.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

«Η κοινωνίας πίστεως είναι το ουσιώδες εις τον βίον της Εκκλησίας»

«Αἱ προσπάθειαι τοῦ Μ. Βασιλείου
περὶ τῆς κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν»

Χρήστου Παναγιώτου
("Κληρονομία", τ. 13ο, σελ. 183-194)

Δια τον αρχιεπίσκοπον της Καισαρείας η κοινωνία δεν είναι απλή λέξις, αλλά κατάστασις υπάρξεως του εκκλησιαστικού οργανισμού ως σώματος του Χριστού και έδρας του Αγίου Πνεύματος, (τὸ Ὁποῖον) συνιστά τον κρίκον που συνδέει τα μέλη εν χρόνω και τόπω.
Επί μέρους τμήματα της Εκκλησίας ήσαν αι αυτοτελείς επισκοπαί, η δε ενότης αυτής κατά τας εγκοσμίους σχέσεις της εξεφράζετο δια της επικοινωνίας των επισκόπων μεταξύ των· τούτο είναι ό,τι συνήθως καλούμεν κοινωνίαν των Εκκλησιών. Οι ούτω επικοινωνούντες εκαλούντο "κοινωνικοί".

Ο Βασίλειος απέδιδεν μεγάλην σπουδαιότητα εις τας επισκοπικάς συναντήσεις δια την επίλυσιν των τοπικών ζητημάτων της Ανατολής, είχε δε πάντοτε προ οφθαλμών την σύγκλησιν μιας γενικής συνόδου δια τα θέματα της οικουμενικής Εκκλησίας.

Πάντως η επαφή των εκκλησιαστικών ηγετών, είτε δι' επιστολών είτε δια συνόδων είτε δια προσωπικών συναντήσεων, έχει νόημα και αξίαν, μόνον όταν απορρέη από ουσιώδεις αρχάς. 

Διέκρινε μεταξύ κοινωνίας αγάπης και κοινωνίας πίστεως, αυτή δε η δευτέρα είναι το ουσιώδες εις τον βίον της Εκκλησίας, ενώ η πρώτη είναι παρεπόμενον.
Η κοινωνία είναι αγαθόν το οποίον προσφέρεται και λαμβάνεται κατά την συμφωνίαν της ορθοδόξου πίστεως. Όθεν απομάκρυνσις ενός επισκόπου από την ορθοδοξίαν συνεπάγεται διακοπήν της κοινωνίας από τους άλλους. 
Ο Βασίλειος, όταν παρενεβάλλετο παρεκτροπή εις την πίστιν, δεν εδίσταζε να διάσπαση παλαιάς φιλίας.

Εις αυτήν την σύγχυσιν (σὲ καιρὸ αἱρέσεως), αν δεν προλάβη ο εχθρός να σε κτυπήση, σε πληγώνει ο σύντροφος. Συνδεόμεθα μεταξύ μας οι ομόφρονες επί τόσον μόνον χρόνον, επί όσον μισούμεν από κοινού τους εχθρούς. Όταν όμως οι εχθροί απομακρυνθούν, βλέπομεν ο εἷς τον άλλον ως εχθρόν. Αι τραχείαι κραυγαί από τας αντιλογίας των αλληλομαχομένων έχουν γεμίσει την Εκκλησίαν και η ευσεβής δογματική διδασκαλία διαστρέφεται από τας ακρότητας. 
Η αγάπη έχει γενικώς ψυχρανθή, η μεταξύ των αδελφών σύμπνοια έχει εξαφανισθή, το όνομα της ομονοίας έπαυσε να είναι γνωστόν (Μ. Βασιλείου, Περί Ἁγίου Πνεύματος 30, 76-78).