.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ὑπάρχει καὶ κάτι χειρότερο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Εἶναι ἡ ἀλαζονεία τῆς ἀρετῆς (Ἱερὸς Αὐγουστῖνος)

«Ἐν τῷ κόσμῳ θλίψιν ἔξετε» μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός μας καὶ ὁ λόγος Του μένει εἰς τὸν αἰῶνα. Διότι τί ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ θλίψη προκάλεσε τὸ χθεσινὸ θέαμα ποὺ μᾶς προσέφεραν ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ. Ἐν καιρῷ διωγμοῦ ρασοφόρων καὶ λαϊκῶν, ἐν καιρῷ λύπης καὶ ἀγωνίας γιὰ τὰ τεκταινόμενα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἐν καιρῷ ἀνάγκης μετανοίας, ταπείνωσης καὶ ὀρθοδόξου, πατερικοῦ φρονήματος εἴδαμε ζωντανὰ ποιμένες, ποὺ θεωρούσαμε ὡς ἐλπίδα καὶ στήριγμα στὸν ἀγώνα ἐναντίον τῆς Παναιρέσεως, νὰ εὐθυμοῦν καὶ νὰ χαριτολογοῦν, νὰ ἐπαινεῖ καὶ νὰ εὐλογεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ διακατέχονται ἀπὸ αἰσθήματα ἐπιστημονικῆς οἴησης, αὐτοικανοποίησης, χαιρεκακίας, ναί, ἀκόμα καὶ εἰρωνείας· ξεχνώντας, ὅτι τὴν ἴδια στιγμὴ χιλιάδες μάτια στέκονται δακρυσμένα μπροστὰ στὶς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων παρακαλώντας γιὰ τὴν θεάρεστη καὶ σωτηριολογικὴ ἀντιμετώπιση τῆς χειρότερης αἱρέσεως στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας.

Χαριτολογώντας λοιπὸν καὶ διαφοροποιώντας τὴν θέση τους ἀπὸ ὅλους τοὺς πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς ἀποτειχισθέντες ἱερεῖς, παρουσίασαν τὴν δική τους αὐθαίρετη ἄποψη ὡς πρὸς τὴν ἐρώτηση, πῶς πρέπει νὰ ἀντιμετωπιστεῖ ἡ αἵρεση: Περαιτέρω οἰκονομία, κοινωνία μὲ τοὺς μνημονεύοντες κληρικοὺς καὶ προαναγγελία ἀκόμα μίας (πόσες ἀκόμα, Θεέ μου, ὁμολογίες πίστεως καὶ ἡμερίδες θὰ γίνουν;) ἡμερίδας ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. 

Ἐπειδὴ βέβαια οἱ defendores dictae auctoritatis scientiae (ὑπερασπιστὲς τῆς λεγομένης πανεπιστημιακῆς αὐθεντίας) θὰ σπεύσουν νὰ ἐκφράσουν argumenta ad verecundiam (ἐπιχειρήματα ποὺ ὀφείλεις, εἶσαι ἀναγκασμένος λόγῳ τῆς «αὐθεντίας» νὰ σεβαστεῖς) σπεύδω καὶ ἐγὼ νὰ τοὺς προλάβω κάνοντας μίας μικρὴ παρένθεση: Ἡ ἐπίκληση μίας αὐθεντίας ἰδίως στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀποτελεῖ λογικὸ ἐπιχείρημα, ἀντιθέτως εὔκολα μπορεῖ νὰ παρασύρει σὲ λογικὴ πλάνη, σὲ ἕνα εἶδος ὑποταγῆς τῶν πιστῶν χρησιμοποιώντας τὴν ἐκτίμηση ποὺ δείχνουμε σὲ κάποιο πρόσωπο καὶ ὄχι στὴν διδασκαλία του. Μοναδικὲς αὐθεντίες στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἡ κεφαλή Της ὁ Χριστὸς καὶ οἱ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι Πατέρες Της. 

Μίλησαν οἱ Πατέρες τῆς χθεσινῆς μικρῆς εὔθυμης σύναξης γιὰ οἰκονομία. Οἱ τρεῖς ἀπὸ αὐτούς (γιατὶ οἱ ἄλλοι δύο δὲν θεωροῦν κἂν τὴν ἀποτείχιση ὡς πατερικὴ ὁδό) δικαιολογοῦσαν τὴν στάση τους πρὶν ἀπὸ τὴν ἀποτείχισή τους μὲ τὸ ἐπιχείρημα τῆς οἰκονομίας. Τώρα, μετὰ τὴν ἀποτείχιση τους, χρησιμοποιοῦν τὸ ἴδιο ἐπιχείρημα θέτοντας ὡς βάση τὶς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου τους, λέγοντας, ὅτι ἔτσι φροντίζουν γιὰ τὶς λειτουργικές του ἀνάγκες. Καὶ ἐρωτοῦμε: Οἱ πιστοὶ τῶν παλαιῶν χρόνων, ἐπὶ Ἀρείου, ἐπὶ Νεστορίου, ἐπὶ Μονοθελητισμοῦ, ἐπὶ Εἰκονομαχίας, ποῦ ἐκπλήρωναν τὶς λειτουργικές τους ἀνάγκες; Ὁ εὐκτήριος οἶκος, οἱ σπηλιές, τὰ ὄρη, τὰ δάση, οἱ στάβλοι, τὰ ὑπόγεια, ὅλοι οἱ χώροι, τοὺς ὁποίους προτείνουν οἱ Ἅγιοι γιὰ τὶς λειτουργικές μας ἀνάγκες σὲ καιρὸ αἱρέσεως, δὲν ἰσχύουν πιά; «Ἀλλ' ἐξορίαν, εἰπέ μοι; Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» ( Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία πρὸ τῆς ἐξορίας, α, PG 52, 427). 

Μὲ τὴν ὑπόλοιπη ὀρθοδοξία τί μέλλει γενέσθαι; Εἶναι ὁ ρόλος τῶν ποιμένων καὶ τῶν πιστῶν τοπικὸς ἢ πανορθόδοξος; Οἱ πιστοὶ τῆς διασπορᾶς ποὺ βιώνουν τὴν παναίρεση κατὰ τὸν χείριστο τρόπο -τόσες καὶ τόσες ἀποδείξεις ἔχουν δημοσιευθεῖ- καὶ περιμένουν ὡς ναυαγοὶ τὸν πατερικὸ λόγο τῶν λιγοστῶν πιὰ ὀρθοτομούντων ποιμένων σὰν σανίδα σωτηρίας, δὲν εἶναι ποίμνιο; Αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουν «εὐσεβεῖς» ἱερεῖς καὶ ναοὺς γιὰ νὰ λειτουργηθοῦν, μιᾶς καὶ ὅλοι καὶ ὅλα κατέχονται ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστές, εἶναι ἐκτὸς ἐκκλησίας, ἐπειδὴ συνειδητὰ δὲν λειτουργοῦνται; Πῶς θὰ δυναμωθοῦν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ πῶς θὰ πεισθοῦν οἱ ἀκόμα ἀμφιταλαντευόμενοι, ἂν ἐκφράζονται θέσεις, ὅπως οἱ θέσεις τοῦ π. Θεοδώρου και τῶν σὺν αὐτῷ; «Καὶ ἐὰν ἡ δική σου σταθερότης δὲν διασφαλισθεῖ, ποιὸς λοιπὸν θὰ σωθεῖ; Καὶ αὐτὸς ποὺ μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ ὁμολόγησε μὲ παρρησία σὰν ἅγιος πλὴν ὁλοκληρωθεῖ ἡ αἵρεση, ἐὰν τώρα, μετὰ τὴν αἵρεση ὑποχωρήσει, πῶς κάποιος ἄλλος θὰ τολμήσει νὰ πεῖ «γρύ» ((Ἁγ. Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολή (39) Θεοφίλω Ηγουμένω, PG 99, 1049Α.Β (μεταγλώττιση).

Ἐκφράστηκε ἀπὸ τὸν π. Θεόδωρο και τοὺς σὺν αὐτῷ ὡς πατερικὴ ἀπόδειξη τῶν θέσεων τους ὁ Ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Τί λέει ὅμως ὁ Ἅγιος;

Περὶ τῆς σημασίας τῆς μόρφωσης εὐσεβείας σὲ καιρῷ αἱρέσεως: «Διὰ τοῦτο σοῦ ὑπενθυμίζω νὰ μὴ ξεφύγης καθόλου ἀπὸ τὴν ἔνστασι, σὺ ποὺ ἔχεις στηριχθεῖ πάνω στὴν ἀσάλευτη πέτρα τῆς Ὀρθοδοξίας, μήτε νὰ γίνεις εὐκολοπτόητη καὶ διχόγνωμη, ἐξ αἰτίας τῶν πτώσεων [στὴν αἵρεσι] εἴτε λαϊκῶν εἴτε μοναστῶν καὶ ὅσων νομίζουν, ὅτι εἶναι κάτι... Αὐτοὶ εἶναι ψευδάδελφοι, ψευδαπόστολοι, ποὺ ἔχουν μόρφωσιν εὐσεβείας, ] ἀλλὰ ἔχουν ἀρνηθεῖ τὴν δύναμή της [Β΄Τιμ. 3, 5]. Πολλοὶ δοκησίσοφοι καὶ ἀρχιεροφανεῖς και ἁγιόδοκοι νικήθηκαν στὶς παλαιὲς γενεές· ἀντιθέτως, ἔλαμψαν ὡς φωστῆρες ἐν τῷ κόσμῳ [Φιλιπ. 2, 15] ὀλίγοι καὶ ἀληθινοὶ σοφοί, οἱ ὁποῖοι διαβιοῦν μὲ φόβο Θεοῦ, ἐπειδὴ ἀρχὴ σοφίας εἶναι τὸ νὰ φοβεῖται κάποιος τὸν Κύριο [Ψαλμ. 110, 10], μολονότι δὲν ἔχουν θεωρηθεῖ καὶ σπουδαῖοι, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος βλέπει στὸ πρόσωπο, ἀλλὰ ὁ Θεὸς στὴν καρδιά» (Ἐπιστολὴ (156) Εἰρήνῃ Πατρικίᾳ, ἐν Theodori Studitae Epistulae, τόμ. Β΄, ἐκδ. De Gruyter, Corpus Fontium Historiae Byzantinae, Series Berolinensis 31, Berlin 1992, σελ. 276 ff. (μεταγλώττιση).

Περὶ τοῦ χρόνου οἰκονομίας: «... Θὰ πρέπει νὰ γνωρίζεις ὅτι μνημονεύαμε τότε ποὺ δὲν εἶχε γίνει ἀκόμη Σύνοδος, οὔτε εἶχε συνοδικῶς ἐκφωνηθεῖ τὸ αἱρετικό δόγμα καὶ ὁ ἀναθεματισμὸς τῶν ὀρθοδόξως φρονούντων... Ἀπὸ τὴν ὥρα ὅμως ποὺ ἔγινε φανερὴ καὶ ξεκάθαρη ἡ αἱρετικὴ διδασκαλία, καὶ μάλιστα κατοχυρώθηκε συνοδικῶς, πρέπει καὶ σὺ καὶ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ ἀποφύγετε μὲ παρρησία κάθε ἐκκλησιαστικὴ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς κακοδόξους καὶ νὰ μὴν μνημονεύετε κάποιον ἀπὸ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι συμμετείχαν στὴν Σύνοδο, ἢ εἶναι ὁμόφρονες μὲ τὶς ἀποφάσεις της… Ἐπειδὴ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ δὲν χαρακτήριζε μόνον τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά μαζί τους» (Ἐπιστολή 39. Θεοφίλῳ ἡγουμένῳ, Φατοῦρος, σελ. 113, στιχ. 51. PG 99, 1045D. ΕΠΕ, μεταγλώττιση). Ποιὸς ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους δὲν ἐπικοινωνεῖ ἐκκλησιαστικὰ μὲ τοὺς οἰκουμενιστές, ὥστε νὰ μὴν θεωρεῖται ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ; Κατήργησαν καὶ οἱ Ἅγιοι τὴν Ἐκκλησία;

Ἀδιασάλευτο ἐπιχείρημα περὶ τῆς ἀναγκαιότητας καὶ τὴν πιστὴ ἐφαρμογὴ τῆς ἀποτειχίσεως καὶ τερματισμοῦ τῆς οἰκονομίας: «Ὑπέρ τίνος ἐγὼ ὁ ταπεινὸς ἐνταῦθα ἀπόκλειστος; Ὑπέρ τίνος ὁ πατήρ μου ὁ ἔγκλειστος τεταλαιπώρειται...; Ὑπέρ τίνος ἀρχιεπίσκοπος ὡς κατ’ αὐτοὺς καθηρεμένος...; Ὑπέρ τίνος ἡ τιμιότης σου σὺν τοῖς ἀδελφοῖς ἐν Θεσσαλονίκῃ φρουρουμένη, Θεόσωστος τε ὁ ἡγούμενος διωκόμενος σὺν τοῖς φοιτηταῖς...; Ὑπέρ τίνος Ναυκράτιος τε καὶ Ἀρσένιος οἱ ἀδελφοὶ ἕως δεῦρο καταφρουρούμενοι...; Ὑπέρ τίνος Στέφανος...; Ὑπέρ τίνος Ἀντώνιος...; Ὑπέρ τίνος ἐν Χερσῶνι δεδιωγμένος Λέων...; Ὑπέρ τίνος ἡ δι’ ἀρχόντων παράστασις ὑμῶν ἐν τῇ πολυανθρώπῳ συνόδῳ, συγκαθεζομένων καί τριῶν τῶν μεγίστων ἀξιωμάτων; Ὑπέρ τίνος ἐγώ ὁ ταπεινός ἐκεῖσε ὑβριζόμενος, καί κυκλόθεν περιστοιχιζόμενος; καί ἀκούων· Οὐκ οἶδας τί φλυαρεῖς, τί λαλεῖς. Βοῶντός μου· Πίπτει ὁ Πρόδρομος· λύεται τό Εὐαγγέλιον· οὐκ ἔστιν οἰκονομία κἀκείνων τό ἐπιλέγειν πολύ, ὅτι οἰκονομία· καί οὕτως οἱ ἅγιοι ᾠκονόμησαν, καί ὁ ἐν ἁγίοις προηγησάμενος. Ἴδε μάρτυρες ὅτι ἐπέτρεψε τήν μοιχοζευξίαν· κἄν οὐκ ἔλεγον αὐτήν οὕτως, ἀλλά καί τό εἰπεῖν, μοιχοζεύκτην, διεπρίοντο τούς ὀδόντας τοῦ οἱονεί ῥοφῆσαι. Ὑπέρ τίνος τό ἀνάθεμα τοῖς μή δεχομένοις τάς οἰκονομίας τῶν ἁγίων διαβοήτως ἀνακραχθέν· καί ἐγώ σύν τῷ Πατρί μου καί Καλογήρῳ ὑπ' ἀρχοντικῆς χειρός ἀφορισθείς ἐκ μέσου· ὁ δέ ἀρχιεπίσκοπος ἐναπολειφθείς· καί διότι μόνον ἐλειτούργησεν ὑπ' ἐμοῦ παρακληθείς εἰς τά Στουδίου, ὡς κοινός πρεσβύτερος καθαιρεθείς κατ' αὐτούς; Τόν γάρ ὑπ' αὐτοῦ Χριστοῦ καθαιρεθέντα καί τῶν θείων κανόνων μοιχοζεύκτην ἠθώωσαν· ἀνένοχον ἀποφηνάμενοι κατά πάντα καί συνιερουργόν αὐτοῖς ὄντα καί πρότερον. Τόν δέ ἀκαθαίρετον ἐκ κανόνων, καθαιρέσει ὑπέβαλον· ἔργῳ τόν λόγον αὐτῶν βεβαιούμενοι ὡς ἐξουσίαν ἔχειν τούς ἱεράρχας, κατά τό αὐτοῖς δοκοῦν, κεχρῆσθαι τοῖς κανόσιν. Ὅπερ ἐνεργοῦσιν εἰς τό ἀεί...» (Ἐπιστ. 48, Ἀθανασίῳ τέκνῳ Φατοῦρος σελ. 130 καὶ 132).

Φωνάζει ὁ Ἅγιος, π. Θεόδωρε καὶ οἱ σὺν αὐτῷ! Σὲ ὁλόκληρη τὴν Ὀρθοδοξία, ἀδελφοί σας ἱερεῖς καθαιροῦνται ἢ τιμωροῦνται, μοναχοὶ διώκονται παρανόμως καὶ αἰσχρῶς ἀπὸ τὶς μονὲς καὶ τὰ κελλιά τους, λαϊκοὶ τιμωροῦνται μὲ ἀκοινωνησία, ἀπομόνωση, ἀφορισμό, ναοὶ καταπατοῦνται, Κανόνες ἀκυρώνονται, Μυστήρια ἀλλοιώνονται, Δόγματα διαστρεβλώνονται καὶ ἐσεῖς ἀπορροφᾶτε κάθε πιθανὴ δυνατὴ ἀντίδραση, κάθε δυνατότητα ἐκκένωσης τῶν ναῶν καὶ αὐτομάτης ἀπομόνωσης τῶν αἱρετικῶν καὶ ἐνδυνάμωσης τῶν ἀμφιταλατευόντων καὶ ἀναποφασίστων.

Λέτε, ὅτι θὰ κάνετε οἰκονομία μέχρι νὰ γίνει μία Σύνοδος ποὺ θὰ καταδικάσει τὸν Οἰκουμενισμό. Δὲν γνωρίζετε, ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καὶ τόσοι ἄλλοι Ἅγιοι δὲν ἔζησαν τὶς Συνόδους ποὺ δικαίωσαν αὐτοὺς καὶ τοὺς ἀγῶνες τους; Πόσο σίγουροι εἶστε, ὅτι μόνο ἐσεῖς ξέρετε πόσο θὰ πρέπει νά διαρκέσει ἡ οἰκονομία ποὺ κηρύσσετε; 

Ξεχάσατε μέσε σὲ λίγε μέρες τὰ λόγια τοῦ πραγματικοῦ καὶ μεγάλου ὁμολογητοῦ Ἰουστίνου Πόποβιτς: «Ἕως πότε θὰ ἐξευτελίζωµεν δουλικῶς τὴν Ἁγίαν µας Ὀρθόδοξον Ἁγιοπατερικὴν καὶ Ἁγιοσαββιτικὴν Ἐκκλησίαν διὰ τῆς οἰκτρῶς καὶ φρικωδῶς ἀντιαγιοπαραδοσιακῆς στάσεώς µας ἔναντι τοῦ Οἰκουµενισµοῦ καὶ τοῦ λεγοµένου Οἰκουµενικοῦ Συµβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν; …Ἀλλοίµονον, ἀνήκουστος προδοσία» (Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενισμός. Μία Ὀρθόδοξος γνωμάτευσις καὶ μαρτυρία», Θεοδρομία ΙΔ3 (Ἰούλιος - Σεπτέμβριος 2012) 425-432.

Ξεχάσατε, ὅτι, ὅπως ὁμολογήσατε καὶ ἐσεῖς, ἂν σᾶς πάρει τώρα ὁ Θεός, δὲν θὰ δώσετε λόγο μόνο γιὰ τὶς ψυχὲς τοῦ ποιμνίου σας, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλες τὶς ψυχὲς τῶν βασανιζομένων ἀπὸ τὴν παναίρεση πιστῶν; 

Ξεχάσατε λέγοντας νὰ ἐκκλησιαζόμαστε στοὺς εὐσεβεῖς ἱερεῖς, ὅτι ὁ χαρακτηρισμὸς «εὐσεβῆς» ὁρίζεται ὄχι ἀπὸ τοὺς λόγους ἀλλὰ ἀπὸ τὰ ἔργα; 

Ξεχάσατε «Νὰ φυλάσσετε δὲ τοὺς ἑαυτούς σας ἀπὸ ὅσους νομίζουν, ὅτι δὲν πιστεύουν τὰ τοῦ Ἀρείου, κοινωνοῦν ὅμως μὲ τοὺς Ἀρειανούς. Ἰδιαιτέρως δέ, ἁρμόζει σὲ μᾶς νὰ ἀποφεύγουμε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ ἐκείνους ποὺ ἀποστρεφόμαστε τὸ φρόνημά τους. Ἐὰν πάλι κάποιος προσποιεῖται, ὅτι ὁμολογεῖ τὴν ὀρθὴ πίστη, παρουσιάζεται ὅμως νὰ κοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικούς, αὐτὸν νὰ τὸν προτρέπετε νὰ ἀπέχει ἀπὸ μία τέτοια συνήθεια. Καὶ ἐὰν μὲν συμφωνεῖ μαζί σας, νὰ τὸν ἔχετε σὰν ἀδελφό. Ἐάν ὅμως ἐπιμένει φιλόνικα, νὰ τὸν ἀποφεύγετε. Ἐφόσον συμπεριφέρεστε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, θὰ διατηρήσετε τὴν πίστι σας καθαρή. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι θὰ ὠφεληθοῦν βλέποντάς σας καὶ θὰ φοβηθοῦν, μήπως θεωρηθοῦν ὅτι εἶναι ἀσεβεῖς καὶ ἔχουν τὰ ἴδια φρονήματα μὲ αὐτούς» (Μέγας Ἀθανάσιος, Τοῖς τόν μονήρη βίον ἀσκοῦσι….P.G.26, 1188BC μεταγλώττιση);

Ξεχάσατε «Oἵτινες τὴν ὑγιῆ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιοῦντες ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσιν, τοὺς τοιούτους , εἰ μετὰ παραγγελίαν μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς ὀνομάζειν..» (TLG, Basilius Theol., Asceticon magnum sive Quaestiones (regulae fusius tractatae), Volume 31);

Ξεχάσατε «... Ἐγὼ ὅμως δὲν θὰ γίνω ποτὲ συγκοινωνὸς μὲ αὐτοὺς ποὺ δέχονται αὐτὲς τὶς καινοτομίες (Μάξιμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Περὶ τῶν πραχθέντων…» P.G. 90, 145C μεταγγλώτιση);

Ξεχάσατε «Εἴμαστε ὑπεύθυνοι καὶ ἐμεῖς οἱ Πρεσβύτεροι καὶ μαζὶ μὲ ἐμᾶς, εἶστε καὶ ἐσεῖς οἱ λαϊκοί, ποὺ ἔρχεστε μαζί μὲ μᾶς καὶ δὲν μᾶς λέτε: “Φεύγουμε ἐμεῖς”» (π. Θεόδωρος Ζήσης ἄνευ τῶν σὺν αὐτῷ).

Δυστυχῶς μᾶς σπρώχνετε στὸ συμπέρασμα, ὅτι δὲν ξεχάσατε, ἁπλῶς δὲν εἴχατε σκοπὸ νὰ τὰ ἐφαρμόσετε. Γι’ αὐτὸ καὶ σᾶς λέμε “Φεύγουμε ἐμεῖς” !

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου