.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ


Το θέατρο του ανεκδιήγητου παραλόγου της ζωής μας δεν είναι άλλο παρά το προσωπικό ή το ευρύτερα κοσμικό σύστημα μιας θρησκευτικής επένδυσης στη σκουριά, που επιτείνει τη σύγχυση και την οδύνη των καρδιών μας, γιατί αυτές πολύ απλά δεν παραδόθηκαν στο θαύμα του Θεού και θέλησαν να ζήσουν πέρα ως πέρα την άρνησή του. Θέλουμε επίμονα ένα ρόλο του ανέντιμου καθαρού και μια εξουσία που να κρύβει ευλογία· ράβουμε με πείσμα και φαντασία τα αστραφτερά γαλόνια των θελημάτων μας σε χιτώνες αμφίβολης πίστης· ανάβουμε συνέχεια μεγάλα κεριά στο εναγή μας εγώ και σβήνουμε ποικιλότροπα το ευαίσθητο λυχνάρι της αγίας ταπείνωσης. Μετά, η αληθινή, μα ως επί το πλείστον ανέφικτη σε ’μας θεογνωσία, γίνεται η πονεμένη μας και φρικτή ιστορία· εκείνο το πανώριο στοίχημα που χάνουμε χαρωπά και άτυπτα· η ενδόμυχη ανάπαυση που τόσο λαχταρά και αναπολεί, αλλά δε βρίσκει πουθενά κι από κανέναν η ψυχή μας. Καμία ελπίδα σωτηρίας από παντού! Για ’μας και από ’μας, που πιστεύαμε σε ’μας, λες κι ήμασταν τα πάντα για τους πάντες, ένα ειδωλικό και ινδαλματικό κέντρο μιας κοινωνίας σε πλήρη αφασία. Κι έτσι, ο Θεός πήγε σιωπηλά και κρύφτηκε, γιατί «έπρεπε» κι Αυτός έναν άλλον «θεό» να φοβηθεί αληθινά: το εγώ μας, το άθεο ή ανένθεο. Κι ας πνίγεται κι ας ασφυκτιά αυτό, τάχα μέσα σε γνώσεις, θεωρίες, διδαχές, χαρίσματα, ικανότητες, λιβάνια, τάματα και ράσα...

π. Δαμιανός
[Να είσαι καλά, Φ. Α.!]