά ἔλθῃ ὁ Κύριος αὐτεπαγγέλτως διά νά δώσῃ λύσεις εἰς τά προβλήματα πού οἱ ἴδιοι γίνονται αἰτία νά δημιουργοῦνται καί νά ἐπισωρεύωνται.
Οἱ Ἰσραηλῖται ἀνέμεναν τήν «ἡμέραν Κυρίου» ὡς ἡμέραν δόξης διά τό ἔθνος των καί ἐλαχταροῦσαν μέ μίαν ἰδιαιτέραν ὑπερηφάνειαν τό πότε αὐτή θά ἔλθῃ. Ὅπως δέ βλέπομε καί εἰς ἄλλας περιπτώσεις τοῦ περιουσίου λαοῦ, οἱ ψευδοπροφῆται ὑπεδαύλιζαν αὐτές τίς ἐθνικιστικές τάσεις καί δοξασίες, θωπεύοντας τόν ἀποστάτην λαόν καί προσφέροντας ταπεινήν ἐκδούλευσιν εἰς τούς πολιτικούς καί θρησκευτικούς ἄρχοντας (πάντοτε βεβαίως μέ τό ἀζημίωτον).
Ὅμως ὁ γνήσιος Προφήτης καί ἀκέραιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἀμώς, θρυμματίζει αὐτήν τήν ψεύτικην ἐλπίδα καί διασαλπίζει εἰς τόν ἄνομον λαόν, ὅτι ἡ «ἡμέρα Κυρίου» δέν θά εἶναι ὅπως αὐτοί τήν νομίζουν, ἀλλά θά εἶναι ἡμέρα τιμωρίας, συμφορᾶς καί φρίκης διά τίς τόσες καί τόσες ἀνομίες καί ἁμαρτίες. Μέ μίαν πολύ ἔντονην καί δυνατήν εἰκόνα παρουσιάζει τήν κατάστασιν καί φανερώνει ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά ξεφύγῃ κανείς ἀπό τήν τιμωρίαν πού ὁ ἴδιος, διά τῶν λόγων καί ἔργων του, παρασκευάζει διά τόν ἑαυτόν του. Ἀκόμη καί ἡ ἰδία ἡ οἰκία παύει νά ἀποτελῇ ἄσυλον καί ἀσφαλές καταφύγιον διά τόν οἰκοδεσπότην.
Λέγει ὁ Προφήτης: «Ἀλλοίμονον εἰς τούς θρασεῖς καί αὐθάδεις ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀντιλέγουν εἰς τάς προρρήσεις τῶν προφητῶν καί ζητοῦν καί ἐπιθυμοῦν νά ἔλθῃ ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου! Ἀλλά, τί νομίζετε ὅτι θά σημαίνῃ δι᾽ ἐσᾶς ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου! Θά σημαίνῃ σκοτάδι καί ὄχι φῶς. Ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν καί φοβερῶν δεινῶν, τά ὁποῖα κατά τήν ἡμέραν ἐκείνην θά ἔλθουν, ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου θά εἶναι ἡμέρα χωρίς δυνατότητα σωτηρίας. Θά εἶσθε ὅπως ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού μόλις ἐξέφυγε ἀπό τούς ὀδόντας τοῦ πεινασμένου λέοντος, ἔπεσε ἐπάνω εἰς τήν ἀρκούδα. Καί μόλις κατώρθωσε νά σωθῇ ἀπό τήν ἀρκούδα καί ἐπῆγε εἰς τήν οἰκίαν του, ἐνῷ ἀκουμβᾶ βιαστικά τό χέρι του εἰς τόν τοῖχον, φίδι φαρμακερόν ἐπετάχθηκε καί τόν ἐδάγκωσε. Δέν εἶναι λοιπόν σκοτάδι ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου καί ὄχι φῶς; Σκοτάδι βαθύ, δίχως τήν ἐλαχίστην ἀκτῖνα φωτός, ἡ ἡμέρα αὐτή; Αὐτά τά φοβερά προφητεύει καί κηρύσσει ὁ Προφήτης Ἀμώς δι᾽ αὐτούς πού δέν ἀγωνίζονται ὅπως πρέπῃ καί περιμένουν τήν ἡμέραν Κυρίου» (Ἀμώς ε´, 18-20).
Τί νά προσθέσωμε τώρα; Ὅτι μελετῶντας κάποιος τόν ἀσυμβίβαστον μέ τήν ἀνομίαν Ἀμώς, ὁ ὁποῖος ἔδρασε ὀκτώ αἰῶνας πρό Χριστοῦ, αἰσθάνεται ὅτι ὁ Προφήτης ζεῖ εἰς τάς ἡμέρας μας καί κινεῖται ἀνάμεσά μας; Οἱ ἄνθρωποι, παρά τάς χρονικάς ἀποστάσεις τῶν αἰώνων καί τάς χιλιετίας πού χάνονται εἰς τά βάθη τοῦ πανδαμάτορος χρόνου, παραμένουν ἐπί τῆς οὐσίας οἱ ἴδιοι, ἰδίως εἰς τέτοια ζητήματα. Ἐάν ἀφαιρεθῇ ἀπό τόν ἄνθρωπον ἡ διάστασις τοῦ χρόνου, νομίζει κανείς πώς ὅλες οἱ γενεές κινοῦνται εἰς τό ἴδιον ἱστορικόν πλαίσιον εἰς παγκόσμιον ἐπίπεδον. Ἡ ἱστορία ἀντιγράφει καί σήμερον τάς σελίδας της, ὄχι ἁπλῶς δραματικῶς, ἀλλά τραγικῶς, ἀφοῦ ἀκόμη καί μεγάλο ποσοστόν ἐξ ὅσων ὁμολογοῦν ὅτι ἀποδέχονται τήν πίστιν εἰς τόν Χριστόν, δέν θέλουν νά παραδειγματίζωνται ἀπό τάς τραγικάς παραμέτρους τῆς κοινωνικῆς πορείας.
Τό ἀποτέλεσμα ὅλης αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶναι ὅτι, παρά τά ἐξωτερικά σχήματα καί τά διάφορα «πνευματικά μορφώματα», δέν φαίνεται νά ὑπάρχῃ ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν διάθεσις εἰς τό νά ἐπιτρέψουν εἰς τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ νά τούς ὁδηγήσῃ εἰς τήν ὁδόν τοῦ ἐξαγιασμοῦ. Δέν δέχονται τήν ἀνακαίνισιν τοῦ νοός, τήν κάθαρσιν τῆς καρδίας καί γενικῶς τήν πορείαν πρός τήν θέωσιν. Ἀπουσιάζει ἡ γνησία, ἡ ἔμπρακτος μετάνοια καί φυσικά τό θάρρος τῆς ὁμολογίας καί τό πνεῦμα τοῦ ἐλέγχου ὅλων τῶν κακῶς κειμένων, κάτι δηλαδή τό ὁποῖον εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖον διά τόν ἄνθρωπον καί τό κοινωνικόν σύνολον. Ἀλλά καί οἱ ἐξουσίες πού δι᾽ αὐτόν τόν σκοπόν ὑφίστανται καί βεβαίως αὐτή ἡ Ἑκκλησιαστική, ἡ ὁποία δέν εἶναι μία ἁπλῆ ἐξουσία ὅπως οἱ ἄλλες μέ τούς πυλῶνας των, πού συγκροτοῦν μίαν δῆθεν εὐνομουμένην εἰς τήν πραγματικότητα ὅμως μίαν ἀνάπηρον καί ἐξαθλιωμένην πολιτείαν, ἀδιαφοροῦν, σιωποῦν καί ἐθελοτυφλοῦν ἐμπρός εἰς τό πολύμορφον κακόν πού ὡς μολυσματική νόσος ἔχει ἁπλωθῆ παντοῦ. Ὄχι μόνον δέν ἐλέγχουν, δέν ἀντιδροῦν, δέν διαμαρτύρονται κατά τοῦ κακοῦ καί τῆς ἀνομίας ἀλλά ἰσχύει τό ''εἰσέλθετε κῦνες καί ἀλήθετε...''.
Ἔτσι τό ἀποτέλεσμα εἶναι, εἴτε νά ὑπάρχῃ πλήρης ἀδιαφορία, εἴτε μέσα εἰς τό πνεῦμα τῆς ἀδρανείας πού μαστίζει τό σύνολον τῶν πιστῶν, "μοιρολατρικῶς" ὅλα νά ἀναμένωνται "ἄνωθεν". Ἄς προσέξωμε τά προφητικά κηρύγματα, ἀλλά καί τίς ἱστορικές ἐξελίξεις…
Ὑπάρχουν δυστυχῶς καί κάποιοι Πνευματικοί, πού θέτουν ἐπιτίμιον εἰς τήν ἀνησυχίαν τῶν πιστῶν, θεωροῦντες τόν ἐπιβεβλημένον ἔλεγχον, τήν διαμαρτυρίαν, τήν ὁμολογίαν… ὡς κατακρίσεις, κατηγορίες, κλπ. 
Καί εἶναι ἀνάγκη νά προστεθῇ, ὅτι ἡ νοοτροπία αὐτή, ὅτι δηλαδή «ὅλα θά τά τακτοποιήσῃ ὁ Θεός» καί ἐμεῖς ἄς μήν κινοῦμε οὔτε τό δακτυλάκι μας, τελικῶς καταντᾷ βλασφημία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ μέ ἀποτέλεσμα νά λειτουργοῦν οἱ πνευματικοί νόμοι καί τελικῶς τά πράγματα νά ἔρχωνται καί νά ἔλθουν ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπό ὅ,τι φαντάζονται οἱ «ἄκαπνοι» πιστοί καί μαζί των ὅσοι τό «εὐλογητός ὁ Κύριος» τό ἔχουν ἀναποσπάστως συνδεδεμένον μέ τό «καί πεπλουτήκαμεν» (Ζαχ. ια´, 5).
Ἐπίσης, σῆμα κατατεθέν τῶν καιρῶν ἀποτελεῖ τό ὅτι εἰς πολλούς ἁπλοϊκούς ἀνθρώπους, ἀντί νά κηρύσσεται πνεῦμα μετανοίας καί ὁμολογίας, καλλιεργοῦνται φροῦδες ἐλπίδες μέ ἀποτέλεσμα νά ἀλλοιώνεται αὐτή ἡ ἰδία ἡ οὐσία τῆς πίστεως εἰς πολλά καίρια σημεῖα της καί μάλιστα εἰς τό εὐαίσθητον κεφάλαιον τῆς ἐσχατολογίας μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται διά τήν πνευματικήν καί ὄχι μόνον ζωήν.
Ἔτσι λοιπόν φθάνει κανείς εἰς τάς ἡμέρας μας, ἀκριβῶς λόγῳ αὐτῶν τῶν παραδόξων ἀντιλήψεων, νά ἀκούῃ ἐσχατολογικές ἀπόψεις πού παραπέμπουν ἀκόμη καί εἰς Χιλιαστικοῦ τύπου ἐσχατολογικές καί πεπλανημένες δοξασίες… Δέν χρειάζεται νά ψάξῃ κάποιος πολύ διά νά ἀνακαλύψῃ τέτοιες περιπτώσεις, πού ξεκινοῦν ἀπό δῆθεν προρρήσεις Γερόντων καί ἕωλες προφητεῖες πού ἐκτρέφουν ἀλλοπρόσαλλες "πνευματικές" καταστάσεις. Δυστυχῶς, ἕνας νόθος ἐνθουσιασμός μέ ἕνα ἐπίχρισμα "πνευματικότητος", ὁ ὁποῖος δέν ἑδράζεται εἰς τήν Πατερικήν Παράδοσιν, ὁδηγεῖ εἰς τήν ὀλισθηράν ὁδόν τῆς πλάνης μέ ὀλέθρια ἀποτελέσματα.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος μᾶς λέγει: «Ἀγαπητοί, μή παντί πνεύματι πιστεύετε, ἀλλά δοκιμάζετε τά πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστίν, ὅτι πολλοί ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τόν κόσμον» (Α´ Ἰωάν. δ´, 1-2). Βεβαίως, ἡ ἐντολή αὐτή τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου ἰσχύει διά κάθε ἐποχήν, ἀλλά κυρίως διά τάς ἡμέρας μας, καθ᾽ ὅ,τι πολλοί ψευδοπροφῆται, πλανοερμηνευταί ἁγίων Γερόντων, κλπ., κυκλοφοροῦν καί μάλιστα ὡρισμένοι μέ τό κάλυμμα τῆς αὐθεντίας καί μέ τό ὄνομα τοῦ «Γέροντος». Ἑπομένως, ὁ κάθε ἕνας πού ὁμιλεῖ δέν εἶναι καί Προφήτης. Δηλαδή, δέν ἐκφράζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἄρα ὁ λόγος του δέν εἶναι ἀληθινός. Καί εἰς τό σημεῖον αὐτό, ἀνέκαθεν τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἦτο ἰδιαιτέρως προσεκτικόν. Μέ τάς προϋποθέσεις τῆς γνησιότητος καί τοῦ φωτισμοῦ, θά πρέπῃ νά γίνεται ἀποδεκτός ὁ λόγος καί τό κήρυγμα, ὡς λόγος ἀληθείας.
Εἰς τήν ἐποχήν μας, ἡ ἁμαρτία ἔχει πιά κατακλύσει τά πάντα: Αἱμομεῖκτες, παιδεραστές, ὁμοφυλόφιλοι, πόρνοι, μοιχοί, ἐγκληματίες, δολοφόνοι, ἔμποροι ναρκωτικῶν... Ἐμπορία καί μεταμοσχεύσεις ζωτικῶν ὀργάνων ἀπό «ἐγκεφαλικά νεκρούς», δηλαδή ἀπό ζῶντες, ἄπειρες φόνισσες μητέρες τῶν τέκνων των διά τῶν ἀμβλώσεων... Ἡ κοινωνία τῆς διαφθορᾶς καί τῆς παρανομίας. Ἄνθρωποι χωρίς πρότυπα καί ἰδανικά.
Τόν ἄνθρωπον, λέγει ὁ Ἀριστοτέλης, τόν ξεχωρίζουν ἀπό τό ζῶον, δύο πράγματα, «ὁ γέλως καί ἡ αἰδώς», δηλαδή τό γέλιον καί ἡ ἐντροπή. Τό ζῶον δέν γελάει ποτέ καί δέν ἐντρέπεται διά τίποτε. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, πού δέν γελάει ποτέ, ρέπει πρός τήν ψυχοπάθειαν, ὅπως ἐπίσης καί αὐτοί πού γελοῦν χωρίς λόγον... Καί ἐκεῖνος πού δέν ἐντρέπεται διά τίποτε, ρέπει πρός τήν ἀποκτήνωσιν. Ἔτσι καί ἐμεῖς ἔχομε καταντήσει μία κοινωνία πού ἀπαρτίζεται ἀπό ἀλλόκοτα μασκαρεμένα πρόσωπα καί σώματα ἀνθρώπων δίχως ἐντροπήν, μέ συμπεριφορές ψυχοπαθητικές, μέ δυσεύρετα τά ὑγιῆ χαμόγελα καί ἄν κάπου-κάπου κανείς ἀντικρύσῃ κάποιο χαμόγελο, θά εἶναι νευρικό ἤ δίχως αἰτία χαμόγελο-γέλιο, δηλαδή ἄρρωστο. Ἄπειροι ἄνθρωποι συνοφρυωμένοι, μελαγχολικοί, καταθλιπτικοί... Ἀκόμη καί ἀρκετά μικρά παιδάκια - τά καημένα δίχως ἁγνότητα - ἀγριεμένα, ἐνίοτε προχωρημένα πρίν τήν ὥραν των εἰς ὅλους τούς τομεῖς. Εἶναι τά ἄδικα πρώϊμα ''χαϊβάνια''...
«Στρατεύματα κατοχῆς», ἐθνοκτονία, ἀφελληνισμός, ἀποδόμησις τῆς παιδείας, τῶν παραδόσεων, τῆς ἱστορίας, τῆς γλώσσης, οἰκογενειοκτονία, κοινωνική ἐξαθλίωσις, οἰκονομική ἐξαθλίωσις, καί ἀντί ὀφειλομένων ἀποζημιώσεων, ἐπιβάλλονται φόροι ἐπί φόρων... Τά ὄνειρα διά μίαν καλυτέραν ζωήν ἀπαγορεύονται αὐστηρῶς. Νόμοι ἀντιρατσιστικοί, ἕνεκεν δῆθεν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ἐξαιρουμένων ὅμως τῶν ἑλληνορθοδόξων δικαιωμάτων… Θεατές ἐσταυρωμένων, ἀποκεφαλισμένων κλπ. συνανθρώπων μας, Χριστιανῶν καί μή. Ἀθλιότης! Προώθησις λαθρομεταναστῶν καί δή τοῦ Ἰσλάμ εἰς τήν Ἑλλάδα.
Καί μέσα εἰς ὅλα αὐτά, κάποιοι ὀνειρεύονται τήν Πόλιν. Οἱ Τζιχαντιστές ὁραματίζονται τήν Δύσιν καί κάποιοι Ἕλληνες τήν... Πόλιν. Διδασκαλία τοῦ ἀντιχρίστου Ἰσλάμ μέσα εἰς τά Ὀρθόδοξα θεολογικά σπουδαστήρια, ἀνέγερσις τζαμιῶν, ναργιλέδες καί μύρια ἄλλα. Ὅλα αὐτά αὐξάνονται καί πληθύνονται καί κατακυριεύουν, ἐπειδή προστατεύονται, προωθοῦνται καί νομιμοποιοῦνται διά ἀνθελληνικῶν καί ἀντιχρίστων νόμων, ἄνευ διαματυρίας, ἐλέγχου, ὑπερασπίσεως τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος...
Ὁ μεγάλος, ὁ πιό φοβερός ἐχθρός εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός, ἡ παναίρεσις τῶν αἰώνων, τό σύνολο τῶν αἱρέσεων πού σκοπόν ἔχει νά ἀλλοιώσῃ καί τελικῶς νά ἐξαφανίσῃ τήν Ὀρθοδοξίαν. Ὁ Οἰκουμενισμός, ὁ ὁποῖος ἀποσκοπεῖ εἰς τήν πνευματικήν μας σταύρωσιν καί εἰς τόν πνευματικόν μας ἀποκεφαλισμόν, καί ὄχι μόνον. Πληγή δέ μεγάλη εἶναι ὁ Σιγονταρο-οικουμενισμός, δηλαδή τό ''Ὀρθόδοξον Οἰκουμενιστικόν Χαλιφᾶτον'', μέ τούς «Ὀρθοδόξους Τζιχαντιστάς», τοὐτέστιν τούς Ὀρθοδόξους Οἰκουμενιστάς.
Καί τό ἀποκορύφωμα εἶναι ἡ ἄκρως ἐπικίνδυνη αἵρεσις καί πλάνη, ὁ Παπισμός. Ὁ Παπισμός πού ἐμμένει ἀμετανόητος εἰς τάς αἱρετικάς πλάνας του καί μέ «Βατικανίζουσαν» πολιτικήν καί διπλωματίαν προβάλλει καί χρησιμοποιεῖ ὡς ''Δουρείους Ἵππους" τίς παγίδες πού εἶναι ὁ δῆθεν «θεολογικός διάλογος», ὁ διάλογος τῆς «ἀγάπης», ἡ οἰκουμενική κίνησις διά τήν «ἕνωσιν» τῶν «ἐκκλησιῶν», κλπ.
Καί μετά ἀπό ὅλα αὐτά, ἀκούγεται ἡ ἐπωδός: '' Ἔχει ὁ Θεός''! 
Τό πνεῦμα ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων πού ἤλεγχε ὁ Θεός διά τοῦ Προφήτου Ἀμώς, τό βλέπομε καί σήμερον ὁλονέν καί περισσότερον νά ἐξαπλοῦται. Εἴμεθα μία ἀδικαιολόγητη, ἀμετανόητη καί ἀναπολόγητη γενεά.
Καί ἐνῷ θά ἀνέμενε κανείς, ὕστερα ἀπό τίς αὐστηρές προφητεῖες τοῦ Ἀμώς, ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ νά μετανοήσῃ, δυστυχῶς παρέμενε ἀμετανόητος. Καί ὄχι μόνον παρέμεινε ἀμετανόητος, ἀλλά καί ἠθέλησε νά ἐπιβάλλῃ σιωπήν εἰς τόν Ἀμώς καί ἐκδίωξιν. Βλέπομε λοιπόν ὁ διασυρμός καί ἡ ἐκδίωξις νά εἶναι τό τίμημα ἐκείνων πού κηρύσσουν τήν ἀλήθειαν. Ἐκείνων πού γνωρίζουν, διά τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Θεοῦ, νά βλέπουν πέραν τῶν γεγονότων καί νά διαβάζουν κάτωθεν τῶν γραμμάτων. Ὁ Προφήτης ὅμως δέν ἐσιώπησεν. Συνέχισε νά κηρύττῃ τήν Ἀλήθειαν. Εἰς τό τέλος, ἐφονεύθη ἀπό τούς ἱερεῖς διά ροπάλου, ὑπογράφοντας τό κήρυγμα τῆς Ἀληθείας μέ τήν ἰδίαν του τήν ζωήν!
Ἡ ἀλήθεια θά πρέπῃ πάντοτε νά διακηρύσσεται. Ἡ δέ Χάρις ἐπικυρώνει τήν ἀλήθειαν, δικαιώνει τούς ἀγωνιστάς καί καταισχύνει τά φερέφωνα τῆς πλάνης καί τοῦ ψεύδους. Ἄς τό συνειδητοποιήσουν ὅλοι, ὅτι «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται» (Β´ Τιμόθ. β´, 9).
Δόξα τῷ Θεῷ πού ὑπάρχουν ὀλίγες μέν, ἀλλά δυνατές φωνές ἀγωνιστῶν καί ὁμολογητῶν πατέρων, τόσον ἐκτός, ὅσον καί ἐντός τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπως ἐπίσης καί ὡρισμένων λαϊκῶν, θεολόγων, κλπ. Ἀλλά, πρέπει καί ἐπιβάλλεται ὅλοι μας, πρωτίστως ὁ κλῆρος, ἀλλά καί ὁ λαός, ἐν μετανοίᾳ, ἔστω καί τήν ὑστάτην στιγμήν, τώρα δηλαδή, νά ὑψώσωμε, φωνήν διαμαρτυρίας καί ὁμολογίας, πρωτίστως διά τήν Πίστιν μας. Διότι, ἄν εἴχαμε μετάνοιαν καί ἐκρατούσαμε τήν Πίστιν γερά, θά ἔστεκαν καί τά ὑπόλοιπα εἰς τήν σωστήν των βάσιν.
Ἐννοεῖται δέ, πώς ὁ ἀγών διαμαρτυρίας δι᾽ ὅλων τῶν ἐκφάνσεών του, πάντοτε θά πρέπῃ νά διεξάγεται καί νά ὁλοκληρώνεται ἐντός καί μόνον ἐντός τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.


ΧΡΙΣΤΟΥΦΑΝΤΟΣ




«ΚΥΝΕΣ ΕΝΕΟΙ ΚΑΙ ΚΥΝΕΣ ΑΝΑΙΔΕΙΣ...»

Ὅσο καί νά ἐπιχειροῦν οἱ ἄνθρωποι μέ τίς ψευδοευγένειες καί μέ ὅ,τι ἄλλο νά καλύπτουν τήν πραγματικότητα ἤ νά ρίπτουν στάχτην εἰς τούς ὀφθαλμούς τῶν συνανθρώπων των, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτει τήν πραγματικότητα καί τοποθετεῖ τά πράγματα εἰς τήν σωστή των θέσιν.
Αὐτό βεβαίως ἰσχύει διά κάθε περίπτωσιν, ἀλλά κυρίως τό βλέπομε ἐναργῶς εἰς τούς Προφήτας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Οἱ ἀτρόμητες αὐτές προσωπικότητες, πού δέν ἔβλεπαν «εἰς πρόσωπον ἀνθρώπου» ἀλλά ἐθεωροῦσαν κατάματα τήν ἀλήθειαν, ἤρχοντο στιγμές πού ἤλεγχαν τούς παρανομοῦντας καί ἐκήρυττον τήν καθολικήν μετάνοιαν. Εἰς αὐτό δέ τό ὑψηλόν ἔργον των δέν ἐπρότασσον τήν ἰδικήν των ἄποψιν, ἀλλά τό «τάδε λέγει Κύριος»!
Ἄς περάσωμε εὐθύς ἀμέσως πρός ἐπιβεβαίωσιν τοῦ λόγου εἰς τόν Μεγάλον Προφήτην Ἡσαΐαν. Εἰς τόν Προφήτην, πού πλήν τῶν ἄλλων ἐζοῦσε τόσον ἐντόνως τίς ἀντίξοες συνθῆκες πού ἐβίωνε ὁ λαός τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τό ὅλον βιβλίον τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου θά σταθοῦμε εἰς τό Κεφάλαιον ΝΣΤ´. Πρόκειται περί ἑνός μικροῦ σχετικῶς κεφαλαίου πού εἰς τούς πρώτους ὀκτώ στίχους του κηρύσσεται ὅτι ἡ σωτηρία προσφέρεται, ὄχι μόνον εἰς τούς Ἰουδαίους, ἀλλά καί εἰς ὅλα τά Ἔθνη. Ὅσοι δέ πιστεύσουν καί ἐργασθοῦν διά τήν σωτηρίαν των θά εἰσέλθουν εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Οἱ δέ τρεῖς τελευταῖοι στίχοι, 9, 10 καί 11 τοῦ ἰδίου κεφαλαίου θά μᾶς ἀπασχολήσουν εἰς τήν συνέχειαν. Θά δοῦμε τήν διαχρονικότητα αὐτῶν τῶν στίχων εἰς σχέσιν μέ τούς ἑκάστοτε ἄρχοντας, πνευματικούς καί πολιτικούς, τῆς κάθε ἐποχῆς, ὅταν αὐτοί δέν ἵστανται εἰς τό ὕψος τῆς ἀποστολῆς των καί λησμονοῦν τίς ὑποχρεώσεις των ἔναντι τοῦ λαοῦ τόν ὁποῖον διακονοῦν.

Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας, ὡς αὐθεντικός κήρυκας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐλέγχει κατά τρόπον ἀληθινά Προφητικόν τούς ἀναξίους ἄρχοντας τῶν Ἰουδαίων. Ἡ ἀγανάκτησις τοῦ Προφήτου φθάνει εἰς τοιοῦτον βαθμόν πού καλεῖ τούς βαρβάρους εἰδωλολάτρας, οἱ ὁποῖοι λόγῳ τῆς βαρβαρότητός των ὁμοιάζουν μέ ἄγρια θηρία, νά ἔλθουν καί νά κατασπαράξουν τούς κακούς ἄρχοντας. Εἶναι δέ τόσον χαρακτηριστικός ὁ λόγος τοῦ Προφήτου: «Πάντα τά θηρία τά ἄγρια, δεῦτε φάγετε, πάντα τά θηρία τοῦ δρυμοῦ» (Ἡσ. νστ´ 9).
Ὁ προφητικός λόγος σπάζει τούς κανόνας τοῦ κομψοῦ λόγου καί τῆς εὐπρεποῦς κατά κόσμον συμπεριφορᾶς καί ἐκφράζει τήν ἀγανάκτησιν τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ ἔναντι τῆς ἀδικίας. Τά ἄλογα θηρία τοῦ δάσους, δηλαδή οἱ εἰδωλολατρικοί γειτονικοί λαοί, δίχως οἱ ἴδιοι νά τό συνειδητοποιοῦν, προσκαλοῦνται ὡς τιμωρητικά ὄργανα τῆς Θείας Δικαιοσύνης. Ἀλλά γιατί; Τί ἔχει συμβῆ καί ὁ Θεοκίνητος Προφήτης ἐκφράζει τοιουτοτρόπως τήν θλῖψιν καί τήν ἀγανάκτησίν του;
Ὅλοι οἱ ἄρχοντες ἔχουν τυφλωθῆ. Δέν ἐγνώριζαν σύνεσιν καί φρόνησιν πού ἐπιβάλλει τό καθῆκον των ἔναντι τῶν κινδύνων τοῦ Ποιμνίου. Περί αὐτῶν ὁ Προφήτης λέγει: «Ἴδετε ὅτι ἐκτετύφλωνται πάντες, οὐκ ἔγνωσαν φρονῆσαι, πάντες κύνες ἐνεοί, οὐ δυνήσονται ὑλακτεῖν, ἐνυπνιαζόμενοι κοίτην, φιλοῦντες νυστάξαι» (Ἡσ. νστ´ 10). Δηλαδή, ὅλοι τους εἶναι σκύλοι ἄφωνοι καί μουγγοί. Δέν ἠμποροῦν νά γαυγίσουν κατά τῶν ἐχθρῶν. Ἀδυνατοῦν νά ἐπισημάνουν τούς κινδύνους πού ἔρχονται. Κάθονται εἰς τήν κοίτην των καί ὀνειρεύονται. Τούς ἀρέσει μόνον νά νυστάζουν καί νά κοιμῶνται.
Ἀλλά ὁ Προφητικός λόγος δέν ἐξαντλεῖται εἰς τό σημεῖον αὐτό. Συνεχίζει μέ τήν ἰδίαν καί περισσοτέραν δριμύτητα καί ἐλέγχει τώρα «τούς ἀναιδεῖς τῇ ψυχῇ», λέγοντας: «Καὶ οἱ κύνες ἀναιδεῖς τῇ ψυχῇ, οὐκ εἰδότες πλησμονήν· καί εἰσι πονηροὶ οὐκ εἰδότες σύνεσιν, πάντες ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν ἐξηκολούθησαν, ἕκαστος κατὰ τὸ ἑαυτοῦ» (Ἡσ. νστ´ 10). Δηλαδή, τά σκυλιά αὐτά εἶναι ἀναίσχυντα ψυχικῶς. Εἶναι ἀδηφάγα. Ὅσα κι ἄν ἔχουν δέν τούς εἶναι ἀρκετά καί δέν γνωρίζουν ποτέ χορτασμόν. Οἱ ἄρχοντες αὐτοί εἶναι πονηροί, δέν γνωρίζουν σύνεσιν καί φρόνησιν. Ὅλοι των ἐξακολουθοῦν νά βαδίζουν καί νά συμπεριφέρωνται κατά τόν διεφθαρμένον τρόπον τῆς ζωῆς των. Κάθε ἕνας ἐπιζητεῖ τό συμφέρον του καί μόνον.
Καί αὐτά μέν τονίζει καί κηρύσσει ὁ μεγαλοφωνότατος Προφήτης Ἡσαΐας ὀκτώ αἰῶνες πρό τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως. Ὅμως, ἐάν ἀφαιρέσωμε τό φάσμα τοῦ χρόνου, νομίζει κανείς ὅτι οἱ λόγοι αὐτοί, πού ἐμπεριέχουν καταπληκτικές πνευματικές καί κοινωνικές διαστάσεις, ἐλέχθησαν καί ἐγράφησαν καί διά τήν ἐποχήν μας. Ἐποχήν, πού ἐνῷ προβάλλεται ὡς προοδευτική διά τήν κατάκτησιν τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί τήν κοινωνικήν ἰσότητα καί γενικῶς διά τήν εὐαισθησίαν τῆς δικαιοσύνης, κλπ., ὅμως εἰς τήν πραγματικότητα συμβαίνει ἀκριβῶς τό ἀντίθετον. Διότι ἡ ἀδικία, ἡ ἀδιαφορία, ἡ διαφθορά, κλπ., τῶν ἡγετῶν καί τῶν ἀρχόντων, ἔχουν φθάσει εἰς τό ἀποκορύφωμα καί προσβάλλουν καί ὁδηγοῦν εἰς τήν ἀθλιότητα τήν ἀνθρωπίνην κοινωνίαν καί προσωπικότητα. Ἡ εὐθύνη, τόσον τῶν πολιτικῶν ἡγετῶν, ὅσον καί τῶν πνευματικῶν ἀρχόντων, εἶναι τεραστία μέ ἀποτέλεσμα οἱ ἴδιοι νά καθίστανται ἀναπολόγητοι.
Οἱ μέν πολιτικοί ἡγέτες εὐθύνονται σέ βαθμό κακουργήματος, διότι, συμμετέχοντες εἰς τίς ἀδικίες κλπ., παρανομοῦν μή ἐφαρμόζοντες τούς νόμους διά περιορισμόν καί ἐξάλειψιν τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας καί διά προστασίαν καί σεβασμόν τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος. Οἱ δέ πνευματικοί ἄρχοντες εὐθύνονται, διότι ἀνεχόμενοι τίς ἀντιχριστιανικές καί ἀντικοινωνικές αὐτές καταστάσεις, ἀρνοῦνται-φοβοῦνται νά ὑψώσουν φωνήν διαμαρτυρίας καί προφητικοῦ λόγου-ἐλέγχου εἰς ὅσα ἀρνητικά συμβαίνουν. Ἔτσι καταντᾶ τό δίδυμον τῆς Πνευματικοπολιτικῆς κορυφῆς νά δίδῃ τό κακόν παράδειγμα, καί ὄχι μόνον, εἰς τόν λαόν. 
Καί ἐάν αὐτές οἱ νόθες καταστάσεις ἦσαν γιά τόν Θεόν καί τούς ἀνθρώπους ἀπαράδεκτες καί αἰσχρές πρίν ἀπό 2.800 ἔτη, πόσῳ μᾶλλον σήμερον ἠμποροῦν νά γίνουν ἀνεκτές, ὅταν διατεινώμεθα ὅτι ἡ κοινωνία σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο ''προώδευσε'' καί ὅτι οἱ Χριστιανοί ζοῦμε εἰς τόν χῶρον τῆς Χάριτος, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Ἄνευ περιστροφῆς, ὅλοι ὅσοι ἐξ αὐτῶν ἀνέχονται τίς ἀδικίες καί ὅλα ὅσα ἀνεπίτρεπτα καθημερινῶς διαπράττονται, εἶναι ἀνάξιοι νά ἡγοῦνται, προδίδουν τήν ἀποστολήν των καί εἶναι στυγνοί ἐκμεταλλευτές τῶν ὑπηκόων των καί τῶν πνευματικῶν των τέκνων.
Ἐπί πλέον, θά πρέπῃ νά παραδεχθοῦμε ὅτι, δυστυχῶς, ἡ τόσον πτωχή σέ τόσα ἄλλα ἐποχή μας, ἔχει χρεωκοπήσει καί εἰς τά προφητικά καί ἔνθερμα Πατερικά ἀναστήματα. Εἰς τούς ἀνθρώπους δηλαδή ἐκείνους οἱ ὁποῖοι, ὄχι μόνον γιά «ἰῶτα ἕν ἤ μία κεραία» (Ματθ. ε´ 18) τοῦ Δόγματος, ἀλλά καί γιά τό δίκαιον ἑνός μόνον ἀνθρώπου εἶναι ἕτοιμοι νά θυσιάσουν τούς θρόνους των, ἀκόμη καί τήν ζωήν των τήν ἰδίαν, ὅπως συνέβη μέ τήν περίπτωσιν τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀλλά καί τόσων ἄλλων ὄντως αὐθεντικῶν μορφῶν τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δέν νοεῖται χωρίς τήν Ὀρθοπραξίαν.
Οἱ «κύνες» πλέον ἔγιναν «ἐνεοί». Ἐνῷ εἶναι κήρυκες εὔγλωττοι καί λαλίστατοι, ὅταν πρόκειται περί ἐγκωμίων πρός «πρόσωπα τῆς ἡμέρας», τώρα δένουν τήν γλῶσσαν των.
Ἀλλά, ἐάν ἕνα μαντρόσκυλο, πού σκοπός τῆς ὑπάρξεώς του εἶναι ἡ διαφύλαξις τοῦ κοπαδιοῦ παραμένῃ «ἐνεό» ἐμπρός εἰς τόν κίνδυνον, ὅταν δέν «ὑλακτῇ» βλέποντας τούς λύκους νά ἔρχωνται καί ὅταν δέν τούς τρέπῃ εἰς φυγήν, τότε ποῖος ὁ λόγος τῆς ὑπάρξεώς του εἰς τό μαντρί; Ἁπλῶς διά νά τρώγῃ καί νά κοιμᾶται; Μά τότε, γίνεται ὄχι μόνον ἄχρηστος ὁ φύλαξ «κύων», ἀλλά καί ἄκρως ἐπικίνδυνος, διότι συναγελάζεται μέ τούς λύκους καί τούς προσκαλεῖ μέσα εἰς τό μαντρί. 
Αὐτό δυστυχῶς συμβαίνει καί μέ τούς ἑκάστοτε ἄρχοντας τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος, οἱ ὁποῖοι μεταλλάσσονται εἰς προδότας. Αὐτοί, ἀνταλλάσσοντας ἰουδαϊκούς ἀσπασμούς καί ἐναγκαλισμούς, μεθοδεύοντας μέ Παπικούς συνασπισμούς τούς στραγγαλισμούς τοῦ Δόγματος καί ραίνοντας τούς ἐχθρούς τῆς Πίστεως μέ ἄνθη, φύλλα καί ᾄσματα, προσβλέπουν ραγιαδικῶς καί οὐχί ἀγωνιστικῶς ὡς οἱ προπάτορές μας, ὄχι εἰς τήν ἄνωθεν βοήθειαν τῆς Χάριτος, ἀλλά εἰς τήν κάτωθεν βοήθειαν (ὑποδούλωσιν) προερχομένην ἀπό δόλια προδοτικά δοσίλογα ἀνθελληνικά καί ἀντίχριστα πρόσωπα καί κέντρα.
Πῶς ἄραγε θά διαφυλαχθῇ τό ποίμνιο ἀλώβητο, ὅταν ἡ Πολιτεία ἀποδομῇ τήν Ἑλληνοχριστιανικήν παιδείαν, τήν Ὀρθόδοξον Παράδοσιν, τήν Ἑλληνικην ἱστορίαν, τήν Ἑλληνικήν γλῶσσαν; Ὀφείλομε, εἶναι χρέος μας, ἐπιβάλλεται, καί νά κρατήσωμεν ζῶσαν τήν Παράδοσιν, καί νά τηρήσωμεν τήν μεταλαμπάδευσιν τῆς ὑγιοῦς κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον Παλαμᾶν Ὀρθοδόξου πνευματικότητος, τήν ἐναντίωσιν κατά τόν Μέγα Βασίλειον πρός τόν ἐπελαύνοντα καί καταλύοντα τούς θεσμούς Καίσαρα, τήν προάσπισιν, ὑπεράσπισιν, στήριξιν καί ἀποτροπήν τοῦ προδομένου Γένους κατά τόν Ἅγιον Κοσμᾶν τόν Αἰτωλόν ἐν καιρῷ χειμῶνος, ὡς ὁ νῦν, ἀπό τόν Ἐξισλαμισμόν, τήν ἐθνοκτονίαν καί τόν ἀφανισμόν.
Ἀμελεῖς καί ἀναίσθητοι ὄντες οἱ πνευματικοί-ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες, ἔχουν χάσει τήν ἐπαφήν των μέ τήν πραγματικότητα καί δέν διδάσκονται ἀπό τούς Ἁγίους μας, οἱ ὁποῖοι «τούς βαρεῖς ἤλασαν καί λοιμώδεις λύκους» (Ὄρθρος Ἁγ. Πατέρων Δ´ καί Ζ´ Οἰκουμενικῶν Συνόδων). Ἀδιάφοροι εἰς τά πνευματικά των καθήκοντα, ἀφήνουν τό ποίμνιον νά κατασπαράσσεται ὑπό τῶν λύκων, τῶν κακοδόξων καί αἱρετικῶν, καί ταυτοχρόνως ἀρνοῦνται νά κινήσουν τόν δάκτυλόν των, ὄχι πρός «εὐλογίαν», ἀλλά ἐναντίον ὅσων ἀδικοῦν καί «πίνουν τό αἷμα» τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων τοῦ λαοῦ, καί δή τῶν νέων ἀνθρώπων πού ἀποτελοῦν τήν ἐλπίδα τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους.
Λές καί ἡ ἀποστολή τῶν Κεφαλῶν τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά μετατρέπουν τούς ἱερούς ναούς καί τάς ἱεράς μονάς εἰς εὐαγῆ φολκλορικά ἐκκλησιαστικά ἱδρύματα, σκοπόν ἔχοντα τήν ἐξυπηρέτησιν τοῦ θρησκευτικοῦ τουρισμοῦ καί τήν θεατρικήν ἀναπαράστασιν τῆς βυζαντινῆς λειτουργικῆς μεγαλοπρεπείας. Παρελαύνουν ἐν μέσῳ ἑνός λαοῦ λιμοκτονοῦντος, αὐτοκτονοῦντος καί ἀφανιζομένου ὑπό τῶν ''κατοχικῶν'' δυνάμεων, οἱ ὁποῖες ἔπληξαν, τῇ συνεργείᾳ τῶν γραικύλων προδοτῶν, μεθοδικῶς καί ἐθνοκτονικῶς τήν Ἑλλάδα. Ὅπου τώρα ἀφανίζουν τόν Ἑλληνισμόν, ἀποχριστιανοποιοῦν καί ἀπορθοδοξοποιοῦν τόν λαόν, ἀποδομοῦντες τά ἱερά καί τά ὅσια τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος. Ἐπί πλέον δέ εἰσάγουν στρατηγικῶς καί καταλυτικῶς τό Ἰσλάμ εἰς τήν παιδείαν, τήν κοινωνίαν καί τήν ζωήν τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλλάδος τῇ ἐγκληματικῇ συνεργασίᾳ καί τῇ ἀνοχῇ τῶν δοσιλογικῶν ''κατοχικῶν'' κυβερνήσεων τῆς ἀντιχρίστου Πολιτείας, ὑποτάσσοντες τόν Ἑλληνισμόν εἰς νέαν βαρυτέραν Τουρκοκρατίαν καί Φραγκοκρατίαν.
Ἀντί τῆς μαρτυρίας, ὁμολογίας καί ὑπερασπίσεως τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος, δυστυχῶς οἱ Ἄρχοντες διακρίνονται διά τήν συμπόρευσιν καί ταύτισίν των μέ τήν προδοτικήν στάσιν τῶν ἐχθρῶν συμπλέοντες μέ αὐτούς τούς ὀλετῆρας τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος, οἱ ὁποῖοι προελαύνουν ἀκάθεκτοι πρός ἀφανισμόν τοῦ Χριστιανισμοῦ καί Ἑλληνισμοῦ.
Καί διά τοῦτο, προδοτικῶς ἐναγκαλιζόμενοι τούς προδότας καί ἀντιχρίστους, νομοτελειακῶς, ἀλλά καί κατά Θείαν Δικαιοσύνην, θά ἀπωλέσουν τάς ἀνέσεις καί τά προνόμια πού τώρα ἀπολαμβάνουν, ἀπό τά ὁποῖα τώρα θεωροῦν ὅτι κάτι τι θά περισώσουν, ἤ πεπλανημένως ἐλπίζουν ὅτι δι᾽ αὐτοῦ τοῦ τρόπου, ὡς οἱ προκάτοχοί των πρό τῆς Ἁλώσεως ἔπραξαν, θά ἀποσοβήσουν τήν ἐπερχομένην λαίλαπαν.
Οἱ θεσμοί ἔχασαν τήν ἀξιοπιστίαν των, διότι οἱ ἄρχοντες προδίδουν τήν πίστιν καί τόν λαόν. Καί τό ποίμνιον λυποῦν καί σκανδαλίζουν, διότι ἐνδιαφέρονται μόνον διά τά προνόμια καί τούς θώκους των, διά τίς ἀνέσεις των καί διά τίς μεγαλοπρεπεῖς τελετές των…
Ἄν δέν ὑπάρξῃ μετάνοια καί ἐπιστροφή εἰς τόν Θεόν καί Πατέρα μας, ἴσως περιπέσωμεν εἰς μεγάλα δεινά, μακροχρόνια καί ἀνυπόφορα, παρόμοια μέ ἐκεῖνα πού περιέπεσεν ὁ Ἑλληνισμός μετά τήν Ἅλωσιν, ἤ μᾶλλον εἰς χειρότερα ἐκείνων, διότι τώρα δέν θά ὑπάρχῃ ἕνας Γεννάδιος Σχολάριος διά νά διαπραγματευθῇ τυχόν προνόμια τοῦ ποιμνίου, οὔτε ἕνας Μωάμεθ Πορθητής διά νά τά παραχωρήσῃ.
Σήμερον, τό ποίμνιον, διά τάς ἁμαρτίας καί τήν ἀποστασίαν του, ἀλλά καί διά τήν προδοσίαν τῶν θρησκευτικῶν καί πολιτειακῶν του ἡγετῶν, τῇ παραχωρήσει τοῦ Θεοῦ, ἔχει περιπέσει εἰς δουλείαν καί πιθανόν ἐπίκειται διωγμός τῆς Πίστεως, μή γένοιτο, χειρότερος ἀπό ἐκεῖνον πού περιέπεσεν τό τότε ποίμνιον μετά τήν Ἅλωσιν. Καί τοῦτο, διότι τό σημερινόν ποίμνιον δέν θά ἔχῃ οὐδέν προνόμιον, ἀφοῦ ἡ ἀντίχριστος Πολιτεία δέν θα περιθάλπῃ τήν Ἐκκλησίαν, οὔτε θά Τῆς παραχωρῇ προνόμια, ἐφ᾽ ὅσον σήμερον ἡ Πολιτεία ἀποσκοπῇ καί μεθοδεύῃ τόν συνταγματικόν καί θεσμικόν χωρισμόν ἀπ᾽ Αὐτῆς. Ἡ Πολιτεία ἀποβλέπει εἰς τό νά ἀποδυναμώσῃ τήν Ἐκκλησίαν καί νά τήν διώξῃ ἔτι καί ἔτι, ὑποτασσομένη εἰς τόν ἀνθελληνικόν καί ἀντίχριστον σχεδιασμόν τῆς Νέας Ἐποχῆς. Ὁ θεσμός τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας διασαλεύεται, ὅταν τό ὑπάρχον θεσμικόν πλαίσιον τό προστατεῦον τήν Ἐκκλησίαν μεθοδεύεται νά καταλυθῇ. Διά τόν Ἑλληνισμόν τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Κύπρου ὁ στόχος εἶναι ὁ ἀφελληνισμός καί ἡ ἀποχριστιανοποίησίς του, ἀλλά καί ἡ βιολογική του ἐξόντωσις, δηλαδή ὁ ἀφανισμός του.
Μετά τήν Ἅλωσιν τοῦ 1204, τήν Ἅλωσιν τοῦ 1453, τίς γενοκτονίες κατά τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῆς Ρωμηοσύνης τῆς δεκαετίας τοῦ 1910-1920 καί τήν Μικρασιατικήν Καταστροφήν, τό τελικόν πλῆγμα κατά τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἡ χαριστική του βολή, ἴσως τώρα νά ἐπέρχεται, διά τῆς μεθοδευμένης ἐθνοκτονίας τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Κύπρου ἀπό τά γνωστά διαχρονικά ἀνθελληνικά κέντρα, τῇ καταλυτικῇ συνεργείᾳ τῶν γραικύλων προδοτῶν τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Κύπρου. Παράλληλα μέ τήν ἤδη ἀπό δεκαετιῶν συντελουμένην προδοσίαν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τούς προδότας τῆς Πίστεως διά τοῦ ἐπαράτου Οἰκουμενισμοῦ.
Συμπλέοντες λοιπόν μετά τῶν ἐχθρῶν τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος οἱ Ἄρχοντές μας, προδίδουν καί τήν Πατρίδα καί τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν, διότι, ὄχι μόνον δέν διατρανώνουν, ὡς ὀφείλουν, τήν προδοσίαν τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος ἀλλά, ἀντιθέτως, ἐναγκαλίζονται, προσκαλοῦν, ὑποδέχονται, καί λιβανίζουν ὅλους τούς προδότας εἰς ὄνειδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Θά ἦτο ὅμως καύχημα διά τήν Ἐκκλησίαν ἡ φλογερή στάσις των διά τό ἄκαμπτον τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος καί τό ἀγωνιστικόν κατά τῆς διαβρώσεως τῆς Πίστεως καί τῆς ὑποτελείας καί διαλύσεως τῆς Πατρίδος πού ὤφειλον νά εἶχον.
Οἱ Ἄρχοντες δέν ὀφείλουν νά ἀκολουθοῦν τά ὀλισθήματα τῶν προδοτῶν, ἀλλά ἀντιθέτως, ὡς ἀκέραιοι καί γρηγοροῦντες πού ὑποτίθεται ὅτι εἶναι εἰς τά τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος, ὀφείλουν νά ἀγωνίζωνται, νά ἀντιστέκωνται καί νά στηλιτεύουν τίς οἱεσδήποτε παρεκτροπές, δίχως ὑποχωρήσεις, παραχωρήσεις, κλπ., ἀλλά καί νά διαφυλάσσουν τόν λαόν. Δυστυχῶς, ὅμως, διά τήν Ἑλλάδαν καί τήν Κύπρον, συμβαίνει τό ἀντίθετον. Οἱ Ἄρχοντες καταβυθίζονται μετά τῶν προδοτῶν εἰς ὑποτέλειαν καί ὑποδούλωσιν. Ἰδού ἡ πολιτική καί πνευματική κατάπτωσις!
Καί ἄς μή ἀφελῶς νομίζουν, μέ τήν τοιαύτην καί τοσαύτην σιωπήν των εἰς ἡμέρας καί καιρούς εἰς τούς ὁποίους καί αὐτοί οἱ ''λίθοι κεκράξονται'' διά τήν ἀρξαμένην καί ἐπερχομένην σταύρωσιν τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅτι ὁ Θεός θά διαφυλάξῃ ἀλώβητον τό Ἔθνος μας ἀπό τά ἐπερχόμενα δεινά.
Ἡ προϊστορία τῆς Ἁλώσεως καταδεικνύει τό ἀποτέλεσμα πού νομοτελειακῶς ἐπέρχεται ὅταν ὑπάρχῃ ἀποστασία, ἀδιαφορία καί προδοσία τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος, τό ὁποῖον ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά συμβῇ παιδαγωγικῶς, κατά τό πρότυπον τῶν δεινῶν τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ ὅταν ἀποστατοῦσε. Καί ὅπως τότε ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά ἁλωθῇ ἡ Πόλις καί νά καταλυθῇ τό Μέγα Μοναστήρι, οὕτως εἶναι πλέον πασιφανές εἰς τούς ἔχοντας γνῶσιν τῆς πραγματικότητος, ὅτι ἴσως ἐπιτρέψει καί σήμερον νά καταλυθοῦν, ὡς κυρίαρχα κράτη, ἡ Ἑλλάς καί ἡ Κύπρος ἀκριβῶς λόγῳ τῆς ἀποστασίας καί τῆς ἀπουσίας τῆς μετανοίας τοῦ λαοῦ καί τῆς προδοσίας τῶν ποιμένων.
Ἡ σημερινή πραγματικότης διατρανώνει ὅτι ἐπίκειται ἡ κατάλυσις τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας τῆς Ἑλλάδος - καθώς καί ἐκείνης τῆς Κύπρου, μέ ταχύτερον ρυθμόν - διά τῆς προδοτικῆς ἄρσεως τῆς ἀσυλίας της. Καθ᾽ ἥν στιγμήν ἡ Ἑλλάς ἐκποιεῖται, διαμελίζεται καί παραδίδεται, τῇ καταλυτικῇ συνεργείᾳ καί τῇ ἰδίᾳ συμπράξει τῶν γραικύλων προδοτῶν, εἰς τούς «ἐμπόρους τῶν ἐθνῶν» ἀντί «πινακίου φακῆς». Ὁ πλοῦτος της, τά ζωτικά της ὄργανα καί ὁ ζωτικός της χῶρος παραδίδονται πρός πώλησιν καί ἐκμετάλλευσιν εἰς τούς διαχρονικούς ἐχθρούς της, τούς Φράγκους (Γερμανούς), τούς Ἑβραίους (ΔΝΤ) καί τούς Ὀθωμανούς (Τούρκους).
Πῶς λοιπόν ἡ Ἑλλαδική Ἐκκλησία θά παραμείνῃ ἀλώβητος, ὅταν ἐκ τῶν πραγμάτων δέν θά διασφαλίζεται πλέον ἡ ἀκεραιότης καί ὁ φυσικός χῶρος τῆς Πατρίδος μας, ἀφοῦ οὔτε ἐπαρκής καί ἱκανή ἀστυνομική δύναμις διατίθεται, οὔτε στρατός ἱκανός ὑπάρχει διά τήν ὑπεράσπισιν τῆς ἀκεραιότητος τῆς χώρας; 
Εἰς μίαν ἐποχήν μάλιστα ὅπου καί τό φανατικό Ἰσλάμ διεισδύει καί μεθοδικῶς κατακτᾶ τήν Ἑλλάδα σχεδιάζον καί προοιωνίζον Νέαν Τουρκοκρατίαν, χειροτέραν τῆς προηγουμένης, τό Ἰσλάμ, τό μεθοδεῦον τῇ συνεργείᾳ τῶν ἀνθελλήνων Γενιτσάρων, τόν ἀφελληνισμόν τῆς Ἑλλάδος;
Πῶς τό Ἔθνος μας θά διαφυλαχθῇ ἀλώβητον, ὅταν ἡ ἀντίχριστος Πολιτεία συστηματικῶς ἀποδομῇ τήν Ἑλληνοχριστιανικήν παιδείαν, τήν Ὀρθόδοξον Παράδοσιν, τήν Ἑλληνικήν ἱστορίαν, τήν Ἑλληνικήν γλῶσσαν, κλπ;
Πῶς, ὑπό τοιαύτας συνθήκας, θά μᾶς διαφυλάξῃ ὁ Χριστός ὅταν ἡ Ὀρθόδοξος Ἑλλάς ἔχει ἤδη ἁλωθῆ ἐκ τῶν ἔσω; 
Ὁ Θεός, μή γένοιτο, ἄς μήν ἐπιτρέψῃ νά ἁλωθῇ καί ἐκ τῶν ἔξω, κατά τόν λόγον τοῦ Προφήτου: «Πάντα τά θηρία τά ἄγρια, δεῦτε φάγετε, πάντα τά θηρία τοῦ δρυμοῦ» (Ἡσ. νστ´ 9). Δηλαδή, ὁ Θεός καλεῖ τούς βαρβάρους, πού ὁμοιάζουν μέ ἄγρια θηρία, νά ἔλθουν καί νά κατασπαράξουν τούς κακούς ἄρχοντας.
Πῶς ὁ Χριστός θά διαφυλάξῃ ἀλώβητη τήν Πατρίδα μας, ὅταν ἀκόμη καί οἱ πνευματικοί Ἄρχοντες συμφύρωνται μέ τούς ἐχθρούς Της; 
Θά δηλώσουν ἄγνοια; 
Δέν λογίζεται ὅμως ἄγνοια εἰς τά τῆς Πίστεως ἀπό τούς Πνευματικούς ἄρχοντας, οὔτε ἄγνοια εἰς τά τεκταινόμενα εἰς τήν Ἑλλάδα καί εἰς τήν Κύπρον εἰς μίαν περίοδον ἐκρύθμου καταστάσεως ὅπως εἶναι ἡ σημερινή. Διότι ἡ πληροφόρησις διά τά τεκταινόμενα καί σχεδιαζόμενα νά συμβοῦν εἰς τήν Ἑλλάδα καί εἰς τήν Κύπρον εἶναι ἐπαρκής καί ἀφόρητος, πληθωρική καί ἀδιαφιλονείκητος. Οὐδεμίαν λοιπόν δικαιολογίαν ἀγνοίας δύνανται νά προβάλλουν οἱ Πνευματικοί Ἄρχοντες.
Διερωτώμεθα ὅμως, πῶς καί ἀνερυθριάστως ὑποδέχονται καί δέν κλείουν τάς θύρας εἰς τούς προδότας; Πῶς σήμερον συμπεριφέρονται ὡσάν νά ζοῦν εἰς ἐποχάς ὅπου ὑπῆρχε τό ἔστω κατ᾽ ἐπίφασιν ''κυρίαρχον κράτος'' ἤ ὡσάν νά ἀγνοοῦν ἤ νά ἐθελοτυφλοῦν εἰς τήν σημερινήν πραγματικότητα; 
Πῶς καί δέν αἰσχύνονται, ὅταν συμπροσεύχωνται καί μολύνωνται ἀπό τόν συμφυρμόν μέ τούς προδότας τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος καί ὅταν δουλικῶς μετά κωδωνοκρουσιῶν ὑποδέχωνται τιμητικῶς αὐτούς, τούς ἐπερχομένους Δαναούς, τούς ἐπί σκοπόν ''δῶρα παίρνοντας'';
Τῶν ἀρχόντων αὐτῶν εἶναι ἀνεπίτρεπτα καί ἀπαράδεκτα τά ἄνομα ἔργα καί λόγια των ὡς καί ἡ προδοτική μαρτυρία των, διά τῶν ὁποίων κατηγορεῖται καί καταισχύνεται ὁ ἐκκλησιαστικός χῶρος. Προσβάλλονται καί καταλυποῦνται οἱ εὐλαβεῖς καί ἐνάρετοι Χριστιανοί οἱ γνήσιοι ἀγωνιστές, οἱ ἀντιφρονοῦντες, ἤ μᾶλλον οἱ ὀρθῶς φρονοῦντες,πού δέν μειοδοτοῦν εἰς τά τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος. Αὐτῶν τήν ὕπαρξιν καί παρουσίαν βεβαίως οἱ ἄρχοντες, οἱ ἔχοντες τήν ἐξουσίαν, συστηματικῶς ἀπό δεκαετιῶν ἀγνοοῦν ὅπως καί τόν λόγον καί τήν γνώμην των συστηματικῶς περιφρονοῦν. Ἄν καί τυπικῶς ὑποτίθεται ὅτι οἱ ἄρχοντες τούς ἐκπροσωποῦν ἀφοῦ ἔχουν ἀναλάβει θεσμικῶς καί ἐργολαβικῶς νά περισώζουν τό χριστεπώνυμον ποίμνιον ''ἐκ παντοίων κινδύνων''.
Ἡ σημερινή πραγματικότης ὅμως καταδεικνύει ὅτι, ὄχι μόνον τοῦτο δέν πράττουν, ἀλλά τό ἀντίθετον. Ἀτιμάζουν, ὑποσκάπτουν καί καταβαραθρώνουν μέ τά ἔργα καί τούς λόγους των,τό μέλλον τοῦ ποιμνίου. Διά τοῦτο, μή μετανοοῦντες, ἀλλά μᾶλλονἐπιμένοντες καί ἐμμένοντες εἰς ταῦτα, ''ἡ ἁμαρτία αὐτῶν μένει...''
Εἶναι ὄντως «κύνες ἀναιδεῖς». Δεν ἐντρέπονται καί δέν ὑπολογίζουν τίποτε. Ἄπληστοι, ἀχόρταγοι, πονηροί καί ἐντελῶς ἀσύνετοι, μή ἐνθυμούμενοι τά παρομοίως τεκταινόμενα πρό τῆς Ἁλώσεως ὡς καί τό ἐπώδυνον καί ἀναπόφευκτον κατά Θείαν Δικαιοσύνην ἀποτέλεσμα.
Τοιαῦτα λοιπόν ποιοῦντες, μόνοι των ἀπεργάζονται τήν ἅλωσιν. Ἡ ἅλωσις εἶναι ἐπί θύραις, διότι ὁ καρπός τῆς προδοσίας καί ἡ ἀσυνέπεια τῆς Πίστεως εἶναι ἡ ἅλωσις καίμόνον ἡ ἅλωσις, ὡς διατρανώνει ἡ ἱστορική μαρτυρία.
Καί νῦν ἰδού τό ὀξύμωρον! 
Οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, ἀντί νά εἶναι οἱ κήρυκες τῆς μετανοίας, νά ἁλώνωνται ἀπό προδοσίαν καί ἀπό ἔλλειψιν μετανοίας ...!
Tό γε νῦν ἔχον, φανερώνει τά ἀποτελέσματα ἑνός ἀθεϊστικοῦ συνασπισμοῦ: 
Οἱ πνευματικες ἀξίες, οἱ ἐθνικές μας παραδόσεις, πού ἐκράτησαν ὄρθια τήν Πατρίδα μας, ὄχι ἁπλῶς διαβάλλονται, ἀλλά ὁσονούπω θά τεθοῦν ἐκτός νόμου καί θά κριθοῦν ἐπικίνδυνες διά τήν ἀλλοπρόσαλλα διαμορφουμένην καί ἀφελληνιζομένην ἑλλαδικήν κοινωνίαν. Ἡ ἐκπαίδευσις - ἀπαίδευσις τῆς νέας γενεᾶς ἀποκόπτεται ἀπό τίς ρίζες της καί μεταβάλλεται εἰς ἀ-παιδεία. Ὄχι μόνον τά Θρησκευτικά, ὡς θρησκειολογικό μάθημα καί μόνον θά εἶναι ἐντός ὀλίγου προαιρετικόν, ἀλλά ἀκούεται ὅτι αὐτήν τήν ὁδόν ἑτοιμάζουν οἱ «σοφές παιδαγωγικές κεφαλές» νά ἀκολουθήσουν καί διά τό μάθημα τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας, ἀλλά καί δι᾽ αὐτό τοῦτο τό μάθημα τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν.
Ἄρα: Ἀποχριστιανοποίησις, ἐθνοκτονία, ἀφελληνισμός, ἀποδόμησις τῆς παιδείας κλπ.
Ὅλα αὐτά εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία ὑπερεπλεόνασε καί εἰς τούς ἄρχοντας καί εἰς τόν λαόν, ἐκτός ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων. 
Ἄραγε, κατά τόν λαόν καί οἱ ἄρχοντες, ἤ κατά τούς ἄρχοντας καί ὁ λαός; Ἰδού τό ἐρώτημα.
Ἰδού καί τό πήδημα θανάτου, ὅπερ ἐστί ἡ προδοσία, οἱ συμβιβασμοί, οἱ ὑποχωρήσεις, οἱ ὑπόλογες σιωπές... Ὦ, ἡ ἀθλιότης! 
Ἰδού ὅμως καί τό ἀγωνιστικόν ἅλμα, τό Μεγαλεῖον,ὅπερ ἐστί ἡ ὁμολογία καί ἡ μαρτυρία τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἐπιλογή τῆς ἀθλιότητος ἤ τοῦ Μεγαλείου ἀνήκει μόνον εἰς τόν ΙΔΙΟΝ τόν ἄνθρωπον, εἴτε εἶναι ἄρχων, εἴτε εἶναι ἀρχόμενος.
Οὕτως, ὁ ἄνθρωπος, εἴτε γίνεται σκώληξ καί δέν διαμαρτύρεται ἐπειδή τόν πατοῦν, εἴτε γίνεται ὑψιπέτης ἀετός τῆς Χάριτος καί ἵπταται εἰς τούς Οὐρανούς.
Δυστυχῶς, οἱ περισσότεροι σήμερα ἔχουν ἐπιλέξει τήν ἀθλιότητα...

ΧΡΙΣΤΟΫΦΑΝΤΟΣ

Ἡ ἐλλιπής μετάνοια ὁλοκληρώνεται μέ τίς θλίψεις



"Δέν μετανόησα εἰλικρινά
καί ἀπέφυγα νά ἐξομολογηθῶ
τήν ἁμαρτία μου σέ Σένα.
Γι' αὐτό συνετρίβησαν τά ὀστά μου 
καί ἐκλονίσθη ὁλόκληρος ὁ ἐγωισμός μου".

(Ψαλμ. λα' 3)