Θαῦμα Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου!
Φθινόπωρο 1988 …
Με ένα μικρό σακίδιο στον ώμο και ένα χαρτί διπλωμένο στην πάνω τσέπη… της καρδιάς ο Γιώργης…
Μαζί με τον Δημήτρη ανέβηκαν στο λεωφορείο για την Αθήνα. Ζεστό το αχάραγο ξύπνημα, θύμιζε όλα τα πνιγηρά πρωινά του Αυγούστου, εκείνου και του προηγουμένου καλοκαιριού, με τους λίβες, τους καύσωνες και τα πρωτόγνωρα δυσκολέματα για πολλούς ανθρώπους.
Για τους άλλους ήταν έτσι… Για τα δυο Αργειτόπουλα αλλιώς φαινόταν ο καιρός…
Σαν ένα φρέσκο, απαλό αεράκι να ύγραινε τα νεανικά πρόσωπα και τις φλογερές ψυχούλες τους.
Μα δεν ερχόταν απ τα παράλια μέρη του Αργολικού…
Αν τους ρωτούσες σίγουρα εκείνο το πρωινό θα σου απαντούσαν πως η αρμυρωμένη δρόσος ερχόταν απ τα μέρη του Σιγγιτικού κόλπου!!
Κι ας ήταν τόσο μακριά ακόμα ο προορισμός τους...
Το τέρμα του ταξιδιού ή καλύτερα η αρχή του!
Απ' την Αθήνα ως την Ουρανούπολη αμέτρητες οι ώρες μα τόσο γαλήνιες!
Σε λίγες ώρες θ αξιώνονταν να πατήσουν τα χώματα του περιβολιού της Κυρίας Θεοτόκου, θα γνώριζαν επιτέλους τους Αγιορείτες Μοναχούς που τόσο πολλά είχαν ακούσει να λέγονται για αυτούς.
Τόσα που στο μυαλό τους είχαν πλάσει τις φιγούρες τους, τα πρόσωπά τους, τις κινήσεις τους, τις φωνές τους…
Έτσι τους περίμεναν και λαχταρούσαν την πρώτη τους συνάντηση μαζί τους. Στην Ουρανούπολη δέος τους κατέβαλε το επόμενο πρωινό, μόλις αντίκρισαν τον πρώτο, που περίμενε όρθιος τραβώντας το κομποσκοίνι του να μπει στο καραβάκι της επιστροφής στην μετάνοιά του. Εκείνος αλήθεια ήταν μέσα στις προσδοκίες τους…
Αμίλητος, σοβαρός με κάτι παλιά ράσα και ένα ταγαράκι περασμένο με σπάγκο σταυροειδώς επάνω του…
Το βλέμμα του στην θάλλασσα και κάθε αφημένος κόμπος πρόδιδαν την ανυπομονησία του για τον γλυκό γυρισμό στην σωτήρια υπακοή του.
Τώρα οι ώρες είχαν αρχίσει να επιβραδύνονται. Λεπτό το λεπτό, κύμα το κύμα, ευχή την ευχή ξεπρόβαλλαν οι αγιασμένοι τόποι της άσκησης. Άκουγαν από τους άλλους να τους αναγγέλλουν και ο ενθουσιασμός τους μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο!
Δοχειαρίου, Ξενοφώντος, Παντελεήμονος…
Στη Δάφνη η χαρά τους μεγάλη!
Πλήθος αεικινήτων Μοναχών πηγαινοέρχονταν, οι Λαϊκοί αναζητούσαν το λεωφορειάκι για Καρυές. Κούραση δεν καταλάβαιναν… ήταν τέτοια η θέλησή τους να βρεθούν το συντομότερο στο τέρμα του ταξιδιού ή καλύτερα στην αρχή του…
Ναι, ήταν αποφασισμένοι…
Ο Πρώτος Αθωνικός προορισμός τους θα ήταν και ο πλέον διάσημος εκείνον τον καιρό, μα και για πολλούς κατοπινούς…
Στην Παναγούδα πήγαιναν…
Στον Γέροντά της… τον Πάτερ Παϊσιο…
Να τον ρωτήσουν, να μάθουν, να γλυκαθεί κι άλλο το μέσα τους, να ζεσταθεί ο πόθος ο ιερός τους…
Να ανταμώσουν τον Θεό επί γης! Στο πρόσωπο αυτού του περίφημου ασκητή με την τεράστια διαδρομή από τα μέρη της Καππαδοκίας ως την ταπεινή Κόνιτσα, το ευλογημένο Σινά και τα Αγιορείτικα λημέρια, ήταν σίγουροι πως θα έβρισκαν να λάμπει το Φως του Ζωοδότη Κυρίου, Εκείνου που είχε κατακτήσει τις καρδιές τους αφού ήταν ο μόνος που τις γνώριζε τόσο καλά…
Σχεδόν τρέχοντας, μόλις το λεωφορείο τους κατέβασε στην πλατεία, αφού πρώτα ρώτησαν τα σχετικά για τον δρόμο, πήραν την κατηφόρα της Κουτλουμουσίου, αφήνοντας πίσω υπόσχεση πως σε λίγο θα επέστρεφαν να μετανίσουν ,μπροστά στην Φοβερά προστασία μα και στο Άξιον Εστί του Πρωτάτου.
-Συγχώρα μας Παναγία μου ψιθύριζε ο Γιώργης όταν περνούσαν από μπροστά τους, μα πρέπει να βρούμε τον Γέροντα! Πρέπει να τον ρωτήσω για τόσους αδελφούς μας, μα και για μένα τον ταλαίπωρο! έλεγε και ασυναίσθητα έφερνε το χέρι του στο ύψος της καρδιάς, στην τσέπη του πουκαμίσου του, βλέποντας ολοένα αν το χαρτί το διπλωμένο ήταν εκεί… Πάνω σε κείνο το χαρτί γραμμένες με λεπτομέρειες μια-μια ερωτήσεις και προβλήματα αναγκαιμένων αδελφών του. Μυστήρια άλυτα που σε λίγο αν έδινε ο Θεός, θα απαντούσε ο Καλόγερος με την ξεχωριστή Σοφία χαρισμένη απ τον Δωρεοδότη Δημιουργό των απάντων, χαρίζοντας λύτρωση και ανακούφιση σε ανθρώπους ταραγμένους από πάθη και κινδύνους.
Η μορφή του άγνωστη ως τότε για τους δυο συνοδίτες.
Δεν υπήρχαν τότε τα σημερινά μέσα, μα η φήμη του Γέροντα από στόμα σε στόμα είχε προηγηθεί κατά πολύ και έτσι όσοι κατηφόριζαν προς τα μέρη του ακόμα κι αν δεν τον είχαν ματαδεί νιώθανε ότι τον γνώριζαν καλά. Έτσι και ο Γιώργης με τον Δημήτρη τον είχαν φτιαγμένο στην όψη. Αυστηρό, λιγομίλητο, επιβλητικό και αγέρωχο…
Φτάσαν επιτέλους στο τέρμα του ταξιδιού τους ή καλύτερα στην αρχή του!
Κατά παράδοξο τρόπο δεν υπήρχαν άλλοι εκείνη την ώρα στα έδρανα του Πανεπιστημίου της Παναγούδας…
-Μάλλον τρέξαμε και φτάσαμε πρώτοι! είπε ο Δημήτρης βλέποντας άδεια την αυλή με τους κορμούς των δέντρων για καθίσματα… Χτυπήσαν το κουδουνάκι και περίμεναν… Κοίταζαν αχόρταγα γύρω τους το φτωχικό κελί με την παλιά πόρτα και τον σκουριασμένο τσίγκο για χαγιάτι… Σε λίγο άνοιξε και ξεπρόβαλλε η μορφή ενός ισχνού και μικρόσωμου Μοναχού…
-Καλώς τα παληκάρια!
-Ευλογείτε!
-Ο Κύριος!
– Τον Γέροντα Παϊσιο ζητάμε Πάτερ! του είπαν με μια φωνή…
-Του λόγου μου είμαι βρε λεβέντες! Καθίστε να σας στείλω το κλειδί! Τους είπε και από ένα συρματόσχοινο που ξεκινούσε εκεί δίπλα του τους έστειλε το κλειδί της εξώπορτας της αυλίτσας του. Έκπληξη τους κυρίευσε… Μα είναι δυνατόν να ναι αυτός ο Γέροντας! Αλλιώς τον περίμεναν! Εκείνος τους μίλαγε απλά και μάλιστα άρχισε να χαμογελά και ν αστειεύεται μαζί τους…
-Άντε βρε Αργειτάκο ! λέει στον Γιώργη… Θα πεινάτε ε; Καθίστε να σας κάνω το τραπέζι…Μα τα δικά μου πορτοκάλια είναι πιο γλυκά από τα δικά σου!!
Δεν χρειάστηκαν άλλη απόδειξη στην δύσπιστο αρχικό ξάφνιασμά τους. Ο Γέροντας χωρίς να του έχουν πει σχεδόν κουβέντα μαρτύρησε απ την αρχή την θαυμαστή διόρασή του…
Μόλις τα θαυμάσια ξεκινούσαν στης Παναγούδας τον τόπο τον παντευλόγητο!
Τους πήγε πρώτα να προσκυνήσουν στο μικρό Εκκλησάκι του Τιμίου Προδρόμου. Μακάρια φτώχεια και απλότητα. Πορφυρά χρώματα και ολοζώντανες εικόνες πάνω στο ξύλινο τέμπλο με την χαραγμένη ταπείνωση, χώριζαν το μικρό Ιερό απ τον Ναΐσκο… Τους έδωσε ευλογίες, από ένα μικρό σταμπωτό εικόνισμα της Παναγιάς της Ιεροσολυμίτισας στον καθένα. Τους φίλεψε έπειτα ψωμί και ντομάτες γλυκές από τις λιγοστές του ρίζες, που πάντα όμως έφταναν για να χορτάσουν τους εκζητούντες τον Κύριον. Βγήκαν έξω…Ησυχία ανόθευτη με τους ήχους του Θεού μόνο να την αγιάζουν πιότερο. Ακόμα δεν είχε φανεί κανείς! Μα ήταν δυνατόν; Συνήθως όλα τα σκαμνιά της αυλής, οι μικροί κορμοί της δίψας για Θεό, ήταν γεμάτοι… Πως έγινε σήμερα τούτο το ανήκουστο; Ο Γιώργης συνεπαρμένος απ όλα τούτα τα πρωτόγνωρα ένιωθε να μην πατά στη γη…
-Λοιπόν Αργειτάκο άκουσε να σου πω… άρχισε να λέει ο Ασκητής:
- Πες στην Μ. ότι άδικα περιμένει τον Σ. να την πάρει .Αυτός παιδί μου δεν είναι για οικογένεια… Δεν έχει το μυαλό του για τέτοια πράγματα. Ο Ευλογημένος δεν πρόκειται να δει προκοπή… Μακάρι να τον ελεήσει ο Κύριος! Στην εξαδέλφη σου την Δ. πες της να κάνει υπομονή και όλα θα διορθωθούν. Θα κάνουμε προσευχή και όλα θα σιάξουν…
Μίλαγε ο Γέροντας και ο Γιώργης συμφωνούσε κουνώντας το κεφάλι του συγκαταβατικά. Του είπε για όλους όσους ήταν γραμμένοι στο χαρτί του, το χαρτί το διπλωμένο στην πάνω τσέπη… της καρδιάς… Το έβγαλε έπειτα μαζί με ένα στυλό που είχε μαζί του και λέει στον Πάτερ Παϊσιο:
-Λοιπόν Γέροντα για να μην τα ξεχάσω όλα τούτα… Να συνοψίσουμε… Λοιπόν, η Μ. είπαμε άδικα τον περιμένει τον Σ…. και άρχισε να σημειώνει… Μα απότομα σήκωσε το κεφάλι και με έκπληκτα μάτια αποκρίθηκε του Γέροντα…
-Μα πως… αφού το χαρτί τώρα το έβγαλα… αφού δεν… Θεέ μου! Μόλις μέσα στο γλυκό πνευματικό του μεθύσι, ο Γιώργης κατάφερε να προσγειωθεί στην αντίληψη των Θείων ακαταλήπτων… Ο γέροντας σαν να τους γνώριζε όλους από καιρό, του είχε αναφέρει με κάθε λεπτομέρεια όλα αυτά που γύρευαν να μάθουν εκείνοι που είχε στην λίστα του, εκείνο το ιδιότυπο δίπτυχο υπέρ υγείας και Θείου Φωτισμού που είχε διπλώσει απ το σπίτι… Έμεινε να κοιτάει τον Γέροντα με θαυμασμό και δέος…
Ο Δημήτρης και εκείνος έμοιαζε αποσβολωμένος και ανήμπορος να αρθρώσει το παραμικρό…
–Αχ βρε Αργειτάκο! συνέχισε ο Πατήρ Παϊσιος …
-Δοξάζετε τον Θεό βρε! Για όλα! Δικά του όλα!
Κοίταξε τον Γιώργη στα μάτια και συνέχισε.
–Να πούμε και για τα δικά σου τώρα…
- Ναι Γέροντα… Ξέρετε έχουμε πρόβλημα με τη γυναίκα μου και δεν μπορούμε να κάνουμε παιδί… καιρό τώρα…
Ο Γέροντας χαμήλωσε το βλέμμα του και η φωνή του ακούστηκε και πάλι…
-Μπορείς να αντέξεις παιδί μου όποιον Σταυρό ο Κύριός μας σου οικονομήσει;
-Τι να σας πως Πάτερ… Εγώ λέω συνέχεια: Ό, τι δώσει ο Κύριος, μα δεν ξέρω αν μπορώ να τον σηκώσω… δεν ξέρω αν αντέξει η πίστη μου…
-Άκου λοιπόν παιδάκι μου… Η γυναίκα σου στο Άργος είναι έγκυος!
– Μα πως είναι δυνατόν Πάτερ μου! είπε ο Γιώργης χαμογελώντας.
-Από εκεί έρχομαι λέτε να μην ξέρω; Δεν υπάρχει περίπτωση το έχουμε ελέγξει!
-Αχ βρε Αργειτάκο άκου τι σου λέω! Είναι έγκυος η Κυρά σου μα… το παιδάκι που θα γεννηθεί θα… θα γεννηθεί ανάπηρο!
Γι αυτό σε ρώτησα πριν αν μπορείς να αντέξεις τον Σταυρό!
Ο Γιώργης ένιωσε έναν κρύο ιδρώτα να κατεβαίνει από το πρόσωπο. Ξεροκατάπιε…
Τώρα που το καλοσκεφτόταν, αποκλείεται ο Γέροντας να έκανε λάθος σε αυτό που έλεγε. Όλα τούτα τα υπερκόσμια που μπροστά τους τόση ώρα ξετυλίγονταν, μαρτυρούσαν την θαυμαστή διόραση και τα χαρίσματά του τα υπερφυή… Δεν μπόρεσε να βγάλει λαλιά...
Συνέχισε ο Γέροντας Παίσιος να μιλά:
- Άκου Αργειτάκο αφού δεν είσαι σίγουρος αν θα αντέξεις θα σου προτείνω κάτι άλλο! Βγάλε το κομποσκοίνι σου και πάμε μέσα στην Εκκλησία να κάνουμε Προσευχή στον Χριστό μας και Εκείνος θα φροντίσει για όλα… Εσύ Δημήτρη περίμενέ μας εδώ και κέρασε αυτούς που θα ρθουν!
–Έλα να κάνουμε προσευχή Γεώργιε!
Μπήκαν ξανά μέσα και γονάτισαν μπροστά στην ωραία πύλη. Άρχισαν να τραβούν καθ' υπόδειξη του Γέροντα κόμπους, επαναλαμβάνοντας την μονολόγιστη ευχή…
Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με!
Συχνά πυκνά ο Γέροντας έπαυε για λίγο και σιωπηλά δεόταν… Με το ένα του χέρι κρατούσε το χέρι του Γιώργη… δυναμώνοντας έτσι τις σιωπηλές προσευχητικές τους καρδιές, σε μια ένωση που όμοια ο νέος δεν είχε αξιωθεί ποτέ του ξανά… Κάτι ένιωθε σαν απερίγραπτη ζεστασιά να έχει τρυπώσει από τους πόρους του στα κατάβαθά του…Έχασε την αίσθηση του χρόνου… Δεν πέρασαν όμως παρά μόνο δεκαπέντε μόλις λεπτά της ώρας…
-Σήκω Αργειτάκο! Ευλογημένο το όνομα του Χριστού μας!
– Τι έγινε Γέροντα;
-Θα οικονομήσει ο Κύριος και η γυναίκα σου θα αποβάλλει αμέσως το παιδί…
Καινούρια έκπληξη, νέοι λογισμοί αμφιβολίας κυρίευσαν τον Γιώργη… Είπε ένα:
-Να ναι ευλογημένο Γέροντα… μα μετά που το ξανασκεφτόταν δεν το χε πει ποτέ του πιο μηχανικά και άψυχα. Στην αυλή πλέον υπήρχαν αρκετοί προσκυνητές. Καρτερούσαν με αγωνία τον Γέροντα. Ο Δημήτρης μαζί τους κρατώντας το κουτί απ τα λουκούμια, μόλις είχε τελειώσει το κέρασμα.
–Άντε Αργειτάκο είπε ο Πάτερ Παίσιος στον Γιώργη.
-Όλα θα πάνε καλά… Να χεις υπομονή και πίστη! Και σε λίγα χρόνια που θα είμαι στην Σουρωτή ενταφιασμένος να έρθεις και να μου κάνεις ένα τρισάγιο!
-Με ποιόν Ιερέα να ρθω Γέροντα;
-Είπα εγώ για Ιερέα ρε παιδάκι μου;
-A κατάλαβα θα έχει εκεί!
-Τίποτα δεν κατάλαβες ακόμα! Μόνος σου θα είσαι! Άντε στην ευχή της Παναγίας! Καλή επιστροφή!
Πήραν να ανηφορίσουν προς τις Καρυές… Στην διαδρομή ο Γιώργης εξιστόρησε όλα όσα έζησε ενωμένος προσευχητικά με τον Γέροντα… Ο Δημήτρης θαύμαζε, μα όπως και ο φίλος του έδειχνε δύσπιστος με όλα τούτα… Το προσκύνημά τους ήταν αναπάντεχα συνταρακτικό… Αληθινή δοκιμασία του λογικού… Ψηλάφηση της αγιότητας. Είχαν ακούσει πως κάποιοι Άγιοι δεν χρειάζονταν παρά ελάχιστο χρόνο ώστε να συνδεθούν με τον Ουρανό… Είχαν αξιωθεί να συναντήσουν λοιπόν έναν τέτοιον Άγιο; Στην Ουρανούπολη ο Γιώργης πήρε τηλέφωνο στο σπίτι...
-Έχω να σου πω κάτι πολύ ευχάριστο! άκουσε την γυναίκα του να λέει… Πιάσαν οι προσευχές μας! Είμαι έγκυος! Μα δεν σ άκου … Γιατί δεν λες τίποτα; Δεν χαίρεσαι; Αυτό δεν θέλαμε;
- Άκουσέ με… δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα… ο Γέροντας μου είπε πως το παιδί θα γεννηθεί με πρόβλημα…
Η γυναίκα με κλάματα άρχισε να φωνάζει...
-Ποιός Γέροντας; Και που ξέρει; Μην πιστεύεις ό, τι σου λένε… Αντί να χαρείς…
-Καλά ησύχασε της είπε με ήρεμη φωνή… Θα σε ξαναπάρω σε λίγες ώρες μόλις κάνει στάση το λεωφορείο…
Όλα πλέον είχαν πάρει μια απίστευτη τροπή…
Το μόνο σίγουρο ήταν ότι πλέον είχε καταλάβει με τόσο αδιάψευστο τρόπο το πώς ο Θεός και μόνο Αυτός κουμαντάρει τις ζωές των ανθρώπων…
-Γεννηθήτω το θέλημά Σου!.. ψέλλισε μα δεν ήταν προσευχή αυτό… Μάλλον διαπίστωση ήτανε…
Όμως έμενε ακόμα κάτι από εκείνα που ο Γέροντας είπε για να συμπληρώσει το διπλωμένο χαρτί… στο μέρος της καρδιάς του…
Λίγες ώρες μετά η γυναίκα του κλαίγοντας, του εξιστορούσε ότι μόλις είχε επιστρέψει από το Νοσοκομείο…
Είχε αποβάλλει το παιδί…
Λίγα χρόνια μετά ο… Πατήρ Γεώργιος τα θυμόταν όλα τούτα μπροστά στο μνήμα του Γέροντα… Φορώντας πετραχήλι, με θυμίαμα και δάκρυα ευωδιαστά έψελνε το τρισάγιο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής Μοναχού Παϊσίου και υπέρ του συγχωρηθήναι αυτού παν πλημμέλημα εκούσιον τε και ακούσιον…
Έστεκε μόνος του… Όπως του το χε πει ο Άγιος του Θεού, εκείνο το Φθινοπωρινό μεσημέρι στην Παναγούδα…
Το μόνο που δεν του είχε πει, ήταν πως θα περίμεναν δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια από τότε με την παπαδιά του, για να φέρουν στον κόσμο τα δυο Αγγελούδια τους …
Ή μήπως είχε ξεχάσει τούτο το θαύμα να το σημειώσει, στο διπλωμένο χαρτί στο μέρος της Καρδιάς του;
Νώντας Σκοπετέας
Αληθινή Ιστορία , έτσι όπως μας την ενεπιστεύθη ο πεφιλημένος Ιερέας και Πνευματικός Πατήρ Γ.Σ.
και έτσι όπως διασκευάστηκε μερικώς για ευνόητους λόγους.
14-01-2015
Χαρμόσυνος ημέρα Αγιοκατατάξεως Παϊσίου Μοναχού Αγιορείτου .
Απόσπασμα από Ραδ. εκπομπή Εν τω Φωτί Σου οψόμεθα Φως με τίτλο :
Έλα να κάνουμε προσευχή μέρος 2