.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Έπειτα έρχεται ο διάβολος και αίρει τον λόγον…



Η ιστορία επαναλαμβάνεται όπως τότε στην Εδέμ.
«Εν αρχή υπάρχει ο Θεός».
Ο Θεός «προέδραμε τάχιον» του διαβόλου στον παράδεισο και ασφάλισε τον πρωτόπλαστο με την μία και μοναδική εντολή του. Θεοποιός εντολή. Δόθηκε με την ανάλογη χάρη και την αίσθηση της αναπαύσεως στην καρδιά.
Πάντοτε έτσι γίνεται: ο Άγιος Θεός προλαβαίνει. «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν. Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σάρξ ασθενής». «Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον». Και άλλα πολλά προλέγει, που αποδεικνύουν την μεγάλη αγάπη και πρόνοια του Θεού περί τον άνθρωπον. «Ουκ αφήσω υμάς ορφανούς», είπε στους μαθητές του… «Πέμψω υμίν άλλον Παράκλητον…, που θα σας οδηγήσει εις πάσαν την αλήθειαν και θα σας υπενθυμίσει όλα όσα σας είπα εδώ στη γη». Προλαβαίνει η χάρις. Τρέχει ο Θεός πιο μπροστά από τον άνθρωπο και την αδυναμία του, αλλά και από τον δαιμονικό πειρασμό και την σατανική ενέργεια! Στηρίζει τον άνθρωπο.
Συχνά όμως συμβαίνει και το αντίθετο: βγάζει ο Θεός από το πικρό γλυκύ. «Τοις αγαπώσι τον Θεόν, πάντα συνεργεί εις αγαθόν», διότι ο Καλός Θεός «πάντα προς το του πλάσματος συμφέρον οικονομεί». Λέγει χαρακτηριστικά ο π. Παϊσιος: «όπου οργώνει ο διάβολος, εκεί σπέρνει ο Θεός». Δεν αποκλείεται όλα αυτά να συμβαίνουν κάποτε και επί κλίνης θανάτου και πάνω στο σταυρό του ευγνώμονος ληστού και περί τας δυσμάς του βίου και «επ΄ εσχάτων των χρόνων» και «εν ημέραις, αίς οίδεν ο Κύριος». «Όταν έλθη το πλήρωμα του χρόνου».
Τελικά δικαιώνεται ο Θεός. «Έστω πας άνθρωπος ψεύστης, ο δε Θεός αληθής». Ναι έτσι θα γίνεται πάντοτε: «θα δικαιώνεται η σοφία από των τέκνων αυτής» και στην ημέρα εκείνη και φοβερά «παν γόνυ κάμψει και πάσα γλώσσα εξομολογήσεται» τα μεγαλεία του Θεού.
Ασφαλώς πρέπει να γνωρίζουμε ότι κάθε τι που συμβαίνει στη ζωή μας, δεν είναι άγνωστο στο Θεό. Πίσω από κάθε αλλαγή και πειρασμό κρύβεται ο Θεός, μάλλον το βλέπει ο Θεός και «ουκ εάσει ημάς πειρασθήναι υπέρ ό δυνάμεθα, ποιήσει δε συν τω πειρασμώ και την έκβασιν».
Πίσω από τον Αβραάμ που ανεβαίνει στο βουνό να θυσιάσει τον Ισαάκ είναι ο Θεός που στέλνει το κριάρι. Πίσω από τον Νώε που τα χάνει όλα, είναι ο Θεός που τα ξαναδίνει. Πίσω από τον Ιωσήφ που πουλάνε τα αδέλφια του στην Αίγυπτο, είναι ο Θεός που τον κάνει αντιβασιλέα. Πίσω από τον Ισραήλ που 430 χρόνια δουλεύει στην Αίγυπτο, είναι ο Θεός που τον περνάει «αβρόχοις ποσί» μέσα από την Ερυθρά θάλασσα. Πίσω από τον Πέτρο που βουλιάζει, είναι ο περιπατών επί της θαλάσσης Κύριος. Πίσω από τον τετραήμερο Λάζαρο που βρωμάει στον τάφο, είναι η ευωδία της αναστάσεως του Χριστού. Πίσω από την χήρα της Ναϊν και τον αρχισυνάγωγο Ιάειρο, είναι ο Χριστός που λέγει: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή, μη φοβού μόνον πίστευε». 
Ο ήλιος κρύβεται, αλλά δε χάνεται. «Ίνα τι υπνοίς, Κύριε;», φωνάζει ο ψαλμωδός. «Θεέ μου, Θεέ μου ινατί με εγκατέλειπες;», ρωτάει ο Εσταυρωμένος και κάθε πονεμένος άνθρωπος. «Που ήσουνα, Κύριε;» ρωτάει ο Μ. Αντώνιος. Και απαντάει ο Θεός: «Εδώ ήμουνα, Αντώνιε, και περίμενα να δω τον αγώνα σου»! Και να ξέρεις: «ου μη σε ανώ, ουδέ μη σε εγκαταλείψω».
Υπάρχει όμως και ο διάβολος.
Ο απόστολος Παύλος μας λέγει ότι «δεν αγνοούμε τα νοήματα αυτού». Ποια είναι τα νοήματα; Οι επινοήσεις και οι εισηγήσεις του, Τα εμπόδια και οι πειρασμοί του. Βέβαια αυτά έρχονται πάντοτε με την άδεια του Θεού, έτσι ώστε να είναι από πριν υποψιασμένος και εφοδιασμένος ο άνθρωπος, να μη πέσει στον ιστό της αράχνης. Είναι δίκαιο αυτό, διότι ο άνθρωπος δεν είναι πνεύμα, έχει και σώμα. Δεν έχει τις δυνατότητες που έχει ένας άγγελος ή ένας δαίμονας. Αν δεν μας βοηθήσει ο Θεός, εμείς δεν μπορούμε να ανταπεξέλθουμε στον ολομέτωπο αγώνα που μας κάνει ο διάβολος. Και ο δυνατός Θεός μας προετοιμάζει εφοδιάζοντάς μας με την αλήθειά Του, τη χάρη του, τους αγγέλους του, τη συνείδησή μας, τα γεγονότα και τα περιστατικά στη ζωή μας. Μας προειδοποιεί κατάλληλα.
Παραδείγματος χάριν: Οικογένεια Λώτ, μη γυρίσετε να δείτε πίσω, μη στραφήτε εις τα οπίσω, και ίδητε την καταστροφήν των πόλεων. Πέτρε, πρόσεξε, θα με αρνηθείς. Ιούδα, μετάνιωσε, θα με προδώσεις. Μαθητές μου, αγρυπνείτε, μη κοιμάσθε… Πιστοί μου, «αποσυναγώγους υμάς ποιήσουσι». Αλλά, «μακάριοι εστέ όταν ονειδείσωσι υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα ψευδόμενοι ένεκεν εμού, ότι πολύς ο μισθός υμών εν τοις ουρανοίς».
Ας δούμε τις εισηγήσεις , κάποιες από τις εισηγήσεις του πονηρού. Σημειωτέον ότι όλα τα νοήματα και οι επινοήσεις του σατανά, παίρνουν από κάπου αφορμή. «Ο διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη», λέγει ο θείος Πέτρος. Αν βρεί αφύλακτο ή απρόσεκτο ή προκλητικό τον άνθρωπο. Αν τον βρεί σε αδυναμία σώματος ή γήρατος. Κλονισμένο ή απελπισμένο. Περίεργο ή εγωϊστή, εμπαθή ή ράθυμο… τότε εφορμά και κατασπαράσσει τον δυστυχή και αμελή άνθρωπο. Αν βρεί τόπο ή νομίζει ότι βρήκε τόπο και τρόπο.
Στην μοναξιά, απομόνωση και περιέργεια της Εύας εισηγείται την αρπαγή και γεύση του απαγορευμένου καρπού. Στον φθόνο του Κάϊν, παρά την προειδοποίηση του Θεού, εισηγείται τη δολοφονία του αδελφού του Αβελ. Στον φόβο και την ολιγωρία του Ιωνά, εισηγείται τη φυγή από προσώπου Κυρίου. Στην πείνα του Ησαύ, εισηγείται την πώληση των πρωτοτοκίων. Στη λέπρα του Ιώβ και στην εσχάτη θλίψη εισηγείται δια της γυναικός του τη βλασφημία και την αυτοκτονία. Στον απρόσεκτο Δαβίδ εισηγείται την μοιχεία και τον φόνο. Στη γυναίκα του Πετεφρή διδάσκει την παρενόχληση του Ιωσήφ. Στην πείνα του Κυρίουστο σαραντάριο όρος εισηγείται θαύμα με τις πέτρες. Στο πάθος του Κυρίου, ολίγον προ αυτού, ο Πέτρος τον καλοπιάνει να μη θυσιαστεί και ο Χριστός τον αποπέμπει: «ύπαγε οπίσω μου σατανά, ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων».
Και άλλα πολλά. Όλα όμως αυτά έρχονται «Θεού δεύτερον». Προηγείται η σπορά του θείου λόγου. ΄Επειτα έρχεται ο διάβολος και σηκώνει και ματαιώνει και αναιρεί και αποδυναμώνει και αλλοιώνει και συσκοτίζει το θείο λόγο, για να μη σωθεί ο άνθρωπος. «Έρχονται και τα πετεινά του ουρανού –οι δαίμονες - και διαβάλλουν το θείο λόγο: «δεν γίνονται αυτά σήμερα. Ο κόσμος άλλαξε. Τι δηλαδή όλοι οι άλλοι θα χαθούν. Δεν τα είπε αυτά ο Θεός, αλλά οι παπάδες. Τι ξέρει ο πνευματικός και κάθε καλόγερος από τα θέματα της οικογένειας;»…
Αλλά και οι άνθρωποι καταπατούν το θείο λόγο, δηλ. η νοοτροπία του κόσμου, οι ιδέες και οι ιδεολογίες, η παραπληροφόρηση και η συσκότιση, τα βιβλία της ιστορίας και των θρησκευτικών, τα κακά παραδείγματα, η τηλεόραση καί η κυβέρνηση, ο κόσμος και ο υπόκοσμος, χαντακώνουν μέσα στις χωματερές τους ό,τι καλό πει η οικογένεια, η Εκκλησία, το κατηχητικό, ο θεολόγος, ο πνευματικός.
Καταλαβαίνουμε σήμερα ποιος είναι ο διάβολος και τα πατήματα των ανθρώπων; Όλοι και όλα αυτά που διαγράφουν το θείο λόγο από τις ψυχές των παιδιών, αλλά και των μεγάλων. Που αλλάζουν και εξαφανίζουν το Ευαγγέλιο. Να γιατί ο θείος απόστολος Παύλος επιτιμά με ανάθεμα αυτόν που θα κάνει τέτοιο διαβολικό έργο και θα κηρύξει «έτερον Ευαγγέλιον». Να γιατί συνιστά «πάλιν και πολλάκις» να ακούουμε και να διαβάζουμε μέρα και νύχτα το θείο, για να μη σφηνώνει ο διάβολος και τα λόγια των παρανομούντων. «Ο λόγος του Χριστού ενοικείτω εν υμίν πλουσίως», λέγει ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος, ώστε να είμαστε δυνατοί και να νικήσουμε τον πονηρόν.
Εδώ έγκειται πλέον και το δικό μας έργο. Να σπέρνουμε τον λόγο. «Ευκαίρως ακαίρως». Να προλάβουμε τα αρνία του Ιησού μη τα κατασπαράξει ο λύκος. Οι «λύκοι οι βαρείς» των αθέων και των αιρετικών. Να μιλάμε υπέρ Χριστού και πίστεως. Να συνεργαζόμαστε με το Θεό τον καιρό της σποράς. Ο καιρός του θερισμού είναι υπόθεση δική Του. Όλα όσα γίνονται και θα γίνονται μέσα στην Εκκλησία του Χριστού αφορούν την οικοδομήν του Σώματος εν Χριστώ Ιησού.
Ο λόγος του Θεού έχει τεράστια αναγεννητική δύναμη. Συμμαχεί με το βαθύτερο είναι μας που ποθεί τον ουρανό. Επίσης είναι αλήθεια ότι και ο αμαρτωλός και δαιμονικός λόγος έχει διαβρωτική δύναμη. Συμμαχεί με την κατηφόρα και την πονηρία και την αδυναμία και την εμπάθεια, με τη διάνοια του ανθρώπου, η οποία «επιμελώς έγκειται η επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτού».
Τελικά ποιος θα νικήσει; Η συνείδηση και η ελευθερία του ανθρώπου. Το αυτεξούσιο. Θα νικήσει η ψυχή που θέλει να σωθεί. Η πίστη και η υπομονή. Η καλή διάθεση και η στέρεα πίστη. Ο Θεός περιμένει μέχρι τέλους. Πάνω στο Σταυρό δίνει το άγιο λόγο και παράδειγμα και στους δύο ληστές. Ο ένας χάνεται και ο άλλος μπαίνει πρώτος στον παράδεισο. Ο ένας μετανοεί και ζητεί την βασιλεία και ο άλλος ζητεί λύση των δεσμών και επιστροφή στον υπόκοσμο. Αυτό το παιγνίδι, το δράμα, θα παίζεται μέχρι το τέλος της ιστορίας. «Ο ένας αφήνεται και ο άλλος παραλαμβάνεται». Όχι άδικα ή μεροληπτικά, αλλά δίκαια και καρδιακά. Αληθινά.
Θα νικήσει τελικά ο υπάκουος και ο ταπεινός που δε στυλώνει πεισματικά τα πόδια του στο θέλημά του και τα πάθη του, στην άποψή του και την καχυποψία του, στην ημιμάθειά του και τη φιληδονία του, αλλά «έχει ώτα να ακούει το θείο λόγο», αγωνίζεται, υπομένει και νικά χάρη του Θεού.
«Έπειτα έρχεται ο Θεός». Στο τέλος έρχεται ο Θεός και δικαιώνει! «Ο υπομείνας εις τέλος σωθήσεται».

Χριστιανική Εστία Λαμίας


Πρός ἑνωτικούς (αἱρετίζοντες οἰκουμενιστάς...)

"Ἀκούσατε ταῦτα, οἱ ἱερεῖς, καί προσέχετε, ἐνωτίζεσθε, 
διότι πρός ὑμᾶς ἐστί τό κρῖμα"
(Ὠσηέ, Ε΄, 1).

"Οὐαί αὐτοῖς, ἐνύσταξαν οἱ ποιμένες" 
(Ναούμ Γ΄, 18).


"Ἔρχομαι ταχύ"!

Καί ταῦτα, διότι δέν εἶσθε οἱ ποιμένες οἱ καλοί, οἱ θυσιάζοντες τήν ζωήν των ὑπέρ τῶν προβάτων καί ὁδηγοῦντες αὐτά εἰς τούς εὐώδεις λειμῶνας τῆς ἀθανάτου ζωῆς. Σεῖς εἶσθε "οἱ μισθωτοί ποιμένες", καί κατά τό πανάγιον στόμα τοῦ Κυρίου "ὁ μισθωτός ποιμήν οὐκ ἔστι ποιμήν" (Ἰω. Ι΄, 12). Εἶσθε μισθωτοί τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου τούτου, διά τήν δόξαν καί διά τόν πλοῦτον τῶν ὁποίων ἐργάζεσθε.
Καί ἅπαξ εἶσθε δοῦλοι τοιούτων κυρίων, εἶσθε ὡπλισμένοι μέ τά ὅπλα τῆς βίας, μέ τά ὁποῖα ἀπειλεῖτε τά πιστά πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, διά νά τά ἀναγκάσετε νά σᾶς ἀκολουθήσουν.
Ἀλλά, αὐτά τά μακάρια πρόβατα ἀπεκδέχονται τό μαρτύριον ὡς λύτρωσιν καί ὡς ἀψευδές σημεῖον, ὅτι θά λάβουν τόν ἀμάραντον στέφανον ἀπό τόν ἀγωνοθέτην Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.
Ναί! Εἴμεθα ἕτοιμοι νά μαρτυρήσωμεν μετά χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τήν ὁποίαν κρατῶμεν ὡς τόν μέγαν θησαυρόν. Μακαρίζομεν ἑαυτούς, διότι θά διωχθῶμεν καί θ' ἀποθάνωμεν ὑπέρ πίστεως καί ἀληθείας.
Ἀκονίσατε τήν μάχαιραν τῆς αἰσχύνης. Ἀποστείλατε τά ὄργανα τῆς βίας, τά ὁποῖα σᾶς δορυφοροῦν, καί μέ τά ὁποῖα εἶναι πάντοτε πάνοπλος ἡ ἀποστασία. Ἤδη ἐνεφανίσθη τό αἱματωμένον φάσγανον τῆς βίας, διά νά ἐνσπείρῃ τόν τρόμον εἰς τάς ἁγίας καρδίας τῶν γερόντων, τῶν ἀσκητῶν καί ἐρημιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν ἐν δοκιμασίαις, ἐν στερήσει, ἐν ἀπαρνήσει τοῦ σαρκίου των, διά νά εὐαρεστήσουν τόν Κύριον. Τό φρικτόν πρόσωπον τῆς βίας ἐμφανίζεται, ὡς τό τῆς μυθικῆς κεφαλῆς τῆς Μεδούσης, εἰς τόν ἡγιασμένον κῆπον τῆς Παναγίας. Καί ὄπισθεν αὐτοῦ τοῦ φοβήτρου εὑρίσκεσθε σεῖς, "οἱ ποιμένες οἱ μισθωτοί", οἱ τρίδουλοι τῶν ἀρχόντων τοῦ σκοτεινοῦ κόσμου τοῦ χρήματος, τῆς ἀθεΐας, τοῦ ἐκφυλισμοῦ καί πάσης ἀκολασίας.
Σπαράξατε τούς ἀθώους καί ἁγίους ὁμολογητάς, ἀφοῦ ἐγίνατε λύκοι σεῖς οἱ ἴδιοι οἱ ποιμένες. Κατασπαράξατε τήν ἁγίαν Ὀρθοδοξίαν μέσα εἰς τό Κολοσσαῖον, εἰς τό ὁποῖον παρίστανται οἱ Καίσαρες τῆς σημερινῆς κακούργου ἀθεΐας.
Ἀλλά εἶναι καιρός πλέον, ν' ἀποβάλετε τήν δοράν τοῦ προβάτου, καθ' ὅσον αὔτη οὐδένα ἀπατᾶ πλέον.
Ὅ ποιεῖτε, ποιεῖτε τάχιον!

Φώτης Κόντογλου

ΓΝΩΡΙΣΕ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Ἁγιογραφικές καί πατερικές μαρτυρίες
Ἐκδόσεις: "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"




Κύριε, δεν ξέρω τι να ζητιανέψω από Εσένα



Κύριε, δεν ξέρω τι να ζητιανέψω από Εσένα.Μόνον Εσύ γνωρίζεις τι μου χρειάζεται.

Συ με αγαπάς περισσότερο από όσο εγώ ξέρω να αγαπώ τον εαυτό μου.
Κύριέ μου, δώσε στο δούλο Σου εκείνο που ούτε να ζητήσω δεν μπορώ.
Δεν τολμώ να σού ζητιανέψω ούτε απαλλαγή από πάθη, ούτε αρετές, ούτε απόλαυση χάριτος, παρά μόνο στέκομαι μπροστά Σου με την καρδιά μου ανοιχτή απέναντί Σου.

Συ βλέπεις τις ανάγκες που εγώ δε βλέπω, κοίταξέ με και πράξε κατά το έλεός Σου. Χτύπησε και θεράπευσε, ρίξε με και ανύψωσέ με. Πάλλομαι και σιωπώ μπροστά στην άγια θέλησή Σου και μπροστά στις κρίσεις Σου για μένα. 

Προσφέρω τον εαυτό μου ως θυσία προς Εσένα. Δεν υπάρχει μέσα μου άλλη επιθυμία παρά μόνο να εκπληρώσω το θέλημά Σου.

Μάθε με να προσεύχομαι. Έλα Εσύ ο Ίδιος μέσα μου να προσεύχεσαι. Αμήν…


Αγίου Φιλαρέτου Μόσχας


Τι είναι οι πειρασμοί και ποιός ο σκοπός τους;


Γέρων Ιωσήφ Βατοπαιδινός († 2009)

Πειρασμοί λέγονται γιατί πειράζουν και συγ­χρόνως μας διδάσκουν πείρα.
Οι πειρασμοί είναι το αποτέλεσμα της προδοσίας μας, επειδή αρνηθήκαμε να μείνουμε εκεί που μας έβαλε ο Θεός.
Όλες οι αντιξοότητες, οι δυσκολίες, τα εμπόδια και τα σκάνδαλα στη ζωή μας λέγονται πειρασμοί, γιατί πειράζουν και εμποδίζουν την ελευθερία και την ειρήνη μας. Αν όμως γίνουμε προσεκτικοί κερ­δίζουμε από την παρουσία τους.
Οι πειρασμοί είναι δύο ειδών. Φυσικοί και επίκτητοι. Φυσικοί είναι όσοι προέρχονται από τις αλλαγές του φυσικού μας περιβάλλοντος. Αυτό γίνεται είτε από την πρόνοια του Δημιουργού είτε από τους εξουσιαστές της κοινωνίας. Επίκτητοι είναι όσοι προέρχονται από την είσοδο του παραλό­γου στη σκέψη μας και στις πράξεις μας.
Όλων αυτών αιτία είναι η δική μας αποστασία, που δημιούργησε επανάσταση σε τρεις τομείς. Κα­τά του Δημιουργού, κατά του εαυτού μας και κατά της φύσεως. 
Η πολύπλευρη αυτή επανάσταση ανέτρεψε την προγραμματισμένη αρμονία και εισήγαγε τη φθορά, την οδύνη και τέλος το θάνατο!
Η φιλάνθρωπη του Θεού οικονομία επενέβη πά­λι ευεργετικά και μας παραχώρησε τη μετάνοια, που μας επιτρέπει την αποθεραπεία και την επικερδή συναλλαγή. Αν ομολογούμε τη δική μας ένοχή και με καρτερία και υπομονή αντιμετωπίζουμε τα «συμβαίνοντα», ως ποινή δικαιοσύνης από την πλευ­ρά του προνοητή Θεού, τα μεταβάλλουμε σε επωφελή. «Με μεγάλη υπομονή και εγκαρτέρηση περίμενα τη βοήθεια από τον Κύριο και με πρόσεξε… και κατεύθυνε τα βήματά μου»(Ψαλμ. 39,1,3) και «όποιος μείνει σταθερός ως το τέλος αυτός θα σωθεί»(Ματθ. 10,22).
Αν συνειδητοποιήσουμε το μυστήριο της «συ­ναλλαγής», μιμούμαστε τον Κύριό μας, που απέδει­ξε με το παράδειγμά του ότι η υπομονή, στα ποικί­λα θλιβερά της ζωής, τα μεταβάλλει σε επωφελή μέ­τρα σωτηρίας.
«Για να μπούμε στη βασιλεία των ουρανών πρέπει να περάσουμε από πολλές θλίψεις»(Πράξ. 14,22)· «είναι πολλές οι θλί­ψεις των δικαίων» (Ψαλμ. 33,20)· «εάν εμένα καταδίωξαν, θα καταδιώξουν κι εσάς»(Ιω. 15,20)· «είναι στενή η πύλη και γεμάτη δυσκολίες η οδός που οδηγεί στη ζωή»(Ματθ. 7,14). Και το πιο σαφές απ’ όλα: «και όποιος δεν παίρνει το σταυρό του και δεν με ακολουθεί δεν είναι άξιος μαθητής μου»(Ματθ. 10,38). Από τα χωρία της Γραφής που παραθέσαμε, πληροφορούμαστε ότι οι πειρασμοί είναι απαραίτητο στοιχείο στη ζωή μας και αναγκαιότατο μέσο αποκαταστάσεως και σωτηρίας.


(Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Συζητήσεις στον Άθωνα, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 13, σ. 67-70)


ΟΙ ΛΙΓΟΙ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΤΙ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ, ΕΧΟΥΝ ΝΑ ΠΑΙΞΟΥΝ ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΡΟΛΟ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΜΕΓΙΣΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΚΑΘΕ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ
TO ΣΥΝΘΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΚΟΜΒΩΝ
ΕΙΣ ΠΡΟΣ ΕΝΑ ΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΝ


«…Μέσα εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν τῆς χλιαρότητος, τῆς ἀδιαφορίας, τῆς ἀπιστίας, τοῦ ἀκράτου ὑλισμοῦ οἱ ὀλίγοι συνειδητοὶ χριστιανοὶ ποὺ γνωρίζουν εἰς τί πιστεύουν, ἔχουν νὰ παίξουν ρόλον τεράστιον. Ὅλα τʼ ἄλλα πρέπει νὰ γίνουν πάρεργα, ἕν δὲ τὸ ἔργον των, ἡ ὕψιστη φροντίς, τὸ μέγιστον καθῆκον των: ἡ σωτηρία τῶν ἄλλων, ἡ ἐπιστροφὴ τῶν συνανθρώπων των εἰς τὸν Χριστόν.
Ὄχι! Δὲν εἶναι μόνον ἔργον τῶν ἱεροκηρύκων καὶ θεολόγων ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ κόσμου εἰς τὸν Χριστόν. «Μὴ περιμένετε ὅλα ἀπʼ ἐμὲ – ἐφώναζε ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος ὁ ἀθάνατος Χρυσόστομος. – Τὶ θὰ δυνηθῶ μόνος μου νὰ κάμω;Ἐδῶ χιλιάδες ἁμαρτωλῶν, πλανεμένων ἀδελφῶν ἀναστενάζουν». Ἄς μοιρασθώμεν τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας των. Σεῖς οἱ πιστοὶ τὶ κάθεσθε;Ἐξέλθετε μετὰ γυναικῶν καὶ παίδων, ἐξέλθετε ἐπὶ ἄγραν καὶ θύραν καὶ ἀποσπάσετε ἀπὸ τὸν Διάβολον τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐκεῖνος μὲ τόσην τέχνην συνέλαβεν. Εὗρες ἁμαρτωλόν; Συμβούλευσέ τον. Δὲν τὸν ἔπεισες μὲ τὰς συμβουλάς σου; Δάκρυσον, στέναξων πικρῶς, προσευχήσου καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ αἰσθανθῆ τύψεις συνειδήσεως καὶ νʼ ἀνακράξη ἐκ βάθους καρδίας «ἡμάρτησα τῶ Κυρίω». Οὕτω πράττων ἐκέρδισες μίαν ὡραίαν νίκην, κατέβαλες τὸν Σατανᾶν, ηὔξησες τὸν ἀριθμὸν τῶν πιστῶν, ἔδωκες χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν εἰς τὰ τάγματα τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ἐδόξασες τὸν Χριστόν, ὅστις διὰ σοῦ ἐξακολουθεῖ νὰ σώζη ψυχὰς ἁμαρτωλάς. Τὸ στόμα σου ἔγινε στόμα Χριστοῦ καὶ ἔχουν καὶ ἐν σοὶ ἐφαρμογὴν οἱ τελευταῖοι θεῖοι λόγοι τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἰακώβου: «Ἀδελφοί, ἐὰν τις ὑμῖν πλανηθῆ ἀπὸ τῆς ἀληθεῖας, καὶ ἐπιστρέψη τις αὐτόν, γινώσκετω ὅτι ὁ ἐπιστρέψας ἁμαρτωλὸν ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτοῦ σώσει ψυχὴν ἐκ θανάτου καὶ καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν».

Ἀγαπητοὶ ἀναγνῶσται τῆς Σπίθας. Ἐὰν εἶσθε πιστοί, τότε θὰ αἰσθάνεσθε λύπην, ὅταν τὴν Κυριακὴν πηγαίνετε εἰς τὸν Ἱ. Ναὸν τῆς ἐνορίας σας καὶ βλέπετε τὸ ἐκκλησίασμα αραιότατον, ὀλίγους ἄνδρας καὶ γυναῖκας καὶ τούτους ἀδιαφόρους εἰς τὸ τελούμενον μυστήριον. Ἀλλὰ ἡ ψυχρὰ αὐτὴ κατάστασις πρέπει νὰ μεταβληθῆ οἱ πάγοι νὰ διαλυθοῦν, ἡ ἐκκλησία μας νʼ ἀποκτήση θερμά, συνειδητὰ μέλη, ποὺ νὰ ζοῦν καὶ νʼ ἀναπνέουν τὸν Χριστόν. Ποῖον τὸ μέσον; Γίνου, σὺ ἀδελφέ, γίνου θερμὸς συνειδητὸς χριστιανὸς καὶ τότε μία ἐσωτερικὴ δύναμις θὰ σὲ ὠθῆ νὰ λέγης καὶ σὺ πρὸς τὸν Κύριον τὴν ὑπόσχεσιν ταύτην: «Διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς Σου καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ Σὲ ἐπιστρέφουσιν». Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶσαι θεολόγος διὰ νὰ κηρύξης τὸν Κύριον. Ἀρκεῖ νὰ εἶσαι πιστός, νʼ ἀκούης τὸ ὄνομα Του καὶ νὰ δακρύζης. Τότε πῦρ θὰ ἐκπέμπη ἡ καρδία σου, ποὺ θὰ θερμαίνη καὶ ἄλλους καὶ θὰ φέρη πλησίον τοῦ Χριστοῦ.

Καὶ τὸ συμπέρασμα τοῦ ἄρθρου; Εἶναι…10 οἱ πιστοὶ μιᾶς πόλεως; Ἄς γίνουν κατὰ τὸ τέλος τοῦ ἔτους 20. Εἶναι 100; Ἄς γίνουν 200. Ἡ στασιμότης εἶναι νέκρα, διὰ τὴν θυσίαν ὅλοι θὰ δώσωμεν λόγον εἰς τὸν Κύριον. Ἄς γίνη λοιπὸν σύνθημα ὅλων τῶν πιστῶν, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν καὶ παιδίων τῆς ἀγαπητῆς μας Πατρίδος τὸ σύνθημα τῶν κατακομβῶν: 
ΕΙΣ ΠΡΟΣ ΕΝΑ ΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΝ.


Απόσπασμα· «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΣΠΙΘΑΣ» του Μητροπολίτου Φλωρίνης 
π. Αυγουστίνου Καντιώτου, Δεκέμβριο 1950, αριθμ. φυλ. 112
Oλόκληρη η «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» 


Η Ελπίδα σας στο Θεό!

Να έχεις πίστη στο Θεό και να κάνεις προσευχή και ο Θεός θα βοηθήσει περισσότερο από δικηγόρους και περισσότερο από ανθρώπους.

Του κόσμου τους ανθρώπους να έχεις, άμα ο Θεός δεν θέλει, δεν γίνεται τίποτα.

Όσα και να πούμε, χιλιάδες κηρύγματα να ακούσετε, αν δεν έρθει το άγιο Πνεύμα για να μας στερεώσει, να μας στηρίξει και να μας βοηθήσει, αν δεν έρθει η χάρις του Θεού, τίποτε δεν κάνουμε.

Γι’ αυτό λέει ο απόστολος Παύλος• 

«Αυτός δε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και ο Θεός και πατήρ ημών, ο αγαπήσας ημάς και δους παράκλησιν αιωνίαν και ελπίδα αγαθήν εν χάριτι, παρακαλέσαι υμών τάς καρδίας και στήριξαι υμάς εν παντί λόγω και έργω αγαθώ» (Β Θεσ. 2,16-17). 

Σας τα είπα αυτά, λέει, και παρακαλώ το Θεό να σας στηρίξει, να σας δυναμώσει, να σας βοηθήσει για να μην πέσετε στην αμαρτία.

Πέτρος να είσαι, Παύλος να είσαι, ασκητής Αντώνιος να είσαι στα βουνά να πας, μην έχεις αυτοπεποίθηση.

Να φοβάσαι τον εαυτό σου και να μην του έχεις εμπιστοσύνη.

Ο μεγαλύτερος εχθρός μας είναι ο εαυτός μας.

Οι άλλοι δεν μπορούν τόσο να σε βλάψουν, όσο μπορείς να βλάψεις εσύ τον εαυτό σου, με τις βλακείες σου, με τις ανοησίες σου, με τα εγκλήματα σου, με τις απατεωνιές σου και με τα σφάλματά σου.

Εσύ λοιπόν είσαι ο μεγαλύτερος εχθρός του εαυτού σου.

Να μην έχουμε ποτέ εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, αλλά να παρακαλούμε το Θεό για να μας στερεώσει στην πίστη. 

Γιατί αν έρθει κανένας διωγμός εδώ πέρα – και προφητεύω ότι θα έρθει –, θα γίνουν φοβερά πράγματα• τότε θα πέσει το κόσκινο το μεγάλο.

Και θα είμεθα τότε ευτυχείς, αν μείνουν μέσα στην πόλη 100-200 Χριστιανοί. Τους άλλους θα τους πάρει το ρεύμα. 

Θα τους σηκώσει ως άχυρο, που το φυσά το σηκώνει και το πετά ο άνεμος. 

Έτσι θα τους σηκώσει όλους αυτή η θύελλα του διαβόλου, αυτός ο άνεμος. Και θα μείνουν μόνο τα βράχια. 

Όσοι είναι σταθεροί, μόνο αυτοί θα μείνουν κοντά στο Θεό. Τους άλλους θα τους πάρει το ρεύμα του ποταμού και θα τους καταστρέψει και θα τους διαλύσει.


Aπο το βιβλίο Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου 
«ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ», εκδοση Β΄, 2008, σελ.71-76. 
 EYXAΡΙΣΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΧΑΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ.

Ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τῆς θείας χάριτος;



Ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τῆς θείας χάριτος; 
Πρόκειται γιά τήν ἀγαθοποιό θεία δύναμι, πού δίνεται στόν πιστό, τόν βαπτισμένο στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδας ἄνθρωπο.Εἶναι ἡ δύναμις πού συγχωρεῖ, ἐξαγνίζει, ἁγιάζει, φωτίζει. Πού βοηθεῖ νά κάνουμε τό καλό καί νά ἀποφεύγουμε τό κακό. Πού στηρίζει καί δίνει θάρρος ὅταν περνᾶμε ἀπό συμφορές. Πού μᾶς ἀξιώνει νά κερδίσουμε τούς οὐρανίους στεφάνους, τούς ἑτοιμασμένους ἀπό τόν Θεό γιά τούς ἐκλεκτούς του.
Σέ τί ὀφείλεται τό ὅτι ὁ ἐγωϊστής, ὁ ὑπερήφανος, ὁ φθονερός γίνεται ἀπό τή μία στιγμή στήν ἄλλη πρᾶος, ταπεινός, ἀπαρνούμενος τόν ἑαυτό του; Στή χάρι τοῦ Θεοῦ. Σέ τί τό ὅτι ἕνας ἄπιστος γίνεται πιστός καί ἐφαρμόζει μέ ζῆλο τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου; Στή χάρι τοῦ Θεοῦ. Σέ τί τό ὄτι ἕνας φιλάργυρος, ἄδικος, ἄπληστος, ἄσπλαχνος ἀπέναντι στόν φτωχό γίνεται ἐλεήμων, δίκαιος, σπλαχνικός; Στή χάρι τοῦ Θεοῦ.
Σέ τί τό ὅτι ἕνας λαίμαργος καί κοιλιόδουλος ἀλλάζει ξαφνικά καί γίνεται ἐγκρατής, νηστευτής, θέτοντας ὑψηλούς σκοπούς στή ζωή του; Στή χάρι τοῦ Θεοῦ. Σέ τί ὀφείλεται, πάλι, τό ὅτι ἕνας μνησίκακος καί ἐκδικητικός ἄνθρωπος γίνεται ἄκακος, ἀγαπᾶ τούς ἐχθρούς του καί ξεχνᾶ κάθε τί τό κακό πού τοῦ ἔκαμαν οἰ ἄλλοι; Στό ὄτι τόν ἀνεγέννησε ἡ θεία χάρις. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ἀδιάφορος πρός τήν Ἐκκλησία, ψυχρός πρός τή θεία λατρεία, δυσκίνητος στήν προσευχή; Καί ἔρχεται ὥρα πού αὐτός ὁ ἄνθρωπος γίνεται φλογερό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, βρίσκει στή λατείατηςὅ,τι σέβεται καί ἀγαπᾶ περισσότερο στόν κόσμο; Πῶς συνέβη αὐτήν ἠ μεταβολή; Ἀπό τήθεία χάρι.
Χωρίς τήν Θεία Χάρη ζεῖς ἀνθρώπινα, ζωϊκά, δαιμονικά! Μέ τήν Θεία Χάρη ζεῖς ὑπερφυσικά, θεϊκά!

Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί πολλοί εἶναι ἀνίκανοι νά πιστεύουν, νά ζοῦν χριστιανικά. Δέν ζήτησαν τή χάρι τοῦ Θεοῦ. Χωρίς αὐτήν τή χάρι, κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι γνήσιος χριστιανός, κανείς δέν μπορεῖ νά κληρονομήση τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Γι' αὐτό και΄ὁ Κύριος λέγει: "Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιαοσύνη αὐτοῦ" (Ματθ. στ' 33).

Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης 
Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μου
Ἐκδόσεις: ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ





Η μοναδικότητα της παραδόσεως της Ορθοδοξίας



Ἡ μοναδικότητα τῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας
Κόντογλου Φώτης
(Ἀπάντησις σὲ ἀρχιμανδρίτην τῶν Ἀθηνῶν)

Ὑπάρχει φανερὴ ὑπερηφάνεια, ὑπάρχει καὶ κρυφὴ ὑπερηφάνεια. Τὴν κρυφὴ ὑπερηφάνεια ἐννοεῖ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, λέγοντας: «Ἡ ὑπερηφάνεια ἀναγκάζει ἐπινοεῖν καινοτομίας μὴ ἀνεχομένη τὸ ἀρχαῖον».
Αὐτὴ τὴν ὑποχθόνια ὑπερηφάνεια, ποὖναι κρυμμένη κάτω ἀπὸ τὴν ταπεινολογία καὶ τὴν ταπεινοφάνεια, ἔχουνε ὅσοι δὲν σέβουνται τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στὴ λατρεία καὶ στὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, καὶ θέλουνε νὰ εἰσάξουνε σ᾿ αὐτὴ κάποιους νέους τρόπους ποὺ εἶναι ὁλότελα ξένοι πρὸς τὴν οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ὄχι μοναχὰ ξένοι πρὸς τὸν πνευματικὸν χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ὁλότελα ἀντιορθόδοξοι.
Εἶδες τί λέγει ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τῶν νεωτερισμῶν; Δὲν λέγει ἁπλῶς «κινεῖ» ἀλλὰ «ἀναγκάζει», βιάζει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει τὴν ὑπερηφάνεια. Καὶ ἔπειτα λέγει «ἐπινοεῖν», νὰ ἐφεύρει, νὰ φτιάξει κάποια ψεύτικα πράγματα. Τὸ «ἐπινοεῖν» ἔχει μέσα του τὴν πονηρία. Καὶ παρακάτω λέγει ὁ ἅγιος: «μὴ ἀνεχομένη». Ἡ περιφάνεια, λέγει δὲν ἀνέχεται, δὲν χωνεύει, δὲν ὑποφέρει «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ «τὴν παράδοση», ἀλλὰ τὴν πολεμᾶ μὲ λύσσα. Πῶς νὰ τὴν ἀνεχθεῖ ἀφοῦ τὴ μποδίζει στοὺς νεωτερισμοὺς ποὺ ἐπιθυμᾶ νὰ ἐπιδίδεται. Ἡ ὑπερηφάνεια, λοιπόν, μισεῖ «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ τὸ ἔργον τῶν εὐσεβῶν ψυχῶν ποὺ μᾶς παραδώσανε τὸν ἐξωτερικὸ χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδοξίας μαζὶ μὲ τὸν ἐσωτερικό, γιὰ νὰ τὰ φυλάξουμε μὲ δέος καὶ μὲ ἀγάπη. Τὸ νὰ μισεῖ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι φυσικὸ ἰδίωμά της. Ἀλλὰ τί μισεῖ; Μισεῖ «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ τὴν παράδοση. Μά, ἕνα πράγμα ποὺ τὸ μισεῖ ἡ ὑπερηφάνεια, τὸ σατανικὸ αὐτὸ πάθος, θὰ πεῖ πὼς αὐτὸ ποὺ μισεῖ πρέπει νὰ εἶναι κάποιο πράγμα ἁγιασμένο, ἱερώτατο, ποὺ κάνει τὴ διαβολικὴ ὑπερηφάνεια νὰ φρυάξει καταπάνω του.
Λοιπόν, ἐκεῖνοι ποὺ κάνουνε τοὺς νεωτερισμοὺς ὁποὺ παραμορφώνουνε τὸν χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἴτε στὴν ἐσωτερικὴ πνευματικὴ οὐσία της, εἴτε στὴν ἐξωτερικὴ μορφή της, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ τὴν τελετουργία καὶ μὲ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, σπρώχνουνται σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀνίερο ἔργο ἀπὸ τὸν σατανᾶ τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τῆς ἀπιστίας. Ἀπ᾿ ἐναντίας, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουνε μέσα τους τὴ βλογημένη ταπείνωση, νοιώθουνε τέτοια ἀγάπη πρὸς τὴν παράδοση, ποὺ ἡ χαρά τους εἶναι νὰ τῆς ὑποτάσσονται προθυμερά, ὅπως ὁ καλὸς δόκιμος ὑποτάσσεται στὸν πνευματικὸν πατέρα του, κι ὁ πόθος τους εἶναι νὰ συντηρηθεῖ αὐτὴ ἡ πολύτιμη κληρονομιὰ τῆς παράδοσης, κι ὄχι νὰ παραμορφωθεῖ καὶ νὰ καταστραφεῖ, ὅπως εὔχουνται οἱ ἀσεβεῖς νεωτεριστές.
Καὶ μὅλα ταῦτα, κάποιοι τέτοιοι νεωτεριστὲς παρουσιάζονται, οἱ ἀθεόφοβοι, σὰν ἀνακαινιστὲς τῆς ὀρθοδοξίας, καὶ γιορτάζουνε τὴ μεγάλη γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ εἶναι ἡ νίκη τῆς Ἐκκλησίας καταπάνω στοὺς ἴδιους αὐτοὺς νεωτεριστές. Ναί, γιορτάζουν μαζὶ μὲ κείνους ποὺ κρατοῦνε τὶς παραδόσεις σὰν ἀτίμητο θησαυρό.
Ἀλλά, τοῦτοι οἱ καταργητές, αὐτοὶ ποὺ μισοῦν τὴν ἱερὴ παράδοση, (ποὺ ὁ θρίαμβός της εἶναι ἡ γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας), θέλουν νὰ διδάξουν τί ἐστὶ Ὀρθοδοξία στὰ τέκνα τὰ γνήσια τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ τοῦτοι οἱ πονηροὶ καθηγηταὶ εἶναι χειροτονημένοι ἀπὸ τοὺς ὀρθοδοξώτατους Προτεστάντες δασκάλους τους! Ἀπ᾿ αὐτοὺς διδαχθήκανε ποιά εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ὀρθοδοξία, κι ὄχι ἡ πεπαλαιωμένη κείνη Ὀρθοδοξία ποὺ διδάξανε οἱ Πατέρες ποὺ μᾶς τὴν παραδώσανε, καὶ ποὺ βεβαιώσανε τὴ διδασκαλία τους μὲ τὴν ἁγιωσύνη τῆς ζωῆς τους.
Ἀπὸ τέτοιους καθηγητὲς περιμένει νὰ φωτισθεῖ ἡ Ἑλλάδα, ποὺ πήγανε νὰ μάθουνε τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της, κι ἀπὸ κείνους ποὺ καταξεράνανε μὲ τὴν ἄπιστη σοφία τους τὸ δροσόφυλλο δέντρο τῆς θρησκείας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ πήγανε στὸ ἔρεβος τοῦ Μέλανος θεολογικοῦ Δρυμοῦ, γιὰ νὰ φέρουνε τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου στὸν λαὸ ποὺ τὸ κήρυξε στὰ ἔθνη, αὐτοὶ ποὺ ἀφήσανε τὰ ἡφαίστεια τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ πυρπολήσανε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, καὶ πήγανε στὰ παγόβουνα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τῆς ἀπιστίας, γιὰ νὰ φέρουνε σ᾿ ἐμᾶς, ποὺ μᾶς ἔθρεψε ἐπὶ αἰῶνες τὸ μάνα τῆς παράδοσης, τὴν ψύχρα τῆς πονηρῆς γνώσης. Αὐτοὶ μιλοῦν γιὰ Ὀρθοδοξία ἐν ὀνόματι τῶν ἁγίων Πατέρων Χάρνακ, Στράους, Ρενὰν καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς ἁγιασάντων!!
Τόσο ἀφιονισθήκανε, λοιπόν, οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὸ ἀφιόνι τῆς Δύσης, ὥστε νὰ γίνουνται μαθητὲς κι ἀκροατὲς σὲ τέτοιους δασκάλους, ποὺ διαφημίζουνε πὼς τοὺς φέρνουνε μιὰ Εὐρωπαϊκὴ Ὀρθοδοξία, μαζὶ μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ σπίτια, μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ προϊόντα καὶ μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ πλυντήρια;
Αὐτοὶ οἱ ἐπιστημονικοὶ θεολόγοι καὶ νεορθόδοξοι δὲν θὰ εἶναι παράξενο νὰ ὑποστηρίζουνε κάποτε, ἐπιστημονικῶς, πὼς κατὰ λάθος γράφηκε ὅτι οἱ Πατέρες ποὺ διδάξανε στὸν κόσμο τὸν Χριστιανισμὸ γεννηθήκανε ἐδῶ στὴν Ἀνατολή, καὶ πὼς κατόπιν τῶν νέων ἐρευνῶν τῆς ἐπιστήμης ἐβεβαιώθη ὅτι ὁ μὲν Βασίλειος γεννήθηκε στὴν σεπτὴν Φραγκφούρτη, ὁ Χρυσόστομος στὴν ἁγίαν πόλιν τοῦ Μονάχου, τὴν νέαν Σιών, ὁ Γρηγόριος στὸ ἱερὸν Ἀμβοῦργον, ὁ Ἀντώνιος πὼς ἀσκήτεψε παρὰ τὴν Βαλτικὴν θάλασσαν, κ.λπ.
Ὅσον γιὰ τὸν Ἐφραὶμ τὸν Σῦρο, ποὺ εἴπαμε παραπάνω, ποῦ νὰ καταδεχτοῦνε νὰ τὸν γράψουνε στὰ σοφὰ συγγράμματά τους, ἕναν ἄξεστον καὶ ἀπαίδευτον τουρκοκαλόγηρον, καθὼς καὶ τοὺς ἄλλους, μὲ τὴν περιορισμένη διάνοια, ὅπως εἶναι ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, Βαρσανούφιος, Νεῖλος, Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Νικήτας Στηθᾶτος, Γρηγόριος Σιναΐτης, κι οἱ ἄλλοι φανατικοὶ καὶ μισαλλόδοξοι ἀνατολίτες.
Ἡ σημερινὴ «θεολογικὴ ἐπιστήμη», λένε οἱ ἐξ Ἑσπερίας φωτοδόται, ἐσυγχρονίσθη εἰς τὰς πολιτισμένας χώρας, καὶ ὁδηγεῖται εἰς τὴν ἔρευνάν της ὑπὸ τῶν πορισμάτων τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν, τῆς βιολογίας, γεωλογίας, τῆς ἀστρονομίας κ.λπ. Ζῶμεν εἰς τὸν αἰῶνα τῶν ἐπιστημονικῶν θαυμάτων, τῶν πυραύλων, τῶν σπούτνικ. Εἰς τὰ ἀγωνιώδη ἐρωτήματα τὰ ὁποῖα προβάλλουν οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, τί εἶναι εἰς θέσιν ν᾿ ἀπαντήσουν οἱ ἀγαθοὶ καὶ ἁπλοϊκοὶ ἐκεῖνοι γέροντες τῆς ἐρήμου, οἱ ζήσαντες ἐν σπηλαίοις ὡς οἱ τρωγλοδῦται, καὶ εἰς μίαν ἐποχὴν καθ᾿ ἣν ἐβασίλευεν ἡ βαρβαρότης, ἡ ἀμάθεια καὶ ἡ νοσηρὰ δεισιδαιμονία;
Ποιὰ θρησκεία λοιπὸν παραμορφώθηκε σὲ τέτοιον ἀπίστευτον βαθμό; Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς ἔφερε τὴν ἀλήθεια, ἁπλή, καθαρὴ σὰν κρύσταλλο, καὶ ποὺ γλύτωσε τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ ἀπὸ τὴν πολύπλοκη καὶ μπερδεμένη ψευτιὰ τῆς γνώσης, αὐτὴ ἡ θρησκεία ἔπεσε πάλι στὰ πονηρὰ συστήματα ἐκείνων γιὰ τοὺς ὁποίους εἶπε ὁ Χριστὸς πὼς εἶναι κλέφτες καὶ ληστὲς ποὺ ληστεύουνε τὶς ψυχές.
Αὐτοὶ δὲν μπαίνουνε στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων ἀπὸ τὴ θύρα, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, ἀλλὰ πηδᾶνε ἀπάνω ἀπὸ τὴ μάντρα, καὶ παρουσιάζουνται σὰν ποιμένες, ἐνῶ εἶναι ληστὲς καὶ κλέφτες.
Καὶ ποιοὶ εἶναι αὐτοί; Εἶναι τοῦτοι οἱ λαοπλάνοι, ποὺ ἔρχουνται ἀπὸ τὰ Πανεπιστήμια τῆς ἀπιστίας, βαστώντας στὰ χέρια τους διπλώματα καὶ πιστοποιητικὰ τῆς θεολογίας, σὰν νὰ εἶναι ἡ θεολογία γιατρικὴ ἢ χημεία, καὶ χαλᾶνε μὲ τὴν πονηρὴ διδασκαλία τους τὰ ἁπλοϊκὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, λέγοντάς τους πὼς ἡ πίστη τους εἶναι δεισιδαιμονία καὶ τυπολατρεία, καὶ πὼς ἡ ἱερὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας τὴ μποδίζει νὰ συγχρονισθῆ, δηλαδὴ νὰ γίνει σὰν τὴ Χριστιανικὴ ἀθεΐα ποὺ λέγεται Προτεσταντισμός.
Ναί. Αὐτοὶ εἶναι οἱ κλέφτες κι οἱ ληστὲς ποὺ εἶπε ὁ Κύριος πὼς ἀνεβαίνουνε ἀπ᾿ ἀλλοῦ καὶ μπαίνουνε στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων, δηλαδὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ δὲν μπαίνουνε ἀπὸ τὴ θύρα, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ θέλουνε νὰ ξεγελάσουνε τὰ ἀθῶα τὰ πρόβατα ποὺ ζοῦνε μὲ τὴν πατροπαράδοτη εὐσέβεια καὶ ποὺ γνωρίζουνε καλὰ τὸν Χριστό, καὶ Ἐκεῖνος τὰ γνωρίζει.
Μίλησα γιὰ τὶς ξένες χῶρες ποὺ σπουδάζουνε οἱ θεολόγοι μας. Αὐτοὶ οἱ λαοὶ εἶναι ἀγαθὴ γῆ καὶ καλοδεχτική, γιὰ νὰ φυτρώσει μέσα τους ὁ σπόρος τῆς ἀληθινῆς πίστης. Ἀλλὰ οἱ δικοί μας ποὺ πηγαίνουνε νὰ σπουδάσουνε ἐκεῖ ἀπὸ ματαιοδοξία, ἀντὶ νὰ μεταλαμπαδεύουνε τὴν Ὀρθοδοξία σὲ κεῖνες τὶς ψυχές, ποὺ τὶς ξέρανε ὁ λίβας τοῦ Προτεσταντικοῦ ὀρθολογισμοῦ, φέρνουν ἀπὸ κεῖ σὲ μᾶς, στὴ φυλὴ ποὺ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο σ᾿ ὅλη τὴ γῆ, τὸν παραμορφωμένον ἐκεῖνον Χριστιανισμό, πιθηκίζοντας τὰ ξένα κι ἀποθεώνοντάς τα, ὅπως ὁ Παυσανίας ὁ Περιηγητὴς λέγει, πὼς κάνανε οἱ Ἕλληνες τῆς παρακμῆς στὸν καιρό του: «Ἕλληνες ἐν θαύματι τιθέασι τ᾿ ἀλλότρια, ἢ τὰ οἰκεῖα».
«Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· εἰς κρίμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται. Καὶ ἤκουσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων ταῦτα οἱ ὅντες μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν; Εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἰ τυφλοὶ ἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει» (Ἰωάν. Θ´, 39).
«Ἦλθα σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, λέγει ὁ Χριστός, γιὰ νὰ δοῦνε τὸ φῶς ἐκεῖνοι ποὺ δὲν βλέπουνε, καὶ γιὰ νὰ τυφλωθοῦνε ὅσοι βλέπουνε».
«Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν βλέπουνε» εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουνε τὴν ὑπερήφανη ἰδέα πὼς εἶναι σοφοὶ στὰ τῆς θρησκείας, ὅπως ἡμεῖς ποὺ πιστεύουμε μὲ ἁπλότητα καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ Εὐαγγέλιο καὶ σὲ ὅσα μᾶς παραδώσανε οἱ Πατέρες, διατηρώντας μὲ εὐλάβεια ὀλότελα ἀνάλλαχτον τὸν χαρακτήρα τῆς λατρείας, καὶ θεωρώντας πὼς εἶναι ἀσέβεια τὸ νὰ βάζουμε τὰ τῆς θρησκείας μας κάτω ἀπὸ τὴ δική μας κρίση. Ἤμαστε τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, κι ὅπως τὰ πρόβατα ἐμπιστεύουνται στὸν τσομπάνη, κι ἐμεῖς ἐμπιστευόμαστε στὸν ἀρχιποιμένα τὸν Χριστὸ καὶ στοὺς ποιμένας ποὺ διώρισε Ἐκεῖνος νὰ φροντίζουνε γιὰ τὴν αὐλὴ τῶν προβάτων, ἤγουν γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
Καί «ἐκεῖνοι ποὺ βλέπουνε» εἶναι ὅσοι ἔχουνε τὴν περιφανῆ ἰδέα πὼς εἶναι σοφοὶ στὰ θρησκευτικὰ πράγματα, ἐπειδὴ σπουδάσανε σὲ κάποια μεγάλα σχολεῖα τῆς Εὐρώπης, ἐκεῖ ποὺ διδάσκουνε ἀνάμεσα στὶς ἄλλες ἐπιστῆμες καὶ τὴ θεολογία, σὰν νὰ εἶναι ἡ θεολογία μιὰ κοσμικὴ γνώση, ὅπως εἶναι ἡ γιατρική, ἡ μηχανικὴ κ.λπ.
Αὐτοὶ λοιπὸν «οἱ βλέποντες», ἐρευνοῦνε καὶ κρίνουνε τὰ τῆς θρησκείας, κι ἄλλα παραδέχουνται, ἄλλα δὲν τὰ παραδέχουνται, ἐπειδή, κατὰ τὴν κρίση τους, δὲν εἶναι σωστὰ ἀλλὰ εἶναι γεννήματα τῆς ἀμάθειας, κι ἔχουνε τὴν ἰδέα πὼς πρέπει ν᾿ ἀλλάξουνε, γιατὶ παληώσανε, μὴν πιστεύοντας πὼς εἶναι ἀνάλλαχτα κι αἰώνια, ἐπειδὴ δὲν πιστεύουνε πὼς προέρχουνται ἀπὸ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τοῦτοι λοιπὸν «οἱ βλέποντες», ἤγουν «οἱ οἰόμενοι βλέπειν», τυφλώνουνται, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, σὲ καιρὸ ποὺ κάνουνε τὸν καθηγητὴ καὶ τὸν ὁδηγό. Κι ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά τους, κοιτάζουνε «τοὺς μὴ βλέποντας», δηλαδὴ ἐκείνους ποὺ παραδίνουνται σὰν τὸν τυφλὸ νὰ τοὺς χειροκροτήσει ἡ ἀμετασάλευτη πίστη τους στὴν ἁγιασμένη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς κοιτάζουνε λοιπὸν μὲ περιφρόνηση σὰν ἀμαθεῖς τυπολάτρες ποὺ ἔχουνε στενὴ ἀντίληψι τῆς θρησκείας.
Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς ξενοσπουδασμένους θεολόγους, ἔβγαλε λόγο σὲ μιὰ ἐκκλησιά, κατὰ τὴ λειτουργία τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ γιορτὴ αὐτὴ γίνεται σὲ ἀνάμνησιν τῆς νίκης τῆς Ὀρθοδοξίας καταπάνω στοὺς νεωτεριστές. Φαντάσου λοιπόν, ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς νεωτεριστὲς νὰ γιορτάζει, πρῶτος καὶ καλίτερος, γιὰ τὴ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας καταπάνω στοὺς ὁμοίους του, καὶ νὰ βγάζει καὶ λόγο, γεραίροντας αὐτὸν τὸν θρίαμβο.
Ὁ θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας ἤτανε τότε κατὰ τῶν εἰκονομάχων, ἀλλὰ ἀπ᾿ ἀφορμὴ τῶν εἰκονομάχων, καταδικαστήκανε ὅλοι μαζὶ οἱ ἀνίεροι νεωτεριστές, ποὺ ἐπιχειρήσανε κι ἐπιχειροῦνε νὰ ξεσχίσουν τὸν ἄρραφο κι ἀκομμάτιαστον χιτώνα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡστόσο, ὁ καλόβουλος αὐτὸς θεολόγος, ποὺ εἶναι κι ἱερωμένος, συμβίβασε τὴν Ὀρθοδοξία με τοὺς νεωτερισμούς. Στὴν ἐκκλησία ποὺ λειτούργησε καὶ κήρυξε ὁ νεωτεριστὴς Ὀρθόδοξος, οἱ εἰκόνες κι ἡ μουσικὴ ἤτανε εὐρωπαϊκές, ἀντιορθόδοξες. Κι ἡ λειτουργία, σὲ πολλὰ παραμορφωμένη ἐπὶ τὸ νεωτεριστικώτερο, τὸ ὕφος δυτικό, ἡ ἀτμόσφαιρα χωρὶς τίποτα σχεδὸν Ἑλληνικὸ καὶ Ὀρθόδοξο.
Ἀλλὰ κι ὁ ἴδιος, πρόθυμα, θὰ ἔβγαζε πολλὰ περιττὰ ἀπὸ τὴ λειτουργία, θὰ ἔκοβε τὰ γένειά του, θὰ ἄλλαζε τὰ ἄμφιά του μὲ πολιτικὰ ροῦχα, θὰ καταργοῦσε τὰ κεριά, τὸ λιβάνι, τὰ καντήλια, τὰ πάντα, «ὡς ἐπουσιώδη», ὅπως συμπεραίνει κανεὶς ἀπὸ τὸν λόγο του.
Κατὰ βάθος ἴσως νὰ ἐλεεινολογοῦσε μάλιστα καὶ τοὺς Πατέρας ποὺ θεσπίσανε τὴν ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ θὰ τὄλεγε, ἂν δὲν φοβότανε τὸν «ὄχλο». Γιατὶ, κατὰ τὴ γνώμη του, ἡ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἤτανε ἡ νίκη τῆς τυπολατρείας καὶ τῆς δεισιδαιμονίας κατὰ τῆς ὑψηλῆς καὶ εὐρείας ἀντιλήψεως τῆς θρησκείας, ἡ ὁποία, κατ᾿ αὐτόν, εὑρίσκεται μέσα στὰ κεφάλια τῶν καθηγητῶν ποὺ εἶχε στὴν Εὐρώπη.
Γι᾿ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ὅμοιούς του δὲν ἔχει καμμιὰ σημασία τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς μακάριζε τὶς ἁπλὲς ψυχές, λέγοντας στοὺς Ἀποστόλους πὼς εἶναι μακάριοι γιατὶ ἀξιωθήκανε, αὐτοὶ οἱ ψαράδες, νὰ δοῦνε καὶ νὰ νοιώσουνε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ ποὺ θελήσανε νὰ τὰ δοῦνε σοφοὶ καὶ σπουδαῖοι ἄνθρωποι, καὶ δὲν μπορέσανε γιατὶ τὰ ἔκρυψε ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ Θεός. Ναί, τὰ ἔκρυψε, γιατὶ δὲν ἤτανε ἄξιοι νὰ τὰ δοῦνε, τυφλωμένοι ἀπὸ τὴν ψεύτικη σοφία τους.
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἐκκλησία τῶν ἁπλῶν ψυχῶν κι ὄχι τῶν σοφῶν καὶ τῶν ἐπιστημόνων, δηλ. ἐκκλησία ὅπως τὴ θέλησε ὁ Χριστός. Ὁ Ὀρθόδοξος λαός μας δὲν χρειάζεται σπουδασμένους θεολόγους, ἀλλὰ ἱερεῖς ποὺ νὰ ὑπηρετοῦνε τὸν Θεὸ «ἐν ἀφελότητι καρδίας». Πρὶν ἀπὸ χρόνια ἔγραφα σ᾿ ἕνα βιβλίο μου τὰ παρακάτω λόγια: «Τοῦτο τὸ γραΐδιο ποὺ κάνει τὸν σταυρό του καὶ στέκεται σὰν κουρούνα μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα, εἶναι ψυχὴ χιλιάδων χρονῶν καὶ ξέρει ἀπὸ ποῦ βαστᾶ καὶ ποῦ πάει, καλίτερα ἀπὸ τὸν κάθε λιμοκοντόρο ποὺ σπουδάζει στὰ Παρίσια» (Ταξίδια, ΜΗΛΟΣ). Ὁ εὐσεβὴς λαός μας διψᾶ γιὰ ἁγιότητα, κι ὄχι γιὰ ἐπιστημονικὲς θεολογίες.
Ἡ Ὀρθοδοξία ἔζησε πάντα μέσα στὴν ἁπλότητα ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός, ἐνῶ οἱ εὐρωπαϊκὲς ὀργανώσεις ποὺ λέγουνται Ἐκκλησίες, ξεπέσανε στὰ πολύπλοκα συστήματα τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ἐπιστήμης. Ἰδοὺ τί ἔγραφε γιὰ τοὺς παπιστὲς ἕνας Πατριάρχης, ποὺ σκοτώθηκε ἀπὸ τοὺς κακούργους δυτικούς: «Ἂν δὲν ἔχομεν σοφίαν ἐξωτέραν (δηλαδὴ κοσμική, θύραθεν), ἔχομεν, χάριτι Χριστοῦ, σοφίαν ἐσωτέραν καὶ πνευματικήν, ἡ ὁποία στολίζει τὴν Ὀρθόδοξόν μας πίστιν, καὶ εἰς τοῦτο πάντοτε εἴμεσθεν ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς λατίνους, εἰς τοὺς κόπους, εἰς τὰς σκληραγωγίας καὶ εἰς τὸ νὰ σηκώνωμεν τὸν σταυρόν μας καὶ νὰ χύνωμεν τὸ αἷμα μας διὰ τὴν πίστιν καὶ ἀγάπην, τὴν πρὸς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
Ἂν εἶχε βασιλεύση ὁ Τοῦρκος εἰς τὴν Φραγκίαν δέκα χρόνους, χριστιανοὺς ἐκεῖ δὲν εὕρισκες. Καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα τώρα τριακόσιους χρόνους εὑρίσκεται, καὶ κακοπαθοῦσιν οἱ ἄνθρωποι καὶ βασανίζονται διὰ νὰ στέκουν εἰς τὴν πίστιν των, καὶ λάμπει ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μυστήριον τῆς εὐσεβείας, καὶ ἐσεῖς μοῦ λέγετε ὅτι δὲν ἔχομεν σοφίαν; Τὴν σοφίαν σου δὲν ἐθέλω ὀμπρὸς εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ».
Ἄκοῦς θεολόγε ξενοσπουδασμένε, τί λέγει ὁ Πατριάρχης στοὺς δασκάλους σου τοὺς πολύξερους; «Τὴν σοφία σου δὲν τὴν θέλω, ἐμπρὸς εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ».
Τέτοιοι εἶναι οἱ Ὀρθοδοξοι Χριστιανοί. Τέτοιοι εἶναι οἱ λέοντες τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔχουνε μέσα στὴν καρδιά τους τὴ μωρία τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτοὶ εἶναι ποὺ τοὺς ὀνομάζεις ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου τυπολάτρες καὶ στενοκέφαλους. Αὐτοὺς λοιπόν, ποὺ δὲν εἶναι σὰν κι ἐσένα «μαθόντες» στὰ Πανεπιστήμια, ἀλλὰ ποὺ εἶναι «παθόντες τὰ θεῖα», κατὰ τὸν θεωρητικότατον ἅγιον Διονύσιον, αὐτοὺς ποὺ δὲν χωρίζουνε τὸ πνεῦμα ἀπὸ τὸν τῦπο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ τὴν ζοῦνε σὰν ἕνα πράγμα ἀτόφιο, αὐτοὺς ἔρχεσαι νὰ διδάξεις, ἀντὶ νὰ διδαχθεῖς ἐσὺ ἀπ᾿ αὐτούς;
Πλέκεις ἕνα ρητορικὸ ἐγκώμιο τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ ἐκεῖνο τὸ τυποποιημένο ὕφος ποὺ ἔχουνε οἱ παρόμοιες ὁμιλίες, καὶ ἐξυμνεῖς «τὰ χρυσορρήμονα στόματα», «τὴν ζωοποιὸν δύναμιν τοῦ λαοῦ μας», «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας». Ἀλλά, μαζὶ μ᾿ αὐτὰ ρίχνεις καὶ τὸ ὕπουλο καὶ φαρμακερὸ σύνθημα, λέγοντας: «Προσοχὴ ὅμως! Δὲν πρέπει νὰ παρεξηγήσωμεν τὸ περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδοξίας οὔτε νὰ ὑποβαθμίσωμεν τὴν ἀξίαν Της. Ὁ θησαυρὸς τῆς Ὀρθοδοξίας μας δὲν ταυτίζεται οὔτε μὲ συνδυασμοὺς χρωμάτων μιᾶς στενῆς καθορισμένης τεχνοτροπίας, οὔτε μὲ τὴν ποικιλίαν καὶ τὴν ποιότητα μουσικῶν ἤχων, μιᾶς εἰδικῆς ὡρισμένης ἐποχῆς».
Μὲ ἄλλα λόγια θέλεις νὰ πεῖς πὼς τὸ περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἄσχετο μὲ τὰ ἔργα τῆς λειτουργικῆς μουσικῆς καὶ τῆς ἁγιογραφίας, μὲ τὰ ὁποῖα ἐκφράζεται ἐπὶ αἰῶνες. Πὼς αὐτὰ εἶναι κάποια συμβατικὰ στολίδια τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ πρέπει νὰ τ᾿ ἀλλάξουμε, δηλαδὴ κάποιο φόρεμα ποὺ πάλιωσε, καὶ πὼς πρέπει νὰ τῆς φορέσουμε ἄλλο, καινούργιο.
Ἀληθινά, μοναχὰ ἕνας «ἐπιστημονικός» θεολόγος μπορεῖ νὰ ἔχει τόσο λίγη εὐαισθησία καὶ τόση ψυχικὴ ἀμορφοσιά, μ᾿ ὅλα τὰ πτυχία τῆς Εὐρώπης, γιὰ νὰ λέγει τέτοια ἀσύστατα πράγματα! Μοναχὰ μιὰ ψυχὴ ποὺ λείπει ἀπὸ μέσα της ἡ θερμὴ αἴσθηση τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ ποὺ τὴν ἔχει ξεράνει ὁ χιονιᾶς τοῦ ὀρθολογισμοῦ, ψυχὴ ποὺ τὴν στέγνωσε ἡ πρακτικὴ βορεινὴ μεθοδολογία, καὶ γιὰ νὰ πῶ μ᾿ ἕναν σύντομο λόγο, ποὺ λείπει ἀπὸ μέσα της ὁλότελα ἡ βλογημένη καὶ δροσερὴ πνοὴ ποὺ λέγεται ποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας, κι ἡ κατάνυξη ποὺ τὴν μεθᾶ μὲ τὸν οὐράνιον οἶνον, μιὰ τέτοια ψυχὴ μοναχὰ μπορεῖ νὰ πεῖ καὶ νὰ γράψει παρόμοια λόγια.
Ἀλλά, πρῶτα-πρῶτα, τί γνωρίζεις Πανοσιολογιώτατε, ἀπὸ τέχνη, καὶ μιλᾶς μὲ τέτοια κατηγορηματικότητα γιὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ γιὰ τὰ ἔργα της; Ξέρουμε πὼς ἐσὺ καὶ οἱ ὅμοιοί σου δὲν ἤσαστε σὲ θέση νὰ νοιώσετε παραπάνω ἀπὸ τὶς λιθογραφίες ποὺ κρέμουνται στὰ κορνιζοπωλεῖα τῆς ὁδοῦ Ἑρμοῦ, κι ἀπὸ τὶς ἐλεεινὲς χαλκομανίες... Μὲ ἄλλα λόγια, πὼς βρισκόσαστε στὸ νηπιαγωγεῖο τῆς ζωγραφικῆς.
Τὸ ἴδιο καὶ στὴ μουσική. Μ᾿ ὅλο ποὺ κάνετε τοὺς μοντέρνους καὶ τοὺς συγχρονισμένους, δὲν ἤσαστε σὲ θέση νὰ νοιώσετε παραπάνω ἀπὸ τὶς ζακυνθινὲς βαρκαρόλες καὶ τὰ πρίμα-σεγκόντα τῆς Πλάκας. Τὸ πολὺ-πολύ, νὰ ἐνθουσιασθῆτε ἀπὸ τὴν αἰσθηματικὴ γεροντοκόρη Νόρμα τοῦ Μπελλίνι.
Μ᾿ αὐτὰ λοιπὸν τὰ σπουδαῖα ἐφόδια, δηλαδὴ μ᾿ αὐτὴ τὴν παιδαριώδη καὶ οἰκτρὴ αἰσθηματολογία, ἐπιχειρεῖς νὰ κρίνεις τὰ ἔργα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, ποὺ ἔχουνε καταπλήξει σήμερα τὸν κόσμο; Κι ἡ τεχνικὴ κατάρτισή σου εἶναι τόσο μεγάλη, ποὺ νὰ μιλᾶς τόσο ἄπρεπα γι᾿ αὐτά; λέγοντάς τα «συνδυασμοὺς χρωμάτων μιᾶς στενῶς καθορισμένης τεχνοτροπίας;».
Ὡστόσο, αὐτὰ τὰ εἰκονίσματα προσκυνούσανε ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Χρυσόστομος, ὁ Φώτιος, ὁ Παλαμᾶς, κι ἀπ᾿ αὐτὰ φούντωνε μέσα τους ἡ φλόγα τῆς πίστης. Αὐτὰ τὰ ἔργα κάνανε τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Νύσσης, τὸν ἄξιο ἀδελφὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, νὰ χύνει δάκρυα κατανύξεως, καὶ τὸν Χρυσόστομο νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ζήσει καὶ νὰ προσευχηθῆ, χωρὶς νὰ ἔχει κρεμασμένο στὸ κελλί του τὸ εἰκόνισμα τοῦ Ἁγίου Παύλου, ποὺ τὸ ἀσπαζότανε κι ἔκλαιγε. Αὐτὰ τὰ ἔργα ἔβλεπε ὁ Μέγας Φώτιος νὰ καταστολίζουνε τὴν Ἁγία Σοφία, καὶ σκιρτοῦσε ἀπὸ θεῖον οἶστρο, καὶ τὰ ἐγκωμίαζε στὶς ὁμιλίες του. Ναί, αὐτὰ τὰ ἔργα μᾶς παραδώσανε, μαζὶ μὲ τὴν Ὀρθόδοξο πίστη, οἱ μεγάλοι Πατέρες, γιὰ νὰ τὰ προσκυνοῦμε στὸν αἰῶνα, ὅσο θὰ ἔχουμε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Γιατὶ δὲν εἶναι ἕνα φόρεμα φθαρτό, ποὺ τῆς τὸ φορέσαμε μιὰ φορὰ καὶ ποὺ πάλιωσε, καὶ ποὺ θέλετε ἐσεῖς οἱ νεωτεριστὲς νὰ τ᾿ ἀλλάξετε, ἀλλὰ εἶναι στολὴ ἄφθαρτη, ποὺ μ᾿ αὐτὴ θὰ ὑπάρχει στολισμένη στὴν αἰωνιότητα. Εἶναι περισσότερο ἀπὸ στολὴ ἄφθαρτη. Εἶναι τὸ ἴδιο τὸ ἁγιασμένο σῶμα της, ποὺ τὸ φόρεσε, ὅπως ὁ Χριστὸς τὸ δικό του, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ τὴ δοῦμε «ὡς ἐν ἐσόπτρῳ» με τὰ σαρκικὰ μάτια μας, καὶ ν᾿ ἀκούσουμε τὴ φωνή της μὲ τὰ σαρκικὰ αὐτιά μας.
Κι ἐσύ, ὁ ἱερεύς, ἀντὶ νὰ σκύψεις καὶ νὰ προσκυνήσεις τὶς ἅγιες εἰκόνες τῆς Ὀρθοδοξίας, σήμερα ποὺ γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία τὴν ἀναστήλωσή τους, καὶ νὰ παρακινήσεις καὶ τοὺς ἄλλους, σὰν ἱερωμένος, νὰ τὶς ἀσπασθοῦνε, σήμερα, αὐτὴ τὴ μέρα ποὺ σείσθηκε ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κι ἔκλαψε ἀπὸ χαρὰ γιατὶ οἱ περιπόθητες εἰκόνες ρίξανε πάλι τὴ λάμψη τους στὶς καρδιὲς τῶν Ὀρθοδοξων, σήμερα βρῆκες τὴν εὐκαιρία νὰ ρίξεις τὸ δηλητήριο, λέγοντας πὼς αὐτὰ περάσανε, πὼς αὐτὰ τὰ ἱερὰ ἔργα εἶναι «μιᾶς ὡρισμένης ἐποχῆς», πὼς πρέπει δηλ. νὰ τὰ κατεβάσουμε, (σήμερα, ποὺ γιορτάζουμε τὴν ἀναστήλωσή τους!), καὶ νὰ βάλουμε στὴ θέση τους ἄλλα, μοντέρνα, φράγκικα, τῆς ἀρεσκείας σου.
Ἀλλά, καλίτερα νὰ ἔλεγες νὰ μὴ βάλουμε τίποτα. Τουλάχιστον θὰ ἤσουνα ἕνας ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους, μ᾿ ὅλον ποὺ θὰ ἤσουνα ὁ χειρότερος, γιατὶ διάλεξες τὴν Κυριακή της Ἀναστηλώσεως τῶν εἰκόνων γιὰ νὰ κάνεις τὸ ὕπουλο κήρυγμα τῆς νέας εἰκονομαχίας. Αὐτὸ ποὺ κάνεις εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὴν εἰκονομαχία. Εἶναι εἰκονομαχία κρυμμένη κάτω ἀπὸ τη ψεύτικη εἰκονολατρευτικὴ προσωπίδα.
Σ᾿ ἕνα ἐξαίσιο βιβλίο ποὺ ἔγραψε γιὰ τὴ σημασία τῆς Εἰκόνας ὁ ὀρθοδοξώτατος καὶ εὐσεβέστατος Λεωνίδας Οὐσπένσκης, καθηγητὴς τῆς εἰκονογραφίας στὸ Ὀρθόδοξο Ρωσσικὸ Ἰνστιτοῦτο τῆς Γαλλίας (τέτοιοι καθηγητὲς εἶναι σεβαστοί, γιατὶ εἶναι ἐχθροὶ τῶν ὑπόπτων νεωτεριστῶν), λέγει τὰ παρακάτω λόγια: «Τὸν καιρὸ τῶν εἰκονομάχων, κατὰ τὸν η´ καὶ θ´ αἰῶνα, μέσα στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή της, ἡ Ἐκκλησία ὑπερασπίσθηκε τὸ δόγμα τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ «Θεὸς γέγονεν ἄνθρωπος». Σήμερα κινδυνεύει ὁ σκοπὸς τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ «ἵνα ὁ ἄνθρωπος γένηται Θεός». Ἡ σημερινὴ εἰκονομαχία, ποὺ δὲν τὴν ὑποπτεύουνται οὔτε ἐκεῖνοι ποὺ τὴν κάνουν, δὲν εἶναι τόσο ἡ ἄρνηση τῆς Εἰκόνας, ἀλλὰ περισσότερο ἡ παραμόρφωσή της, μάλιστα ἡ παραφθορά της, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν καταλαβαίνουνε πιὰ τὴ δογματικὴ καὶ διδακτικὴ σημασία της. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, τὴν Εἰκόνα τὴν θεωροῦνε σὰν κάποιο πράγμα δευτερεῦον. Μοναχὰ ὁ λόγος, τὸ κήρυγμα, κρίνεται πὼς εἶναι ἀρκετὸ ὅπως κάνουνε οἱ Προτεστάντες. Ξεχνᾶνε πὼς ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι μοναχὰ ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ ἡ Εἰκὼν τοῦ Πατρός... Ἡ Εἰκόνα, γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους, δὲν εἶναι ἕνα ἀντικείμενο ποὺ μᾶς δίνει μιὰ αἰσθητικὴ ἀπόλαυση ἢ μᾶς κινεῖ τὴν ἐπιστημονικὴ περιέργεια, ἀλλὰ ἔχει μιὰ θεολογικὴ ἔννοια. Ὅπως ἡ κοσμικὴ τέχνη παριστάνει τὴν πραγματικότητα τοῦ κόσμου τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν αἰσθημάτων, κατὰ τὸν τρόπο ποὺ τὴν βλέπει κάθε τεχνίτης, ἡ Εἰκόνα παριστάνει τὴν πραγματικότητα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν».
Βλέπει λοιπὸν κανείς, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, πόσα πράγματα σχετικὰ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τέχνη γνωρίζουν ἐκεῖνοι ποὺ προσεγγίζουν μὲ βαθειὰ εὐλάβεια καὶ μὲ δέος τὰ ἔργα της, καὶ μὲ πόσον ζῆλο ἀγωνίζονται γιὰ τὴ συντήρηση τῆς ἱερῆς παράδοσης, κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος πόση ἀμάθεια, σ᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ εἶναι τόσο σημαντικὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἔχουνε κάποιοι, ποὺ μὲ ἐλαφρὴ κι ἀνύποπτη συνείδηση, ἀποφθέγγονται γι᾿ αὐτά, ὡς ἀπὸ τρίποδος, καὶ μολονότι εἶναι θεόγυμνοι ἀπὸ κάθε ἰδέα τέχνης, καὶ βρίσκουνται σὲ πρωτόγονη κατάσταση, ἔχουνε τὸ θράσος, συνεργούσης καὶ τῆς ἀσέβειας καὶ τῆς πνευματικῆς ὑποταγῆς στὰ θεότυφλα Πανεπιστήμια ποὺ τοὺς δώσανε τὰ διπλώματα, ἔχουνε λοιπὸν τὸ θράσος νὰ δογματίζουν, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, γιὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, ἐν ὀνόματι τῆς προόδου καὶ τῆς «ἐπιστημονικῆς θεολογίας», καὶ νὰ ὑποδεικνύουν μὲ τί ἔργα πρέπει νὰ στολισθοῦν οἱ ναοί μας, γιὰ νὰ εἶναι συγχρονισμένοι, γιὰ νὰ μοιάζουνε δηλαδὴ μὲ τὰ ἀρχοντοχωριάτικα σπίτια τους, ποὺ φανερώνουνε τὴν πιὸ φρικτὴ ἀκαλαισθησία. Ἀφοῦ δὲν ἔχουν, οἱ δυστυχεῖς, μήτε τὴν συνηθισμένη εὐαισθησία, στὰ σπίτια τους, στὰ γραφεῖα τους, στὰ βιβλία τους, σὲ ὅλα τους, ποὺ βασιλεύει ἐπιδεικτικὰ ἡ πιὸ ἀηδιαστικὴ ἀκαλαισθησία, θέλουνε νὰ γίνουνε οἱ ὁδηγοὶ στὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, ποὺ εἶναι ἄβυσσοι μυστηρίου κι οἱ πιὸ ἀποκαλυπτικοὶ τρόποι μὲ τοὺς ὁποίους ἀξιώθηκε ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐκφράσει τὸ ἀνέκφραστο. Καὶ μάλιστα, αὐτοὶ ποὺ ἰκανοποιοῦνται μὲ τὶς κοκκινοπράσινες λιθογραφίες καὶ μὲ τὰ ἰταλικὰ ναπολιτάνικα τραγούδια, ξεστομίζουν πὼς εἶναι ἄτεχνες καὶ κατώτερες ἀπὸ τὶς πνευματικὲς ἀπαιτήσεις των (!!) οἱ βυζαντινὲς εἰκόνες μὲ τὴν βαθύτατη ἱερατικότητα, καθὼς καὶ τὰ ἀριστουργήματα τῆς μυστικῆς μουσικῆς, ποὺ κάνουν ν᾿ ἀπορήσουν ὅσους ἔχουν πνευματικὲς κεραῖες γιὰ νὰ τ᾿ ἀντιληφθοῦν.
Ἐπειδὴ ἐκεῖνοι, γιὰ τοὺς ὁποίους γράφουνται αὐτὰ ποὺ γράφω, ἐκτιμοῦν ὑπὲρ πᾶν ἄλλο τὴ γνώμη τῶν Εὐρωπαίων γιὰ τὰ δικά μας πράγματα, ἀναφέρω πὼς ὁ μέγας μουσικὸς SΑΙΝΤ SΑΕΝS κι ὁ διάσημος συγγραφεὺς Ἀλέξανδρος Δουμᾶς, ἐγκωμιάσανε τὴ βυζαντινὴ μουσική μας.
Ἀλλά, τί νὰ νοιώσει ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει αὐτὲς τὶς κεραῖες, ποὺ δὲν ἔχει δηλαδὴ τὴν παντογνωστικὴ δύναμη ποὺ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο ἡ πνευματικὴ ἐγρήγορση, κι ἡ βλογημένη ταπείνωση, ἡ ὁποία δὲν θέλει νὰ στήσει τὸ θέλημά της ἀπάνω ἀπὸ τὴν τάξη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν παράδοση; Πῶς νὰ ὑψωθεῖ στὴν ὑπερούσια γνώση, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ταπεινώθηκε ἀληθινά; Πῶς νὰ ἀξιωθεῖ νὰ εἰσέλθει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ νὰ ἰδεῖ τὰ μυστήρια της, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀρνήθηκε, μαζὶ μὲ τὰ αἰσθητὰ ἀγαθά, καὶ τὴν ἁμαρτωλὴ γνώση, «τὸν νοῦν τῆς σαρκὸς αὐτοῦ», μαζὶ μὲ τὴν οἴηση ποὺ φέρνει αὐτὴ ἡ γνώση, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει ὁ ἄνθρωπος; «Τὰ γὰρ μυστήρια τοῖς ταπεινόφροσιν ἀποκαλύπτεται». Ἀλλά, ἂς κρίνουμε τὰ γραφόμενα τοῦ ἱερωμένου ποὺ ἔγραψε κι εἶπε αὐτὴ τὴν ὁμιλία μὲ τὸν παραπλανητικὸ τίτλο «Θεματοφύλακες τοῦ Θριάμβου», ἂς κρίνουμε λοιπὸν τὰ λεγόμενα αὐτοῦ τοῦ «θεματοφύλακος» ποὺ ἐκτιμᾶ τόσο λίγο αὐτὰ ποὺ λέγει πὼς φυλάγει, ἂς τὸν κρίνουμε μὲ κάποια μέτρα ποὺ εἶναι πιὸ χεροπιαστὰ καὶ ποὺ τὰ νοιώθει ὁ καθένας:
Ἐνῶ, ὅπως εἴπαμε, πλέκει τὸν ὕμνο τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐγκωμιάζει «τὴν κληρονομίαν τὴν ἄφθαρτον καὶ ἀμίαντον καὶ ἀμάραντον» (Α´ Πέτρ. α´, 4), μὲ τὴν ὁποίαν «ἐγαλουχήθησαν αἱ γενεαὶ τῶν Πατέρων μας», καθὼς καὶ «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας» (τῆς Ὀρθοδοξίας), μαζὶ μ᾿ αὐτά, τὴν ἴδια στιγμή, λέγει πὼς κάποια ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας εἶναι μαραμένα καὶ ξερά, ἐννοώντας τὴ θεοδώρητη λειτουργικὴ εἰκονογραφία γιὰ τὴν ὁποία λέγει πὼς εἶναι «συνδυασμὸς χρωμάτων μιᾶς στενῶς καθορισμένης τεχνοτροπίας», καθὼς καὶ γιὰ τὰ ἐξαίσια ἔργα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς μας, ποὺ γι᾿ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ὁμοίους του ἄξεστους φραγκολάτρες εἶναι: «ποικιλία καὶ ποιότης μουσικῶν ἤχων μιᾶς εἰδικῆς ὡρισμένης ἐποχῆς». Μὲ ἄλλα λόγια, κατὰ τὴ γνώμη του, ἡ κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση εἰκονογραφία καὶ μουσικὴ δὲν τὸν ἱκανοποιοῦν, γιατὶ τὰ ἔργα τους εἶναι βάναυσα κι ἀνυπόφορα γιὰ ἀνθρώπους σοφοὺς κι εὐρωπαϊσμένους, ποὺ ἔχουνε γιὰ ἀριστουργήματα τὰ παιδιακίσια κάρτ-ποστάλ, ποὺ τὰ λένε οἱ Γάλλοι SAINT SULPICE, (ἐπειδὴ τὰ πουλᾶνε στὴν πλατεία αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας), καθὼς καὶ τὰ ἀνάλατα μουσικὰ κατασκευάσματα, τύπου «Ἀνθισμένης ἀμυγδαλιᾶς», φτάνει νὰ λέγουνται μὲ πρίμο καὶ μὲ σεγκόντο! Ὤ! Ἀληθινά, μοναχὰ οἱ σοφοὶ κι οἱ ἐπιστήμονες μποροῦν νὰ ποῦν τέτοιες ἐπιστημονικὲς ἀνοησίες. Κι ἀντὶ νὰ κρύψουνε τὴν ἀμάθειά τους, οἱ τέτοιοι φωστῆρες, θέλουν νὰ κάνουνε καὶ τὸν προφέσορα!
Ἂς μᾶς ἐξηγήσει λοιπὸν ὁ προκείμενος δύσκολος κριτὴς τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας καὶ τῆς λειτουργικῆς μουσικῆς, ποὺ δὲν ἔχει κἂν ἰδέαν ἀπὸ τὸ τί θὰ πεῖ λειτουργικὴ καὶ τί μὴ λειτουργικὴ τέχνη, ἂς μᾶς ἐξηγήσει ποιὰ εἶναι γι᾿ αὐτὸν τὰ «ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λειτουργίας», καὶ ποιὰ εἶναι τὰ μαραμένα. Μήπως «τὰ ἀμάραντα» εἶναι, κατὰ τὴν ἐπιστημονικὴ γνώμη του, μοναχὰ οἱ ὁμιλίες τῶν Πατέρων, ποὺ θὰ τὶς ἐκτιμᾶ σὰν ρητορεῖες, καὶ ἡ ὑμνολογία, χωρὶς ὅμως τὴ μουσική, ἐπειδὴ τὸν θαμπώνει τὸ κλασικὸν κάλλος τῶν ἰάμβων, ἀπὸ προγονοπληξία; Γιατὶ, τί ἄλλο μποροῦνε νὰ εἶναι «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς λατρείας»;
Ὥστε ἔχουμε μέν, κατὰ τὸν γλαφυρὸν ὁμιλητὴν τῶν κοινοτοπιῶν τοῦ ἄμβωνος, «ἀμάραντα μνημεῖα» τῆς ὑμνολογίας ἀλλὰ πρέπει νὰ τὰ κρατήσουμε γυμνὰ ἀπὸ τὴν μουσική τους, ἐπειδή, κατὰ τὴ γνώμη του αὐτὴ ἡ μουσικὴ εἶναι «μιᾶς εἰδικῆς ὡρισμένης ἐποχῆς». Σάμπως τὰ λόγια τῆς ὑμνολογίας δὲν εἶναι μιᾶς ὡρισμένης ἐποχῆς, καὶ γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ τὰ ντύσουμε, αὐτὰ «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα» τῆς ὑμνολογίας, μὲ ἄλλο μουσικὸ φόρεμα τῆς ἐποχῆς μας, ἤγουν μὲ τὴν ἀνθισμένην ἀμυγδαλιά, μὲ βαρκαρόλες, καὶ τὰ παρόμοια. Δηλαδή, ἔχουμε κι ἐδῶ ἕναν ἄλλον Σοῦτσο ποὺ ἔλεγε γιὰ τὰ ποιήματα τοῦ Σολωμοῦ πὼς ἤτανε «ἰδέαι πλούσιαι, πτωχὰ ἐνδεδυμέναι», κι ἤθελε νὰ τὸν πάρει κοντά του ὁ Σολωμὸς νὰ ράβει αὐτὸς τὰ πλούσια ροῦχα γιὰ νὰ ντύνει τὶς ἰδέες τοῦ Σολωμοῦ. Ἐδῶ μάλιστα, ὁ προκείμενος ἐπιδιορθωτὴς τῆς ὑμνωδίας μας εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὸν Σοῦτσο, γιατὶ θέλει νὰ ντύσει τὰ ἔργα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνολογίας μας, ὅπως εἶναι π.χ. τὸ «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου» ἢ τὸ ἰαμβικὸ «Ἰμερτὸν ἐξέφηνε σὺν πανολβίῳ ἤχῳ Πατήρ, ὃν γαστρὶ ἐξηρεύξατο», μὲ μουσικὴν τῆς Νόρμας τοῦ Μπελλίνι ἢ τῆς Τραβιάτας τοῦ Βέρντι! Λοιπόν, βλέποντες πόσο ἀνώτερος εἶναι ὁ συγγραφεὺς τῶν «Θεματοφυλάκων τοῦ Θριάμβου» ἀπὸ τὸν ποιητὴν Σοῦτσον, μποροῦμε νὰ ἀναφωνήσουμε· «Ἰδού, πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε! Ἰδού, πλεῖον Σολομῶντος ὧδε!»
Ἂν ὁ συγγραφεὺς δὲν ἐννοεῖ τὴν ὑμνολογία, γράφοντας γιὰ «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας», τότε τί ἄλλο μπορεῖ νὰ ἐννοεῖ; Μήπως τὴν τελετουργικὴ διάταξη; Μὰ καὶ κείνη θέλει ἀλλαγὴ καὶ διόρθωμα, κατὰ τὸν συγγραφέα καὶ τοὺς ὁμοίους του. Ἢ ἐννοεῖ τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων; Μὰ αὐτὰ δὰ εἶναι ποὺ δὲν τὰ φέρνει ποτὲ στὸ στόμα του ὁ συγγραφεὺς κι οἱ ὅμοιοί του, ὡς πεπαλαιωμένα, ἐνῶ μεταφράζει τὸν Χόλτσνερ καὶ κάποια ἄλλα ψυχολογικὰ δοκίμια, σὲ καιρὸ ποὺ ἡ φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ τ᾿ ἄλλα Ὀρθόδοξα πατερικὰ συγγράμματα μεταφράζουνται στὶς ξένες γλῶσσες, καὶ γίνουνται πνευματικὴ τροφὴ τῶν λαῶν ποὺ προσκυνᾶνε οἱ δικοί μας νεωτεριστές, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὴ βυζαντινὴ εἰκονογραφία καὶ μὲ τὴ βυζαντινὴ μουσική. Μήπως ἀκόμα γιὰ «ἀμάραντα ἄνθη» ἐννοεῖ ὁ ὁμιλητὴς τὰ ἔργα ποὺ κάνουνε οἱ ἄλλες ἐκκλησιαστικὲς τέχνες τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ μικροτεχνία, ἡ ποικιλτική; Ἀλλὰ κι ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν νοιώθει περισσότερο ἀπ᾿ ὅτι νοιώθει ἀπὸ εἰκονογραφία κι ἀπὸ ψαλμωδία, καὶ θὰ τὰ νομίζει κι αὐτὰ ὁλότελα συμβατικά, ἀσήμαντα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ χρήζοντα ἀλλαγῆς.
Μὲ λίγα λόγια, τὸ συμπέρασμα ἀπ᾿ ὅλη τούτη τὴν ἀνιαρὴ ἀνάλυση τῆς ὁμιλίας τοῦ καθηγητοῦ, εἶναι, ἂν κατάλαβα καλά, πὼς χτυπᾶ μιὰ στὸ καρφὶ καὶ μιὰ στὸ πέταλο, χωρὶς νὰ γνοιασθεῖ καθόλου ἂν συμφωνοῦν μεταξύ τους αὐτὰ ποὺ λέγει. Ἐκτὸς ἂν παραλογίζεται ἄθελά του.
Ἔχω ὅμως τὴν ἰδέα ὅτι ἀπὸ τὰ λεγόμενά του φαίνεται πὼς ἐπιχειρεῖ πολὺ ἀδέξια νὰ κρύψει τὴν ἀντιπάθειά του πρὸς τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, θέλοντας νὰ συμβιβάσει τὰ ἀσυμβίβαστα, τὴν Ὀρθοδοξία με τὶς ἀντιορθόδοξες καινοτομίες, παρουσιάζοντας ἔτσι ἕνα τερατῶδες κατασκεύασμα. Ἀλλά, δὲν ἀκούει τί λέγει ὁ θεόγλωσσος Παῦλος, ποὺ τὸν συχνοαναφέρει στὰ γραφόμενά του, ἀπὸ προτεσταντικὴ μίμηση, ὅπως φαίνεται: «Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες... Τίς γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; Τίς δὲ συμφώνησις Χριστοῦ πρὸς Βελίαλ;»
Δὲν πιστεύω πὼς ἀδικῶ τὸν πανοσιολογιώτατον καθηγητήν. Μακάρι νὰ ἤτανε ἄλλη ἡ ἀλήθεια. Θὰ χαιρόμουνα πολὺ νἄβγαινα ψεύτης. Μὰ τὰ ἔργα ποὺ κάνουνε αὐτοὶ οἱ νεωτεριστές, μαρτυροῦν ἀπὸ τὰ λόγια τους αὐτὸ τὸ ἀλλοπρόσαλλο κατάντημά τους: Οἱ ἐκκλησίες στὶς ὁποῖες εἶναι προϊστάμενοι δὲν ἔχουνε τίποτα ποὺ νὰ εἶναι ὀρθόδοξο. Εἶναι ἀπογυμνωμένες ἀπὸ τὸν θερμὸ ἑλληνικὸ χαρακτήρα τους. Ἡ ἁγιογραφία, ἡ μουσική, τὰ σκεύη, τὰ κηρύγματα, ἀκόμα, σὲ πολλά, κι ἡ ἀκολουθία, μυρίζουν προτεσταντικὴ μούχλα. Ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι ψυχροσχολαστική, ἀκατάνυκτη, χωρὶς ἐκείνη τὴ ζεστὴ μυστικοπάθεια ποὺ ἔχουνε οἱ γνήσιες ἐκκλησίες μας. Ἀκόμα καὶ τὰ κεριά, ποὺ εἶναι τὸ πιὸ ἁπλό, κι ἴσως τὸ πιὸ πνευματικὸ σύμβολο τῆς ψυχῆς ποὺ προσεύχεται μὲ ταπείνωση, ἀκόμα καὶ τὸ θυμίαμα ποὺ προσφέρνεται «εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς», κι αὐτὰ ἀκόμα ἔχουνε καταργηθεῖ σὲ κάποιες ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς ἐκκλησίες ποὺ εἶπα. Ἀλλὰ καὶ τὸν σταυρό τους, ἐκεῖ μέσα, τὸν κάνουνε πολὺ ἀραιά, μὲ πολλὴ οἰκονομία, ἢ καθόλου, παπάδες κι ἐκκλησιαζόμενοι. Ὅ,τι ποιητικὸ στοιχεῖο συντείνει στὸ νὰ νοιώσει κατάνυξη ὁ ὀρθόδοξος Χριστιανός, δὲν τὸ θέλουνε ἐκεῖνες οἱ παγωμένες καρδιές, ποὺ τὶς ξέρανε ὁ λίβας τῆς σχολαστικῆς καὶ τῆς στενόψυχης ἠθικῆς. Γιατὶ γι᾿ αὐτοὺς ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα κατάξερο ἠθικὸ σύστημα, κατάλληλο γιὰ πρακτικὲς καὶ μικρολόγες σκοπιμότητες. Οὔτε ἀποκάλυψη φρικτῶν μυστηρίων, οὔτε εὐωδία τοῦ καινοῦ ἀέρος τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ εὐφροσύνη, οὔτε πυρπόλησις τῆς καρδίας, οὔτε μέθη ἀπὸ τὸν πνευματικὸν οἶνον, οὔτε χαρμολύπη, οὔτε δάκρυον κατανύξεως, οὔτε συντριβή, οὔτε κοινωνία τοῦ Παρακλήτου, οὔτε μυστικὴ ὅρασις καὶ ἀκοή, οὔτε ὑπὲρ αἴσθησιν αἴσθησις. Τίποτα!
Πῶς νὰ μὴν εἶναι λοιπὸν τόσο ψυχρὲς κι ἀκατάνυκτες οἱ ἐκκλησίες τους, ἀφοῦ ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, «ἡ καρδία ἔσωθεν ὁμοίως τοῖς ἐξωτέροις σχήμασιν ἐνδιατυποῦται»;
Τί σχέση μποροῦνε νὰ ἔχουν αὐτὰ τὰ ἀνέκφραστα τραγούδια ποὺ ἀκούονται ἐκεῖ μέσα, μὲ τὴν ὀρθόδοξη λατρεία, μὲ τὴν ἱερατικὴ γλώσσα τῆς ὑμνολογίας, μὲ τὸν σοβαρὸ χαρακτήρα τῆς προγονικῆς μας εὐσέβειας;
Ὤ! Τί βεβήλωση εἶναι αὐτή, νὰ μπαίνουνε οἱ μίμοι καὶ νὰ ἀσχημονοῦν μέσα στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, μὲ κάποιες φωνὲς ποὺ γαργαλίζουν τὴ σάρκα τους; Ὥστε αὐτὴ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία σας, νὰ μὴν ἔχει ὁ ναὸς τίποτα ὀρθόδοξο; Ἡ πνευματικὴ γεύση σας τόσο πολὺ χάλασε, ὥστε κάθε τί ποὺ στάθηκε γιὰ τοὺς Ἁγίους ὁ οὐράνιος ἄρτος κι ὁ ὑπερούσιος οἶνος, νὰ σᾶς φαίνεται στυφὸ καὶ πικρό; Τὰ ἁγιασμένα ὁράματα καὶ ἀκούσματα, ποὺ εὐφράνανε μυριάδες εὐλαβεῖς ψυχές, ἐσεῖς δὲν τὰ κρίνετε ἄξια νὰ τὰ διατηρήσουμε, ἀλλὰ θέλετε νὰ τὰ ἀλλάξετε, καὶ νὰ βάλετε στὴ θέση τους τὰ μουγκρίσματα τῶν ζώων, γιὰ νὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν ἐκφυλισμένη ἐποχή μας;
Λέτε πὼς σεβόσαστε καὶ τιμᾶτε τοὺς Ἁγίους. Ἀλλὰ ποιοί μᾶς παρέδωσαν, μαζὶ μὲ τὴν πίστη, τὸν τρόπο τῆς λατρείας καὶ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες; Δὲν μᾶς τὰ παραδώσανε οἱ Πατέρες; Γιατί λοιπὸν δὲν τὰ σεβόσαστε καὶ δὲν τὰ τιμᾶτε;
Ἰδιαίτερα δὲν σᾶς ἀρέσει ἡ μουσική της ἐκκλησίας μας, δηλαδὴ ἡ μόνη ἱερατικὴ χριστιανικὴ μουσική. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἔψελνε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους κι ὑμνοῦσε τὸν Θεό: «Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ Ὄρος τῶν ἐλαιῶν», γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Καὶ μὲ τί εἴδους μουσικῆς ἄραγε ὕμνησαν; Ρωτῶ νὰ μοῦ πεῖς. Μήπως μὲ τὴ θεατρικὴ μουσικὴ ποὺ εἰσάγεις στὶς ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ, μ᾿ αὐτή, λέγω τὴν εὐρωπαϊκὴ τετραφωνία, ἢ μὲ τὴν ἱεροπρεπῆ ἀνατολικὴ μουσικὴ ποὺ δὲν τὴν θέλεις, ποὺ τὴν θεωρεῖς βάρβαρη, ἐσὺ ὁ βάρβαρος καὶ βλάσφημος;
Ναί! Ἐδῶ δὲν εἶναι θολὲς καὶ ὀμιχλώδεις θεωρίες, σὰν κι αὐτὲς ποὺ ἄκουσες στὰ μουχλιασμένα Πανεπιστήμια. Ἐδῶ εἶναι καθαρὰ καὶ ἁπλὰ πράγματα: Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε σὰν ἄνθρωπος στὴν Ἀνατολή, καὶ δὲν γεννήθηκε, ὅπως θἄθελες, στὸ Παρίσι ἢ στὴ Στοκχόλμη ἢ στὴ Λόντρα. Γεννήθηκε σ᾿ ἕνα φτωχοχώρι τῆς Ἰουδαίας. Ἡ γλώσσα ποὺ μιλοῦσε ἤτανε Ἀνατολίτικη. Κι ἡ μουσική, ποὺ μ᾿ αὐτὴ ὑμνοῦσε τὸν Θεό, ἤτανε κι αὐτὴ Ἀνατολίτικη, ἢ τὸ θέλεις εἴτε δὲν τὸ θέλεις.
Λοιπόν, γιατί δὲν τὴ καταδέχεσαι αὐτὴ τὴ μουσική, ἐσὺ ὁ ὑπηρέτης τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ τὴ μουσικὴ ποὺ τὴν ἁγίασε ὁ Χριστός; Ἐγὼ φρίττω, δακρύζω, καταπλήττομαι, μόνο ποὺ συλλογίζουμαι πὼς μ᾿ αὐτὴ τὴ μουσικὴ ἔψελνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ πὼς ἀξιονόμαστε κι ἐμεῖς νὰ τὴ ψέλνουμε ὅπως Ἐκεῖνος! Κι ἐσύ, ἀντὶ νὰ ἀγάλλεσαι, ἀντὶ νὰ νοιώθεις πνοὴ ἀθανασίας ἀπάνω σου ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ θεαγάπητη μουσική, ποὺ μᾶς κληροδοτήθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα οὐράνια δῶρα ὁποὺ βρίσκουνται φυλαγμένα μέσα στὸ θησαυροφυλάκιο τῆς γεραρᾶς παραδόσεώς μας, ἐσὺ δὲν τὴν θέλεις, τὴν ἀπεχθάνεσαι, τὴν λὲς τούρκικη, δὲν τὴ νομίζεις ἄξια γιὰ τὰ ἁμαρτωλὰ στόματά μας!
Τέτοια τύφλωση, λοιπόν, παθαίνει ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ τὴ ματαιότητα καὶ ζητᾶ τὸ ψεῦδος.
Ὁ Θεὸς ἂς μὲ συγχωρήσει γιὰ ὅσα ἀναγκάσθηκα νὰ πῶ γιὰ ἕναν ὑπηρέτη του.
Κύριε, νά, εἶμαι μπροστά σου, καὶ κρίνε με. Ἐσὺ εἶσαι καρδιογνώστης καὶ ξέρεις τὴν πίκρα τῆς καρδιᾶς μου γιὰ τὴ βεβήλωση ποὺ παθαίνουν οἱ ἅγιες ἐκκλησίες σου. Ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου κατέφαγέ με. Ἐσὺ ποὺ ἐπέτρεψες στὸν Προφήτη Ἠλία, νὰ ἐξαγριωθεῖ ἀπὸ τὸν πύρινο ζῆλο ποὺ τὸν ἔκαιγε, Ἐσὺ ποὺ τὸν συγχώρεσες γιὰ τὴ φοβερὴ ἁμαρτία ποὺ ἔκανε νὰ σφάξει τοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ, ἐπειδὴ εἶδες πὼς ἤτανε ὁ μονώτατος δοῦλος σου ποὺ πίστευε σὲ Σένα, καὶ τὸν στεφάνωσες μὲ τὸν ἀμάραντον στέφανο, καὶ τὸν ἅρπαξες ἀπάνω σ᾿ ἕνα ἁμάξι πύρινο καὶ τὸν πῆρες κοντά Σου μὲ τὸ σάρκινο κορμί του, δίχως νὰ δοκιμάσει θάνατο, Ἐσύ, Κύριε, εὔσπλαχνε καὶ δίκαιε, συγχώρεσε κι ἐμένα τὸν ἁμαρτωλό. Γιατὶ Ἐσὺ ἄνοιξες τὸ στόμα μου, ὅπως ἄνοιξες τὸ στόμα τῆς ὄνου τοῦ Βαλαάμ, γιὰ νὰ μιλήσω γιὰ τὴ βεβήλωση τοῦ οἴκου σου, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ματαιότητας.
Φώτισε, Κύριε, τὶς σκοτισμένες διάνοιές μας. Ἐλευθέρωσέ τες ἀπὸ τὰ φιλόσαρκα φρονήματα. Γέμισε τὴν καρδιά μας μὲ τὴν πανευφρόσυνη λύπη σου. Γιατὶ μ᾿ αὐτὴ βρίσκουμε τὸν μυστικὸ δρόμο ποὺ μᾶς φέρνει σὲ Σένα, κι ὄχι μὲ τὶς ἀπατηλὲς σοφίες τοῦ κόσμου τούτου.
Ἡ λύπη τῆς διανοίας εἶναι θυμίαμα εὔοσμο, ποὺ ἀνεβαίνει πρὸς τὸν θρόνο σου. Αὐτὴ ἀνοίγει τὴν κλεισμένη πύλη, γιὰ νὰ μπεῖ ἡ ψυχή μας στὴ χώρα τῶν μυστηρίων Σου. Γιὰ τοῦτο εἶπες· «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται. Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται».


Φώτης Κόντογλου,
Μεγάλη Παρασκευή, 1960


Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ



Ὅταν μελετᾶς τό Εὐαγγέλιο, μή ζητᾶς ἀπόλαυση, μή ζητᾶς ἔξαρση, μη ζητᾶς περίλαμπρες σκέψεις. Ζήτα να δεῖς τήν ἀλάθητη ἁγία Ἀλήθεια.
Μην ἀρκεῖσαι στήν ἄκαρπη μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου. Μελέτα το ἔμπρακτα. Ἀγωνίσου νά ἐκπληρώνεις τίς ἐντολές του. Σάν βιβλίο ζωῆς, μελέτα το μέ τήζωή σου.
Μή νομίζεις ὅτι χωρίς λόγο τό πιό ἱερό βιβλίο, τό Τετραευάγγελο, ἀρχίζει με τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο και τελειώνει μέ τό κατά Ἰωάννην. 
Ὁ Ματθαῖος μᾶς διδάσκει περισσότερο το πῶς νά ἐκπληρώνουμε το θεῖο θέλημα, καί οἱ διδαχές του ταιριάζουν σ᾿ἐκείνους πού ἀρχίζουν να βαδίζουν στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἰωάννης ἀναφέρεται περισσότερο στον τρόπο τῆς ἑνώσεως τοῦ Θεοῦ με τον ἀνακαινισμένο ἀπό τίς ἐντολές ἄνθρωπο. Αὐτή τήν ἕνωση την κατορθώνουν ὅσοι ἔχουν προχωρήσει στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ.
Ἀνοίγοντας τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, νά θυμᾶσαι ὅτι αὐτό θά καθορίσει την αἰώνια κατάστασή σου. Ὅλοι θά κριθοῦμε σύμφωνα μ᾿ αὐτό καί εἴτε θα σωθοῦμε, εἴτε θα κολαστοῦμε αἰώνια. «Αὐτός πού μέ ἀπορρίπτει», λέει ὁ Κύριος, «καί δένδέχεται τά λόγια μου, σ᾿αὐτά θά βρεῖ Ἐκεῖνον πού θα τόν δικάσει· ὁ λόγος πού κήρυξα, αὐτός θά τόν κρίνει την ἔσχατη ἡμέρα» [1].
Ὁ Θεός ἀποκάλυψε τό θέλημά Του σ᾿ ἐτοῦτον τόν τιποτένιο κόκκο σκόνης πού λέγεται ἄνθρωπος! Τό βιβλίο ὅπου εἶναι καταγραμμένο το πανάγιο και σωτήριο θέλημά Του, βρίσκεται στά χέρια σου. Μπορεῖς εἴτε νά δεχθεῖς, εἴτε νά ἀπορρίψεις τό θέλημα τοῦ Πλάστη καί Σωτήρα σου. Ἀπό σένα τον ἴδιο ἐξαρτᾶται εἴτε ἡ αἰώνια ζωή σου εἴτε ὁ αἰώνιος θάνατός σου. Ἀναλογίσου, λοιπόν, πόση προσοχή καί πόση σύνεση πρέπει να δείξεις. Μήν παίζεις με τήν αἰωνιότητα!
Μέ συντριμμένο πνεῦμα νά προσεύχεσαι στόν Κύριο, γιά να σοῦ ἀνοίξει τα μάτια, νά δεῖς τα θαύματα πού κρύβονται στόν νόμο Του [2], στό Εὐαγγέλιο. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀνοίγει τά μάτια τῆς ψυχῆς καί ἐπιτελεῖ θαυμαστά τη θεραπεία της ἀπό τήν ἁμαρτία. Οἱ θεραπεῖες τῶν σωμάτων, πού ἐπιτελοῦσε ὁ Κύριος, ἦταν ἁπλῶς εἰκονισμοί καί ἀποδείξεις τῶν θεραπειῶν τῶν ψυχῶν, ἀποδείξεις ἀναγκαῖες γιά τούς σαρκικούς ἀνθρώπους μέτόν τυφλωμένο ἀπό τή φιληδονία νοῦ [3].
Διάβαζε τό Εὐαγγέλιο μέ μεγάλη εὐλάβεια καί προσοχή. Κανένα χωρίο του μή θεωρήσεις ἀσήμαντο, κανένα χωρίο του μήν παρατρέξεις ἀνεξέταστα. Κάθε γιώτα τοῦ Εὐαγγελίου ἀκτινοβολεῖ ζωή. Ἡ ἀδιαφορία γιά τή ζωή εἶναι θάνατος.
Διαβάζοντας για τούς λεπρούς, τούς παράλυτους, τούς τυφλούς, τούς χωλούς και τούς δαιμονισμένους, πού θεράπευε ὁ Κύριος, να συλλογίζεσαι πώς ἡ ψυχή σου, καταπληγωμένη ἀπό τήν ἁμαρτία καί αἰχμαλωτισμένη ἀπό τούς δαίμονες, μοιάζει σ᾿αὐτούς τούς ἀρρώστους. Νά διδαχθεῖς ἀπό το Εὐαγγέλιο τήν πίστη τους. Ὁ Κύριος θα κάνει καλά κι ἐσένα, ἄν μέ πίστη, ὅπως ἐκεῖνοι, Τόν ἱκετεύεις ἀκατάπαυστα γιά τήν θεραπεία σου.
Γιά ν᾿ ἀξιωθεῖς νά λάβεις τήν ἴαση, πρέπει ν᾿ ἀποκτήσεις κατάλληλη ψυχική διάθεση. Την ἴαση λαβαίνουν ὅσοι ἔχουν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς τους και παίρνουν ἀπόφαση νά τήν ἐγκαταλείψουν [4]. 
Ὁ Σωτήρας εἶναι ἄχρηστος στούς ὑπερήφανους δικαίους, στήν πραγματικότητα ἁμαρτωλούς, πού δέν βλέπουν τήν ἁμαρτωλότητά τους [5].
Τό νά δεῖ κανεῖς τήν ἁμαρτωλότητα, τήν πτώση ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους, εἶναι ἰδιαίτερο χάρισμα τοῦ Θεοῦ. Ζήτησέ Του αὐτό το χάρισμα, καί ὅταν τό λάβεις, θα σοῦ γίνει πολύ περισσότερο κατανοητό το βιβλίο τοῦ οὐράνιου Γιατροῦ, τό Εὐαγγέλιο.
Προσπάθησε να κάνεις οἰκεῖο στον νοῦ καί τήν καρδιά σου τό Εὐαγγέλιο. Ἄς πλέει ὁ νοῦς σου μέσα του, ἄς ζεῖ μέσα του. Ἔτσι πιό εὔκολα ὅλη σου ἡ δραστηριότητα θα γίνει εὐαγγελική. Αὐτό μπορεῖ ὁ καθένας να τό πετύχει με τήν ἀκατάπαυστη ἐντρύφηση στό Εὐαγγέλιο καί τήν εὐλαβική μελέτη του.
Ὁ ὅσιος Παχώμιος ὁ Μέγας (15 Μαΐου), ἕνας ἀπό τούς πιο ὀνομαστούς ἀρχαίους πατέρες, γνώριζε ἀπ᾿ἔξω τό Εὐαγγέλιο. Ἔπειτα ἀπό θεία ἀποκάλυψη, μάλιστα, παρακινοῦσε και τούς μαθητές του να τό μαθαίνουν.Ἔτσι τό Εὐαγγέλιο τούς συντρόφευε και τούς χειραγωγοῦσε παντοῦ και πάντα.
Γιατί, ἄραγε, οἱ σύγχρονοι χριστιανοί παιδαγωγοί δέν στολίζουν τον νοῦ τῶν ἀθώων μικρῶν παιδιῶν μέ τό Εὐαγγέλιο, ἀντί να τό γεμίζουν μέ τούς μύθους τοῦΑἰσώπου καί ἄλλες μάταιες γνώσεις;
Τί εὐτυχία, τί πλοῦτος ἡ ἀπομνημόνευση τοῦ Εὐαγγελίου! Δέν ἔχουμε, βλέπετε, τή δυνατότητα νά προβλέπουμε τίς μεταλλαγές τῶν βιοτικῶν μας συνθηκῶν καί τίς συμφορές πού θά μᾶς βροῦν στή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας. Ἔτσι, τό Εὐαγγέλιο πού ἔχει ἀποθηκευθεῖ στη μνήμη, μελετᾶται ἀπό τόν τυφλό, ἀκολουθεῖ τόν κατάδικο στή φυλακή, συνομιλεῖ με τόν ἀγρότη στό χωράφι, νουθετεῖ τόν δικαστή στό δικαστήριο, χειραγωγεῖ τον ἔμπορο στήν ἀγορά, παρηγορεῖ τόν ἄρρωστο στόν καιρό τῆς κουραστικῆς ἀϋπνίας καί τῆς βαριᾶς μοναξιᾶς του.
Μήν ἀποτολμήσεις, πάντως, να ἐξηγήσεις μόνος σου το Εὐαγγέλιο και τα ἄλλα βιβλία τῆς ἁγίας Γραφῆς, πού γράφηκαν ἀπό τούς προφῆτες και τους ἀποστόλους ὄχι αὐθαίρετα ἀλλά μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος [6].
Ἄν, λοιπόν, δεν γράφτηκαν αὐθαίρετα, δεν εἶναι ἀλόγιστο το να ἑρμηνεύονται αὐθαίρετα;
Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἔγραψε μέσῳ τῶν προφητῶν καί τῶν ἀποστόλων τον λόγο τοῦ Θεοῦ καί τόν ἑρμήνευσε μέσῳ τῶν ἁγίων πατέρων. Τόσο ἡ δυνατότητα καταγραφῆς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ὅσο καί ἡ δυνατότητα ἑρμηνείας του ἀποτελοῦν δῶρα, χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό καί μόνο δέχεται ἡ ἁγίαὈρθόδοξη Ἐκκλησία. Αὐτό καί μόνο δέχονται τά γνήσια παιδιά της.
Ὅποιος ἑρμηνεύει τή Γραφή αὐθαίρετα, ἀπορρίπτει την ἁγιοπνευματική ἑρμηνεία της ἀπό τους ἁγίους πατέρες. Καί ὅποιος ἀπορρίπτει την ἁγιοπνευματική ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς, ἀναμφίβολα ἀπορρίπτει καί την ἴδια τη Γραφή. Καί καταντᾶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι λόγος σωτηρίας, να γίνεται για τούς αὐθαίρετους ἑρμηνευτές του θανάσιμο δίστομο ξίφος, με το ὁποῖο θανατώνουν οἱ ἴδιοι τίς ψυχές τους, ὁδηγώντας τες στην αἰώνια καταστροφή [7]. Ἔτσι αὐτοκτόνησαν πνευματικά ὁ Ἄρειος, ὁ Νεστόριος, ὁ Εὐτυχής καί οἱ ἄλλοι αἱρετικοί, πού, μέ τίς τολμηρές τους ἑρμηνεῖες τῆς Γραφῆς, βλασφήμησαν τό Ἅγιο Πνεῦμα.
«Σέ ποιόν θά ρίξω τό βλέμμα μου, παρά στόν ἄνθρωπο τόν ταπεινό, τον ἥσυχο, πού τρέμει τά λόγια μου;» [8], λέει ὁ Κύριος. Τέτοιος να εἶσαι μπροστά στόν Κύριο καί στό Εὐαγγέλιο, ὅπου Ἐκεῖνος βρίσκεται.
Ἄφησε τήν ἁμαρτωλή ζωή σου, ἄφησε τή γήινη ἐμπάθεια καί φιληδονία. Ἀπαρνήσου τή ζωή σου, δηλαδή τόν ἐγωισμό σου, καί τότε θά μπορέσεις να προσεγγίσεις καί νά κατανοήσεις τό Εὐαγγέλιο. «Αὐτός, πού ἀγαπᾶ τή ζωή του, θά τή χάσει», λέει ὁ Κύριος. «Αὐτός, ὅμως, πού τή ζωή του δεν τή λογαριάζει ὅσο κρατάει αὐτός ὁ κόσμος, θα τή φυλάξει γιά τήν αἰώνια ζωή» [9]. 
Γι᾿ αὐτόν πού ἀγαπᾶ τόν ἑαυτό του καί δεν εἶναι ἀποφασισμένος να τόν ἀπαρνηθεῖ, τό Εὐαγγέλιο εἶναι κλειστό. Τό διαβάζει, ἀλλά ὁ λόγος τῆς ζωῆς καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος παραμένει γιά τήν ψυχή του ἕνα ἀδιαπέραστο παραπέτασμα.
Ὅταν ὁ Κύριος ἦταν στή γῆ μέ τό πανάγιο ἀνθρώπινο σῶμα Του, πολλοί Τον ἔβλεπαν καί συνάμα δέν Τόν ἔβλεπαν. Τί ὠφελεῖται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν βλέπει μέ τά σωματικά μάτια, ὅπως ὅλα τά ζῶα, δέν βλέπει ὅμως μέ τα μάτια τῆς ψυχῆς, μέ τόν νοῦ και τήν καρδιά; Ὑπάρχουν καί σήμερα πολλοί πού διαβάζουν το Εὐαγγέλιο, ἀλλά τό ἀγνοοῦν ἐντελῶς, σάν νά μην τό διάβασαν ποτέ.
Το Εὐαγγέλιο διαβάζεται σωστά μόνο ἀπό τον καθαρό νοῦ καί, ὅπως εἶπε κάποιος ὅσιος, κατανοεῖται ἀνάλογα μέ τήν προθυμία καί τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν[10]. 
Ὡστόσο, ἡ ἀκριβής καί τέλεια γνώση τοῦ Εὐαγγελίου δεν μπορεῖ ν᾿ ἀποκτηθεῖ μέ τή δική μας προσπάθεια· εἶναι χάρισμα τοῦ Χριστοῦ.
Τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀφοῦ κατοικήσει μέσα στον ἀληθινό καί πιστό διάκονό Του, τόν κάνει τέλειο μελετητή και ἀκριβή τηρητή τοῦ Εὐαγγελίου.
Στο Εὐαγγέλιο ἀπεικονίζονται τα χαρακτηριστικά τοῦ νέου Ἀνθρώπου, τοῦ Κυρίου, πού προέρχεται ἀπό τόν οὐρανό [11] καί πού εἶναι Θεός «κατά φύσιν». Τό ἅγιο γένος Του, τους ἀνθρώπους πού πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν και ὁμοιώνονται μ᾿ Αὐτόν, τούς κάνει θεούς «κατά χάριν».
Ἐσεῖς πού κυλιέστε στα βρωμερά βαλτονέρια τῶν ἁμαρτιῶν και βρίσκετε ἐκεῖ εὐχαρίστηση, σηκῶστε τά κεφάλια σας καί κοιτάξτε τον καθαρό οὐρανό· ἐκεῖ εἶναι ἡ θέση σας! 
Ὁ Θεός σᾶς δίνει τόση ἀξία, σᾶς κάνει θεούς. Κι ἐσεῖς, ἀπορρίπτοντας αὐτή τήν ἀξία, κατεβάζετε τόν ἑαυτό σας στην τάξη τῶν ζώων, καί μάλιστα τῶν πιο ἀκάθαρτων ζώων. Συνέλθετε! Βγεῖτε ἀπό τον βρωμερό βάλτο. Λουστεῖτε μέ τά δάκρυα τῆς μετάνοιας. Καθαριστεῖτε με τήν ἐξομολόγηση. Στολιστεῖτε μέ τήν κατάνυξη. Σηκωθεῖτε ἀπό τή γῆ. Ἀνεβεῖτε στόν οὐρανό. Ἐκεῖ θά σᾶς ὁδηγήσει τό Εὐαγγέλιο. «Ὅσο ἔχετε τό φῶς», δηλαδή τό Εὐαγγέλιο, ὅπου εἶναι κρυμμένος ὁ Χριστός, «πιστεύετε στό φῶς,γιά νά γίνετε παιδιά τοῦ φωτός» [12].

Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ

Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΚΑΙ Η ΜΑΓΕΙΑ "ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ"



Δε θα σφάλη κανείς αν πη ότι η προσευχή είναι αφετηρία κάθε αρετής και δικαιοσύνης και κανένα από εκείνα, που συντελούν στην ευσέβεια, δεν θα μπορέση να εισέλθη σε ψυχή που είναι έρημη από προσευχή και από δέησι. Αλλά σαν πόλι ανοχύρωτη, εύκολα μπορεί να υποταχθή στους εχθρούς από έλλειψι κάθε εμποδίου. Το ίδιο λοιπόν, και ψυχή, που δεν είναι οχυρωμένη με προσευχές, εύκολα ο διάβολος την υποτάσσει και με ευχέρεια την γεμίζει με κάθε αμαρτία.
Στην αρχή, βέβαια, όταν δη ψυχή θωρακισμένη με προσευχές, δεν τολμά να την πλησιάση, διότι φοβάται την ισχύ και την δύναμι που παρέχουν οι προσευχές, οι οποίες τρέφουν την ψυχή περισσότερο από όσο η τροφή τρέφει το σώμα. Έπειτα όσοι προσεύχονται με αφοσίωσι, δεν ανέχονται να υποστούν τίποτε ανάξιο της προσευχής, αλλ’ επειδή ντρέπονται το Θεό, με τον Οποίο μόλις επικοινώνησαν, αποκρούουν αμέσως κάθε δόλο του πονηρού. Και αυτό διότι σκέπτονται πόσο κακό είναι, ένας που μόλις πριν από λίγο μίλησε στο Θεό και τον παρεκάλεσε να του χαρίζη σωφροσύνη και αγιότητα, να μεταπέση αμέσως στο διάβολο και να δεχθή στην ψυχή του τις αισχρές ηδονές και να επιτρέψη στον πειρασμό να μπη στη διάνοιά του, την οποία πριν από λίγο επισκέφθηκε ο Θεός, και να επιτρέψη στους δαίμονες να εισχωρήσουν σε ψυχές, για τις οποίες η χάρις του αγίου Πνεύματος επέδειξε μεγάλη φιλανθρωπία και πρόνοια.

(Περί Προσευχής, ΕΠΕ 31,200-202. PG 50,780)

«Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΚΑΙ Η ΜΑΓΕΙΑ» 
 ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΥΠΟ ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
Έκδοσις: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
Νέα Σκήτη Αγίου Όρους
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ, Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΜΑΣ



Ποιός εἶναι ὁ προορισμός ὅλων τῶν ἀνθρώπων;



Προορισμός μας ὕψιστος εἶναι ἡ θέωσίς μας, τό νά γίνουμε ὅμοιοι μέ τόν Θεό. Αὐτή τήν ἀπερίγραπτη τιμή μᾶς κάνει ἡ ἀγάπη Του. "Ἐγῶ εἶπα· θεοί ἐστε καί υἱοί Ὑψίστου πάντες"(Ψαλμ. πα' 6) (πρβλ. καί τήν ἐπίκλησι: "Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς..."). 
Ἀφοῦ λοιπόν Ὀ Θεός μᾶς ἔδωσε, τρόπον τινά, τόν ἑαυτό Του, δέν εἶναι ἑπόμενο νά δίνουμε καί ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας στούς ἀδελφούς μας; Ὅ,τι ἔχουμε, δέν πρέπει νά τό προσφέρουμε στόν πλησίον μας; Ἀπ' αὐτήν τήν ἀναλογία ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία μας, ἠ θέωσίς μας."Ἐν ᾦ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν" (Ματθ. ζ' 2). 
Ἄν ὁ Θεός μᾶς ἀξιώνη να γίνουμε κοινωνοί τῆς θείας Του φύσεως, μέ τή μετάληψι τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Υἱοῦ Του, ἔτσι καί ἐμεῖς πρέπει νά ἀφήνουμε στούς ἀδελφούς μας τό δικαίωμα νά κοινωνοῦν σέ ὅ,τι ἔχουμε. Δηλαδή, νά ἐλεοῦμε τόν φτωχό. Νά εἴμαστε φιλόξενοι. Νά ἐπισκεπτώμαστε στόν ἄρρωστο. Νά παρηγοροῦμε τόν θλιμμμένο. Να καταρτίζουμε τόν ἀγνοοῦντα. Νά ξεχνᾶμε τίς ἀδικίες πού μᾶς ἔκαμαν οἱ ἄλλοι, γιατί ὄλοι ἀνήκουμε στόν Χριστό, εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ Χριστός θά ἀνταμείψη γιά κάθε τέτοια θυσία τόν καθένα. "Ἐπείνασα γάρ καί ἐδώκατέ μοι φαγεῖν" (Ματθ. κε΄ 35).


Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης

Η ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΖΩΗ ΜΟΥ
Ἐκδόσεις: ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ


Ὁ ἔλεγχος τοῦ ἀδελφοῦ εἶναι χρέος ἀγάπης ΚΑΙ ΟΧΙ ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ, κατά τούς αἱρετίζοντες καί συνουσιάζοντες μετά τῶν ἀντιχρίστων!



Ἄς σταματήσουν οἱ αἱρετίζοντες καί οἰκουμενιστές (λαϊκοί καί εἰδικώτερα κληρικοί) νά ἀσκοῦν ἀδιάκριτη ἐπιτίμηση στούς πιστούς καί νά τούς δημιουργοῦν ψυχολογικές ἐνοχές, ὅταν καλῇ τῇ προθέσει ἐλέγχονται ἀπό τό ποίμνιο γιά τίς πνευματικές καί δογματικές ἀτασθαλίες καί γιά τίς προδοσίες τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως πού κάνουν! Ὁ θιγόμενος ἐγωισμός ἀπέναντι στά πρόβατα πού ἐλέγχουν ἐμπόνως τόν τσομπάνη, ἤ τόν ἀδελφό, θά ἔπρεπε νά εἶναι πνευματική ἀνεκλάλητος χαρά γιά τό σθένος καί τήν ὀρθότητα τῆς πίστεως τῶν τέκνων καί ἀδελφῶν. Ἐπίσης θά ἔπρεπε νά εἶναι φιλότιμο καί ἀφορμή γιά προσωπική ὀρθοτόμηση, ὀρθοπραξία καί ὀρθόν παράδειγμα πρός μίμησιν!
Τά πρόβατα δέν ἔχουμε οὔτε διάθεση, οὔτε πρόθεση "νά ὑψώνουμε τό μπόι μας" καί "νά κάνουμε τούς καμπόσους" ἀπέναντι στούς ἀγαπητούς Πατέρες μας ἤ σέ λαϊκούς ἀδελφούς μας πού αἱρετίζουν. Ἀλλά ὅταν σφαγιάζεται ἡ ὀρθή πίστη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας τῆς ὁποίας εἴμαστε μέλη, πῶς δέν θά βοήσουμε καί δέν θά κράξουμε ἀπό τόν πόνο; Δέν εἴμαστε νεκρά, ἀλλά ζωντανά μέλη καί εἶναι ἀπόλυτα φυσιολογικό νά ἔχουμε λαλιά, πού εἶναι καί τό ὑγιές ἐξάλλου ἑνός ζῶντος ὀργανισμοῦ. Μόνο οἱ νεκροί σιωποῦν διαπαντός φυσικῶς καί ὅσοι ἔχουν νεκρωθεῖ διά τῆς αἱρέσεως πνευματικῶς, σιωποῦν τήν Ἀλήθεια καί δέν θέλουν οὔτε νά τήν ἀκοῦν ἀπό τούς λαλοῦντας αὐτήν!

Ἡ κατάληξις τοῦ Ἰοῦδα!

Ἡ ὁμολογία Πίστεως δέν εἶναι "προσόν" μεμονωμένων ὁμάδων π.χ. κληρικῶν, ἀλλά ἀναγκαία ὑποχρέωσις ΟΛΩΝ τῶν πιστῶν, ἀπό τήν ὁποία κρέμεται ἡ αἰώνια σωτηρία ἤ καταδίκη ὅλων μας. Ὁ Κύριος λέγει: "Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν. ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς· καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ" (Ματθ. 10, 32-36).
Ὁ ἔλεγχος περιέχει ὁμολογία πίστεως, εἰδικώτερα δέ, ὅταν συλλαμβάνεται αἵρεση καί δογματική παρέκκλιση καί ἀπόκλιση! Ὅταν ὁ πιστός σιωπᾶ σέ αὐτές τίς ἐπικίνδυνες μολύνσεις καί δηλητηριάσεις τῆς Ὀρθοδοξίας πού ἀνάβουν στό κόκκινο τόν συναγερμό τοῦ πνευματικοῦ κινδύνου, ὅταν παρακολουθεῖ ἀπραγῆς κι ἀνενόχλητος νά κατακρεουργεῖται ἡ Ἄμπελος τοῦ Ὑψίστου καί νά ξεριζώνεται ἀπό τούς λύκους (τούς ἔνθεν καί ἔνθεν) σά νά μή συμβαίνει τίποτε, ἰσοῦται μέ ἄρνηση τῆς Πίστεως καί μή ὁμολογία, τοὐτέστι μέ προδοσία στόν ἴδιο τόν Χριστό! Ὅταν στούς πολιτικούς νόμους θεωρεῖται συνεργός ὁ γνώστης τοῦ ἐγκλήματος καί μή ὀμιλῶν καί ἀποκαλύπτων τήν ἀνθρώπινη ἀλήθεια, πόσο μᾶλλον θά θεωρεῖται συνεργός ὁ γνώστης τοῦ πνευματικοῦ ἐγκλήματος κατά τῶν δογμάτων καί τῆς Πίστεως, ὀ σιωπῶν καί μή ἀποκαλύπτων τήν Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ!;


Ὅταν λέγει ὁ Κύριος: "καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ", δυστυχῶς δέν ἐννοεῖ μόνο τόν πατέρα, τήν μητέρα, τόν ἀδελφό, τήν ἀδελφή καί τούς λοιπούς συγγενεῖς ἀπό τό σόι μας, ἀλλά ἐννοεῖ κυρίως τούς χριστιανούς πατέρες καί ἀδελφούς! Αὐτοί μάλιστα εἶναι περισσότερο συγγενεῖς μας ("οἰκιακοί"), γιατί ἡ συγγένεια Ἁγίου Πνεύματος καί Τιμίου Αἵματος Χριστοῦ εἶναι ἀνώτερα ἀπό τήν βιολογική συγγένεια σάρκας καί αἵματος. Διότι τά πρῶτα εἶναι αἰώνια καί ἄκτιστα, ἐνῶ τό δεύτερο εἶναι πρόσκαιρο καί κτιστό.
Εἶναι λυπηρόν, λοιπόν, χριστιανοί Πατέρες καί ἀδελφοί πού αἱρετίζουν καί οἰκουμενίζουν, νά ξεσηκώνονται ὡς ἐχθροί, καί μάλιστα "ἐντός τῶν πυλῶν", ἐνάντια στό ποίμνιο πού ἀντιστέκεται στήν αἵρεση καί πού ὀρθοτομεῖ παρά τίς οἰκουμενιστικές καί ἄθεες προκλήσεις τῶν καιρῶν.
Οἱ Πατέρες τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ Τόν παρέδωσαν εἰς μαρτύρια καί θάνατον, δηλαδή οἱ πιό "οἰκιακοί" Του! Οἱ Πατέρες τῆς σημερινῆς ἐποχῆς, θά ἐπαναλάβουν τοῦτο στά πρόβατά Του καί πρόβατά των; 
Ἐπίσης ὁ Κύριος λέγει: "Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος" (Μάτθ. 10, 37). Ἄν λοιπόν δέν εἶναι ἄξιος τοῦ Θεοῦ αὐτός πού ἀγαπᾶ τόν βιολογικό πατέρα, τήν βιολογική μητέρα καί τά βιολογικά παιδιά του περισσότερο ἀπό τόν Θεό, τότε πόσο "μή ἄξιοι" τοῦ Θεοῦ, θά εἶναι αὐτοί πού δέν ἀγαποῦν τά ἴδια τά πνευματικά τους τέκνα;…




Ἀγαπητοί αἱρετίζοντες Πατέρες μας, ἄν δέν θέλετε τόν πνευματικό ἔλεγχο ἀπό τά ταπεινά καί μηδαμινά προβατάκια σας καί σεῖς ἀγαπητοί αἱρετίζοντες συναδελφοί μας, ἄν δέν θέλετε τόν ἔλεγχο παρομοίως, ὑπάρχει τρόπος νά τόν ἀποφύγετε: 
ΝΑ ΟΡΘΟΤΟΜΕΙΤΕ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ!
Ὅσα "σπαθιά" δέν μάχονται ὑπέρ τῆς Ἀληθείας-τῆς Ὀρθοδοξίας, γίνονται "σπαθιά πού δέν σηκώνουν οὔτε μύγα ἐπάνω τους"!
Ἀπομένει στήν ἐλευθέρα βούληση τοῦ καθενός μας, μέ ποιό "σπαθί" θά ἀγωνισθοῦμε ἕνας ἕκαστος!





ΣΤΗ ΔΥΣΚΟΛΙΑ ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΕΣΑΙ, ΑΝΟΙΞΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΔΙΑΒΑΣΕ

Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΗ ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΛΠΙΔΑ
ΣΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑ Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΣ


 

«…Δεν βλέπεις; δεν ακούεις; δεν πάσχεις συ ο ίδιος; Δυστυχήματα μικρά και μεγάλα, ατομικά, οικογενειακά, παγκόσμια, πανανθρώπινα, το ένα κατόπιν του άλλου, έρχονται με μανία, ορμούν πολλές φορές σαν κύματα πελώρια να συντρίψουν την ζωή μας.
Εις τις περιστάσεις αυτές πολλοί τα χάνουν. Απελπίζονται, φθάνουν μέχρι αυτοκτονίας. Είναι οι άνθρωποι που δεν ανεκάλυψαν ακόμη, που πρέπει να προσανατολισθεί το πλοίον της ζωής των. Δεν εγνώρισαν, ποίος ο αληθινός σκοπός για τον οποίο ήρθαν στην ζωή. Δεν θέλησαν ποτέ να ακούσουν την φωνή του Ιησού Χριστού, φωνή απείρου αγάπης προς τον άνθρωπο. Δεν ήνοιξαν ποτέ την αγία Γραφή, για να μελετήσουν εκεί τα αθάνατα λόγια. Γιατί ο νόμος του Θεού, η αγία Γραφή, αυτή είναι το τιμόνι της ζωής.
Ναι, τιμόνι είναι ο νόμος του Θεού, το Ευαγγέλιο του Χριστού μας. Αυτό και μόνο μπορεί να ρυθμίσει και να λύσει όλα τα προβλήματα που αφορούν στην ευτυχία των ανθρώπων. Αυτή είναι η γνώμη και των σοφών. Ο μεν Εμμανουήλ Κάντιος, ένας από τους μεγάλους φιλοσόφους, είπε: Το μεγαλύτερο ευεργέτημα προς το ανθρώπινο γένος είναι η αγία Γραφή. Όλα τα βιβλία του κόσμου τα οποία εμελέτησα δεν μου έδωσαν την παρηγοριά, την οποία μου έδωσαν οι λόγοι της Βίβλου, «Εάν και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι Σύ μετ’ εμού ει». (Ψαλμ. 23,4). Ο δε Θ. Ντοστογιέφσκυ, λογοτέχνης παγκοσμίου φήμης, έγραψε: «Σου συνιστώ να διαβάσεις ολόκληρη την αγία Γραφή, και θα βρεις, ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα ούτε έχει ούτε μπορεί ν’ αποκτήσει άλλο βιβλίο εξ ίσου πολύτιμο».
Αγαπητέ μου φίλε, όποιος και εάν είσαι! Άκουσε την φωνή της αλήθειας. Αγόρασε μία αγία Γραφή. Μελέτησε την. Και σήμερα και αύριο και πάντοτε να την μελετάς. Τρέξε, όπου ακούεται ορθόδοξο κήρυγμα, όπου ερμηνεύεται ο νόμος του Θεού. Έτσι θα καταλάβεις προς τα πού κατευθύνεσαι εις τον κόσμον αυτόν. Θα αντικρύζεις με ψυχραιμία τις θλίψεις και θα ελπίζεις ότι κάποτε θα ρίξεις την άγκυραν σου εις το λιμάνι της ευτυχίας. Θα ζεις με το αίσθημα ότι υπεράνω σου είναι το παντοδύναμο χέρι του Θεού που κάμνει θαύματα, τα μεγαλύτερα θαύματα στον κόσμο τούτο.
Γι’ αυτό σε ηρώτησα εις την αρχή και σε ερωτώ τώρα πάλιν εις το τέλος: 
«Έχεις τιμόνι; Θα σωθείς!»

Απόσπασμο από γραπτό κήρυγμα του Μητροπολίτου Φλωρίνης 
π. Αυγουστίνου Καντιώτου, «ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ», Κοζάνη 27 Νοέμβριος 1943