.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Η Ελληνική Κιβωτός καί τά Σκουλίκια που τήν τρώνε! (ΠΕΡΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΩΝ)


ΕΙΔΩΝ – ΕΙΔΩΝ σκουλήκια κατατρώνε την καημένη την Ελλάδα, τη γέρικη Κιβωτό που μέσα της κατάφυγε η αλήθεια του Χριστού και γλύτωσε από τον κατακλυσμό. 

Μέσα σε κείνη την άλλη, την παλιά την Κιβωτό, κλείστηκε ο Νώε κ’ οι λιγοστοί δίκαιοι και γλυτώσανε από το πνίξιμο, μέσα σε τούτη τη νέα Ελ­ληνική Κιβωτό γλυτώσανε οι χριστιανοί οι αληθινοί, έχοντας μαζί τους τα σύμ­βολα της αρχαίας λατρείας του Χριστού, που βαστά ανάλλαχτη από τον καιρό των Αποστόλων ίσαμε σήμερα. 

Και κλειδοκράτορας στάθηκε η ελληνική Ορθό­δοξη Εκκλησία μας, «η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία».

Το πνεύμα του Χριστού διατηρήθηκε αχάλαστο, απλό και βαθύ, πονεμένο και γεμάτο ελπίδα, ταπεινό με εγκαρτέρηση, μ’ εκείνο το μυστικό φέγγος που δεν υπάρχει σε άλλο τίποτα, παρεκτός μόνο στο Ευαγγέλιο. 

Μοναχά η Ορθοδοξία βάσταξε σαν ακριβό θησαυρό την αρχαία πα­ράδοση, δίχως να ξεφύγει καθόλου από το πνεύμα του Χριστού. 

Αυτό το πνεύμα δεν το νοιώθει κανένας με το μυαλό, αλλά με την καρδιά. 

Όποιος γνώρισε αληθινά την ειρήνη του Χριστού και την πνευματική ευωδία του, νοιώθει καθαρά πως μονάχα το πνεύμα της Ορθοδοξίας έχει ανταπόκριση με το πνεύμα του Χριστού και του Ευαγγελίου, καθώς και όσα βγήκανε από την Ορθοδοξία.

Οι αγιασμένες τέχνες της εκφράσανε σωστά κι’ αληθινά το πνεύμα που είναι κλεισμένο μέσα στο άγιο Ευαγγέλιο, χωρίς να το παραμορφώσουνε, όπως έγινε αλλού, που το πήρανε για ένα βιβλίο σαν τ’ άλλα βιβλία και το εικονογραφήσανε οι ζωγράφοι και το τραγουδήσανε οι ποιητές κ’ οι μουσικοί, κάνοντας έργα βγαλμένα από την επιδεξιοσύνη και τη φαντασία των ανθρώπων, αλλά όχι από την ευσέβεια και από τα δάκρυα της κατάνυξης, όπως γίνηκε στους τεχνίτες της Ορθοδοξίας.

Οι ζωγράφοι και οι μουσικοί της Δύσης δε φτιάξανε έργα άγια κι αποκαλυπτικά, αλλά σαρκικά και επιδεικτικά, αταίριαστα με το πνεύμα του Χριστού. 

Ο χαρακτήρας αυτών των έργων είναι ειδωλολατρικός, επειδή αυτοί που τα φτιάξανε δεν είχανε ντυθεί την πύρινη στολή της πίστεως και δεν είχανε μπει μέσα από το Καταπέτασμα του Ναού: 
«ου χρησιμεύει γαρ εις εκείνην την πόλιν των ά­γιων νεκρά ψυχή, μη φέρουσα φωτεινόν και θεϊκόν πνεύμα» (Άγιος Μακάριος Αιγύπτιος). 

Ο χαρακτήρας του Ευαγγελίου αποτυπώθηκε πιστά στα έργα της Ορθοδόξου Αγιογραφίας, της υμνωδίας και της μουσικής που έκανε το Βυζάντιο. Η καρδιά θερμαίνεται από το θησαύρισμα του Ευαγγελίου με κάποια θέρμη πνευματική που δεν μοιάζει με τίποτ’ άλλο.

Αυτή τη θέρμη λοιπόν κι αυτή τη μυστική ειρήνη τη νοιώθει ο χριστιανός να βγαίνει από τις άγιες εικόνες μας, από την υμνωδία κι από την ψαλμωδία της εκκλησίας μας. 

Αυτή η τέχνη είναι ειρηνόχυτη, γιατί έχει μέσα της την ειρήνη που δίνει ο Χριστός. 

Η άλλη η τέχνη είναι ένα ψεύτικο πράγμα, όπως ψεύτικο είδωλο είναι κι ο Χριστός που υμνούνε οι τεχνίτες που τον κάνανε. 

Η καρδιά του πονηρού ανθρώπου, ακόμα και το πιο θεϊκό πράγμα, θέλω να πω τη θρησκεία του Χριστού, μπόρεσε να το κάνει κάποιο πράγμα αντιπνευματικό και σαρ­κικό, και μάλιστα έφθασε σε τέτοια ανοησία, ώστε να λέγει πως το τελειοποίησε.

Λοιπόν τούτον τον ακριβοφυλαγμένο θησαυρό, την παράδοση της Ορθοδοξίας, πολε­μάνε ολοένα να τον μολέψουνε και να τον χαλάσουνε λογής-λογής άνθρωποι. 

Τούτα είναι τα σκουλήκια που είπα πως τρώνε τα αγιασμένα ξύλα της Κιβωτού μας. 

Αιρετικοί κάθε λογής, εικονομάχοι, καταλυτάδες, πολεμήσανε και πολεμάνε την Εκκλησία του Χρι­στού στον τόπο μας μέχρι σήμερα.

Όλοι οι αιρετικοί κ’ οι άλλοι σταθήκανε «νεωτερισταί, μεταρρυθμισταί». 

Εκείνο που τους σπρώχνει να χαλάσουνε την ιερή παράδοση της Εκκλησίας μας και να παραμορφώσουνε την άμωμη λατρεία μας είναι η αλαζονία τους, κατά τα λόγια που λέγει ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος: 
«η υπερηφάνεια αναγ­κάζει επινοείν καινοτομίας, μη ανεχομένη το αρχαίον».

Όσοι είναι υπάκουοι στις παραδόσεις δείχνουνε πως έχουνε χριστιανική ψυχή, αφού το θεμέλιο της θρησκείας μας είναι η ταπείνωση, κι αυτοί την έχουνε, ενώ οι νεωτεριστές, καταφρονώντας την παράδοση και θέλοντας να στήσουνε το δικό τους θέλημα, φανερώνουνε πως έχουνε περηφάνεια, δηλαδή ασέβεια κι απιστία: «το δένδρον εκ του καρπού αυτού γνωρίζεται».

Η σεμνότητα της ψαλμωδίας δείχνει τη σεμνότητα της ψυχής, κατά τον λόγο που λέγει: «ψάλατε συνετώς». 

Όποιος ξεμακραίνει από την αληθινή ουσία του Χριστού, ξεμακραίνει κι από τη βυ­ζαντινή παράδοση. 

Η βυζαντινή μουσική είναι ειρηνική, λυπηρή με παρηγοριά, ενθουσιαστική με σεμνότητα, ταπεινή και ηρωική, απλή και βαθειά.

Έχει την ίδια πνευματική ουσία που έχει το Ευαγγέλιο, οι ύμνοι, οι ψαλμοί, τα συναξάρια, η βυζαντινή Αγιογραφία.

Για τούτο η βυζαντινή μουσική είναι μονότονη για όποιον είναι μονότονο το Ευαγγέλιο, άτεχνη για όποιον είναι άτεχνο το Ευαγγέλιο, απλοϊκή για όποιον είναι απλοϊκό το Ευαγγέλιο, περιορισμένη για όποιον είναι περιορισμένο το Ευαγγέλιο, πένθιμη για όποιον είναι πένθιμο το Ευαγγέλιο, παλιωμένη για όποιον είναι παλιωμένο το Ευαγγέλιο.

Αλλά είναι χαρμόσυνη για όποιον είναι χαρμόσυνο το Ευαγγέλιο, θλιμένη με κατάνυξη για όποιον είναι θλιμένο με κατάνυξη το Ευαγγέλιο, ενθουσιαστική με ταπείνωση για όποιον είναι ενθουσιαστικό με ταπείνωση το Ευαγγέλιο, ειρηνική για όποιον νοιώθει την ειρήνη του Χριστού, η μονάχη μουσική για όποιον υπάρχει μονάχα το Ευαγγέλιο.

Το μέλος της δεν είναι ανόσιο, επιδεικτικό, απελπιστικό, κούφιο, άνοστο, άσκοπο, αλλά είναι πράο, ταπεινό, γλυκύ με στυφότητα, γεμάτο συντριβή και έλεος, δίνει δόξα πνευματική ανέσπερη στις ψυ­χές που αξιωθήκανε την αθανασία των μυστηρίων και την ευσπλαχνία του Θεού. 

Εκφρά­ζει ευχαριστία, κάνει να πηγάσουνε δάκρυα ευγνωμοσύνης και χαράς πνευματικής. Είναι δυστυχισμένοι όσοι δεν τη νοιώθουνε, γιατί θα πει πως δε νοιώσανε αληθινά και σωστά τη γλυκύτητα που έχει το Ευαγγέλιο.

Αλλοίμονο ! 

Αυτόν τον ουράνιο θησαυρό, αυτή την αρχαγγελική μουσική, πολλοί Έλληνες χριστιανοί δεν τη θέλουνε. 

Λένε πως αγαπάνε τον Χριστό, και όμως δεν θέλουνε ν’ ακούσουνε τη φυσική φωνή της θρησκείας του. Εγώ λέγω πως ο Θεός μας παίρνει εμάς τους Έλληνες σιγά · σιγά τα θεϊκά δώρα που μας δώρησε, γιατί είμαστε ανάξιοι να τάχουμε. 

Και δεν είναι μονάχα κάποιοι κοσμικοί που πάσχουνε απ’ αυτή την ασεβέστατη μανία, να θέλουνε ν’ αλλάξουνε την εκκλησιαστική μουσική μας, μα και πολλοί ιερωμέ­νοι, που, αλλοίμονο, ξεπερνάνε τους κοσμικούς σ’ αυτή τη μιαρή παραφροσύνη!

Στα θρη­σκευτικά βιβλία και στα περιοδικά διαβάζει κανένας ένα πλήθος γραψίματα, γραμμένα από κληρικούς για τη σημασία που έχουν οι διάφοροι θρησκευτικοί τύποι, ακόμα και οι πιο ασή­μαντοι, πλην κανένας δεν λέγει τίποτα για το κατάντημα της μουσικής, που είναι η πιο άμεση, η πιο ζεστή κι η πιο συνοπτική έκφραση του θρησκευτικού αισθήματος του πιστού λαού μας.

Αυτοί τυρβάζουν περί πολλά άλλα, κι όσο για τα άγια των αγίων πεντάρα δε δίνουνε. 

Αυτά τα νομίζουνε «επουσιώδη, μεταβλητά, συμβατικά, τεχνικούς τύπους άνευ βαθυτέρας σημασίας δια την ουσίαν της χριστιανικής πίστεως». 

Τούτη η πνευματική πανού­κλα των ασεβών νεωτεριστών της Εκκλησίας έχει φτάξει έως τα πιο απόμερα χωριά και σκοτώνει τα αγνά θρησκευτικά αισθήματα του λαού μας γιατί όλοι αυτοί οι μικροί και ασήμαντοι τάχα νεωτερισμοί καταλήγουνε στον έναν μέγαν νεωτερισμό, στην αθεΐα, γιατί φορά αυτή η αθεΐα τη μάσκα της «αισθητικής». 

Τούτη καταντά τις εκκλησιές θέατρα, που επιδεικνύουν την παιδαριώδη ματαιοδοξία τους διάφοροι ασεβείς άνθρωποι. 

Καλύτερα να καταργούσανε ολότελα την εκκλησιαστική μουσική και να διαβαζόντανε τα τροπάρια κ’ οι ύμνοι, όπως θέλανε να κάνουνε με τις εικόνες οι εικονομάχοι, παρά αυτά τα ερμαφρόδιτα μπολιάσματα.

Κρίμα στην Ελλάδα! 

Τώρα που της χρειάζεται πιο πολύ η παράδοσή της κ’ η αγνή πίστη της Ορθοδοξίας, τώρα μας έπιασε η λύσσα να την καταστρέψουμε, για να γίνουμε κοσμοπολίτες. 

Από ένα θρησκευτικό φυλλάδιο που βγαίνει στη Λάρισα, έμαθα πως κ’ εκεί πέρα πήγε η καταραμένη αυτή φυλλοξήρα. 

Στην πολιτεία του αγίου Αχιλλίου, του αγίου Βησσαρίωνος και τόσων άλλων αυστηρών Ιεραρχών, στη Θεσσαλία που είναι τα Μετέωρα και που γέννησε τόσους αγίους της Ορθοδοξίας, να ψέλνουνε μέσα στις εκκλησιές σαν να είναι λαζαρόνοι ερωτευμένοι! 

Είναι ν’ ανατριχιάσεις! 

Δεν μπορεί να το χωρέσει το μυαλό του ανθρώπου, πως καταντήσαμε σε τέτοια ασέβεια, ώστε να βρίσκε­ται σε διωγμό ό,τι έκανε το ορθόδοξο και θεοτιμημένο έθνος μας στη μουσική και στην Αγιογραφία.

Ψαλτάδες που έπρεπε νάναι περιζήτητοι, δεν βρίσκουνε θέση σε καμμιά εκκλησία, ενώ διάφοροι αδιάντροποι κανταδόροι θεατρίνοι είναι στα μέσα και στα έξω. 

Το ίδιο γίνεται και με την Αγιογραφία. Μπογιατζήδες κάθε λογής ζωγραφίζουνε στις εκκλησιές μας Γενοβέφες και ειδών-ειδών κάρτ – ποστάλ. 

Αν δεν είναι αυτά τα πράγματα η καταστροφή του πνευματικού ήθους του έθνους μας, τότε ποια είναι; Ρωτώ να μάθω.

Όποια όμως δεν πειράζουνε την ελεεινή ματαιοδοξία μας τάχουμε για εθνικά, ενώ τα πιο τίμια, τα πιο εξαίσια, τα καταργούμε, τα εξοντώνουμε εμείς οι ίδιοι. 

Η αρχαία γλώσσα είναι η επίσημη γλώσσα της Εκκλησίας· και πολύ σωστά. 

Αλλά γιατί η μουσική πά­λιωσε τάχα και θέλει ανακαίνιση, αφού γλώσσα και μουσική γεννηθήκανε μαζί, κ’ η βυ­ζαντινή μουσική είναι το φυσικό ντύσιμο της υμνωδίας; 

Τι σχέση έχουνε μ’ αυτές τις μου­σικές ανοησίες τα συναισθήματα του αγνού λαού μας; 

Δε ντρεπόμαστε να λέμε πως είναι πιο ελληνοπρεπή από την ελληνική μουσική τα ανόσια αυτά και ζωώδη μουγκρίσματα, αυτά τα ανάλατα τερατουργήματα που τα τραγουδάνε κάτι νεραϊδοπαρμένα αντρογύναικα!

Κρίμα στο αίσθημά μας και στη σοβαρότητα που είχαμε πάντα σε όλα, κρίμα στην αρρενωπότητα που είχε ό,τι κάναμε στην τέχνη και στη ζωή μας! 

Η Ελλάδα ποτέ δεν έβγαλε τέτοιους ανάλατους και κούφιους ανθρώπους σαν κι αυτούς που τραγουδάνε σήμερα μέσα στις εκκλησιές μας με την ερμαφρόδιτη φωνή τους! 

Και για να υποστηρίξουνε αυτά τα βλακώδη τραγούδια που παρουσιάζουνται για νεωτεριστική ψαλμωδία, βγαίνουνε κάποιοι ενδελεχείς και εμπεριστατωμένοι και με σοβαρότητα γράφουνε άρθρα επιστημονικά τάχα: «ποία είναι η αληθής ελληνική μουσική της εκκλησίας» κλπ., σα να χρειάζεται κι από­δειξη. 

Αυτοί τρώγουνται από τον κρυφό καημό να φαίνουνται Ευρωπαίοι. 

Γι’ αυτό, ό,τι δικό μας κλίνει περισσότερο στην Ανατολή, είναι γι’ αυτούς «παρεφθαρμένον» κι ό,τι κλί­νει στο ελεεινότερο ευρωπαϊκό, είναι «συγχρονισμένον».

Με τέτοιους φωστήρες πάμε να κάνουμε μια Ελλάδα τελειοποιημένη, όπως ελληνική γλώσσα τελειοποιημένη είναι αυτή που μιλάς κάνοντας πως δεν ξέρεις να τη μιλήσεις και που λες το ‘ρ’ σα ‘γ’ κλπ. 

Δε ντρε­πόμαστε! ξαναλέγω. 

Είμαστε κάποιοι που συγκινούμε χιλιάδες Έλληνες, γιατί η καρδιά μας θράφηκε μ’ αυτά που τούτοι τα σιχαίνουνται, και κάνουμε να κλαίνε τις αγνές ψυχές σε κάθε μεριά της Ελλάδας. 

Κι αυτοί οι λεβαντίνοι παραπλανούνε τα παιδιά μας τα καημένα με κάποια ψευτοερωτιάρικα λιγώματα και λένε πως εμείς δεν έχουμε ελληνικά αισθήματα, παρά πως τάχουνε αυτοί οι κουφιοκέφαλοι παπαγάλοι.

Τούτη η μανία καταπάνω στη βυζαντινή μουσική δεν είνε καινούργια. 

Παρουσιάσθηκε πριν από πολλά χρόνια, επειδή πάντα υπάρχουνε κούφιοι και μωροφιλόδοξοι Έλληνες, που θέλουνε να «τελειοποιήσουνε» το κάθε τι Ελληνικό, γιατί, κατά την ιδέα τους, ο ζωντανός λαός που το έβγαλε από τα σπλάχνα του, το γέννησε, τάχα, ζαβό, μισερό, «ατελές». 

Κ’ έρχουνται αυτές οι «μαμές» κ’ οι «νταντάδες» να το μεγαλώσουνε, να το τελειοποιήσουνε, χωρίς να τις καλέσει κανένας. 

Τι θα λέγατε για έναν άνθρωπο που του αρέσει τ’ άλογο, μα η ουρά του δεν του αρέσει, και για να το τελειοποιήσει, του κόβει τη φυσική του την ουρά και του βάζει μιαν ουρά του παγωνιού; 

Παλαβόν και πιο πολύ από παλαβόν, ακαλαίσθητο και χονδροειδέστατο. 

Και όμως αυτοί οι νεωτερισταί τέτοιες βλακείες κάνουνε, θέλοντας να τελειοποιήσουνε κάθε τι ελληνικό, ματίζοντάς το με κάποιο ξένο. Μονάχα ξένο να είνε το τελειοποίημα, κι’ ό,τι θέλει ας είνε.

Γι’ αυτούς, εδώ στην Ελλάδα υπάρχουνε μονάχα κουτσά, στραβά και κουλά πράγματα και τα γερά και τα τέλεια «μοντέλα» υπάρχουνε στην Ιταλία, στη Γαλλία, στο Χαβάη, στο Τσίλι, στην Αργεντίνα, στη Νικαράγκουα, στη Ρουμανία κι όπου αλλού. 

Αυτά που λέγω τα ξέρει ο κάθε ένας. 

Τουλάχιστον ας αφίνανε την εκκλησιά εκκλησιά, με τη δική της τη μουσική και την Αγιογραφία, αφού κατά βάθος δεν νοιάζουνται αληθινά για τη θρησκεία!

Μα ο νεωτεριστής είνε ψείρα που τρυπώνει παντού. Χωρίς αυτόν: «το έθνος θα απετελματούτο εις το έλος της στασιμότητας». 

Με τέτοιες λαμπαφούρες παραπλανάνε τον καημένο τον ανίδεο τον κόσμο. Τι αγώνα κάνανε ένα σωρό σεμνοί, ευλαβείς και σοφοί Έλληνες καταπάνω σ’ αυτούς τους «νεωτεριστάς», που είνε στραβωμένοι από την ψωροπερηφάνεια! 

Και μ’ όλο που είνε αυτοί οι νεωτερισταί κύμβαλα αλαλάζοντα, ωστόσο είνε λαοπλάνοι και πλα­νεύουνε τον κόσμο με κάποιες «ρεκλάμες», μιλώντας ολοένα εν ονόματι της προόδου, της εξελίξεως, του μοντερνισμού κλπ. 

Γι αυτό, αγωνισθήκανε πολλοί άξιοι και δυνατοί Έλλη­νες καταπάνω σ’ αυτές τις μυτζήθρες, που παριστάνουνε τα κάστρα στον ανίδεο τον κόσμο. 

Ό,τι γίνεται με το κορμί, το ίδιο γίνεται και με την ψυχή τ’ ανθρώπου. 

Η αρρώστεια είνε εύκολη, η γιατρειά είνε δύσκολη. Εύκολα τρύπα μια μπάλλα το στήθος, μα δύσκολα γιατρεύεται. 

Έτσι και την ψυχή, τη μολεύει και τη σαπίζει εύκολα η ψευτιά που είνε σαν την πόρνη, μα δύσκολα τη γιατρεύει η αλήθεια.

Από όσα λοιπόν γραφήκανε στα περασμένα, για να φυλαχθεί η μουσική παράδοσή μας απ’ αυτούς τους «νεωτεριστάς», θα βάλω παρακάτω λιγοστά λόγια, ίσως μπορέσουνε και συνεφέρουνε στον εαυτό τους κάποιους πλανεμένους, πιο πολύ απ’ τα δικά μου τα λόγια, γιατί τα γράψανε σεβάσμιοι άνθρωποι που δεν ζούνε τώρα, μα που είτανε από εκείνη την ορθοδοξώτατη γενεά, που γέννησε τον Παπαδιαμάντη, τον Μωραϊτίδη, τον Βερναρδάκη, τον Βιζυηνό, τον Τανταλίδη κ’ ένα σωρό άλλους αγνούς Χριστιανούς κ’ Έλ­ληνες.

Λοιπόν ο μητροπολίτης Αθηνών Προκόπιος, να τι γράφει στα 1886: 

«Η εισα­γωγή της εκφύλου και οθνείας τετραφωνίας εις την ημετέραν εκκλησιαστικήν μουσικήν τη συναινέσει εγένετο των επιτρόπων των δύο ναών, όπως δια της καινοτομίας αυξάνηται των εκκλησιαζομένων ο αριθμός και η των χρηματικών εισφορών είσπραξις προς ευχερεστέραν συντήρησιν και διακόσμησιν αυτών. Αγαθός μεν ο σκοπός, αλλά το μέσον άθεσμον.»

Ο μουσικολόγος Κωνστ. Σακελλαρίδης ο Θετταλομάγνης, άλλος από τον θεατρόφιλον Ιωάννην Σακελλαρίδην, σοφός υπέρμαχος της παραδόσεως, έγραψε πολλά για να χτυπήσει την ξενότροπη εκκλησιαστική μουσική κι ανάμεσα σε άλλα γράφει πως οι αρ­χαίοι ξεχωρίζανε τη θρησκευτική μουσική από την κοσμική: 

«Εν τούτοις γίνεται φανε­ρόν εκ των ολίγων τούτων, ότι η μουσική είχεν ιδιαίτερον τύπον και ύφος δια την θρη­σκευτικήν υμνολογίαν και ιδιαίτερον δια την εκτός των ναών ασκουμένην μουσικήν. 

Ουδέποτε δε συνεχέοντο τα δύο ταύτα είδη… 

Το τοιούτον δε ήθος παρέλαβε και ετήρησεν από των αρχών του χριστιανισμού και η Ελληνική Ορθόδοξος Εκκλησία, εφαρμόσασα την μουσικήν ταύτην εις τα άσματα των μουσουργών της Εκκλησίας, διότι η μουσική τότε καθ’ άπαντα τον πεπολιτισμένον κόσμον και ιδίως κατά την Ανατολήν μέχρι των Περσών, των Συρίων, των Αιγυπτίων και πασών των εν Μικρασία φυλών ήτο μουσική του ελληνικού έθνους… 

Η ελληνική μουσική λοιπόν εγένετο κτήμα όλων των φυλών της δυτικής Ασίας, διότι συνήδε ως προς τον χαρακτήρα και την ιδιοσυστασίαν των λαών της Ασίας, καθ’ όσον η ελληνική έχει ρίζαν αυτήν την Ασίαν, διαμορφωθείσα εκ της Λυδίας και της Φρυγίας, ως μαρτυρούσιν αυτοί οι όροι των ήχων αυτής, καλούμενοι Λύδιοι, Φρύγιοι, Μιξολύδιοι κλπ… 

Τινές θέλουσι να απορρίψωμεν την εκκλησιαστικήν υμνολογίαν μας και να εισαγάγωμεν την πολυφωνίαν, το ξένον δηλ. ιδίωμα, αδιαφορούντες αν, δια του τοιούτου μέτρου, η εθνική παρακαταθήκη, παράδοσις και αναμνήσεις ιεραί τίθενται εκποδών, ουχί όπως βελτιώσωμεν το σύστημα της μουσικής, αλλ’ απλώς όπως καινοτομήσωμεν και ακολουθήσωμεν τον συρμόν, εξ ου και πελατείαν θα αποκτήσωσι προς τοις άλλοις οι ιεροί ημών ναοί… 

Βεβαίως εισί στάσιμοι οι Άγγλοι ψάλλοντες μονοτόνως εν τοις ναοίς αυτών και διατηρούντες εν τη στρατιωτική μουσική εις τα σκωτικά τάγματα τας γκάιδας… 

Φοβερόν θα ήτο να γελωτοποιηθή δι’ εμπειρικών κανταδόρων η θαυμαζομένη υπό διάσημων λογίων Ευρωπαίων εκκλησιαστική ημών μουσική δια τον πλούτον των κλιμάκων της και των τριών αυτής γενών και περί της οποίας ο υπό της γαλλικής κυβερνήσεως αποσταλείς τω 1874 κ. Ducoudray και περιηγηθείς την Ανατολήν προς μελέτην της ανατολικής μουσικής, μετά θαυμασμού γράφει, εξαίρων το κάλλος και τον πλούτον αυτής. 

Παραλείποντες δε άλλους διάσημους Γερμανούς, ως τον Λοβέκιον, εξαίροντα την εκκλησιαστικήν ημών μουσικήν και οικτείροντα την ευρωπαϊκήν δια την πενιχρότητά της, περί της οποίας λέγει, ότι η πτωχεία της επέβαλε την περιβολήν αυτής δια της πολυφωνίας, ενώ, λέγει, η ελληνική εκκλησιαστική μουσική δεν έχει ανάγκην τοιαύτης, έχουσα πλούτον και δυναμένη να είνε αφ’ εαυτής τερπνή και ποικιλωτάτη, παραλείποντες, λέγομεν, άλλων διάσημων Ευρωπαίων τας κρίσεις, φρονούμεν ότι η εθνική συνείδησις είναι αρκούντως εδραιωμένη, ώστε να μη επηρεασθή εκ της στηθείσης σαγήνης ενίων οπαδών του συρμού, ώστε να επιτρέψη να παραδοθώσι τα ιερά τοις κυσί».

Παρακάτω λέγει, πως αυτή η μοντέρνα μουσική είνε θυμελική, δηλαδή θεατρική: 

«Εκ του είδους τούτου του ψάλλειν και των κινήσεων και της ερωτοτρόπου απαγγελίας του τοιούτου χορού το κοινόν ετέρπετο και ενεθουσία…».

Ο Χρυ­σόστομος, σε κάποιους που θελήσανε και στον καιρό του να βάλουνε στην εκκλησιαστική μουσική λίγο κοσμικό χρώμα με φόβο (που νάκουγε τους δικούς μας νεωτεριστάς!), έλεγε: 

«Εσύ, όσα τραγουδάνε κι όσα κάνουνε οι θεατρίνοι κ’ οι χορεύτρες, εδώ, μέσα στην εκ­κλησία, τα βάζεις;.. Ο νους σου σκοτίστηκε από όσα ακούς και βλέπεις στα θέατρα, και για τούτο όσα κάνουνε εκεί πέρα, τα κουβαλάς στην εκκλησία ;» 

Δεν νομίζεις πως τα λέγει στους σημερινούς κανταδόρους;

Κι ο Βαλσαμών γράφει: 

«Αι του Θεού εκκλησίαι οίκοι προσευχής λέγονται, όθεν και οι προσευχόμενοι παρακαλείν τον Θεόν οφείλουσι μετά δακρύων και ταπεινώσεως, ου μην μετά ατάκτου και αναιδούς σχήματος. 

Διωρίσαντο ουν οι Πατέρες μη γίγνεσθαι τα ιερά ψαλμωδήματα δια βοών ατάκτων (ασέμνων), μήτε δια τινών καλλιφωνιών ανοικείων τη εκκλησιαστική καταστά­σει και ακολουθία, οία είσι τα θυμελικά μέλη και αι περιτταί ποικιλίαι των φωνών, αλλά μετά κατανύξεως και θεαρέστου τρόπου προσάγειν τω Θεώ τας ευχάς».

Μα τι να πρωτοβάλω από όσα είπανε και γράψανε πλήθος άγιοι κ’ ευλαβέστατοι χριστιανοί γι’ αυτή την αδιάντροπη μουσική ; 

Ας φέρουνε κ’ οι άλλοι όχι έναν άγιο, αλλά έναν μονάχα αληθινόν Χριστιανό Ορθόδοξο, που ν’ αγαπά με την καρδιά του την εκκλησία μας και που να έχει αληθινά θρησκευτική ψυχή και να μη σιχαίνεται αυτούς τους ξιπασμένους νεωτερισμούς. 

Αλλά κι’ ο ίδιος ο Χριστός να πει με το στόμα του (όπως και λέγει για όποιον τον νοιώθει), πως η αγιασμένη μουσική μας είνε η δική του, κ’ οι δώδεκα Απόστολοι κι όλοι οι άγιοι, πάλι τούτοι οι μοντέρνοι θα καταγίνονται με τα δικά τους, γιατί αυτοί δεν έχουνε μέσα τους τον Χριστό για να τον προσκυνήσουνε και να τον δοξολογήσουνε.

Αυτοί δοξολογούνε τον κούφιο τον εγωισμό τους και την κούφια την καρδιά τους. 

Αυτοί δεν αφήνουνε τίποτα που να μην το λερώσουνε, τα πιο πολλά γράμ­ματα τα κόβουνε, το Τυπικό το βάζουνε στη μπάντα, μ’ έναν λόγο κάνουνε σαν ξεφρενιασμένα άλογα που τσαλαπατάνε ό,τι έχουμε εμείς για το πιο ακριβό από τη ζωή μας κι από κάθε τι στον κόσμο.

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ